17 Αυγούστου 2024

ΣΚΟΠΟΣ ΜΑΣ Η ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ!

 «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί»  (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης).

Πόσο μεγάλος αποκαλύπτεται για μία ακόμη φορά ο σύγχρονος όσιός μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης ή Αθηναίος κατ’ άλλους! Κι όχι λόγω των θαυμαστών χαρισμάτων του που πλούσια τού δώρισε ο Κύριος, της διόρασης και της προόρασης και της θαυματουργίας, αλλά κυρίως λόγω της ορθοτόμησης της αλήθειας, της φανέρωσης σε κάθε περίπτωση της «Οδού» που ισορροπεί τον άνθρωπο και που δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό! Αυτό δεν ζητάμε και στη Θεία Λειτουργία για τον διάδοχο των Αποστόλων, τον Επίσκοπο της περιοχής που τελούμε τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας; Όχι να του δώσει ο Θεός χάρισμα θαυματουργίας και διόρασης και προόρασης, αλλά να υγιαίνει προκειμένου με φώτιση Θεού να ορθοτομεί τον λόγο της αλήθειας Εκείνου! Διότι αυτό είναι το πιο κύριο και καίριο, το πιο σοβαρό, από το οποίο εξαρτάται η κατά Χριστόν πνευματική ζωή μας. Λοιπόν, και στα παραπάνω λόγια του μεγάλου οσίου διαπιστώνουμε αυτήν την πραγματικότητα, την επισήμανση του σκοπού του ανθρώπου, τη διάνοιξη των οφθαλμών μας για να γνωρίζουμε πού πρέπει να «πατάμε» επί της γης.

Και τι λέει ο άγιος; «Σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε»! Πρόκειται για μία παγίδα του πονηρού, στην οποία ανεπίγνωστα πολλές φορές πέφτουμε μέσα. Διότι βλέπουμε το κακό, αντιδρούμε, αισθανόμαστε συχνά ως «απολογητές» και «δικηγόροι» του Χριστού και της Εκκλησίας, οπότε θεωρούμε ότι είναι η «κλήση» μας να το κατακεραυνώσουμε, να το εξαλείψουμε, να φύγει από τη μέση, να γίνουμε «θεραπευτές» των ανθρώπων! Ίσως να νιώθουμε και λίγο… προφήτες σαν τους μεγάλους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι στέλλονταν από τον Θεό για να ελέγξουν την όποια αμαρτία και την όποια αδικία και πονηρία. Και δεν καταλαβαίνουμε βεβαίως ότι επισημαίνοντας το κακό και την πονηρία δείχνουμε ότι έχουμε τις ρίζες αυτών μέσα και στη δική μας ύπαρξη, αφού γενικώς «βλέπει» κανείς στον κόσμο ό,τι και ο ίδιος έχει. Που σημαίνει ότι η καταδίκη του κακού πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση: αντί να στρέφεται κανείς κατά των άλλων να στρέφεται κατά του εαυτού του που φέρει το ίδιο κακό!

Καταλαβαίνουμε έτσι καθαρά το νόημα του λόγου του αγίου Πορφυρίου: αν σκοπό μας θέτουμε απλώς την καταδίκη του κακού που διαπιστώνουμε στους άλλους και στον κόσμο, βρισκόμαστε εκτός της αληθείας, γιατί λειτουργούμε με αρνητικό τρόπο που εκφράζει τη δική μας σκληρότητα. Θα μας έλεγαν ίσως οι άγιοι Πατέρες μας, αλλά και πολλοί σύγχρονοι ψυχολόγοι ότι μία τέτοια μονομερής κίνησή μας αποκαλύπτει τη δική μας εμπλοκή, τη δική μας έλλειψη αυτογνωσίας, την ασχήμια της ψυχής μας που δεν ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε και την αντιμετωπίσουμε, γι’ αυτό και με τυφλό τον νου κτυπάμε το κακό αυτομαστιγωνόμενοι! Είναι μάλλον απόλυτα βέβαιο ότι η επιθετικότητά μας αυτή αποτελεί το κατεξοχήν σημάδι της έλλειψης της μετανοίας στη ζωή μας, την έλλειψη δηλαδή της αγάπης και της όποιας χάρης του Θεού μας. «Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί» σημειώνει ο μέγας όσιος. Καταδικάζεις δηλαδή το κακό και στην πραγματικότητα αυτός που χάνεται είναι εσύ ο ίδιος!  

Και λοιπόν; Δεν θα καταδικάσουμε το κακό;  Δώσαμε την απάντηση και παραπάνω και τη λέει ο άγιος: Βεβαίως και θα το καταδικάσουμε, αλλά στρεφόμενοι πρώτιστα κατά της κακίας και της πονηρίας του ίδιου του εαυτού μας. Κι η καταδίκη αυτή έχει το όνομα «διόρθωση». Αν εμείς αρχίζουμε να διορθώνουμε τον εαυτό μας, δηλαδή αν προσπαθούμε κάθε ώρα και στιγμή να βρισκόμαστε εν μετανοία ως αδιάκοπη επιστροφή στον Θεό μας, που θα πει ως αδιάκοπη πορεία μας πάνω στις άγιες εντολές του Χριστού, τότε ναι, το κακό το κτυπάμε στη ρίζα του. Διορθώνουμε ένα κομμάτι της Εκκλησίας, τον εαυτό μας ως μέλος Χριστού με τη χάρη Εκείνου, οπότε συντελούμε και στη διόρθωση και των άλλων λόγω της χαρισματικής ενότητας όλων εν Χριστώ. «Αν αγιάζεται ένα μέλος, αγιάζονται όλα τα μέλη» σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Το ίδιο δεν πρότεινε και ο άλλος μέγας όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης σε κάποιον χριστιανό που ήθελε να κινείται ως «εισαγγελέας» για τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας αποσκοπώντας στην κατ’ αυτόν «κάθαρσή» της; «Εσύ καθάρισε τον εαυτό σου και διόρθωσέ τον, οπότε ήδη διορθώνεις ένα κομμάτι της Εκκλησίας».

 Κι είναι ευνόητο ότι μία τέτοια στάση διόρθωσης που δείχνει την αληθινή μετάνοια έχει ως χαρακτηριστικό την αγάπη προς τον συνάνθρωπο που αμαρτάνει ίσως και ανεπίγνωστα, την αγάπη που κατανοεί και συμπάσχει και γι’ αυτό μπορεί να οδηγήσει και τον άλλον σε μετάνοια και σε αλλαγή πορείας. «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει» θα τονίσει αλλού και πάλι ο απόστολος Παύλος, ακριβώς για να δείξει ότι αν θέλουμε να βοηθούμε τον συνάνθρωπό μας δεν μπορούμε να αφιστάμεθα από την αγάπη Εκείνου, ο Οποίος σταυρώθηκε και θυσιάστηκε για τον άνθρωπο, «αίρων την αμαρτίαν» του και όχι καταδικάζοντάς τον εξαιτίας αυτής. Άλλωστε αυτό δεν είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Οπότε, κατά το πρότυπο του Κυρίου και εν Αυτώ ευρισκόμενοι, καλούμαστε να «αίρουμε» και εμείς την αμαρτία των άλλων, «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες», και όχι μένοντας στην καταστροφική απλή καταδίκη τους που συνιστά όπως είπαμε τη δική μας στην πραγματικότητα καταδίκη.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαΐας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με εποπτικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

16 Αυγούστου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

Ο «ΜΑΓΝΗΤΗΣ» ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».

15 Αυγούστου 2024

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗI ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ  2024

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

κ.κ.  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

*************

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον,

καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα,

τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν,

ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν,

ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

 

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου μᾶς συγκέντρωσε καὶ πάλι στὸ Ναό. Μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς τιμοῦμε τὴν ἡμέρα καὶ ἀνοιγόμαστε μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θετόκου στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Γιατὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ ἀκριβῶς αὐτὸν τὸ σκοπὸ ὑπηρετεῖ. Μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ θάνατος ἔχει ὁριστικὰ νικηθεῖ, ὄχι μόνο γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀλλὰ καὶ γιατὶ Ἐκεῖνος ὡς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς θὰ ἀναστήσει κι ἑμᾶς.

Πρώτη ἀνέστησε τὴν Μητέρα Του, Ἐκείνη ποὺ στέκεται ἀκοίμητη στὶς προσευχές μας· Ἐκείνη ποὺ εἶναι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ἀμετάθετη ἐλπίδα· Ἐκείνη ποὺ εἶναι ἡ Μητέρα τῆς ζωῆς· Ἐκείνη, λοιπόν, δὲν μποροῦν ὁ τάφος καὶ ἡ νέκρωση νὰ τὴν κρατήσουν, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός Της, Αὐτὸς ποὺ στὴ μήτρα Της κατοίκησε, διὰ τοῦ θανάτου τὴν ὁδηγεῖ στὴ ζωή.

Τοῦτο τὸν δρόμο ἄνοιξε ἡ Παναγία μας γιὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ θάνατος χάνει τὸ κεντρί του καὶ καταπατῆται ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ. Πατιέται καὶ γίνεται ὁδὸς ποὺ οἱ πιστοὶ διαβαίνουν γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια, σ’ ἕνα τόπο ποὺ δὲν χωρᾶ ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμό· σ’ ἕνα τρόπο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπο.

Ἡ Μαριὰμ γεννάται στὸν κόσμο αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ νικηθεῖ ὁ θάνατος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅταν μιλοῦν γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου, προχωροῦν πολὺ βαθύτερα ἀπὸ τὴν βιολογικότητα. Θάνατος δὲν σημαίνει γι’ αὐτοὺς ἀπλὰ καὶ μόνο τὸ σταμάτημα τῶν κτύπων τῆς καρδιᾶς. Δὲν πιστεύουν πὼς ὁ ἄνθρωπος συναντιέται μὲ τὸ θάνατο στὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ στὴν πρώτη. Μὲ τὴ γέννησή μας ἀρχίζει ἡ μάχη μὲ τὸν «ἔσχατο ἐχθρό» ποὺ λέγεται θάνατος.

Αὐτὴ ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου μᾶς ἀποκαλύπτει τελικὰ πὼς ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὴν Πτώση, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸ Θεό, ἀποτελεῖ μιὰ ζωὴ δεσμευμένη στὸ θάνατο. Τὸ σχῆμα παράδοξο, μὰ ζοῦμε τὸ θάνατό μας καθημερινὰ ὡς ἀδικία, ὡς χωρισμό, ὡς ἔριδα, ὡς ἁμαρτία, ὡς πάθος, ὡς πόνο, ὡς ἀσθένεια.

Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ μαρτυρεῖται χαρακτηριστικὰ στὴν Παλαιά Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὅταν ὁ Θεὸς διαλέγεται μὲ τὸν Ἀδάμ καὶ τὴν Εὔα, λίγο μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἔχουν ἀρνηθεῖ νὰ ἀναλάβουν τὴν εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας τους. Εἶναι ἐκεῖνες οἰ συγκλονιστικὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο στιγμὲς ποὺ ὁδεύει ἐκτὸς τοῦ Παραδείσου, ποὺ ἐκπίπτει στὴ θνητότητα. Ὁ Θεὸς πρὶν ἀποχωριστεῖ τὰ δημιουργήματά Του, ἔρχεται νὰ τὰ προετοιμάσει γιὰ τὸ πῶς ἡ ζωή τους θὰ εἶναι στὸν κόσμο ποὺ ἀνοίγεται πέρα ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Στὸν ἄνδρα ἀποκαλύπτει πὼς ἡ ζωὴ πλέον θὰ περιοριστεῖ στὴν ἐπιβίωση. Ὁ βίος θὰ συνοδεύεται μὲ κόπο καὶ ἰδρώτα. Ὁ Ἀδὰμ θὰ ζεῖ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ θάνατο, παρότι θὰ γνωρίζει πὼς θὰ καταλήξει στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου προῆλθε. Στὴν Εὔα ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται λέγοντας: «πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει». Στὸν ἄνδρα κυρίαρχο στοιχεῖο εἶναι ὁ κόπος, στὴ γυναῖκα ἡ λύπη. Ἀκόμα κι ἐκείνη ἡ πράξη τῆς μέγιστης χαρᾶς, ἡ γέννα ἑνὸς παιδιοῦ μὲ ὀδύνες συνοδεύεται. Ὅμως ἡ μεγαλύτερη λύπη γιὰ τὴ γυναῖκα εἶναι πὼς ἀνάμεσα σὲ ἐκείνην καὶ τὸν ἄνδρα της ἔχει πλέον ἐδραιωθεῖ ὁ πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ ἀγάπη θὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἰσχύ, ἡ κοινωνία ἀπὸ τὴν κτητικότητα, ἡ ἑνότητα ἀπὸ τὸν χωρισμό.

Ὅμως ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταργήσει τὸ θάνατο, πρωτίστως ὡς τρόπο ὕπαρξης. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ποὺ γίνεται μιὰ σαρκωμένη μαρτυρία τῆς ἀναιρέσεως τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἐπιπτώσεών του. Ἡ ἀναίρεση αὐτὴ ψηλαφεῖται στὸ βίο τῆς Παναγίας μας σὲ πολλὲς στιγμές, μὰ καλὸ τῶρα θὰ ἦταν νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὶς ἐξῆς:

1.          Ἡ Παναγία γεννὰ τὸν Ἰησοῦ χωρὶς ὀδύνη καὶ φθορά, γιατὶ τὸ παιδὶ τοῦτο τὸ νέο, «ὁ πρὸ αἰώνων Θεός», ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σαρκώσεώς Του μάχεται ἐνάντια στὸν θάνατο. Κι ἡ μάχη αὐτὴ φέρνει τὴν πρώτη νίκη: «νικᾶται» τῆς «φύσεως ἡ τάξις» ἡ ὁποία ὁρίζει τὴν ὥρα ποὺ μία γυναίκα φέρνει στὸν κόσμο ἕνα παιδὶ νὰ ὑποφέρει, νὰ πονᾶ καὶ νὰ κινδυνεύει. Τοῦτο δὲ συνέβη στὴν Παναγία. Ὁ θάνατος κατατροπώνεται στὸ ἁγνὸ καὶ ταπεινὸ σῶμα τῆς Μαριάμ, γι’ αὐτὸ ὁ ἄχραντος τόκος Της δὲν ἐπιφέρει ἄλγος καὶ τραῦμα, ἀλλὰ δὲος καὶ χαρά, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἰοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

2.          Ὁ θάνατος νικιέται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς μνηστείας Της μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ἡ Μαριὰμ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ στὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἀκολούθησε μὲ ἐμπιστοσύνη. Κατὰ τὸ χρόνο αὐτὸ τῆς μνηστείας δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Ὁ ἀσώματος τὴν πληροφορεῖ γιὰ τὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ ἡ ἁγνὴ Κόρη συγκατατίθεται στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὴν ἐπισκιάζει καὶ ὁ Υἰὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγκαθίσταται στὴν μήτρα Της.

Μὲ τὴ συγκατάθεση αὐτὴ ἡ Παναγία ἀψηφᾶ τὸν θάνατο. Ἡ μοίρα μιᾶς γυναίκας τὴν ὁποία θὰ κατήγγειλαν ὅτι διέπραξε τὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὸ λιθοβολισμό. Ἡ Μαριὰμ γνωρίζει πὼς ἐνδέχεται ἄδικα νὰ κατηγορηθεῖ, μὰ δείχνει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό καὶ στὸν Ἰωσήφ. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἐπειδὴ εἶναι κατ’ οὐσία δίκαιος δὲν ὐπακούει στὸ νόμο, ἀλλὰ στὴ συνείδησή Του. Θέλει ἀρχικὰ νὰ διώξει κρυφὰ τὴν Μαριάμ γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖ, Κι ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀγγέλου, πὼς τὸ παιδὶ προέρχεται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, θέλει νὰ σταθεῖ δίπλα Της ὡς προστάτης Ἐκείνης καὶ τοῦ θείου βρέφους.

Ἡ Παναγία ἀξιώνεται νὰ ζήσει τὴν ἀναίρεση κι αὐτῆς τῆς πτυχῆς τοῦ θανάτου, τῆς ἀνδρικῆς κυριαρχίας, τὴν ὁποία ἡ γυναίκα γεύτηκε μὲ τὴν πτώση. Ἡ Εὔα στρέφεται πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐκεῖνος τὴν ἐξουσιάζει. Ἡ Παναγία στρέφεται πρὸς τὸν Ἰωσὴφ μὰ ἐκεῖνος τὴν ἀγαπᾶ, τὴ σέβεται καὶ τὴν προστατεύει. Ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄνδρας δὲν εἶναι πλέον ἐχθροί, δὲν συνυπάρχουν γιὰ νὰ καλύπτουν ἀπλὰ τὶς ἀνάγκες τους,  δὲν παρακούουν πλέον τὸν Θεό. Ὑπακούουν, συμπράττουν καὶ ὑπηρετοῦν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι καταργοῦν τὸ θάνατο ποὺ χώριζε ἐκείνους ποὺ πλάστηκαν γιὰ νὰ μετέχουν στὸ μυστήριο τῆς Τριαδικῆς ἑνότητας.

3.          Ὁ θάνατος χωρίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ εἶναι φρικτὸς τοῦτος ὁ χωρισμός. Ἡ ψυχή, κατὰ τοὺς Πατέρες, περιμένει τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ προγεύεται τὴ δικαία Του κρίση. Τὸ σῶμα διαλύεται «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη», χάνει τὸ σχῆμα, τὴ μορφὴ καὶ τὸ κάλλος, παραδίδεται στὴ φθορὰ καὶ στὴ σήψη. Ὁ Ἀδάμ τὸ εἶχε ἀκοῦσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει».

Σήμερα ὅμως ἀκόμα κι αὐτὴ ἡ κατάρα τοῦ θανάτου καταργεῖται. Σήμερα τὸ βιώσαμε ἔντονα σὲ τούτη τὴν ἑορτὴ καὶ πανήγυρη, ἀφοῦ κι ἑμεῖς βρεθήκαμε μυστικὰ στὸ χωρίο τῆς Γεσθημανῆς δίπλα στὴν κλίνη τῆς Παναγίας μας. Εἴδαμε νοερὰ τὸν Χριστὸ νὰ παραλαμβάνει τὴν Ἁγία ψυχή Της στοὺς οὐρανούς. Ἀκολουθήσαμε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους στὴν ταφὴ τοῦ Πανάμωμου σώματός Της. Συναντήσαμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἔφτασε ἀργοπορημένος στὸν τάφο τῆς Παναγίας μας καὶ ἀξιωθήκαμε κοντὰ του νὰ γίνουμε μάρτυρες τῆς Μεταστάσεώς τοῦ Παναγίου Σώματός της στοὺς οὐρανοὺς γιὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν Πανάγια ψυχή Της.

Κι ἔτσι ὁμολογοῦμε ταπεινὰ κι ἑμεῖς μαζί μὲ ὅλους τοῦς πιστούς: Νικήθηκε ὁ θάνατος στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, ἀφοῦ δὲν κατάφερε οὖτε τὸ πάναγνό Της Σῶμα νὰ μεταποιήσει σὲ γῆ, οὖτε τὴ παναγία ψυχή Της νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγκάλη τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της.

Ἀγαπητά μου τέκνα,

Ζοῦμε σὲ καιροὺς ποὺ ὁ θάνατος σκιάζει τὸν κόσμο, προκαλώντας φόβο καὶ σκληρότητα στὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Τοῦτος ὁ παλαιὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει καὶ σήμερα νὰ ἐπελαύνει ἔναντι τῆς ζωῆς ὡς νικητής. Ὅμως τούτη ἡ αἴσθηση εἶναι μιὰ πλάνη. Μὴν τὴν πιστέψετε. Ὁ θάνατος ἔχει ὁριστικὰ ἡττηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Δὲν ἔχει ἐξουσία καὶ δύναμη, παρὰ μόνο γιὰ νὰ ἐκπειράζει τοὺς ἀνθρώπους. Ὅμως ἀκόμα καὶ στοὺς πειρασμοὺς ἀρκεῖ νὰ στρέψουμε τὸ νοῦ στὴν μορφὴ τῆς Παναγίας μας, ἀρκεῖ νὰ ψελλίσουμε δυό λόγια παρακλητικὰ καὶ τὸ ζόφος θὰ ἐξαφανιστεῖ, καὶ ἡ παρηγορία θὰ μᾶς ἀγκαλιάσει σφιχτά.

Εὐχόμαστε ὁλόψυχα ἡ κυρία Θεοτόκος νὰ ἀξιώσει ὅλους σας νὰ ζήσετε τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς σας ἐκκλησιαστικά, μὲ ἀγάπη, σύνεση καὶ πόθο Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖτε καὶ ἐσεὶς νὰ συγκαταλεχθεῖτε μὲ τοὺς νικητές τοῦ θανάτου.

Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

14 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.