07 Οκτωβρίου 2024

«ΝΑ ΛΕΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ»

«Να λέμε λίγα λόγια και καλά. Και να προσπαθήσουμε τη σιωπή. Χωρίς σιωπή δεν προχωράει η αρετή. Χωρίς σιωπή δεν αποκτιέται η προσευχή. Με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο… Να αποκτήσετε τη σιωπή. Την εποικοδομητική σιωπή. Να σκέφτεσθε τη ζωή του Χριστού, πώς ζούσε ο Χριστός, πώς συμπεριφερόταν!» (Γερόντισσα Θεοσέμνη, Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων).

Ακούγεται παράδοξος ο λόγος της αγιασμένης μακαριστής Γερόντισσας Θεοσέμνης της Ι. Μ. Παναγίας της Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης (1938-2000), σε μία εποχή που ο πληθωρισμός ακριβώς του λόγου θεωρείται από τους περισσοτέρους ως δεδομένη και υγιής κατάσταση. Μα τούτο δεν είναι σωστό, τονίζει η Γερόντισσα. Γιατί; Διότι «με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο!» Αλλοπρόσαλλη δεν είναι πράγματι η εποχή μας; Τίποτε δεν είναι σταθερό που να θεωρείται ως αξία ακατάλυτη. Η μετανεωτερική μάλιστα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει αυτό προβάλλει και εξαγγέλλει: ότι πέραν του ιδίου του ατόμου που μπορεί να αυτοκαθορίζεται και να καθορίζει και τις αξίες τις δικές του και του κόσμου δεν υφίσταται τίποτε άλλο. Ο Θεός, ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος, η αγαπητική θυσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο, ένα πλαίσιο ζωής που σέβεται τη ζωή και όλη τη δημιουργία είναι «αξίες» που εκφράζουν τον «παλαιό» άνθρωπο, τις κοινωνίες που είναι «παρωχημένες», που συνιστούν τροχοπέδη για την «πρόοδο» του ανθρώπου. Και το αποτέλεσμα; Να θεωρείται ο «προοδευτικός» αυτός άνθρωπος «ελεύθερος» ευρισκόμενος αλυσοδεμένος με όλες τις αλυσίδες των παθών του και του Πονηρού ασφαλώς διαβόλου που τα υποκινεί. Δεν χρειάζονται αποδείξεις για το τραγικό αποτέλεσμα: το ζει καθένας που μπαίνει στη διαδικασία να λέει πολλά, να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, να κατακρίνει με το παραμικρό τους συνανθρώπους του, πλην βεβαίως του ίδιου του… εαυτού του! Και έρχεται η στιγμή που τελικώς νιώθει άδειος, κενός, σαν να αίρεται από τον εσωτερικό του κόσμο κάθε ικμάδα ζωής – σαν το χώμα που ξεραίνεται και γίνεται πέτρα, μία ζωή χωρίς ζωή!

Και το τραγικό αποτέλεσμα δεν έχει μόνο εγκόσμιες διαστάσεις˙ προσδιορίζει και την ίδια την αιώνια ζωή, η οποία εκκινά από εδώ και εκτείνεται χωρίς τέλος μετέπειτα. Ο ίδιος ο Κύριος το αποσαφήνισε με τον καθαρότερο τρόπο: «Για κάθε αργό λόγο που θα πείτε, (και αργός λόγος είναι κάθε λόγος που δεν εκφράζει τη σχέση με τον Θεό),  θα δώσετε λόγο κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα κατακριθείς». Κι αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος του ανθρώπου, προφορικός ή γραπτός, εκφράζει τον ενδιάθετο λεγόμενο εσωτερικό λόγο του ανθρώπου που βγαίνει ατόφιος μέσα από την καρδιά του. Ό,τι κυριαρχεί στην καρδιά αυτό και  εκφέρει ο λόγος. Καθαρή η καρδιά; Καθαρά και σωστά και μετρημένα και τα λόγια! Βρόμικη η καρδιά από το πλήρωμα του εγωισμού και των παθών; Βρόμικα και τα λόγια, προσβλητικά, χλευαστικά και ειρωνικά, ή έστω και ανούσια. Κι αυτά τα βρόμικα λόγια όχι μόνο φανερώνουν την ακάθαρτη καρδιά αλλά και, κατά τη Γερόντισσα, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτείνεται το αλλοπρόσαλλο της βρομιάς της.

«Να προσπαθήσουμε τη σιωπή», συνιστά η Γερόντισσα που βασίζεται στον βιβλικοπατερικό λόγο αλλά και στην ίδια την αγιασμένη εμπειρία της. «Να αποκτήσουμε τη σιωπή». Γιατί η σιωπή αποτελεί το μέσον προκειμένου να προχωρήσουμε στην αρετή, ιδίως δε να μπορούμε να προσευχηθούμε. Το συνιστά μεταξύ των άλλων και ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η σιωπή είναι η μητέρα της προσευχής». Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η προσευχή είναι η κατεξοχήν ένδειξη της αγάπης προς τον Θεό, η πολυλογία και η αργολογία φανερώνουν την ανυπαρξία της αγάπης αυτής. Το λέει και ο ίδιος ο λαός μας: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Η δε Παλαιά Διαθήκη τονίζει: «Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Η Γερόντισσα όμως διακριτικά συμπληρώνει: Όχι οποιαδήποτε άσκηση σιωπής, αλλά η εποικοδομητική σιωπή γίνεται φορέας της χάρης του Θεού – ό,τι λέει και ο ίδιος της Κλίμακος άγιος με τον όρο «σιωπή εν γνώσει». Γιατί μπορεί κανείς να σιωπά και να… αμαρτάνει! Πώς; Για να μην εκτεθεί απλώς σε ένα περιβάλλον που βλέπει ότι δεν τον… παίρνει να μιλάει, συνεπώς από λόγους κενοδοξίας ασκεί τη σιωπή˙ όπως μπορεί να μη μιλάει γιατί κρατάει… μούτρα, όπως λέμε, από έναν εγωισμό δηλαδή που θέλει έντονα να δείξει το έλλειμμα της αγάπης του προς κάποιον συνάνθρωπό του. «Γιατί με αποφεύγεις και δεν απαντάς στα μηνύματά μου;» ρώτησε κάποιος έναν θεωρούμενο φίλο του. «Γιατί θέλω να σου δείξω ότι δεν σε θέλω στη ζωή μου και με ενοχλεί η παρουσία σου» απάντησε εκείνος πειραγμένος.

Η εποικοδομητική λοιπόν και εν γνώσει σιωπή είναι η σώζουσα. Δηλαδή αυτή που περιορίζει τα λόγια γιατί αυξάνει τον διάλογο με τον Θεό. «Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν» (όσιος Ιωάννης Κλίμακος). Κι αυτό σημαίνει ότι επειδή είναι εποικοδομητική η σιωπή αυτή λειτουργεί με διάκριση – γνωρίζει ο ασκών αυτήν  πότε θα τη σταματήσει και πότε θα τη συνεχίσει. Γιατί φωτισμένος από τον Θεό αισθάνεται ότι κάποιες φορές ο λόγος του μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, να τον νουθετήσει, να τον παρηγορήσει. «Μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν» ακούμε τον λόγο και των οσίων αββάδων του Γεροντικού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η σιωπή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα αγωνίσματα της ασκητικής τους ζωής.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων (επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

06 Οκτωβρίου 2024

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ "ΑΠΙΣΤΙΑ"

 

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

«Ο άγιος Θωμάς, ο οποίος καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν αλιέας κατά το επάγγελμα, γνωστός ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου και έχοντας τη φήμη του δύσπιστου μαθητή, αφού μετά την Ανάσταση Εκείνου,  για να πειστεί ζήτησε να ψηλαφήσει τον Κύριο, μετά τη λήψη του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, πήγε και κήρυξε τον λόγο του Θεού στους Μήδους και τους Πάρθους, τους Πέρσες και τους Ινδούς. Στα ανατολικά της Ινδίας ευρισκόμενος συλλαμβάνεται από τον βασιλιά Σμιδαίο, διότι με το κήρυγμά του πίστευσαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τον απόστολο ο Αζάνης ο υιός του βασιλιά, η γυναίκα του Τερτία και οι θυγατέρες του Μιγδονία και Νάρκα. Γι’  αυτό και παραδόθηκε σε πέντε στρατιώτες, οι οποίοι τον ανέβασαν σε ένα βουνό και εκεί τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Έτσι λοιπόν εκδήμησε προς τον Κύριο».

Το πρώτο στο οποίο εμμένει η ακολουθία της Εκκλησίας μας σήμερα, επί τη μνήμη του αγίου αποστόλου Θωμά, είναι η «πιστή απιστία» του. Ο υμνογράφος υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο απόστολος, επειδή έλειπε από τη σύναξη των μαθητών μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, προφανώς απογοητευμένος από όλα όσα συνέβησαν και κλεισμένος στο σπίτι του, δεν πίστεψε στα λόγια των μαθητών ότι είδαν τον Κύριο αναστημένο. Κι έπρεπε να έλθει σ’  αυτή τη σύναξη, να έλθει δηλαδή στην Εκκλησία, προκειμένου εκεί, μετά από οκτώ ημέρες από την ημέρα της Αναστάσεως, να φανερωθεί και σ’ αυτόν ο Κύριος, ο Οποίος τον κάλεσε να Του ψηλαφήσει τις πληγές, με αποτέλεσμα εκείνος να ομολογήσει: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Έτσι απεδείχθη ότι ο απόστολος Θωμάς δεν ήταν ο άπιστος, με τη σημερινή έννοια του όρου, ως εκείνος δηλαδή που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, διότι έχει προσανατολιστεί μόνον στον κόσμο τούτο και τα θέλγητρα που αυτός προσφέρει. Υπήρξε «άπιστος», όπως και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, ο οποίος όμως πάλευε με την απιστία του και την ξεπέρασε, γιατί είχε την ταπείνωση να φύγει από το κλείσιμο του εαυτού του και να ανοιχτεί προς τους άλλους, να ενταχτεί και πάλι στο σώμα των υπολοίπων μαθητών. Κι αυτό το άνοιγμά του έφερε την έκπληξη και το θαύμα: την παρουσία του αναστημένου Ιησού. Έκτοτε η «πιστή απιστία» του υπήρξε στήριγμα για όλους του πιστούς και αυτήν υμνολογεί  μεταξύ των άλλων, όπως είπαμε, η Εκκλησία μας: «Τη πιστή απιστία σου, τους πιστούς εβεβαίωσας, ως Θεόν και Κύριον πάσης κτίσεως…». Με την πιστή απιστία σου, βεβαίωσες τους πιστούς (ότι ο Χριστός) είναι ο Θεός και ο Κύριος όλης της δημιουργίας.

Η ψηλάφηση όμως του αναστημένου Κυρίου από τον Θωμά γίνεται αφορμή για τον υμνογράφο όχι μόνον να τονίσει τη μεταβολή της απιστίας του σε πίστη και τη στήριξη όλων των πιστών μετέπειτα, αλλά και να κατανοήσει το θεολογικό έκτοτε βάθος της σκέψεώς του. Εννοούμε ότι όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μυήθηκε στα της θεολογίας, (όπως σημειώνει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ιωάννου), όταν ανέπεσε επί το στήθος του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, κατά τον ίδιο τρόπο και ο απόστολος Θωμάς: μυήθηκε στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, όταν ψηλάφησε τον Κύριο. Και μάλιστα η μύηση αυτή έγινε με τον τρόπο που ένα σφουγγάρι «ρουφά» το νερό. «Της πλευράς εφαψάμενος του Δεσπότου, πανόλβιε, των καλών κατείληφας το ακρότατον∙ ώσπερ γαρ σπόγγος τα νάματα, εκείθεν εξήντλησας την πηγήν των αγαθών, και ζωήν την αιώνιον». Άγγιξες το πλευρό του Κυρίου, παμμακάριε Θωμά, και κατανόησες τον ίδιο τον Θεό. Διότι όπως το σφουγγάρι ρουφά τα νάματα, έτσι κι εσύ, από αυτήν την πλευρά  άντλησες την πηγή των αγαθών και την αιώνια ζωή. Και ο απόστολος Θωμάς δηλαδή, και οι άλλοι απόστολοι, υπήρξαν θεοδίδακτοι: η ιδιαίτερη προσωπική σχέση τους με τον Χριστό τούς κατέστησε γνώστες του Θεού και αποστόλους Του μέσα στον κόσμο.

Δεν θέλουμε όμως να μη σχολιάσουμε και κάτι που θεωρείται ιδιαιτέρως επίκαιρο στην εποχή μας, εξ αφορμής του αποστόλου Θωμά. Ο άγιος βρέθηκε ιεραπόστολος σε διάφορες χώρες, και μάλιστα στη χώρα των Ινδών, όπου και μαρτύρησε. «Ινδών κατελάμπρυνας πάσαν την γην, ιερώτατε, και θεόπτα απόστολε». Ο ποιητής μάλιστα τον βλέπει ως πολύφωτη ακτίνα, σταλμένη από τον μέγα Ήλιο Χριστό, προκειμένου με το φως του Χριστού να εκδιώξει τη σκοτεινή πλάνη των κατοίκων της Ινδίας. «Χριστός ο μέγας Ήλιος, ακτίνά σε πολύφωτον, εν τη Ινδία εκπέμπει, την ζοφεράν πλάνην, μύστα, συντόνως εκδιώκοντα…και τους λαούς φωτίζοντα». Δεν ξέρουμε τι ακολούθησε και η πίστη του Χριστού στη χώρα αυτή μειώθηκε ή και εξαφανίστηκε εντελώς. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αγνοούν τον Χριστό, ζώντας επομένως στο σκοτάδι «άλλων πνευμάτων». Όπως όμως έλεγε η γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), η οποία έζησε επ’  αρκετόν σ’  αυτούς «είναι άνθρωποι που με χαρούμενη διάθεση περιμένουν το μήνυμα του Χριστού», συνεπώς λειτουργεί μέσα τους η σπίθα του αναστημένου Χριστού κι ίσως υπάρξει ώρα που η σπίθα αυτή γίνει τεράστια φλόγα που θα αναδείξει πολλούς αγίους. Δεν μένουμε όμως κυρίως σ’ αυτό. Εκείνο που θεωρούμε τραγικό στην εποχή μας είναι το γεγονός ότι έχει γίνει «της μόδας», καθώς λέμε, να έρχονται άνθρωποι με την πίστη της χώρας αυτής, ξένης παντελώς προς τον Κύριο Ιησού, και να διδάσκουν στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες, τα δικά τους, σαν να είναι οι ιεραπόστολοι της σωτηρίας και της λύτρωσης. Το τραγικότερο όμως είναι – γιατί μπορεί κανείς να πει ότι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους – ότι υπάρχουν «χριστιανοί», που άγευστοι παντελώς της χάρης του Χριστού προσανατολίζονται σ’  αυτούς τους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως καινούργιους Μεσσίες. Το κατάντημα στο έπακρο! Η αποτυχία και η ζόφωση να επανέρχονται ως η «ελπίδα» και το «φως». Τι θα έλεγε και τι θα λέει ο απόστολος Θωμάς! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνει για την κατάντια μας! Ο Θεός να ελεεί όλους μας.

05 Οκτωβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«῎Εχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» (Β´Κορ. 4,7)

Τή διπλή αἴσθηση τῆς ζωῆς τοῦ ἀποστόλου τονίζει ὁ ἅγιος  Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. ᾽Από τή μία ὁ θησαυρός τόν ὁποῖο ζεῖ στήν ὕπαρξή του: ἡ ἴδια ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ μέσα στήν καρδιά του, ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐπίγνωση τῆς μικρότητος καί τῆς ἀδυναμίας του -  σάν τό πήλινο δοχεῖο πού εἶναι ἕτοιμο νά θρυμματιστεῖ.  ᾽Αλλά ἀκριβῶς αὐτό τοῦ συνειδητοποιεῖ ὅτι ἐκεῖνο πού τόν διακρατεῖ  εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν κάνει νά ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσχέρειες καί τίς παγίδες  τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε στήν ὅποια πίεση πού δέχεται νά μήν καταβάλλεται, στό κάθε ἀδιέξοδο νά μήν ἀπελπίζεται, στήν πτώση νά μή χάνει τελικῶς τόν ἀγώνα. Νιώθει ἔτσι ὅτι μέ τίς δοκιμασίες μετέχει στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὁπότε καί ἡ προσμονή εἶναι γλυκειά: ἡ μετοχή στήν ᾽Ανάστασή Του. Μέ ἄλλα λόγια νιώθει ὅτι φανερώνεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τόν ἴδιο, ἐπιβεβαιώνοντας τόν ἄλλο λόγο του:  «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». ῾Ο ἀπόστολος ῾φωτογραφίζει᾽ ἔτσι καί τή ζωή κάθε χριστιανοῦ. ῾Ο κάθε χριστιανός (πρέπει νά) ζεῖ μέ αὐτήν τή διπλή αἴσθηση: καί τοῦ μεγαλείου του καί τῆς μικρότητός του.

1. Καί ἡ αἴσθηση μέν τῆς μικρότητος λόγω τοῦ «ὀστρακίνου σκεύους» του εἶναι δεδομένη. Ποιός σώφρων ἄνθρωπος μέ ἐπίγνωση τῆς πραγματικότητος μπορεῖ νά καυχηθεῖ γιά τίς σωματικές ἤ καί τίς ψυχικές του δυνάμεις; ᾽Εκεῖ πού κάποιος χαίρεται γιά τή σωματική του ὑγεία καί ἀρτιότητα ἔρχεται ἕνας ἰός, ἕνα μικρόβιο, μία ἀσθένεια, ἕνα ἀτύχημα καί τά χάνει ὅλα. ᾽Εκεῖ πού κάποιος μπορεῖ νά καυχᾶται γιά τήν πνευματική του δύναμη, τήν εὐφυΐα καί τήν ὀξύνοιά του, ἔρχεται μία σταγόνα αἵματος, ἕνα ἐγκεφαλικό καί ὅλα καταρρίπτονται. Μόνον ἕνας ἄφρων καί ὑπερφίαλος ἀλαζών θά μποροῦσε νά καυχηθεῖ γιά τό πήλινο τῆς ὕπαρξής του, τῆς σωματικῆς καί τῆς ψυχικῆς, ἀναβιβάζοντας τόν ἑαυτό του στόν θρόνο τοῦ κενοῦ: τό ἴδιο τό ἐγώ του. Καί ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας ἡ ἐπιστήμη μέ τίς συνεχεῖς προόδους της ἔχει γίνει ἀρκετά ταπεινή - συνεχῶς συνειδητοποιεῖ τά πεπερασμένα ὅρια τοῦ ἀνθρώπου, τό πόσο πράγματι μικρός καί ἀδύναμος στέκει αὐτός μέσα στόν κόσμο πού τόν περιβάλλει. ῎Αλλωστε ἡ φθορά καί ὁ θάνατος πού καραδοκεῖ πάντοτε στό τέλος, ἀποτελεῖ μία μόνιμη πρόκληση συναίσθησης τῆς μικρότητος καί τῆς ἀδυναμίας του.

2. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ μία ὄψη τῆς πραγματικότητος. Διότι ὁ πεπερασμένος καί μικρός ἄνθρωπος ταυτοχρόνως συνιστᾶ καί ἕνα μεγαλεῖο. ῎Οχι γιά ὅ,τι ὁ ἴδιος ἔχει ἀλλά γιά ὅ,τι ὁ Θεός ἐν Χριστῷ τοῦ χάρισε καί τοῦ χαρίζει. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου: ὁ κάθε ἄνθρωπος δυνάμει ἀλλά ὁ χριστιανός ἐνεργείᾳ, λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλάσεώς Του,  μέσα στήν ταπεινότητά του καί τήν ἀδυναμία του ἔχει τόν μέγιστο θησαυρό∙ νά μπορεῖ νά φέρει τόν ἴδιο τόν Θεό, νά ζεῖ καλύτερα ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα του. «῾Ο Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ». ῾Ο Θεός, δηλαδή, πού εἶπε: ῾Μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει τό φῶς᾽, Αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἀφενός ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία – ἀφετέρου γεγονός ἐσωτερικό καί μυστικό: τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τό σημαντικότερο ὅμως σχετίζεται μέ τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό.

3. (α) Κι ὅταν λέει καρδιά βεβαίως ὁ ἀπόστολος, ὅπως καί ὅλη ἡ ἁγία Γραφή, δέν ἐννοεῖ τό σάρκινο ὄργανο ἁπλῶς τοῦ σώματός μας, ἀλλά αὐτό πού συνιστᾶ τό κέντρο καί τό βάθος τῆς ὕπαρξής μας, «τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» κατά τόν ἀπόστολο, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποδεικνύεται κατά ἐξωτερικό καί μαθηματικό τρόπο σάν νά εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τοῦ κόσμου τούτου - ὅποιοι ἐπεχείρησαν νά ῾ἀποδείξουν᾽ τόν Θεό ἔτσι ἐκτός ἀπό τήν ἀποτυχία τους ῾στέγνωσαν᾽ καί τήν ὅποια ζωντάνια τῆς πίστης τους - ἀλλά βιώνεται ἐμπειρικά ἐκεῖ πού λειτουργεῖ ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας, δηλαδή μέσα μας. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλωστε τό εἶχε ἐπισημάνει: «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως. Οὐκ ἔστιν ὧδε ἤ ὧδε. ᾽Ιδού ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν». (Γι᾽ αὐτό καί παρενθετικά νά ποῦμε ὅτι ἀκριβῶς γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἡ ᾽Ορθοδοξία πού κράτησε πάντοτε τή μυστική αὐτή διάσταση τῆς βίωσης τῆς πίστης ἀποτελεῖ καί θά ἀποτελεῖ πάντοτε τήν ἐλπίδα γιά τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή).

(β) ῾Ο παραπάνω λόγος ἐξηγεῖ καί τήν ἔννοια τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ πού λέει ὁ ἀπόστολος.  Δέν πρόκειται γιά μία γνώση ἐγκεφαλικοῦ τύπου, ἀλλά γιά τή γνώση ἐκείνη πού κηρύσσουν οἱ προφῆτες ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἐννοεῖ καί ἡ Καινή. ῾Η γνώση δηλαδή πού ἔρχεται ὡς καρπός ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἡ γνώση πού προϋποθέτει τή μετοχή στή ζωή ᾽Εκείνου. Τότε μέ ἄλλα λόγια γνωρίζω τόν Θεό, κατά τή χριστιανική πίστη, ὅταν ζῶ μέσα στήν ἐνέργεια τῆς χάρης Του. «Γνῶσίς ἐστι μετουσία» θά σημειώσει ὁ Πατήρ Πατέρων ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. ῞Οπως γνωρίζω τόν ἥλιο γιατί βρίσκομαι μέσα στίς ἐνέργειες τῶν ἀκτίνων του, κατά τόν ἴδιο τρόπο γνωρίζω τόν Θεό γιατί βρίσκομαι μέσα στό φῶς Του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἀπόστολος μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Θεός μᾶς φώτισε ὥστε νά ἔχουμε ἐμπειρία τῆς δόξας Του, δηλαδή τῆς χάρης καί τῆς παρουσίας Του μέσα στήν καρδιά μας.

(γ) ῾Η ἐμπειρία αὐτή τοῦ Θεοῦ ὅμως σχετίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. «Μᾶς φώτισε, λέει, νά γνωρίσουμε τή δόξα Του ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ». Γνωρίζει κανείς τόν Θεό δηλαδή, μετέχει σ᾽ Αὐτόν, στόν βαθμό πού τοποθετεῖται ἔναντι τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει ἔτσι γνώση Θεοῦ ἔξω ἀπό τόν Χριστό. ᾽Εκεῖνος πού θά μιλήσει γιά τόν Θεό παραθεωρώντας τόν Χριστό θά μιλήσει γιά κάτι ἄλλο πού δέν εἶναι Θεός. Σάν τούς εἰδωλολάτρες πού πίστευαν σέ θεούς, κατασκευάσματα ὅμως τοῦ μυαλοῦ τους, εἴδωλα. Στήν ἐρώτηση τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου στόν Κύριο ᾽Εκεῖνος νά τούς δείξει τόν Θεό Πατέρα, ὁ Χριστός μας ἀπάντησε: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι, Φίλιππε, καί οὐκ ἔγνωκάς με; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός παραμένει πάντοτε «ἡ θύρα» διά τῆς ὁποίας ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό καί βρίσκει τή σωτηρία του. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».

Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτός ὁ φωτισμός πού μᾶς γνωρίζει τόν Θεό στήν καρδιά μας ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι τό πρόσωπο πού ἀποκαλύπτει μέσα μας τόν ᾽Ιησοῦ ὡς Κύριο καί Θεό. Χωρίς τόν φωτισμό αὐτό ὁ Χριστός θά γίνεται ἀποδεκτός ὡς ἄνθρωπος σπουδαῖος ἴσως, ὡς φιλόσοφος, ὡς θρησκευτικός ἀρχηγός, ὄχι ὅμως καί ὡς τέλειος Θεός. Τό εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στόν ἀπόστολο Πέτρο ὅταν αὐτός εἶχε ὁμολογήσει τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ - «σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι» - τό ἀποκαλύπτει καί ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει «oὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ».

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἔχουμε μία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά νά γνωρίζουμε τόν ἀληθινό Θεό: τό ῞Αγιον Πνεῦμα φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίζουμε τόν Χριστό, ὁ ῾Οποῖος ὡς θύρα μᾶς ὁδηγεῖ στόν  Θεό Πατέρα. ῞Οτι ἐδῶ προϋποτίθεται ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία, ὅπου διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος λαμβάνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γίνει μέλος Χριστοῦ καί νά ἀρχίσει διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν ᾽Εκείνου νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι περιττό καί νά ποῦμε.

῾Ο λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔρχεται μέ δυνατό τρόπο νά ἀφυπνίσει τίς συνειδήσεις μας ὡς χριστιανῶν: καλούμαστε μέσα στή δεδομένη ἀδυναμία μας ὡς πλάσματα φθαρτά νά ἐπικεντρώνουμε ὄχι σ᾽ αὐτήν, ἀλλά στόν θησαυρό πού μᾶς ἔχει δοθεῖ. Συνιστᾶ τελικῶς ἀθεΐα τό γεγονός νά ἀποδεικνυόμαστε τυφλοί στήν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας δωρεά – νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ - καί ὁλόφθαλμοι μόνο στίς ἀδυναμίες καί στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. ῎Αν τόσα προβλήματα παρουσιάζει καί ἡ δική μας ζωή, ἄν τό ἄγχος καί ὁ πόνος μᾶς καταβάλλουν, ὥστε νά ὁδηγούμαστε συχνά στήν ἀπελπισία καί στήν ἀπόγνωση - ὁρισμένοι ἀδελφοί ὁδηγοῦνται καί στήν αὐτοκτονία – εἶναι μᾶλλον γιατί ὁ διάβολος, «ὁ θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα» ὄχι μόνο τῶν ἀπίστων ἀλλά καί ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν. Καί τά ἀποτελέσματα εἶναι πιά ὁρατά: εἴτε ῾χριστιανοί᾽ νά ὑβρίζουν τόν Χριστό καί νά Τόν διακωμωδοῦν, ἀγνοώντας ὅτι ἔτσι ἐμπαίζουν καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, εἴτε οἱ περισσότεροί μας νά Τόν ὑβρίζουμε καί νά Τόν διακωμωδοῦμε ἔμπρακτα, γιατί καταργοῦμε αὐτό γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση νά εἴμαστε μαζί Του: τήν ἀγάπη.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. ζ΄, 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ̓ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆγε ὁ Ἰησοῦς σέ μιά πόλη πού λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕνα νεκρό, τό μονάκριβο γιό μιᾶς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τή συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος, τή σπλαχνίστηκε καί τῆς εἶπε: «Μήν κλαῖς». Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί ἀφοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε: «Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς». Ὁ νεκρός ἀνακάθισε κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλους τούς κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό: «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί: «Θεός ἦρθε νά σώσει τό λαό του!»

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 4, 6-15)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ ̓ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ  ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι ̓ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὁ Θεός πού εἶπε μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει φῶς, αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς πού ἔχουμε αὐτόν τό θησαυρό εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τό Θεό κι ὄχι ἀπό μᾶς. Ἄν καί μᾶς πιέζουν ἀπό παντοῦ, δέ μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέ μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στό θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ἡ ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Δηλαδή εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλά ἐκθέτουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας στό θάνατο γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά φανερωθεῖ στό θνητό μας σῶμα ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἀπειλεῖ συνεχῶς ὁ θάνατος, ἐνῶ ἐσεῖς κερδίζετε τή ζωή. Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἴδια ἐμπιστοσύνη στό Θεό, πού ἀναφέρει ἡ Γραφή: “Ἐμπιστεύτηκα τόν ἑαυτό μου στό Θεό, γι’ αὐτό καί μίλησα”. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στό Θεό, γι’ αὐτό καί κηρύττουμε. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός, πού ἀνέστησε τόν Κύριο Ἰησοῦ, θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς διά τοῦ Ἰησοῦ καί θά μᾶς παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Ὅλα, λοιπόν, γίνονται γιά σᾶς. Ἔτσι, ὅσο πιό πολλοί δεχτοῦν τή χάρη, τόσο πιό μεγάλη θά εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία πρός τό Θεό.

Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

«Πολύ τις χαιρόταν ο Γέροντας Πορφύριος τις ιερές ακολουθίες. Αλλά τα τελευταία χρόνια στερήθηκε αυτή τη χαρά. Καθηλωμένος από τις αρρώστειες στο κρεββάτι, δεν μπορούσε πλέον να βαδίση για να πάη στον ναό και αναγκαζόταν να συμμετέχη στην θεία Λειτουργία, ακούοντάς την από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Μου έλεγε μια μέρα, με παράπονο: “Πολύ λυπάμαι, πού δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι, απ’ αυτό ακούω τη Θεία Λειτουργία. Ρώτησα ένα δεσπότη, αν αυτό που κάνω είναι αμαρτία και μου είπε ότι, αφού είμαι άρρωστος, δεν είναι αμαρτία”» (Κων. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ένα πνευματικοπαίδι του θυμάται, έκδ. Ι. Γ. Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι, 1995).

Ο μακαριστός συγγραφέας Κωνσταντίνος Γιαννιτσιώτης γράφει με ψευδώνυμο. Δεν ήθελε να αποκαλύψει ευρύτερα την ταυτότητά του, γι’ αυτό και ό,τι κατέγραψε από την προσωπική σχέση που είχε με τον όσιο Πορφύριο το κατέθεσε στον υπεύθυνο του Ι. Ησυχαστηρίου μακαριστό κι αυτόν τώρα Γ. Αρβανίτη, ο οποίος εκτιμώντας την αλήθεια των προσωπικών αυτών μαρτυριών ενέταξε το βιβλίο στις εκδόσεις του μοναστηριού του Οσίου – υπάρχουν και άλλα πολλά που αναφέρονται στον Όσιο, στα οποία όμως υπάρχουν και ανακρίβειες και διάφορες  υπερβολές.  

(Όπως υπάρχουν κι άλλα, ας πούμε εν παρενθέσει, που αποδίδουν τη σκέψη και τα λόγια του όχι από σημειώσεις από μνήμης, αλλά από καταγραφή από μαγνητόφωνο. Εκεί διασώζεται ατόφιος ο λόγος του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το γνωστότερο ίσως βιβλίο που έχει κυκλοφορηθεί για τον άγιο από την Ι. Μονή της Παναγίας της Χρυσοπηγής στα Χανιά της Κρήτης – κι αυτό γιατί δύο υπέργηρες τώρα αδελφές της Μονής ήσαν, ως κοσμικές τότε, ακόλουθες του οσίου επί δεκαετίες και κατέγραφαν σε μαγνητόφωνο ό,τι συχνά έλεγε εκείνος εν γνώσει του ασφαλώς - με πολλαπλές ανατυπώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό διά μεταφράσεων, με τίτλο: «Βίος και Λόγοι Γέροντος (Οσίου) Πορφυρίου». Πρόκειται, ας επιτραπεί να πούμε, για βιβλίο που όταν η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνεκλήθη για να διακηρύξει την αγιότητα επισήμως του Μεγάλου Γέροντος, ήταν τοποθετημένο στο κέντρο της ιεράς συνάξεως, σαν να βρισκόταν εκεί ο ίδιος ο άγιος με τη λειψανοθήκη του, και που επίσης εσχάτως ο γνωστότατος σε όλους μεγάλος κι αυτός Γέροντας του Αγίου Όρους π. Βασίλειος Γοντικάκης το χαρακτήρισε όχι απλώς βιβλίο αλλά «μυροδοχείο»!)   

Αξίζει βεβαίως, επανερχόμενοι στο αρχικό κείμενό μας, να σημειωθεί ότι ο μακαριστός συγγραφέας Κων. Γιαννιτσιώτης, δικαστικός στο επάγγελμα, είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στον Κύριο ως μοναχός, αλλά δυστυχώς οι ασθένειες που τον κατέτρυχαν τον πρόλαβαν. Έφυγε από τη ζωή. Μας άφησε όμως τα κείμενά του, τα οποία για πλήθος φιλαγίων χριστιανών αποτέλεσαν και αποτελούν κι αυτά σπουδαίο πνευματικό εντρύφημα.

Τι επισημαίνει ο μεγάλος όσιος στον φίλο και πνευματικό του τέκνο Κωνσταντίνο; Τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε προς τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Αυτές αποτελούσαν τη χαρά και την παρηγοριά του, αυτές συνιστούσαν το μέσο για να βιώνει ο άγιος πανίερες εμπειρίες. Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει το πώς ζούσε ο μεγάλος Γέροντας ιδίως τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος. Μεταφερόταν εν Πνεύματι, με τα χαρίσματα που τον είχε προικίσει ο Θεός, στα διαδραματιζόμενα και λεγόμενα και υμνολογούμενα – ήταν κι αυτός παρών σε ό,τι ζούσε ως ατμόσφαιρα η Εκκλησία. Όπως τότε, καθώς απεκάλυψε κάποια στιγμή, που διαβάζοντας ένα Ευαγγέλιο της Μ. Πέμπτης «έβλεπε» τα γεγονότα του Πάθους και από την ένταση δεν άντεξε. Σταμάτησε, μπήκε μέσα στο ιερό για λίγο, για να επανέλθει έπειτα συντετριμμένος προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάγνωση και η λοιπή ακολουθία.

Πού οφείλετο η αγάπη αυτή του αγίου για τις εκκλησιαστικές προσευχές; Μα στη βαθειά πεποίθησή του ότι μέσα σ’ αυτές μιλάει ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, αυτές αποτελούν το όχημα της θείας ενεργείας Του που βρίσκει κατάλυμα στην καθαρή καρδιά του μετέχοντος. Διότι  αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να ζει κανείς εν αισθήσει ψυχής την προσφερόμενη χάρη του Θεού: η καθαρότητα της καρδιάς. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος Πορφύριος είχε καθαρή καρδιά, γι’ αυτό και επαναπαυόταν σ’ αυτόν η χάρη του Θεού, γι’ αυτό και μπορούσε να βλέπει ότι τα λόγια της κάθε ακολουθίας της Εκκλησίας, ιδίως του κέντρου αυτής, της Θείας Λειτουργίας, ήταν η δωρεά του Θεού στον πιστό άνθρωπο, το χάρισμά Του για να ζει αυτός τη δική Του παρουσία άμεσα και ζωντανά στην ψυχοσωματική του υπόσταση. Δεν το ομολογούμε διαρκώς σε κάθε θεία λειτουργία; «Ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν  χαρισάμενος προσευχάς…» λέει ο ιερέας εξ ονόματος όλων των πιστών, δηλαδή οι προσευχές της Εκκλησίας είναι για όλους βεβαίως τους πιστούς, είναι σύμφωνες προς αυτό που είμαστε ως άνθρωποι, όμως δεν αποτελούν καρπό του νου έστω ενός αγιασμένου ανθρώπου, αλλά έμπνευση Θεού, λόγια που Εκείνος θέλησε να λέμε για να είμαστε συντονισμένοι μαζί Του. «Ο Κύριος κρύβεται μέσα στα λόγια Του και τις εντολές Του» είναι μία αξιωματική αρχή στην Πατερική Παράδοση, η οποία εδράζεται ασφαλώς στο ίδιο το Ευαγγέλιο (βλ. ιδίως ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου).

Οπότε, ο άγιος Πορφύριος είτε ως λειτουργός ο ίδιος είτε ως μέτοχος της ευχαριστιακής και όχι μόνο συνάξεως ζούσε την παρουσία του Κυρίου, Τον «έβλεπε» αδιάκοπα παρόντα σε κάθε ιερουργία, λοιπόν χαιρόταν με τρόπο απερίγραπτο Εκείνον που αποτελούσε «το άκρως εφετόν» της ψυχής του, κυριολεκτικά τον έρωτά του, όπως κατανοούν όλοι οι άγιοι τα κύματα των θείων ερώτων τους. Πώς λοιπόν να μη θλίβεται βαθύτατα όταν οι ασθένειές του, πάρα πολλές και μεγάλες, τον καθήλωναν στο κρεβάτι, χωρίς να του επιτρέπουν την εν σώματι μετοχή του στον ναό; Όπως το ομολογούσε: «Πολύ λυπάμαι, που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία». Κι είναι το βίωμα αυτό του μεγάλου οσίου, βίωμα όλων των γνησίων πιστών διαχρονικά στην Εκκλησία μας, που κρίνει όλους εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά πυκνά εφευρίσκουμε άπειρους τρόπους για την ελλειμματική ή και μηδενική συμμετοχή μας στα τελούμενα στον Ναό, ακόμη και την Κυριακή και τις μεγάλες εορτές. Πόσο επαναλαμβάνουμε από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου τους κεκλημένους σ’ αυτό με το «έχε με παρητημένον», διότι «αγρόν και ζεύγη βοών ηγόρασα ή και γυναίκα έγημα»! Και αντιστοίχως βεβαίως κατανοούμε, μπροστά στον μέγιστο Πορφύριο, τη λειψή αγάπη μας προς τον Κύριο, αφού εκεί που ο Ίδιος προσφέρεται με τα λόγια Του, κυρίως όμως με το σώμα και το αίμα Του, εμείς δεν είμαστε παρόντες, ακολουθώντας την κλί(ή)ση της καρδιάς μας: «τι φάγωμεν ή τι πίωμεν» ή πώς γενικώς θα περνάμε τη ζωή μας βολεμένοι και… αραχτοί! 

Και ποια η παρηγοριά του αγίου στην κατάσταση της ασθενείας του; Το «μικρό ραδιοφωνάκι» του, στο οποίο είχε κάνει μάλιστα ειδική «πατέντα» για να πιάνει με ευκρίνεια το σήμα του σταθμού («Πειραϊκή Εκκλησία»). «Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι». Είμαστε βέβαιοι ότι ο χαρισματούχος άγιος εν πνεύματι ήταν παρών στις ακολουθίες, όμως η ομολογία του είναι άκρως συγκινητική και παραδειγματική – καταφυγή του το ραδιόφωνο. Είχε δε και την έγνοια, ποιος ξέρει γιατί;, μήπως η ακρόαση χωρίς τη σωματική συμμετοχή δεν είναι ενδεδειγμένη. «Ρώτησα ένα δεσπότη» γι’ αυτό, είπε, και του έδωσε την άδεια. Κι έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που είπε ο άγιος δεν ήταν τυχαίο. Διότι αρκετοί θεολόγοι και θεολογούντες τονίζουν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Θεία Λειτουργία ως εκ της φύσεώς της απαιτεί την προσωπική παρουσία του πιστού, την ψυχική αλλά και τη σωματική. Πώς άλλωστε θα μετάσχει του σώματος και του αίματος ο πιστός; Εξ αποστάσεως; Αδύνατον!

Αλλά παραθεωρώντας το γεγονός ότι η ψυχική συμμετοχή είναι το διαρκώς ζητούμενο, διότι πλείστοι χριστιανοί βρίσκονται οπουδήποτε αλλού την ώρα των τελουμένων, έστω και με φυσική παρουσία, εκτός αυτών που πρόκεινται ενώπιόν τους, κυριολεκτικά «εκτός τόπου και χρόνου!», όμως ο άγιος επέλεγε την ακρόαση, την εξ αποστάσεως συμμετοχή, διότι ακριβώς ήταν άρρωστος. Ήθελε αλλά αδυνατούσε, δεν μπορούσε δηλαδή να κάνει ούτε αυτό που έκανε ο άλλος μεγάλος λειτουργικός όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία, ο οποίος έστω και ασθενής έσερνε τα βήματά του για τον Ναό της Μονής του. Κι αυτή η καταφυγή και παρηγοριά του μεγάλου Πορφυρίου, το «ραδιόφωνο», δίνει και μία απάντηση για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου και την ακρόαση με τα ερτζιανά κύματα των ακολουθιών της Εκκλησίας. Ναι, το κανονικό είναι η ολόψυχη και ολοσώματη συμμετοχή στον Ναόˑ όμως όταν υπάρχει αδυναμία σωματική, αλλά και ψυχική θα έλεγε κανείς, τότε τα ερτζιανά είναι μία λύση, μάλλον είναι η μόνη λύση που ευλογείται από τον Κύριο. Η οικονομία δηλαδή της Εκκλησίας που υπερνικά την… ακρίβεια!

Και θυμόμαστε εν προκειμένω και κάτι παρεμφερές: το πότε πρέπει να εκφωνείται το κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία! Βεβαίως το κανονικό είναι μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, αυτό απαιτεί η παράδοση, όμως και πάλι η οικονομία παραπέμπει συχνά στην ώρα του «κοινωνικού» ή πριν από την απόλυση. Με σκοπό να το ακούσουν περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι συνήθως, «δι’ ευλόγους αιτίας» ας κάνουμε τον καλό λογισμό, έρχονται πολύ αργότερα από το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα, ίσως και λίγο πριν τη θεία Κοινωνία. Κι ενώ η μη κανονική αυτή μετάθεση έχει καθιερωθεί ουσιαστικά με την άδεια των επισκόπων της κάθε περιοχής, έχουμε και το ανάλογο παράδειγμα και πάλι από τον όσιο Πορφύριο. Βρέθηκε κάποια στιγμή στον άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής Αθηνών, ημέρα Κυριακή, τότε που λειτουργούσε ο όσιος, ένας θεολόγος που εισήλθε και μέσα στο Ιερό. Τον παρεκάλεσε ο Γέροντας ως θεολόγο να κηρύξει τον λόγο του Θεού στο «κοινωνικό». «Γέροντα, δεν είναι η σωστή θέση αυτή» αντέτεινε εκείνος δικαίως. «Το κανονικό είναι μετά το Ευαγγέλιο!» Και η απάντηση του διακριτικού και φιλάνθρωπου αγίου τον προσγείωσε στην οικονομία της Εκκλησίας και μάλλον και του Θεού μας: «Το ξέρω, ευλογημένε! Αλλά δεν είναι καλό αντί να ακούσουν τον λόγο του Θεού και να παρακινηθούν σε μετάνοια οι λίγοι που βρίσκονται εκείνη την ώρα, να το ακούσουν πολλοί περισσότεροι λίγο αργότερα;»