27 Μαρτίου 2025

ΝΑ ΖΗΛΕΨΟΥΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ

«Ζηλώσωμεν οἱ πιστοί τοῦ Τελώνου τήν μετάνοιαν, καί μή Φαρισαϊκῶς ἐγκαυχησώμεθα˙ ἀλλ’ ἐκ βάθους καρδίας στεναγμόν προσοίσωμεν τῶ εὐεργέτῃ τῶν ὅλων Θεῷ˙ αὐτός γάρ ἐνετείλατο, λέγων, ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται˙ ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται. Διό ὁμοφρόνως βοήσωμεν αὐτῷ˙ Ὁ Θεός ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς καί σῶσον ἡμᾶς» (απόστ. Αίνων Πέμπτη Δ΄ Νηστειών).

(Ας ζηλέψουμε οι πιστοί τη μετάνοια του Τελώνη και ας μην καυχηθούμε με τον τρόπο του Φαρισαίου. Ας προσφέρουμε δηλαδή από το βάθος της καρδιάς μας στεναγμό στον ευεργέτη των όλων Θεό. Διότι αυτός έδωσε εντολή λέγοντας ότι καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί. Γι’ αυτό από κοινού με ένα φρόνημα ας φωνάξουμε δυνατά σ’ αυτόν: Θεέ μου, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς και σώσε μας).  

Ο Τελώνης της γνωστής παραβολής του Κυρίου προβάλλεται για μία ακόμη φορά από την Εκκλησία μας, τώρα που υπερμεσάσαμε τη Σαρακοστή, ως πρότυπο του χριστιανού. Λόγω βεβαίως της μετανοίας του και της ορθής στάσης του ενώπιον του Θεού - η δική του προσευχή, το «ελέησέ με Κύριε τον αμαρτωλό», δικαιώθηκε, που σημαίνει ότι έλαβε τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών του και της ενδύσεώς του από τον Κύριο. Και ποιο είναι το καίριο στοιχείο για τον άγιο υμνογράφο της μετανοίας του; Ο στεναγμός του από τα βάθη της καρδιάς του για την κατάντια του. Που σημαίνει: αμέσως μόλις νιώσουμε ότι έχουμε εκτραπεί από την ορθή οδό του Κυρίου και πονέσουμε γι’ αυτό στρέφοντας το βλέμμα μας ικετευτικά προς Αυτόν, Εκείνος σπεύδει προς εναγκαλισμό μας προσφέροντάς μας όχι κάτι από τα δικά Του αλλά όλο τον Εαυτό Του! Το είδαμε στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, τον άσωτο υιό.

Είναι η στάση της ταπείνωσης, σημειώνει ο άγιος ποιητής. Μετάνοια και ταπείνωση συμβαδίζουν, μετάνοια και στεναγμός και δάκρυα πένθους πάνε μαζί, και τα τρία συνιστούν μία «αγία τριάδα» που την αποδέχεται ο Κύριος ως το πολυτιμότερο λιβάνι που μπορούμε να κάψουμε γι’ Αυτόν. Με τα λόγια του μεγάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατέρα της Σαρακοστής: «Η μετάνοια που γίνεται με συνεχή φροντίδα και το πένθος που είναι καθαρισμένο από κάθε κηλίδα και η οσιωτάτη των αρχαρίων ταπείνωση διαφέρουν και διακρίνονται μεταξύ τους όσο ο άρτος από τη ζύμη και το αλεύρι. Διότι συντρίβεται πρώτα η ψυχή και λεπτύνεται με την πραγματική μετάνοια. Έπειτα ενώνεται κατά κάποιον τρόπο και, ας το ειπώ έτσι, συμφύρεται με τον Θεό με το ύδωρ του αληθινού πένθους. Εν συνεχεία, αφού ανάψει με το πυρ του Κυρίου, εμφανίζεται ως στερεός άρτος η μακαρία ταπείνωση, η άζυμη και άτυφη, (η οποία δηλαδή είναι απαλλαγμένη από τη ζύμη της κακίας και της υπερηφάνειας). (Λόγος 25, Περί ταπεινοφροσύνης).

Και που οδηγεί η χαρισματική αυτή κατάσταση; Μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος μας και το αναφέραμε και παραπάνω: στην ύψωση του ανθρώπου στον ίδιο τον Θεό. Γιατί το βεβαίωσε το αψευδές στόμα του ενανθρωπήσαντος Θεού: «πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» - ταπεινώνεσαι με τον τρόπο του Χριστού και εκτοξεύεσαι στον Ουρανό. Το ακριβώς δηλαδή αντίθετο προς ό,τι συμβαίνει στους κοσμικά σκεπτομένους ανθρώπους, χριστιανούς και μη: να ξεπέφτεις στο έσχατο επίπεδο γιατί υπερηφανεύεσαι. Μία επανάληψη του τραγικού πνευματικού όντος, που υπερηφανεύτηκε και βρέθηκε ξεπεσμένος στον απόλυτο βαθμό. «Εθεώρουν τον σατανά ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα». Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε ότι κάθε αμαρτία για την οποία δεν μετανοούμε, συνεπώς δεν πενθούμε και δεν ταπεινωνόμαστε, μας οδηγεί στην άκρη του πνευματικού γκρεμού – χωρίς να το καταλαβαίνουμε βρισκόμαστε μπροστά στο βάραθρο της απώλειάς μας, ένα βήμα για την (πνευματική) αυτοκτονία μας!

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2025

ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΜΕ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΣΟΥ!

 

«Πυρί με καθάρισον τῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε, και σοῦ τά σωτήρια δίδου Παθήματα νῦν θεάσασθαι, καί πόθῳ προσκυνῆσαι, Σταυρῷ τειχιζόμενον καί συντηρούμενον» (ωδή α΄Τριωδίου).

(Φιλάνθρωπε Κύριε, καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών σου, και δώσε μου να δω τώρα τα Παθήματά Σου που έσωσαν το ανθρώπινο γένος, και να τα προσκυνήσω με πόθο, καθώς ο Σταυρός είναι ο φρουρός και ο φύλακάς μου).

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης σε λίγες λέξεις περικλείει όλο το βάθος θα λέγαμε της θεολογίας του Σταυρού. Τι επισημαίνει;

Πρώτον, ότι ο Σταυρός για τον πιστό, τον ίδιο και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, συνιστά το τείχος του, τον φύλακα και τον φρουρό του. Διότι ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, είναι ενδεδυμένος Εκείνον – «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - συνεπώς τον  Σταυρό έχει εγκολπωθεί, που θα πει ότι η ζωή του στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανός έχει χαρακτήρα σταυρικό. Ο ίδιος ο Κύριος δεν το απεκάλυψε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Κι ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας το εσωτερικό του βίωμα σημείωνε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Συνεπώς, ο Σταυρός του Κυρίου δεν τελειώνει σ’ Εκείνον μόνον. Γίνεται «ζυγός», «χρηστός» όμως, για κάθε χριστιανό - Χριστός και πιστός συνθεωρούνται πάντοτε και συνορώνται.

Δεύτερον, παρ’ όλη τη συγκλονιστική αυτή θεώρηση του χριστιανού ως συνέχειας του Χριστού, απαιτείται διαρκώς η συνέργειά του για να ενεργοποιείται η δοσμένη σ’ αυτόν χάρη. Μπορεί δηλαδή ο Θεός να μας τα έχει δώσει όλα, αν όμως δεν βρίσκεται και η δική μας θέληση στην ίδια πορεία θελήσεως Εκείνου, τότε  όλα «ακυρώνονται», με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν, παραμένουν ανενέργητα και λειτουργούν δυστυχώς προς «κρίμα και κατάκριμα» του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεοφάνης ενώ αναγνωρίζει ως πιστός ότι ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία κυρίως έσωσε τον άνθρωπο: μπορεί και πάλι να έχει ζωντανή συνειδητή σχέση με τον Δημιουργό του, όμως ζητά από τον Κύριο να του δώσει τη δωρεά να δει, να μετάσχει δηλαδή, στα Παθήματά Του, με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω: να ζει κι ο ίδιος σταυρικά τη ζωή του, με θυσιαστική αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γεγονός που ισοδυναμεί με την αληθινή και με πόθο  προσκύνηση του Σταυρού.

Και τρίτον, η θέα του Σταυρού του Χριστού ως αληθινή προσκύνησή Του με την έννοια της συσταύρωσης του πιστού με τον Χριστό – και πάλι το τονίζουμε: βλέπει και προσκυνά τον Σταυρό μόνον εκείνος που αγωνίζεται να ζει την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού – απαιτεί την κάθαρση της καρδιάς από ό,τι εμπαθές ταλαιπωρεί αυτήν στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. «Καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών Σου», είναι η προϋπόθεση για όλες τις χαρισματικές μεγάλες δωρεές του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο απόλυτα καθαρός από αμαρτία Θεός μπορεί να προσεγγιστεί μόνον από εκείνον που αγωνίζεται να καθαρίσει με τη δύναμη του Θεού την καρδιά του. Ο λόγος του υμνογράφου αγίου Θεοφάνους έχει την ίδια σημασία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ήδη από τον πρώτο μακαρισμό του στην επί του Όρους ομιλία Του: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Θα δει τον Θεό, θα δει συνεπώς το μυστήριο και το βάθος του Σταυρού ως σωτηρίας του κόσμου, μόνον εκείνος που έχει καθαρή την καρδιά. (Θυμόμαστε εν προκειμένω την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον όταν μετανόησε και άρχισε να καθαρίζεται η καρδιά της μπόρεσε να προσεγγίσει τον Σταυρό!)

Και η συμβολή εν προκειμένω του αγίου υμνογράφου είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου καθάρσεως της καρδιάς: διά των εντολών του Χριστού, που λειτουργούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ως φλόγα, ως πυρ. Κι αξίζει την εικόνα αυτή, εικόνα πάλι της αγίας Γραφής, να την έχουμε συχνά πυκνά μπροστά στα μάτια μας: οι εντολές του Χριστού όταν τίθενται σε εφαρμογή από τον χριστιανό, έχουν τη δύναμη του πυρός, που οδηγεί σε διπλό αποτέλεσμα: κατακαίει όλα τα αγκάθια των παθών και της αμαρτίας, φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Όπου είναι ο Χριστός δηλαδή: μέσα στις εντολές Του, στο σώμα και το αίμα Του, στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, εκεί έχουμε την παρουσία της καθαρτικής και φωτιστικής φωτιάς. Άλλωστε ο Ίδιος το είπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν επί τῆς γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη». Φωτιά ήλθε να βάλει με το Πνεύμα Του και η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή!

Λοιπόν: η αγία Σαρακοστή ως η κατεξοχήν περίοδος προβολής και θέασης του Σταυρού του Κυρίου (και της ακολουθούσης βεβαίως Ανάστασής Του) είναι σαν καμίνι. Πρέπει να είμαστε φωτιά κι εμείς για να μπορούμε να πούμε ότι σωστά την «περπατάμε». Να πορευόμαστε δηλαδή στον δρόμο των αγίων εντολών του Κυρίου!  

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2025

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Σήμερα γιορτάζουμε τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας μας, τὴν φανέρωση καὶ τὴν ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Σήμερα ἡ Παρθένος Μαριὰμ δέχεται ἐπίσκεψη ἀρχαγγελική. Ὁ παμέγγιστος Γαβριὴλ κατέρχεται στὴν κόρη φέρνοντας μήνυμα χαρᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ Ἐκείνη καὶ γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σήμερα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ σαρκωθεῖ, θὰ κατοικήσει στὴν μήτρα τῆς Παρθένου, θὰ λάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ θὰ τὴν ἀποκαταστήσει καὶ θὰ τὴν ἁγιάσει. Ἡ Παναγία θὰ γεννήσει τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐνώπιον τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀπορίας τῆς κόρης ὁ Γαβριὴλ τοποθετεῖ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ˙ τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιο θὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ τὴν ἐπισκιάσει. Καὶ ἡ συνετὴ καὶ φρόνιμη Μαριὰμ θὰ πεισθεῖ, θὰ ἀναγνωρίσει στὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ χάρη καὶ ἔτσι θὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ρόλο καὶ τὴν ἀποστολή Της: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς παραδίδει τὸ γεγονὸς ἐξιστορώντας τὰ ὅσα διημείφθησαν μεταξὺ τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ τῆς Παρθένου. Ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε τοῦτο τὸ κείμενο καὶ τὸ παρέδωσε στοὺς Πατέρες καὶ στοὺς Ὑμνωδούς Της. Καὶ ἐκεῖνοι τὸ διάβασαν ξανὰ καὶ ξανά, τὸ αἰσθάνθηκαν, τὸ βίωσαν, τὸ ἔβαλαν μέσα στὴν ψυχή τους, ψηλάφισαν τὴν ἀλήθεια του καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσαν στὴ λατρευτικὴ σύναξη τῶν πιστῶν μὲ λέξεις καινές, μὲ λόγια ἔμμετρα, μὲ στίχους ἐμπνευσμένους, μὲ ποιήματα μεγαλειώδη. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ κατέστησε τοὺς  Ὑμνογράφους Πατέρες αὐτόπτες μάρτυρες τῆς συναντήσεως τοῦ Γαβριὴλ καὶ τῆς Μαριάμ. Γι’ αὐτὸ μὲ τόλμη καὶ ἔμπνευση οἱ ὕμνοι τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συμπληρώνουν τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο καὶ αὐξάνουν τὴν χαρὰ στὶς ψυχὲς ὅλων ἐμᾶς ποὺ βρισκόμαστε σήμερα στὸ Ναὸ καὶ ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ εὐφραινόμαστε ἀκούγοντας τὰ θεόπνευστα μέλη.

Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ κανόνας τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Στὸ ὑμνογραφικὸ αὐτὸ κείμενο ἐξελίσσεται ἕνας ποιητικὸς διάλογος μεταξὺ τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ τῆς Παρθένου. Τὸ ἐπίκεντρο τῆς συζήτησης εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ συναντοῦμε στὸ κείμενο τοῦ Λουκά: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;».

Σὲ τούτους τοὺς ἑορταστικοὺς ὕμνους ὁ διάλογος ἐπεκτείνεται μὲ τρόπο δραματικὸ καὶ συνάμα ἀποκαλυπτικό. Στὸ ἕνα τροπάριο μιλᾶ ὁ Γαβριὴλ καὶ στὸ ἐπόμενο ἀποκρίνεται ἡ Μαριάμ. Λόγια πειστικά, εὔλογες ἀπορίες, σκέψεις καὶ συναισθήματα κατακλύζουν τὸ κείμενο. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ λόγο καὶ τὸν ἀντίλογο φανερώνεται σὲ ὅλη τὴν ἐκτασή του τὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ θεολογία τῆς ἐνσάρκωσης, ἀλλὰ καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς Παναγίας.

Σᾶς προτρέπω ἀγαπητά μου παιδιὰ νὰ στραφοῦμε πρὸς κάποιους χαρακτηριστικοὺς ὕμνους αὐτοῦ τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, γιατὶ σὲ πολλὰ ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Κυρίως προτείνω νὰ προσέξουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποίο ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐξετάζει τὸν Ἀρχάγγελο γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων ἀπὸ Αὐτὸν.

Ἔχουμε, φρονοῦμε, μεγάλη ἀνάγκη τῶν κριτηρίων αὐτῆς τῆς ἐξέτασης εἰδικὰ στὶς μέρες μας. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀκροτήτων. Οἱ ἄνθρωποι ἐνὼ εἶμαστε συχνὰ δύσπιστοι, ὑπάρχουν στιγμὲς καὶ δὲν εἶναι λίγες ποὺ γινόμαστε τρομερὰ εὐκολόπιστοι. Δὲν ξέρουμε πὼς νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα. Μοιάζουμε σὰν νὰ ἔχουμε παραιτηθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ἀποτέλεσμα τούτης τῆς διπολικῆς στάσης εἶναι νὰ δυσκολευόμαστε ὑπερβολικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας. Ἄλλοτε νὰ ἀμφισβητοῦμε, νὰ πονηρευόμαστε, νὰ κατακρίνουμε, νὰ πληγώνουμε, νὰ ἀδικοῦμε κι ἄλλοτε νὰ ματαιοπονοῦμε, νὰ ξεγελιόμαστε, νὰ ἀπογοητευόμαστε καὶ νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας. Μὰ ἡ Παναγία μὲ λόγο γλυκὺ καὶ συνάμα ἰσχυρὸ ζητᾶ τὴν ἀλήθεια, παραδίδοντας καὶ σὲ μᾶς κριτήρια πίστης.

Ἂς δοῦμε μὲ ποῖο τρόπο ἡ Μαριὰμ ἐκφράζει τὴν ἀπορία της πρὸς τὸν οὐράνιο ἐπισκέπτη

Γνωσθήτω μοι Ἄγγελε,

τῶν σῶν ῥημάτων ἡ δύναμις,

πῶς ἔσται ὃ εἴρηκας; λέγε σαφέστατα,

πῶς συλλήψομαι, Παρθένος οὖσα Κόρη;

πῶς δὲ καὶ γενήσομαι,

Μήτηρ τοῦ Κτίστου μου;

Γνωσθήτω μοι Ἄγγελε, δηλαδή, ἐξήγησέ μου. Πές μου μὲ σαφήνεια πὼς θὰ συλλάβω ἀφοῦ εἶμαι Παρθένος. Τὰ λόγια ἔχουν τόλμη καὶ δύναμη. Ξέρει ἡ κόρη σὲ ποιὸν ἀπευθύνεται.

Ἡ ἴδια τὸν ἀποκαλεῖ  Ἄγγελο, μὰ δὲν διστάζει νὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ σκέφτεται καὶ τὴν προβληματίζει. Δὲν θέλει νὰ ξεγελαστεῖ καὶ γνωρίζει πὼς τοῦτο δὲν εἶναι δύσκολο. Αὐτὸ φανερώνουν οἱ ἐπόμενοι στίχοι ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Μαριάμ.

Ἡ ἐμὴ Προμήτωρ δεξαμένη,

τὴν γνώμην τοῦ ὄφεως τρυφῆς,

τῆς θείας ἐξωστράκισται·

διὸ περ κἀγὼ δέδοικα,

τὸν ἀσπασμὸν τὸν ξένον σου,

εὐλαβουμένη τὸν ὄλισθον.

Θυμάται ἡ κόρη τὴν προμήτορα Εὔα, τὴν πρώτη γυναῖκα ἡ ὁποία ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ὄφεως. Κι ἐκεῖνος εἶχε ἀπρόσμενα ἐμφανιστεῖ μπροστά της κομίζοντας μήνυμα θελκτικό. Ἀθανασία καὶ θέωση ὑποσχέθηκε στὸν ἄνθρωπο προτρέποντας πρὸς τὴν παρακοή. Καὶ ἡ δύστυχη Εὔα πίστεψε τὸ ψέμα καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου. Οἱ ὁμοιότητες τῶν δύο συναντήσεων εἶναι μεγάλες καὶ ἐξηγοῦν τὸ φόβο τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία δὲν θέλει καὶ ἐκείνη μὲ τὴ σειρά της νὰ ξεγελασθεῖ.

Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατανοεῖ πὼς ἡ Μαριὰμ φοβάται ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ λόγια Του κρύβεται κάποιος πειρασμός. Ὅμως δὲν στεναχωρεῖται ἐπειδὴ τὸν ὑποψιάζεται γιὰ δόλο. Ἀντίθετα χαίρεται καὶ γι’ αὐτὸ Τῆς λέει:

Δολίως με φθέγγεσθαι,

διαλογίζῃ ὡς ἔοικε·

καὶ χαίρω θεώμενος, τὴν σὴν ἀσφάλειαν,

θάρσει Δέσποινα·

Θεοῦ γὰρ βουλομένου, ῥᾳδίως περαίνεται,

καὶ τὰ παράδοξα.

Χαίρεται λοιπὸν ὁ Ἀρχάγγελος καὶ δίνει θάρρος στὴν κόρη θυμίζοντάς Της πὼς ὅταν θέλει ὁ Θεὸς  καὶ τὰ παράδοξα εὔκολα γίνονται.

Καὶ οἱ λόγοι τοῦ Γαβριὴλ κινοῦν τὴν Μαριὰμ νὰ στρέψει τὸ νοῦ της στὶς προσδοκίες τοῦ γένους Της, χωρὶς ὅμως νὰ ἐγκαταλείπει τὰ ἐρωτήματά της.

Ἐξέλιπεν Ἄρχων ἐξ Ἰούδα,

ὁ χρόνος ἐφέστηκε λοιπόν,

καθ’ ὃν ἀναφανήσεται,

ἡ τῶν ἐθνῶν ἐλπὶς ὁ Χριστός,

σὺ δὲ πῶς τοῦτον τέξομαι,

Παρθένος οὖσα, σαφήνισον.

Ἀναρωτιέται ἡ κόρη ποὺ ζεῖ τὴν τραγικότητα τῶν καιρῶν της μήπως ἦρθε ὁ χρόνος νὰ ἐμφανιστεῖ μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἄρχοντας καὶ βασιλέας. Ὁ λαὸς τῆς ἀναμένει μέσα σὲ ταλαιπωρίες καὶ πόνους πολλοὺς τὸν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Ἡ Μαριὰμ περιμένει κι Ἐκείνη καὶ ἐλπίζει καὶ ἐπιθυμεῖ. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως ἡ Παναγία ἐπειδὴ θὰ καταστεῖ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀποκαλύπτει μὲ γνώση μυστική, πὼς ὁ ἄρχοντας αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴν μήτρα της θὰ γίνει ταυτόχρονα καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἐθνῶν. Καὶ ἐνὼ προφητεύει μὲ τοὺς λόγους της, πάλι ἐπιστρέφει στὰ ἐρωτήματα πρὸς τὸν Ἄγγελο καὶ ἀπαιτεῖ διασαφήνιση.

Κι ὁ Ἀρχάγγελος προσπαθεῖ νὰ μαρτυρήσει τὴν ἀλήθεια τοῦ μηνύματος ποὺ μεταφέρει. Μοιάζει νὰ στεναχωρείται μάλιστα ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Μαριὰμ θυμήθηκε τὴν δολιότητα τοῦ ὄφι καὶ γι’ αὐτὸ ἀποκρίνεται μεταξύ ἄλλων καὶ τὰ ἐξῆς:

Θεοῦ παραστάτης ἀπεστάλην,

τὴν θείαν μηνύσων σοι βουλήν,

τὶ με φοβῇ Πανάμωμε,

τὸν μᾶλλόν σε φοβούμενον,

τὶ εὐλαβῇ με Δέσποινα,

τὸν σὲ σεπτῶς εὐλαβούμενον;

Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τῆς λέει πὼς εἶναι, τὸν ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ φοβάται. Κι εἶναι πολὺ συγκινητικὸ πὼς ὁ Παμμέγιστος Γαβριὴλ ὁμολογεῖ πὼς ἐκεῖνος φοβάται τὴν Κόρη καὶ τὴν εὐλαβείται γιατὶ ξέρει πὼς ἐνώπιόν Του στέκεται Ἐκεῖνη ποὺ εἶναι «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

Ἔπειτα ἡ Παναγία θὰ στραφεῖ πρὸς τοὺς Προφήτες γιὰ νὰ ἐπαληθεύσει τοὺς λόγους τοῦ Ἀγγέλου.

Ἱεράν τινα Παρθένον, τεξομένην ἀκήκοα,

τοῦ Προφήτου πάλαι,

τὸν Ἐμμανουὴλ προθεσπίσαντος,

ἐπιποθῶ δὲ τοῦ γνῶναι, πῶς Θεότητος,

τὴν ἀνάκρασιν,

φύσις βροτῶν ὑποστήσεται;

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας εἶχε μιλήσει γιὰ τὴν Παρθένο ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Ἐμμανουήλ. Κι ἡ Μαριὰμ ἔφερε στὴ μνήμη της τοὺς λόγους αὐτοὺς ποὺ συμφωνοῦν μὲ τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου. Καὶ ἔπειτα θυμάται κι ἄλλα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια ποὺ ὁ Θεὸς ἐνήργησε μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Κι ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἔρευνα ἀπαιτητική, μετὰ ἀπὸ ἐξέταση αὐστηρή, μετὰ ἀπὸ πάλη μὲ δυνάμεις ὑπέρτερες τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Μαριάμ ἀποδέχεται τὴ γνησιότητα τοῦ μηνύματος τοῦ Ἀρχαγγέλου.

Ῥημάτων σου,

τὴν φωνὴν Γαβριήλ, τὴν χαρμόσυνον,

δεξαμένη, εὐφροσύνης ἐνθέου πεπλήρωμαι·

χαρὰν γὰρ μηνύεις,

καὶ χαρὰν καταγγέλλεις τὴν ἄληκτον.

Ἡ Παναγία δέχεται τὸ εὐφρόσυνο μήνυμα ποὺ ἡ φωνὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου κόμισε καὶ ἡ ὕπαρξή της γέμισε θεϊκὴ χαρά, ἡ ὁποία εἶναι ἄληκτος, δὲν ἔχει τέλος.

Καὶ μαζί μὲ τὴν Παρθένο χαιρόμαστε καὶ ἐμεῖς. Πρῶτα γιατὶ ὁ Χριστὸς σαρκώνεται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἔπειτα γιατὶ στὸ πρόσωπο τῆς Ἀγνῆς Μητέρας Του βρίσκουμε κριτήρια γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀρετὴ τῆς ἐμπιστοσύνης.

Ἡ ἐμπιστοσύνη καλλιεργεῖται μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Παναγία ὅταν ἀναζητοῦμε μὲ θάρρος καὶ ἐπιμονὴ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ρωτοῦμε καὶ διαλεγόμαστε, ὅταν ἐξετάζουμε καὶ ἀπορροῦμε. Ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὸ λόγο καὶ τὴ διάνοια ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς μὲ τὴν κατ’ εἰκόνα δημιουργία μας. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀνοίγεται στὴν πίστη καὶ μετέχει στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐμπιστοσύνη στηρίζεται μᾶς διδάσκει ἡ Παναγία ὅταν λογαριάζουμε τὴν ἱστορία. Ὅταν μαθαίνουμε ἀπὸ τὰ παθήματα τῶν προγενεστέρων. Ὅταν δεχόμαστε τὴν ἐμπειρία, τὴ σοφία καὶ τὸν προφητικὸ λόγο τῶν προγόνων μας. Ὅταν τιμοῦμε τοῦς κόπους, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τῶν πατέρων μας. Τότε ὁ ἄνθρωπος στερεώνει τὴ πίστη μὲ θεμέλια βαθιὰ καὶ ἀρραγή.

Ἡ ἐμπιστοσύνη καρποφορεῖ μᾶς πληροφορεῖ ἡ Παναγία ὅταν αἰσθανθοῦμε τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ ἐντὸς μας. Ὅταν ἀντέξουμε τοὺς φόβους μας. Ὅταν συμφιλιωθοῦμε μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ἀγαπήσουμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ ψυχή, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὰ τοῦ Θεοῦ μηνύματα καὶ συγκατατίθεται νὰ κατοικήσει ἑντός του ἡ θεία Χάρις.

Εὐχόμαστε ἀγαπητά μου παιδιά,

νὰ ἑνωθοῦμε σήμερα ὅλοι μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας, γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὸν χαιρετισμὸ τοῦ Ἀγγέλου, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸν οὐράνιο ἀσπασμό, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκιάσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα στὴν ταπεινή μας ψυχή.

Χρόνια πολλὰ γιά τήν ἐπέτειο τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας καί  αἰωνία ἡ μνήμη τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ 1821! 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

24 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ... ΜΑΚΡΟΖΩΪΑΣ

 

Δεν είναι η μακροζωία βεβαίως η προοπτική και ο στόχος ενός πιστού χριστιανού – αυτό συνιστούσε και συνιστά προοπτική ανθρώπου που έχει εξολοκλήρου δέσει την ύπαρξή του με τον κόσμο αυτόν τον παρερχόμενο. Όμως και ο πιστός επιζητεί τη μακροζωία, αφενός γιατί αναγνωρίζει ότι η ζωή αποτελεί δώρο του ίδιου του Δημιουργού, καθώς ψαύει τις ενέργειές Του στα πάντα, όπως και στον ίδιο τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, και αφετέρου γιατί αγωνίζεται αδιάκοπα στον αγώνα της μετανοίας, την οποία βλέπει ότι δεν μπορεί να την κατορθώσει στην πληρότητά της όσο χρόνο και καιρό κι αν έχει. Θυμάται κανείς τον όσιο αββά του Γεροντικού που έκλαιγε έστω και στο τέλος της ζωής του, ζητώντας περισσότερο χρόνο από τον Κύριο για να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του. Η μετάνοια άλλωστε δεν είναι ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος παρατείνει την παραμονή μας στον κόσμο τούτο;  «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Λοιπόν, θέλουμε τον χρόνο και την παράταση της ζωής, για να μπορούμε να βαθαίνουμε αδιάκοπα τη σχέση μας με τον Κύριο. Κι αυτό σημαίνει ότι ήδη ανοίγουμε τις προοπτικές της βιώσεως της αιώνιας ζωής και μέσα στον παρερχόμενο και φθειρόμενο τούτον κόσμο.

Και να, μερικές πράγματι σοφές συμβουλές:

- Να τρώμε το μισό από όσο ίσως θα θέλαμε να φάμε – μία άσκηση εγκρατείας που προβάλλει η Εκκλησία μας ιδίως με τη νηστεία που καθορίζει, ανεξάρτητα από τη νηστεία της ποιότητας των τροφών τις εποχές των Νηστειών. Γιατί και η ιατρική το τονίζει κατά κόρον: ο κόρος και η πλήρωση του στομάχου με τα φαγητά είναι ό,τι χειρότερο για την υγεία του ανθρώπου.

- Να περπατάμε διπλά από όσο ίσως περπατάμε καθημερινά, με την έννοια ότι η σωματική άσκηση είναι αυτή που ασκεί μεν το σώμα, αλλά και την ψυχή, γιατί ο άνθρωπος κινητοποιούμενος έτσι αντιμετωπίζει τη φθοροποιό κατάσταση της ακινησίας ως αργίας και τεμπελιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος σημειώνει πως «υποπιάζει» το σώμα του προκειμένου να το έχει σε ετοιμότητα διακονίας του συνανθρώπου του, αλλά και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Χωρίς την άσκηση αυτή θα φανώ, λέει, αδόκιμος στην πίστη μου. Το βλέπουμε και στους ασκητές και μοναχούς και όχι μόνο: καθημερινώς ασκούν το σώμα τους όχι μόνο με τη νηστεία, αλλά και με τη σωματική κινητοποίηση μέσα από τις μετάνοιες, μικρές και ιδίως μεγάλες. Και η ιατρική βεβαίως κατεξοχήν μας προειδοποιεί: άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα πιστεύω του, που δεν κινείται και δεν ασκείται, που δεν περπατάει το λιγότερο, με μαθηματική ακρίβεια θα αναπτύξει πολλές ασθένειες, όχι μόνο σωματικής φύσεως αλλά και ψυχικής.

- Να γελάμε τριπλά. Να αγωνιζόμαστε δηλαδή να βρισκόμαστε σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, σε κατάσταση που γελά ιδίως η ψυχή μας, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να φροντίζουμε την εσωτερική κατάσταση της καρδιάς μας. Γιατί το γέλιο ως ευφρόσυνη διάθεση αναφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου και όχι βεβαίως σε μία εξωτερική σύσπαση μόνο των μυώνων του προσώπου του. Οπότε, χρειάζεται να διαφυλάσσει κανείς την καρδιά του από ό,τι της προκαλεί θλίψη και στενοχώρια, που θα πει να τη διαφυλάσσει από την πηγή της θλίψης που είναι η αμαρτία. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, γι’ αυτό και κάθε πιστός εν επιγνώσει εκεί ρίχνει το βάρος της πνευματικής του ζωής: να κρατάει την κάθε ημέρα του όσο μπορεί αναμάρτητη, για να μπορεί να διακρατεί τη χάρη του Θεού που είναι ταυτοχρόνως και χαρά. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο ο άνθρωπος γελά τριπλά, αλλά πολλαπλά και έτι πλέον, έστω κι αν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του είναι συχνά οδυνηρές.

- Κι ασφαλώς το τελευταίο είναι το κριτήριο: να αγαπάμε ατελείωτα, χωρίς διακοπές, όπως το σημειώνει και πάλι ο απόστολος: «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Πρόκειται για την αγάπη όπως την δίδαξε και την έδειξε ο ίδιος ο Κύριος, ως ανιδιοτελές άνοιγμα της ψυχής μας σε κάθε συνάνθρωπό μας, στο πρόσωπο του οποίου «διαβάζουμε» τη δική Του παρουσία. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και λέμε ότι η αγάπη συνιστά το κριτήριο, γιατί χωρίς την αγάπη του Χριστού ούτε την καρδιά μας μπορούμε να κρατήσουμε καθαρή, συνεπώς χαρούμενη, ούτε και η όποια άσκησή μας, είτε ως σωματική γυμνασία είτε ως νηστεία, θα έχει το οποιοδήποτε νόημα.

ΚΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.