«῾Ο ἅγιος Μητροφάνης, υἱός τοῦ Δομετίου, ἔζησε κατά τούς
χρόνους τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί πρώτου μεταξύ τῶν χριστιανῶν βασιλέων. ῾Ο Δομέτιος ἦταν ἀδελφός τοῦ
βασιλιᾶ Πρόβου καί γέννησε δύο υἱούς, τόν Πρόβο καί τόν Μητροφάνη. ῾Ο Δομέτιος
κατενόησε μέ σώφρονα λογισμό ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων εἶναι πλανημένη καί
ψεύτικη, γι᾽ αὐτό προσῆλθε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί βαπτίστηκε στό ἄγιο ὄνομά
Του. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἦλθε στό Βυζάντιο, συναναστρεφόταν τόν Τίτο, τόν ἐπίσκοπο τοῦ
Βυζαντίου, πού ἦταν ἄνδρας ἅγιος καί θεοφόρος, ὁ ὁποῖος ἐνέταξε τόν Δομέτιο
στόν κλῆρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Τίτου, ὁ Δομέτιος
γίνεται ἐπίσκοπος Βυζαντίου, κι αὐτόν τόν διαδέχεται ὁ Πρόβος ὁ υἰός του. ᾽Αφοῦ
κάθησε στήν ᾽Εκκλησία ὁ Πρόβος δώδεκα ἔτη ἐκδημεῖ πρός τόν Κύριο, κι ἀμέσως ὁ
Μητροφάνης, ὁ ἀδελφός τοῦ Πρόβου καί υἱός τοῦ Δομετίου, ἀνέρχεται στόν
Πατριαρχικό θρόνο.
Αὐτόν τόν Μητροφάνη βρῆκε ὁ μέγας Κωνσταντίνος ὡς ἐπίσκοπο
στό Βυζάντιο καί κατενόησε τήν ἀρετή του, τήν εὐθύτητα τῶν τρόπων του καί τήν ἁγιότητα
πού τόν περιέβαλε. Λέγεται μάλιστα γιά τόν Κωνσταντίνο ὅτι ἀγάπησε τόσο τόν
τόπο καί διατέθηκε φιλότιμα πρός αὐτόν, (ὥστε νά μή φεισθεῖ κανένα ἔξοδο καί νά
ἀνεγείρει πόλη πού νικοῦσε καί ξεπερνοῦσε ὅλες τίς ἄλλες πού εἶχαν γίνει ἀπό
τούς ἀνθρώπους, στήν ὁποία ἔβαλε τό κράτος καί τή βασιλεία, μεταφέροντας αὐτήν ἀπό
τήν πρεσβυτέρα Ρώμη), ὄχι μόνο λόγω τῆς θέσης τῆς πόλης πού εἶχε εὐκρασία καί
στίς τέσσερις ἐποχές τοῦ χρόνου, ὄχι μόνο γιά τήν ἀφθονία τῶν καρπῶν καί τῆς ἄρδευσής
της ἀπό τή θάλασσα, ὅπως καί ὅτι βρισκόταν καί στά δύο τμήματα τῆς οἰκουμένης,
τήν Εὐρώπη καί τήν ᾽Ασία, ἀλλά καί γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα, ὅπως εἴπαμε,
τοῦ ἁγίου Μητροφάνη.
῞Οταν δέ συναθροίστηκε ἡ πρώτη Σύνοδος στή Νίκαια (325), ὁ
μέν μακάριος Μητροφάνης δέν μπόρεσε νά πάει λόγω τοῦ γήρατος καί τῶν ἀσθενειῶν
του, διότι ἦταν κλινήρης ἀφοῦ ἡ φυσική του δύναμη εἶχε μαραθεῖ ἀπό τά χρόνια, ἔστειλε
ὅμως στή θέση του τόν πρῶτο μεταξύ τῶν πρεσβυτέρων ᾽Αλέξανδρο, ἄνδρα τίμιο, τόν
ὁποῖο καί ὅρισε διάδοχό του. Μέ τήν ἐπάνοδο λοιπόν τοῦ βασιλιᾶ καί τῶν
θεοφόρων Πατέρων, κι ἀφοῦ λύθηκε ἡ Σύνοδος, λέγεται ὅτι ἀποκαλύφθηκε στόν ἅγιο
Μητροφάνη ἀπό τόν Θεό πώς ὁ ᾽Αλέξανδρος καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι οἱ
κατάλληλοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό γιά μιά τέτοια διακονία. Κοιμήθηκε δέ καί ἀναπαύτηκε
ὁ μακάριος, ὁπότε καί μετατίθεται πρός τόν Θεό. Τελεῖται δέ ἡ Σύναξή του στήν ἁγιώτατη
μεγάλη ᾽Εκκλησία, στόν σεβάσμιο αὐτοῦ οἶκο, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ ἁγίου
Μεγαλομάρτυρα ᾽Ακακίου στό ῾Επτάσκαλο».
Τό
κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Μητροφάνη συμπυκνώνει τά κύρια στοιχεῖα τῆς
ζωῆς του στά ὁποῖα ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή μας οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι του: πρῶτον,
τή δύναμη τοῦ ὀρθόδοξου λόγου του, δεύτερον, τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος
Πατριάρχης τοῦ Βυζαντίου μετά τήν ἀνάδειξη τοῦ τόπου αὐτοῦ σέ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας
ἀπό τόν Μ. Κωνσταντίνο, τρίτον, τή χάρη τῆς προφητείας τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό τόν
Θεό. «Τόν ἱεράρχη τοῦ Χριστοῦ Μητροφάνη, τόν φωσφόρο λαμπτήρα τῆς ᾽Εκκλησίας
πού κήρυξε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα ἐν μέσω τῶν θεοφόρων
Πατέρων, καί κόσμησε ἀνάμεσα στούς πρώτους τόν θρόνο στή Βασιλίδα τῶν πόλεων ἐνῶ
ἔλαβε σαφῶς τή χάρη τῆς προφητείας ἀπό τόν Θεό, ἄς τόν ὑμνήσουμε ἀπό κοινοῦ».
Πράγματι,
ἐπανειλημμένως οἱ ὑμνογράφοι του τονίζουν τό ὀρθόδοξο φρόνημά του
- συνεπῶς καί τόν φωτισμό πού εἶχε ἐκ Θεοῦ γιά νά διακρίνει τήν ἀλήθεια
ἀπό τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ αἱρεσιάρχη ᾽Αρείου, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖτο τήν
θεότητα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ – πού γινόταν αἰτία νά ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν οἰκουμένη
ἡ ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης. «῾Η δύναμη τῶν θείων ρημάτων καί ὁ φθόγγος τῶν ἔνθεων
λόγων σου, ἁπλώθηκε σέ ὅλα τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, κηρύσσοντας, μακάριε, τήν ὀρθοδοξία
σέ ὅλους» (ὠδή ς᾽). Μπορεῖ βεβαίως ὁ ἴδιος νά μή παρευρέθηκε στή Σύνοδο τῆς
Νικαίας, λόγω ἀδυναμίας, ὅμως ὁ ἐκπρόσωπός του ᾽Αλέξανδρος ἐκείνου τήν πίστη
καί τό φρόνημα κλήθηκε νά καταθέσει, πίστη καί φρόνημα βεβαίως ὄχι ἄλλο ἀπό ἐκεῖνο
πού ἐξέφραζε τό φρόνημα καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο. Γι᾽ αὐτό καί δέν
μᾶς παραξενεύει τό γεγονός ὅτι ὁ ὑμνογράφος τοποθετεῖ μέσα στούς Πατέρες καί
τόν ἴδιο τόν ἅγιο, παρόντα ἐν πνεύματι ἀσφαλῶς, ἔστω καί ἀπόντα τῷ σώματι. «῞Οπως
ὁ Πέτρος, κήρυξες ἐνώπιον τῆς Συνόδου τόν Υἱόν Λόγον ὁμοούσιον μέ τόν Θεό
Πατέρα» (κάθισμα γ´ ὠδῆς ὄρθρου).
Καί
ναί μέν ὁ ὅρος «ὁμοούσιος», γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίστηκε σθεναρότατα ὁ μέγας Πατήρ ᾽Αθανάσιος,
μπορεῖ νά μήν ἔχει ἁγιογραφική ἀκριβῶς βάση, ὅμως ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς
καί τήν ἀλήθεια πού ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος καί κήρυξαν οἱ ἄγιοι ᾽Απόστολοι: ὅτι ὁ
Κύριος δηλαδή δέν εἶναι λιγότερο Θεός ἀπό τόν Θεό Πατέρα. Γι᾽ αὐτό
καί κάθε φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πιστός, ἰδίως δέ οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων
ἐπίσκοποι, ἀποδέχτηκαν τόν ὅρο, γιατί ἔβλεπαν πέρα ἀπό τό γράμμα τό κρυμμένο
Πνεῦμα. Προσωπικότητες σπουδαῖες, ἅγιοι μεγάλοι, πέραν τοῦ ἁγίου ᾽Αθανασίου,
σάν τούς ἁγίους Νικόλαο, Σπυρίδωνα, ᾽Αλέξανδρο, Μητροφάνη, ἔσπευσαν πράγματι νά
ὑπογράψουν καί μέ τά δύο τους χέρια ὅ,τι τό Πνεῦμα εἶχε ἰδιαιτέρως ἀποκαλύψει
στόν πρωτεργάτη τοῦ ὅρου ἅγιο ᾽Αθανάσιο. Γιατί ἀκριβῶς ἐξέφραζε τήν ἀλήθεια. Κι
ἐκεῖνο βεβαίως πού ἔκανε τούς ἁγίους θεοφόρους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου νά ἀποδέχονται τόν ὅρο γιατί ἔβλεπαν τήν ἀλήθεια του ἦταν γιατί ἡ ζωή
τους ἦταν ὁμότροπη μέ τή ζωή τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων. ῞Οταν ἡ ζωή ἑνός ἀνθρώπου εἶναι
σύμφωνη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός ὅ,τι δηλαδή ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί οἱ ᾽Απόστολοι
ἐκήρυξαν, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν ἄνθρωπο γιά νά διαβλέπει τήν ἀλήθεια καί
νά τήν ὁμολογεῖ μέ τόν ὀρθό τρόπο. Τό συγκεκριμένο κάθισμα τῆς γ´ ὠδῆς τό
σημειώνει ἐξαιρετικά: «Φάνηκες μέ κάθε ἀλήθεια νά μιμεῖσαι τούς τρόπους καί τίς
φωνές τῶν ᾽Αποστόλων». Κι ἀκόμη: «῞Οπως ὁ Παῦλος θυσίασες τήν ψυχή σου γιά τό
ποίμνιό σου, ἀοίδιμε».
Οἱ ὑμνογράφοι
μας ὅμως τονίζουν ἐπανειλημμένως καί τό γεγονός ὅτι πρῶτος αὐτός καταστάθηκε
Πατριάρχης τῆς βασιλίδος τῶν Πόλεων. Καί γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θέλησε νά εἶναι
σ᾽ αὐτήν τή θέση λόγω τῆς ἁγίας ζωῆς του, καί γιατί ὁ αὐτοκράτορας, ἀσφαλῶς
μέ φωτισμό Θεοῦ, ἐκτίμησε τό ἐξαίρετο τῆς ἁγίας προσωπικότητάς του. «῎Εγινες ὀπαδός
τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔλαβες ὡς κλῆρο τόν θρόνο αὐτοῦ ἐπί γῆς, Μητροφάνη, ἀναδεικνύμενος
ἄξια πρῶτος ἐσύ ἀπό τούς Πατριάρχες στή βασίλισσα Πόλη, θεομακάριστε» (ὠδή γ´).
«Εἶδε τήν εὐθύτητα τῆς γνώμης σου, ὁ πρῶτος τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, ἀκολουθώντας
τή θεία θέληση, Μητροφάνη, καί σέ ὅρισε στή θεία Σύνοδο πρῶτο τῶν Πατριαρχῶν» (ὠδή
γ´).
Καί
δέν σταματοῦν οἱ ὑμνογράφοι νά σημειώνουν καί τό χάρισμα τῆς προφητείας πού ὁ
Κύριος ἔδωσε στόν ἀγαθό δοῦλο Του. Διότι ἀφενός «ἐκ κοιλίας μητρός
προγνωρίζοντάς τον τόν καθαγίασε καί τόν κατέστησε δοχεῖο τοῦ Πνεύματός Του» (ὠδή
ς´), ἀφετέρου γιατί ἐπιβεβαίωνε ἀδιάκοπα ὁ ἅγιος τήν θεόθεν κλήση του μέ τήν ἁγιασμένη
βιοτή του. «Νέκρωσες προηγουμένως τά σκιρτήματα τῆς σάρκας μέ ἐγκράτεια καί
κόπους καί προσευχές, ὁπότε ἔγινες θεῖος ἱερουργός τοῦ Πλαστουργοῦ» (ὠδή δ´)· «᾽Επιτελοῦσες
τά θεῖα μέ θεῖο τρόπο καί ἄγγιζες τά καθαρά μέ καθαρότατο λογισμό» (ὠδή ε´). ῾Ο
ἅγιος Μητροφάνης λοιπόν εἶχε προορατικό καί διορατικό χάρισμα. «᾽Εμπνεύσθηκες ἀπό
τόν Θεό, Σοφέ, καί ἀποκάλυψες στόν βασιλιά, μέχρι καί τόν τρίτο, αὐτούς πού ἐπρόκειτο
νά σέ διαδεχτοῦν στόν θρόνο» (ὠδή ζ´). ᾽Ακόμη καί τόν
μέγα ᾽Αθανάσιο διεῖδε ὡς τόν ἑπόμενο Πατριάρχη ᾽Αλεξανδρείας, ὅταν
τόν ρώτησε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὁ προηγούμενος. «Εἶπες προορατικά στόν ἱεράρχη
πού σ᾽ ἐρώτησε ὅτι ὁ μέγας ᾽Αθανάσιος, ὁ πολύς κατά τά θεῖα καί λαμπρός ἀριστέας,
θά εἶναι μετά ἀπό αὐτόν ὁ Πρόεδρος τῶν ᾽Αλεξανδρέων» (ὠδή η´).
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τό πόσο ἀξιοθαύμαστος ἦταν μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Μητροφάνης. ῞Ενας ἀσκητής ἐπίσκοπος, ἕνας διορατικός καί προορατικός ἅγιος, ἕνας διαπρύσιος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητος. Πρέπει νά φανταστοῦμε μέ πόσο σεβασμό τόν πλησίαζαν οἱ πιστοί ἄνθρωποι, οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῶν χρόνων του, γιά νά τόν δοῦν, νά τόν ἀγγίξουν, νά τόν ἀκροαστοῦν. ῎Αν ὁ διορατικός καί προορατικός ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὅσιος Πορφύριος, συνήθροιζε πλήθη πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἄς φανταστοῦμε καί τό τί γινόταν καί τήν ἐποχή ἐκείνη σχετικά μέ τόν ἅγιο Μητροφάνη, τόν Πατριάρχη τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τόν ἐκλεκτό τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα. ῾Ο ὑμνογράφος μᾶς ἀφήνει νά τό ὑποψιαστοῦμε μέ ἀσφάλεια. «῾Η πρώτη Σύνοδος θαύμασε τή λάμπουσα χάρη τῶν δωρημάτων τοῦ Πνεύματος πάνω σου, ὅσιε, καί σέ δοξάζει ἀκολουθώντας τήν ψῆφο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ βασιλιᾶ» (ὠδή γ´).