Ένας ύμνος από την υμνολογία του αγίου Ιουστίνου έρχεται
και φωτίζει τον εσωτερικό του αγώνα, αποκαλύπτοντάς μας, κατά τη θεώρηση του
αγίου υμνογράφου του, το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν. «Στερέωμα
Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου κατέχων, ἀνδρείως ἀντικατέστης, Ἰουστίνε, τῷ δικάζοντι
ἀνομεῖν παρανόμως σε προστάττοντι» (ὠδή γ΄). Δηλαδή: Έχοντας βαθιά μέσα
στην καρδιά σου τον Χριστό ως βάση και στερέωμά σου, Ιουστίνε, αντιμετώπισες με
ανδρεία τον δικαστή που σε πρόσταζε με παράνομο τρόπο να ανομήσεις και να
προδώσεις τον Θεό.
Ο άγιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια της αναζήτησης της
αλήθειας, μέχρις ότου βρήκε «τήν μόνην ἀληθῆ τε και ξύμφορον φιλοσοφίαν»,
δηλαδή την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη στην οποία προσκολλήθηκε τόσο
που έδωσε και την ίδια τη ζωή του γι’ αυτήν γινόμενος μάρτυρας. Κι αυτό
γιατί διαπίστωσε από την ίδια του την εμπειρία ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς
ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος που κάλυπτε κάποια «κενά» μιας
κοσμοθεωρίας, αλλά ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συνεπώς γέμιζε την καρδιά
και την ύπαρξή του όλη μ’ εκείνο το «πυρ» που φωτίζει τον άνθρωπο και κατακαίει
τα πάθη που θέτουν φραγμό στην εύρεση του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ο άγιος
με άλλα λόγια ήταν από τους πρώτους διανοητές που συνειδητοποίησε με τη χάρη
ασφαλώς του Θεού ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ζήσει πράγματι ο άνθρωπος με
νόημα στη ζωή του δεν είναι η λογική του, αλλά η καρδιά του, κι έτσι έγινε
μέτοχος κι αυτός της φλόγας του Παρακλήτου που περιέλαμψε τους μαθητές του
Κυρίου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον λόγο του Χριστού: «πῦρ ἦλθον
βαλεῖν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη».
Λοιπόν, τι σημειώνει με διεισδυτικό τρόπο ο υμνογράφος ως
στόμα της Εκκλησίας; Ότι ο άγιος είχε φτάσει στο ανώτερο δυνατό σημείο της
πνευματικής ζωής, κατά το οποίο έχει ξεπεραστεί και ο ίδιος ο φόβος του
θανάτου. Ο φόβος του θανάτου είναι σημάδι της «φυσικής» ζωής, της ζωής όπως
βιώνεται στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας – είναι το τίμημα ακριβώς της
αμαρτίας. Στη χριστιανική ζωή που ακολουθεί τα χνάρια του αρχηγού της πίστεως
Ιησού Χριστού ο φόβος αυτός ξεπερνιέται, (μία δειλία βεβαίως είναι «αποδεκτή»
καθώς βρίσκεται ο άνθρωπος ακόμη μέσα στον κόσμο τούτο), γιατί ο πιστός άνθρωπος
εντάσσεται μέσα σ’ Εκείνον που «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ζώντας πια το πιο
καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την υπέρβαση του φόβου, την αγάπη του
Χριστού. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Λόγια σαν του αποστόλου
Παύλου «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι και σύν Χριστῷ εἶναι» ή σαν
του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέει ότι «ο άγιος περιμένει με χαρά
καθημερινά τον θάνατο», δεν παραξενεύουν τον χριστιανό. Απλώς αναμετριέται με
το επίπεδο αυτό και συνήθως κλίνει την κεφαλή και το γόνυ συνειδητοποιώντας τη
μικρότητα και… αντιχριστιανικότητά του˙ γιατί φοβάται ακόμη τον θάνατο.
Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν έχοντας πιστέψει στον Χριστό
ζούσε την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του που του έδινε θάρρος και
δύναμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς της γης την εποχή εκείνη, αλλά και ακόμη
με τόλμη και χωρίς φόβο να οδηγηθεί και στον ίδιο τον θάνατο. Κι εδώ έρχεται
κατεξοχήν ο άγιος υμνογράφος να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το «μυστικό» της
αφοβίας του αγίου, τι ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στην καρδιά του, ώστε
αναλόγως να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα στη ζωή του. «Κατείχε» μάς
λέει «τον Χριστό στο βάθος της καρδιάς του κι ο Χριστός ήταν το στήριγμά του».
Να λοιπόν το «μυστικό» του, αλλά και το μυστικό κάθε αγίου, δηλαδή κάθε μάρτυρα
της πίστεως. Αν η καρδιά είναι δεμένη με τον Χριστό, αν Εκείνος, όπως το
απεκάλυψε, αποτελεί «τήν πέτραν» πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί το οικοδόμημα
της ψυχής, από κει και πέρα τίποτε απολύτως δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα για την
πνευματική πορεία του ανθρώπου. Πρόκειται για την πνευματική πραγματικότητα που
αποκαλύπτει επανειλημμένως η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, ότι δηλαδή ο πιστός
άνθρωπος «ἐστήριξε τήν καρδίαν του ἐν Κυρίῳ», ότι «ἐπ’ Αὐτῷ ἐπεστηρίχθη
ἡ ψυχή του», συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που διαδραματίζεται στα
μυστικά βάθη του πνεύματος του ανθρώπου.
Και τι σημαίνει συγκεκριμένα ότι ο πιστός έχει στήριγμά
του ή «στερέωμά» του τον Χριστό; Σημαίνει ότι ο πιστός ως μέλος Χριστού,
συνεπώς ενισχυόμενος από Εκείνον, με ορμητική διάθεση ψυχής, κατά το «εἰς ὀσμήν
μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», «κολλάει» καταρχάς τον εαυτό του στις άγιες
εντολές Εκείνου. Πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες αλήθειες του
ευαγγελικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο «ο Χριστός περικλείεται μέσα στις
εντολές Του». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν
με. Ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω
αὐτῷ ἐμαυτόν». Και: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ
μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
Κι έπειτα, «κολλάει» στο όνομα του Κυρίου. Το όνομα του Χριστού γίνεται για τον
πιστό το «βάθρο» της εν Κυρίω πορείας του, η «γη» που πατάει, δεν μπορεί να
αναπνεύσει χωρίς Εκείνον. «Μνήμη Ἰησοῦ κολληθήτω σῇ ἀναπνοῇ», όπως λέει
και πάλι ο της Κλίμακος άγιος.
Ο άγιος υμνογράφος μάς αποκαλύπτει το «βάθος» της καρδιάς
του αγίου Ιουστίνου. Μας αποκαλύπτει συνεπώς τον δρόμο της αγιότητας και μας
προσανατολίζει στη μόνη πραγματικότητα που πρέπει και εμείς να πορευτούμε.