20 Ιουνίου 2025

ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

«Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου» (Απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Λουκά Κριμαίας προς πνευματικό του παιδί).

Συγκινεί και εκπλήσσει πάντοτε ο λόγος του αγίων της Εκκλησίας μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων, γιατί ό,τι λένε και διδάσκουν αφενός έχει ακραιφνώς ευαγγελικό χαρακτήρα, αφετέρου το προσφέρουν μ’ έναν απλό και ιδιαίτερα εποπτικό τρόπο, δείγμα ότι δεν ήσαν απλοί μεταπράτες, αλλά άνθρωποι που βίωναν όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα τον λόγο του Κυρίου και των αποστόλων Του, ώστε να μη μας αφήνουν κενά στην κατανόησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση που χαρακτηρίζει τους αγίους μας είναι ότι αποτελούν αυτοί ακριβώς «τα βιωμένα Ευαγγέλια», οπότε και ο δικός τους λόγος γίνεται αντιστοίχως προς τον θεϊκό λόγο διεισδυτικός στις ανθρώπινες καρδιές, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου.

Αυτό βλέπουμε και στο μικρό απόσπασμα από επιστολή του μεγάλου νεωτέρου αγίου της οικουμενικής ορθοδοξίας, Λουκά του ιατρού, επισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Δεν αναλώνεται σε θεωρίες και υψιπετείς θεολογίες για να μιλήσει περί προσευχής – το έχει κάνει κι αυτό εκεί που χρειάστηκε: όταν έπρεπε να δώσει το πλαίσιο της αληθινής προσευχής, η οποία κατά τον άλλον μεγάλο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη έχει ως περιεχόμενο όντως τη θεολογία που απεκάλυψε ο Κύριος και οι Απόστολοί Του, όπως και η Πατερική Παράδοση μέσα στην Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει, καθώς απευθύνεται σε πνευματικό του παιδί που αναζητά να ζήσει την αλήθεια του Χριστού, πώς πρακτικά θα μάθει αυτός, το τέκνο του, να προσεύχεται με τον τρόπο που δίδαξε ο Κύριος, ο Οποίος εν Πνεύματι είναι και ο μόνος που μπορεί να δώσει το πνεύμα της προσευχής στον άνθρωπο. «Ο Θεός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο». Και «το Πνεύμα του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τον κάνει να κραυγάζει: Πατέρα, αββά ο Πατήρ» (απ. Παύλος).

Και τι του λέει; Το πρώτο και πιο σημαντικό: για να είναι αληθινή και ορθή η προσευχή του ανθρώπου, του χριστιανού, πρέπει να έχει «έδαφος» την καρδιά του, τον «έσω» άνθρωπο. Προσευχή δηλαδή που εξαντλείται μόνο στα λόγια του στόματος, όσο πολλά κι αν είναι, χωρίς να πηγάζει από το βάθος της καρδιάς δεν μπορεί να είναι προσευχή που γίνεται αποδεκτή από τον Κύριο. Διότι ο Κύριος «εις καρδίαν βλέπει» - η καρδιά είναι ο τόπος συνάντησής μας με Εκείνον. Ο Κύριος, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι αδιάκοπα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στις προσευχές που ακύρωναν την ενέργειά τους γιατί έκρουαν απλώς τον αέρα χωρίς κανέναν τελικώς αποδέκτη! «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και μπορεί βεβαίως η προσευχή και ενός μη χριστιανού να εισακούεται, όταν συνοδευόμενη από καλές και ενάρετες πράξεις εκφράζει τη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, έστω και άγνωστο ακόμη – ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου του εκατοντάρχου: «οι ελεημοσύνες και οι προσευχές του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού» - αλλά πρόκειται για αποδοχή προσευχής που κινητοποιεί τον Κύριο να ελεήσει δραστικά τον εν νυκτί ευρισκόμενο άνθρωπο ώστε να βρει τον δρόμο της ένταξής του στην Εκκλησία, συνεπώς και της δυνατότητάς του να προσευχηθεί βαθιά και αληθινά, κυριολεκτικά εν καρδία.

Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή όπου το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, καθώς είπαμε, προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Τριαδικής ενέργειας, ο πιστός δηλαδή δεν λέει απλώς προσευχές, αλλά έχει γίνει και γίνεται αδιάκοπα ο ίδιος προσευχή. «Κάνε την καρδιά σου μοναστήρι». Μοναστήρι, κατοικητήριο δηλαδή, τίνος; Του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος στον βαπτισμένο πιστό άνθρωπο και ενσωματωμένο με επίγνωση, (τουτέστι με πραγματική μετάνοια και διάθεση για τήρηση των αγίων εντολών του Θεού), στο σώμα του Χριστού, έχει βρει «τόπον καταπαύσεως» Αυτού. Εκεί δεν οδηγεί το άγιο βάπτισμα; Εξορίζει τον Πονηρό από το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου και του εγκαθιστά εν Πνεύματι τον Χριστό. «Δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που ζει μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας;» (Απ. Παύλος). Οπότε, ναι, ο πιστός γίνεται, ως συνεργός Θεού, «καταγώγιον Πνεύματος», πράγματι «μοναστήρι του Θεού»! Το υποσχέθηκε ο Κύριος: «Εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»! Οι χριστιανοί είμαστε μοναστήρια του Θεού, ο Θεός δρα μέσω ημών, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η προϋπόθεση που έθεσε ο Ίδιος: να τηρούμε με τη χάρη Του τις άγιες εντολές Του, γιατί έχουμε πια αυτήν τη δυνατότητα.

Και προχωρεί τη σκέψη του ο άγιος Λουκάς: Κάνε τον εαυτό σου αυτό που σου δόθηκε. Έγινες μοναστήρι του Θεού, ενεργοποίησε τη δωρεά. «Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου». Και χρειάζεται να το υπενθυμίζουμε: Ό,τι έγινε ο χριστιανός με το άγιο βάπτισμα, να είναι δηλαδή ναός του Θεού, λειτούργησε και ως πρότυπο για την ύπαρξη των ναών και των αγίων μονών της Εκκλησίας. Από τα μέσα προς τα έξω υπήρξε η κίνηση, η οποία έκτοτε λειτούργησε και λειτουργεί χαρισματικά και αντίστροφα: ως διαρκής πρόκληση και υπενθύμιση για το τι είμαστε οι πιστοί στον Χριστό και πώς πρέπει εν παντί καιρώ και τόπω να διάγουμε. Τι γίνεται με άλλα λόγια σ’ ένα μοναστήρι; Δοξολογείται αδιάκοπα και αέναα ο Κύριος και ασκείται μέχρι θανάτου η υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Αυτό πια έρχεται ως πρό(σ)κληση και για τον χριστιανό: να ζει με τον ίδιο τρόπο, γιατί γι’ αυτό ήλθε ο Κύριος και αυτήν τη δωρεά μας χάρισε! Ο Κύριος κυριολεκτικά εν μέσω ημών, κατά μόνας και εν Εκκλησία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ

«Αυτός ο μακάριος ανέθεσε τον εαυτό του από την παιδική του ηλικία στον Θεό, γι᾽ αυτό και έγινε θείο σκεύος και δοχείο του αγίου Πνεύματος. Έλαβε την ιερωσύνη από τη θεία χάρη, με το θέλημα του Θεού, και ποίμανε καλώς και θεοφιλώς το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία, καταφωτίζοντας με λόγια παράκλησης το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όταν είδε να διαχέεται η πλάνη του Ωριγένη, σαν άριστος ποιμένας την κατέφλεξε με τη θεία φλόγα, διαλύοντας έτσι τη θολούρα και τη μανία του σκοταδιού με τη σοφία των λόγων του και τη θεία χάρη. Η αστραπή μάλιστα των λόγων του και η σάλπιγγα της γνώσης έφτασε σε όλη τη γη. Γι᾽ αυτό, μη υποφέροντας ο εχθρός την παρρησία και την αντιρρητική δύναμη των λόγων του μεγάλου αυτού, οπλίζει τους υπηρέτες του για την εξόντωσή του. Αυτός δε αφού ντύθηκε πριν από το μαρτύριο τη ζωηφόρο νέκρωση, με αποτομή διά ξίφους της κεφαλής του, μετατέθηκε προς την καλύτερη ζωή. Πρώτα μεν ιερουργώντας τον αμνό του Θεού, ύστερα δε θυσιαζόμενος, οδηγήθηκε στον Χριστό ως ζωντανή θυσία. Γι᾽ αυτό και κατακοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους ο γενναίος υπερασπιστής της αλήθειας. Κι αφού έλαβε το τέλος με μαρτυρικά αίματα, αναπαύτηκε αιώνια.

Αυτός ο θείος πράγματι ιερέας του Θεού και μάρτυρας μάς άφησε συγγράμματα της φιλοπονίας του, που είναι γεμάτα από κάθε γνώση και ωφέλεια. Αλλά και για τα μέλλοντα με μεγάλη σαφήνεια προφήτευσε και προανήγγειλε καθαρότατα, για τις εναλλαγές των βασιλειών και τις μεταβολές και τις αλλαγές τους, και για τις επεκτάσεις εθνών και τις ερημώσεις χωρών και τόπων και τους αφανισμούς. Για ορθοδόξους και αιρετικούς βασιλείς και για τη συντέλεια του κόσμου, και για τον Αντίχριστο και τη βασιλεία του, και για τον αφανισμό και την πανωλεθρία κάθε ανθρώπου. Όλα αυτά σαφέστατα ο θείος αυτός άνδρας τα προφήτευσε».

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης για μία ακόμη φορά αφορμάται από το όνομα του αγίου, προκειμένου να το αξιοποιήσει από πλευράς πνευματικής. Το όνομα του αγίου λειτουργεί κατ᾽ αυτόν με τρόπο που υπενθυμίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί κανείς για τη σωτηρία του, δηλαδή για να οδεύει τον δρόμο της αρετής που οδηγεί προς τον Θεό. «Η μνήμη σου, Ιεράρχα Μεθόδιε, που φέρνει σε εμάς την οδό της σωτηρίας, έφτασε με λαμπρότητα» (στιχηρό εσπερινού). «Δίδαξέ με, μακάριε μύστη, τη μέθοδο της αρετής» (ακροστιχίδα κανόνα).  Κι αυτό συμβαίνει, κατά τον άγιο υμνογράφο, διότι ο άγιος Μεθόδιος με τους λόγους του, αλλά και με το μαρτύριό του φώτισε το πλήρωμα της Εκκλησίας, διαλύοντας το σκοτάδι της πολυθεΐας, κι έφτασε στο αιώνιο φως της Βασιλείας του Θεού. Συνεπώς η ζωή του η ίδια συνιστά την ορθή μέθοδο που ακολουθώντας την κανείς εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος επιμένει ιδιαιτέρως στη διπλή θυσία που πρόσφερε στον Θεό ο άγιος Μεθόδιος. Πρώτα πρόσφερε ως ιερέας τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό κι έπειτα ολόκληρο τον εαυτό του διά του μαρτυρίου (κάθισμα όρθρου). Γι᾽ αυτό και τονίζει ο Θεοφάνης ότι άστραψε με δύο στεφάνια ο άγιος Μεθόδιος: με το στεφάνι της ιερωσύνης και με το στεφάνι του μαρτυρίου. «Έχοντας ως κόσμημα το στεφάνι του μαρτυρίου και το μύρο της ιερωσύνης, μακάριε, και με τα δύο άστραψες» (ωδή α´). Προβαίνει όμως ο άγιος υμνογράφος σε μία πολύ σημαντική παρατήρηση, αναφερόμενος στις αναίμακτες θυσίες λόγω της ιερωσύνης του. Ο άγιος Μεθόδιος δεν λειτουργούσε ως ιερέας με έναν τρόπο τυπικό και επιφανειακό. Το πρώτο θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο πρόσφερε την αναίμακτη θυσία, ήταν η ίδια η καρδιά του. «Είχες κάνει ωραίο θυσιαστήριο την καρδιά σου, ιερουργέ, και πάνω σ᾽ αυτό πρόσφερες τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό» (κάθισμα όρθρου). Με άλλα λόγια ο άγιος Μεθόδιος είχε ως πρώτη αγία Τράπεζα για να λειτουργεί στον Θεό την ίδια την καρδιά του, γεγονός που σημαίνει ότι ο ιερέας αν τη θυσία που επιτελεί χάριτι Θεού δεν την επιτελεί καρδιακά, δεν είναι σωστός ιερέας. Η αλήθεια αυτή υπενθυμίζει αυτό που υπάρχει ως παράδοση στην πίστη μας, ότι δηλαδή σε περίπτωση που ελλείπει από κάπου αγία Τράπεζα αλλά υπάρχει ιερέας, το στήθος του ιερέα μπορεί να παίξει τον ρόλο της αγίας αυτής Τραπέζης. Πόσο ζωντανή και με αισθήματα καθιστά την πίστη μας μία τέτοια τοποθέτηση της θείας ιερουργίας σαν αυτή που προβάλλει ο άγιος Θεοφάνης για τον άγιο Μεθόδιο. Και βεβαίως είναι ευνόητο ότι μία τέτοια πυρακτωμένη καρδιά που λειτουργεί στον Θεό με τέτοιο τρόπο καταλήγει εύκολα και στη θυσία της ζωής, όταν συντρέξουν οι συνθήκες.

Ο Θεοφάνης συνεχίζει το παραπάνω σκεπτικό και με άλλο τρόπο. Η καρδιακή ιερουργία του αγίου Μεθοδίου αποδείκνυε ότι ο ίδιος είχε νεκρωθεί κατ᾽ άνθρωπον ως προς τις αμαρτίες του. Διότι βεβαίως κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό στην καρδιά του, αν δεν έχει εξορύξει από εκεί την αμαρτία. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», όπως είπε ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Μεθόδιος ήδη ήταν νεκρωμένος και πριν από το μαρτυρικό τέλος του, είχε δηλαδή ενεργοποιηθεί σε αυτόν η εν Χριστώ ανάστασή Του – η νέκρωση της αμαρτίας συνιστά την ανάσταση μέσα μας του Χριστού – συνεπώς το μαρτύριό του ήταν η μετάθεσή του προς την αιώνια ζωή. «Ντύθηκες, πάτερ, τη ζωηφόρο νέκρωση πριν από το τέλος σου, και όταν αποτεμνόσουν την κεφαλή με το ξίφος κατά το μαρτύριό σου, μετατέθηκες, ένδοξε, προς ζωή απείρως καλύτερη από την εδώ» (ωδή ε´). Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου παραπέμπει στο γνωστό ασκητικό λόγιο, που ηχεί λίγο παράδοξα, εκφράζει όμως τη βαθύτατη παραπάνω πνευματική αλήθεια: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Ο άγιος λοιπόν πριν ακόμη πεθάνει σωματικά, είχε πεθάνει ως προς την αμαρτία. Συνεπώς εν Χριστώ ήταν αναστημένος, κάτι που επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο και με το άγιο μαρτύριό του.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως δεν μπορεί να μην αναφερθεί και στο κηρυκτικό έργο του αγίου ιερομάρτυρα. Ο άγιος Μεθόδιος υπήρξε χαρισματούχος δάσκαλος της Εκκλησίας, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που ορισμένοι, υπερτονίζοντας το έργο του αυτό,  επιμένουν, λανθασμένα βεβαίως, ότι ήταν μόνον δάσκαλος και όχι ιερέας. Ως δάσκαλος όχι μόνο κήρυσσε με τον προφορικό λόγο, αλλά και με τον γραπτό. Μας άφησε μάλιστα και σπουδαία συγγράμματα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο συναξάρι του. Το κήρυγμά του στρεφόταν τόσο κατά των αιρετικών, των οπαδών της πλάνης του Ωριγένη εν προκειμένω, όσο και στην προβολή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Κατά τον υμνογράφο μας: «Είδες να διαχέεται η απάτη του Ωριγένη, κι επειδή ήσουν άριστος ποιμένας κατέφλεξες σύντομα όλη την αχλύ εκείνου με το θείο πυρ» (ωδή γ´). Ενώ: «κήρυξες την ορθόδοξη πίστη, πανσεβάσμιε, και δίδαξες το ποίμνιό σου»  (ωδή δ´). Και το κήρυγμά του αυτό ήταν «γλυκασμός ψυχωφελής που προέρχεται σαν από πηγή, η οποία ευφραίνει όλους τους μετόχους της και καταγλυκαίνει τα αισθητήρια της ψυχής» (ωδή δ´).

Βρίσκει μάλιστα την ευκαιρία ο άγιος Θεοφάνης να προβάλει έμμεσα το γνωστότερο έργο του αγίου Μεθοδίου, ο οποίος περισσότερο είναι γνωστός ως Μεθόδιος Ολύμπου, παρά Πατάρων, το «Συμπόσιον ή περί Παρθενίας», κατά αντιστοιχία προς το διάσημο έργο του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Πλάτωνα «Συμπόσιον». Στο έργο αυτό ο άγιος, χωρίς να υποβαθμίζει τον γάμο, τονίζει όμως τη σπουδαιότητα της παρθενίας, κι αυτό έχοντας υπόψη του ο Θεοφάνης σημειώνει: «Το αξιοσέβαστο της παρθενίας και το κάλλος της αγνότητας τα έμαθες από την πείρα σου, ένδοξε, γι᾽αυτό με τη σοφία σου και τη χάρη των λόγων σου υποδεικνύεις σε όλους την ομορφιά αυτών και την αιώνια χαρμοσύνη τους» (ωδή γ´).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ (19 ΙΟΥΝΙΟΥ)

  Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του αγίου Ιούδα, δεν προβληματίζεται ως προς το ποιος είναι ο σήμερον (19 Ιουνίου) εορταζόμενος απόστολος. Θεωρεί ότι ο Ιούδας του Ιακώβου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά είναι ο ίδιος με τον Ιούδα τον υιό του μνήστορος Ιωσήφ, τον και Θαδδαίο ή Λεββαίο επονομαζόμενο, κατά τους Ματθαίο και Μάρκο, που σημαίνει ότι Ιούδας του Ιακώβου θα πει Ιούδας αδελφός του Ιακώβου, υιού και αυτού του αγίου Ιωσήφ. Συνεπώς αποκλείει την άποψη ότι ο Θαδδαίος ή Λεββαίος είναι άλλος απόστολος από τον αδελφόθεο Ιούδα. Οι ύμνοι του που ομιλούν για τον έ ν α  Ιούδα είναι αρκετοί. «Ιούδα, οι αδελφοί σου θα σε επαινέσουν γιατί φάνηκες και νομιζόσουνα αδελφός του προαιώνιου Λόγου που φανερώθηκε ως άνθρωπος». «Από ένδοξη ρίζα ανέτειλες σε μας σαν θεοδώρητο κλήμα, αυτόπτη του Κυρίου, απόστολε Θεάδελφε». «Μπορείς να καυχάσαι, Ιούδα, και για τη συγγένειά σου με τον Χριστό και για το ότι ανήκεις στον χορό των μαθητών Του και για το πάθος σου».

        Ο υμνογράφος βεβαίως δεν θέλει να υπερτονίσει τη συγγενική σχέση του αγίου Ιούδα με τον Κύριο – ο Ίδιος ο Κύριος πάντοτε παρέπεμπε στην προτεραιότητα της σχέσης με τον Θεό και όχι της συγγένειας: «Όποιος κάνει πράξη το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα Μου». Γι' αυτό αφενός μιλώντας για την αδελφική σχέση του Ιούδα με τον Χριστό σπεύδει εξίσου να χαρακτηρίσει αδελφούς και όλους τους πιστούς σ' Αυτόν (:«Ιούδα μακάριε, χρημάτισες αδελφός του Δεσπότη Χριστού που γεννήθηκε ως άνθρωπος και χρημάτισε αδελφός όλων των εκλεκτών»), αφετέρου εστιάζει την προσοχή του στην κλήση του Ιούδα από τον Χριστό να γίνει μαθητής Εκείνου, όπως και στην αποστολή που του ανέθεσε (:«Έγινες μαθητής του σαρκωθέντος Θεού μας, από τον Οποίο στάλθηκες σαν πρόβατο ανάμεσα σε λύκους πράγματι». «Από Αυτόν απεστάλης, πανεύφημε, ως απόστολος σε όλα τα πέρατα της γης, σπέρνοντας τον λόγο της πίστεως σε όλους και φωτίζοντας αυτούς που ήταν δούλοι στο σκοτάδι της άγνοιας και στον πονηρό κοσμοκράτορα»).

Το γεγονός ότι η συγγενική σχέση έρχεται δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον άγιο Θεοφάνη και από την παρατήρησή του ότι η οικειότητα του αγίου Ιούδα με τον Κύριο οφείλετο όχι ακριβώς στην συγγένειά τους, αλλά στον πνευματικό αγώνα του Ιούδα κατά της αμαρτίας, με τον οποίο μπόρεσε να ζήσει τη ζωή Εκείνου. «Νέκρωσες το αμαρτωλό γήινο φρόνημά σου κι έτσι έζησες μαζί με τη ζωή των όλων Χριστό, πανόλβιε».

        Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει τους περισσότερους ύμνους του στο αποστολικό έργο του αγίου Ιούδα. «Ο μέγας του Κυρίου απόστολος», ως «φως δεύτερον που ακολούθησε τις λάμψεις του πρώτου φωτός Χριστού», «έχοντας ως οδηγό την ίδια την αλήθεια», απεστάλη «σαν βολίδα για να πλήξει και να αφανίσει παντελώς τις φάλαγγες των δαιμόνων και να θεραπεύσει με τη χάρη του Θεού εκείνους που πληγώθηκαν από αυτούς», όπως και «σαν ακτίνα του ήλιου που εξέλαμψε από την Παρθένο Μαρία, προκειμένου να καταφωτίσει τις καρδιές των ευσεβών και να αποδιώξει το σκοτάδι που υπήρχε». Κι αυτό γιατί ο άγιος απόστολος «έγινε υπήκοος στο πρόσταγμα του Κυρίου που έστειλε τους μαθητές Του κατά την ώρα της Αναλήψεώς Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να τα βαπτίζουν στο όνομα της αγίας Τριάδος».

Και βεβαίως μέσα σ' αυτήν την αποστολική ευθύνη του αγίου Ιούδα εντάσσεται, κατά τον ποιητή, και η καθολική επιστολή που μας άφησε στην Καινή Διαθήκη. «Ιεροφάντη θεσπέσιε - σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης - στέλνεις σε όλους τους ανθρώπους την φωτιστική και δογματική επιστολή, που είναι γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού». Πράγματι, η μικρή αυτή σχετικά επιστολή περικλείει πλούτο αγίων νοημάτων που κινητοποιούν τον κάθε πιστό σε μετάνοια και σε αγωνιστικό φρόνημα. Φράσεις σαν αυτές, και όχι μόνο – «Αναγκάζομαι να σας γράψω, για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στον λαό του Θεού», «Εσείς, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή» - θεωρούνται "διαμάντια" που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει, χωρίς να γίνεται υπόλογος έναντι του Κυρίου. Κι αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι ο άγιος Ιούδας επιβεβαίωσε, όπως οι περισσότεροι απόστολοι, το κήρυγμά του με τη θυσία της ζωής του, τότε καταλαβαίνει την κρίση του αγίου Θεοφάνη, που θεωρεί ότι «οι απόστολοι ξεπέρασαν κατά το ήθος τους κάθε μεγαλειότητα επί της γης».

12 Ιουνίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

«Ο όσιος Ονούφριος ήταν από την Αίγυπτο και ζούσε σε κοινόβιο που βρισκόταν στην Ερμούπολη Θηβών. Όταν άκουσε τον βίο του προφήτη Ηλία και του αγίου Προδρόμου, άφησε το κοινόβιο και κατοίκησε στην έρημο επί εξήντα χρόνια, χωρίς να έχει δει καθόλου άνθρωπο. Τον όσιο Ονούφριο βρήκε ο μέγας Παφνούτιος, τότε που προχώρησε στα ενδότερα της ερήμου, προκειμένου να ευλογηθεί από άγιους άνδρες. Αφού είχε διανύσει λοιπόν ο Παφνούτιος δεκαεπτά ημέρες και έφτασε στον τόπο που ζούσε ο άγιος, τον πλησίασε και παρακάλεσε να του πει το όνομά του και να του εξηγήσει όλα τα σχετικά με τη ζωή του. Πράγματι τα έμαθε και αργότερα τα διηγήθηκε στους ασκητές μοναχούς, όχι μόνο γι᾽ αυτόν τον θεοφόρο Πατέρα Ονούφριο, αλλά και για άλλους, τους οποίους προχωρώντας βρήκε στην έρημο.

Τότε μάλιστα, όταν παρευρισκόταν ο Παφνούτιος εκεί, επειδή ο όσιος Ονούφριος εκδήμησε προς τον Κύριο, έσκισε το ένδυμά του σε δύο μέρη, και το ένα το έριξε πάνω στο άγιο λείψανο (διότι ήταν γυμνό, καλυπτόμενο από μόνες τις λευκές τρίχες), ενώ το άλλο το κράτησε για τη δική του κάλυψη. Θάβει λοιπόν το άγιο λείψανο σ᾽ αυτόν τον τόπο, κι αμέσως η καλύβα κατέπεσε και ο φοίνικας ξεράθηκε και το νερό χάθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο ευκτήριό του, που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Αλυπίου».

Για έναν μεγάλο ασκητικό Πατέρα σαν τον όσιο Ονούφριο δεν περιμένει κανείς κάτι άλλο από αυτό που κάνει η υμνολογία της ημέρας: να τονίζει την ασκητική του διαγωγή, τις αρετές του, τη διαρκή αναγωγή του στον Θεό, και μάλιστα στην έρημο που είχε καταφύγει. Πράγματι λοιπόν το πρώτο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος για τον μεγάλο Ονούφριο είναι η απόσυρσή του από την κοινωνία του κόσμου πρώτα και του κοινοβίου έπειτα, σε ερημική τοποθεσία, ώστε μόνος μόνω Θεώ να λατρεύει ακατάπαυστα Εκείνον. Κι αυτό γιατί; Διότι έστω και σε κοινόβιο ευρισκόμενος ζούσε πολλές φορές τη σύγχυση που προκαλεί η συναναστροφή με τους άλλους. «Πατέρα θεόφρον Ονούφριε, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την κοσμική σύγχυση και ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα» (στιχηρό εσπερινού). Ποια η αιτία της επιθυμίας του για πλήρη απομόνωση; Όχι βεβαίως ο δαιμονικός εγωισμός που δεν ανέχεται την παρουσία άλλων, αλλά ο πλούτος της αγάπης προς τον Θεό, η οποία κινεί τον άγιο άνθρωπο να μένει εντελώς απερίσπαστος στη λατρεία του Θεού. «Ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα, γιατί πόθησες την ίδια την πηγή των αγαθών, κι έφτασες αυτό το αληθινά αγαθό, τον Θεό» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στον ζυγό του Χριστού, Ονούφριε, γιατί ποθούσες να συναναστρέφεσαι Αυτόν μόνος σου σε άβατες ερήμους και να νιώθεις την τρυφή από το κάλλος της θείας δόξης Του» (ωδή γ´).

Χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε σ᾽αυτήν την ερημική απόσυρση του οσίου. Διότι ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι μπορεί κι αυτός να κάνει το ίδιο, αν θέλει να βρει τον Θεό. Ο όσιος Ονούφριος, το εξηγήσαμε, εξήλθε από τον κόσμο πηγαίνοντας σε κοινόβιο. Κι αφού έμεινε εκεί αρκετά χρόνια ασκούμενος μαζί με άλλους, κινήθηκε από την αγάπη του Θεού για πλήρη μόνωση, έχοντας ως παράδειγμα τους αγίους προφήτες Ηλία και Ιωάννη Πρόδρομο («την Ιωάνου γαρ και Ηλιού εζήλωσας πολιτείαν, παμμάκαρ Ονούφριε») (ωδή ς´).  Αυτή είναι η κανονική πορεία: πρώτα εισέρχεται κανείς σε κοινόβιο κι έπειτα, αν νιώσει την κλήση του Θεού, ζητεί ευλογία για μεγαλύτερη μόνωση. Διότι αν κανείς, χωρίς να έχει αντιπαλέψει τα πάθη του σε σχέση με τους άλλους, χωρίς δηλαδή να έχει ῾στρογγυλοποιηθεί᾽ στον χαρακτήρα του, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες – η ῾στρογγύλευση᾽ αυτή γίνεται μόνον όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους – απλώς στην έρημο θα μεταφέρει τα πάθη του και θα εμπαίζεται από τον διάβολο.

Ο όσιος Ονούφριος λοιπόν αποσύρθηκε στην έρημο, διότι η σχέση του με τους άλλους τον είχε οδηγήσει ήδη σε εκείνη την πνευματική καλή κατάσταση της αγάπης, ώστε να ποθεί τη μεγαλύτερη ένωση με τον Θεό. Κι η ένωση αυτή επιβεβαιώθηκε ως αληθινή από το γεγονός ότι πλούτισε τόσο σε αγάπη προς τον Θεό, ώστε η αγάπη του προς τον συνάνθρωπο – η αγάπη προς τον συνάνθρωπο είναι η απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό – να φτάνει μέχρι βαθμού θυσίας γι᾽ αυτόν. Ο άγιος υμνογράφος σε έκσταση σχεδόν ευρισκόμενος μπροστά στο μέγεθος αυτής της διπλής αγάπης του οσίου, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, κραυγάζει: «Και την εντολή να δίνει κανείς τον ένα χιτώνα του, όταν έχει δύο, πάτερ, εσύ την ξεπέρασες, γιατί τα έδωσες όλα και έμεινες γυμνός εντελώς» (στίχοι συναξαρίου). Στον οίκο δε του κοντακίου πράγματι ξεσπά: «Ω αγάπη, το υπέρλαμπρο φως! Ω η ανακεφαλαίωση όλων των αρετών! Αυτή που γεμίζει πάντοτε τα ουράνια τάγματα από ευφροσύνη και χάρη. Αυτή που ενοίκησε στους αγίους: τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Αποστόλους».

Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ασκητικός Πατέρας, με τόση σκληρή ασκητική ζωή φτάνει σε τέτοια ευαισθησία καρδιάς και τέτοια αγάπη. Συνήθως οι απομονωμένοι άνθρωποι αποκτούν μία σκληρότητα στη συμπεριφορά τους. Αλλά αυτό συμβαίνει σε κοσμικούς ανθρώπους ή σε ασκητές άλλων θρησκειών. Ο χριστιανός ασκητής, σαν τον μέγα Ονούφριο, ασκητεύει, γίνεται σκληρός αλλά μόνον ως προς τον εαυτό του. Με σκοπό, υποτάσσοντας τα πάθη του και τα ενεργήματα του διαβόλου, να μαλακώσει στην καρδιά και να γίνει κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος και όλης της αγίας Τριάδος. Συνεπώς η αγάπη του Θεού γίνεται αγάπη και δική του. «Απομάκρυνες μεν τον εαυτό σου από τον κοσμικό τρόπο ζωής, όσιε, ζώντας όμως στις ερημιές έλαβες τον ουράνιο άρτο. Διότι είχες τον Χριστό ως σιτοδότη σου» (ωδή ζ´). «Επειδή επιθυμούσες την ουράνια μακαριότητα, θεώρησες, θεσπέσιε, ως τρυφή την εγκράτεια, την πτωχεία ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως δόξα» (απόστιχο εσπερινού). Αυτή είναι η πνευματική άσκηση: τα παρακλάδια της ουσίας της αμαρτίας (που είναι ο εγωισμός), τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, να τα μεταποιεί ο πιστός με τη χάρη του Θεού σε παρακλάδια της ίδιας της ενέργειας της Θεότητας (που είναι η αγάπη), δηλαδή σε εγκράτεια, σε ακτημοσύνη και πτωχεία, σε ταπείνωση.

Κι αξίζει να κάνει κανείς το παρακάτω σχόλιο, μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής άσκησης του οσίου, εξαφορμής  ενός και πάλι αποστίχου του εσπερινού. «Απαρνήθηκες, θεόσοφε, κάθε ηδυπάθεια καταπιέζοντας το σώμα σου, με το να πικραίνεις την αίσθηση με τους κόπους της εγκράτειας και της σκληραγωγίας, και με την υπομονή των πειρασμών και την καρτερία των περιστάσεων». Έχουν επισημάνει οι ιατροί με διάφορες έρευνές τους ότι ο καρκίνος που κατατρώγει το σώμα του ανθρώπου τρέφεται από τις ζάχαρες και τα εν γένει γλυκίσματα. Αντιθέτως, η λήψη πικρών ουσιών από τον άνθρωπο προλαμβάνει πολλές φορές την ανάπτυξη του καρκίνου, συχνά δε τον καταπολεμά. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα, συμβαίνει και στην ψυχή. Η στροφή του ανθρώπου στις διάφορες ηδυπάθειες, στην καλλιέργεια δηλαδή της φιληδονίας, αυξάνει τον εγωισμό, δηλαδή την ουσία της αμαρτίας, άρα κάνει τον άνθρωπο έρμαιο του διάβολου και έρημο της χάρης του Θεού. Αντιθέτως, η στροφή του στην πικρότητα της εγκράτειας και της σκληραγωγίας,  ό,τι δηλαδή επισημαίνει και το τροπάριο για τον όσιο Ονούφριο, οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση της φιληδονίας και τον καθιστά καλό έδαφος για την παρουσία  της χάρης του Θεού, συνεπώς της αληθινής αγάπης. Ο άγιος υμνογράφος θα χαιρόταν ιδιαιτέρως αν ζούσε στις ημέρες μας, που και η ίδια η ιατρική επιστήμη επιβεβαιώνει στο επίπεδο του σώματος ό,τι συμβαίνει και στην ψυχή. 

11 Ιουνίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ

«Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας».

Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: «Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού» (κάθισμα όρθρου). «Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού» (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ εξαίρει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα» (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος (εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας» (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας» (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). «Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών» (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο άγιος Εδέσσης υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: «Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου» (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος, ο οποίος κατέστησε τη Μητρόπολή του νέο κέντρο τιμής του αγίου) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. «Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ» (ωδή θ´ κ.α.).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ

«Ο άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξε στους Ινδούς – τους επικαλουμένους «Ευδαίμονες» - και τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Τον οδήγησαν σε σταυρικό θάνατο στην Αλβανούπολη και τελειώθηκε ένδοξα. Στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα μέσα σε λάρνακα από μόλυβδο. Η Θεία Πρόνοια όμως δεν επέτρεψε να βυθιστεί το μαρτυρικό άγιο λείψανό του και το έφερε μέχρι τη Σικελία, στη νήσο Λίπαρη, όπου και το φανέρωσε στους πιστούς, οι οποίοι και τον έθαψαν. Η τιμία σορός του, ως ένα είδος πηγής, επιτελούσε πολλά θαύματα και όσοι προσέρχονταν με πίστη σ’ αυτήν  θεραπεύονταν άμεσα από οποιοδήποτε νόσημά τους, οπότε και επανέρχονταν σπίτι τους με χαρά και ευφροσύνη.

Ο άγιος Βαρνάβας που ονομάζεται και Ιωσής σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου κι έγινε φίλος και συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου. Το όνομά του Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως», υιός παρηγοριάς και δύναμης δηλαδή, και ανήκοντας οικογενειακά στη φυλή Λευί των Ιουδαίων γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο της Κύπρου. Ο άγιος Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού πρώτα στα Ιεροσόλυμα κι έπειτα στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια. Βρέθηκε πάλι στην Κύπρο, όπου Ιουδαίοι και Έλληνες λόγω της χριστιανικής δράσεώς του τον λιθοβόλησαν και τον έριξαν σε φωτιά να καεί. Ο ανιψιός του Μάρκος, ο απόστολος και ευαγγελιστής, συνέλεξε τα λείψανά του και τα έθεσε σε σπήλαιο, οπότε και εξέπλευσε προς την Έφεσο, όπου ήταν εκεί ο αδελφικός φίλος του Βαρνάβα Παύλος, στον οποίο και ανήγγειλε το μαρτυρικό τέλος του. Ο Παύλος έκλαυσε τον φίλο του για πολύ. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας τάφηκε μαζί με το ευαγγέλιο του Ματθαίου που αντέγραψε με τα χέρια του, το οποίο και βρέθηκε αργότερα μαζί με το αποστολικό σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί της Κύπρου πήραν ως προνόμιο να μην υπόκειται το νησί τους σε κάποιον από τους άλλους επισκόπους, αλλά η χειροτονία να γίνεται από τον δικό τους επίσκοπο».

Διπλή η προσέγγιση των αγίων μεγάλων αποστόλων του Κυρίου, Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη. Προσέγγιση μεμονωμένη για τον καθένα, προσέγγιση κοινή και για τους δύο. Ποιο το κοινό που τους ενώνει;  Ασφαλώς το γεγονός ότι και οι δύο είναι άμεσοι απόστολοι και μαθητές του Κυρίου:  ο Βαρθολομαίος ανήκοντας στους δώδεκα, ο Βαρνάβας ανήκοντας στους εβδομήκοντα μαθητές Του. Συνεπώς και οι δύο κλημένοι από Εκείνον, κατά τη ρήση Του:  «δεν με εκλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα για μαθητές μου»˙ όπως και οι δύο μέτοχοι της φλόγας του Παναγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής˙ κι ακόμη: και οι δύο σταλμένοι από τον Κύριο να κηρύξουν σε όλη την κτίση το άγιο ευαγγέλιό Του, μένοντας πιστοί σ’ αυτό «ἄχρι θανάτου» - μαρτυρικό το τέλος και των δύο.

Η εκτίμηση του αγίου Θεοφάνους στο δοξαστικό των αίνων του όρθρου είναι ό,τι καλύτερο για τους γνήσιους μαθητές του Κυρίου: αποτελούν με την απόλυτη ένωσή τους μαζί Του τα ζωντανά και εύφορα κλήματα που φέρουν τον ώριμο και ωραίο καρπό, εκείνο το σταφύλι που το τρώνε οι πιστοί και ευφραίνονται με τη γεύση του – οι άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας πλήρως ταυτισμένοι με τον Κύριο και «ανοικτοί» στον χυμό και τη ζωή Του βεβαίωσαν την αλήθεια αυτή με το κήρυγμά τους και τη θυσία τους που μεταποιήθηκε σε εμπειρία και γεύση και ζωή για τους υπόλοιπους πιστούς. «Όπως προείπε στα Ευαγγέλια η σοφία του Θεού, δηλαδή ο Χριστός ο αιώνιος Λόγος του Πατρός: εσείς είστε, πανεύφημοι απόστολοι, τα εύφορα κλήματα που φέρετε στα κλαδιά σας το ώριμο και ωραίο σταφύλι. Αυτόν τον καρπό τρώμε οι πιστοί και με τη γεύση του ευφραινόμαστε. Βαρθολομαίε θεόληπτε και Βαρνάβα υιέ παρακλήσεως, εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών μας».

Πέραν του κοινού της ζωής τους όμως, ο άγιος ποιητής επισημαίνει και τα ιδιαίτερα σημεία τους.

Ο άγιος Βαρθολομαίος πρώτον: είχε την ξεχωριστή ευλογία να ανήκει στον στενό κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον ποιητή, ότι γνώρισε τον Κύριο κατά τρόπο «πρωτουργό» και εντελώς άμεσο. «Συναναστράφηκες κατά μοναδικό και άμεσο τρόπο, «πρωτουργῶς», το άκτιστο φως, τον Χριστό δηλαδή που φάνηκε ως άνθρωπος, απόστολε, καθώς ζούσες διαρκώς μαζί Του και φωτιζόσουν από τις θείες ακτίνες Του» (ωδή ε΄). Γι’ αυτό και «ὡς αὐτόπτην καί διάκονόν» Του (ωδή θ΄) τον απέστειλε «ως ακτίνα Του σε όλον τον κόσμο για να διώχνει το σκοτάδι της αθεΐας και να φωτίζει τους ευρισκομένους στην άγνοια του Θεού» (στιχ. εσπ.). Στο έργο αυτό της αποστολής ο άγιος ποιητής διακρίνει δύο παραμέτρους: ο άγιος Βαρθολομαίος, φέροντας το πυρ του Παρακλήτου (ωδή α), λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως δροσιά του Θεού που φέρνει την πνευματική ίαση στους ανθρώπους (ωδή ε΄): «Ὡς δρόσος Θεοῦ, τοῖς ἀνθρώποις ἴαμα κομίζουσα ἐν τῷ κόσμῳ πέφηνας, ὦ Βαρθολομαῖε» - η παρουσία του αποστόλου είναι πάντοτε θεραπευτική μέσα στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που «καίγεται» κυριολεκτικά από τα πάθη του ο γνήσιος μαθητής του Κυρίου έρχεται όχι να ρίξει «λάδι στη φωτιά», να επιτείνει τη φλόγα και την οδύνη, αλλά να είναι το ίαμα και η αναψυχή. Θυμίζει την παρουσία του αγγέλου του Θεού που δρόσιζε τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι που καίγονταν.

Κι επιπροσθέτως: ο απόστολος Βαρθολομαίος είναι από τα θεμέλια της Εκκλησίας, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου – η βασικότατη αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο Κύριος συνιστά τον βασικό και κεντρικό θεμέλιο λίθο, ενώ οι μαθητές Του είναι οι υπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι. Κι εδώ έχουμε μία ωραία ερμηνεία του αγίου Θεοφάνους που αποτελεί συμβολή στη θεολογική κατανόηση του όρου «λίθος θεμέλιος» για τους αποστόλους. «Ὡς λίθος πανάγιος, Βαρθολομαῖε, ἁγνῶς κυλιόμενος τῆς πλάνης τό ὀχύρωμα εὐτόνως κατέστρεψας˙ τῆς Ἐκκλησίας δέ, ἄρρηκτος θεμέλιος φανείς, διαφυλάττεις ταύτην ἀκράδαντον» (ωδή ζ΄). Δηλαδή: Σαν πανάγιο λιθάρι, Βαρθολομαίε, που κυλιότανε με τρόπο ιερό, κατέστρεψες με δύναμη το οχύρωμα της πλάνης. Από την άλλη, επειδή φάνηκες θεμέλιο σκληρό και άθραυστο της Εκκλησίας, διαφυλάσσεις αυτήν σταθερή. Αυτό είναι το έργο του αποστόλου του Χριστού. Σταλμένος από τον Κύριο και δρώντας «ἁγνῶς», με τρόπο ιερό και άγιο, όχι εμπαθώς και με αγριότητα παθών δηλαδή: που θα πει «σταυρωμένα» εν αγάπη, προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή της πλάνης – η σταυρωμένη αγάπη συνιστά τη μεγαλύτερη δύναμη για να ξεθεμελιωθεί το όποιο κακό. Και βεβαίως, η μέχρι θανάτου στάση πίστεως και αγάπης  αυτή διατηρεί ακλόνητη και σταθερή την Εκκλησία: είναι η μετοχή του πιστού στον μονίμως Εσταυρωμένο Κύριο, την κεφαλή της Εκκλησίας – «καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Ο άγιος Βαρνάβας έπειτα: Έχοντας αφήσει τη σκιά του Ιουδαϊκού νόμου μεταστρέφεται στη χριστιανική πίστη. Γιατί; Διότι είναι «ἐχέφρων», μας λέει ο άγιος Θεοφάνης. «Εγκατέλειψες τη σκιά του νόμου ως άνθρωπος με μυαλό, κι έτσι ζεις μέσα στη χάρη, θεοφόρε Βαρνάβα» (κάθισμα όρθρου). Έχοντας τη χάρη του Θεού και το πυρ, κι αυτός, του Παρακλήτου (στιχ. εσπ.), δέχεται την ξεχωριστή κλήση από το Παράκλητον αυτό Πνεύμα, μαζί με τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να γίνουν οι απόστολοι των εθνών. Ό,τι διηγείται ο άγιος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων (13, 2: «Λειτουργούντων αὐτῶν καί νηστευόντων, εἶπε τό Πνεῦμα αὐτῶν τῷ Κυρίῳ: ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον, ὅ προσκέκλημαι αὐτούς»)  αυτό και τονίζει ο άγιος ποιητής. «Καθώς σε είδε η παντοδύναμη εξουσία του Πνεύματος να είσαι φωτισμένος από ποικίλες λαμπηδόνες φωτός, σε ξεχωρίζει, πανσεβάσμιε, ως λειτουργό των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή γ΄).

Κι είναι ακριβώς η ιδιαίτερη σχέση του Βαρνάβα με τον Παύλο που σημειώνει επανειλημμένως ο υμνογράφος μας. Στις περισσότερες αναφορές του για το αποστολικό έργο του θα πει ότι είναι μαζί με τον άγιο Παύλο, τον φίλο και συμμαθητή του ήδη από την κοινή μαθητεία τους, ως σημειώνει η παράδοση γι’ αυτόν, «παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ», του σπουδαίου δασκάλου τους και αγίου μετέπειτα της Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εν πίστει και αγάπη Κυρίου πορεία τους ήταν εκείνη που έκανε τον απόστολο Παύλο να νιώσει τόσο πόνο όταν έμαθε το μαρτυρικό τέλος του. Μαρτύρησε ο άγιος Βαρνάβας, εισήλθε μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, τον έκλαψε με πικρά δάκρυα όμως ο φίλος και επιστήθιός του Παύλος – η ανάπαυση που νιώθει ο χριστιανός για έναν κεκοιμημένο άγιο φίλο του δεν σημαίνει άρση της ανθρώπινης διάστασης της φιλίας του που μπορεί να εκφραστεί και με κλαυθμό και οδυρμούς. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος «ἔκλαυσε» για τον φίλο του Λάζαρο. «Λάμποντας από τη χάρη του Σταυρού σου, Δέσποτα, οι ένδοξοι απόστολοι, σου πρόσφεραν πιστεύοντα τα έθνη, ο Βαρνάβας και ο Παύλος οι θεόφρονες» (ωδή γ΄). «Έφτασες στο λαμπρότερο ύψος των αρετών κι αφού βρήκες τον θεηγόρο απόστολο Παύλο, εξαγγείλατε σε όλους το απόρρητο βάθος του μυστηρίου της πίστεως» (ωδή δ΄).

Κι αξίζει τέλος να προβάλουμε ένα ιδιαίτερο σημείο του αγίου Θεοφάνους για τον άγιο Βαρνάβα: τον παραλληλισμό που του κάνει με τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, έστω κι αν δεν τον αναφέρει. Ο άγιος Βαρνάβας, λέει ο ποιητής, έδρασε στον κόσμο, όπως και οι άλλοι ασφαλώς απόστολοι, σαν σε έρημο. Η φωνή του ήταν όπως του αγίου Προδρόμου: «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Κι αυτό λόγω της αμαρτίας που είχε κατακυριεύσει τον κόσμο μέχρι να έλθει ο Λυτρωτής Χριστός. «Έγινες, σοφέ παμμακάριστε Βαρνάβα, μία φωνή που βροντοφωνάζει στα έρημα (από γνώση Θεού) έθνη, αναγγέλλοντας σε όλους το πέρα από κάθε λογική κατανόηση μυστήριο της θείας σαρκώσεως» (ωδή ε΄). Η μαρτυρία αυτή του αγίου ποιητή έχει ως σκοπό βεβαίως να διατρανώσει την αλήθεια ότι για να γίνει και να είναι κανείς χριστιανός απαιτείται η μοναδική δύναμη της πίστεως. Κανείς από μόνος του, στηριγμένος στις δυνάμεις του και τις δυνάμεις του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να φτάσει στην αποδοχή του Χριστού. Πάντοτε η πίστη του Χριστού θα αποτελεί δωρεά Του σ’ εκείνον που έχει ανοικτή όχι τη λογική του αλλά την καρδιά του. Στην καρδιά σπείρεται και καρποφορεί το δένδρο της πίστεως. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», όπως σημειώνει και ο μέγας Παύλος.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΑΓΓΛΙΚΑ

«Πνευματικό τέκνο του οσίου Παϊσίου διηγείται: “Πέρασα στο Αρχονταρίκι του Γέροντα Παϊσίου και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μέχρι να ετοιμάση ο Γέροντας το κέρασμα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα, πιάσαμε τη συζήτηση και μου είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόμο, πέρασε η ώρα και ο Γέροντας τον φιλοξένησε. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ο Γέροντας τον άφησε για δέκα λεπτά (φαίνεται έκανε προσευχή) και μετά συνεννοούνταν χωρίς καμμιά δυσκολία. Ο Γέροντας μιλούσε Ελληνικά και ο αλλοδαπός Αγγλικά αλλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλον”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Το γεγονός της Πεντηκοστής, κατά το οποίο το σταλέν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού Άγιον Πνεύμα στους αποστόλους και μαθητές Του με τη μορφή πυρίνων φλογών σφράγισε τη ζωή της Εκκλησίας ώστε η Πεντηκοστή να θεωρείται η γενέθλια ημέρα της, είναι συγκλονιστικό. Το Άγιον Πνεύμα έκτοτε είναι Εκείνο που ενεργεί τα θαυμάσια της σωτηρίας του ανθρώπου στον κόσμο, που σημαίνει ότι κάθε τι στην Εκκλησία επιτελείται με τη δύναμη και την ενέργειά Του – στην πραγματικότητα ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού – όπως εξίσου κάθε τι που συντελεί στην έλξη προς τον Θεό του καλοπροαίρετου ανθρώπου όπου γης είναι δικό Του έργο. Ο Θεός μας εργάζεται αδιαλείπτως χωρίς κενά και διαστήματα για να μας κερδίσει εντελώς και ολοκληρωτικά. «Ο Πατήρ μου έως εργάζεται, καγώ εργάζομαι» βεβαίωσε ο Κύριος.

Κι είναι γνωστό ότι η επιφοίτηση του Πνεύματος Αυτού την Πεντηκοστή συνοδεύτηκε από πλήθος παραδόξων σημείων που φανέρωναν το εξαιρετικό της παρουσίας Του, όπως για παράδειγμα το κήρυγμα των Αποστόλων στους συναθροισμένους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, το οποίο ενώ γινόταν στη γλώσσα των Αποστόλων, κατενοείτο  και από τους αλλοδαπούς, το Άγιον Πνεύμα δηλαδή μεταποιούσε τους ξένους φθόγγους στα αυτιά τους σε οικείους της δικής τους γλώσσας – δεν υπήρχε κανείς που να μην καταλαβαίνει. Αλλά η παραδοξότητα αυτή συνεχίστηκε και στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα. Διότι έχουμε πολλά περιστατικά, όπου εν Πνεύματι Αγίω όταν υπάρχει άγιος του Θεού άνθρωπος ομιλεί αυτός και γίνεται κατανοητός και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του. Κι ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφει το παραπάνω απόσπασμα. Δεν θυμίζει και το ανάλογο περιστατικό με τον άλλο μεγάλο όσιο Γέροντα Πορφύριο, όπου συναντήθηκε αυτός με μία άθεη θεωρούμενη Γαλλίδα καθηγήτρια, η οποία ήταν σε πνευματική σύγχυση, αλλά δίψαγε να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής; Η Γαλλίδα δεν γνώριζε καθόλου Ελληνικά, ο Γέροντας δεν γνώριζε καθόλου Γαλλικά, όμως στο τέλος συνεννοήθηκαν… θαυμάσια, τόσο που συγκλονισμένη η καθηγήτρια έγινε θερμή πίστη, βαπτίστηκε ορθόδοξη και κατέληξε… καλόγρια σε μοναστήρι!

Μολονότι παράδοξα πράγματα αυτά, όμως δεν παραξενευόμαστε πολύ! Διότι το Άγιον Πνεύμα, ο Θεός μας δηλαδή, είναι ο ίδιος πάντοτε και παντού. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ομολογεί ο απόστολος Παύλος. Συνεπώς, όπου το Πνεύμα του Θεού βρίσκει ανοιχτές καρδιές που διψούν για την αλήθεια, εκεί έχουμε μία ιδιαίτερη δράση Του, η οποία κατά πώς κρίνει ο Θεός μπορεί να επαναλαμβάνει το γεγονός της Πεντηκοστής. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό˙ είναι η κατάληξη της επέμβασης αυτής του Θεού που θέλει τον άνθρωπο να γίνει δικό Του «κομμάτι», να ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, να γίνει μία δική Του συνέχεια στον κόσμο τούτο και αιώνια, κάτι που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα και το άγιο χρίσμα, όπου ο άνθρωπος ζει την προσωπική του Πεντηκοστή. Αν ο Θεός κάνει και το πιο μεγάλο θεωρούμενο θαύμα είναι για να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια – το θαύμα ποτέ δεν λειτουργεί αποκομμένα και… «ξεκάρφωτα»! Σκοπός του Θεού μας δεν είναι να «θαμπώσει» τον άνθρωπο, αλλά να τον «ξεθαμπώσει» από τα «φώτα» των παθών και του διαβόλου, ώστε να ορθοποδήσει πνευματικά και να βρει τον Θεό και τον εαυτό του.

Κι όταν συμβεί αυτό και ο άνθρωπος σταθεί με επίγνωση στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας, τότε αρχίζει να λειτουργεί μία άλλη «Πεντηκοστή» που ενώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να μιλάνε όλοι την ίδια γλώσσα, έστω κι αν ο καθένας μιλάει τη δική του ξεχωριστή. Πρόκειται για την παγκόσμια γλώσσα της αγάπης, η οποία φωτίζει τον πιστό να βρίσκει τρόπους συνεννόησης κι εκεί που οι άνθρωποι ζουν στους δικούς τους μικρόκοσμους κι αποξενωμένοι μεταξύ τους. Γιατί η αγάπη αυτή που είναι του Χριστού η αγάπη πλαταίνει την καρδιά του ανθρώπου εν Πνεύματι Αγίω και την καθιστά «χωρητική» ολόκληρου του κόσμου. Η «Πλατυτέρα των Ουρανών» Παναγία Μητέρα δακτυλοδεικτεί το όριο αυτό και γι’ αυτό πάντοτε η Παναγία αποτελεί το αιώνιο παράδειγμά μας. Κι ίσως είναι καλό εδώ να θυμηθούμε και αυτό που έλεγε η αγία Γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη) με τον γνωστό και άμεσο τρόπο της γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα:

«Με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη τη γη και όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Όλους τους αγαπάς το ίδιο. Ασχέτως θρησκείας και έθνους. Ασχέτως με όλα. Παντού υπάρχουν άνθρωποι του Θεού. Και δεν ξέρεις αυτός που βλέπεις σήμερα, αν αύριο δεν θα είναι ο Άγιος…

Η πρώτη είναι το χαμόγελο…

Η δεύτερη είναι τα δάκρυα…

Η τρίτη είναι το άγγιγμα…

Η τέταρτη είναι η προσευχή…

Η πέμπτη είναι η αγάπη…»