28 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

27 Μαρτίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

«Σταυρῷ παλάμας ἐξεπέτασας, τῆς ταθείσης πάλαι χειρός τοῦ Ἀδάμ, πρός τό τῆς γνώσεως φυτόν, ἀναιρῶν τό ἁμάρτημα, διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, Λόγε Θεοῦ ὑπεράγαθε» (ὠδή γ΄Τριωδίου).

(Υπεράγαθε Λόγε Θεού, άπλωσες τις παλάμες Σου στον Σταυρό, διαγράφοντας έτσι το αμάρτημα του Αδάμ, όταν παλιά στον Παράδεισο άπλωσε εκείνος το χέρι στο δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Διότι είσαι γεμάτος αγάπη για εμάς).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αναφέρεται στη λυτρωτική θυσία του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. Όλη η ζωή του Κυρίου βεβαίως ήταν ένα Πάθος, όμως η αποκορύφωση ήλθε όταν «ἑκουσίᾳ βουλῇ» ανέβηκε στον Σταυρό. Ο Σταυρός περικλείει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι εκεί ο Κύριος «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον». Στον Σταυρό δηλαδή ο πιστός με τη χάρη του Θεού δεν βλέπει έναν άνθρωπο που πάσχει, αλλά τον Θεό που πάσχει εν σαρκί σηκώνοντας την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου, συνεπώς καταργώντας και καταπατώντας τον διάβολο και τον θάνατο. Ο Χριστός είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κατά τη Γραφή, που θα πει ότι μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη – ο κάθε άνθρωπος αν μετανοήσει γίνεται μέτοχος, διά της πίστεως και της ενώσεώς του με τον Χριστό, της Βασιλείας του Θεού, αναπνέοντας πια τον αληθινό αέρα της ελευθερίας και της ζωής.

Κι ο άγιος υμνογράφος, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος του ποιητικού του χαρίσματος, με ρωμαλέο πράγματι τρόπο προβαίνει στη σύνδεση: οι απλωμένες παλάμες του Χριστού πάνω στο Τίμιο Ξύλο, ήταν η πέραν κάθε ανθρώπινης φαντασίας απάντησή Του ως Δημιουργού στη μικρόψυχη, παράλογη και αδιανόητη ενέργεια του πρώτου δημιουργήματος: να απλώσει αυτός το χέρι σ’ αυτό που σήμαινε την ανυπακοή και την επιλογή του θανάτου του. Το απλωμένο χέρι του ανθρώπου προς αμαρτία, τα απλωμένα χέρια του Δημιουργού προς σωτηρία. Το τραύμα και η θεραπεία. Αυτή ήταν η «τιμωρία» του ανθρώπου για την τραγικότητα της παρακοής του: να τον αγκαλιάσει ο Πατέρας του, αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες του εγκλήματός του. Η εικόνα ως ποιητική σύλληψη (που επαναλαμβάνεται και αλλού, όπως κάθε φορά στην ώρα στ΄: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν…») είναι πράγματι μεγαλοφυής. Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ ο υμνογράφος μας, στοιχώντας στη θεολογία της Αγίας Γραφής, μας δίνει και τη θεώρηση της ιστορίας από πλευράς χριστιανικής: όλα τα γεγονότα θεωρούνται ενοποιημένα. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Γιατί πίσω από όλα, ως Δημιουργός, ως Προνοητής, ως Διακυβερνήτης είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος και της ιστορίας.  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2024

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή β΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.   

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

24 Μαρτίου 2024

Ο ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2024

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Συχνὰ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία μὲ τρόπο ξένο πρὸς τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη προσμονή. Τοῦτο συμβαίνει καὶ σήμερα, κατὰ τὴν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πολλὰ τὰ θεῖα παράδοξα ποὺ συνοδεύουν, καὶ κοσμοῦν, καὶ λαμπρύνουν τὴν παρούσα πανήγυρη.

Τί νὰ ξεχωρίσει κανεὶς μεταξὺ τῶν πολλῶν; Τί νὰ ὑπογραμμίσει κανείς ἀπὸ τὰ τόσα καίρια καὶ σωτήρια;

Τὴν παρουσία τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐνώπιον τῆς Παρθένου Κόρης;

Τὸ παράδοξο ἄγγελμα τῆς ἀσπόρου συλλήψεως;

Τὴν παρρησία τῆς Μαριὰμ, ποὺ μὲ σοφία καὶ διάκριση ἐρωτᾶ καὶ διαλέγεται γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴ σημασία τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ;

Τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο «δι’ ἡμᾶς τοῦς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» συγκαταβαίνει τοῦ δικοῦ μας δράματος, συμπονώντας καὶ συμπάσχοντας μαζί μας ἕως θανάτου, λαμβάνοντας τὴν δικὴ μας φύση, δεχόμενος ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.

Κάθε πτυχὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν διάφορο καὶ ξένο ὡς πρὸς την δική μας ἐμπειρία. Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σπουδάσει κανείς αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν πρᾶο, τὸν μακρόθυμο· τὸν ταπεινό καὶ ἡσύχιο, τὸν ἀγαπητικό· τὸν θυσιαστικό καὶ σωτήριο. Κάθε λεπτομέρεια τῆς σημερινῆς διηγήσεως ἀποκαλύπτει τοῦτον τὸν τρόπο, μαρτυρεῖ τούτη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ τῆς πρέπει ἰδιαίτερη προσοχὴ.

Ἐμεῖς ὅμως σήμερα θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία μας. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀπόκριση τῆς Παναγίας μας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Ὀξύμωρο ἠχεῖ τὸ σχῆμα: ἐλευθερία κομίζει ὁ ἀγγελος – δουλεία ὑπόσχεται ἡ Παρθένος. Ὁ Ἀρχάγγελος ἀναγγέλει τὴν πραγμάτωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ σημαίνει τὴν οὐσιαστικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, καὶ ἡ Παναγία συναινεῖ καὶ συμπράττει σ’ αὐτὸ, δηλώνοντας ἕτοιμη νὰ ὑποταχθεῖ ὡς δούλη στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου της.

Τὸ ἄκουσμα γεννᾶ τὴν ἀπορία. Τὰ ἐρωτήματα πολλά. Πῶς νοεῖται ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ Θεὸς προσφέρει καὶ πῶς ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ; Σὲ ποιά δουλεία κατέληξε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἡ Παρθένος Μαρία ὡς δούλη Κυρίου συντελεῖ καίρια καὶ ἀποφασιστικὰ στὴν κατὰ Θεὸ ἐλευθερία μας;

Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ ἐλεύθερο. Ἄν ἀναζητήσουμε τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως ἐλεύθερος θὰ διαπιστώσουμε, ἴσως μὲ κάποια ἔκπληξη, πὼς σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ δύναται νὰ ἀναπτυχθεῖ, ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ, ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὸ νὰ ἐξελιχθεῖ. Σήμερα φυσικὰ, τούτη ἡ ἑρμηνεία ἔχει παραγκωνιστεῖ πλήρως ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα, ποὺ θέλει ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει ἀπό τήν ἠθική τῆς ὑπάρξεως, τήν ἀνηθικότητα τῆς ἐπιθυμίας καί τοῦ θελήματος.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ νὰ αὐξηθεῖ. Τούτη ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφὴ, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὅπου φανερώνεται ἡ πρόθεση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν δημιουργία: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26). Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ, ἐνῶ εἶναι δημιούργημα κτιστό, ἐνῶ εἶναι χοϊκός, παρά ταῦτα φέρει θεία χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν προσκαλοῦν σὲ μιὰ ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸν πλάστη του, σὲ μία σχέση ἡ ὁποῖα θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν κατὰ χάρι θέωση. Ἡ ἀνοδικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη τελικὰ ποὺ τὸν καθιστᾶ ἀληθινὰ ἐλεύθερο.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως νομίζοντας πὼς ἠ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν δυνατότητα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ἀπέρριψε τὸν Θεὸ καὶ τὸν δρόμο ποὺ Ἐκεῖνος εἶχε προπαρασκευάσει γι’ αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός, ἀλλὰ προτίμησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν διαβολικὴ προτροπὴ τῆς αὐτοθεώσεως, ποὺ σήμερα ἔντονα προπαγανδίζεται μὲ τὶς ψευδοθρησκεῖες τοῦ ὑπερανθρωπισμοῦ καὶ τοῦ μετανθρωπισμοῦ.  Ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου εἰσάγει στὴν ἱστορία τὴν ἔννοια τῆς δουλείας. Ὁ ἄνθρωπος πρωτίστως, στὸ πλαίσιο αὐτὸ, καθίσταται δοῦλος τοῦ πονηροῦ. Ὁ διάβολος ἀποκτᾶ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν πολεμᾶ καὶ τὸν πειράζει καὶ ἔτσι ἐμφανίζεται ἡ δουλεία τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσεται στὶς ἕξεις καὶ τὶς ἀδυναμίες του, ὑποβιβάζει τὸν ἑαυτό του ὀλισθαίνοντας σὲ ἔνστικτα ζωώδη καὶ ταπεινά.

Τὰ πάθη μὲ τη σειρά τους παράγουν τὴν κοινωνικὴ δουλεία, τὴν σκλαβιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διαρρηγνύεται, ἀφοῦ οἱ σχέσεις τῶν προσώπων ὑποτάσσονται στὴν λογικὴ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἰσχύος. Ἡ ἐκμετάλλευση τῶν ἰσχυρότερων πρὸς τοὺς ἀδυνάτους γίνεται μιὰ ἀπὸ τὶς κεντρικότερες συνιστῶσες τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο πρὸς χρήση, ἡ ζωὴ του δὲν ἔχει νόημα καὶ ἀξία.

Ὅμως, ἡ τραγικότερη διάσταση τῆς δουλείας, τὴν ὁποία γνώρισε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση, εἶναι αὐτὴ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ὁμοιάσει, γιὰ νὰ ζεῖ ἀτελεύτητα μέσα στὸ φῶς τῆς χάριτος, ἐκεῖνος «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται», ἐκεῖνος διαλύεται «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη». Ὁ θάνατος γίνεται ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει οὔτε τὴ δύναμη, οὔτε τὸν τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῆς δουλείας, γλαφυρὰ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ δουλεία τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, η τυραννία τῆς Αἰγύπτου, ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, ἔρχονται μὲ τρόπο συμβολικό νὰ ἀποκαλύψουν τὴν κατάσταση τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Τὰ βάσανα καὶ τὰ δεινὰ τοῦ Ἰσραὴλ, μαρτυροῦν τὰ παθήματα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἐκεῖ ὅμως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συναντοῦμε καὶ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται σθεναρὰ στὴ δουλεία τοῦ πονηροῦ. Εἶναι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆτες. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα, παρὰ τὴν τραγικὴ ἀπὸσταση ποὺ χώριζε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔπαυσαν ποτὲ νὰ Τὸν ἀποζητοῦν, δὲν ἀπὼλεσαν τὴν ἐλπίδα τῆς θείας κοινωνίας καὶ συναναστροφῆς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ἀναζητᾶ, ὄχι μόνο καταδέχτηκε νὰ σχετιστεῖ μαζί τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατέστησε σκεύη ἐκλογῆς, προδρόμους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ Του στὸν κόσμο.

Μεταξύ τῶν προσώπων αὐτῶν ἰδιαίτερη θέση κατέχει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος μίλησε μὲ μεγάλη ἐνάργεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσίου. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἀνάμεσα στὶς χριστολογικὲς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐου συναντοῦμε καὶ αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μεσσίας ἐμφανίζεται ὡς «ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Στὴν προφητικὴ αὐτὴ ἐνόραση τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστὸ. Ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι ὁ κατ’ οὐσίαν «δοῦλος τοῦ Θεοῦ».

 Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ, ὀφείλει νὰ μετέχει στὴν δουλεία τοῦ Υἱοῦ Του. Τούτη ὅμως ἡ δουλεία καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν καταδυνάστευση καὶ τὴν τυρρανία. Εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὕπαρξης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει. Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπαράδοσης στὸν Θεό, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως, τῆς διακονίας καὶ τῆς θυσίας. Τοῦτα τὰ στοιχεία δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ συναντοῦμε συχνὰ σὲ αὐτὸν. Ἔχουν θεία προέλευση καὶ καταγωγή. Μᾶς παραπέμπουν στὸ μυστήριο τῆς Παναγίας Τριάδος, καὶ στὴν ἀΐδιο σχέση τῶν Προσώπων Της.

Ὅλα ὅσα προαναφέρθηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν δουλεία εἶναι ἱκανὰ νὰ φωτίσουν καὶ νὰ ἐξηγήσουν τὴν στάση καὶ τὴν ἀπόκριση τῆς Παναγίας Παρθένου κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό της ὑπὸ τοῦ Γαβριήλ. Στὴν κομβικὴ αὐτὴ στιγμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ συναινέσει καὶ νὰ συνεργήσει στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία του δὲν τὸν ὁδηγεῖ βίαια σὲ μία σωτηρία, τὴν ὁποία ἐκεῖνος δὲν θέλει. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου δὲν εἶναι τυπικὴ ἀλλὰ οὐσιαστική. Κομίζει ἕνα ἐρώτημα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος: Βούλεσαι τὴν σωτηρία ποὺ Ἐγὼ σοῦ προσφέρω; Ἀποδέχεσαι τὸν δικό Μου τρόπο; Ἦλθες εἰς ἑαυτὸν, μετανόησες γιὰ τὴν φυγή σου; Ἐπεθύμησες τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρικὴ οἰκία;

Στὸ πρόσωπο τῆς Μαριὰμ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἀποκτᾶ φωνὴ καὶ λόγο. Μὰ ποιὰ ἀπάντηση μπορεῖ νὰ σταθεῖ πληρέστερα μπροστὰ στὸ ὕψος τοῦτων τῶν θείων ἐρωτημάτων, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίδει ἡ Παναγία μας: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς συγκαταλέγεται στὴν χορεία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῶν βασάνων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέχρι καὶ τοὺς καιρούς Της, κινήθηκαν ἀντίθετα στὸ ρεῦμα, ἐπιδιώκοντας τὴν σχέση καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἀχθοφορεῖ τὴν προσμονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν δικαίων καὶ τῶν προφητῶν. Στὰ λόγια Της διακρίνονται καὶ οἱ δικές τους φωνὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκριση τῆς Παρθένου μεταποιεῖται σὲ αἶνο, σὲ ἄσμα ἑορταστικὸ: «Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου, αἰνεῖτε, δοῦλοι, Κύριον. Ἀλληλούϊα».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς ἀρνήθηκε τὴν δουλεία τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν παθῶν. Ἀγάπησε τὸν ἀκηλίδωτο βίο, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ Παρθενία γιὰ τὴν Μαρία δὲν φανερώνει ἁπλὰ καὶ μόνο τὴν συμμόρφωσή Της σὲ κάποιο ἠθικὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ εἶναι ἕνα πέρασμα στὸν τρόπο ὕπαρξης ποὺ ὁ Θεὸς προόριζε γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρὸ τῆς πτώσεως. Ἐκεῖ πάθη καὶ φθορὰ καὶ θάνατος δὲν ὑπάρχουν. Γι’ αὐτὸ οὔτε ἡ σύλληψη, οὔτε ἡ κυοφορία, οὔτε ὁ τόκος τῆς Παναγίας δὲν συνοδεύεται ἀπὸ σωματικὴ ὀδύνη καὶ φθορά.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς δέχεται στὰ σπλάγχνα της τὸν ἀληθινὸ Μεσσία τοῦ κόσμου, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο, τὸν πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀληθινὰ Θεοτόκο τὴν καλοῦμε καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, δὲν θὰ μποροῦσε καὶ ἐκείνη νὰ μὴν εἶναι δούλη Κυρίου. Ἡ ἀποδοχὴ αὐτὴ τῆς δουλείας μαρτυρεῖ τὴν ἀληθινὴ οἰκειότητα καὶ σχέση καὶ συγγένεια τῆς Θεοτόκου μετὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς εἶναι ἡ πρώτη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία βάδισε αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἀκολούθησαν πολλοὶ. Διαβάζουμε στὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων: «Συμεὼν Πέτρος, δοῦλος καὶ ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», «Παῦλος δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος». Οἱ Ἀπόστολοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ πολύαθλοι μάρτυρες, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους δούλους Θεοῦ. Μὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς δοῦλοι Θεοῦ λογιζόμαστε, καὶ ἔτσι καλούμαστε κατὰ τὴν μετοχὴ μας στὰ ἱερὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, χρίεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…». Ὡς δοῦλοι προσερχόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος μᾶς προσλαμβάνει ὡς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του, ὅπως ἔπραξε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου τῆς παραβολῆς. Καὶ τούτη τὴν ἀποκατάσταση καὶ καταξίωση τὴν ὀφείλουμε στὴν Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ Μητέρα ὅλων μας, στὴν Θεοτόκο Παρθένο.

Ἄς ἀπευθύνουμε πρὸς τὴν Παναγία μας μιὰ προσευχὴ ποὺ συνέγραψε πρὸς τὴ Θεοτόκο ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ οἱ ἁπλοί του λόγοι καὶ οἱ θερμές του παρακλήσεις ἔχουν μιὰ τραγικὴ ἐπικαιρότητα στὴν ἐποχή μας κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαός μας δοκιμάζεται ἀπὸ ἄλλες δουλεῖες ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς καὶ ἡ ἐλευθερία παραμένει τὸ μεγάλο ζητούμενο:

 «Θεοτόκε, μητέρα τοῦ παντός, τὸ καύχημα τῆς παρθενίας, τὸ καύχημα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ πάντα τῆς ἀγαθότης, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νὰ λυπηθεῖς τοὺς ἀθώους ἐκείνους ὁπού φέρνουν τὴν ἁμαρτωλή τους προσευχή εἰλικρινῶς εἰς τὸν παντουργὸν καὶ εὶς τὴν βασιλείαν του, ἐκείνους ὁπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι καὶ γυμνοί, ἐκείνους ὁπού ἀφήσαν χῆρες καὶ ἀρφανά, ἐκείνους ὁπού ’χυσαν τὸ αἷμα τους, κατὰ τὸν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τους πατρίδα καὶ νὰ λαμπρυθεῖ ὁ Σταυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν ὅρκον αὐτείνοι πέθαναν δι αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, καὶ θυσίασαν καὶ τὸ ἔχει τους, καὶ πολλῶν οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους, οἱ συγγενεῖς τους διακονεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται ξυπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στὰ σοκάκια ἐκείνης τῆς ματοκυλισμένης πατρίδος ὁπού ζύμωσαν οἱ γονέοι τους καὶ οἱ συγγενεῖς τους μὲ τὸ αἶμα τους, καὶ τὴν γοδέρουν σήμερα καὶ τὴν τρῶνε καὶ τὴν προδίνουν οἱ γουρνόλυκοι μὲ τ’ ἀκονισμένα δόντια καὶ οἱ σύντροφοί τους αὐτεινῶν οἱ τοιοῦτοι. Θεοτόκο, μήτηρ τοῦ παντός, αὐτούς τοὺς ἀθώους νὰ λυπηθεῖς, αὐτοὺς τοὺς γυμνοὺς καὶ ταλαίπωρους… Προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ οἱ σκλάβοι σου εἰς τὀ ἔλεός σου καἰ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου…». 

Ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς ὅταν ἀναλογιστῇ πῶς καὶ σὲ ποιές ἀξίες στὶς κατὰ καιρούς Ἐθνοσυνελεύσεις ἐθεμελίωσαν τὸ νέο Κράτος οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, στὸν Τίμιο Σταυρό, πού τὸν ἀποτύπωσαν στήν Ἐθνικὴ Σημαία, στοὺς ἁγίους πού τοὺς ἀνήρτησαν σὲ πολλά Ἐθνικὰ σύμβολα καὶ βέβαια στὸν συκοφαντούμενον καὶ ὑβριζόμενον σήμερα πατριωτισμό.

Μετὰ ὅμως τὴν τραγικὴ καὶ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 15ης Φεβρουαρίου, ἡμέρα πένθους καὶ θρήνου γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἐλληνορθόδοξης πατρίδας μας ἀπὸ τὴν σατανοκίνητη “woke” (γουὸκ) ἀτζέντα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», μὲ τὴν θεσμοθέτηση τῆς παρὰ φύσιν ἀσέλγειας, ὡς δῆθεν ἐννόμου ἀγαθοῦ καὶ τὴν νέα αἵρεση τοῦ «τρεπτισμοῦ», ὅτι δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιο μεταβάλλεται κατὰ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ τὸν ψευδῆ δικαιωματισμό, πῶς θὰ γιορτάζωμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων Μαρτύρων, πού ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Ἰδιαίτερα τῶν πιὸ κοντινῶν μας Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξουν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴν δεχθοῦν τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ, γιὰ νὰ μὴν τουρκέψουν θυσίασαν τὴν ζωή τους; Δὲν εἶναι ντροπή, οἱ μὲν χριστιανοὶ βουλευτὲς νὰ προδίδουν τὸ Εὐαγγέλιο ψηφίζοντας τὴν θεσμοθέτηση τῆς φρικώδους ἁμαρτίας, οἱ δὲ μουσουλμᾶνοι βουλευτὲς τῆς Θράκης, νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ψηφίσουν, γιατί εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ Κοράνιο; Εἴθε ἡ εὐλογία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς ὄντως Ἐλευθερωτρίας νά χαριτώνῃ ὅλους καὶ τὸ Γένος μας καὶ τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ μᾶς χορηγῇ καιρὸν μετανοίας.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ