25 Αυγούστου 2025

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΣΟΥ…

 Ο νεαρός κληρικός μόλις τελείωσε το κήρυγμα την ώρα του κοινωνικού και εισήλθε και πάλι στο άγιο Βήμα. Ήξερε ότι είχε έλθει στον Ναό του προκειμένου να λάβει μέρος σε μνημόσυνο γνωστού του Ιεράρχης πολιός και Γέροντας, εγνωσμένης θεολογικής καταρτίσεως και ρητορικής δεινότητας. Του έκανε νόημα να τον πλησιάσει. «Σεβασμιώτατε, την ευχή σας!» έσκυψε και του φίλησε με πολύ σεβασμό το χέρι του ο ιεροκήρυκας. «Του Κυρίου και της Παναγίας μας!» απάντησε. «Θέλω να σου πω ότι κήρυξες ωραία, με μεστό θεολογικό λόγο και με σεμνότητα. Όμως, να ξέρεις, ότι η επιτυχία του κηρύγματός σου δεν έγκειται κυρίως σ’ αυτό. Είναι που είσαι… σύντομος! Γιατί αν δεις τον ενορίτη σου, που στέκει μάλιστα όρθιος, να αλλάζει ποδάρι, ήδη τον έχασες!» «Να ’ναι ευλογημένο, Σεβασμιώτατε. Το ίδιο μας λέει συχνά και ο Μητροπολίτης μας. Το κήρυγμά μας δεν πρέπει, πλην λίγων εξαιρέσεων, να ξεπερνά τα δέκα με δώδεκα λεπτά». Κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας με τον οικείο Δεσπότη. Δεν πρόλαβαν να πούνε περισσότερα, γιατί δεν ήταν της ώρας. Όμως τα λόγια του πράγματι συχνά τα έφερνε στον νου ο νέος κληρικός, έστω κι αν τα χρόνια πια περνούσαν με ρυθμό γρήγορο.

Τα θυμήθηκε και πάλι έντονα πολλά χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να λειτουργήσει σε άλλον Ναό εκτός της Μητροπόλεως που ανήκε, στον οποίο όμως παρευρισκόταν και ο παραιτηθείς Μητροπολίτης του κανονικού Ναού του. Μεγάλος πια στην ηλικία ο Επίσκοπος και με προβλήματα υγείας προτίμησε, δείχνοντας και το μεγαλείο του, να αφήσει τη θέση του, για να μπορέσει πιο άνετα να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Συναντήθηκαν λοιπόν ο Μητροπολίτης και ο προχωρημένος πια στην ηλικία κι αυτός κληρικός. Οι ιερείς του εκεί Ναού παρεκάλεσαν τον παπά να μιλήσει, εκείνος ανταποκρίθηκε και στο τέλος βρέθηκαν στο αρχονταρίκι του Ναού να θυμούνται τα παλιά ο παπάς και ο Δεσπότης, ο οποίος μάλιστα ήταν εκείνος που είχε χειροτονήσει τον παπά, διάκονο και πρεσβύτερο.

Στην κουβέντα πάνω, πίνοντας και τον καφέ τους, παρευρισκομένης και της παπαδιάς, ο ιερέας θέλησε να πει και το… παράπονό του στον Δεσπότη, για να βρει συμπαράσταση. «Σεβασμιώτατε, θέλω κάτι να σας πω, μιας που είναι εδώ και η παπαδιά. Όταν βγαίνω να κηρύξω, είτε στον Ναό μου είτε κάπου αλλού που τύχει να βρεθώ, η πρεσβυτέρα από εδώ μου κάνει κάποιες φορές παρατήρηση, λέγοντάς μου ότι ξεπερνώ τον καθορισμένο χρόνο για το κήρυγμα. “Κουράζεις τον κόσμο” μου λέει, “έστω κι αν λες σπουδαία πράγματα. Ο κόσμος στην εποχή μας δεν αντέχει τα μακριά κηρύγματα”. Και πρέπει να σας πω, άγιε Δέσποτα, ότι σπανίως ξεπερνώ τα δεκαπέντε λεπτά. Τότε που τα ξεπερνώ όμως κάνει την παρατήρηση. Μάλιστα, χαριτολογώντας λέει ότι θα σηκώνει και πανό που θα λέει: Τελείωνε!»

Είπε και ήταν σίγουρος ότι ο Γέρων Δεσπότης, ο οποίος σημειωτέον είχε αναλωθεί στο γραπτό και στο προφορικό κήρυγμα όλα τα χρόνια της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας, θα στρεφόταν στην πρεσβυτέρα για να τη… μαλώσει. Περίμενε ότι θα της έλεγε ότι ο λόγος του Θεού πρέπει να ακούγεται και κυρίως αυτή να ενισχύει τον παπά της να μιλάει και περισσότερο! Ο Δέσποτας κοντοστάθηκε για λίγο κι έπειτα γύρισε και με χαμογελαστό πρόσωπο, πιάνοντας και το χέρι του παπά, του είπε με μεγάλη στοργή: «Να ακούς την παπαδιά σου, παπά μου. Να την ακούς!» Ο ιερέας κατέβασε το κεφάλι, χαμογέλασε, ευχαρίστησε νοερά τον Κύριο για τη σύνεση και τη σοφία του Δεσπότη αλλά και της… παπαδιάς του, και σήκωσε το φλυτζάνι του για να συνεχίσει να πίνει τον μέτριο ελληνικό καφέ του!

20 Αυγούστου 2025

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑΣ, ΟΧΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ!

Η ατμόσφαιρα μέσα στο παλιό θαλασσινό εξωκκλήσι, πανέμορφο και εσωτερικά αλλά και εξωτερικά – η φυσική του τοποθεσία ήταν κυριολεκτικά μαγευτική, καθώς τα βράχια που το περιέβαλαν, εκτός από τη λωρίδα γης που την ένωναν με την ξηρά, διαρκώς ερωτοτροπούσαν με τη θάλασσα είτε στις μπουνάτσες της είτε στις αγριάδες της – ήταν πραγματικά κατανυκτική. Το παλιό τέμπλο με τις γλυκές εικονογραφίες του, τα σεμνά καντηλάκια που τρεμόπαιζαν από τις μικρές ριπές του πελαγίσιου αέρα που δέχονταν από τις ανοιχτές θύρες, τα λιγοστά στασίδια στα πλαϊνά των τοίχων, το βοτσαλωτό δάπεδο ποιος ξέρει πόσων χρόνων, το κάθε τι που ανέπνεες στον μικρό ναό τον αφιερωμένο στη μάνα Παναγιά, σου δημιουργούσαν την αίσθηση μιας εγγύτητας προς τον Κύριο που σε υπέβαλε και σε παρακινούσε να ψάλεις, να προσευχηθείς, να αναβλύσει από την καρδιά σου το «Κύριε, ελέησον» και το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Γι’ αυτό και έβλεπες όλων των ειδών ανθρώπους, ακόμη και φαινομενικά άσχετους προς την πίστη, να δρασκελίζουν τη χαμηλωμένη θύρα κάνοντας μ’ ευλάβεια τον σταυρό τους, να ανάβουν το καθαρό κεράκι τους, τα χείλη τους να φιλούν το χέρι της Παναγίας, να κοντοστέκονται για λίγα δευτερόλεπτα, μάλλον ζητώντας ο καθένας λύση σε ό,τι θεωρούσε πρόβλημα κι ασήκωτο βάρος στη ζωή του.

Σ’ αυτό το εκκλησάκι βρεθήκαμε πριν από χρόνια πολλά μαζί με φίλο κληρικό, για να προσευχηθούμε και να τελέσουμε το μυστήριο του γάμου σε ζευγάρι γνωστών μας παιδιών, που θέλησαν εκεί, στο κυκλαδίτικο νησί να λάβουν την ευλογία του Κυρίου για το ξεκίνημα της έγγαμης ζωής τους. Δεν ήταν εύκολο το ταξίδι, όμως η αγάπη προς τους μελλονύμφους και η θερμή παράκληση της οικογένειας που γνωρίζαμε καλύτερα έκαμψε τις όποιες αντιστάσεις μας. Και το αποτέλεσμα πράγματι δικαίωσε τον όποιον κόπο μας. Τα πράγματα κύλισαν ειδυλλιακά, κανένα εμπόδιο δεν παρουσιάστηκε ανυπέρβλητο, Θεός και άνθρωποι συνεργάστηκαν θα έλεγε κανείς με τον καλύτερο τρόπο προφανώς για να «ανταμειφθεί» η καλοσύνη και η αγαθοσύνη της καρδιάς των νέων ανθρώπων. Εκτός από κάποιο… σημείο στη διαδικασία του μυστηρίου! Σημείο που άλλους ελαφρώς τους τάραξε, άλλους τους διασκέδασε!

Τι έγινε; Την ώρα που είχε γίνει ήδη ο αρραβώνας και είχε ξεκινήσει ο γάμος, στα αιτήματα υπέρ των μελλονύμφων, όπου τονίζονται και τα ονόματά τους όχι μία φορά – «υπέρ των δούλων του Θεού τάδε και τάδε» -  «ξέσπασε» η μάνα της νύφης. Στο άκουσμα του ονόματος της κόρης της «Αικατερίνης» ακούστηκε να λέει δυνατά πίσω από τον παπά: «Αικατερίνας, πάτερ, Αικατερίνας!» Μάλλον, από ό,τι φάνηκε, συγκρατιόταν όλη την ώρα, καθώς αρκετές φορές μέχρι εκείνη τη στιγμή το «υπέρ της δούλης του Θεού Αικατερίνης» ερχόταν και ξαναρχόταν, οπότε δεν άντεξε και άφησε τον «καημό» της καρδιάς της να βγει από το στόμα της. Ο παπάς, ο οποίος τύχαινε να είναι εκτός από θεολόγος και πολύ καλός φιλόλογος, γιατί είχε σπουδάσει τη φιλολογία, κοντοστάθηκε καθώς πίσω από το κεφάλι του, κυριολεκτικά στα αυτιά του, άκουσε την παρατήρηση, μα δεν είπε τίποτε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε. Τα αιτήματα όμως υπέρ των μελλονύμφων συνεχίζονταν - «…υπέρ της δούλης της Θεού Αικατερίνης» είπε και λίγο παρακάτω. Κοκκίνησε η συμπεθέρα, για πολλοστή φορά άκουσε «παραποιημένο» το όνομα της κόρης της, ο παπάς γι’ αυτήν δεν εισάκουσε την υποβολή του «ορθού» - ίσως να σκέφτηκε και την αγραμματοσύνη του! – και ξανάπε λίγο πιο δυνατά αυτήν τη φορά, αλλά εις επήκοον τελικώς των πάντων! «Αικατερίνας, Αικατερίνας»!

Η αντίδραση του νεαρού ιερέα ήταν λίγο απρόσμενη. Χωρίς να δείχνει καμία ταραχή, σαν να «διάβαζε» το υπόλοιπο της ακολουθίας μέσα από τη φυλλάδα, σταμάτησε και κοίταξε προς τη μεριά της μάνας. «Η Αικατερίνα, της Αικατερίνης είναι το σωστό» σημείωσε. «Είναι όνομα της πρώτης κλίσης που αλλάζει το α και γίνεται η στη γενική, γιατί πρόκειται για το μη καθαρό α, όπως λέει η Γραμματική. Πώς λέμε: η γλώσσα της γλώσσης, έτσι κι εδώ». Κι ατάραχος συνέχισε τα επίλοιπα της ακολουθίας. Όσοι κατάλαβαν το τι έγινε – γιατί κάποιοι, απασχολημένοι με τα «δικά» τους στο κοινωνικό γεγονός, δεν πήραν είδηση για την παρέκβαση, απορημένοι με την αντίδραση των άλλων – προσπάθησαν να συγκρατήσουν το μειδίαμα ή και τον αυθόρμητο γέλωτά τους, ιδίως οι πιο μορφωμένοι και εγκρατείς περί τη Γραμματική. Η δε «συμπεθέρα» έσκυψε το κεφάλι κάνοντας «τον Αρτέμη» που λέμε, κατακόκκινη γιατί έγινε το κέντρο του περίγελου κι ευχόμενη να μην είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της για τα «δίκια» της κόρης της.

Κατά τα άλλα το μυστήριο κύλισε ομαλότατα, το τέλος του βρήκε τους πάντες να έχουν πλήρη τη συνείδησή τους με τους ευτυχείς νεόνυμφους, ενώ οι εγκάρδιες ευχές όλων και στις δύο οικογένειες, ακόμη δε περισσότερο το πλούσιο γλέντι που ακολούθησε, έσβησαν εντελώς το «ατυχές» συμβάν. Γιατί όλοι μα όλοι το μόνο που ήθελαν ήταν το νέο ζευγάρι να είναι καλά και οι ευχές των καλών γονιών τους να τους συνοδεύουν για πάντα!

14 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 

«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

11 Αυγούστου 2025

ΕΚΤΕΝΩΣ… ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ… ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ ΨΥΧΗΣ…

«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...».

Το τροπάριο είναι από τα γνωστότερα θεοτοκία που ψέλνει η Εκκλησία μας, το οποίο  με λιτό, αλλά ανάγλυφο τρόπο, προβάλλει τη στάση του πιστού ανθρώπου έναντι της Παναγίας Θεοτόκου. Δύο είναι τα στοιχεία που συνιστούν τη στάση αυτή: (1) η Παναγία έχει αφενός την εξουσία να βοηθήσει εμάς που ταλανιζόμαστε από τα θλιβερά του βίου και «χανόμαστε» από το πλήθος των πταισμάτων μας, λόγω της παρρησίας της έναντι του Υιού και Θεού της, αφετέρου την αγάπη για να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της σ’ εμάς και να θέλει να μας βοηθήσει. Τυχόν αμφισβήτηση της δύναμης και της αγάπης της θα ακύρωνε και τη θέση της στην Εκκλησία και την ίδια την ύπαρξη βεβαίως των προσευχών μας σε αυτήν. Η Παναγία όμως είναι «των θλιβομένων η χαρά και των χριστιανών η προστάτις», κι ακόμη «ο γλυκασμός των αγγέλων». Όλη η δημιουργία αναπνέει τον αέρα της αγιασμένης παρουσίας της και τρέφεται με το όνομά της, πλην βεβαίως των αγγέλων του σκότους και των συν αυτοίς, για τους οποίους και μόνη η αναφορά της είναι φωτιά που τους κατακαίει.

(2) Εμείς που την προσεγγίζουμε και την επικαλούμαστε, πρέπει να την προσεγγίζουμε και με τον σωστό τρόπο. Και ο υμνογράφος κυρίως σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας.

Δηλαδή, πρώτον: «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στην Παναγία πηγαίνουμε με σπουδή, τρέχοντας. Όχι ράθυμα, όχι «σέρνοντας», σαν να κάνουμε μία αγγαρεία. Ένας τέτοιος τρόπος φανερώνει την έλλειψη της αγάπης μας προς αυτήν, άρα και προς τον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι θέτουμε οι ίδιοι εμπόδιο στην παροχή της χάρης που είναι έτοιμη να μας δώσει. Με άλλα λόγια, όπως το μικρό παιδί τρέχει στην αγκαλιά της μάνας του, για να βρει ασφάλεια και καταφύγιο, έτσι και ο πιστός: η προσφυγή στην Παναγία είναι κάτι το φυσικό και ό,τι πιο αγαπητό μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν. Κι «ἐκτενῶς»: όχι μία λέξη και να φύγουμε, αλλά να μείνουμε στην αγκαλιά της, να της πούμε τον πόνο μας, τις ταλαιπωρίες μας. Γιατί το νιώθουμε ως ανάγκη και εκείνη χαίρεται για τα παιδιά της που την αγαπούν.

Και δεύτερον: «ἐν μετανοίᾳ» και «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δεν είναι δυνατόν να τρέχω με σπουδή σ’  Εκείνην που δείχνει αδιάκοπα τον Χριστό και να είμαι αμετανόητος. Όπως η μόνη στάση έναντι του Χριστού είναι η μετάνοια, το ίδιο και έναντι της Παναγίας. Διότι η μετάνοια φανερώνει την αληθινή διάθεση του πιστού να συντονιστεί με τη ζωή του Χριστού. Χωρίς μετάνοια είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος ζει μόνο τον εγωισμό του και αποτελεί ενεργούμενο των πονηρών δυνάμεων. Παναγία λοιπόν και αμετανοησία από πλευράς μας είναι μείγμα ανύπαρκτο και αδιανόητο. Πώς φαίνεται η γνησιότητα της μετανοίας μας; Από το γεγονός ότι θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά: «ἐκ βάθους ψυχῆς». Η επιφανειακότητα στη σχέση μας με την Παναγία κατανοείται ως ένα είδος παιχνιδιού του εγωισμού μας. Αλλά «ο Θεός – όπως και οι άγιοι – οὐ μυκτηρίζεται». Δεν κοροϊδεύουμε τον Θεό και τους αγίους. Μία στροφή μας στην Παναγία, δηλαδή τελικώς στον Χριστό και Θεό μας, όπως έχουμε ξαναπεί, απλώς και μόνο σε κάποια δύσκολη στιγμή μας, για να «γλιτώσουμε», ώστε να επανέλθουμε στον ίδιο αμαρτωλό ρυθμό μας, μάλλον θα μας έκανε να πέσουμε στην «οργή» του Θεού. Και «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Να παρακαλούμε την Παναγία, ναι. Αλλά με τον τρόπο  που πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (άγιος Ιάκωβος).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΠΛΟΥΣ Ο ΔΙΑΚΟΝΟΣ

«Αυτός έζησε επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και καταγόταν από την πόλη Κατάνη της Σικελίας. Κατηγορήθηκε στον άρχοντα Καλβιασιανό κι επειδή δεν αρνήθηκε τον Χριστό, κατά πρώτον του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μαζί με τα γόνατα, έπειτα τον κρέμασαν σε όρθιο ξύλο, τον χαράκωσαν με σιδερένια χέρια, οπότε εκείνη την ώρα πήρε δύναμη, γιατί άκουσε θεία φωνή που τον ενίσχυε. Μετά από αυτά, του έσπασαν τις κνήμες, κτυπώντας τον με σιδερένιες σφύρες, και τον έριξαν στη φυλακή, στην οποία με μόνη την προσευχή του έκανε να αναβλύσει πηγή νερού. Τον ξαναέβγαλαν, για να τρυπήσουν αυτήν τη φορά τα αυτιά του με πυρακτωμένα σιδερένα νύχια, και τέλος, καταδικάσθηκε με τη διά ξίφους τιμωρία».

Ο κανόνας της εορτής του αγίου προβάλλει με πολλή σαφήνεια καίρια σημεία της αγιασμένης πορείας του: (1) Σαν την αγία Παρασκευή, που έζησε την ίδια εποχή με αυτόν, κατοικία του είχε τον σταυρό του Κυρίου. Ο υμνογράφος του αποδίδοντας την ίδια αλήθεια και αξοποιώντας και το όνομά του, χρησιμοποιεί την εικόνα του πλοίου αντί της οικίας, δηλαδή ο άγιος διέπλευσε το πέλαγος της ζωής του πάνω στο πλοίο του σταυρού και έχοντας τον σταυρό ως όπλο έφθασε στο λιμάνι της ζωής, τη βασιλεία του θεού. «Τω όπλω του σταυρού, ευπλοήσας εισήλθες, εις λιμένα της ζωής». Έτσι ο άγιος Εύπλους είχε ως γνώρισμα της ζωής του την υπακοή στο θέλημα του Θεού, να ακολουθεί δηλαδή τον Χριστό στα χνάρια της δικής Του αγιασμένης ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι όλη του η ζωή ήταν προσανατολισμένη στη θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπό του.

(2) Γι᾽ αυτόν το λόγο και ο υμνογράφος δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει ως λιοντάρι. Ακολουθώντας δηλαδή τον Κύριο, έχοντας στρέψει καθ᾽ ολοκληρίαν όλον τον εαυτό του πρός τον Θεό, απέκτησε και τις δυνάμεις Εκείνου, κατά τη δική Του υπόσχεση, γι᾽ αυτό και τη δυσσέβεια των απίστων έλεγξε με σφοδρότητα και στο στάδιο των αγώνων εισήλθε με μεγάλη πίστη και προθυμία («Ολικώς ταις νεύσεσι, ταις θείαις λαμπρυνθείς, και ανδρεία οχυρωθείς, ώσπερ λέων άριστε, συ προς το στάδιον, πεποιθώς εισέδραμες, την δυσσέβειαν τροπούμενος»). Κι είναι μία αλήθεια τούτο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: ο άνθρωπος που με πίστη ακολουθεί τον Χριστό, που τηρεί δηλαδή τις εντολές Εκείνου, νιώθει στην ψυχή και στο σώμα του να διοχετεύεται η ίδια η παντοδυναμία του Θεού. Είναι η εμπειρία όλων των αγίων, όπως την καταγράφει και ο μέγας απόστολος Παύλος: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».  Ο Χριστιανός έτσι ῾περπατάει᾽ μέσα στον κόσμο όχι με φόβο, όχι με δειλία, αλλά με δύναμη σαν το λιοντάρι. «Ου γάρ έδωκεν ημίν ο Θεός Πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

(3) Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας αγιασμένης πορείας δεν είναι μόνον η ευλογία του κόσμου, όσο ζει ο άγιος, δεν είναι μόνον η ῾κατάκτηση᾽ της βασιλείας του Θεού, αλλά και η συνεχιζόμενη ευλογία  στους αιώνες, που παρέχει ο Θεός δι᾽ αυτού, ευλογία που φανερώνεται  και με τη δύναμη βεβαίως της μεσιτείας του για εμάς, αλλά και με την διατήρηση του ιερού λειψάνου του. Με τον άγιο Εύπλο έχουμε όλες τις δυνατές ευλογίες. Διότι μας άφησε, εκτός από την ιερότητα της παρουσίας του, και το ιερό λείψανό του, το οποίο αποτελεί, κατά τον υμνογράφο του, «νοσημάτων παντοίων καθάρσιον, και πνευμάτων δεινών ελατήριον», δηλαδή: θεραπεύει όλα τα νοσήματα και διώχνει όλα τα φοβερά πονηρά πνεύματα. Ο υμνογράφος δεν κάνει άλλο από το να τονίζει την πίστη της Εκκλησίας μας για την ύπαρξη των αγίων λειψάνων, μέσω των οποίων πράγματι προσφέρεται η ίαση στους ανθρώπους και φυγαδεύονται τα δαιμόνια. Την αλήθεια αυτή μπορεί να την αρνούνται πολλοί ορθολογιστές συνάνθρωποί μας, ακόμη δυστυχώς και ῾χριστιανοί᾽, την ξέρουν όμως πολύ καλά οι ίδιοι οι δαίμονες.

08 Αυγούστου 2025

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»

Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε  κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».

«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει.  Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουν να τη νιώσουν και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».

«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».

«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.

»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».

«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»

«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».