01 Δεκεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Φιλάρετος ζούσε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, καταγόμενος από τη χώρα των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης, οι οποίοι τον νύμφευσαν με μία σεμνή γυναίκα. Ασχολείτο με τη γεωργία και από εκεί ζούσε πολύ καλά, ενώ ήταν  και πάρα πολύ ελεήμων. Όμως από κάποιες συγκυρίες τα πράγματα άλλαξαν και κατάντησε σε τόση φτώχεια, ώστε να στερείται και από την αναγκαία τροφή. Ο Θεός όμως βλέποντας την υπομονή και την πίστη του σ’  Εκείνον, δεν τον άφησε να ταλαιπωρείται μέχρι τέλους από τη φτώχεια. Διότι οικονόμησε και ο υιός της βασίλισσας Κωνσταντίνος πήρε ως γυναίκα του την εγγονή του Φιλαρέτου Μαρία, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ευπρεπής, ενώ τον ίδιο τον Φιλάρετο τον τίμησε με το αξίωμα του Υπάτου, οπότε απέκτησε και πάλι πολλά χρήματα και περιουσία, τα οποία  όμως συνέχισε να τα προσφέρει άφθονα στους φτωχούς. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να φύγει από τον κόσμο αυτό και ο Θεός του έδωσε την πληροφορία της αναχωρήσεώς του, συγκάλεσε όλους τους συγγενείς του, τους προείπε όσα επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτούς και πρόσθεσε τα παρακάτω: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε τη φιλοξενία, να επισκέπτεσθε τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, να προστατεύετε τις χήρες και τα ορφανά. Ξένα πράγματα ποτέ μην επιθυμήσετε, μην απομακρύνεστε από τις εκκλησιαστικές συνάξεις, και μ’  έναν λόγο: όπως είδατε εμένα να πράττω, έτσι και εσείς μη παύετε να πράττετε. Κι αφού είπε αυτά, αναπαύτηκε εν ειρήνη».

Ο στίχος του συναξαρίου του αγίου Φιλαρέτου δίνει το στίγμα της κατά Χριστόν βιοτής του, παίρνοντας αφορμή από το όνομά του και την προσωνυμία του: φιλάρετος και ελεήμων. «Θνήσκει ο πάσαν αρετήν φερωνύμως, πάτερ, φιλήσας, τον γε μην οίκτον πλέον» (Πεθαίνει αυτός που αγάπησε κάθε αρετή, όπως λέει και το όνομά του, περισσότερο όμως από όλα, την αγάπη). Πράγματι, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, όπως κατεξοχήν φαίνεται και από το απολυτίκιό του, θεωρούν ότι εκείνο που αποτελεί το απολύτως ίδιον κόσμημα του Φιλαρέτου, είναι η ευσπλαχνία του προς τους συνανθρώπους του, και μάλιστα τους έχοντες ανάγκη. «Ευσπλαγχνία κοσμήσας τον βίον σου». Κι αυτό σημαίνει ότι ο Φιλάρετος έγινε κατεξοχήν θεοφιλής, αφού δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή, στην οποία να αναπαύεται ο Θεός, από αυτήν που συνιστά και του Ίδιου την ύπαρξη. «Ο Θεός γαρ αγάπη εστί». Κι αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η οποιαδήποτε αρετή, ή και το σύνολο ακόμη των αρετών, αν δεν καταλήγει στην αγάπη και δεν την προϋποθέτει, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να λειτουργεί και αρνητικά για τον κάτοχό της, με το να του δημιουργεί καύχηση και υπερηφάνεια, η οποία τον οδηγεί σε ευθεία αντίθεση προς τον Δημιουργό του. «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται».

Έτσι ο άγιος Φιλάρετος, γενόμενος «κατοικητήριον του φιλευσπλάγχνου Θεού» φανέρωνε καθημερινώς, έστω και στις στιγμές της απόλυτης ένδειάς του, του Χριστού την ύπαρξη και ζωή, με αποτέλεσμα και χωρίς να ομιλεί, να δακτυλοδεικτεί τον Ουρανό. Ο άγιος με άλλα λόγια ακολούθησε «τοις ίχνεσιν Αυτού», γι’ αυτό και θα μπορούσε να πει σαν τον απόστολο Παύλο: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και πράγματι, όπως σημειώνει και το συναξάρι του, τα τελευταία λόγια του, η τελευταία παρακαταθήκη του ήταν αυτή: «ως εμέ είδετε ποιούντα, και υμείς ποιούντες μη παύσησθε». Ποιος μπορεί να πει τέτοια λόγια, αν δεν έχει πλήρη συναίσθηση της πλούσιας εγκατοίκησης του Κυρίου μέσα του; Κι είναι σαν να αποκαλύπτει ο άγιος και τα μέτρα στα οποία είχε φτάσει: τα μέτρα των αποστόλων και μαθητών του Κυρίου. Γι’ αυτό και ο υμνογράφος του διαπιστώνει ότι τέτοια αγία βιοτή τελικώς ήταν μία δοξολογία του ίδιου του Θεού, που χορηγεί τη χάρη της αληθινής αγάπης και στον πιστό άνθρωπο. «Τον χορηγόν του ελέους εδόξασας».

Η αγάπη αυτή του αγίου Φιλαρέτου,  που έπαιρνε αδιάκοπα τη μορφή της προσφοράς και της ελεημοσύνης προς τους αναγκεμένους συνανθρώπους του, χρειάζεται και πάλι να τονίσουμε ότι δεν ήταν ένας καρπός απλώς της από τη φύση του ευαίσθητης καρδιάς του. Χωρίς να αρνούμαστε το γεγονός ότι πράγματι και ως χαρακτήρας είχε μία φυσική συμπάθεια προς τους συνανθρώπους του, την ευσπλαχνία του την απέκτησε με τους πνευματικούς αγώνες που έκανε, προκειμένου τα εμπαθή στοιχεία που ταλαιπωρούσαν και αυτόν να τα μεταστρέψει στο ένθεο πάθος της αγάπης. «Θείας πίστεως περιουσία, διεσκόρπισας τοις δεομένοις τον προσιόντα σοι πλούτον, Φιλάρετε», επισημαίνει ο υμνογράφος, που  θα πει: Σκόρπισες στους πτωχούς τον υλικό πλούτο που είχες, Φιλάρετε, ορμώμενος από την πίστη σου στον Θεό. Η πίστη του λοιπόν στον Θεό ήταν εκείνη που τον έκανε να στραφεί με αγάπη προς τον συνάνθρωπο, κατανοώντας ότι η αγάπη προς αυτόν αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστεως. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» που λέει και ο απόστολος Παύλος. Με άλλα λόγια, με τον άγιο Φιλάρετο, και όχι μόνον βεβαίως με αυτόν, κατανοούμε ότι η αγάπη συνιστά το εκάστοτε παρόν της πίστεως, δηλαδή η πίστη είναι ζωντανή, όταν φανερώνεται με την αγάπη.

Γι’  αυτό και ο άγιος Φιλάρετος παραπέμπει, όπως είπαμε, στη ζωή των αγίων αποστόλων, αλλά και στη ζωή του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, του έχοντος την ίδια με αυτόν προσωνυμία. Κι ακόμη: φέρνει στον νου  μας μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, σαν τον άγιο Αβραάμ και τον δίκαιο Ιώβ. Όπως δηλαδή ο Αβραάμ έμεινε στην ιστορία για το μεγάλο χάρισμα της φιλοξενίας που τον διακατείχε, όπως ο δίκαιος Ιώβ έγινε ονομαστός για την υπομονή την οποία επέδειξε, ακόμη και στις σκληρότερες περιστάσεις, το ίδιο και ο Φιλάρετος: φιλόξενος στο έπακρον και αυτός, υπομονετικός και ο ίδιος. Διότι και στην περίοδο της μεγαλύτερης ανέχειάς του δεν γόγγυσε, δεν στράφηκε κατά του Θεού, δεν έχασε την πίστη του. Αλλά επαναλαμβάνοντας και αυτός τα λόγια του δικαίου Ιώβ «ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον», έμεινε σταθερά προσκολλημένος σ’  Εκείνον, αποδεικνύοντας έμπρακτα την πίστη του.

Και γίνεται και για εμάς σήμερα όχι απλώς ένα παράδειγμα, αλλά το κατεξοχήν παράδειγμα. Διότι και εμείς σήμερα με ό,τι υφιστάμεθα λόγω της γενικευμένης κρίσεως: οικονομικής, κοινωνικής, πνευματικής, μπορεί να αντιμετωπίσουμε  τον πειρασμό του γογγυσμού και της απώλειας της πίστεως στον Θεό. Κι έρχεται ακριβώς το παράδειγμα του αγίου Φιλαρέτου για να θυμίσει ότι όσο επιμένει κανείς στην πίστη και την αγάπη, όσο υπομένει κανείς με ελπίδα στον Θεό, τόσο και «μαγνητίζει» τον Θεό, ο Οποίος, χωρίς να το ξέρουμε, ήδη έχει ανοίξει τις θύρες της διεξόδου. Διότι βεβαίως μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος «ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπερ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν». Δεν θα μας αφήσει να δοκιμαστούμε παραπάνω από όσο αντέχουμε, αλλά θα δώσει και τη διέξοδο, προκειμένου να αντέξουμε.

29 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

26 Νοεμβρίου 2025

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ!

Όταν η Εκκλησία μας έρχεται διά της υμνολογίας μας να μας πει ότι ο άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών ισοσταθμίζεται με τεράστια πνευματικά αναστήματα αγαπημένα του Θεού: τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τότε βρισκόμαστε ενώπιον ενός αγίου ανθρώπου που δεν είναι των κοινών μέτρων. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι άγιοι, «κοινοί», που αγαπούν τον Χριστό αλλά χωρίς να καταθέτουν «ολοκληρωτικά» τον εαυτό τους σ’ Αυτόν, ή καλύτερα που αγωνίζονται να στραφούν προς Εκείνον, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντοτε, καθώς η αδύναμη θέλησή τους προσκλίνει επικίνδυνα και συχνά στα του κόσμου και στα πάθη τους – ό,τι ζούμε δυστυχώς οι πολλοί που κι εμείς λόγω του αγίου βαπτίσματός μας χαρακτηριζόμαστε «άγιοι».

Με τον άγιο Στυλιανό όμως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που το μόνο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής ανοδική πορεία, η αδιάκοπη πνευματική ανάβαση. Τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε, αλλά αρκετά για να καταλάβουμε τι γίνεται, το επιβεβαιώνουν: από μικρός, στραμμένος προς τον Θεό∙ νεαρός, αφιερωμένος ως μοναχός μαζί με άλλους ασκητές∙ πιο ώριμος, αναζητητής με ευλογία του μοναστηριού του της πιο ησυχαστικής ζωής, ζώντας σε σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο σαν τον προφήτη Ηλία∙ δέκτης αργότερα χαρισμάτων από τον Θεό για χάρη του λαού: θαυματουργός και ιεραπόστολος διά των προσευχών του∙ κι έπειτα διαχρονικά και αιώνια: ισχυρός πρεσβευτής των πιστών που χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο, ιδίως μάλιστα των παιδιών. Πόσο ευαίσθητη άραγε καρδιά είχε ο άγιος αυτός, ώστε ο Θεός να τον χαριτώσει με την ευλογία της θεραπείας των παιδιών; - και μόνο η επίκληση του ονόματός του, και όσο ζούσε και μετέπειτα, και μόνο η θέα του διά του αγίου εικονίσματός του έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: την ίαση και τη θεραπεία των παιδιών και τη δυνατότητα εκ νέου για τεκνοποίηση σε ατεκνούσες γυναίκες! Στο πρόσωπο του αγίου Στυλιανού βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να προτρέπει: «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με∙ των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία των Ουρανών».

Μία είναι η εξήγηση της θαυμαστής αυτής ζωής, αδιάκοπα ανοδικής όπως είπαμε: η χάριτι Θεού επιλογή του να ακολουθεί τον Χριστό με ολοκληρωτικά στραμμένο προ Εκείνον το φρόνημά του! Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με πολλούς τρόπους: ο Στυλιανός «ηκολούθησε τω Χριστώ τελείω φρονήματι εκ νεότητος»! Ακολούθησε τον Χριστό, αλλά με ολόκληρο τον εαυτό του, και ψυχικά και σωματικά. Ό,τι ζητά ο Κύριος, «να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη την ψυχή μας, την καρδιά μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας», αυτό έκανε ο Στυλιανός παιδιόθεν. Η διψυχία που παρουσιάζουμε συχνά οι απλοί χριστιανοί, πότε με τον Θεό πότε με τον κόσμο, ήταν κάτι ξένο και απαράδεκτο γι’ αυτόν. Γρανιτένια θέληση και παγιωμένη στον βράχο που είναι ο Χριστός – αυτό αποφάσισε για τη ζωή του. Που θα πει: έβαλε τον θάνατο ως βασικό στοιχείο της πίστεώς του. Να μείνει πιστός στον Χριστό και το άγιο θέλημά Του δηλαδή κι ας πεθάνει – «γίνου πιστός άχρι θανάτου» που λέει το Πνεύμα του Θεού. Και γι’ αυτό γεύτηκε το αποτέλεσμα: να μαγνητίσει τον Θεό, να γίνει η καρδιά και όλη η ύπαρξή του «καταγώγιον του Πνεύματος», να γίνει μία άλλη «Παναγία» στον κόσμο μας. Υποκλινόμαστε στον Χριστό-Στυλιανό. Και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς, για τα παιδιά μας, για τα παιδιά όλου του κόσμου.  

25 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ Η ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΟΦΟΣ

«Η αγία Αικατερίνα ήταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, κόρη κάποιου άρχοντα, ονόματι Κώνστα, πάρα πολύ ωραία, αξεπέραστης μάλιστα ομορφιάς, ψηλή και λεπτή κατά το σώμα, ετών δεκαοκτώ. Αυτή λοιπόν αφού σπούδασε, στο ανώτερο δυνατό σημείο, όλη την ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τον μέγιστο ποιητή των Ρωμαίων, τον Ασκληπιό και τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό από τους ιατρούς, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τον Ευσέβιο από τους φιλοσόφους, τον Ιαννή και τον Ιαμβρή από τους μεγάλους μάγους, τον Διόνυσο και τη Σύβιλλα, όπως και κάθε ρητορική τέχνη που είχε εφευρεθεί στον κόσμο, ακόμη όμως αφού έμαθε  και κάθε λέξη από τις διάφορες γλώσσες, εξέπληξε όχι μόνο αυτούς που την έβλεπαν, αλλά και αυτούς που άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και την παιδεία της. Λόγω της ομολογίας της για τον Χριστό, βασανίστηκε πολύ από τον βασιλιά Μαξέντιο, ενώ στο τέλος της έκοψαν και το κεφάλι, δεχόμενη έτσι και το στεφάνι του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Χριστό, τον αληθινό Θεό μας».

«Αικατερίνα, και σοφή και παρθένος∙ εκ δε ξίφους, και μάρτυς∙ ώ καλά τρία!» Οι στίχοι αυτοί του συναξαρίου φανερώνουν τα χαρίσματα με τα οποία η Αικατερίνα κέρδισε τον Παράδεισο και απέκτησε τόσο μεγάλη θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται περί των φυσικών λεγομένων χαρισμάτων, τα οποία λίγο ή πολύ έχουν όλοι οι επί γης άνθρωποι. Μολονότι η αγία, όπως σημειώνει το συναξάρι της, ήταν όντως προικισμένη και με αυτά – διότι και σπάνια σωματική ομορφιά είχε και ιδιοφυής ήταν και σεμνή στο ήθος εκ χαρακτήρος – όμως με τη χάρη του Θεού και την ελεύθερη βούλησή της απέκτησε τα πνευματικά χαρίσματα, με τα οποία και μόνον αγιάζεται κανείς εν Θεώ και εισέρχεται στη Βασιλεία των Ουρανών. Και πνευματικά χαρίσματα είναι αυτά που έρχονται σε φως, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει επίγνωση της δωρεάς του Θεού που του έδωσε στο άγιο βάπτισμα, όταν δηλαδή νιώσει ότι έγινε μέλος Χριστού και προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη νέα εν Χριστώ ζωή του τηρώντας τις εντολές του Χριστού.

 Έτσι λοιπόν και με την αγία Αικατερίνα: κατά τον στίχο που αναφέραμε, υπήρξε σοφή, με την έννοια ότι πέραν της ανθρώπινης σοφίας, φωτίστηκε πρώτιστα από τον Θεό και έλαβε Εκείνου τη σοφία. Ο φωτισμός αυτός μάλιστα, κατά τον υμνογράφο της αγίας, τον άγιο Θεοφάνη, δόθηκε με τη μεσολάβηση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Διά στόματος εκείνου έλαβε την όντως σοφία, την εξ ουρανού η αγία. «Την σοφίαν την όντως εξ Ουρανού, διά στόματος, μάρτυς, του Μιχαήλ, λαβούσα, πανεύφημε». Ο υμνογράφος όμως επιμένει στο θέμα αυτό, ιδίως μέ  ένα στίχο που φαίνεται να την παραλληλίζει  και με τον ίδιο τον Σολομώντα. Χωρίς να  κατονομάζει τον θεωρούμενο πράγματι σοφό βασιλιά του Ισραήλ, και μάλιστα από την παιδική του ηλικία, ίσως τον εννοεί, διότι και η Αικατερίνα «την εκ Θεού σοφίαν έλαβε παιδόθεν», κάτι που το απέδειξε, όταν με αυτήν κυρίως τη σοφία, έχοντας ως όργανο βεβαίως και την έξω, δηλαδή την κοσμική σοφία που είχε αποκτήσει, μπόρεσε να μυήσει στην πίστη του Χριστού εκατόν πενήντα διαπρεπείς ρήτορες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως όπλο τους μόνον την κοσμική έννοιά της. Κι όχι μόνον τους μετέστρεψε, αλλά και τους έκανε, με τη χάρη του Θεού, να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες Κυρίου. Είναι γνωστό ότι μαζί της εορτάζουν κατά το συναξάρι της ημέρας και «οι άγιοι εκατόν πεντήκοντα ρήτορες, οι διά της Αγίας Αικατερίνης πιστεύσαντες τω Χριστώ, οίτινες ετελειώθησαν πυρί». «Αικατερίνα, που είσαι το καύχημα των μαρτύρων, έγινες μύστης της ευσέβειας, διότι οδήγησες στον λαμπρό σου Νυμφίο Χριστό (ολόκληρο) δήμο μαρτύρων».

Και μας δίνει την ευκαιρία η πάνσοφος αυτή νύμφη του Κυρίου, εν σχέσει και με τη σοφία των ρητόρων που αντιμετώπισε, να σημειώσουμε αυτό που επισημαίνει και ο υμνογράφος και που έχει αξία διαχρονική: η κοσμική σοφία των ρητόρων, επειδή ακριβώς δεν διαπνεόταν από τη χάρη του Θεού και στηριζόταν μόνον στις πλοκές των ανθρωπίνων ματαίων συλλογισμών, τελικώς ήταν «ανάπλεως απαιδευσίας», εντελώς γεμάτη από απαιδευσία. «Χαίρε, Αικατερίνα, συ που έλεγξες το θρασύ στόμα των ρητόρων σαν κάτι που ήταν γεμάτο από έλλειψη παιδείας». Αληθινά: μία παιδεία χωρίς Χριστό, δηλαδή χωρίς χάρη Θεού, τι μπορεί να είναι; Κατά τη ρήση του οσίου Παϊσίου: ένας έξυπνος δαιμονισμός. Πόσο πρέπει να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ’  αυτήν την παρατήρηση του αγίου υμνογράφου! Ιδίως στην εποχή μας, που χωρίς αιδώ και σκέψη πολλοί κατά καιρούς υπεύθυνοι με θέση και εξουσία αποδύονται σε αγώνα εξοβελισμού ή περιορισμού από την ελληνική εκπαίδευση κάθε χρώματος χριστιανικού.

Η αγία Αικατερίνα όμως υπήρξε και παρθένος και μάρτυς. Είχε δηλαδή εκείνα τα χαρίσματα που θεωρούνται τα πιο ισχυρά προκειμένου κανείς να «κατακτήσει» τον ουρανό. Το αίμα μάλιστα του μαρτυρίου της ήταν η προσφορά της στον Κύριο, κάτι παρόμοιο με την προσφορά της γυναικός του Ευαγγελίου,  που αγόρασε μύρο και το πρόσφερε σ’  Εκείνον, αλείφοντάς το στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της. «Ως αλάβαστρον μύρου το αίμα σου προσενήνοχας τω σω Νυμφίω Χριστώ, Αικατερίνα αθληφόρε αήττητε». Κι ήταν σαν μύρο το αίμα της, γιατί υπήρξε καρπός της βαθειάς αγάπης της σε Εκείνον, του πόθου της που την έκαιγε σαν φωτιά. «Πόθω πυρπολουμένη, Μάρτυς παναοίδιμε, τω του Δεσπότου σου». Και βεβαίως η παρθενία της, όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, δεν εννοείται ως χάρισμα από πλευράς κυρίως σωματικής – υπάρχουν πολλές με το χάρισμα αυτό μακριά από τον Θεό: ας θυμηθούμε την παραβολή των δέκα παρθένων – αλλά από πλευράς ψυχικής και πνευματικής: ως καθαρότητα ψυχική λόγω αγιασμένης ζωής. «Καθάρασα σεαυτήν προθύμως διά πολιτείας». Η δύναμη της διπλής χάρης της αγίας Αικατερίνης ενώπιον του Θεού, της παρθενίας δηλαδή και του μαρτυρίου, διαπιστώνεται από τον υμνογράφο με εντυπωσιακό τρόπο. Βλέπει την αγία να βρίσκεται σε φωτεινούς θαλάμους στον Παράδεισο, κοσμούμενη με νυφικά στολίδια, κρατώντας με το δεξί χέρι της τη λαμπάδα της παρθενίας και με το αριστερό την κομμένη της κεφαλή. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος παρίσταται στην εικόνα του με το αποκομμένο κεφάλι του, έτσι και η αγία Αικατερίνα. «Μετέστης προς θαλάμους φωτοειδείς, νυμφικοίς κοσμουμένη στολίσμασι, παρθενικήν έχουσα λαμπάδα τη δεξιά, τη δε ετέρα φέρουσα την αποτμηθείσαν σου κεφαλήν».

Ο άγιος υμνογράφος μάς καθοδηγεί και σε άλλες διαστάσεις της πολυτάλαντης προσωπικότητάς της. Κι η διάσταση που δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστη είναι ο τονισμός από αυτόν των αποτελεσμάτων της αγιασμένης ζωής και του μαρτυρίου της αγίας. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο εξαποστειλάριο της ακολουθίας: «Ενεύρωσας το φρόνημα γυναικών, ω παρθένε, Αικατερίνα πάντιμε, αθλοφόρων η δόξα». (Ισχυροποίησες το φρόνημα των γυναικών, παρθένε και πάντιμε Αικατερίνα, συ που είσαι η δοξα των αθλοφόρων μαρτύρων). Η αίσθηση του υμνογράφου, αίσθηση της όλης Εκκλησίας, ότι η αγία Αικατερίνα με ό,τι έζησε και έκανε έδωσε νεύρο στο φρόνημα των γυναικών, τις έκανε πιο ισχυρές, είναι κάτι σημαντικό. Σε εποχή που τονίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, που ο λεγόμενος φεμινισμός, ως κίνημα για να αποκτήσουν οι γυναίκες εκείνα που δικαιούνται μέσα σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία,  έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, η διαπίστωση ότι οι γυναίκες μάρτυρες, σαν την αγία Αικατερίνα, είναι αυτές που ουσιαστικά και δραστικά δυναμώνουν το φρόνημά τους, πρέπει να εξαγγέλλεται. Νομίζουμε ότι εδώ βρισκόμαστε σε ό,τι ανώτερο έχει δοθεί ως ώθηση  για τον φεμινισμό. Διότι αυτός δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στο παράδειγμα. Και δυναμικότερο παράδειγμα από μία γυναίκα που έδωσε και τη ζωή της για την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο δεν υπάρχει.

23 Νοεμβρίου 2025

«ΠΑΤΕΡ, ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ!»

Τον είδε να βγαίνει «φουριόζος» από το Άγιο Βήμα, προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος του κόσμου που είχε κατακλύσει τον καθεδρικό Ναό της μεγάλης πόλεως του Πειραιά.  

Μεγάλη Παρασκευή πρωί! Είχαν τελειώσει οι μακρές ακολουθίες της ημέρας – των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως – και ο κόσμος σπρωχνόταν κυριολεκτικά να περάσει να προσκυνήσει τον Επιτάφιο. Ημέρα πραγματικά Μεγάλη, φορτισμένη στο έπακρο από τη Χάρη του «νεκρωθέντος» για χάρη μας Θεού αλλά και από τα ανάμεικτα συναισθήματα των διαφόρων πιστών: ο καθένας και μία ιστορία, «κουβαλώντας» την παράδοση της οικογένειάς του, του ιδιαίτερου τόπου του, τον πόνο από τα προβλήματά του. Κανείς μάλλον πέραν από τον Κύριο και Θεό δεν μπορούσε να γνωρίζει αν  «κέντρο βάρους» για τους περισσοτέρους ήταν το Πάθος του Χριστού ή τα δικά τους πάθη και βάσανα!

«Παρακαλώ, λίγο χώρο να περάσω», έλεγε με σεμνό αλλά και αγωνιώδη  τρόπο ο ιερέας, αγκομαχώντας να φτάσει προς την είσοδο του Ναού, για να βοηθήσει την καλύτερη οργάνωση της παρουσίας τόσου κόσμου.

Άπλωσε το χέρι του ο νεαρός Νίκος – ήταν δεν ήταν είκοσι ετών – κι έπιασε κι αυτός λίγο το χέρι του ιερέα. «Πάτερ, μήπως θα μπορούσατε να με εξομολογήσετε;» ψιθύρισε. Ο ιερέας, ξαφνιασμένος, στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Πάτερ, θα ήθελα να εξομολογηθώ! Γίνεται;» ξαναείπε το νεαρό παλληκάρι.

«Παιδί μου, δεν βλέπεις τι γίνεται; Σήμερα είναι πολύ δύσκολο αυτό που ζητάς. Ίσως αν έρθεις το απόγευμα πριν ξεκινήσουμε τη βραδινή ακολουθία. Με συγχωρείς τώρα!» Προχώρησε ο ιερέας.

Τραβήχτηκε ο Νίκος και κάθισε σε μία άδεια καρέκλα σε μία γωνιά του ναού. Τα αισθήματά του ένιωσε να τον κατακλύζουν. Λίγο θόλωσε. Έσκυψε το κεφάλι στο δάπεδο. Είχε τελειώσει το Λύκειο, αλλά δεν θέλησε να σπουδάσει κάτι συγκεκριμένο – δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι ήθελε να ακολουθήσει. «Θα δουλέψω με σένα» είπε στον πατέρα του κάποια μέρα, ο οποίος διατηρούσε μία μικρή βιοτεχνία με δερμάτινες τσάντες. «Δεν είναι αυτό που θα κάνω στη ζωή μου, αλλά για τώρα είναι ο μόνος δρόμος που βλέπω μπροστά μου».

Ο πατέρας του τον κοίταξε ερευνητικά, αλλά δεν θέλησε να του πει άλλο διαφορετικό. Ήταν κάτι, άλλωστε, που το ήθελε και ο ίδιος – ένα χέρι της οικογένειας επί πλέον σε μία οικογενειακή επιχείρηση! Αλλά ήξερε τον γιο του. Καταλάβαινε ότι μέσα στην καρδιά του πρέπει να υπήρχε ένταση, να γινόταν μάχη για το τι τελικά θα επικρατήσει. Και το ήξερε αυτό, γιατί συχνά έβλεπε τον Νίκο του να απομονώνεται, να διαβάζει κάποια «θεωτικά» βιβλία της πεθεράς του που ήταν άνθρωπος πολύ της Εκκλησίας και όλο σύχναζε στις Εκκλησιές, να αρνείται να δώσει εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο! Όσες φορές επιχείρησε να τον κουβεντιάσει, αυτός και η γυναίκα του, δεν κατάφεραν να ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς ήθελε ο γιος τους. Κι ήταν ο μεγάλος τους. Με τα μικρότερα δεν υπήρχε θέμα. Όμως ο μεγάλος είχε κάτι στα μάτια του που φαινόταν να τους ανησυχεί! Δεν είχαν την πολυτέλεια να προβληματιστούν περισσότερο – το «αγώι» της βιοτεχνίας τους τραβούσε σχεδόν ολοκληρωτικά!

Το παλληκάρι σκέφτηκε να φύγει. Να προσκυνήσει και να φύγει. Μα τα λόγια που είχε ακούσει από τον Δεσπότη στο κήρυγμα λίγο πριν την Αποκαθήλωση χαράχτηκαν μέσα του – σαν να του έδιναν απάντηση στο θολό τοπίο που ζούσε.

«Ο Θεός μας στο πρόσωπο του Χριστού μας ήλθε σε εμάς. Έγινε άνθρωπος κινούμενος από την άπειρη αγάπη Του προς το δημιούργημά Του. Κι όχι απλώς έγινε άνθρωπος, αλλά σήκωσε πάνω Του όλες τις αμαρτίες μας. Είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Κανείς πια, μετά τον ερχομό και το Πάθος του Χριστού, δεν μπορεί να πει ότι είναι ξένος του Θεού ή ότι οι πολλές και βαριές αμαρτίες του μπορούν να τον κρατήσουν μακριά από Εκείνον. Ο Χριστός είναι η απάντηση για όλα τα προβλήματά μας, για όλες τις ανάγκες μας. Είναι η λύση της ταραγμένης ύπαρξής μας. Χωρίς Χριστό η ζωή δεν αντέχεται. Δεν έχει νόημα».

Αυτά και άλλα που είπε ο Δεσπότης ένιωσε να του τρυπούν την καρδιά και να γαληνεύουν τη συνείδησή του. Δάκρυα του ήλθαν στα μάτια, που δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει. Η παρηγοριά που ένιωσε από όλη την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας και από τα εμπνευσμένα λόγια του Δεσπότη τον έκαναν να δει τον εαυτό του μ’ ένα τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν είχε δει.

«Θέλω να εξομολογηθώ» αποφάσισε. «Τώρα. Δεν αντέχω άλλο!»

Η απάντηση του πιεσμένου από τον χρόνο ιερέα τον… προσγείωσε! Αλλά η καρδιά του είχε άλλες απαιτήσεις. Έστρεψε το βλέμμα του πάνω στον Παντοκράτορα. Ο Κύριος έβλεπε τον κόσμο όλο κρατώντας τον μέσα στην αγκαλιά Του. Σαν να φωτίστηκε. Σηκώθηκε αποφασιστικά και προχώρησε προς τη μικρή θύρα που είδε προηγουμένως να βγαίνει ο ιερέας. Στο Άγιο Βήμα. Δεν του ήταν άγνωστος χώρος, γιατί η γιαγιά του στα μικράτα του τον έπαιρνε μαζί της και τον προωθούσε στο Ιερό της ενορίας τους. Είχε γίνει αρκετές φορές παλιότερα «παπαδάκι». Αλλά με τα χρόνια κι αυτό ξεχάστηκε. Τώρα όμως το ένιωσε μ’ έναν παράξενο τρόπο δικό του.

Το μεγαλοπρεπές Ιερό του Καθεδρικού Ναού τον εντυπωσίασε. Εντελώς προσωρινά όμως, γιατί όλα: ιερείς, διάκονοι, παπαδάκια «σβήστηκαν» μπρος στον κτύπο της καρδιάς του να βρει διέξοδο σε ό,τι τον είχε κατακλύσει. Το βλέμμα του προσανατολίστηκε σ’ αυτό που έψαχνε: τον Δεσπότη που καθόταν σε μία πολυθρόνα εξαντλημένος από την πολύωρη ακολουθία κι ακούγοντας κάποιον κύριο με κουστούμι να του διηγείται κάτι. Πλησίασε κι αυτός. Πρέπει το βλέμμα του να αποτύπωνε όλη την ένταση της ψυχής του, ώστε «μαγνήτισε» τον Επίσκοπο. Ίσως η χάρη της Αρχιερωσύνης του να τον έκανε να καταλάβει ότι κάτι ξεχωριστό συμβαίνει με το παλληκάρι που στεκόταν μπροστά του ολόρθο εκζητώντας την ευλογία του.

Ο κύριος με το κουστούμι φίλησε το χέρι του Δεσπότη και έφυγε. Ο νεαρός έμεινε μόνος. Γονάτισε μπροστά στον σεβάσμιο Αρχιερέα, του οποίου η φήμη για τη δύναμη των κηρυγμάτων του, προφορικών και γραπτών, αλλά και για την τρυφερότητα της καρδιάς του είχε απλωθεί πολύ πέραν της δικής του Μητροπόλεως, του φίλησε με σεβασμό το χέρι και με σπασμένη φωνή προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει όσα συνέβαιναν μέσα του.

«Ο λόγος σας με συγκλόνισε, Σεβασμιώτατε» ψέλλισε. «Ένιωσα πως ό,τι λέγατε τα λέγατε για μένα. Σαν να βρέθηκα μόνος μπροστά στον Χριστό που με την αγάπη Του με έκλεινε στην αγκαλιά Του. Δεν σας κρύβω ότι με κάνατε να δακρύσω».

Ο Δεσπότης άκουγε σιωπηλά. Έβλεπε τη χάρη του Θεού να έχει διεισδύσει στην ψυχή του νεαρού αυτού παλληκαριού και να τον αλλοιώνει. «Τα θαύματα του Θεού» συλλογίστηκε. «Το πρόβατό Του που είναι χαμένο και το βρίσκει. Δόξα Σοι, Κύριε». Ευλόγησε το κεφάλι του νεαρού και τον έβαλε να καθίσει δίπλα του.

«Τι θέλεις; Τι ζητάς;» του είπε χαμηλόφωνα.

«Θα ήθελα να εξομολογηθώ. Το νιώθω ανάγκη. Φοβάμαι όταν φύγω από εδώ».

Ο σοφός αρχιερέας έδρασε αστραπιαία. «Πάτερ!» στράφηκε σ’ έναν από τους ιερείς που έστεκε λίγο μακρύτερά του. Πλησίασε εκείνος. «Ορίστε, Σεβασμιώτατε!» «Σε παρακαλώ, πάρε αμέσως το νεαρό αυτό παλληκάρι και πηγαίνετε στο γραφείο για εξομολόγηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ανοικτούς ουρανούς».

Ο Νίκος εξομολογήθηκε την ίδια εκείνη ημέρα. Μεγάλη Παρασκευή. Με αφορμή το κήρυγμα του αρχιερέα που μίλησε στα τρίσβαθα της καρδιάς του. Η μετέπειτα πορεία του υπήρξε θαυμαστή. Επέστρεψε προς ώρας στην εργασία του με τον πατέρα του έχοντας όμως αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του. Ετοιμάστηκε να δώσει εξετάσεις για τη Θεολογική Σχολή. Πέρασε και την τελείωσε. Πήγε αργότερα στον στρατό. Με το απολυτήριο στο χέρι ανακοίνωσε μετά από προσευχή και μετά από συνεννόηση πια με τον πνευματικό του, στον οποίο πήγαινε τακτικά, την οριστική απόφασή του: θα γινόταν καλόγερος σε ένα μοναστήρι που του υπέδειξε ο Γέροντάς του.

Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά και την ιερωσύνη που καταξιώθηκε, έγινε ηγούμενος στη Μονή του με παράλληλη δράση κηρυκτική και ιεραποστολική στην επαρχία που βρέθηκε. Η όλη αγία βιοτή του και η θεολογική του κατάρτιση άρχισαν να προσελκύουν και άλλους νέους ανθρώπους, ώστε το Μοναστήρι του τελικώς να γίνει κέντρο που οι άνθρωποι ξεδιψούσαν και συνεχίζουν να ξεδιψούν από τη δίψα για αληθινή ζωή. Κι αυτό γιατί ο Γέροντας Π., ο ηγούμενος, με αφορμή ένα κήρυγμα, είχε γίνει ο ίδιος, κατά τον λόγο του Κυρίου, «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» - πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή.

18 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ

«Ο άγιος Πλάτων ήταν από τη χώρα των Γαλατών, από την πόλη της Αγκύρας, αδελφός του αγίου μάρτυρα Αντιόχου. Επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, νεαρός ακόμη, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Και κτυπιέται από δώδεκα στρατιώτες και απλώνεται πάνω σε χάλκινο πυρωμένο κρεβάτι, ενώ από πάνω τον ράβδιζαν. Και καίγεται στις μασχάλες και στα πλευρά από πυρωμένες σφαίρες, ενώ από την πλάτη του έβγαλαν μία λουρίδα δέρματος, ενώ στη συνέχεια του έξυσαν τις σάρκες και τις πλευρές τόσο πολύ, ώστε αλλοιώθηκε η όψη του. Και τότε δέχεται το τέλος με το ξίφος».  

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην επισημάνει για τον άγιο Πλάτωνα ό,τι αποτελεί θησαυρό του κάθε μάρτυρα: τη ζωντανή πίστη του στον Χριστό, την ανάκρασή του με την αγάπη Εκείνου, τη διαρκή ενατένιση και όραση της ομορφιάς και τους κάλλους Του με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μάλιστα παρουσιάζει τον άγιο ως ιερέα που προσέφερε θυσία στον Χριστό τον ίδιο του τον εαυτό, και τρόπον τινά ως θεατή που παρατηρεί  το μαρτύριό του σαν να έπασχε κάποιος άλλος. «Αγωνίστηκες, πανεύφημε, σαν να έπασχες σε άλλο σώμα˙ αθλήθηκες σαν να ’γινες θεατής άλλων αγωνιστών».

Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του αγίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σημερινά δεδομένα.  Σημειώνει ο υμνογράφος: «Το καρτερικότατο σώμα σου, που απλώθηκε πάνω στο ξύλο, υφίστατο φοβερές και βαθιές  χαρακιές και ξεσμούς από τα κτυπήματα. Αλλά άντεχε η δύναμη της ψυχής σου, η οποία δυναμωνόταν από την αγάπη του Κυρίου και τον έρωτα της βασιλείας του Θεού». Τι επισημαίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπορεί ο άγιος Πλάτων να υφίστατο φοβερά βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά έμενε όρθια η ψυχή του, που ενισχυόταν από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Στον άγιο δηλαδή βλέπουμε να εφαρμόζεται η προτροπή του Κυρίου, που λέει «να μη φοβόμαστε εκείνον που μπορεί να σκοτώνει το σώμα μας, αλλά δεν έχει ισχύ πάνω στην ψυχή μας». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ηττάται, όσο η ψυχή του παραμένει δυνατή. Ηττάται, όταν η ψυχή καμφθεί και σταματήσει επομένως να προσβλέπει στον Θεό που την ενισχύει.

Έχουμε την εντύπωση ότι ο λόγος αυτός του υμνογράφου για τον άγιο Πλάτωνα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχτεί, όπως είπαμε, στην εποχή μας. Διότι και εμείς, σ’  ένα μεγάλο βαθμό, υφιστάμεθα πολλά δεινά με τις παντοειδείς κρίσεις που περνάμε προσωπικά και ως κοινωνία – κρίσεις που αποτελούν χαρακιές και ξεσμούς πάνω στην ίδια τη σάρκα της ψυχής μας. Αλλά δεν πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας. Δεν πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι μας. Η ψυχή μας πρέπει να κρατηθεί όρθια. Ό,τι συνέβη και στον άγιο Πλάτωνα˙ παρ’  όλα όσα υπέστη, τελικώς νίκησε. Διότι είχε μαζί του την παντοδυναμία του Θεού. Και γι’  αυτόν ισχύει ο λόγος: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει: η ψυχή του Πλάτωνα κρατήθηκε όρθια, γιατί πίστευε στον Χριστό. Γιατί η πίστη του και η αγάπη του στον Θεό ήταν ζωντανή. Και γι’  αυτό είδε να ενεργοποιείται και σ’  αυτόν η παντοδυναμία του Θεού. Όσο το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον Χριστό μας, τόσο και θα έχουμε τελικώς το «πάνω χέρι». Η ψυχή, το ξαναλέμε, είναι αυτή που ή νικά ή νικιέται.

17 Νοεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

 

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).