19 Απριλίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἐκ πάντων ἐνήστευσα κατορθωμάτων, εἰς κόρον ἀπήλαυσα τῶν σφαλμάτων, Κύριε· νῦν οὖν πεινῶντά με, σωτηριώδους καί σεπτῆς ἔμπλησον βρώσεως» (ὠδή α΄ ἦχος α΄)

(Νήστεψα ἀπό ὅλα τά κατορθώματα, ἀπόλαυσα μέχρι κορεσμοῦ τά σφάλματα, Κύριε. Τώρα λοιπόν πού πεινάω, γέμισέ με ἀπό τή σωτήρια καί ἱερή σου βρώση).

Ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τό τροπάριο, ἐκφράζει τήν πνευματική κατάσταση πού συνήθως ἀπαντᾶται στούς πιστούς στόν Χριστό ἀνθρώπους: τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, τήν ἔλλειψη τῶν καρπῶν του Πνεύματος. Καί δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει τοῦτο. Γιατί καί μία ὥρα νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί πάλι δυστυχῶς θά ἁμαρτήσει – εἶναι τό τίμημα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν πρωτοπλάστων πού σάν ρίζα πού μολύνθηκε διαπερνάει ὁλόκληρο ἔκτοτε τό δένδρο τῆς ἀνθρωπότητας. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νά ἔχει ἔλθει καί νά μᾶς ἔχει δώσει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνσωμάτωσή μας στό ἅγιο σῶμα Του διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά ξεπερνᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅμως εἶναι τέτοια ἡ ραθυμία τῆς ζωῆς μας, ὥστε οὔτε αὐτό τελικῶς κάνουμε: παρ’ ὅλη τή βοήθειά Του νά συνεχίζουμε τόν δρόμο καί τῆς δικῆς μας ἀνυπακοῆς. Ὅσο λοιπόν προχωράει ἡ ζωή μας, τόσο βλέπουμε καί τήν αὔξηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅμως διαπιστώνουμε τήν ἁμαρτία μας καί ἀπό ἄλλη πλευρά: ὅσο σχετιζόμαστε μέ τόν Κύριο, ὅσο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμαστε νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του, τόσο διανοίγεται ὁ πνευματικός μας ὀφθαλμός καί βλέπει πράγματα πού πρίν ἀγνοοῦσε, δηλαδή διαπιστώνει ἁμαρτίες πού πρίν οὔτε κἄν τίς ὑποψιαζόταν. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ δέν ἔβλεπε κάποια ὁρατή ἁμαρτία στή συνείδησή του, δέν ἐπαναπαυόταν. Γιατί «Κριτής μου εἶναι ὁ Κύριος», ἔλεγε, δηλαδή Ἐκεῖνος πού βλέπει καί τίς πιό ἀδιόρατες κινήσεις τῆς ψυχῆς, πού καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦμε. Δέν εἶναι τοῦτο μία ἐκ πλαγίου ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ πού καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ νεώτερη ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως λέγεται, ἐπισημαίνει; Δηλαδή ὅτι μιλώντας γιά την ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μιλᾶμε γιά κάτι πού ἔχει βάθος ἀπύθμενο, κυριολεκτικά γιά μία «ἄβυσσο» τοῦ ἀσυνειδήτου, ἡ ὁποία ἔχει τούς δικούς της «κανόνες» καί τούς δικούς της τρόπους; Λοιπόν νήστεψα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά ὄχι ἀπό φαγητά καί κακίες, ἀλλά ἀπό κατορθώματα. Καί ἔφτασε σέ κορεσμό γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπό σφάλματα καί ἁμαρτίες. Δέν μᾶς ἀφήνει ἐκθέτους ὅμως ὁ ποιητής. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πάντοτε ὑπάρχει ἡ ὁδός διαφυγῆς, ἡ θεραπεία καί ἡ σωτηρία: ἡ στροφή πρός τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς προσφέρει ἐκείνη τήν τροφή πού γεμίζει τήν πεινασμένη μας ψυχή, δηλαδή τή χάρη Του, τόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό. Ἡ λύση γιά ὅλα τά ἀρνητικά τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας.

17 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

«Ὅς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, και ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ. 10, 43-44)

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της τελευταίας Ε΄ Κυριακής της Σαρακοστής – το Σάββατο του Λαζάρου σηματοδοτεί το τέλος της – αναφέρεται στην προσπάθεια του Κυρίου να αποκαλύψει στους μαθητές Του τα συγκλονιστικά γεγονότα του Πάθους Του που θα φέρουν τη σωτηρία στο ανθρώπινο γένος. Ό,τι κατά καιρούς τους έλεγε συνεσκιασμένα, τώρα τους το λέει ξεκάθαρα. Δυστυχώς όμως οι μαθητές «υπνώττουν». Και το περιστατικό της εκζήτησης από τους Ιωάννη και Ιάκωβο της πρωτιάς, με κριτήρια όμως εγκόσμια και εγωϊστικά, επιβεβαιώνει την αδυναμία κατανόησης του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος όμως συγκαταβαίνει και τους διδάσκει, προσβλέποντας στο μέλλον και τον φωτισμό τους από το Πνεύμα Του την ημέρα της Πεντηκοστής: «Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει υπηρέτης σας. Και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος όλων».

1. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε στα λόγια του Κυρίου ότι δεν αρνείται την επιθυμία της μεγαλουργίας και της πρωτιάς. Την αποδέχεται, γιατί εκφράζει κάτι βαθιά ανθρώπινο: τη φορά του ανθρώπου προς την τελειότητα και τη μεγαλωσύνη, που είναι καρπός της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Η επιθυμία δηλαδή για πρωτιά, η φιλοπρωτία,  ως φανέρωση του τρόπου πλάσεώς του συνιστά τελικώς στοιχείο της φυσιολογίας του ανθρώπου.

2. Η αμαρτία όμως που διέστρεψε τις ανθρώπινες δυνάμεις διέστρεψε και την τάση της φιλοπρωτίας. Ενώ δηλαδή η τάση αυτή ήταν δοσμένη από τον Θεό για τη σωτηρία του ανθρώπου, τώρα αλλοιώνεται και λειτουργεί παρά φύσιν, δηλαδή προς καταστροφή του ανθρώπου. Γίνεται και αυτή ένα από τα πάθη του που λειτουργεί για τον εγωισμό του. Κι αυτό σημαίνει ότι ενώ η επιθυμία της πρωτιάς αναφερόταν στον Θεό και είχε χαρακτηριστικό της την αγάπη στον συνάνθρωπο, μετά την πτώση στην αμαρτία αναφέρεται στον ίδιο τον άνθρωπο και έχει ως χαρακτηριστικό το ατομικό του συμφέρον. Η φιλοπρωτία δηλαδή έγινε από μέσον πνευματικής προαγωγής  μέσον εγωιστικής προβολής και κυριαρχίας επί των άλλων, μέσον κυριολεκτικά αμαρτίας και δαιμονικής υπερηφάνειας – «πνεῦμα φιλαρχίας μή μοι δῷς».

3. Ο Κύριος ερχόμενος στον κόσμο «ἵνα σώσῃ τόν ἄνθρωπον» αποκαθιστά τις δυνάμεις του ανθρώπου καθώς τον εντάσσει μέσα στον Ίδιο, που θα πει τον επαναπροσανατολίζει στον αρχικό του προορισμό. Η φιλοπρωτία εν προκειμένω λειτουργεί εν Κυρίω όχι μέσα στο πλαίσιο της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία αλλά μέσα στο πλαίσιο του ανακαινισμού που έφερε γι’ αυτόν – «ἰδού καινά ποιῶ πάντα». Και η ανακαίνιση έγκειται στην αλλαγή σκοπού και μεθόδου. Ο Κύριος σχετίζει την επιθυμία της πρωτιάς και πάλι με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τονίζοντας ως μέθοδο την ταπεινή αγάπη. Η σταυρική Του θυσία μάλιστα γίνεται το όριο πάνω στο οποίο θα κρίνεται έκτοτε κάθε έννοια μεγαλωσύνης και πρωτιάς: ο Σταυρός του Χριστού είναι το απόλυτο κριτήριο που φανερώνει τι σημαίνει να είσαι πρώτος, τι σημαίνει να είσαι μέσα στη δόξα του Θεού. Οπότε ο Κύριος αναποδογυρίζει εντελώς τις κοσμικές προτεραιότητες κι εγκαθιστά τις προτεραιότητες του ουρανού: για να είσαι πρώτος πρέπει να είσαι τελευταίος, για να γίνεις μεγάλος πρέπει να γίνεις υπηρέτης και μικρότερος όλων. Ακριβώς λοιπόν καταδικάζει τη συγκεκριμένη φιλοπρωτία των μαθητών του, γιατί εξέφραζε την κακή και αμαρτωλή ποιότητά της.

4. Η ανατροπή αυτή που επιφέρει ο Κύριος συνιστά παραδοξότητα και «σκάνδαλο» για την ανθρώπινη λογική: όσο κατεβαίνεις, λέει, τόσο και ανεβαίνεις, όσο μικραίνεις τόσο και μεγαλώνεις, όσο ατιμάζεσαι τόσο και δοξάζεσαι. Κι αυτό συμβαίνει γιατί με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος ακολουθεί τη ζωή του Σωτήρα Χριστού. Έτσι έζησε Εκείνος, ως μικρότερος και υπηρέτης των άλλων: «ἐγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν» - ας δούμε και το συγκλονιστικό παράδειγμα πλύσεως των ποδιών των μαθητών Του από τον Ίδιο -, γι’ αυτό και μόνον ο τρόπος αυτός μπορεί να προαγάγει και τον άνθρωπο. Πρόοδος κατά την πίστη μας είναι ό,τι συμβαδίζει με τη ζωή του Κυρίου Ιησού και ό,τι συνεπώς οδηγεί στην ταπείνωση που μαγνητίζει τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς γάρ ὁ Θεός δίδωσι χάριν».

5. Με τα παραπάνω ίσως δίνεται η απάντηση και σ’ ένα ερώτημα που τίθεται πολλές φορές: δεν μπορώ να αγωνίζομαι να είμαι πρώτος στη δουλειά μου, να ανέβω στην ιεραρχία της εργασίας μου για παράδειγμα; Βεβαίως λοιπόν και μπορεί και πρέπει ίσως κανείς ν’ αγωνίζεται για κάτι τέτοιο, αρκεί αυτός ο αγώνας της φιλοπρωτίας του να γίνεται για τη δόξα του Θεού, με την έννοια ότι δεν θα χρησιμοποιεί  την πρωτιά για να υπερηφανεύεται, για να πλουτίζει ή και να καταπιέζει τους άλλους, αλλά να υπηρετεί καλύτερα τον συνάνθρωπό του. Έτσι βλέπουμε ότι έκαναν πολλοί άγιοι, οι οποίοι κατείχαν κάποια μεγάλη θέση είτε κοσμική είτε εκκλησιαστική. Ο άγιος Δημήτριος για παράδειγμα: η μεγάλη κοσμική θέση που κατείχε στο στράτευμα ήταν το μέσον γι’ αυτόν προκειμένου να είναι ιεραπόστολος στους στρατιώτες του· ο άγιος Βασίλειος επίσης: επεδίωξε την αρχιεπισκοπική θέση της Καισαρείας, γιατί έβλεπε ότι έτσι μπορεί να προβάλει αποτελεσματικά την ορθή χριστιανική πίστη και να γίνει ανάχωμα στους αιρετικούς της εποχής. Η φιλοπρωτία λοιπόν των αγίων ήταν για το καλό του συνανθρώπου τους και για το πνευματικό καλό το δικό τους.

Το πρακτέο τίθεται αφεαυτού: απαιτείται η επίμονη προσπάθεια στροφής της υπάρχουσας μέσα μας φιλοπρωτίας στη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή να εμπιστευτούμε τη μέθοδο που υποδεικνύει ο ίδιος ο Κύριος: την ταπεινή αγάπη. Είναι η μέθοδος που  αφενός αποκαλύπτει τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, αφετέρου οδηγεί στη δόξα του ουρανού, τη μόνη δόξα που έχει αξία και σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία σήμερα μας προβάλλει το φοβερό παράδειγμα μετανοίας στο πρόσωπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Τι άλλο επεδίωξε η οσία Μαρία όταν πίστεψε σωστά στον Χριστό, παρά να αγωνισθεί να γίνει κι αυτή πρώτη; Αλλά πρώτη στις αρετές, στην ταπείνωση και την αγάπη: ό,τι συνιστά το θέλημα του Θεού. Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος. Κάθε τι άλλο αποτελεί εκτροπή και απομάκρυνση από τον Θεό.   

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

Α. Τήν τελευταία Ε΄ ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς, πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἡ ᾽Εκκλησία μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽! Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο αυτής: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία! Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν».

Β. Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.

     «Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽».

Γ. 1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος εὐλογημένος πόθος ἐπίσκεψης καί προσκύνησης τῶν Ἁγίων Τόπων. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί μάλιστα μία  περιέργεια πού συνδέθηκε μέ τήν άκόλαστο τρόπο ζωής της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της, τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Διότι εἶναι ὁ Πατέρας μας!

2) Μία δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. «Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια. Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός πού πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν ᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. «Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; Προφανῶς, διότι ἐρχόταν στό ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλαδή νά μπεῖ στό ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Κι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή λειτούργησε θετικά γιά τήν καλοπροαίρετη τελικῶς Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε σέ μετάνοια.

Μόλις μετάνιωσε ὅμως, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μία σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι καί ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.

3)  Καί μία τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας - ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

 


«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονγενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

16 Απριλίου 2021

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

«Ρόδον τό ἀμάραντον, χαῖρε ἡ μόνη βλαστήσασα· τό μῆλον τό εὔοσμον, χαῖρε ἡ τέξασα· τό ὀσφράδιον τοῦ μόνου Βασιλέως· χαῖρε Ἀπειρόγαμε, Κόσμου διάσωσμα» (ὠδή α΄, ἦχος δ΄).

(Χαῖρε (Παναγία), πού εἶσαι ἡ μόνη πού βλάστησε τό ἀμαράντινο ρόδο· χαῖρε Σύ πού γέννησες τό εὐωδιαστό μῆλο· εἶσαι τό ἄρωμα τοῦ μόνου Βασιλιᾶ· χαῖρε Σύ πού εἶσαι ἡ Παρθένος Κόρη καί ἡ σωτηρία τοῦ Κόσμου).

1. Ρόδο τό ἀμάραντο συνηθίζουμε νά χαρακτηρίζουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο ὅμως, τόν ἅγιο Ἰωσήφ, ὁ Κύριος εἶναι πρῶτα ἀπό ὅλα τό ρόδο αὐτό – Αὐτόν ὡς ρόδο βλάστησε ἡ Παναγία Μητέρα Του. Ἀκριβῶς ὅμως γι’ αὐτό, παρόμοιο ρόδο εἶναι κι αὐτή πού ὑπῆρξε ἡ κατ’ ἄνθρωπον γεννήτριά Του. Μέ τό ἴδιο σκεπτικό ἡ Παναγία εἶναι καί τό εὐωδιαστό τῆς ἀνθρωπότητας μῆλο. Γιά νά δηλώσει ἔτσι ὁ ποιητής ἀφενός τήν ταυτότητα σχέσεως Χριστοῦ καί Παναγίας – Χριστός καί Παναγία συνορῶνται πάντοτε – καί ἀφετέρου ὅτι ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τήν εὐωδιά τοῦ Χριστοῦ, «τό ὀφράδιον τοῦ μόνου Βασιλέως»: πλησιάζοντας τήν Παναγία, προσερχόμενοι ἐν προσευχῇ καί ταπεινώσει πρός Αὐτήν, τόν Χριστό «μυρίζουμε».

2. Κι αὐτή ἡ ὀσμή εἶναι τό ἄρωμα τοῦ μύρου τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Χριστός δέν ἦταν Αὐτός πού χρίστηκε ἐξαρχῆς τῆς δημόσιας δράσης Του ἀπό τό «ἐν εἴδει περιστερᾶς» ἅγιον Πνεῦμα τήν ὥρα τῆς βάπτισής Του στόν Ἰορδάνη ποταμό; Συνεπῶς τό πνευματικό αὐτό μύρο σκορποῦσε μέ κάθε κίνησή Του καί κάθε λόγο Του, τό πνευματικό αὐτό μύρο σκορπᾶ καί προσφέρει καί ἡ Παναγία μας.  Καί τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται κατά πρωθύστερο τρόπο καί ἀπό τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπέρχεται ἐπ’ Αὐτήν», γιά νά σαρκώσει στήν παναγία μήτρα Της τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπο.

3. Τό ἴδιο κατ’ ἐπέκταση μυρίζουν καί οἱ ἄνθρωποι. Μέ μία διπλή ὅμως ἐνέργεια: οἱ πιστοί καί βαπτισμένοι ἐν Χριστῶ, οἱ μυρωμένοι δικοί Του, μυρίζουν πράγματι Ἅγιον Πνεῦμα - πλησιάζεις ἕναν ἅγιο καί «ὀσφραίνεσαι» τή χάρη τοῦ Θεοῦ· σέ ἀνεβάζει στό ἐπίπεδο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄπιστοι καί ἀβάπτιστοι ὅμως – καί μέσα σ’ αὐτούς δυστυχῶς καί οἱ βαπτισμένοι πού ἔχουν ἀποπτύσει τό βάπτισμά τους λόγω τῆς ἀπιστίας τους – «μυρίζουν» ἀλλά μέ τή μυρωδιά τῆς ἁμαρτίας, τή βρωμιά τῶν παθῶν. Εἶναι μία πραγματικότητα πού ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται στή ζωή τῶν ἁγίων. Ὅταν συναντοῦσαν οἱ ἅγιοι ἀνθρώπους ἀγωνιστές στήν ἀρετή καί στήν πίστη, τούς ὀσφραίνονταν ὡς πνευματικό μύρο, ὅπως καί ἀντιστρόφως, ὅταν ἔρχονταν σέ συνάφεια μέ ἀνθρώπους ἀπίστους, πονηρούς καί ἀμετανοήτους, ὀσφραίνονταν τή «βρωμιά» τους, ἡ ὁποία ἀποτύπωνε τή βρωμερή «μπόχα» τοῦ Πονηροῦ διαβόλου.

Νά θυμηθοῦμε μεταξύ πλήθους ἄλλων παραδειγμάτων αὐτό πού εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Ἦλθε, παιδιά μου, κάποιος πού εἶχε μπλέξει μέ ἀνατολικές θρησκεῖες, ἐνῶ ἦταν βαπτισμένος χριστιανός. Καί βρώμαγε μέ μία βρῶμα πού δέν μποροῦσα νά ἀντέξω. Εἶπα σ’ ἕναν ὑποτακτικό μου νά τόν κεράσει καί νά τόν στείλει στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ». Ἐδῶ δέν στηρίζεται καί τό γεγονός τῆς μυροβολίας καί τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων τῶν διαφόρων ἁγίων μας; Αὐτό πού ζοῦσαν ὅσο βρίσκονταν στή ζωή αὐτή: τή θερμή ἐν ἀγάπῃ παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτό ματαβιβάστηκε καί στά ἅγια λείψανά τους.

Ἡ Παναγία μας ἀποτελεῖ τή μόνιμη καί ἀδιάκοπη εὐωδία τοῦ Κυρίου. Μέσα στήν ἀμορφία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, ὅπου ὄζει κυριολεκτικά ἀπό τά πολλά καί ποικίλα πάθη μας, ἄς τήν πλησιάζουμε καί ἄς τήν ἐπικαλούμαστε. Θά «εἰσπράττουμε» τήν ἐξαίσια ὀσμή Της, ὀσμή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, πού σημαίνει ὅτι κατά κάποιον τρόπο θά ἀρχίζουμε νά εὐωδιάζουμε κι ἐμεῖς. Γιατί δέν γίνεται νά μπεῖς σ’ ἕνα ἀρωματοπωλεῖο καί βγαίνοντας νά μή φέρεις, ἔστω καί γιά λίγο, τήν ἀτμόσφαιρα τῆς εὐωδίας.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

15 Απριλίου 2021