«Ὅς ἐάν θέλῃ
γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, και ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος,
ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ. 10, 43-44)
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της τελευταίας Ε΄ Κυριακής της Σαρακοστής – το Σάββατο
του Λαζάρου σηματοδοτεί το τέλος της – αναφέρεται στην προσπάθεια του Κυρίου να
αποκαλύψει στους μαθητές Του τα συγκλονιστικά γεγονότα του Πάθους Του που θα
φέρουν τη σωτηρία στο ανθρώπινο γένος. Ό,τι κατά καιρούς τους έλεγε
συνεσκιασμένα, τώρα τους το λέει ξεκάθαρα. Δυστυχώς όμως οι μαθητές
«υπνώττουν». Και το περιστατικό της εκζήτησης από τους Ιωάννη και Ιάκωβο της
πρωτιάς, με κριτήρια όμως εγκόσμια και εγωϊστικά, επιβεβαιώνει την αδυναμία
κατανόησης του Διδασκάλου τους. Ο Κύριος όμως συγκαταβαίνει και τους διδάσκει,
προσβλέποντας στο μέλλον και τον φωτισμό τους από το Πνεύμα Του την ημέρα της
Πεντηκοστής: «Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει
υπηρέτης σας. Και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος
όλων».
1. Είναι σημαντικό
να επισημάνουμε στα λόγια του Κυρίου ότι δεν αρνείται την επιθυμία της
μεγαλουργίας και της πρωτιάς. Την αποδέχεται, γιατί εκφράζει κάτι βαθιά
ανθρώπινο: τη φορά του ανθρώπου προς την τελειότητα και τη μεγαλωσύνη, που
είναι καρπός της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Η επιθυμία
δηλαδή για πρωτιά, η φιλοπρωτία, ως φανέρωση του τρόπου πλάσεώς του συνιστά τελικώς
στοιχείο της φυσιολογίας του ανθρώπου.
2. Η αμαρτία όμως που διέστρεψε τις ανθρώπινες δυνάμεις διέστρεψε και την τάση της φιλοπρωτίας. Ενώ δηλαδή η τάση αυτή ήταν δοσμένη από τον Θεό για τη σωτηρία του ανθρώπου, τώρα αλλοιώνεται και λειτουργεί παρά φύσιν, δηλαδή προς καταστροφή του ανθρώπου. Γίνεται και αυτή ένα από τα πάθη του που λειτουργεί για τον εγωισμό του. Κι αυτό σημαίνει ότι ενώ η επιθυμία της πρωτιάς αναφερόταν στον Θεό και είχε χαρακτηριστικό της την αγάπη στον συνάνθρωπο, μετά την πτώση στην αμαρτία αναφέρεται στον ίδιο τον άνθρωπο και έχει ως χαρακτηριστικό το ατομικό του συμφέρον. Η φιλοπρωτία δηλαδή έγινε από μέσον πνευματικής προαγωγής μέσον εγωιστικής προβολής και κυριαρχίας επί των άλλων, μέσον κυριολεκτικά αμαρτίας και δαιμονικής υπερηφάνειας – «πνεῦμα φιλαρχίας μή μοι δῷς».
3. Ο Κύριος ερχόμενος στον κόσμο «ἵνα σώσῃ τόν ἄνθρωπον»
αποκαθιστά τις δυνάμεις του ανθρώπου καθώς τον εντάσσει μέσα στον Ίδιο, που θα
πει τον επαναπροσανατολίζει στον αρχικό του προορισμό. Η φιλοπρωτία εν
προκειμένω λειτουργεί εν Κυρίω όχι μέσα στο πλαίσιο της πτώσεως του ανθρώπου στην
αμαρτία αλλά μέσα στο πλαίσιο του ανακαινισμού που έφερε γι’ αυτόν – «ἰδού καινά ποιῶ πάντα». Και η ανακαίνιση
έγκειται στην αλλαγή σκοπού και μεθόδου. Ο Κύριος σχετίζει την επιθυμία της
πρωτιάς και πάλι με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τονίζοντας ως μέθοδο την
ταπεινή αγάπη. Η σταυρική Του θυσία μάλιστα γίνεται το όριο πάνω στο οποίο θα
κρίνεται έκτοτε κάθε έννοια μεγαλωσύνης και πρωτιάς: ο Σταυρός του Χριστού
είναι το απόλυτο κριτήριο που φανερώνει τι σημαίνει να είσαι πρώτος, τι
σημαίνει να είσαι μέσα στη δόξα του Θεού. Οπότε ο Κύριος αναποδογυρίζει εντελώς
τις κοσμικές προτεραιότητες κι εγκαθιστά τις προτεραιότητες του ουρανού: για να
είσαι πρώτος πρέπει να είσαι τελευταίος, για να γίνεις μεγάλος πρέπει να γίνεις
υπηρέτης και μικρότερος όλων. Ακριβώς λοιπόν καταδικάζει τη συγκεκριμένη
φιλοπρωτία των μαθητών του, γιατί εξέφραζε την κακή και αμαρτωλή ποιότητά της.
4. Η ανατροπή αυτή που επιφέρει ο Κύριος συνιστά
παραδοξότητα και «σκάνδαλο» για την ανθρώπινη λογική: όσο κατεβαίνεις, λέει,
τόσο και ανεβαίνεις, όσο μικραίνεις τόσο και μεγαλώνεις, όσο ατιμάζεσαι τόσο
και δοξάζεσαι. Κι αυτό συμβαίνει γιατί με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος ακολουθεί
τη ζωή του Σωτήρα Χριστού. Έτσι έζησε Εκείνος, ως μικρότερος και υπηρέτης των
άλλων: «ἐγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν» - ας δούμε και το συγκλονιστικό παράδειγμα πλύσεως των ποδιών των μαθητών Του από τον Ίδιο -, γι’ αυτό και μόνον ο τρόπος αυτός μπορεί να προαγάγει και
τον άνθρωπο. Πρόοδος κατά την πίστη μας είναι ό,τι συμβαδίζει με τη ζωή του
Κυρίου Ιησού και ό,τι συνεπώς οδηγεί στην ταπείνωση που μαγνητίζει τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς γάρ ὁ Θεός δίδωσι χάριν».
5. Με τα παραπάνω ίσως δίνεται η απάντηση και σ’ ένα
ερώτημα που τίθεται πολλές φορές: δεν μπορώ να αγωνίζομαι να είμαι πρώτος στη
δουλειά μου, να ανέβω στην ιεραρχία της εργασίας μου για παράδειγμα; Βεβαίως
λοιπόν και μπορεί και πρέπει ίσως κανείς ν’ αγωνίζεται για κάτι τέτοιο, αρκεί
αυτός ο αγώνας της φιλοπρωτίας του να γίνεται για τη δόξα του Θεού, με την
έννοια ότι δεν θα χρησιμοποιεί την πρωτιά για να υπερηφανεύεται, για να πλουτίζει ή και
να καταπιέζει τους άλλους, αλλά να υπηρετεί καλύτερα τον συνάνθρωπό του. Έτσι
βλέπουμε ότι έκαναν πολλοί άγιοι, οι οποίοι κατείχαν κάποια μεγάλη θέση είτε
κοσμική είτε εκκλησιαστική. Ο άγιος Δημήτριος για παράδειγμα: η μεγάλη κοσμική
θέση που κατείχε στο στράτευμα ήταν το μέσον γι’ αυτόν προκειμένου να είναι
ιεραπόστολος στους στρατιώτες του· ο άγιος Βασίλειος επίσης: επεδίωξε την αρχιεπισκοπική
θέση της Καισαρείας, γιατί έβλεπε ότι έτσι μπορεί να προβάλει αποτελεσματικά
την ορθή χριστιανική πίστη και να γίνει ανάχωμα στους αιρετικούς της εποχής. Η
φιλοπρωτία λοιπόν των αγίων ήταν για το καλό του συνανθρώπου τους και για το πνευματικό
καλό το δικό τους.
Το πρακτέο τίθεται αφεαυτού: απαιτείται η επίμονη προσπάθεια στροφής της υπάρχουσας μέσα μας φιλοπρωτίας στη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή να εμπιστευτούμε τη μέθοδο που υποδεικνύει ο ίδιος ο Κύριος: την ταπεινή αγάπη. Είναι η μέθοδος που αφενός αποκαλύπτει τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, αφετέρου οδηγεί στη δόξα του ουρανού, τη μόνη δόξα που έχει αξία και σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία σήμερα μας προβάλλει το φοβερό παράδειγμα μετανοίας στο πρόσωπο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Τι άλλο επεδίωξε η οσία Μαρία όταν πίστεψε σωστά στον Χριστό, παρά να αγωνισθεί να γίνει κι αυτή πρώτη; Αλλά πρώτη στις αρετές, στην ταπείνωση και την αγάπη: ό,τι συνιστά το θέλημα του Θεού. Η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος. Κάθε τι άλλο αποτελεί εκτροπή και απομάκρυνση από τον Θεό.