«Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα»
(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη κι ὁ ἔρωτας
που νικάει κάθε άλλον πόθο).
Οἱ τρίτοι χαιρετισμοί βρίσκουν τήν πατρίδα μας ἀλλά καί τήν παγκόσμια κοινότητα
σέ μία πρωτόγνωρη κατάσταση: τήν πανδημία τοῦ κορονοϊοῦ, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ σ’ ἕναν βαθμό ἔγκλειστους καί μᾶς δίνει
βεβαίως τήν εὐκαιρία, πέραν τῶν ἄλλων ἀρνητικῶν στοιχείων πού φέρνει, νά ἀναμετρηθοῦμε
μέ τίς πνευματικές ἀντιστάσεις μας, νά ὑποστοῦμε ἕνα «crash test» τῆς συνύπαρξής μας στήν οἰκογένεια, νά σταθοῦμε ἐνώπιοι
ἐνωπίῳ μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τήν ἐνδεχομένη «μοναξιά» μας. Εὐλογία ἤ
κατάρα; Ὁ χρόνος θά δείξει. Σημασία πάντως ἔχει τό γεγονός ὅτι ἡ σχέση μας μέ
τόν Θεό καί τούς ἁγίους μας δέν ὑφίσταται κανέναν ἀποκλεισμό - ὁ Θεός τήν
καρδιά μας ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐπιζητεῖ καί ἐκεῖ εἶναι στραμμένο ἀδιάκοπα τό
παντοδύναμο πλῆρες ἀγάπης βλέμμα Του. «Ἄνθρωπος εἰς πρόσωπον, Θεός εἰς
καρδίαν βλέπει». Κι ἴσως εἶναι εὐκαιρία νά νιώσουμε ἐξ ἀνάγκης καί ὄχι κατ’
ἐπιλογήν τόν ἐγκλεισμό πολλῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι στό «ταμεῖον» τοῦ στενοῦ
χώρου πού ζοῦσαν ἀλλά καί τῆς καρδιᾶς τους μποροῦσαν νά βιώνουν πανίερες
στιγμές θεοκοινωνίας. Μήπως καί ὁ Κύριος γιά τόν λόγο αὐτόν ἐπέτρεψε τήν
πανδημία αὐτή;
Οἱ χαιρετισμοί τῆς Παναγίας μας, καί ἐν προκειμένῳ ὁ
συγκεκριμένος πού ἐπιλέξαμε, συνιστοῦν ἀπό τήν πλευρά τους τήν ἀπάντηση καί στή
δύσκολη περίοδο πού διερχόμαστε. Πῶς;
1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς,
στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία,
ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα
καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει
στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία
μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία,
εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της
ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη
καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει
δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν
κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη»,
διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω
γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν»,
καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ
Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται
στόν ἴδιο μέ Ἐκεῖνον
ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο,
ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον
καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ
μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.
2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή
στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ
γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά
στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται
σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ
δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ
τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά
παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος
μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο
θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε
βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου,
πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε
νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία
εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».
3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση
τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ
κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται.
Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά
ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ
Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε
τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν
πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι
ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι
Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει
χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς
συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί
θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας,
ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή
διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ
Παράδεισός μας.
4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος
ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά
νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ
τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν
καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό
τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα
μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας
Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας.
Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν
πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς
θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού
περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό
σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί
Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση
χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν
Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!
Αὐτόν τόν Παράδεισο τόν ἤδη βιούμενο ἀπό τή ζωή αὐτή μᾶς
προβάλλει ὁ χαιρετισμός. Γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει τόν Παράδεισο τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης
πού τόν ψαύουμε ἀνάγλυφα στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κι αὐτό συνιστᾶ, ὅπως
εἴπαμε, καί τή λύση καί τή θεραπεία καί στό πρόβλημα πού ζοῦμε μέ τήν πανδημία
τῶν ἡμερῶν μας. Ναί, τό πρόβλημα εἶναι ὑπαρκτό, δυσκολευόμαστε ἀπό τίς
συνέπειές του, μά πέρα ἀπό αὐτό, (διότι μπορεῖ νά τό προσδιορίσει καί νά τό ἀντιμετωπίσει),
εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς Μάνας μας καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Πατέρα μας, φίλου μας,
ρίζας μας, νυμφίου τῆς ψυχῆς μας. Ἡ στοργή τους αὐτή ὄντως νικάει κάθε τι ἄλλο
μέσα στόν κόσμο.