«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής
καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ
ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον
καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ
σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα
Αίνων, ήχος δ΄).
(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον
Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του
από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν
με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον
Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας
του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).
Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του
Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να
αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό
παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο
Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια,
και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος
του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος
πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ
Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του
Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και
υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή
στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την
κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του. «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.
Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία
αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια
που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον
ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να
λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει
διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του,
δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του
και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται:
ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου
παιδιού!
Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της
μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει
προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η
ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας,
λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της
αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον
εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της
επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα.
Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν
φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ
αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον
διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.
Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την
περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε
προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του
αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι
κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή
κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς
συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!