03 Απριλίου 2021

π. Μ Ι Χ Α Η Λ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ


«Ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ πρεσβυτέρου, πατρός καί ἀδελφοῦ ἡμῶν γενομένου ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Ἁγίας Παρασκευῆς Καλλιπόλεως Πειραιῶς».

«Οἱ τήν ὁδόν τήν στενήν βαδίσαντες τεθλιμμένην πάντες οἱ ἐν βίῳ˙ οἱ τόν σταυρόν ὡς ζυγόν ἀράμενοι καί ἐμοί ἀκολουθήσαντες ἐν πίστει, δεῦτε ἀπολάβετε ἅ ἡτοίμασα ὑμῖν βραβεῖα καί στέφη τά οὐράνια» (Από την εξόδιο ακολουθία εις κεκοιμημένον ιερέα).

(Όλοι εσείς που στη ζωή αυτή  βαδίσατε τη στενή και τεθλιμμένη οδό˙ κι όλοι εσείς που σηκώσατε τον σταυρό σας ως ζυγό και με ακολουθήσατε με πίστη, εμπρός απολαύσατε όσα βραβεία και ουράνια στεφάνια ετοίμασα για χάρη σας).

Σήμανε η ώρα, η κοινή για όλους τους ανθρώπους, και για τον κεκοιμημένο πια πατέρα και αδελφό π. Μιχαήλ Βασιλάκη. Ενενήντα χρόνια ζωής, εξήντα και… χρόνια ιερωσύνης (τα τελευταία δεκαπέντε ως συνταξιούχος), μία ζωή ολόκληρη διακονίας και υπηρεσίας προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ήρθε η ώρα να δύσει κι αυτός, όπως σβήνει κι ο ήλιος, όχι όμως για να «χαθεί», όπως πιστεύουν οι αρνητές της πίστεως, αλλ’ ούτε για να μείνει στη μνήμη κάποιων ανθρώπων, ώστε δι’ αυτών να συνεχιστεί η παρουσία του. Αλλά για να ανατείλει εκεί «ἔνθα οὐκ ἔστιν πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός», στην ίδια την εν Ουρανοίς Βασιλεία του Θεού. Έφυγε από τον κόσμο τούτο, για να αλλάξει πλευρό στην αγκαλιά του Χριστού. Γιατί αυτό δεν διαλαλεί η πίστη μας όχι ως θεωρία και φαντασία, όχι ως ιδεολογία, αλλά ως πραγματικότητα θεμελιωμένη στο κατεξοχήν γεγονός που σφράγισε την Ιστορία, την Ανάσταση του Χριστού; «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» όπως το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος. Είτε δηλαδή είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε με τον θάνατό μας, στον Χριστό ανήκουμε. Γιατί Αυτός είναι ο Δημιουργός και ο Προνοητής και ο Κυβερνήτης μας. «Τά πάντα ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν» υπάρχουν και υφίστανται. Και ο αγαπημένος παπα Μιχάλης μας, και όσο ζούσε μέχρι λίγες μέρες πριν, αναπαυόταν στην αγκαλιά του Κυρίου, και τώρα, ακόμη περισσότερο, αναπαύεται στην ίδια αγκαλιά, μέσα όμως από την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μαζί Του. Εάν η σχέση μας με τον Χριστό στον κόσμο τούτο είναι μέσα από τη «θολή» όραση της πίστης, τότε, την ώρα που φεύγουμε από τον κόσμο τούτο, αποκτά την καθαρότητα που ’χει το κρύσταλλο, που θα γίνει μάλιστα ακόμη καθαρότερη με τη Δευτέρα έλευση του Κυρίου μας. Τίποτε δεν διακόπτει πια την κοινωνία με τον Χριστό, κυρίως δε το σαρκίο μας, το σώμα μας, που η παχύτητά του δεν αφήνει την ψυχή και το πνεύμα μας να απολαμβάνει όσο θέλει την αγάπη του Χριστού, Εκείνου προς εμάς και ημών προς Εκείνον.  

Ευλογήθηκα, και μαζί μου και οι άλλοι εφημέριοι του Ναού μας: άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, να συνυπάρχω με τον μακαριστό πατέρα μας είκοσι περίπου χρόνια. Αρκετά βεβαίως για να καταλάβω την ποιότητα του χαρακτήρα του και το βάθος της ιερατικής του συνείδησης. Και τι κατενόησα; Ότι πρόκειται περί ανθρώπου που μέσα από αυτόν αναδύεται πρώτα από όλα η κρητική υπερηφάνεια και λεβεντιά. Ο παπα Μιχάλης, σαν άλλος καπετάν Μιχάλης, ήταν ο ντόμπρος άνθρωπος, ο καθαρός, που δεν κρατάει δεύτερες σκέψεις για σένα πίσω από το κεφάλι του. Ό,τι είχε να πει στο έλεγε απερίφραστα, γιατί δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η μόνη έγνοια του ήταν να μη σε προσβάλει, που σημαίνει ότι η ντομπροσύνη του φιλτραριζόταν από την αγάπη του για τον συνάνθρωπο. Τόσα χρόνια μαζί, για παράδειγμα, και ένα λόγο κατάκρισης για άλλον συνεφημέριο ή και για άλλον συνάνθρωπο δεν άκουσα. Κι όχι μόνο αυτό. Πάντοτε η στάση του και ο λόγος του συνοδευόταν από το πηγαίο χαμόγελό του. Και δεν είναι υπερβολή. Όσοι έστω και λίγο τον έζησαν και τον συναναστράφηκαν θα συμφωνούν με την πραγματικότητα αυτή.

Θα πω ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Υπήρχαν πολλά πράγματα που τα έβλεπε και τον ενοχλούσαν, και στον κόσμο γύρω μας αλλά και στην ενορία, ακόμη και μέσα στον Ναό. Μία τέτοια ενόχλησή του – δείγμα της ιερατικής ευαίσθητης και καλλιεργημένης συνείδησής του – ήταν η κακή συνήθεια κάποιων χριστιανών, που την ώρα του μνημοσύνου μετά τη Θεία Λειτουργία σηκώνονταν και έφευγαν. Συχνά βέβαια είχαμε την ευκαιρία να το σημειώσουμε, να το εξηγήσουμε, να το πούμε και να το ξαναπούμε. Μάταιος όμως κόπος. Γιατί μία κακή συνήθεια δεν ξεριζώνεται εύκολα. Κάποια φορά δεν άντεξε. Πήρε στο τέλος το μικρόφωνο και με τη συνηθισμένη του ευγένεια παρεκάλεσε τον κόσμο να μείνει, να μη φύγει. «Σας παρακαλώ», είπε, «δεν είναι σωστό να φύγετε». Μπορεί να μην εύρισκε τα λόγια να εκφράσει τη θεολογία της Εκκλησίας μας, αλλά τη ζούσε και έβλεπε το λάθος. «Δεν είναι σωστό» - αρκούσε τούτο για να φανερώσει τη στάση ζωής του, ότι η Εκκλησία μας είναι «σώμα Χριστού», ότι όλοι μας είμαστε «μέλη Χριστού», συνεπώς όταν φεύγει ένας αδελφός φεύγει κάποιος που είναι δικός μας, που είμαστε εμείς, κι όχι ένας ξένος. Ειλικρινά, στο άκουσμα της σεμνής παρατήρησης δάκρυσα.

Κι ακριβώς, ήταν ευγενής άνθρωπος ο μακαριστός πατέρας. Γιατί όπως είπαμε, έφερνε την αύρα του Ψηλορείτη και την αρμύρα του Κρητικού Πελάγους, που σημαίνει τον καθαρό λόγο, αλλά τον συνυφασμένο με τ’ αγιαστικό ένδυμα του αγίου παππούλη, του αγίου των θαλασσών Νικολάου του εν Μύροις. Ευγένεια: το ευωδιαστό άνθος της απλής και καθαρής ψυχής που έχει αρδευτεί και αρδεύεται όμως από την αγάπη. Και τέτοια ευγενική ψυχή ήταν και ο παπα Μιχάλης. Και δεν δίσταζε όταν έβλεπε κάτι καλό, να το επαινέσει, να το ενισχύσει, να του δώσει «αέρα» όπως λέμε για να αναπτυχθεί περισσότερο. Και το λέω εμπειρικά: ήδη απαρχής όταν ανέλαβα τη διακονία μου στον Ναό μας, και ιδίως το κήρυγμα, ήταν ο πρώτος που μου εξέφρασε την ευαρέσκειά του. «Να κηρύσσεις» μου έλεγε, ενώ όταν για διαφόρους λόγους, σε μία καθημερινή εορτή για παράδειγμα, έλεγα πως δεν θα πω τίποτε, ερχόταν και με παρακινούσε. «Πες τους δυο λόγια εσύ που μπορείς».

Δεν ήταν μόνο η κρητική αύρα που έφερνε ως ψυχή ο μακαριστός πατέρας. Η ίδια η κορμοστασιά του, η ευθυτενής και σταθερή, βοηθούσε σ’ αυτό. Και το καταλάβαινες με την πρώτη ματιά την ώρα ιδιαιτέρως που λειτουργούσε. Ήταν ιεροπρεπέστατος, σωστά τοποθετημένος ενώπιον της αγίας Τράπεζας, με κινήσεις κυριολεκτικά αρχοντικές. Ναι, ήταν άρχοντας στη Θεία Λειτουργία ο πατέρας. Και είχε επίγνωση και το εξέφραζε ως στοιχείο της ζωής του. Μα ήταν ακριβώς αυτό που απεδείκνυε και τη βαθειά πίστη του και την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι λειτουργός του Υψίστου. Και πάλι θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ κάτι από την αγωνία του να μου μεταδώσει κάτι σημαντικό όταν πρωτοέγινα κληρικός. Κάνοντας την πρόθεση κάποια φορά και καθώς βρισκόμουν εγώ δίπλα του για να παρακολουθώ, κοντοστέκεται στο τέλος, μετά την ευχή της προθέσεως, όπου ο ιερέας ζητά από τον Θεό Πατέρα να ευλογήσει την πρόθεση και να αναγάγει τα δώρα στο Ουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τα αιτήματα των ανθρώπων, γυρίζει και μου λέει με επίσημο ύφος ως τρόπον τινά απόσταγμα της λειτουργικής εμπειρίας του: «Πρόσεχε, π. Γεώργιε. Η συγκεκριμένη ευχή είναι πολύ σπουδαία. Περικλείει μεγάλο βάθος». Ποιος ξέρει τι εμπειρίες εξέφραζε την ώρα εκείνη ο καλός παππούλης!

Θα παραλείψω πάμπολλα άλλα στοιχεία, αποδεικτικά του γεγονότος ότι μιλάμε για πραγματικό παπά, και θα περιοριστώ σε ένα τελευταίο, που νομίζω όμως πως είναι πρώτο: τη σχέση του με τη μακαριστή πρεσβυτέρα του Ηλέκτρα. Η παπαδιά του ήταν για τον παπα Μιχάλη η βάση του μετά τον Θεό. Τίποτε δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την έγνοια και την αναφορά του σ’ αυτήν. Άλλωστε εκείνη είχε και την κατεξοχήν ευθύνη για το μεγάλωμα των αγαπημένων του παιδιών που τόσο τα αγαπούσε και τόσο τον αγαπούσαν! Ευλογημένα παιδιά. Ευλογημένα έπειτα και τα εγγόνια του! Γι’ αυτό και όταν έφυγε πριν από αρκετά χρόνια από τη ζωή αυτή απρόσμενα, κλονίστηκε. Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά σιγά σιγά η πίστη του, μαζί με την αγάπη των παιδιών του, τον δυνάμωσε και συνήλθε. Και δεν πρέπει τούτο να το πάρουμε στα ελαφρά. Γιατί η παπαδιά για τον παπά συνιστά πράγματι το θεμέλιο και του οίκου του αλλά και της ορθής ιερατικής του πορείας. Αν για κάθε έγγαμο το άλλο μέλος της συζυγίας είναι κυριολεκτικά το άλλο του μισό, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «οὐκ εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ», τούτο ισχύει πολλαπλάσια ίσως για τον ιερέα. Κι είχε επίγνωση και η μακαριστή πρεσβυτέρα του της πραγματικότητας αυτής, γιατί έλεγε πως «ο παπάς – έτσι προσφωνούσε τον ιερέα σύζυγό της - μόνο τα της Εκκλησίας ξέρει. Στο σπίτι δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα». Γιατί προφανώς είχε τέτοια αγάπη και δυναμισμό η πρεσβυτέρα του, ώστε του τα ετοίμαζε όλα, προκειμένου εκείνος ελεύθερα να είναι αφοσιωμένος στα ιερατικά του καθήκοντα.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά που λέμε όμως με το αρχικό τροπάριο; Αμεσότατη! Διότι ό,τι αναφέραμε και πολλά άλλα που ο καθένας που τον γνώρισε, ιδίως μάλιστα τα αγαπημένα του παιδιά και εγγόνια, μπορεί να συμπληρώσει, έρχονται και υπομνηματίζουν το περιεχόμενο του ύμνου. Ο παπα Μιχάλης μας, ο πατέρας και αδελφός μας, ακολούθησε τη στενή και θλιμμένη οδό του Κυρίου – Εκείνος ήταν πάντοτε η καταφυγή του και το καθημερινό όραμα της ζωής του. Τα φυσικά και πνευματικά προσόντα του εμπνέονταν από την πίστη του στον Χριστό και τον σταυρό της διακονίας Του που εν επιγνώσει είχε αναλάβει και με απόλυτη ευσυνειδησία επιτελούσε. Δεν κινείτο σαν φωτιά ή σαν δυνατός άνεμος ή σαν σεισμός – ό,τι φαντάζει σπουδαίο και μεγάλο στα μάτια πολλών! Το πέρασμά του ήταν της απαλής αύρας, της σεμνής ευγένειας, που έχει όμως τη σκληρότητα του διαμαντιού της πίστεως. Γι’ αυτό και είμαστε πεπεισμένοι απολύτως πως ό,τι ο Κύριος υποσχέθηκε στους πιστούς δούλους Του, ό,τι ο ύμνος προβάλλει ως κατακλείδα, είναι και γι’ αυτόν. 

Ναι, παπα Μιχάλη μας. «Δεῦτε καί ἀπόλαυσον ὅσα ἡτοίμασέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου βραβεῖα καί στέφη τά οὐράνια». Γέροντα, να έχουμε την ευχή Σου. Καλό Παράδεισο.