26 Απριλίου 2021

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

«Τί ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; Τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί ἀσχολεῖ πρός τά ρέοντα;… ἕως καιρόν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα. Ἡμάρτηκά σοι, Σωτήρ μου…» (Από τον οίκο του συναξαρίου).

(Γιατί ζεις ράθυμα, άθλια ψυχή μου; Γιατί φαντάζεσαι χωρίς λόγο  μάταιες φροντίδες; Γιατί ασχολείσαι (παθολογικά) με τα πρόσκαιρα πράγματα;… Όσο έχεις καιρό, ξύπνα και σήκω πάνω, κραυγάζοντας: αμάρτησα, Σωτήρα μου…).

Ο παραπάνω οίκος του συναξαρίου, τμήμα του οποίου καταγράφουμε, αφορμάται κυρίως από το τι προβάλλει η Εκκλησία μας τη συγκεκριμένη ημέρα: την παραβολή των δέκα παρθένων (αλλά επίσης  και την παραβολή των ταλάντων και την παραβολή της τελικής κρίσεως – ό,τι αναγινώσκεται επ’ εκκλησίαις ως ευαγγελικό ανάγνωσμα κατά τον εσπερινό). Όπως δέκα ήταν οι παρθένες που πρόσμεναν τον νυμφίο, αλλά οι πέντε μόνον χαρακτηρίστηκαν φρόνιμες, γιατί φρόντισαν να είναι έτοιμες σε περίπτωση αργοπορίας του (όπως και συνέβη), έτσι κι εμείς, κατά τον υμνογράφο: ενόψει της απώλειας της εισόδου μας στον νυμφώνα του Χριστού («μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ») θα πρέπει να βρισκόμαστε σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης και επαγρύπνησης, ώστε την ώρα της παρουσίας Του (είτε κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε κατά την ώρα της κλήσεώς Του για να φύγουμε από τον κόσμο τούτο είτε κατά την ώρα που μας καλεί με οποιοδήποτε τρόπο κυρίως μέσα από τη σχέση με τους συνανθρώπους μας) εμείς να είμαστε ε κ ε ί, με τα μάτια ανοιχτά για να δούμε το δικό Του πρόσωπο και να διαβάσουμε τη δική Του εμφάνεια.

Το ουσιαστικό πρόβλημα κατά τον υμνογράφο μας, που εμποδίζει την ετοιμότητα ανταπόκρισής μας στην όποια κλήση και εμφάνιση του Χριστού, είναι η ραθυμία. Γι’ αυτό και επανειλημμένως στην υπόλοιπη ακολουθία της ημέρας  επανέρχεται με έντονο τρόπο στο θέμα αυτό. «Ραθυμίαν ἄπωθεν ἡμῶν βαλώμεθα» (ας απομακρύνουμε μακριά μας τη ραθυμία) ακούμε για παράδειγμα στην ογδόη ωδή του κανόνα, όπως και λίγο παρακάτω στους αίνους: «Ὁ τῇ ψυχῆς ραθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι, νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τήν ἐξ ἀρετῶν, καί νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ρεμβόμενος» (Εγώ που νύσταξα από τη ραθυμία της ψυχής, νυμφίε Χριστέ, δεν έχω αναμμένη λαμπάδα από αρετές και έγινα όμοιος με τις μωρές νέες, καθώς κατά τον καιρό της εργασίας (δηλαδή τη ζωή μου σ’ αυτόν τον κόσμο) ρέμβαζα).

Τι είναι λοιπόν η ραθυμία που προκαλεί τόσο καταστροφικά για την ψυχή αποτελέσματα; Η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ασχολείται με οτιδήποτε άλλο στη ζωή του εκτός από το πιο σπουδαίο και σημαντικό: να πορεύεται κατά το θέλημα του Δημιουργού Του Θεού, να εργάζεται δηλαδή το κτίσιμο της ψυχής του διά της εργασίας των εντολών του Θεού, ώστε να υπάρχει χώρος στην καρδιά του να ζει το Πνεύμα του Θεού. Πρόκειται για την κατάσταση της αργίας, της ελλείψεως ενδιαφέροντος για την πρώτη προτεραιότητα του βίου στον χριστιανό, την άρνησή του δηλαδή να αποδεχτεί την προτροπή και εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα δηλαδή τα ανθρώπινα) προστεθήσεται ὑμῖν». Διότι η προτεραιότητα πράγματι για έναν πιστό χριστιανό με επίγνωση της κλήσεώς του είναι το «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» - ό,τι προτρέπει και ο απόστολος Παύλος «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». Και γιατί υπάρχει αυτή η ραθυμία και η ανεμελιά και η αργία για τα πιο σημαντικά; Διότι ο άνθρωπος ρέπει επί τα πονηρά και αφήνεται στην εργασία της καλλιέργειας των παθών του, δηλαδή του εγωισμού του, με όλα τα παρακλάδια του, της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας. Οπότε λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι: με ό,τι ασχολείται και με ό,τι κυριαρχεί μέσα του, αυτό και γίνεται. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται» (ὁ Κύριος).

Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει όμως και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, το οποίο νομίζουμε πως συνιστά εμπειρία των περισσοτέρων δυστυχώς από εμάς τους χριστιανούς. Μιλώντας για τη ραθυμία αποκαλύπτει και το συνοδευτικό αυτής που είναι η φαντασία για άκαιρες μάταιες φροντίδες και για μάταια πράγματα. Όταν δηλαδή κανείς ραθυμεί και δεν βρίσκεται στην πορεία της εργασίας των εντολών του Κυρίου, τότε αρχίζει και ονειροπολεί με μάταιους λογισμούς – η φαντασία του οργιάζει και οδηγεί σε πράγματα που δεν συνιστούν τον ρεαλισμό της πνευματικής ζωής: να ζει ο άνθρωπος τη ζωντανή παρουσία του Θεού. Παραπονιόμαστε συχνά οι άνθρωποι για την ταλαιπωρία των λογισμών μας, ότι μας φέρνουν πολλές φορές σε κατάσταση που δεν αντέχουμε, ότι μας δημιουργούν άγχη και στενοχώριες, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε ελεύθερα. Κι είναι αυτοί οι μάταιοι λογισμοί της φαντασίας που κύριο γνώρισμα έχουν τον φόβο και τη δειλία, όπως το επισημαίνει και ο αγιογραφικός λόγος «λογισμοί ανθρώπων πάντες δειλοί και μάταιοι». Λοιπόν, ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι σαφής: δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγουμε από αυτούς – είναι το τίμημα της μικρής ή μεγάλης διαγραφής του Θεού από τη ζωή μας -  αν δεν «ανανήψουμε» και δεν μετανοήσουμε: «Αμάρτησα, Σωτήρα μου». Και τι σημαίνει ανάνηψη και μετάνοια; Να πάρω στα σοβαρά στη ζωή μου τον ενσαρκωμένο Θεό τον Ιησού Χριστό. Να τον θέσω ως θεμέλιο της ζωής μου, δηλαδή ό,τι σκέπτομαι και λέω και κάνω να είναι στηριγμένο επάνω σ’ Εκείνον, με την έννοια της στήριξης της καρδιάς μου στις εντολές Του. Είναι μία πρόκληση για πείραμα και σε μας τους ίδιους. Ό,τι βλέπουμε στους αγίους μας που βίωναν το θέλημα του Θεού – δεν το άκουγαν μόνον ή δεν το διάβαζαν μόνον – αυτό να κάνουμε κι εμείς: να μπούμε σε πορεία του «απλώματός» μας στην ευρυχωρία του λόγου Του. Στη συναρπαστική αλλά και σκληρή αυτή διαδικασία («διά τούς λόγους τῶν χειλέων Σου ἐγώ ἐφύλαξα ὁδούς σκληράς») θα δούμε πράγματι το σωτήριο αποτέλεσμα: αφενός την απαλλαγή μας από κάθε πονηρό και δύσκολο λογισμό φαντασίας που μας ταλαιπωρεί· αφετέρου την πλημμύρα μέσα μας των καλών και ουράνιων λογισμών που καθιστούν μ’ έναν παράδοξο τρόπο παράδεισο την καρδιά μας – «ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία» θα αρχίζει να ενεργοποιείται. Άλλωστε η πορεία μας ως χριστιανών, για να το θυμηθούμε και πάλι, είναι πορεία «διά πίστεως καί οὐ δι’ εἴδους». Πατάμε στη γη αλλά το κέντρο βάρους μας είναι ο Ουρανός. 

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Ἀπριλίου 2021

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Μετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος ἀναγινώσκω τίς τοποθετήσεις ὑπεροχικῶν προσώπων τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήμης διά τήν ἀποφασισθεῖσα ἀλλαγή τοῦ χρόνου τελετῆς τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τῆς 12ης νυκτερινῆς εἰς τήν 9η ἑσπερινή. Τιμῶ ἀνυπερθέτως τούς ἐξ εὐλαβείας καί εὐσεβείας ἀντιτιθεμένους καί ἀνησυχούντας ἀδελφούς ἀλλά χρεωστῶ διά τήν ὀρθήν θεώρησιν τοῦ ζητήματος νά ὁμιλήσω εἰς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ πού ἁπαρτίζει τό πλήρωμα τῆς κατά Πειραιᾶ συνεκλεκτῆς ἐκ λόγων ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἱεροῦ χρέους.

Τό ἐρώτημα πού τίθεται ἐν προκειμένῳ εἶναι εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποῖο ὡρολόγιο τηροῦμε εἰς τάς καθημερινάς ἱεράς Ἀκολουθίας. Πῶς δηλαδή κατατμίζομε ἐκκλησιαστικῶς τόν ἀδιάστατο χρόνο διότι ἡ ἀπάντησις εἰς αὐτό τό οὐσιῶδες ἐρώτημα ἐπάγεται καί τήν λύσι τοῦ ἀναφυέντος προβληματισμοῦ. Στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῶν 2.021 ἐτῶν τήν ἀκαινοτόμητο καί ἀποστολικοπαράδοτο τό ἡμερονύκτιο λειτουργικῶς ἄρχεται διά τοῦ Ἑσπερινοῦ καί κατακλείεται διά τῆς ἐνάτης ὥρας. Δι’ αὐτό καί αἱ ἀπολύσεις τοῦ Ἑσπερινοῦ ὡς πρώτης Ἀκολουθίας τοῦ ἡμερονυκτίου χαρακτηριστικῶς ἀναφέρονται εἰς τό ἑορταζόμενο ἐκκλησιαστικό γεγονός ἤ τό τιμώμενο ἐκκλησιαστικό πρόσωπο καί περιλαμβάνει τόν Ἑσπερινό, τό Ἀπόδειπνο, τόν Ὄρθρο, τήν Πρώτη Ὥρα, τήν Τρίτη Ὥρα, τήν Ἕκτη Ὥρα καί τήν Ἐνάτην Ὥρα. Σημαντικό εἶναι τό γεγονός ὅτι στήν Ἀπόλυση τοῦ Ἑσπερινοῦ χρησιμοποιοῦμε ἐνεστῶτα χρόνο διά τό τιμώμενο ἐκκλησιαστικό πρόσωπο «οὗ τήν μνήμην ἐπιτελοῦμεν» καί στήν Ἐνάτη Ὥρα ἀόριστο χρόνο «οὗ τήν μνήμην ἐπετελέσαμεν». Αὐτό τό ὡρολόγιο ἐφηρμόζετο ἀπό τόν βυζαντινό τρόπο μετρήσεως τοῦ ἡμερονυκτίου πού σήμερον ἀκολουθεῖται στό Ἁγιώνυμο Ὄρος Ἄθω. Ἀπό τῆς 6ης ἑσπερινῆς τοῦ ὡρολογίου ἄρχεται ἡ νέα ἐκκλησιαστική ἡμέρα μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τόν ὁποῖον ψάλλονται τά Στιχηρά τά Δοξαστικά, τά Ἀπόστιχα καί τά Ἀπολυτίκια τῆς νέας ἡμέρας καί καταστέφεται ἡ Ἀκολουθία ἐπί Δεσποτικῶν ἑορτῶν μέ τήν ἀνάλογο ἀπόλυσι. Ἑπομένως κρίνοντες ἐκκλησιαστικῶς τό ἀναφυέν ζήτημα ἡ Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως, ὁ Ὄρθρος τῆς Ἀναστάσεως καί ἡ Ἀναστάσιμος Θ. Λειτουργία οὐδόλως κωλύονται νά τελεσθοῦν εἰς οἱανδήποτε ὥρα μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, διότι ἔχομε εἰσέλθει ἤδη εἰς τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. Εἰδικώτερον κατά τό Ἅγιο καί Μ. Σάββατο ὁ Ἑσπερινός τῆς Ἀναστάσεως τελεῖται τάς πρωϊνάς ὥρας διά πρακτικούς καί μόνον λόγους διά τήν ἐξυπηρέτησι τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τά Ἄχραντα Μυστήρια, χωρίς αὐτό νά παραβλάπτει ἡ συγκεκριμένη ἐξαίρεσις τό ἐκκλησιαστικό ὡρολόγιο πρόγραμμα διά τήν εἴσοδο εἰς τήν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως ἀπό τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου κατά τό Μ. Σάββατο. Τό αὐτό συμβαίνει καί κατά τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων χωρίς νά κωλύεται ἡ ἐπανάληψις τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν δύο αὐτῶν ἑορτῶν κατά τήν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς παραμονῆς ὡς ἐπισυμβαίνει εἰς πολλάς Ἱ. Μητροπόλεις, Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί εἰς ἐπαρχιακάς Ἱ. Μητροπόλεις τελεῖται ἀκωλύτως ἡ Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως καί ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί ἡ τέλεσις τῆς Ἀναστασίμου Θ. Λειτουργίας καί πρό τῆς 12ης νυκτερινῆς, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑποχρεοῦται νά ἐφαρμόζη τό πολιτικό ὡρολόγιο καθορισμοῦ ἐναλλαγῆς τῆς ἡμέρας.

Ἐφέτος ὑφίσταται μία ἰδιαιτερότης διότι συμπίπτει κατά τό μέγα Σάββατο νά ἑορτάζεται ὑπό τῶν Ἑβραίων ἀδελφῶν μας τό λεγόμενο Νομικό Φάσκα (Μ. Εὐχολόγιον ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας σελ. 684), γεγονός πού παραθεωροῦν πλήρως οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀδελφοί μας δι’ ὅ καί ἡμεῖς τά μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας στοιχοῦντες εἰς τόν Ζ΄Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύοντα «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος τήν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέση καθαιρείσθω» ὡς καί εἰς τόν ὅρο τῆς ἁγίας Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπαναλαμβάνοντα τά αὐτά, δικαίως ἑορτάζομεν τήν Ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ τήν ἑπομένη τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Νομικοῦ Φάσκα, ἡ ὁποία ἄρχεται μετά τήν 6η ἑσπερινή τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ ὅτι οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ὁρισμένως ὑπό τοῦ Β΄ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 691 ἐπί Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ρινοτμήτου ἐν Τρούλλῳ Κων/πόλεως. Εἶναι γνωστό ὅτι τό Σάββατο τῶν Ἑβραίων ἄρχεται ἀπό τήν δύσι τοῦ ἡλίου τήν Παρασκευή καί περατοῦται μέ τήν δύσι τοῦ ἡλίου τό Σάββατο. Ἑπομένως δέν παραβιάζεται ὁ ὅρος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ Ἁγίου Πάσχα, οὔτε ὁ Ζ΄ Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κατά τόν ἐφετινό ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως, διότι τό Νομικό Φάσκα ἔχει περαιωθεῖ μέ τήν δύσι τοῦ ἡλίου κατά τό ἰδικό μας Μ. Σάββατο. Ἐπιπροσθέτως ἀπό τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου κατά τό μέγα Σάββατο ἐκκλησιαστικῶς ἄρχεται ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καί ἐθιμικῶς καί μόνο ἀκολουθεῖται τό κοσμικό πολιτικό ὡρολόγιο ἐναλλαγῆς τοῦ ἡμερονυκτίου.

 Συνεπῶς κρίνοντες ὄχι κατ’ ἄνθρωπον καί κατ’ ὄψιν ἀλλά ἐκκλησιαστικῶς καί κανονικῶς ἡ τέλεσις τῆς Ἀκολουθίας τῆς Παννυχίδος, τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θ. Λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως τήν 9η ἀντί τῆς 12ης οὐδόλως προσβάλλει τήν κανονική τάξι καί τήν λαμπροφόρο ἐξανάστασι τοῦ Λυτρωτοῦ μας, διότι ἀπό τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τοῦ Μ. Σαββάτου εἰσερχόμεθα εἰς τήν τρίτη ἡμέρα, ἀπό τῆς ἐπί τοῦ Σταυροῦ προσφερθείσης ὑπερτάτης θυσίας, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἐξαναστάς ἐκ τοῦ Τάφου συνέτριψε θανάτῳ τόν θάνατον. Ἄλλωστε καί γραφικῶς δέν καθορίζεται ἐπακριβῶς ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως, ἐντάσσεται ὅμως ἐντός τῆς τρίτης ἡμέρας κατά τήν ἀψευδῆ τοῦ Λυτρωτοῦ ἐπαγγελία καί τήν πιστοποίησι τῶν Μυροφόρων καί τῶν μαθητῶν, στούς ὁποίους ἐγνώσθη τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ὑπό τῶν λαμπροφόρων Ἀγγέλων. Καί ἐπειδή ἀπό τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου εἰσερχόμεθα εἰς νέα ἡμέρα δέν παραβιάζεται ἡ κανονική ἀρχή τῆς τοπικῆς ἐν Ἀντισιοδώρῳ Συνόδου κατά τήν ὁποία ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐν μιᾷ τραπέζῃ ὑφ’ ἑνός τελετουργοῦ, διά νά μή διπλασιάζεται ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ὅπως εὐστόχως διαλαμβάνεται εἰς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.

Καλή Ἀνάσταση καί εὐλογημένο τό ἐπί θύραις Ἅγιο Πάσχα!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Λ Υ Χ Ν Ι Κ Ο Ν

 


Νέυ και φωνές 

σε διακονία πνευματικής ανάβασης μέσα στο ιλαρόν φως του εσπερινού... 


Λυχνικόν - Στέφανος Δορμπαράκης / Lychnikon - Stefanos Dorbarakis - YouTube

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας. (Και: μήπως το «ἐπιτίμιον» και της παγκόσμιας κυριαρχίας του φονικού ιού των ημερών μας πρέπει να το δούμε κάτω από αυτήν την προοπτική; Να ξυπνήσουμε διά της μετανοίας μας για να νιώσουμε την αγκαλιά του Πατέρα μας που έρχεται «δρομαίος» προς συνάντησή μας;)

25 Απριλίου 2021

«ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ…»

Στηριγμένο το μεσονυκτικό τροπάριο «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...» στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, δίνει το στίγμα της απαρχής της Μεγάλης Εβδομάδος: ο Κύριος, ο νυμφίος κάθε ανθρώπινης ψυχής, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός. Τι σημαίνει αυτό;

1. Καταρχάς ότι το κύριο γνώρισμα της σχέσης του Χριστού με εμάς είναι η αγάπη. Κι όχι απλώς μία αγάπη κινούμενη μέσα σε συμβατικά τυπικά πλαίσια, αλλά μία αγάπη χωρίς όρια, την οποία ακροθιγώς μπορούμε να ψηλαφήσουμε στη σχέση του ερωτευμένου προς την αγαπημένη του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν…». Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Κύριος απεκάλυψε – «ἐξηγήσατο» - ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ο Θεός μας λοιπόν που ενηνθρώπησε εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι Εκείνος που γίνεται ο νυμφίος μας, γιατί μέσα στην άπειρη αγάπη Του προς εμάς, τους αμαρτωλούς ανθρώπους, μας προσλαμβάνει στον εαυτό Του και μας κάνει ένα μ’  Εκείνον. Ανθρωποπαθώς μιλώντας, η σκέψη Του, η καρδιά Του, η επιθυμία Του είναι σε μας, όπως του νυμφίου απέναντι στη νύμφη.

2. Έπειτα ότι (α) έρχεται με τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε. Ο ερχομός Του πάντοτε είναι αποτέλεσμα της απόλυτα ελεύθερης αγάπης Του, καρπός της δικής Του πρωτοβουλίας, που θα πει ότι εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν Τον περιμένει και με τρόπο που ίσως ποτέ δεν μπορεί να υποψιαστεί: μέσα από ένα ατύχημα κάποια φορά, από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια άλλη, από μία θλίψη και δοκιμασία άλλοτε, κυρίως όμως από τη συνάντησή μας με τους πιο παραπεταμένους ελαχίστους συνανθρώπους μας. «Ἐφ’  ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε». (β) Έρχεται συνεπώς κι εκεί που «αντικειμενικά» δεν θα έπρεπε να βρίσκεται, μέσα δηλαδή και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Την ώρα που επιτελεί κανείς την αμαρτία, εκείνη την ώρα μπορεί να κληθεί από τον ερχόμενο Κύριο. Όπως συνέβη με τον απόστολο Παύλο που κλήθηκε την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς, όπως και με τον απόστολο Ματθαίο που κλήθηκε την ώρα που βρισκόταν στο «τελώνειον». Με άλλα λόγια, η κάθε ώρα για τον καθένα μας μπορεί να είναι η ώρα της χάρης μας, της κλήσης μας από τον νυμφίο Χριστό – ό,τι τελικώς συνέβη με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία μας: μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας των ανθρώπων ήλθε ο Λυτρωτής Χριστός! «Ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε!» Αλλά και (γ) έρχεται και καλεί τον άνθρωπο χωρίς τις περισσότερες φορές να παίρνει είδηση της κλήσης αυτής κανείς από τους άλλους συνανθρώπους. Σαν την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον αυτή εμποδιζόταν να μπει στον Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της να νιώθει το τι διαδραματιζόταν στην ψυχή της. Ο Κύριος πάντοτε είναι ο ερχόμενος και κρούων τη θύρα της ψυχής μας. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Κύριο γίνεται στα μυστικά βάθη της καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνον Εκείνος και σε ένα βαθμό και το πνεύμα του ανθρώπου. Στην καρδιά με τρόπο απροσδιόριστο μάλιστα τις περισσότερες φορές «παίζεται» το όλο παιχνίδι της σωτηρίας του ανθρώπου.

3. Κι αυτός ο ποικίλος ερχομός σε μας του γεμάτου αγάπη νυμφίου Χριστού συναντά συνήθως δύο καταστάσεις: την κατάσταση της εγρήγορσης και την κατάσταση της ραθυμίας. Εγρήγορση σημαίνει να ανταποκριθώ στην αγάπη Του και να ζήσω μαζί Του τη χαρά της παρουσίας Του, ψυχικά και σωματικά, εδώ και αιώνια. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ραθυμία σημαίνει να είμαι τόσο προσκολλημένος στα πάθη μου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ώστε να μην καταλάβω καν τον ερχομό και την κλήση Του, κι ακόμη: να Τον καταλάβω μεν, αλλά να αναβάλω την ανταπόκρισή μου. Η εκτίμηση για τις δύο καταστάσεις, όπως μας τη δίνει ο άγιος υμνογράφος, είναι σαφής: μακαριότητα η πρώτη, αναξιότητα η δεύτερη. Με τα αντίστοιχα βεβαίως αποτελέσματα. Η επιλογή πια είναι στην απόλυτη του καθενός ευθύνη. «Βλέπε οὖν ψυχή μου!»

24 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τή θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ στά ᾽Ιεροσόλυμα. Πολύς κόσμος εἶχε μαζευτεῖ στήν πόλη, ὄχι μόνο γιά νά δοῦν τόν Χριστό, ἀλλά καί τό φίλο Του Λάζαρο, πού τόν εἶχε ἀναστήσει πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες. Κρατώντας στά χέρια κλαδιά ἀπό φοίνικες, ρίχνοντας κάτω τά ροῦχα τους Τόν ἐπευφημοῦσαν κατά τήν εἴσοδό Του, καθισμένο πάνω σέ πουλάρι καί προπορευόμενο τῶν μαθητῶν Του, μέ τά λόγια: ῾᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου᾽! Ἡ πόλη πράγματι σείστηκε ἀπό τόν παλμό καί τό πλῆθος τῶν συγκεντρωμένων, μεγάλων καί μικρῶν, ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδιῶν. ᾽Αλλά τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ καί προβλήματα καί ἀπορίες, δύο ἀπό τίς ὁποῖες θά δοῦμε καί θά σχολιάσουμε.

1. Τό πλῆθος πού σήμερα ἐπευφημεῖ τόν Κύριο καί Τόν δοξολογεῖ, τό ἴδιο σέ λίγες ἡμέρες θά καταφέρεται ἐναντίον Του καί θά κραυγάζει μανιασμένο, καθοδηγούμενο βεβαίως ἀπό τούς ἀρχιερεῖς τῶν ᾽Ιουδαίων καί τούς ἐγκαθέτους τους :῾ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν!᾽ Κι αὐτό θά πεῖ: δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στίς ἐκδηλώσεις τοῦ πλήθους. Τό πλῆθος εὔκολα παρασύρεται, γινόμενο ὄχλος, ὅταν εὑρεθοῦν κάποιοι ἐπιτήδειοι λαοπλάνοι. Κι αὐτό γιατί δυστυχῶς γνώρισμα τοῦ πλήθους - ὄχλου εἶναι ἡ ἀκρισία. Οἱ πολλοί, μαζεμένοι καί φανατισμένοι συνήθως, δέν θέτουν σέ λειτουργία τό νοῦ καί τό μυαλό τους. ᾽Αφήνονται στούς λίγους πού ἔχουν σκοπό τήν καθοδήγηση τῶν πολλῶν καί πού γνωρίζουν πολύ καλά νά ἐξάπτουν τά συναισθήματα καί τίς πιό σκοτεινές παρορμήσεις τους. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος δέν ἔδωσε – καί δέν ἔδινε γενικότερα - ἰδιαίτερη σημασία στίς ἐκδηλώσεις αὐτές θριάμβου τοῦ πλήθους ἀπέναντί Του. ῾Οὐκ ἐπίστευεν ἑαυτόν αὐτοῖς, διά τό Αὐτόν γινώσκειν πάντα. Αὐτός γάρ ἐγίνωσκε τί ἦν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν᾽!

2. Τό πλῆθος πού ζητωκραύγαζε τον Χριστό, ἀποθέωνε κάποιον πού ἡ ἀληθινή εἰκόνα Του δέν ἦταν αὐτή πού εἶχε κατά νοῦ ἐκεῖνο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Οἱ ᾽Ιουδαῖοι τῶν δύο κυρίως τελευταίων αἰώνων πρό Χριστοῦ, ἑπομένως καί ὅλοι οἱ συγκεντρωμένοι, ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, προσδοκοῦσαν ἕναν Μεσσία πού θά ἐρχόταν ὡς θριαμβευτής, ὡς βασιλιάς δυνατός, κατεβαίνοντας ἀπό τούς οὐρανούς καί φέρνοντας μαζί του δυνάμεις καί πλούτη πολλά, διώχνοντας μάλιστα καί τίς ξενικές δυνάμεις κατοχῆς, ἐν προκειμένῳ τούς Ρωμαίους. Τίς προφητεῖες τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδίως τοῦ Ἡσαΐα, περί τοῦ Μεσσία ὡς ῾τοῦ πάσχοντος δούλου τοῦ Θεοῦ᾽, ὡς ἐκείνου πού θά ὑφίστατο δεινά ἀπό τούς ἀνθρώπους, τίς εἶχαν ξεχάσει, μᾶλλον τίς εἶχαν διαστρεβλώσει. Ἕνας Μεσσίας πάσχων ἐθεωρεῖτο πιά ὡς σκάνδαλο καί ὡς βλασφημία. ᾽Αντέβαινε προφανῶς καί στή λογική τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. ῎Επρεπε κανείς νά ἀλλάξει ριζικά, νά μετανοήσει, νά μπεῖ στό χῶρο τῆς χάρης τῆς κλήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά Τόν δεῖ ὅπως πράγματι εἶναι: ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ῾ἔδει παθεῖν᾽ προκειμένου νά σώσει τήν πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα. ῞Ενας Θεός ἀδύναμος καί πάνω στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά σταθεῖ στήν λογική τοῦ ὅποιου ἀνθρώπου, ἀκόμη καί τοῦ ᾽Ιουδαίου. Θά παραμένει πάντοτε ῾᾽Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δέ μωρία᾽.

3. Τά παραπάνω σημεῖα πού πράγματι προβληματίζουν λειτουργοῦν παραδειγματικά καί σέ μᾶς.

Τό πρῶτο: Κριτήριο πάντοτε στή ζωή μας δέν πρέπει νά ἔχουμε τή γνώμη τῶν πολλῶν, ὅταν μάλιστα αὐτοί οἱ πολλοί κινοῦνται στό ἐπίπεδο τοῦ ὄχλου, διότι δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές ἀκολουθοῦν ῾τήν πλατεῖαν ὁδόν, τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ἀπώλειαν᾽. Ὁ Θεός καί τό ἅγιο θέλημά Του εἶναι τό ρυθμιστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ὅταν μάλιστα αὐτό τό θέλημά Του εἶναι γνωστό καί ἀπό τήν πρώτη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, στό χῶρο τῆς Π. Διαθήκης, πολύ περισσότερο ὅμως μετά τόν ἐρχομό τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας. ῾Συνιέντες τί τό θέλημα τοῦ Κυρίου᾽ μᾶς προτρέπει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἀκολουθώντας βεβαίως αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔλεγε: ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ καί ῾Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν᾽. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Χριστιανός γίνεται ἀληθῶς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτό θά πεῖ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νά συγκρουστεῖ μέ τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία καί ὑποταγμένο στό διάβολο κόσμο, συνεπῶς θά πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος καί νά ἀνέβει μαζί μέ ᾽Εκεῖνον στόν σταυρό. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. ῾Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽.

Τό δεύτερο: Θά πρέπει πάντοτε νά προβληματιζόμαστε, ἄν ἡ εἰκόνα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ πού ἔχουμε ἐμεῖς πιά οἱ Χριστιανοί εἶναι πράγματι αὐτή πού φανέρωσε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Καί τοῦτο γιατί πολύ συχνά ἡ εἰκόνα αὐτή διαστρεβλώνεται ἀπό δικές μας ἀπόψεις. Δέν εἶναι λίγες δυστυχῶς οἱ φορές πού τό προσωπικό μας στοιχεῖο εἶναι αὐτό πού ἔχει τήν προτεραιότητα, κάτι πού τό βλέπουμε κάθε φορά στήν τραγική ἱστορία τῶν αἱρέσεων. Οἱ διάφοροι αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν: ἔθεταν ὑπό τή δική τους κρίση αὐτό πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκάλυπτε. Κι ἀντί νά κρίνονται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔκριναν ἐκεῖνοι αὐτόν. ῎Ετσι τόν διαστρέβλωναν, ὁπότε ὁ Χριστός ἦταν γιά ἐκείνους περισσότερο μιά ἰδέα τοῦ μυαλοῦ τους καί ὄχι ἡ ἱστορική πραγματικότητα. Ὁ ἀρειανισμός, ὁ νεστοριανισμός, ὁ μονοφυσιτισμός, ἀκόμη οἱ εἰκονομάχοι εἶναι κλασικά δείγματα ἱστορικῶν ἀποκλίσεων ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Τί εἶναι αὐτό πού διαφυλάσσει τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς κρατάει ἑπομένως ῾ἀνοιχτούς᾽ στήν πραγματικότητα τῆς σχέσης Του; Μόνον ἡ ᾽Εκκλησία καί ἡ παραμονή ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ. ᾽Εκείνη ὡς τό ζωντανό σῶμα Του κρατάει ἀνόθευτη τήν εἰκόνα Του καί μᾶς Τόν προσφέρει ὅπως φανερώθηκε. Κι αὐτό σημαίνει: κάθε φορά πρέπει νά ἐπιβεβαιώνουμε τή χριστιανοσύνη μας μέ τό βαθμό τῆς ἐκκλησιαστικότητάς μας. Ἡ ζωή στήν ᾽Εκκλησία, ἡ ἔνταξή μας στό ρυθμό της μέσα ἀπό τίς ἅγιες ἀκολουθίες της καί ἡ μίμηση τῶν κατεξοχήν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων, εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει ν᾽ ἀποτελεῖ τή διαρκή ἔγνοια μας. Τελικά, δέν ἀρκεῖ - δέν χρειάζεται καθόλου - νά ζητωκραυγάζουμε (γιά) τόν Χριστό, ἀλλά νά ἔχουμε τήν ἀγωνία νά ἀφουγκραζόμαστε τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς Του. Κι αὐτό παραπέμπει σ᾽ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό ὕφος καί ἦθος: παραπέμπει σέ ἀπόφαση θανάτου τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, γιά νά μετάσχουμε στό Σταυρό Του, πού θά πεῖ νά ἀναστηθοῦμε καί μαζί Του, ἤδη ἀπό τό ἐδῶ καί τό τώρα.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια»[1].

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Τα συγκεκριμένα τροπάρια και οι στίχοι που καταγράφουν την "διπλόην" αυτήν του Κυρίου είναι πάμπολλα. Για παράδειγμα, ως προς την ανθρώπινη φύση Του: "Αφού έγινες ουσιαστικά άνθρωπος κατά τη φύση, Χριστέ, από την Παρθένο, ρωτούσες ως άνθρωπος να μάθεις για τον τάφο του, ενώ δεν αγνοούσες ως Θεός πού βρισκόταν"[2] (ωδή α΄). "Ενώ ήξερες, ρωτούσες, λέγει: Πού τον έχετε βάλει; Και προσευχήθηκες στον Πατέρα, χύνοντας δάκρυα ως άνθρωπος"[3] (κάθισμα όρθρου). "Θρηνείς, Ιησού. Αυτό είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης"[4] (στίχος συναξαρίου). Ως προς τη θεϊκή φύση Του: "Δίνεις ζωή στον φίλο Σου. Αυτό είναι γνώρισμα της θεϊκής δύναμής Σου"[5] (στίχος συναξαρίου). "Έδειξες σε όλους το γνώρισμα της υπέρθεης θεότητάς Σου, καθώς ανέστησες από τους νεκρούς τον τετραήμερο στον τάφο Λάζαρο, Δέσποτα"[6] (ωδή α΄). "Συ που δημιούργησες όλον τον κόσμο από το μηδέν και γνωρίζεις τα κρυφά των καρδιών, προλέγεις ως Κύριος στους μαθητές την κοίμηση του Λαζάρου"[7] (ωδή α΄). Έτσι "προβάλλοντας ο Κύριος δύο ενέργειές Του, δείχνει και τη διπλή φύση Του. Ότι δηλαδή είναι Θεός και άνθρωπος"[8] (ωδή γ΄).

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που κάνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Η λογική του Κυρίου εν προκειμένω είναι παρεμφερής με τη λογική και των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως έπειτα και με τις προφητείες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Τι θέλουμε να πούμε; Στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε ότι για να καταστήσουν αξιόπιστες τις προφητείες τους περί του ερχόμενου Μεσσία, περί ενός δηλαδή μακρινού γεγονότος, έλεγαν προφητείες που αναφέρονταν σε βάθος λίγου χρόνου. Επιβεβαιώνονταν οι προφητείες αυτές σύντομα, συνεπώς και ο λόγος για τον Μεσσία εθεωρείτο αξιόπιστος. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη: ο Ιωάννης για να μιλήσει περί της αλήθειας του ερχομού του Κυρίου κατά τη Δευτέρα Του παρουσία, ομιλεί περί γεγονότων που επαληθεύονταν σε μικρό χρονικό διάστημα. Η λογική λοιπόν και στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου είναι το ίδιο: Αυτός που ανασταίνει τον Λάζαρο, δείχνοντας ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ίδιος σε λίγες ημέρες θα αναστηθεί από τους νεκρούς. "Δείχνοντας, Λόγε, ότι η Ανάστασή Σου αξίζει να πιστευτεί πράγματι, ανέστησες σαν από ύπνο τον φίλο σου, που ήδη μύριζε άσχημα, δηλαδή τον τετραήμερο νεκρό από το μνήμα"[9] (ωδή α΄). 

      Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. Διότι βεβαίως ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει. Ο θάνατος ήλθε ως το αποτέλεσμα της διαγραφής του Θεού από τη ζωή τους. Όμως συνιστούσε γεγονός ανάποδο προς τη φυσιολογία τους. Ο Κύριος λοιπόν ήλθε "ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι και περισσόν έχωσι"[10]. Κι από την άποψη αυτή η Ανάσταση του Κυρίου, αρχής γενομένης από την ανάσταση του Λαζάρου, αποτελεί τη μεγαλύτερη εορτή και των πάντων γεγονότων ανώτερο γεγονός, που νοηματίζει τα πάντα. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά"[11] (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. Ο άγιος υμνογράφος συνεπώς μας καθοδηγεί στο πώς κανείς από εδώ και τώρα ζει την ανάσταση του Κυρίου. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ανάστασης του Λαζάρου, εκεί που ο ζωοποιός λόγος του Κυρίου μεταγγίζει την ίδια τη ζωή, εύχεται ο Κύριος να αναστήσει και τον δικό μας νου, που κείτεται νεκρός λόγω των αμαρτιών του. Αν από τώρα δεχτούμε τον λόγο του Κυρίου, τότε θα αναστηθούμε από τη νέκρα της αμαρτίας σαν τον Λάζαρο, συνεπώς και ο θάνατός μας, πολύ περισσότερο η Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία, θα είναι και για εμάς ανάσταση ζωής. Τον Κύριο δηλαδή που ζήσαμε σ' αυτήν τη ζωή, τον Ίδιο θα ζούμε και αιωνίως, με χαρά και ευφροσύνη. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με"[12] (ωδή ζ΄). "Όπως είπες Κύριε στη Μάρθα: Εγώ είμαι η ανάσταση, έμπρακτα εκπλήρωσες τον λόγο Σου, καλώντας από τον Άδη τον Λάζαρο. Κι εμένα, φιλάνθρωπε, που είμαι νεκρός από τα πάθη μου, ως συμπαθής ανάστησέ με, Σε παρακαλώ"[13] (στιχηρό αίνων).


[1] Από το συναξάρι του Τριωδίου.

[2] "Τον άνθρωπον φύσει ουσιωθείς, Χριστέ, εκ Παρθένου, του Λαζάρου συ την ταφήν μαθείν επηρώτας ως άνθρωπος, ουκ αγνοών ως Θεός όπου έκειτο".

[3] "ειδώς ηρώτας, φησί: Πού τεθείκατε; Και τω Πατρί προσηύξω, δακρύσας ως άνθρωπος".

[4] "Θρηνείς, Ιησού. Τούτο θνητής ουσίας".

[5] "Ζωοίς φίλον σου. Τούτο θείας ισχύος".

[6] "Πάσι της υπερθέου γνώρισμα θεότητος υπέδειξας, εκ των νεκρών εγείρας τετραήμερον Λάζαρον, Δέσποτα".

[7] "Ο πριν εκ μη όντων παραγαγών την σύμπασαν Κτίσιν και γινώσκων των καρδιών ταμεία, προλέγεις ως Δεσπότης τοις Μαθηταίς του Λαζάρου την κοίμησιν".

[8] "Δύο προβαλλόμενος τας ενεργείας Σου, έδειξας των ουσιών, Σώτερ, την διπλόην. Θεός γαρ εί και άνθρωπος".

[9] "Πιστούμενος, Λόγε, την σεαυτού Ανάστασιν όντως, ως εξ ύπνου τον προσφιλή ανέστησας ήδη οδωδότα, τον τεταρταίον νεκρόν εκ του μνήματος".

[10] Ιωάν. 10, 10.

[11] "Λάζαρον τεθνεώτα, τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος, και δι' ενός προσφιλούς, την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν".

[12] "Τον νεκρόν οδωδότα, δεδεμένο κειρίαις, Δέσποτα, ήγειρας. Καμέ πεπεδημένον σειραίς αμαρτημάτων διανάστησον".

[13] "Καθώς είπας, Κύριε, τη Μάρθα: Εγώ ειμι η ανάστασις, έργω τον λόγον επλήρωσας, εξ Άδου καλέσας τον Λάζαρον. Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσι, ως συμπαθής εξανάστασον, δέομαι".