21 Μαΐου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

 


«Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.

Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.

Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.

Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκληση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε  πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

  Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ. Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα»[1].

Ο άγιος Κωνσταντίνος αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν, ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του φόνου[2]; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο -  ο Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός, ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.

Η Εκκλησία μας δεν προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις: την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων απόστολός σου, Κύριε»[3] (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε, από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό»[4] (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κάνουν και άλλον παραλληλισμό: συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος  σε έχρισε με το Πνεύμα Του»[5] (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως βασιλιάς των Χριστιανών»[6] (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος. «Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε»[7] (απόστιχα εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός προείδε  την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία»[8] (αίνοι).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.), η οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον. «Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με τον Πατέρα»[9] (ωδή ς´).

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά της,  αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια»[10] (ωδή δ´). «Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα κατοικείς στα άνω βασίλεια»[11]  (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν, υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα»[12] (απόστιχα εσπερινού).  Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον, οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού. «Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον, πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη»[13] (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη»[14] (ωδή ζ´).

Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του  βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν»[15] (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας»[16] (ωδή θ´).

 

 

 



[1] Από το ιστολόγιο «Μέγας Συναξαριστής».

[2] Πρ. Απ. 9,1: «Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου».

[3] «Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος ο εν βασιλεύσιν Απόστολός σου, Κύριε».

[4] «Ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν έλαβες, αλλ᾽ ως ο θεσπέσιος Παύλος έσχες μάλλον ένδοξε ταύτην εξ ύψους, Κωνσταντίνε ισαπόστολε, παρά Χριστού του Θεού».

[5] «Νέος γέγονας Δαυίδ τοις τρόποις, γέρας άνωθεν εισδεδεγμένος της βασιλείας τη κορυφή σου το έλαιον. Σε γαρ τω Πνεύματι έχρισεν, ένδοξε, ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος».

[6] «Πρώτος βασιλεύς Χριστιανών παρά του Θεού, Κωνσταντίνε, σκήπτρον έλαβες».

[7] «Όντως, μακαρία η γαστήρ και ηγιασμένη κοιλία, η σε βαστάσασα».

[8] «Ο βασιλεύων της κτίσεως, το ευπειθές προορών της καρδίας σου, πάνσοφε, λογικώς θηρεύει σε, αλογία κρατούμενον».

[9] «Συνήθροισας θεοφόρων Πατέρων τον μακάριον χορόν παραδόξως, και δι᾽ αυτών, Κωνσταντίνε, τας πάντων κυμαινομένας καρδίας εστήριξας, ομότιμον δοξολογείν τω τεκόντι τον Λόγον και σύνθρονον».

[10] «Και τοις τρόποις φιλόθεος και ταις θείαις πράξεσι αξιάγαστος, μακαρία, εχρημάτισας».

[11] «Αγάπην και τελείαν συμπάθειαν ως πορφύραν φορούσα, κατώκησας νυν εις τα άνω βασίλεια».

[12] «Πόθω και αγάπη του Χριστού κατεπειγομένη η Μήτηρ του γλυκυτάτου βλαστού, σπεύδουσα αφίκετο εν τη αγία Σιών, εις τον τόπον τον άγιον, εν ω εσταυρώθη θέλων ο Σωτήρ ημών, διά το σώσαι ημάς. Ένθα, τον Σταυρόν αραμένη, χαίρουσα εκραύγαζε: Δόξα τω δωρησαμένω μοι ον ήλπιζον».

[13] «Τω Χριστώ κολληθείσα και επ᾽ αυτώ, πάνσεμνε, άπασαν θεμένη ελπίδα τους ιερούς αυτού τόπους κατέλαβες, εν οις τα άχραντα Πάθη σαρκωθείς υπέμεινεν ο υπεράγαθος».

[14] «Πράξεσι θείαις εδομήσω την καρδίαν σου ναόν Θεού, Ελένη. Και ναούς ιερούς αυτώ ανωκοδόμεις, έναθ σαρκί τα άχραντα δι᾽ημάς υπέστη Πάθη».

[15] «Ο τάφος ένθα κείται το ιερόν, Κωνσταντίνε, και τίμιον σώμα σου, μαρμαρυγάς θείας και ακτίνας φωτολαμπείς τοις προσιούσι πάντοτε, βλύζει ιαμάτων παντοδαπών, το σκότος απευλάνων και φέγγει ανεσπέρω φωταγωγών τους ευφημούντάς σε».

[16] «Αγίως σου τελέσασα την ζωήν, συν αγίοις νυνί κατεσκήνωσας, αγιασμού πλήρης γενομένη και φωτισμού. Των ιαμάτων πάντοτε όθεν αναβλύζεις τους ποταμούς και πάθη κατακλύζεις, Ελένη μακαρία, και καταρδεύεις τας ψυχάς ημών».

20 Μαΐου 2021

ΠΕΜΠΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 


«Ρήματα ἀκούσασαι χαρᾶς ἐκ τῶν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Λόγου προσκαθημένων νοῶν, δρόμον ἐπεδείξαντο σπουδαιοτέρας ὁρμῆς∙ καί τήν τάξιν ἀφέμεναι τῶν πρίν Μυροφόρων, ὡς εὐαγγελίστριαι ἐθεωρήθησαν, Ἔγερσιν ἐξ ἅδου κευθμώνων εὐαγγελιζόμεναι Μύσταις τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἐνανθρωπήσαντος» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Αφού άκουσαν οι Μυροφόρες γυναίκες λόγια χαράς (ότι αναστήθηκε δηλαδή ο Χριστός) από τους Αγγέλους που κάθονταν στον τάφο του Λόγου Χριστού, έκαναν τον δρόμο της επιστροφής με βιασύνη και μεγαλύτερη ορμή. Κι αφού άφησαν την τάξη των Μυροφόρων που είχαν πριν, φάνηκαν ως ευαγγελίστριες, καθώς ανήγγελλαν στους Αποστόλους το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης από τα άδυτα του άδη  Εκείνου που ενανθρώπησε για χάρη μας).

Δεν είναι τυχαίο ότι η αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου δόθηκε από τους αγίους Αγγέλους σε γυναίκες, οι οποίες επέδειξαν μία γενναιότητα μεγάλη, καθώς παρ’ όλο τον φόβο τους λόγω των γεγονότων από τη Σταύρωση του Κυρίου αγόρασαν αρώματα προκειμένου να επιτελέσουν τα έθιμα που προέβλεπε ο Ιουδαϊκός νόμος – μία συνέχεια θα λέγαμε του τύπου της Αντιγόνης γυναίκας της αρχαίας τραγωδίας. Οι μυροφόρες γυναίκες κινούνταν από την αγάπη τους προς τον Κύριο, η οποία ξεπερνούσε τον φόβο της λογικής, γεγονός που ισχύει διαχρονικά, ιδίως δε σε θέματα πια της πνευματικής ζωής: όπου υφίσταται αγάπη, εκεί διαπιστώνεται υπέρβαση του όποιου φόβου, εκεί λειτουργεί η τόλμη και η γενναιότητα – υπερνικάται ακόμη και ο φόβος του θανάτου. «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ» θα πει αξιωματικά ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον».

Η αγάπη τους λοιπόν που οδηγεί στην τολμηρή και γενναία στάση τους επιβραβεύεται από τον Θεό: είναι οι πρώτες που μαθαίνουν την Ανάσταση! Κι όχι μόνο: παίρνουν την εντολή να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός σ’ εκείνους που θα έπρεπε λογικά να είναι οι πρώτοι μέτοχοι: στους Μαθητές του Κυρίου, τους ίδιους τους Αποστόλους. Έτσι αλλάζουν, κατά τον υμνογράφο μας, τάξη και επίπεδο: από μυροφόρες γίνονται ευαγγελίστριες. Πρόκειται για μία επισήμανση όχι μόνον από τον συγκεκριμένο ύμνο, αλλά από πληθώρα παρομοίων, προφανώς γιατί η μεταβολή αυτή της τάξεως, έχει κάποιο ξεχωριστό νόημα και σημασία.

Και πράγματι έχει, γιατί αυτό που γίνεται στις μυροφόρες λειτουργεί ως τύπος ευρύτερα για κάθε χριστιανό όπου γης και κάθε χρόνου. Τι εννοούμε; Όπως οι γυναίκες θέλησαν να προσφέρουν τα μύρα της αγάπης τους προς τον Κύριο και βρέθηκαν να δέχονται αποκάλυψη αγγελική και ώθηση ιεραποστολική, έτσι και με κάθε χριστιανό: γεύεται την παρουσία του Κυρίου γινόμενος μέτοχος του αναστασίμου φωτός Του, έτοιμος συνεπώς να ακτινοβολήσει το φως αυτό στο περιβάλλον του και όπου αλλού βρεθεί, στον βαθμό που έχει καταστήσει και καθιστά τον εαυτό του μυροφόρο Εκείνου. Και μυροφόρος, κατά την πίστη μας, καθίσταται ο πιστός, όταν αγωνίζεται τη ζωή του να τη θέτει επί τα ίχνη του Κυρίου, πάνω στο θέλημα του Θεού δηλαδή, πάνω στις άγιες εντολές Του. Κι αυτό στην πραγματικότητα φανερώνει τον αγώνα της μετανοίας του, γιατί αυτό σημαίνει αληθινή μετάνοια: να βλέπω τα λάθη, τις αστοχίες και τις αμαρτίες μου, με κριτήριο τον λόγο του Θεού, και να παρακαλώ τον Κύριο να μου δίνει δύναμη να βρίσκομαι στη δική Του Οδό – «ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδός»!

Ένας ύμνος μάλιστα της Εκκλησίας μας, από τους κατανυκτικούς λεγόμενους, στον ήχο πλ. δ΄, έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μάς το εξαγγέλλει: «Δάκρυά μοι δός ὁ Θεός ὡς ποτέ τῇ γυναικί τῇ ἁμαρτωλῷ, καί ἀξίωσόν με βρέχειν τούς πόδας σου, τούς ἐμέ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης ἐλευθερώσαντας, καί μύρον εὐωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν ἐν μετανοίᾳ μοι κτισθέντα, ἵνα ἀκούσω κἀγώ τῆς εὐκταίας σου φωνῆς, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εἰς εἰρήνην» (Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως κάποτε έδωσες στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ με να βρέχω μ’ αυτά τα πόδια Σου, αυτά που με ελευθέρωσαν από την οδό της πλάνης, και να σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή την καθαρή ζωή μου τη θεμελιωμένη πάνω στη μετάνοιά μου, ώστε να ακούσω κι εγώ την ευλογημένη Σου φωνή: η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά).

Τα δάκρυα της μετανοίας μας λόγω της αμαρτωλής ζωής μας λειτουργούν ενώπιον του Κυρίου ως ευωδία, γιατί οδηγούν στην καρποφορία των αρετών, που είναι τα δικά μας μύρα που προσφέρουμε σ’ Εκείνον. Μη ξεχνάμε ότι ο Ίδιος βεβαίωσε πως «χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» - οι αμαρτίες μας είναι το μεγαλύτερο δώρο που προσάγουμε στον Θεό. Μυροφόρος είναι ο κάθε χριστιανός, άνδρας και γυναίκα, από την άποψη αυτή, που σημαίνει ότι ευαγγελιστής και ευαγγελίστρια γίνεται μόνον αυτός που ζει τον Θεό ως χαρά στην ύπαρξή του. Μυροφόρος και ευαγγελιστής: το μόνιμο δίπολο που συνυπάρχει πάντοτε – το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο.

19 Μαΐου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 



«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο υμνογράφος του κανόνα της εορτής των Μυροφόρων, κινείται διαρκώς σε όλες τις ωδές σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός αναφέρεται στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου για να μιλήσει έπειτα για τις Μυροφόρες και τους Ιωσήφ Αριμαθαίας και Νικόδημο, αφετέρου η κάθε αναφορά στον Σταυρό και την Ανάσταση δεν αποτελεί «επίπεδη» και «αντικειμενική» προσέγγιση – δεν μένει μόνο στα γεγονότα που διαπιστώνουν οι σωματικές αισθήσεις – αλλά προβάλλει το θεολογική βάθος και τη σημασία των γεγονότων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το υπ’ όψιν τροπάριο.

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

18 Μαΐου 2021

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».  

17 Μαΐου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής, καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου: «τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».