22 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

 


«῎Ανθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. 5, 7)

    ῞Ενα θαῦμα ὑπομονῆς καί ἐλπίδας εἶναι ὁ παράλυτος τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, πρίν νά δεχθεῖ τό θαῦμα τῆς θεραπείας του ἀπό τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ὑπέμενε καί ἤλπιζε γιά τή θεραπεία του, προσδοκώντας ὅτι κάτι θά συνέβαινε ὥστε καί αὐτός νά δεχθεῖ τήν ἰαματική ἀναταραχή τῶν ὑδάτων καί νά γίνει ὑγιής. Κι ἡ θαυμαστή αὐτή ὑπομονή καί προσμονή του ἐπιβραβεύεται ἀπό τόν Θεό μέ μοναδικό τρόπο: ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ ἴδιος ὁ ἐν σαρκί Θεός, ὁ «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος» ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἔρχεται πρός θεραπεία του. Τό παράπονό του «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν», δέχεται ὡς ἀπάντηση τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ Χριστός πάντοτε ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, καί ἰδίως σ᾽ αὐτόν πού βρίσκεται σέ ταλαιπωρία καί θλίψη καί ἀνάγκη. Καί μάλιστα πιό πολύ σ᾽ ἐκεῖνον πού βιώνει τόν πόνο χωρίς ἀνθρώπινη παρουσία καί παρηγοριά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πονεμένοι καί ἀναγκεμένοι καί μάλιστα μόνοι, εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ, κατά τή γνωστή ἔκφραση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου. Κι εἶχε καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Παΐσιος βιώσει τήν ἰδιαίτερη αὐτή ἀγάπη καί εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρέθηκε σέ παρόμοια κατάσταση ἀνάγκης καί μοναξιᾶς, νά ᾽ναι ἄρρωστος καί σέ ἡμέρες μεγάλου χιονιᾶ μόνος καί ἀβοήθητος. Ὁ Κύριος, ἀπεκάλυψε ὁ ὅσιος, τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους νά τόν θερμαίνουν καί νά τόν ὑπηρετοῦν, τόσο πού ὅταν ἦλθαν κάποια στιγμή καλόγεροι νά τόν βοηθήσουν, ἀνησυχώντας γιά τόν ἀποκλεισμό του, τούς παραπονέθηκε ὅτι ἦρθαν αὐτοί καί ἔδιωξαν τούς ἀγγέλους!

 ῎Ερχεται ὁ Κύριος πάντοτε, ἀλλά συχνά φαίνεται ὅτι ἀργεῖ. Διότι δικαίως θά ἐρωτήσει κάποιος: τριάντα ὀχτώ χρόνια δέν εἶναι πολλά, γιά νά ἐπανέλθουμε στόν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου; Γιατί ἄργησε τόσο ὁ Θεός τήν παρουσία Του; Τό ἐρώτημα πού βεβαίως τίθεται ἀντιστρόφως εἶναι: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον μία ἐμφανής παρουσία, σωματικῆς θά λέγαμε τάξεως; ᾽Εκεῖ πού ὁ Θεός φαίνεται ἀπών εἶναι καί πράγματι ἀπών; Προφανῶς, τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα στόν παράλυτο ἔδινε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς χάρη, πού πρέπει νά τόν ἀνέβαζε πνευματικά σέ μεγάλο ὕψος. Ὁ παράλυτος, πέρα ἀπό τό ἀνθρώπινο παράπονό του, δέν φαίνεται νά κατηγορεῖ κάποιον, πολλῷ μᾶλλον δέν γογγύζει κατά τοῦ Θεοῦ οὔτε καί βλασφημεῖ - πράγματα πού συχνά διαπιστώνουμε σέ παρόμοιες καταστάσεις ἄλλων συνανθρώπων – πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς καί ἐπιβεβαίωνε ἔμπρακτα τό τῆς Γραφῆς: «ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι». ῎Ετσι ζοῦσε μᾶλλον σέ μία χαρισματική κατάσταση, ἔστω καί μέσα στή θλίψη του, ἤ μᾶλλον ἐξαιτίας αὐτῆς, πού σφραγίστηκε ἁπλῶς στό τέλος μέ τή σωματική θεραπεία του ἀπό τόν Χριστό.

Θυμίζει ἡ περίπτωσή του κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ μεγάλου ἁγίου ᾽Αντωνίου, πού ὅταν τόν βρῆκαν μισοπεθαμένο ἀπό δαιμονικά κτυπήματα οἱ συχωριανοί του καί τόν ἔβαλαν μέσα στό ναό, ἐξέφρασε τό παράπονό του στόν Κύριο, μόλις αἰσθάνθηκε τήν παρουσία Του ὡς ἀκτίνα παρηγοριᾶς καί θεραπείας, λέγοντας γιατί τόν ἄφησε μόνο καί ἀβοήθητο στούς πνευματικούς του ἀγῶνες. Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν πάντοτε κοντά του, τόν παρακολουθοῦσε καί τόν ἐνίσχυε μυστικῶς, προσδοκώντας ἀκριβῶς τήν ἐν ὑπομονῇ πίστη καί ἐλπίδα του σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θά τόν κάνει μεγάλο καί τρανό ἀνά τά πέρατα τοῦ κόσμου. ῎Ετσι ὁ Κύριος ὅταν φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπών στά παθήματα καί τίς δοκιμασίες μας, εἶναι στήν πραγματικότητα παρών μ᾽ ἕναν ἄλλον τρόπο. Καί θά πρέπει πάντοτε νά θυμόμαστε αὐτό πού σημειώνει ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ἀκολουθώντας κι αὐτός βεβαίως τήν πνευματική σκέψη τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἰδίως τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι σ᾽ αὐτές τίς δύσκολες καταστάσεις δοκιμασίας μας ἔχουμε ἤδη πάρει μυστικῶς ἀπό τόν Κύριο τή δύναμη ν᾽ ἀντέχουμε, ὥστε μέ τή χάρη ᾽Εκείνου νά περνᾶμε τά παθήματά μας. Προηγεῖται, λέει συγκεκριμένα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά στηρίγματα πού μᾶς δίνει, κι ἔπειτα ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ τήν ὅποια δοκιμασία. Εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς ἀνεβάζει σέ ἀνώτερη πνευματική βαθμίδα.

 ῎Ετσι ὁ παράλυτος τῆς ὁμώνυμης Κυριακῆς δέν φαίνεται νά εἶναι ἕνα ἁπλός ἄνθρωπος. Μέσα ἀπό τό ὅλο περιστατικό ἀποκαλύπτεται τό ψυχικό καί πνευματικό του μεγαλεῖο, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή, ἡ πίστη του στόν Θεό. Καί θά μᾶς θυμίζει πάντοτε ὅτι ὅσο κι ἐμεῖς θά ὑπομένουμε ἐν πίστει τίς ὅποιες δοκιμασίες μας, χωρίς νά «ἐκβιάζουμε» τόν Θεό γιά μία ἄμεση ἐπέμβασή Του, δείχνοντας ἑπομένως μέ τήν ἀνυπομονησία μας τήν ὀλιγοπιστία μας πρός Αὐτόν, τόσο θά πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι καί γιά τήν ἔκπληξη τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας. ῎Ισως ὅμως θά πρέπει καί νά σκεφτόμαστε ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή καί ἡ ἐν πίστει προσμονή μας μᾶς θέσει τελικῶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρες ἐνώπιόν Του.

 

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 


«Ἰουδαίων ὁ λαός τῷ Πιλάτῳ ἐκβοᾷ∙ Ἀπόλυσόν μοι τόν κακοῦργον λῃστήν∙ ἆρον, ἆρον, σταύρωσον τόν ἀναμάρτητον» (ωδή γ΄ κανόνος Μυροφόρων).

(Ο λαός των Ιουδαίων κραυγάζει προς τον Πιλάτο: Άφησέ μου ελεύθερο τον κακούργο ληστή. Θάνατος, θάνατος! Σταύρωσε τον αναμάρτητο).

Στα γεγονότα λίγο προ της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού μάς παραπέμπει ο άγιος υμνογράφος Ανδρέας ο Κρήτης, τότε που ο Κύριος βρίσκεται υπόδικος ενώπιον του Πιλάτου, για να ακούσει από το συγκεντρωμένο πλήθος το «άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν!» - με την παραδοξότητα του υμνογράφου να βάζει στο στόμα του λαού και τη θεολογική αποτίμηση: «τόν ἀναμάρτητον!» Κι αυτό γιατί το ίδιο αυτό πλήθος, προ ολίγων μόλις ημερών κραύγαζε κατά την είσοδο του Κυρίου καθημένου επί πώλον όνου το «Ὠσαννά τῷ Υἱῷ Δαυίδ∙ Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», κραδαίνοντας τα κλαδιά από τους φοίνικες. Αλλά είναι τελικώς ένα άκριτο πλήθος, ο λαός που άγεται και φέρεται δυστυχώς από τους λαοπλάνους και τους δημαγωγούς – εν προκειμένω τους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων – οι οποίοι έπεισαν τον λαό αυτόν που λειτουργούσε πια ως όχλος να ζητήσουν από τον Πιλάτο χάρη για τον κακούργο και όχι για τον ευεργέτη τους Ιησού Χριστό.

Λογικά, αντικειμενικά, ηθικά, θεολογικά, κοινωνιολογικά η επιλογή του λαού δεν μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε βάσανο – επιλέγει τον κακούργο, τον ληστή, εκείνον που αποτελούσε μάστιγα για τη ζωή του και απορρίπτει έως θανάτου Εκείνον που μέχρι τη συγκεκριμένη ώρα τού είχε φερθεί μόνον ως ευεργέτης. «Λαός μου τί ἐποίησάς μοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας;» - ο ύμνος από τη Μεγάλη Εβδομάδα εκφράζει το παράπονο του ενανθρωπήσαντος Θεού, το ίδιο παράπονο των προφητών του Θεού που δέχτηκαν την κακότητα και την επίθεση και τον θάνατο από τον λαό στον οποίο κήρυξαν τη μετάνοια και στάθηκαν απέναντί του ως ευεργέτες! Ό,τι ο Κύριος είχε προείπει καθαρά ως λόγο ή μέσω των παραβολών, ότι δηλαδή θα υποστεί την ίδια απόρριψη ως Υιός με τους απεσταλμένους δούλους του Θεού Πατέρα, τώρα επιβεβαιώνεται και γίνεται πραγματικότητα.

Πρόκειται κυριολεκτικά για τύφλωση: όχι των υλικών οφθαλμών αλλά του κύριου οφθαλμού της ψυχής, του νου που φωτίζει την πορεία ενός ανθρώπου. Και τι γίνεται λοιπόν καθοδηγητικό στοιχείο της πορείας του; Τα πάθη και οι αλλοιωμένες και διαστρεβλωμένες δυνάμεις της ψυχής του, οι οποίες μη έχοντας φωτισμό από τον Θεό άγονται και φέρονται από τον Πονηρό διάβολο! Τεράστια η ευθύνη των λαοπλάνων και των δημαγωγών, και τότε και πάντοτε, που τεχνηέντως γιατί γνωρίζουν την ψυχολογία της μάζας και του όχλου καθοδηγούν προς ό,τι συνιστά απολύτως δικό τους συμφέρον – συνήθως την εξουσία και τη σαρκολατρεία τους! Αλλά μεγάλη και η ευθύνη του ίδιου του λαού που αφήνεται στα χέρια των επιτηδείων αυτών, όταν μάλιστα έχει γευτεί και τις συνέπειες της δημαγωγίας αλλά και τις ευεργεσίες των αγίων του: κατά τρόπο αδιανόητο όπως είπαμε επιλέγει την καταστροφή του!

Πώς μπορεί να εξηγηθεί βαθύτερα η διαστροφή και ο παραλογισμός αυτός, όταν μάλιστα, το ξανατονίζουμε, έχει γευτεί κανείς την ευεργεσία και έχει ακούσει την αλήθεια; Η μόνη εξήγηση είναι η άλωση της ψυχής από την αμαρτία, η ροπή προς ό,τι αποτελεί ψέμα, μία παραλυσία του πνεύματος, το οποίο έτσι επιθυμεί μόνο τα της σαρκός και βάλλει προς κάθε τι ανώτερο και υγιές. Η αμαρτία που λειτουργεί στην ύπαρξη του ανθρώπου, ακόμη και του βαπτισμένου όταν βρίσκεται χαλαρωμένος και όχι στην ένταση που απαιτεί ο λόγος του Θεού, αυτό έχει καταφέρει και καταφέρνει: να αλλοιώνει τα πάντα και να μας κάνει να θεωρούμε ως κανονική και υγιή τροφή το δηλητήριο! Το είδαμε με τον πιο απόλυτο τρόπο στα μοναδικά και συγκλονιστικά γεγονότα του Πάθους του Κυρίου, το είδαμε στη ζωή των περισσοτέρων αγίων της Εκκλησίας – πάντοτε ήταν διωκόμενοι κατά το πρότυπο του Κυρίου: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι» - το βλέπουμε δυστυχώς και σήμερα που ο λόγος του Θεού ερμηνεύεται και κατανοείται κατά το δοκούν: ό,τι νομίζει ο καθένας, αυτό και θεωρεί ως σωστό, αδιαφορώντας τελικώς για την αλήθεια, γιατί δεν «ταιριάζει» στο δικό του θέλημα!

Δεν το βλέπουμε εξίσου και σε άλλες διαστάσεις της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής; Πώς μπορεί για παράδειγμα να εξηγηθεί η ευκολία αποδοχής των λεγομένων «fake news» και όχι των πραγματικών γεγονότων; Πώς κάθε τι, και το πιο παράλογο: όπως ότι η γη είναι... επίπεδη, βρίσκει και πάλι γρήγορους αποδέκτες;  Πώς... πώς...πώς; Λογική εξήγηση δεν υφίσταται. Είναι είπαμε η λειτουργία της αμαρτίας, η ευπιστία προς το περίεργο, το αληθοφανές, το μυστικοπαθές, που μας κάνει να φαινόμαστε οι πιο... έξυπνοι, οι πιο... σοφοί, οι πιο... ενημερωμένοι, ακόμη και οι πιο... πιστοί! Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή ακούμε δυστυχώς το συχνά επαναλαμβανόμενο με δημώδη τρόπο: «Και πάλι την... πατήσαμε, μεγάλε!»

21 Μαΐου 2021

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

«Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί, καί αὐτόν θεραπεύουσαι γνώμης προθυμότατα Μυροφόροι εὐθύτητι, οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε∙ ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν, ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι∙ ὅθεν ὑμῶν μνήμην τήν πανίερον πανηγυρίζομεν» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Σεμνές Μυροφόρες, ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού που φάνηκε (στον κόσμο ως άνθρωπος) και υπηρετώντας Τον προθυμότατα με ειλικρίνεια, δεν Τον εγκαταλείψατε ούτε και νεκρό. Απεναντίας, κινούμενες από αγάπη προς Αυτόν πήγατε και Του προσφέρατε μύρα μαζί με τα δάκρυά σας. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε την πανίερη μνήμη σας).

Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τροπάρια. Διότι εξαγγέλλει την πορεία ζωής των μυροφόρων γυναικών, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα μέχρι του τέλους, που είναι μία αδιάκοπη πορεία θετικής προσέγγισης Εκείνου. Τι βλέπουμε;

- Οι γυναίκες ακολουθώντας τον Κύριο βρίσκονταν αδιάκοπα πάνω στα ίχνη που χάραζε η δική Του πορεία – ήσαν αληθώς υπήκοες κατά το πρότυπο του Ίδιου απέναντι στον Θεό Πατέρα.

- Τον υπηρετούσαν και τον εξυπηρετούσαν στο απολυτρωτικό έργο Του, και μαζί με Εκείνον και τους μαθητές Του, γινόμενες οι χορηγοί Του και τα χέρια Του σε ό,τι χρειαζόταν. Και μάλιστα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή λογισμό ζήλειας και κατάκρισης – η ευθύτητα γνώμης τους ήταν αυτό που κήρυσσε ο Κύριος και έπειτα και οι απόστολοι: αγάπη εκ καθαράς καρδίας.

- Και το πιο συγκινητικό και υποδειγματικό και αξιοπρόσεκτο: δεν Τον εγκατέλειψαν και τότε που φάνηκε να γκρεμίζονται οι ελπίδες τους με τη σύλληψή Του, τη Σταύρωσή Του, τον θάνατό Του. Όταν όλοι οι μαθητές του Κυρίου Τον εγκατέλειψαν και Τον άφησαν μόνο, εκείνες βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να Τον αγαπούν και να κινούνται με θερμότητα και συμπάθεια απέναντί Του. Τόσο που νύχτα ακόμη πήραν αρώματα και μύρα για να Του επιτελέσουν τα καθορισμένα από το Ιουδαϊκό τυπικό σε θανόντες, υπερνικώντας κάθε φόβο και ανασφάλεια που ήταν λογικό να νιώθουν. Κι ήταν διπλάσιο θα λέγαμε το άρωμα του αγορασμένου μύρου τους, γιατί ήταν αναμειγμένο με τα δάκρυα της καρδιάς τους – τι πολυτιμότερο στη γη αυτή από τα δάκρυα της αγάπης και του πόνου!

Όχι ιερή λοιπόν η μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, αλλά πανίερη, κατά τον άγιο υμνογράφο. Γι’ αυτό και αξίζει το πανηγύρι γι’ αυτές τις μοναδικές γυναίκες, που μένει το παράδειγμά τους αιώνια αναφορά για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι όπως είπαμε δείχνει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Απέναντι στον Θεό κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Καλούμαστε ν’ αγαπάμε Θεό και άνθρωπο, όχι γιατί μας προσφέρουν απλώς κάτι, αλλά και τότε που φαίνονται να μας εγκαταλείπουν. Στη θεωρούμενη «νέκρωσή» τους ως προς εμάς, εκεί πρέπει να ενεργοποιούμε τη θέρμη και τη συμπάθειά μας. Και ως προς μεν τον Θεό, η «νέκρωσή» Του, δηλαδή η εγκατάλειψή μας από Εκείνον, είναι φαινομενική. Ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Τότε μάλιστα που νομίζουμε ότι είναι απών, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε παρών. Αλλά και ως προς τον συνάνθρωπο, η αδιαφορία του για εμάς που επισύρει όμως την ενεργοποίηση της αγάπης μας, λειτουργεί μυστικά ως πρόκληση της ανάστασής του. Ποιος ποτέ επέμεινε στην αγάπη του έστω και προς τον αρνητή του, και δεν είδε τις περισσότερες φορές θαυμαστά αποτελέσματα; Την ευκαιρία δηλαδή που του δίνουμε για να ανανήψει και μετανοήσει!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

 


«Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.

Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.

Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.

Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκληση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε  πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

  Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ. Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα»[1].

Ο άγιος Κωνσταντίνος αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν, ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του φόνου[2]; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο -  ο Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός, ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.

Η Εκκλησία μας δεν προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις: την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων απόστολός σου, Κύριε»[3] (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε, από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό»[4] (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κάνουν και άλλον παραλληλισμό: συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος  σε έχρισε με το Πνεύμα Του»[5] (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως βασιλιάς των Χριστιανών»[6] (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος. «Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε»[7] (απόστιχα εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός προείδε  την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία»[8] (αίνοι).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.), η οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον. «Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με τον Πατέρα»[9] (ωδή ς´).

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά της,  αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια»[10] (ωδή δ´). «Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα κατοικείς στα άνω βασίλεια»[11]  (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν, υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα»[12] (απόστιχα εσπερινού).  Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον, οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού. «Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον, πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη»[13] (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη»[14] (ωδή ζ´).

Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του  βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν»[15] (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας»[16] (ωδή θ´).

 

 

 



[1] Από το ιστολόγιο «Μέγας Συναξαριστής».

[2] Πρ. Απ. 9,1: «Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου».

[3] «Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος ο εν βασιλεύσιν Απόστολός σου, Κύριε».

[4] «Ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν έλαβες, αλλ᾽ ως ο θεσπέσιος Παύλος έσχες μάλλον ένδοξε ταύτην εξ ύψους, Κωνσταντίνε ισαπόστολε, παρά Χριστού του Θεού».

[5] «Νέος γέγονας Δαυίδ τοις τρόποις, γέρας άνωθεν εισδεδεγμένος της βασιλείας τη κορυφή σου το έλαιον. Σε γαρ τω Πνεύματι έχρισεν, ένδοξε, ο υπερούσιος Λόγος και Κύριος».

[6] «Πρώτος βασιλεύς Χριστιανών παρά του Θεού, Κωνσταντίνε, σκήπτρον έλαβες».

[7] «Όντως, μακαρία η γαστήρ και ηγιασμένη κοιλία, η σε βαστάσασα».

[8] «Ο βασιλεύων της κτίσεως, το ευπειθές προορών της καρδίας σου, πάνσοφε, λογικώς θηρεύει σε, αλογία κρατούμενον».

[9] «Συνήθροισας θεοφόρων Πατέρων τον μακάριον χορόν παραδόξως, και δι᾽ αυτών, Κωνσταντίνε, τας πάντων κυμαινομένας καρδίας εστήριξας, ομότιμον δοξολογείν τω τεκόντι τον Λόγον και σύνθρονον».

[10] «Και τοις τρόποις φιλόθεος και ταις θείαις πράξεσι αξιάγαστος, μακαρία, εχρημάτισας».

[11] «Αγάπην και τελείαν συμπάθειαν ως πορφύραν φορούσα, κατώκησας νυν εις τα άνω βασίλεια».

[12] «Πόθω και αγάπη του Χριστού κατεπειγομένη η Μήτηρ του γλυκυτάτου βλαστού, σπεύδουσα αφίκετο εν τη αγία Σιών, εις τον τόπον τον άγιον, εν ω εσταυρώθη θέλων ο Σωτήρ ημών, διά το σώσαι ημάς. Ένθα, τον Σταυρόν αραμένη, χαίρουσα εκραύγαζε: Δόξα τω δωρησαμένω μοι ον ήλπιζον».

[13] «Τω Χριστώ κολληθείσα και επ᾽ αυτώ, πάνσεμνε, άπασαν θεμένη ελπίδα τους ιερούς αυτού τόπους κατέλαβες, εν οις τα άχραντα Πάθη σαρκωθείς υπέμεινεν ο υπεράγαθος».

[14] «Πράξεσι θείαις εδομήσω την καρδίαν σου ναόν Θεού, Ελένη. Και ναούς ιερούς αυτώ ανωκοδόμεις, έναθ σαρκί τα άχραντα δι᾽ημάς υπέστη Πάθη».

[15] «Ο τάφος ένθα κείται το ιερόν, Κωνσταντίνε, και τίμιον σώμα σου, μαρμαρυγάς θείας και ακτίνας φωτολαμπείς τοις προσιούσι πάντοτε, βλύζει ιαμάτων παντοδαπών, το σκότος απευλάνων και φέγγει ανεσπέρω φωταγωγών τους ευφημούντάς σε».

[16] «Αγίως σου τελέσασα την ζωήν, συν αγίοις νυνί κατεσκήνωσας, αγιασμού πλήρης γενομένη και φωτισμού. Των ιαμάτων πάντοτε όθεν αναβλύζεις τους ποταμούς και πάθη κατακλύζεις, Ελένη μακαρία, και καταρδεύεις τας ψυχάς ημών».