27 Μαΐου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Μπορεί η Ρωσία να καυχάται για το σπουδαίο γέννημά της, τον Ιωάννη, η Μικρά Ασία να υπεραίρεται διότι στον τόπο της αναδείχτηκε η αγιότητα του οσίου, το Νέο Προκόπι Ευβοίας να λαμπροφορεί που κατέχει το χαριτόβρυτο λείψανό του, όμως όλοι οι πιστοί απανταχού της γης εορτάζουν τον μεγάλο νέο ομολογητή – αποτελεί καύχημα και ευλογία όλων των ορθοδόξων. Γιατί; Διότι ο άγιος υπήρξε ένα αποτύπωμα του Χριστού και μία δική Του φανέρωση στον κόσμο∙ ο Χριστός ήταν η αδιάκοπη προτεραιότητά του. Το σημειώνει ο υμνογράφος του: «Ας δοξολογήσουμε με ύμνους όλοι τον Ιωάννη, αυτόν που ανέλαβε στους ώμους του τον σταυρό του Κυρίου και επακολούθησε Αυτόν μέχρι τέλους με ασκητικούς αγώνες και παλαίσματα» (κάθισμα όρθρου).

Κι είναι σημαντική η επισήμανση του ποιητή: η ακολουθία του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγο του Ίδιου (Μάρκ. 8,34), δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί άρση σταυρού, ασκητικούς αγώνες, παλαίσματα. Χρειάζεται να το λέει η καρδιά κάποιου προκειμένου να είναι συνεπής χριστιανός. Και πρέπει ιδιαιτέρως στην εποχή μας να τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι συχνά οι χριστιανοί θεωρούμε την ακολουθία του Κυρίου «ταξίδι αναψυχής». Δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας την οδύνη του σταυρού είτε ως πόλεμο κατά των παθών μας είτε ως αντιμετώπιση των επιθέσεων του Πονηρού και των οργάνων του μέσα στον κόσμο.

Επ’ αυτού ο υμνογράφος ιεροδιδάσκαλος Ιωσήφ υπενθυμίζει όχι μόνο την αιχμαλωσία του οσίου από τους Τούρκους, όχι μόνο τους ονειδισμούς που υπέστη ως υπόδουλος, ούτε ακόμη και τις στερήσεις του ζώντας μέσα σ’ έναν σταύλο – τους ακούσιους πειρασμούς του – αλλά και τους εκούσιους λεγόμενους, αυτούς δηλαδή που ο ίδιος προσέθετε πάνω στους άλλους: τις ολονύχτιες προσευχές του, τα θερμότατα δάκρυα κατανύξεώς του, την επιλογή της φτώχειας όταν του δόθηκε η ευκαιρία υπέρβασής της. Στο δοξαστικό των αίνων εξαγγέλλει: «Ποιος δεν θα θαυμάσει τον αξιοθαύμαστο τρόπο της ζωής σου; Διότι δεν αρκέστηκες, χαριτώνυμε, στην κακουχία της αιχμαλωσίας, αλλά έσπευσες να αυξήσεις αυτήν, με τους ασκητικούς κόπους και τους ιδρώτες».

Όχι τυχαία λοιπόν ο υμνογράφος τον παραλληλίζει με τον δίκαιο Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. «Έζησες παράξενο τρόπο ζωής, καθώς κατοίκησες σε κάποιον σταύλο σαν άλλος Ιώβ, όσιε, που στέναζε και θλιβόταν πάνω στην κοπριά» (απόστιχα εσπερινού). Ο έπαινος όμως για τον όσιο ανεβαίνει κλίμακα, καθώς τον αποτιμά σε σχέση με τον μέγα Πρόδρομο: «Όπως ο θείος βαπτιστής χαριτώθηκε μεταξύ του ιουδαϊκού λαού και μαρτυρήθηκε σαφώς από τον Χριστό, έτσι και συ ο ομώνυμός του και μιμητής, ζώντας ανάμεσα σε ματαιόφρονα λαό, έλαβες χάρη από τον Θεό με τη θεάρεστη πολιτεία σου, Ιωάννη» (λιτή).

Για την Εκκλησία ο άγιος είχε ενεργούσα τη χάρη του Χριστού στην καρδιά του (ωδή α΄), επειδή βοηθείτο από τον θεάρεστο βίο του, αλλά κι επειδή τον καθοδηγούσε η ίδια η Παναγία. Με πόση αγάπη πράγματι θα προσέβλεπε η Θεοτόκος πάνω στο αγαθό παιδί της Ιωάννη, που επέμενε στην αγάπη του Υιού και Θεού της μέσα στις δοκιμασίες που περνούσε! Όπως το λέει ο ποιητής: «Μολονότι ήσουν αιχμάλωτος, είχες την Παρθένο Μαρία να σε οδηγεί, είχες σύμμαχό σου τον θεάρεστο βίο σου, Ιωάννη μέγιστε φωστήρα» (κάθισμα όρθρου).

26 Μαΐου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Τῇ Τετάρτῃ τοῦ Παραλύτου τήν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν».

Στίχοι ἰαμβικοί: «Ἑστώς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ, Χριστός Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον» (Στέκεται και διδάσκει στο μέσον της εορτής ο Μεσσίας Χριστός, ανάμεσα στους διδασκάλους).

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς. 

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει». 

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). 

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα»[1].

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία)[2] ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του»[3] ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους»[4]. 

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια»[5] (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της. 

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρωμιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας»[6].


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πώς ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι» (Ἀπό τό ἱστολόγιο «Ὀρθόδοξος Συναξαριστής»).

[3] Γαλ. 2, 20: «Χριστῶ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

[4] Πρβλ. Β΄Κορ. 3, 2-3: «Ἡ ἐπιστολή ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων, φανερούμενοι ὅτι ἐστέ ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις».

[5] «Ἑστηκώς ἐν τῶ μέσῳ τοῦ ἱεροῦ, μεσαζούσης ἐνθέως τῆς ἑορτῆς˙ ὁ διψῶν, ἀνέκραζες, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω˙ ὁ γάρ πίνων ἐκ τούτου τοῦ θείου μου νάματος, ποταμούς ἐκ κοιλίας ἐκρεύσει δογμάτων μου˙ ὅστις δέ πιστεύει εἰς ἐμέ τόν σταλέντα, ἐκ θείου Γεννήτορος μετ’ ἐμοῦ δοξασθήσεται. Διά τοῦτο βοῶμέν Σοι˙ Δόξα σοι, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι πλουσίως ἐξέχεας τά νάματα τῆς σῆς φιλανθρωπίας τοῖς δούλοις σου».

[6] «Τήν χερσωθεῖσάν μου ψυχήν, πταισμάτων ἀνομίαις, ροαῖς τῶν σῶν αἱμάτων κατάρδευσον, καί δεῖξον καρποφόρον ἀρεταῖς˙ σύ γάρ ἔφης πᾶσι, τοῦ προσέρχεσθαι πρός σέ, Λόγε Θεοῦ πανάγιε, καί ὕδωρ ἀφθαρσίας ἀρύεσθαι, ζῶν τε καί καθαῖρον ἁμαρτίας τῶν ὑμνούντων τήν ἔνδοξον καί θείαν σου Ἔγερσιν˙ παρέχων ἀγαθέ, τήν ἀπό τοῦ ὕψους ἐνεχθεῖσαν ἀληθῶς τοῖς Μαθηταῖς σου Πνεύματος ἰσχύν, τοῖς σέ Θεόν γινώσκουσι˙ σύ γάρ
ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν
».

25 Μαΐου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η τιμία και αγία κεφαλή του Ιωάννου Προδρόμου που ήταν κρυμμένη προ πολλού, τώρα βγήκε από τους κόλπους της γης, σαν χρυσός από τα μέταλλα, κλεισμένη όχι σε στάμνα, όπως παλαιότερα, αλλά σε αργυρό σκεύος, ευρισκόμενη σε ιερό τόπο και γενόμενη φανερή από ιερέα. Αυτήν την κεφαλή, την οποία έφερε από τα Κόμανα η ένδοξη των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πιστό βασιλιά και τον ποιμενάρχη της και τον πιστό λαό, την δέχεται με μεγάλη ευφροσύνη, κι αφού την προσκύνησαν όλοι με μεγάλη πίστη την εναπέθεσαν σε ιερό τόπο”.

Μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα τῆς σχέσης τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη Προδρόμου μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού μᾶς προβάλλει ἡ ὑμνολογία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, εἶναι αὐτή τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο. ῾῎Εγινες φωνή του Λόγου, Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε᾽(῾Φωνήν του Λόγου γεγονώς…Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε᾽) (ωδή α´). Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης δηλαδή προβάλλεται, μέ βάση τά πραγματικά περιστατικά τῆς ζωῆς του, ὡς ἐκεῖνος πού φανερώνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐξαγγέλλει μέ δυνατή φωνή, ὥστε νά γίνει ἀκουστός, τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Καί βεβαίως δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό. Ὅλοι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτελοῦν κατ᾽ ἀκρίβεια τέτοιες φωνές γιά τόν ἐρχομό Αὐτοῦ, μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ὡς ὁ τελευταῖος προφήτης καί τό πλήρωμα γι᾽ αὐτό τῆς προφητείας, εἶναι ἡ πιό δυνατή φωνή, κυριολεκτικά, ὅπως ὀνομάζεται, ῾ὁ μεγαλοφωνότατος πάντων τῶν προφητῶν᾽ καί ῾προφητών ὑπέρτερος᾽(ωδή δ´).

Ἡ σχέση τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο βρίσκεται σέ εὐθεῖα γραμμή, ἡ φωνή δηλαδή ἀκούγεται γιά νά φανερώνει ἀποκλειστικά καί μόνο τόν Λόγο, γεγονός πού σημαίνει  ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἄγγελος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ: νά εἶναι ὁ Πρόδρομος ᾽Εκείνου, ἄρα μέ τόν τρόπο αὐτό νά κατανοεῖ κανείς καί τήν ὕπαρξη καί τό ἔργο του. ῎Ετσι ἡ φωνή τοῦ Προδρόμου δέν μποροῦσε νά μηνύσει κάτι ἄλλο, πέραν αὐτοῦ γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ὁ Χριστός, δηλαδή τή μετάνοια. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός μας, ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά ἑνώσει ῾εἰς ἕν᾽, πού θά πεῖ στόν ἑαυτό Του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ Του στόν Θεό Πατέρα, ῾πάντα τά διεσκορπισμένα τέκνα Αὐτοῦ᾽, συνεπῶς νά καλέσει τόν κόσμο ὅλο σέ μετάνοια. Γι᾽ αὐτό καί τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη καί τό κήρυγμα τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο: ῾μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν᾽. ῾Σέ ὅλους βεβαίωσε ἡ κάρα τοῦ Προδρόμου τούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας,  μέ τίς θεῖες συμβουλές᾽(῾Κάρα…πᾶσι τῆς μετανοίας τάς σωτηρίους ὁδούς θείαις ὑποθήκαις βεβαιώσασα᾽) (αίνοι). 

Ὑπενθύμιση αὐτονοήτων, θά πεῖ κάποιος. Ναί, ἀλλά μέ προέκταση καί στά καθ᾽ ἡμᾶς. Δηλαδή: δέν μπορεῖ κάποιος πού θέλει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, νά ἔχει διαφορετική φωνή ἀπό ὅ,τι ᾽Εκεῖνος. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Ὁ χριστιανός ῾βοᾶ᾽ μέ τά λόγια του, κυρίως ὅμως μέ τή ζωή του, τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. ῾Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη᾽ (ὁ Κύριος). Δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε χριστιανοί καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ζωή καί οἱ λόγοι μας νά μή βρίσκονται σέ εὐθεῖα γραμμή καί ἀναλογία πρός τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων φίλων Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι βάση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ πεποίθηση καί τό βίωμα ὅτι οἱ χριστιανοί συνιστοῦμε μέλη Χριστοῦ καί συνεπῶς προεκτείνουμε ᾽Εκείνου τήν παρουσία στόν κόσμο. Κι ἐπειδή ὁ Λόγος Χριστός ἔζησε καί δίδαξε τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη – αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό κύριο γνώρισμα αὐτοῦ πού μετανοεῖ - ἄρα καί ὁ χριστιανός εἶναι πράγματι χριστιανός, ὅταν ζεῖ ταπεινά καί μέ ἀγάπη. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ῾φωνή᾽, ἔστω καί στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ παραχάραξη ᾽Εκείνου καί βεβαίως παραφωνία Του.

 

24 Μαΐου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρωτίστως πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

22 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

 


«῎Ανθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. 5, 7)

    ῞Ενα θαῦμα ὑπομονῆς καί ἐλπίδας εἶναι ὁ παράλυτος τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, πρίν νά δεχθεῖ τό θαῦμα τῆς θεραπείας του ἀπό τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ὑπέμενε καί ἤλπιζε γιά τή θεραπεία του, προσδοκώντας ὅτι κάτι θά συνέβαινε ὥστε καί αὐτός νά δεχθεῖ τήν ἰαματική ἀναταραχή τῶν ὑδάτων καί νά γίνει ὑγιής. Κι ἡ θαυμαστή αὐτή ὑπομονή καί προσμονή του ἐπιβραβεύεται ἀπό τόν Θεό μέ μοναδικό τρόπο: ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ ἴδιος ὁ ἐν σαρκί Θεός, ὁ «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος» ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἔρχεται πρός θεραπεία του. Τό παράπονό του «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν», δέχεται ὡς ἀπάντηση τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ Χριστός πάντοτε ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, καί ἰδίως σ᾽ αὐτόν πού βρίσκεται σέ ταλαιπωρία καί θλίψη καί ἀνάγκη. Καί μάλιστα πιό πολύ σ᾽ ἐκεῖνον πού βιώνει τόν πόνο χωρίς ἀνθρώπινη παρουσία καί παρηγοριά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πονεμένοι καί ἀναγκεμένοι καί μάλιστα μόνοι, εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ, κατά τή γνωστή ἔκφραση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου. Κι εἶχε καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Παΐσιος βιώσει τήν ἰδιαίτερη αὐτή ἀγάπη καί εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρέθηκε σέ παρόμοια κατάσταση ἀνάγκης καί μοναξιᾶς, νά ᾽ναι ἄρρωστος καί σέ ἡμέρες μεγάλου χιονιᾶ μόνος καί ἀβοήθητος. Ὁ Κύριος, ἀπεκάλυψε ὁ ὅσιος, τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους νά τόν θερμαίνουν καί νά τόν ὑπηρετοῦν, τόσο πού ὅταν ἦλθαν κάποια στιγμή καλόγεροι νά τόν βοηθήσουν, ἀνησυχώντας γιά τόν ἀποκλεισμό του, τούς παραπονέθηκε ὅτι ἦρθαν αὐτοί καί ἔδιωξαν τούς ἀγγέλους!

 ῎Ερχεται ὁ Κύριος πάντοτε, ἀλλά συχνά φαίνεται ὅτι ἀργεῖ. Διότι δικαίως θά ἐρωτήσει κάποιος: τριάντα ὀχτώ χρόνια δέν εἶναι πολλά, γιά νά ἐπανέλθουμε στόν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου; Γιατί ἄργησε τόσο ὁ Θεός τήν παρουσία Του; Τό ἐρώτημα πού βεβαίως τίθεται ἀντιστρόφως εἶναι: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον μία ἐμφανής παρουσία, σωματικῆς θά λέγαμε τάξεως; ᾽Εκεῖ πού ὁ Θεός φαίνεται ἀπών εἶναι καί πράγματι ἀπών; Προφανῶς, τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα στόν παράλυτο ἔδινε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς χάρη, πού πρέπει νά τόν ἀνέβαζε πνευματικά σέ μεγάλο ὕψος. Ὁ παράλυτος, πέρα ἀπό τό ἀνθρώπινο παράπονό του, δέν φαίνεται νά κατηγορεῖ κάποιον, πολλῷ μᾶλλον δέν γογγύζει κατά τοῦ Θεοῦ οὔτε καί βλασφημεῖ - πράγματα πού συχνά διαπιστώνουμε σέ παρόμοιες καταστάσεις ἄλλων συνανθρώπων – πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς καί ἐπιβεβαίωνε ἔμπρακτα τό τῆς Γραφῆς: «ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι». ῎Ετσι ζοῦσε μᾶλλον σέ μία χαρισματική κατάσταση, ἔστω καί μέσα στή θλίψη του, ἤ μᾶλλον ἐξαιτίας αὐτῆς, πού σφραγίστηκε ἁπλῶς στό τέλος μέ τή σωματική θεραπεία του ἀπό τόν Χριστό.

Θυμίζει ἡ περίπτωσή του κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ μεγάλου ἁγίου ᾽Αντωνίου, πού ὅταν τόν βρῆκαν μισοπεθαμένο ἀπό δαιμονικά κτυπήματα οἱ συχωριανοί του καί τόν ἔβαλαν μέσα στό ναό, ἐξέφρασε τό παράπονό του στόν Κύριο, μόλις αἰσθάνθηκε τήν παρουσία Του ὡς ἀκτίνα παρηγοριᾶς καί θεραπείας, λέγοντας γιατί τόν ἄφησε μόνο καί ἀβοήθητο στούς πνευματικούς του ἀγῶνες. Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν πάντοτε κοντά του, τόν παρακολουθοῦσε καί τόν ἐνίσχυε μυστικῶς, προσδοκώντας ἀκριβῶς τήν ἐν ὑπομονῇ πίστη καί ἐλπίδα του σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θά τόν κάνει μεγάλο καί τρανό ἀνά τά πέρατα τοῦ κόσμου. ῎Ετσι ὁ Κύριος ὅταν φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπών στά παθήματα καί τίς δοκιμασίες μας, εἶναι στήν πραγματικότητα παρών μ᾽ ἕναν ἄλλον τρόπο. Καί θά πρέπει πάντοτε νά θυμόμαστε αὐτό πού σημειώνει ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ἀκολουθώντας κι αὐτός βεβαίως τήν πνευματική σκέψη τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἰδίως τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι σ᾽ αὐτές τίς δύσκολες καταστάσεις δοκιμασίας μας ἔχουμε ἤδη πάρει μυστικῶς ἀπό τόν Κύριο τή δύναμη ν᾽ ἀντέχουμε, ὥστε μέ τή χάρη ᾽Εκείνου νά περνᾶμε τά παθήματά μας. Προηγεῖται, λέει συγκεκριμένα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά στηρίγματα πού μᾶς δίνει, κι ἔπειτα ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ τήν ὅποια δοκιμασία. Εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς ἀνεβάζει σέ ἀνώτερη πνευματική βαθμίδα.

 ῎Ετσι ὁ παράλυτος τῆς ὁμώνυμης Κυριακῆς δέν φαίνεται νά εἶναι ἕνα ἁπλός ἄνθρωπος. Μέσα ἀπό τό ὅλο περιστατικό ἀποκαλύπτεται τό ψυχικό καί πνευματικό του μεγαλεῖο, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή, ἡ πίστη του στόν Θεό. Καί θά μᾶς θυμίζει πάντοτε ὅτι ὅσο κι ἐμεῖς θά ὑπομένουμε ἐν πίστει τίς ὅποιες δοκιμασίες μας, χωρίς νά «ἐκβιάζουμε» τόν Θεό γιά μία ἄμεση ἐπέμβασή Του, δείχνοντας ἑπομένως μέ τήν ἀνυπομονησία μας τήν ὀλιγοπιστία μας πρός Αὐτόν, τόσο θά πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι καί γιά τήν ἔκπληξη τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας. ῎Ισως ὅμως θά πρέπει καί νά σκεφτόμαστε ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή καί ἡ ἐν πίστει προσμονή μας μᾶς θέσει τελικῶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρες ἐνώπιόν Του.

 

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 


«Ἰουδαίων ὁ λαός τῷ Πιλάτῳ ἐκβοᾷ∙ Ἀπόλυσόν μοι τόν κακοῦργον λῃστήν∙ ἆρον, ἆρον, σταύρωσον τόν ἀναμάρτητον» (ωδή γ΄ κανόνος Μυροφόρων).

(Ο λαός των Ιουδαίων κραυγάζει προς τον Πιλάτο: Άφησέ μου ελεύθερο τον κακούργο ληστή. Θάνατος, θάνατος! Σταύρωσε τον αναμάρτητο).

Στα γεγονότα λίγο προ της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού μάς παραπέμπει ο άγιος υμνογράφος Ανδρέας ο Κρήτης, τότε που ο Κύριος βρίσκεται υπόδικος ενώπιον του Πιλάτου, για να ακούσει από το συγκεντρωμένο πλήθος το «άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν!» - με την παραδοξότητα του υμνογράφου να βάζει στο στόμα του λαού και τη θεολογική αποτίμηση: «τόν ἀναμάρτητον!» Κι αυτό γιατί το ίδιο αυτό πλήθος, προ ολίγων μόλις ημερών κραύγαζε κατά την είσοδο του Κυρίου καθημένου επί πώλον όνου το «Ὠσαννά τῷ Υἱῷ Δαυίδ∙ Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», κραδαίνοντας τα κλαδιά από τους φοίνικες. Αλλά είναι τελικώς ένα άκριτο πλήθος, ο λαός που άγεται και φέρεται δυστυχώς από τους λαοπλάνους και τους δημαγωγούς – εν προκειμένω τους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων – οι οποίοι έπεισαν τον λαό αυτόν που λειτουργούσε πια ως όχλος να ζητήσουν από τον Πιλάτο χάρη για τον κακούργο και όχι για τον ευεργέτη τους Ιησού Χριστό.

Λογικά, αντικειμενικά, ηθικά, θεολογικά, κοινωνιολογικά η επιλογή του λαού δεν μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε βάσανο – επιλέγει τον κακούργο, τον ληστή, εκείνον που αποτελούσε μάστιγα για τη ζωή του και απορρίπτει έως θανάτου Εκείνον που μέχρι τη συγκεκριμένη ώρα τού είχε φερθεί μόνον ως ευεργέτης. «Λαός μου τί ἐποίησάς μοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας;» - ο ύμνος από τη Μεγάλη Εβδομάδα εκφράζει το παράπονο του ενανθρωπήσαντος Θεού, το ίδιο παράπονο των προφητών του Θεού που δέχτηκαν την κακότητα και την επίθεση και τον θάνατο από τον λαό στον οποίο κήρυξαν τη μετάνοια και στάθηκαν απέναντί του ως ευεργέτες! Ό,τι ο Κύριος είχε προείπει καθαρά ως λόγο ή μέσω των παραβολών, ότι δηλαδή θα υποστεί την ίδια απόρριψη ως Υιός με τους απεσταλμένους δούλους του Θεού Πατέρα, τώρα επιβεβαιώνεται και γίνεται πραγματικότητα.

Πρόκειται κυριολεκτικά για τύφλωση: όχι των υλικών οφθαλμών αλλά του κύριου οφθαλμού της ψυχής, του νου που φωτίζει την πορεία ενός ανθρώπου. Και τι γίνεται λοιπόν καθοδηγητικό στοιχείο της πορείας του; Τα πάθη και οι αλλοιωμένες και διαστρεβλωμένες δυνάμεις της ψυχής του, οι οποίες μη έχοντας φωτισμό από τον Θεό άγονται και φέρονται από τον Πονηρό διάβολο! Τεράστια η ευθύνη των λαοπλάνων και των δημαγωγών, και τότε και πάντοτε, που τεχνηέντως γιατί γνωρίζουν την ψυχολογία της μάζας και του όχλου καθοδηγούν προς ό,τι συνιστά απολύτως δικό τους συμφέρον – συνήθως την εξουσία και τη σαρκολατρεία τους! Αλλά μεγάλη και η ευθύνη του ίδιου του λαού που αφήνεται στα χέρια των επιτηδείων αυτών, όταν μάλιστα έχει γευτεί και τις συνέπειες της δημαγωγίας αλλά και τις ευεργεσίες των αγίων του: κατά τρόπο αδιανόητο όπως είπαμε επιλέγει την καταστροφή του!

Πώς μπορεί να εξηγηθεί βαθύτερα η διαστροφή και ο παραλογισμός αυτός, όταν μάλιστα, το ξανατονίζουμε, έχει γευτεί κανείς την ευεργεσία και έχει ακούσει την αλήθεια; Η μόνη εξήγηση είναι η άλωση της ψυχής από την αμαρτία, η ροπή προς ό,τι αποτελεί ψέμα, μία παραλυσία του πνεύματος, το οποίο έτσι επιθυμεί μόνο τα της σαρκός και βάλλει προς κάθε τι ανώτερο και υγιές. Η αμαρτία που λειτουργεί στην ύπαρξη του ανθρώπου, ακόμη και του βαπτισμένου όταν βρίσκεται χαλαρωμένος και όχι στην ένταση που απαιτεί ο λόγος του Θεού, αυτό έχει καταφέρει και καταφέρνει: να αλλοιώνει τα πάντα και να μας κάνει να θεωρούμε ως κανονική και υγιή τροφή το δηλητήριο! Το είδαμε με τον πιο απόλυτο τρόπο στα μοναδικά και συγκλονιστικά γεγονότα του Πάθους του Κυρίου, το είδαμε στη ζωή των περισσοτέρων αγίων της Εκκλησίας – πάντοτε ήταν διωκόμενοι κατά το πρότυπο του Κυρίου: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι» - το βλέπουμε δυστυχώς και σήμερα που ο λόγος του Θεού ερμηνεύεται και κατανοείται κατά το δοκούν: ό,τι νομίζει ο καθένας, αυτό και θεωρεί ως σωστό, αδιαφορώντας τελικώς για την αλήθεια, γιατί δεν «ταιριάζει» στο δικό του θέλημα!

Δεν το βλέπουμε εξίσου και σε άλλες διαστάσεις της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής; Πώς μπορεί για παράδειγμα να εξηγηθεί η ευκολία αποδοχής των λεγομένων «fake news» και όχι των πραγματικών γεγονότων; Πώς κάθε τι, και το πιο παράλογο: όπως ότι η γη είναι... επίπεδη, βρίσκει και πάλι γρήγορους αποδέκτες;  Πώς... πώς...πώς; Λογική εξήγηση δεν υφίσταται. Είναι είπαμε η λειτουργία της αμαρτίας, η ευπιστία προς το περίεργο, το αληθοφανές, το μυστικοπαθές, που μας κάνει να φαινόμαστε οι πιο... έξυπνοι, οι πιο... σοφοί, οι πιο... ενημερωμένοι, ακόμη και οι πιο... πιστοί! Γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή ακούμε δυστυχώς το συχνά επαναλαμβανόμενο με δημώδη τρόπο: «Και πάλι την... πατήσαμε, μεγάλε!»

21 Μαΐου 2021

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

«Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί, καί αὐτόν θεραπεύουσαι γνώμης προθυμότατα Μυροφόροι εὐθύτητι, οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε∙ ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν, ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι∙ ὅθεν ὑμῶν μνήμην τήν πανίερον πανηγυρίζομεν» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Σεμνές Μυροφόρες, ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού που φάνηκε (στον κόσμο ως άνθρωπος) και υπηρετώντας Τον προθυμότατα με ειλικρίνεια, δεν Τον εγκαταλείψατε ούτε και νεκρό. Απεναντίας, κινούμενες από αγάπη προς Αυτόν πήγατε και Του προσφέρατε μύρα μαζί με τα δάκρυά σας. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε την πανίερη μνήμη σας).

Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τροπάρια. Διότι εξαγγέλλει την πορεία ζωής των μυροφόρων γυναικών, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα μέχρι του τέλους, που είναι μία αδιάκοπη πορεία θετικής προσέγγισης Εκείνου. Τι βλέπουμε;

- Οι γυναίκες ακολουθώντας τον Κύριο βρίσκονταν αδιάκοπα πάνω στα ίχνη που χάραζε η δική Του πορεία – ήσαν αληθώς υπήκοες κατά το πρότυπο του Ίδιου απέναντι στον Θεό Πατέρα.

- Τον υπηρετούσαν και τον εξυπηρετούσαν στο απολυτρωτικό έργο Του, και μαζί με Εκείνον και τους μαθητές Του, γινόμενες οι χορηγοί Του και τα χέρια Του σε ό,τι χρειαζόταν. Και μάλιστα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή λογισμό ζήλειας και κατάκρισης – η ευθύτητα γνώμης τους ήταν αυτό που κήρυσσε ο Κύριος και έπειτα και οι απόστολοι: αγάπη εκ καθαράς καρδίας.

- Και το πιο συγκινητικό και υποδειγματικό και αξιοπρόσεκτο: δεν Τον εγκατέλειψαν και τότε που φάνηκε να γκρεμίζονται οι ελπίδες τους με τη σύλληψή Του, τη Σταύρωσή Του, τον θάνατό Του. Όταν όλοι οι μαθητές του Κυρίου Τον εγκατέλειψαν και Τον άφησαν μόνο, εκείνες βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να Τον αγαπούν και να κινούνται με θερμότητα και συμπάθεια απέναντί Του. Τόσο που νύχτα ακόμη πήραν αρώματα και μύρα για να Του επιτελέσουν τα καθορισμένα από το Ιουδαϊκό τυπικό σε θανόντες, υπερνικώντας κάθε φόβο και ανασφάλεια που ήταν λογικό να νιώθουν. Κι ήταν διπλάσιο θα λέγαμε το άρωμα του αγορασμένου μύρου τους, γιατί ήταν αναμειγμένο με τα δάκρυα της καρδιάς τους – τι πολυτιμότερο στη γη αυτή από τα δάκρυα της αγάπης και του πόνου!

Όχι ιερή λοιπόν η μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, αλλά πανίερη, κατά τον άγιο υμνογράφο. Γι’ αυτό και αξίζει το πανηγύρι γι’ αυτές τις μοναδικές γυναίκες, που μένει το παράδειγμά τους αιώνια αναφορά για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι όπως είπαμε δείχνει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Απέναντι στον Θεό κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Καλούμαστε ν’ αγαπάμε Θεό και άνθρωπο, όχι γιατί μας προσφέρουν απλώς κάτι, αλλά και τότε που φαίνονται να μας εγκαταλείπουν. Στη θεωρούμενη «νέκρωσή» τους ως προς εμάς, εκεί πρέπει να ενεργοποιούμε τη θέρμη και τη συμπάθειά μας. Και ως προς μεν τον Θεό, η «νέκρωσή» Του, δηλαδή η εγκατάλειψή μας από Εκείνον, είναι φαινομενική. Ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Τότε μάλιστα που νομίζουμε ότι είναι απών, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε παρών. Αλλά και ως προς τον συνάνθρωπο, η αδιαφορία του για εμάς που επισύρει όμως την ενεργοποίηση της αγάπης μας, λειτουργεί μυστικά ως πρόκληση της ανάστασής του. Ποιος ποτέ επέμεινε στην αγάπη του έστω και προς τον αρνητή του, και δεν είδε τις περισσότερες φορές θαυμαστά αποτελέσματα; Την ευκαιρία δηλαδή που του δίνουμε για να ανανήψει και μετανοήσει!