07 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ Ο ΕΝ ΑΓΚΥΡΑ

«Ο άγιος Θεόδοτος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα Θεότεκνο ότι τα σώματα των αγίων παρθένων που είχαν ριχτεί στη λίμνη, αυτός τα έβγαλε και τα έθαψε, οπότε οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα. Κι όταν με μεγάλο θάρρος ομολόγησε την πίστη του, κτυπήθηκε σκληρά. Έπειτα τον κρέμασαν δύο φορές πάνω σε ξύλο, του ξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις πλευρές και τον έκαψαν με λαμπάδες. Έπειτα του σύντριψαν τα σιαγόνια με πέτρες και τέλος του έκοψαν το κεφάλι»[1].

Ο άγιος Θεόδοτος υπήρξε ο αλείπτης[2], ο καθοδηγητής και ενισχυτής των αγίων παρθένων, προκειμένου να μείνουν μέχρι τέλους σταθερές στην πίστη τους, έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι όταν ο ηγεμόνας Θεότεκνος είδε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τις μεταπείσει, έδωσε εντολή να τις ρίξουν στη λίμνη για να πνιγούν. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει την αλειπτική αυτή διάσταση του έργου του αγίου Θεοδότου, έστω κι αν το συναξάρι τους στο Μηναίο δεν αναφέρεται σ᾽αυτό. «Ενίσχυσες με τα ιερά σου λόγια τις ιερές γυναίκες για τους μαρτυρικούς αγώνες. Κι αφού νίκησαν τον κακό εχθρό με τα ανδρεία παλαίσματά τους, πήραν τα στεφάνια της αφθαρσίας»[3] (ωδή ς´). Η καθοδηγητική και ενισχυτική παρουσία του αγίου Θεοδότου, το αλειπτικό όπως ονομάζεται έργο του, είναι πάγια και σταθερή συνήθεια στην Εκκλησία μας. Τις περισσότερες δηλαδή φορές πριν από το μαρτύριο κάποιου μάρτυρα έχουμε την ενίσχυσή του από κάποιον άλλον χριστιανό, ο οποίος αναλαμβάνει να τον τονώσει στην πίστη, ώστε να μην υποχωρήσει. Η συνέχεια δε επίσης είναι γνωστή: οι ενισχυόμενοι μένουν σταθεροί, αλλά και ο αλείπτης οδηγείται και αυτός στο μαρτύριο.

Το συναξάρι επικεντρώνει, όπως βλέπουμε, στην ηρωική πράξη του αγίου Θεοδότου να περισυλλέξει τα νεκρά σώματα και να τα θάψει, και βεβαίως έπειτα στο φρικτό μαρτύριο που ακολούθησε γι᾽ αυτόν, λόγω ακριβώς της πίστεώς του στον Χριστό. Και χαρακτηρίζουμε ηρωική την πράξη της περισυλλογής, διότι προκαλούσε με τον τρόπο αυτό την οργή του ηγεμόνα και διακινδύνευε και τη δική του τη ζωή. Ο όρος ῾ηρωικός᾽ όμως για έναν χριστιανό είναι καταχρηστικός. Ο χριστιανός δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να αγωνίζεται στον δρόμο της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Η υπακοή στον Θεό αποτελεί μονόδρομο για τον χριστιανό, συνεπώς δεν πρόκειται για ηρωισμό, όπως κατανοείται στους αρχαίους ´Ελληνες για παράδειγμα ή σε άλλους λαούς. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όταν κάνουμε όλα όσα μας έχει υπαγορεύσει ο νόμος του Θεού, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, που επιτελέσαμε ό,τι οφείλαμε να επιτελέσουμε»[4]. Αυτό λοιπόν που ήταν δεδομένο για τον άγιο Θεόδοτο: να κάνει αυτό που έπρεπε ως χριστιανός, υμνήθηκε σε αντίστοιχο επίπεδο από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές με την περίπτωση της Αντιγόνης. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής[5] έγραψε την τραγωδία του ῾Αντιγόνη᾽, ακριβώς έχοντας ως βασικό θέμα την ηρωική πράξη της ηρωίδας του έργου, η οποία παραθεωρώντας την εντολή του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, θάβει τον θεωρούμενο ως προδότη αδελφό της Πολυνείκη, γιατί την υποκινεί η υπακοή της στους θεϊκούς νόμους – να θάβεται ο νεκρός – και η αδελφική της αγάπη. Και ναι μεν ασφαλώς η Αντιγόνη προβάλλεται ως ιερό πρότυπο για την ενέργειά της αυτή, έστω κι αν τελικώς αυτοκτονεί στη φυλακή που κλείστηκε – για τα δεδομένα της προ Χριστού εποχής δεν περιμένει κανείς ίσως κάτι περισσότερο – ο άγιος Θεόδοτος όμως κάνει, όπως είπαμε, το αυτονόητο για έναν χριστιανό: να μείνει σταθερός στην υπακοή στο θέλημα του Θεού.

Και πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει στην ακολουθία του αγίου ότι ο Θεόδοτος σ᾽αυτό ήταν από τη νεαρή του ηλικία προσανατολισμένος: στο θέλημα του Θεού, λόγω της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό. «Ανέθεσες τον εαυτό σου στον Θεό, Θεόδοτε, από τη νεαρή σου ηλικία»[6] (ωδή α´). «Υπέμεινες κραυγάζοντας, μάρτυς: Τίποτε δεν θα με χωρίσει διόλου από την αγάπη του Χριστού, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε κάθε άλλη βάσανος»[7] (στιχηρό εσπερινού). Για τον άγιο υμνογράφο δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο από την εν αγάπη θέληση του ανθρώπου που ενισχύεται όμως από τον ίδιο τον Θεό. Είναι η θέληση που συντρίβει οποιαδήποτε αντίθεη δύναμη, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο, γιατί μένει πάντοτε αδούλωτη η ψυχή.  «Συντρίβει το σώμα με τις πολλές πληγές ο διώκτης, δεν έχει τη δύναμη όμως καθόλου να χαλαρώσει τον τόνο της ψυχής, ο οποίος αποκτά ισχύ από τη θεία στοργή του Σωτήρα Χριστού»[8] (ωδή γ´). «Με την υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, υπέμεινες σταθερά τις ορμές των παρανόμων και την κάκωση των βασανιστηρίων και τις πυρακτώσεις, διότι ήσουν περιφραγμένος από τη θεία συμμαχία»[9] (ωδή ε´).


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Η λέξη αλείπτης αποτελεί παράγωγο του ρήματος αλείφω (=αλείφω, χρίω δι’ ελαίου, ετοιμάζω διά γυμνικούς άγώνας, παραθαρρύνω, γενικώς:  επαλείφω, επιχρίω, απαλείφω, εξαλείφω) και σημαίνει τουλάχιστον για την αρχαία εποχή, αυτόν που άλειφε και έχριε τους αθλητές στα γυμναστήρια ή επιστατούσε τις τρίψεις των αθλητών, κατ’  επέκταση δε, σημαίνει τον (προ)γυμναστή και τον παιδροτρίβη, τον προπονητή» (Βλ. Π.Χ. Δορμπαράκη, Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Βιβλ. Εστίας, έκδ. 3η, σελ. 48). Με την έννοια του προγυμναστή και προπονητή, σε επίπεδο πνευματικό όμως, χρησιμοποιείται και ο όρος σε σχέση με τους μάρτυρες της Εκκλησίας, παλαιούς και νέους. Περισσότερα για το θέμα των αλειπτών, βλ. ημέτερο έργο, Νεομάρτυρες, εκδ. ακολουθείν, 2021, σελ. 185 εξ.

[3] «Επήλειψας λόγοις σου ιεροίς τα ιερά προς τους αγώνας γύναια. Και καθελόντα, μάρτυς, τον δυσμενή, ανδρείοις παλαίσμασι, αφθαρσίας στεφάνους ανεπλέξαντο».

[4] Πρβλ. Λουκ. 17, 10 κ.α.

[5] Ο Σοφοκλής (496 π.Χ.- 406 π.Χ.), (Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ), ήταν αρχαίος Έλληνας τραγωδός της κλασικής εποχής από την Αθήνα. Μαζί με τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, αποτελούν τους μόνους τραγικούς ποιητές των οποίων έχουν σωθεί ολοκληρωμένα έργα. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, φαίνεται ότι συνέγραψε περίπου 123 έργα από τα οποία παραδίδονται ολοκληρωμένες μόνο επτά τραγωδίες (Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι, Οιδίπους τύραννος, Αίας, Φιλοκτήτης, Οιδίπους επί Κολωνώ).

[6] «Εκ νεαράς ηλικίας ανατεθείς τω Θεώ, Θεόδοτε».

[7] «Μάρτυς, υπέμεινας κραυγάζων: Της του Χριστού αγαπήσεως όλως με ουδέν χωρίσει, ου θάνατος, ου ζωή, ουδέ πάσα άλλη βάσανος».

[8] «Συντρίβει σώμα ταις πολλαίς ο διώκτης αικίαις, ουκ ισχύει δε όλως σου τον τόνον της ψυχής χαυνώσαι, θεία στοργή του Σωτήρος, μάκαρ, κρατυνόμενον».

[9] «Υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, των παρανομούντων τας ορμάς και των βασάνων την κάκωσιν και τας πυρακτώσεις σαφώς υπήνεγκας, τη θεία συμμαχία περιφραττόμενος». 

05 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» (᾽Ιωάν. 9, 12)

Μπροστά στό μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπό τόν ᾽Ιησοῦ οἱ ᾽Ιουδαῖοι τά χάνουν καί ἀναζητοῦν τόν αἴτιο: «Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» Κι ὁ πρώην τυφλός πού δέχεται τήν ἐρώτηση, δέν μπορεῖ νά δώσει ἀπάντηση, πέρα ἀπό τό ὄνομα τοῦ ᾽Ιησοῦ καί τό γεγονός τῆς θεραπείας του. Διότι ὁ Κύριος, τόν ῾Οποῖο ὁ τυφλός ἀγνοεῖ, τόν ἔστειλε πρός νίψη στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὁπότε ἐκεῖνος πιστεύοντας στόν λόγο καί ἀνταποκρινόμενος ὄντως θεραπεύεται. ᾽Αναζητοῦν λοιπόν οἱ ᾽Ιουδαῖοι τόν Χριστό.

᾽Αλλ᾽ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ᾽Ιησοῦ εἶναι φαινόμενο πού ἐπισημαίνουμε σέ πολλά ἐπίπεδα μέσα στό Εὐαγγέλιο:

- ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὡς νήπιο ὁ ῾Ηρώδης, γιατί Τόν βλέπει ὡς ἀπειλή, ἀφοῦ εἶναι κατά τούς μάγους «ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ᾽Ιουδαίων»∙

 - ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ πολλές φορές οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες τοῦ ᾽Ισραήλ, γιατί εἶναι ῾ἐπικίνδυνος᾽, ἀφοῦ καταλύει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί καταργεῖ τίς παραδόσεις τους∙

- ἀναζητεῖ ὁ ἁπλός λαός τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί τούς ἔδωσε νά φάει∙

 - ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὁ ῾Ηρώδης ᾽Αντίπας, γιατί θέλει νά ῾διασκεδάσει᾽, ἀφοῦ ἔχει ἀκούσει γιά τήν ἱκανότητά Του νά κάνει θαύματα.

 ᾽Αλλά καί: - ἀναζητοῦν οἱ μαθητές τοῦ ᾽Ιωάννη Προδρόμου τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί Αὐτόν ὑποδείκνυε ὡς Μεσσία ὁ δάσκαλός τους∙

- ἔρχεται πρός ἀναζήτησή Του ὁ Ναθαναήλ πού ἄκουσε θαυμαστά γι᾽ Αὐτόν ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο∙

- ἔρχονται πρός ἀναζήτησή Του οἱ Σαμαρεῖτες, γιατί προκλήθηκαν ἀπό τή μαρτυρία τῆς συμπατριώτισσάς τους, πού εἶπε ὅτι ὁ ᾽Ιησοῦς τῆς ἀπεκάλυψε ὅλη της τή ζωή.

 Κι ὄχι μόνο τότε στά χρόνια τοῦ ᾽Ιησοῦ. Σέ κάθε ἐποχή, κι ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ. Δέν θά Τόν ἀναζητοῦν ὅμως ὅλοι γιά τούς ἴδιους λόγους καί γιά τόν ἴδιο σκοπό. ῞Οπως τότε, ἔτσι καί πάντα: ἄλλος ἀναζητεῖ τόν Χριστό κινούμενος ἀπό μίσος καί ἔχθρα πρός Αὐτόν, ἄλλος ἀπό περιέργεια, ἄλλος ἀπό γνήσια ἀναζήτηση τῆς καρδιᾶς του, ψάχνοντας «τό ὕδωρ τό ζῶν» κι ἄλλος ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, βλέποντας ὅτι ἡ φλόγα πού ἔχει ἀνάψει μέσα του γιά τόν Χριστό διαρκῶς καί φουντώνει.

 ῎Ετσι τό «ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» ἀποτελεῖ αἴτημα καί τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπιβεβαιώνει τήν εὐαγγελική καί διαχρονική ἀλήθεια ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀδιάφορος μπροστά Του. Πάντοτε δηλαδή μπροστά στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑποχρεωμένος κάποιος νά πάρει μιά ἀπόφαση εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική. ῞Οπως ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος τό ἔχει ἀποκαλύψει: «ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει». Κι ἄν ἤθελε κανείς νά κρίνει τήν ποικιλία τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ, εἴτε δηλαδή τῶν καθαρά ἐχθρῶν καί πολεμίων Του εἴτε τῶν ἀδιάφορων ἀπέναντί Του, θά ἔλεγε ὅτι οἱ ἀδιάφοροι εἶναι καί οἱ χειρότεροι ἐχθροί Του, γιατί σ᾽ αὐτούς πού φανερά Τόν ἐχθρεύονται καί Τόν πολεμοῦν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀκόμη καί σύντομης μεταστροφῆς τους - ἀσχολοῦνται μέ ᾽Εκεῖνον ἔστω καί ἀρνητικά - ἐνῶ στούς ἀδιάφορους πού μπορεῖ νά μήν ἀρνοῦνται κἄν τόν Χριστό, δέν ὑπάρχει προβληματισμός καί ἐνδιαφέρον. «῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ ψυχρός ἤ θερμός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός (καί στούς χλιαρούς βεβαίως ἀνήκουν καί οἱ ἀδιάφοροι μέ τήν πίστη) θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (᾽Αποκ. ᾽Ιωάννη).

 «Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» Στήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας δέν ὑπάρχει ἕνας δρόμος. Κι ἀπό τήν ἄλλη κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τή συγκεκριμένη ἀπάντησή Του. ᾽Εμεῖς (πρέπει νά) Τόν ἀναζητοῦμε κι ᾽Εκεῖνος θά κρίνει τό ποῦ καί τό πῶς τῆς ἐμφάνισής Του. Αὐτό πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ ἐμφάνισή Του αὐτή ἔχει πάντα τό στοιχεῖο τῆς ἔκπληξης:

῎Ερχεται ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί πού ῾φαίνεται᾽ ὅτι δέν συντρέχουν οἱ συνθῆκες τῆς παρουσίας Του.

῎Ερχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ἤ ἐκεῖ πού παλεύεις μέ τά κύματα τῆς ζωῆς, ἕτοιμος νά καταποντιστεῖς – κι ᾽Εκεῖνος εἶναι πάνω στά κύματα δίπλα σου.

Πλησιάζεις κάποιον πού πιστεύεις ὅτι μπορεῖ νά σέ βοηθήσει γιά νά Τόν βρεῖς καί ἀκοῦς ᾽Εκεῖνον νά σέ προσφωνεῖ μέ τ᾽ ὄνομά σου.

Συνοδοιπορεῖς μέ ἄγνωστο καί σοῦ ῾βγαίνει᾽ ὁ ῎Ιδιος «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».

῎Ερχεται κυρίως στήν «κλᾶσιν τοῦ ἄρτου», στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί μόλις Τόν αἰσθανθεῖς καί πᾶς νά Τόν ῾πιάσεις᾽, «ἄφαντος γίνεται ἀπό Σοῦ».

Μά ἐκεῖ πού μᾶς εἶπε ὅτι θά Τόν βρίσκουμε πάντα στήν ὅποια ἀναζήτησή μας εἶναι στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, καί μάλιστα τοῦ ἐλαχίστου. «᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΥΡΟΥ

"Ο άγιος Δωρόθεος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου και ήταν επίσκοπος Τύρου. Επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, λόγω του διωγμού που επρόκειτο να ξεσπάσει, άφησε την οικία του και τον τόπο του και απήλθε στη Δυσσόπολη. Μετά την καταστροφή αυτών, πήγε στην Τύρο και κατεύθυνε την Εκκλησία του μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του παραβάτη. Τότε ξαναπήγε στη Δυσσόπολη, όπου αφού συνελήφθη από τους άρχοντες του Ιουλιανού και υπέμεινε πολλά βασανιστήρια, σε βαθύτατο γήρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, προσφέροντας την ψυχή του στον Θεό την ώρα που έπασχε, σε ηλικία ήδη εκατόν επτά ετών. Άφησε διάφορα εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιστορίες, στα ελληνικά και τα ρωμαϊκά. Διότι γνώριζε και τις δύο γλώσσες, από τη μεγάλη σπουδή του και την κλίση της φύσης του".

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησιαστική υμνολογία, αξιοποιεί το όνομα του αγίου Δωροθέου, προκειμένου να τον τοποθετήσει από πλευράς πνευματικής: ο άγιος υπήρξε το δώρο του Θεού στην Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς στη σωτηρία τους, ο ίδιος προσφέρθηκε ως δώρο στον Θεό με την ασκητική του διαγωγή και το μαρτύριό του. «Αυτός που από την πλούσια αγάπη Του παρέχει τα δώρα ως Θεός σ᾽ αυτούς που έχουν ανάγκη, δώρισε εσένα, Δωρόθεε, σαν θεϊκό δώρο στην Εκκλησία, για τη φανερή σωτηρία των πιστών» (῾Σε ως θείον δώρον, Δωρόθεε, ο τα δώρα ως Θεός παρέχων πλουσία χρηστότητι τοις δεομένοις εις πιστών εναργή σωτηρίαν, τη Εκκλησία εδωρήσατο᾽) (ωδή θ´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου, παμμακάριστε Δωρόθεε, ως καθαρότατο δώρο στον Θεό, με τον τέλειο βίο σου και το ιερό μαρτύριό σου» (῾Δώρον Θεώ, παμμάκαρ, σεαυτόν προσήξας καθαρώτατον, διά βίου τελείου και σεπτού μαρτυρίου, Δωρόθεε᾽) (ωδή α´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου ως άγιο θεϊκό δώρο στον Δημιουργό, αφού προηγουμένως διέπρεψες στην άσκηση και ύστερα άθλησες με δύναμη στο μαρτύριο» (῾Δώρον θείον άγιον σαυτόν προσήξας τω Κτίστη, πρότερον εν τη ασκήσει ενδιαπρέψας, ύστερον τω μαρτυρίω στερρώς αθλήσας᾽) (κοντάκιο).

Έτσι είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τον Θεό από την αγιασμένη ζωή ενός πιστού ανθρώπου, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με τις υλικές προσφορές μας αλλά με τη ζωή μας τη σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του. Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να νομίζουμε ότι θα έχουμε τον Θεό προστάτη και συμπαραστάτη μας, αν του κάνουμε δώρα με τα οποία ευαρεστείται: ακριβά καντήλια, ωραίες εικόνες, οικοδομή ναών. Χωρίς να αρνείται κανείς και αυτές τις προσφορές, όταν πηγάζουν από την αγάπη μας  – ο ίδιος ο Κύριος δεν απέπεμψε το ακριβό δώρο της πόρνης γυναίκας που αγόρασε μύρο και το άλειψε στα πόδια Του ως έκφραση της αγάπης της – όμως το καίριο και ουσιαστικό είναι η καλή και αγία ζωή μας, η θεμελιωμένη στη μετάνοια και τις εντολές του Χριστού. Θέλουμε να κάνουμε τον Θεό μας να χαίρεται; Ας ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Και η χαρά Του πολλαπλασιάζεται όταν μας βλέπει να μένουμε στο θέλημά Του αυτό, έστω και με θυσία της ζωής μας. Κι από την άλλη: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία που δίνει ο Θεός στον κόσμο μας από την δωρεά ενός αγίου Του. Ο άγιος είναι η ευλογημένη απάντηση του Θεού στον παραπαίοντα και αμαρτωλό κόσμο μας, το ακριβότερο δώρο Του σε εμάς, αφού με την παρουσία του αγίου διακρατείται και ο ίδιος ο κόσμος. Λόγω των αγίων που σε κάθε εποχή υπάρχουν, ο Θεός μακροθυμεί και δίνει περισσότερο χρόνο, ώστε να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι σε μετάνοια και να σωθούν. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήσωσιν οι άνθρωποι» (πρβλ. Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 2,21). Κι αυτό ιδιαιτέρως πρέπει να τονίζεται στην εποχή μας, την τόσο περίεργη από πλευράς πνευματικής. Η απάντηση του Θεού δεν θα έρθει με τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων και των υλικών αγαθών, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας στην καρδιά μας. Αν αρχίσει η εσωτερική αλλοίωσή μας και η επιστροφή μας προς τον Θεό, τότε πράγματι θα σημαίνει ότι ήλθε η ώρα της υπέρβασης της όποιας κρίσεως.

Ο άγιος Ιωσήφ δεν επικεντρώνει την προσοχή του στο όντως παράδοξο: ένας γέροντας 107 ετών να δέχεται τη μήνη του περιβάλλοντος του παραβάτη αυτοκράτορα και να υφίσταται τόσα βασανιστήρια.  Ίσως γιατί γνωρίζει καλά ότι όταν κάποιος ξεφεύγει από την πίστη και αρνείται τον Χριστό, σαν τον Ιουλιανό τον αυτοκράτορα,  δεν έχει πια περιθώρια ανθρωπιάς μέσα του. Επικεντρώνει όμως αρκετά στα συγγράμματα που άφησε ο άγιος Δωρόθεος, διότι επίσης γνωρίζει ότι τα γραπτά που μένουν στους αιώνες, είναι εκείνα που βοηθούν τους ανθρώπους σε κάθε εποχή στο να βρίσκουν τον δρόμο του Θεού, ενώ τους απομακρύνουν από τις πλάνες του διαβόλου. «Αναδείχτηκες, θεομακάριστε Πατέρα, πυξίδα του αγίου Πνεύματος, γράφοντας τα θεία δόγματα με γνώση θεϊκή» (῾Πυξίον θείου Πνεύματος, θεομακάριστε, εδείχθης, Πάτερ, τα θεία δόγματα εγγεγραμμένα φέρων εν γνώσει θεϊκή᾽) (στιχηρό εσπερινού). «Η φωνή των λόγων σου και η δύναμη των ωραίων διδασκαλιών σου έφτασε, παμμακάριστε, σε όλη τη γη με τη χάρη του Θεού» (῾Ρημάτων ο φθόγγος και τερπνών δογμάτων η δύναμις, πάσαν επέδραμε, παμμακάριστε, την γην θεία χάριτι᾽) (ωδή ς´). «Κράτησες τα ρεύματα της απάτης, Δωρόθεε, με το ρεύμα της πάνσοφης γλώσσας σου και πότισες καλά τις διάνοιες των πιστών» (῾Ρεύματα της απάτης έστησας, Δωρόθεε, τω ρεύματι της πανσόφου σου γλώττης, και πιστών διανοίας κατήρδευσας᾽) (ωδή α´).

Και τι ήταν εκείνο που έγραψε ο άγιος και φώτισε τόσο πολύ τις διάνοιες των πιστών; Τους βίους των αγίων, μάλιστα των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού. Την πίστη της Εκκλησίας και τα δόγματα της πίστεως ο άγιος Δωρόθεος τα πρόσφερε μέσα από το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο, τη ζωή των αγίων. Κι είναι τούτο μία πολύ μεγάλη αλήθεια: σε κάθε εποχή, κι ίσως ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, η σημαντικότερη προσφορά είναι η προσφορά της ζωής των αγίων μας. «Φανέρωσες με τις ιερές σου συγγραφές, θεόπνευστε Πατέρα, τον τρόπο ζωής των αγίων, γιατί φωτιζόσουν στην ψυχή από τη θεία γνώση» (῾Αγίων πολιτείας ιεραίς συγγραφαίς εδήλωσας, Πάτερ θεόπνευστε, θεία γνώσει την ψυχήν φωτιζόμενος᾽) (ωδή ς´).  

04 Ιουνίου 2021

4 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πρέπει να δηλώσουμε απαρχής την επιφύλαξή μας: οι ημέρες που διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. αφιερώνονται σε άξια μνήμης γεγονότα ή σε κάποιες κοινωνικές αξίες ναι μεν μπορεί να είναι αξιέπαινη ενέργεια, γιατί δείχνει ευαισθησία συνήθως για κακώς κείμενα στον πλανήτη μας, αλλά πέραν τούτο ουδέν – πάντοτε η «ημέρα» θα μένει στο επίπεδο της ευχής και όχι της ώθησης για ουσιαστικές αλλαγές. Κι όταν μάλιστα η αφιέρωση είναι για ό,τι θεωρείται παγκοσμίως ως το ιερότερο και ευγενέστερο υπάρχει: τα παιδιά, την ελπίδα του κόσμου, τη συνέχεια της ζωής, θα πρέπει άραγε να καθιστούμε αυτό ημέρα μνήμης; Δεν είναι αυτονόητο να προστατεύουμε τα παιδιά, να τα καθοδηγούμε ορθά, να τα σεβόμαστε, όπως προσέχουμε ένα μικρό κλαράκι για να γίνει δένδρο;

Βρισκόμαστε όμως σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, που δυστυχώς τα αυτονόητα δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Η αμαρτία ως διαγραφή ή περιθωριοποίηση Χριστού του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου αλλοιώνει την ψυχή και την καρδιά του, διαστρεβλώνει τη σκέψη του, τον κρατά στο σκοτάδι της άγνοιας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει σαφή προσανατολισμό – ο άνθρωπος της αμαρτίας, έστω και θεωρούμενος χριστιανός, είναι άνθρωπος χαμένος, «δίχως ταυτότητα πια». Οπότε με τι φως μέσα του, όταν ο νους του είναι τυφλός, μπορεί να δει την αξία που έχει ο άνθρωπος, τη χάρη που περικλείει ένα παιδί, την αποτύπωση του Δημιουργού μέσα σε όλη τη δημιουργία, ακόμη και στο παραμικρότερο χορταράκι; Με ισοπεδωμένες για όλους και όλα αντιλήψεις, με μόνο κίνητρο τα πάθη του, ο άνθρωπος της πονηρίας και αμαρτίας το μόνο που  επιζητεί είναι να κυριαρχεί, να απομυζά τα πάντα προς το συμφέρον του, να αποφεύγει κάθε τι που τον θέτει ίσως σε κίνδυνο. Φοβισμένος και ανασφαλής λειτουργεί ως το θηρίο που πρέπει να επιζήσει κατασπαράσσοντας κάθε πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό. Ο ψαλμωδός το έχει επισημάνει προ πολλού: «Ο άνθρωπος της αμαρτίας έγινε όμοιος με τα ανόητα κτήνη ακολουθώντας τη δική τους ζωή».

Πού το μεγαλείο ζωής ενός αληθινά πιστού χριστιανού, αλλά ακόμη σ’ έναν βαθμό και καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας οποιασδήποτε θρησκείας με ευαίσθητη καρδιά, που το φως του Θεού έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να το διακρίνει σε όλες τις διαστάσεις όπως είπαμε της δημιουργίας; «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» μάς λέει διαρκώς ο λόγος του Θεού – φωτισμένοι από τον Θεό μπορούμε και βλέπουμε παντού το φως Του. Οπότε ο πιστός βλέπει τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του όχι επίπεδα, όχι ως αντικείμενα των παθών του, αλλά στο βάθος της αλήθειας τους: ως εικόνες του Θεού που αντανακλούν το μεγαλείο Εκείνου, συνεπώς μ’ έναν σεβασμό που έχει χαρακτήρα θεϊκό. Το ίδιο στέκεται σεβαστικά κι απέναντι στη φύση, γιατί διαβλέπει και πάλι τις ενέργειες του Τριαδικού Θεού – «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» αναγγέλλει εξίσου ο προφήτης του Θεού. Και το αποκορύφωμα: στέκεται με δέος, με ευλάβεια, σαν να πατά σε έδαφος ιερό, απέναντι στο παιδί, στη νέα ύπαρξη που συνιστά το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της Δημιουργίας Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έμαθε τη στάση αυτή: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου. Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Κι αλλού: «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Ποιος μεγαλύτερος και σπουδαιότερος ύμνος εξαγγέλθηκε ποτέ για τα παιδιά από ό,τι είπε ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου; Και βεβαίως ο Κύριος δεν επαίνεσε τα παιδιά απλώς ως παιδιά, αλλά γι’ αυτό που εκφράζουν και ζουν στην ψυχή τους: την αθωότητα και την έλλειψη της πονηρίας, δηλαδή την καθαρή καρδιά τους που μπορεί να αναπαύει τον ίδιο τον Θεό.

Από τη μια λοιπόν ο άνθρωπος της αμαρτίας που τυφλωμένος όχι μόνο δεν βλέπει το μεγαλείο του παιδιού, αλλά το καταδυναστεύει, το εκβιάζει, το χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του – ό,τι φανερώνει την ουσία  της διαστροφής που έχει ως γνώρισμα την εκμετάλλευση του αδύναμου και απροστάτευτου. Κι από την άλλη ο άνθρωπος της πίστεως που αγωνίζεται να αγαπήσει και να σεβαστεί τη χάρη του Θεού, κατεξοχήν ενεργοποιημένη στην καθαρή καρδιά ενός παιδιού και κάθε ανθρώπου που θέλει να μείνει στην ψυχή παιδί, του αγίου.

Και επιλέγουμε έτσι: δεν μπορεί κανείς να διαφοροποιήσει και να ξεχωρίσει την ορθή στάση σεβασμού απέναντι στα παιδιά από τη στάση σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό του. Δηλαδή, δεν μπορεί άνθρωπος που δεν σέβεται γενικά τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αδύναμο θεωρούμενο όποιος κι αν είναι αυτός, να σεβαστεί μεμονωμένα και «εξειδικευμένα» ένα παιδί. Ο εκμεταλλευτής του όποιου αδύνατου παραμένει εκμεταλλευτής κατεξοχήν του πιο αδύνατου, που είναι το παιδί. Ο Χριστός μπορούσε να αγαπά με απόλυτο τρόπο τα παιδιά, γιατί αγαπούσε με απόλυτο τρόπο και κάθε άνθρωπο.  

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

«Παρά τό φρέαρ Χριστός τήν Σαμαρεῖτιν, εὑρών ἐξῃτήσατο ὕδωρ πιεῖν ἐξ αὐτῆς, διψῶν τήν ταύτης διόρθωσιν καί σωτηρίαν, ὅ καί ἐγνώσθη ἔργοις πληρούμενον...» (στιχ. εσπ. εορτής).

(Αφού βρήκε ο Χριστός την Σαμαρείτιδα δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, επειδή διψούσε τη διόρθωση και τη σωτηρία της, κάτι που φάνηκε να εκπληρώνεται στην πράξη).

Η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της μάς προσφέρει όλον τον πλούτο των ενεργειών του Κυρίου σε κάθε γεγονός της επίγειας ζωής Του, όπως εν προκειμένω στην κλήση σωτηρίας της Σαμαρείτιδος γυναίκας. Ο Κύριος βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του απολυτρωτικού Του έργου στη Σαμάρεια, μία περιοχή που κάποιο καιρό πριν Τον είχε απορρίψει και μάλιστα με πολύ έντονο προσβλητικό τρόπο: φύγε από την περιοχή μας∙ δεν Σε θέλουμε∙ είσαι ανεπιθύμητος! Κι ενώ η αντίδραση των Σαμαρειτών τότε προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των μαθητών Του, τόσο που ευχήθηκαν να πέσει φωτιά να τους κάψει!, ο Κύριος απλώς τους παρέκαμψε, σεβόμενος εν αγάπη την επιθυμία τους και ελέγχοντας τους μαθητές Του για την άγνοια της σημασίας να είναι μαθητές Του – «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε». Ο Κύριος όμως ως παντογνώστης ήξερε τι θα επακολουθήσει: την πρώτη φορά δεν είχε έλθει η «ὥρα» των Σαμαρειτών – η επίσκεψή Του σ’ αυτούς είχε περισσότερο παιδαγωγικό χαρακτήρα για χάρη των μαθητών Του. Τώρα όμως, τη δεύτερη φορά, έρχεται, γιατί η καρδιά τους ήταν έτοιμη. Και φάνηκε τούτο από την «εκπρόσωπό» τους, τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, που εξωτερικά φαινόταν άσωτη και αμαρτωλή, μέσα της όμως αποδεικνυόταν «σώφρων», γιατί διψούσε για την αλήθεια - «πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι ἡ Σαμαρεῖτις» σημειώνει το κοντάκιο της εορτής.  Κι η δίψα της αυτή επιβραβεύτηκε: την «δίψασε» ο ίδιος ο Λυτρωτής του κόσμου.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης του ανθρώπου να βρει την αλήθεια: βρίσκει την πηγή της Αλήθειας να έρχεται προς συνάντησή του και να τον κάνει πηγή κι αυτόν, δεύτερη πηγή που αφενός ξεδιψά τα τρίσβαθα της δικής του ύπαρξής και αφετέρου ξεδιψά και κάθε άλλον άνθρωπο που βρίσκεται στη δική του πια πορεία. Η Σαμαρείτιδα αποτελεί ένα από τα κλασικότερα παραδείγματα: η ίδια ήπιε και ξεδίψασε κι έγινε στη συνέχεια ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς, βοηθώντας πλήθος συνανθρώπων της να βρει τον δρόμο που συναντά κανείς τον Δημιουργό του.

Να με διψάει ο Θεός μου, να θέλει δηλαδή τη διόρθωση και τη σωτηρία μου αλλά με τρόπο που δείχνει τον πόθο Του και το βάθος της αγάπης Του για μένα, είναι εκείνο που κατανύσσει την ψυχή του κάθε ανθρώπου, όσο σκληρόκαρδος κι αν παρουσιάζεται στη ζωή του. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα των περισσοτέρων μας: εγκλωβισμένοι στον εγωισμό μας, αδυνατούμε να φανταστούμε το «αδιανόητο», ότι έχουμε ένα Θεό, τον αληθινό Τριαδικό Θεό, που όχι απλώς υπάρχει – τι να το κάνει κανείς αυτό; - αλλά κινείται διαρκώς με μία κένωση του εαυτού Του για να μας προσλάβει μέσα Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής και μακαριότητας. Γιατί; Διότι ο Ίδιος είναι αγάπη κι εμείς, πολλαπλασίως σε σχέση με τα άλλα αγαπημένα κι αυτά δημιουργήματά Του, είμαστε δικές Του εικόνες, στο πρόσωπο των οποίων θέλησε να «επαναλάβει» τον εαυτό Του.

Μας διψάει λοιπόν και μας καλεί και μας παρακαλεί να Τον διψάσουμε κι εμείς. Με σκοπό να γίνουμε ένα μαζί Του, βρίσκοντας τον «τόπο» της καταπαύσεώς μας. Πλασμένοι για τον Θεό, μόνον στον Θεό αναπαυόμαστε. Και τι δείχνει η πορεία Του; Πάνω στον Σταυρό, πριν το «τετέλεσται», την κραυγή «διψῶ» φωνάζει. Διψά τη σωτηρία των αγαπημένων Του πεθαίνοντας γι’ αυτούς – το αίμα Του έκτοτε θα αποτελεί την πηγή που θα ξεπλένει τη συνείδησή μας και μαζί με το σώμα Του θα τρέφει την ταλαιπωρημένη ύπαρξή μας. Αλλά και θα δείχνει ότι και οι πιστοί Του σ’ όλες τις εποχές διψώντας Τον θα διψούν εν αγάπη και τους συνανθρώπους τους, ανεβασμένοι πάνω σε σταυρό πάντοτε γι’ αυτούς. Ο Κύριος μάς το έδειξε με απόλυτα σαφή τρόπο: διψάς τον άλλον, τον αγαπάς δηλαδή αληθινά, όταν είσαι σε ετοιμότητα θυσίας για χάρη του.  

03 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ. Πρίν γίνει χριστιανός ὑπῆρξε ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἦταν προχωρημένης ἡλικίας μέ ἄσπρα μαλλιά καί γένια, ἐνῶ κατοικοῦσε ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη τῆς Νικομήδειας. Πίστεψε ὅμως στόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγήθηκε στόν ἄρχοντα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ὁ ἅγιος δέν πείσθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν προτέρα θρησκεία του, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σαγόνια του, νά κτυπηθεῖ μέ ράβδους καί νά κρεμαστεῖ ἀνάποδα. ῎Επειτα ρίχτηκε στήν φυλακή, ὅπου ἐκεῖ βρῆκε τέσσερα παιδιά πού ἐπίσης ἦταν φυλακισμένα γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ αὐτά ὁδηγεῖται καί πάλι στόν ἄρχοντα. ᾽Επειδή ἐπέμενε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔβαλαν μαζί μέ τά παιδιά σέ κάμινο πυρός. ῞Ομως ἦλθε βροχή ἀπό τόν οὐρανό καί ἔσβησε τήν φλόγα, ὁπότε βγῆκαν ὅλοι ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ κόμης πρόσταξε νά ὁδηγηθοῦν στό Βυζάντιο, κι ἐκεῖ τῶν μέν παιδιῶν ἔκοψαν τά κεφάλια, τόν δέ ἅγιο Λουκιλλιανό τόν σταύρωσαν. Στόν σταυρό παρέθεσε τήν ψυχή του στόν Θεό, ἐνῶ παρευρισκόταν καί ἡ ἁγία παρθένος Παύλα, ἡ ὁποία ὅσο ἀκόμη ζοῦσε ὁ ἅγιος φρόντιζε τίς πληγές του, ὅταν ὅμως τελειώθηκε μάζεψε τά λείψανα τῶν ἁγίων. ῾Η Παύλα ἦταν πιστή γυναίκα ἀπό τούς γονεῖς της κι ἔκανε αὐτό τό ἔργο: πήγαινε στίς φυλακές καί περιποιεῖτο αὐτούς πού ἔπασχαν ὑπέρ Χριστοῦ, τούς γιάτρευε καί τούς ἔτρεφε.

Συνελήφθη ὅμως κι αὐτή καί ὁδηγήθηκε πρός τόν κόμη. ᾽Επειδή βεβαίως δέν πείσθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, πρῶτον μέν τήν γύμνωσαν, ἔπειτα τήν κτύπησαν μέ ἱμάντες κι ὕστερα μέ ράβδους. Τό σῶμα της ἀπό τά κτυπήματα ἔγινε μιά πληγή, ἀλλά μέ τήν φροντίδα ἀγγέλου ἀποκαταστάθηκε ὑγιής καί πῆρε θάρρος γιά τό μαρτύριο. Πάλι ὁδηγήθηκε στόν κόμη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς κτυπήσουν τό στόμα, ἐπειδή τόν ἔλεγχε γιά τήν εἰδωλολατρία του. Ρίχτηκε στήν φυλακή, καί πάλι ὁδηγήθηκε πρός ἐξέταση. Τήν ἔβαλαν μέσα σέ καμίνι, ἀπό ὅπου βγῆκε ἄφλεκτη, ὁπότε δόθηκε ἡ ἐντολή ἀπό τόν κόμη νά φονευτεῖ μέ ξίφος. Τήν ὁδήγησαν στό Βυζάντιο καί τήν πῆγαν στόν τόπο ὅπου ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός τελειώθηκε μαζί μέ τά παιδιά. ᾽Εκεῖ τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι καί ἔτσι ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται ἡ σύναξή τους στό ἁγιότατο Μαρτυρεῖο τους, πού βρίσκεται κοντά στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ στήν ᾽Οξεῖα (ἡ ὁποία εἶναι νησί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤδη ἔρημο)».

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο Γέροντα  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις -  λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος μάλιστα μᾶς δίνει τήν πνευματική ὅρασή τους: ὄχι μόνο εἶναι ζωντανοί καί πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς καί τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί στήν ἐποχή τους καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι σάν τόν ἥλιο πού λάμπει καί φωτίζει τούς ἀνθρώπους. «Σάν ἥλιοι φάνηκαν πραγματικά στήν ᾽Εκκλησία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες καί λάμπουν τό φῶς τῆς ὁμολογίας» (῾῾Εωσφόροι φανέντες ἀληθῶς τῇ ᾽Εκκλησίᾳ Χρστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες, λάμπουσι τῆς ὁμολογίας τό φῶς᾽) (ὠδή θ´).  Κι ἀλλοῦ: «Λυχνάρι φωτεινότατο ἔγινες γι᾽ αὐτούς πού ἀθλοῦσαν μαζί σου» (῾Λύχνος φαεινότατος τοῖς συναθλοῦσί σοι γέγονας᾽ (ὠδή γ´). «᾽Απαστράπτεις μέ τά λόγια σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμο μέ τούς ἄθλους σου» (῾᾽Απαστράπτεις τοῖς λόγοις σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμον τοῖς ἄθλοις σου᾽) (ωδή δ´).

Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι οἱ ἅγιοί μας καί μέ τά λόγια τους, κυρίως ὅμως μέ τήν ζωή τους εἶναι οἱ καθοδηγητές μας καί τά παραδείγματά μας. Σ᾽ ἕναν κόσμο μάλιστα ἀποπροσανατολισμένο σάν τόν σημερινό, ὅπου προβάλλονται ὡς πρότυπα ἄνθρωποι μέ κάθε εἴδους πάθη καί διαστροφές, ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει στήν ἀλήθεια: πρότυπα καί φωτεινοί ὁδοδεῖκτες εἶναι οἱ ἅγιοί μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι αὐτοί ἀκολούθησαν μέ κάθε δυνατή συνέπεια τόν ἴδιο τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀποδεικνύοντας ὅτι προτεραιότητά τους ἦταν ἡ ἀγάπη σ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Εν προκειμένῳ γιά τόν ἅγιο Λουκιλλιανό ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ᾽Ιγνάτιος δέν διστάζει νά τόν παραλληλίσει μέ τό ἴδιο τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολο Παῦλο: «Μαζί μέ τόν Παῦλο φώναζες, μάρτυς τοῦ Χριστοῦ: Δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος οὔτε ἡ λύπη οὔτε ὁ λιμός οὔτε τό ξίφος»  (῾Μετά Παύλου ἐβόας: Οὐ χωρίσει με, μάρτυς, ἐκ τῆς ἀγάπης Χριστοῦ οὐ κίνδυνος οὐ λύπη, λιμός τε οὐδέ ξίφος᾽) (ὠδή ζ´).

Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια αὐτή πού ἐξηγεῖ καί τήν δύναμη τήν ὁποία ἔχουν οἱ ἅγιοί μας: ζώντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κυρίως μέ τήν διακράτηση τοῦ λόγου Του μέσα στήν καρδιά τους – αὐτό εἶναι τό ἀποδεικτικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό κατά τοῦ ῎Ιδιου τήν ρήση: «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» - ἔχουν ὁλοζώντανο ᾽Εκεῖνον στήν ὕπαρξή τους καί τήν δύναμή Του ἐνεργοῦσα σ᾽ αὐτούς. ῾Ο Κύριος πάλι δέν βεβαιώνει ὅτι «ἐάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν»; (ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μέ ᾽Εμένα καί τά λόγια μου τά κρατήσετε στήν ὕπαρξή σας, ὅ,τι θέλετε ζητήστε το καί θά σᾶς γίνει). Αὐτό σημειώνει μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος: ῾῎Εχοντας κάνει κτῆμα στήν καρδιά σου τά ρήματα ζωῆς τοῦ Κυρίου, σοφέ, ἀπονέκρωσες μέ τήν ἔνστασή σου τίς θωπεῖες καί κολακεῖες  τῶν τυράννων, ἀοίδιμε᾽ (῾Ρήματα ζωῆς ἐν καρδίᾳ κεκτημένος, σοφέ, τῶν τυράννων τά θωπεύματα τῇ σῇ ἐνστάσει ἀπενέκρωσας, ἀοίδιμε᾽) (ωδή ε´).

Ταῖς τοῦ ἁγίου σου πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.  

02 Ιουνίου 2021

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Απόδοση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής σήμερα (που ενώνει την Ανάσταση του Κυρίου με την Πεντηκοστή καθώς βρίσκεται στο μέσον των δύο), που σημαίνει ότι κλείνει η παράταση επί οκτώ ημέρες του εορταστικού περιεχομένου της, μία συνήθεια που κληρονόμησε η Εκκλησία μας από το Ιουδαϊκό τυπικό και εφαρμόζεται κυρίως στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές -  δεν εξαντλεί η Εκκλησία την εορτή σε μία μόνο ημέρα, αλλά την παρατείνει για να τη «χορτάσει» όσο το δυνατόν περισσότερο. Λοιπόν στην απόδοση της Μεσοπεντηκοστής ακούμε και ψάλλουμε πάλι όλα τα συγκλονιστικά και μεστά περιεχομένου τροπάρια της εορτής που προβάλλουν τη Μεσσιανικότητα του Κυρίου Ιησού και την κλήση Του να Τον αποδεχτούμε υπαρξιακά στη ζωή μας προκειμένου να ξεδιψάσουμε τη δίψα της ψυχής μας, που θα πει να γίνουμε κι εμείς δεύτερες πηγές για τον κόσμο που ταλαιπωρείται από την αθεῒα του και το καύμα μέσα στο οποίο ζει. Το δοξαστικό των αίνων της εορτής μάλιστα, του υμνογράφου Ανατολίου σε ήχο δ΄, είναι εκείνο που μας εξηγεί το νόημα της Ανάστασης και  μας παραπέμπει στην Ανάληψη του Κυρίου και στην Πεντηκοστή ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμασε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!