17 Ιουνίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΙΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤῼ

«῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος καί οἱ σύν αὐτῷ Βασίλειος καί ᾽Ιννοκέντιος  (3ος μ. Χ. αἰ.) κατάγονταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ῎Εφυγαν ὅμως ἀπό τήν πατρίδα τους καί φτάνοντας σέ ἕνα σπήλαιο τῆς ᾽Απολλωνίας βρῆκαν ἐκεῖ τόν Φήλικα καί τόν Περεγρίνο καί τόν ῾Ερμεία. ῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος  τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τούς δίδαξε νά μήν εἶναι ὡς χριστιανοί  προσκολλημένοι πρός τά παρόντα γήϊνα πράγματα, λόγια πού ἐκεῖνοι τά ἔκαναν ἀμέσως πράξη. Διότι ἀποστράφηκαν τήν συναναστροφή μέ τούς συγγενεῖς τους πού ἦταν ἄπιστοι καί γι᾽ αὐτό κατηγορήθηκαν στόν ἔπαρχο Τριπόντιο. ῾Ο ἔπαρχος τούς συνέλαβε κι ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς κάνει νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν Χριστό, πρόσταξε νά τούς κόψουν μέ ξίφος τά κεφάλια. ῾Ο ῎Ισαυρος, ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοί πού ἦταν μαζί του, ὁδηγήθηκαν στόν ᾽Απολλώνιο, τόν γιό τοῦ ἐπάρχου. ῾Ο ᾽Απολλώνιος τούς ἔριξε στά βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ, αὐτοί ὅμως κατά παράδοξο τρόπο σώθηκαν ἀπό αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα  νά πιστέψουν στόν Χριστό πολλοί ἄνθρωποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί οἱ πρῶτοι τῆς πόλεως, οἱ κατά σάρκα ἀδελφοί Ροῦφος καί Ρουφίνος. Τέλος ἀποφασίστηκε ἡ θανάτωσή τους καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια».

῾Ο ὑμνογράφος τῶν σημερινῶν ἁγίων Γρηγόριος προκειμένου νά προβάλει διαμιᾶς τήν σημασία τους στόν κόσμο χρησιμοποιεῖ μία φράση πού εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλής στούς ὕμνους ὅλων τῶν ἁγίων: οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού «οὐράνωσαν τήν γῆν», ἔκαναν τήν γῆ δηλαδή οὐρανό. Διότι ζώντας στήν ὕπαρξή τους τήν χάρη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μία δική Του προέκταση μέσα στόν κόσμο, μέ ἄλλα λόγια στά πρόσωπά τους  βλέπουμε τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό κυριολεκτικά παρόντα ἀνάμεσά μας. «῾Ο ῎Ισαυρος ὁ ἔνδοξος καί ὁ δυνατός ᾽Ιννοκέντιος καί ὁ θεῖος Βασίλειος, ὁ θαυμάσιος Φήλικας, ὁ δοξασμένος ῾Ερμείας καί ὁ Περεγρίνος, αὐτοί πού κάνανε τήν γῆ οὐρανό ἀπό τίς θεῖες λάμψεις τῶν θαυμάτων τους, ἄς μακαριστοῦν μέ πίστη» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἐκεῖνο κατά τόν ὑμνογράφο πού τούς κατέστησε ἱκανούς νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά «περιπολοῦν στόν κόσμο ὡς θεοί» δέν ἦταν κάποια ξεχωριστή δική τους φυσική ἱκανότητα, ἀλλά ἡ διάθεσή τους νά ὑπακοῦνε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦν ᾽Εκεῖνον. «῎Ας μακαριστοῦν μέ πίστη ὡς ὑπηρέτες τοῦ Κυρίου». ᾽Εδῶ βρίσκεται ὡς γνωστόν τό μυστικό τῆς τεράστιας δύναμης ὅλων τῶν ἁγίων μας: ζοῦν  ἐν ταπεινώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί γεμίζουν ἀπό τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος «κάνει θαυμαστούς τούς ἁγίους τούς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ».

Μέ τήν παραπάνω ὑπενθύμισή του ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής δίνει καί μία ἀξιοσημείωτη διευρυμένη θεώρηση τῆς ἔννοιας τῆς τιμιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Συνήθως τίμιο χαρακτηρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκέραιος στίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν τούς κλέβει, δέν τούς ἀδικεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ὑπόστασή τους καί τήν περιουσία τους. Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίμιοι ἄθρωποι ὑπάρχουν σέ πολλούς χώρους καί μή χριστιανικούς. Δέν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν χριστιανῶν ἡ ἠθική ἀκεραιότητα. ῾Ο ὑμνογράφος ὅμως προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ γενική ἔννοια τῆς τιμιότητας. Γι᾽ αὐτόν καί γιά σύνολη τήν πίστη μας ἀσφαλῶς, ὁ πλήρως τίμιος ἄνθρωπος, ὁ καθ᾽ ὁλοκληρίαν θά λέγαμε ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν φέρει συμβατικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό τιμᾶ μέ τόν πρέποντα τρόπο, δηλαδή κάνει πράξη αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά του. «῎Εγινες τίμιος», σημειώνει συγκεκριμένα γιά τόν ἅγιο ῎Ισαυρο, «γιατί τίμησες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» (ωδἠ γ´). Κι ἔχει δίκιο: ἄν ὁ πραγματικά ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὡς Θεός δέν εἶχε καθόλου ἁμαρτίες – «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας» - (ἡ ἁμαρτία κολοβώνει καί τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση), κατά συνέπεια ἀληθινός ἄνθρωπος γίνεται ἐκεῖνος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, παίρνοντας τήν δύναμή Του γιά νά μήν ἁμαρτάνει. Κι ἐπιβεβαιώνει ὁ ὑμνογράφος μας τήν ἄλλη θέαση αὐτή τῆς τιμιότητας μέ ὅ,τι λέει ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του. «Κόπηκε ὁ ῎Ισαυρος μαζί μέ τήν πεντάδα τῶν συνάθλων του ὡς πρός τήν κεφαλή, κόβει (ταυτοχρόνως) στήν μέση καί τήν καρδιά τῆς νοητῆς σαύρας, (τοῦ διαβόλου)».

Οἱ δοξολογικές καί ἑρμηνευτικές τῆς ἁγιότητας τοῦ ᾽Ισαύρου ἀναφορές τοῦ ὑμνογράφου δέν γίνονται αὐθαίρετα. Πέραν τῆς ἀλήθειας πού προβάλλουν γιά τήν θέση του στό νοητό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, συνιστοῦν τήν βάση γιά τό ποθούμενό του: τήν ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του καί γιά τήν δική του σωτηρία. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σχεδόν σέ ὅλα τά τροπάρια ὁ ποιητής ἐκεῖ καταλήγει: νά παρακαλεῖ τήν μεσιτεία τοῦ ἁγίου νά γίνει ὁ Κύριος ἵλεως καί σέ αὐτόν, ἤ, ἄμεσα ὁ ἅγιος νά προσφέρει τήν χάρη τῆς θεραπείας του σέ αὐτόν. Μέ τήν σωστή ὅμως ἱεράρχηση: ὄχι μονομερῶς νά τόν θεραπεύσει ἀπό σωματικές θλίψεις καί ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτές νά θεραπευτοῦν, ἀφοῦ πρῶτα θεραπεύσει τά βασικά τραύματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος κινεῖται μέ καθαρό θεολογικό τρόπο: ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό ζητούμενο, καί ἄν θελήσει ὁ Κύριος καί ἡ θεραπεία τοῦ σώματος. «᾽Αφοῦ θεραπεύσεις τίς ἐκτροπές τοῦ νοῦ μου καί τά πάθη τῆς καρδιᾶς μου, θεόφρον, σῶσε με καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους» (ὠδή ς´).

16 Ιουνίου 2021

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΡΟΚΟΨΕΙ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ;

«Γέροντα, από πού θα γνωρίσω ότι έχω προκόψει στην πνευματική ζωή;»

Το ερώτημα του νεαρού προσκυνητή στο κελάκι του Γέροντα φαινόταν καίριο κι έκανε και τους άλλους προσκυνητές να εντείνουν την προσοχή τους. Όλοι κοίταζαν τον Γέροντα περιμένοντας με ενδιαφέρον την απάντησή του. Είχε προηγηθεί αρκετή συζήτηση προηγουμένως για την πνευματική ζωή και τι είναι αυτή, σε αντιδιαστολή με άλλες, εξωχριστιανικές και μη, κατανοήσεις της ζωής αυτής.

Ο Γέροντας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ξεκούκισε λίγο το κομποσχοίνι του, κοίταξε ένα γύρο τα πρόσωπα που φαίνονταν ότι διψούσαν για γνήσια πνευματική εσωτερική ζωή, και μετρώντας τα λόγια του είπε αργά.

 «Προκοπή στην πνευματική ζωή σημαίνει καταρχάς ότι έχω κάνει την καρδιά μου δεκτική ώστε να λάβει περισσότερη χάρη Θεού. Σημαίνει δηλαδή ότι έχω προσπαθήσει και προσπαθώ να καθαρίσω την καρδιά μου από κάθε τι εμπαθές, είτε φιλήδονο είναι αυτό είτε φιλάργυρο είτε φιλόδοξο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος υπηρετεί τα πάθη του, που θα πει τον εγωισμό του, εκεί πνευματική ζωή δεν υπάρχει».

«Ναι, Γέροντα», διέκοψε λίγο απότομα είναι αλήθεια τον λόγο του Γέροντα ο νεαρός, «αλλά από ποια συγκεκριμένα πράγματα θα γνωρίζω ότι έχω προκόψει ή έστω προκόβω;»

«Αυτό θα έλεγα τώρα», μειδίασε λίγο ο Γέροντας κι αγκάλιασε με το βλέμμα του τον νεαρό. «Δεν θα σας πω βαθιές θεωρίες. Απλά πράγματα μας δείχνουν την προκοπή μας ή όχι, έστω κι αν πολύ συχνά νομίζουμε ότι έχουμε προκόψει γιατί διαβάζουμε κάποια πνευματικά βιβλία ή πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Και να ορισμένα από αυτά:

Έρχεται η ώρα της προσευχής και βαριέσαι να ψελλίσεις έστω δυο λόγια προσευχής. Η προσευχή θεωρείται από τους αγίους μας ότι είναι ο καθρέπτης της πνευματικής ζωής. Αν λοιπόν δεν έχω πόθο για προσευχή, αν δεν ελκύομαι από την αναφορά μου προς τον Θεό, ε, τότε βρίσκομαι πολύ πίσω στα πνευματικά».

«Μόνο η προσευχή, Γέροντα, δείχνει την προκοπή μας;» ακούστηκε από κάποιον μεσήλικα η ερώτηση. «Όχι, βέβαια», απάντησε. «Σε όλα τα καθημερινά μας αποκαλύπτουμε το τι σόι χριστιανοί είμαστε. Γιατί είπαμε ότι η πνευματική ζωή δείχνει τη χριστιανική μας ζωή.

Λοιπόν, άλλο πράγμα: η βιασύνη μας. Σήμερα μάλιστα με τούς καταιγιστικούς ρυθμούς της ζωής, όλοι βιάζονται. Ποιος θα πάρει τη θέση του άλλου είναι ο αγώνας, και το θεωρούμε μάλιστα κατόρθωμα αυτό. Λοιπόν, αν βιάζεσαι σημαίνει ότι όχι μόνο δεν προκόβεις αλλά διαρκώς και οπισθοχωρείς. Κι αυτό γιατί η βιασύνη αποκαλύπτει την έλλειψη υπομονής που έχουμε, άρα την κρυφή υπερηφάνεια που μας κατατρώγει. Ο ανυπόμονος άνθρωπος είναι ο υπερήφανος άνθρωπος. Κι όπου υπάρχει υπερηφάνεια εννοείται ότι εκεί δεν υπάρχει το ησύχιο και πράο Πνεύμα του Θεού.

Ακόμη: η έλλειψη πίστης στην Πρόνοια του Θεού. Πόσοι χριστιανοί ομολογούν την πίστη τους στον Θεό, αλλά με το παραμικρό πρόβλημα τα χάνουν, πανικοβάλλονται, περιπίπτουν σ’ ένα χάος. Πού είναι η πίστη στα λόγια του Χριστού μας που μας βεβαιώνει ότι «και οι τρίχες όλες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Εκείνον;»

Και πέραν τούτων, εκείνο που κατεξοχήν δείχνει αν είμαστε προκομμένοι ή ανεπρόκοποι στα πνευματικά είναι η στάση μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Ο Χριστός μας μάς έχει αποκαλύψει ότι στον κάθε συνάνθρωπό μας πρέπει να βλέπουμε δύο πράγματα: Πρώτον, την παρουσία Εκείνου – «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε» -,  και δεύτερον, τον ίδιο τον εαυτό μας – «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και τι βλέπουμε καθημερινά, και μάλιστα στους χριστιανούς μας; Πώς ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου, πώς να τον αδικήσει πολλές φορές προκειμένου ο ίδιος να σταθεί, πώς να τον υποβαθμίσει, πώς να τον προσβάλει...»

Σταμάτησε ο Γέροντας και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα βαθουλωμένα μάτια του. Τα σκυμμένα κεφάλια των προσκυνητών έδειχναν ότι τα λόγια του μάλλον είχαν πιάσει τόπο. Ο Γέροντας τους είδε. Αλλά επειδή ήξερε βαθιά την ανθρώπινη φύση, δεν αναθάρρησε. Τους χαιρέτισε, αποσύρθηκε στο κελί του κι άρχισε με βαθύ πόνο την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, του κόσμου που ήταν κομμάτι του εαυτού του…

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΥΧΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ

“Ο άγιος Τύχων είχε ευσεβείς και φιλόχριστους γονείς. Αφιερώθηκε από αυτούς στον Θεό και αφού έμαθε τα ιερά γράμματα και μελέτησε καλά τις Γραφές, τάχθηκε πρώτα ως αναγνώστης στον λαό να διαβάζει τα λόγια και τα διδάγματα κι έπειτα λόγω της κατά πάντα αξιωσύνης του και της καθαρότητας και του ανεπίληπτου του βίου του χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μνημόνιο, τον αγιότατο επίσκοπο Αμαθούντος. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ο Τύχων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο από τον μεγάλο Επιφάνιο. Μετέστρεψε πολλούς από την πλάνη και τη ματαιότητα των ειδώλων προς την πίστη του Χριστού και Θεού μας, γκρέμισε και ανέτρεψε πολλούς ναούς των ειδώλων και ανήγειρε αντ᾽ αυτών θείους ναούς, τους οποίους  κατακόσμησε με θείες προσφορές και τους καθαγίασε, οπότε μετατέθηκε προς τον Κύριο, αφού επιτέλεσε πολλές θαυματουργίες ενόσω ζούσε στη ζωή αυτή, και συνεχίζει να επιτελεί και μετά τον θάνατό του. Από αυτές τις θαυματουργίες μία ή δύο, σαν δείγμα της αρετής του άνδρα, αξίζει να εκθέσει κανείς.

Όταν ακόμη ήταν στην αρχή της ζωής του, πήρε άρτους από τον πατέρα του για να τους πωλήσει στην αγορά (διότι αυτό ήταν το επάγγελμά του). Τους άρτους όμως αυτούς τους πρόσφερε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας του κι επειδή το πήρε βαριά, τον έλεγξε με σκληρά λόγια. Ο Τύχων όμως  του είπε ότι δανείζει τους άρτους στον Θεό και ότι κατέχει γραμμάτιο από Αυτόν για να τους πάρει πίσω. Κι αμέσως ήλθε η απόδειξη των λόγων του φανερά, διότι οι αποθήκες του σίτου  βρέθηκαν πλήρεις, περισσότερο μάλιστα από τότε που ο πατέρας του έκανε τη συγκομιδή και πριν από την οποιαδήποτε εξαγωγή του. Κι αυτό μεν είναι μεγάλο θαύμα, για το οποίο υπάρχει όμως και κάποιος λόγος, γιατί και άλλοι έπραξαν παρόμοια: ο Θεός δηλαδή αυξάνει και προσφέρει τον σίτο, ώστε η ευεργεσία και η ελεημοσύνη και η δική μας να γίνεται πλούσια.

 Το άλλο δε μεγαλύτερο θαύμα, που είναι για τη δόξα του Θεού και δεν επιδέχεται σύγκριση με τίποτε άλλο, είναι αυτό: ο άγιος φύτευσε ένα ξερό κλήμα στη γη, το οποίο αμέσως ρίζωσε και βλάστησε πριν από τον καιρό του. Διότι πού έχει ακουστεί να βγει ώριμο σταφύλι στις 16 Ιουνίου, τότε που τελείται η μνήμη του αγίου; Αυτό το κλήμα λοιπόν, που έχει άγουρους ακόμη τους καρπούς πριν από τον καιρό του, τους δείχνει να μαυρίζουν και να ωριμάζουν, όταν αρχίζει η θεία υμνωδία και η λειτουργία για τον άγιο. Όταν όμως τελειώνει η ιερή θυσία και λειτουργία, τα σταφύλια τότε έχουν γίνει γλυκά και ώριμα και ευχάριστα για να τα φάει κανείς, προς δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”.

Ο άγιος Τύχων ανήκει εκ καταγωγής στην αποστολική Εκκλησία της Κύπρου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί αγίασε, εκεί ετάφη. Η Κύπρος λοιπόν κατέχει το τίμιο και άγιο σώμα του, το οποίο αποτελεί για τους πιστούς πράγματι κρήνη ιαμάτων. Ένας τόσο μεγάλος θαυματουργός άγιος θεραπεύει με τη χάρη του Θεού όλους τους προσερχομένους σ᾽ αυτόν εν πίστει. Κι είναι γνωστό ότι ο άγιος ενεργεί πολύ περισσότερο μετά την κοίμησή του παρά κατά τη διάρκεια της εδώ ζωής του. Διότι ελεύθερος από το φυσικό του σκήνωμα ῾πετά᾽ ως άγγελος οπουδήποτε υπάρχει η κλήση του και η ανάγκη των ανθρώπων, κατεξοχήν όμως εκεί που υπάρχουν τα άγια λείψανά του. «Η σορός των αγίων λειψάνων σου, την οποία κυκλοτερά υμνολογούμε, ιερότατε Τύχων, έχει αναδειχτεί ιατρείο των παθών (ωδή η´).

Δεν είναι όμως η Κύπρος μόνο που τον τιμά και τον γεραίρει. Κάθε πόλη και χώρα αναφέρεται στην αγιότητά του, όπως συμβαίνει και σε όλους τους αγίους. Οι άγιοι μπορεί να ανήκουν σαρκικά σε έναν τόπο, αποτελούν όμως ῾κτήματα᾽ κάθε τόπου και κάθε ανθρώπου που πιστεύει στον Χριστό και στους αγίους Του. Οι άγιοι δηλαδή έχουν οικουμενική και διαχρονική διάσταση. Κι αυτό σημαίνει ότι την εγγύτητά τους και την αγιαστική δύναμή τους την εισπράττει ο κάθε πιστός, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της καρδιάς του. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει επ᾽ αυτού: « κάθε πόλη και χώρα κηρύττει, Τύχων παμμακάριε αξιοθαύμαστε, τον βίο σου, τα θαύματα και τη φιλική σου σχέση προς τον Δεσπότη Χριστό»  (ωδή θ´).

Ο άγιος Ιωσήφ δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου Τύχωνα. Κι είναι εύλογο: από παιδί χαριτώθηκε με τη θαυματουργία. Σημειώνει και αυτός το θαυμαστό γεγονός με τους άρτους και τον πολλαπλασιασμό του σίτου στις αποθήκες του πατέρα του αγίου. «Δεν ελαττώθηκε ο σίτος, όσο προσφερόταν στους φτωχούς με το χέρι σου, μακάριε, μάλλον δε ευλογείτο πολλαπλασίως, καθώς γέμιζαν με τη χάρη του Θεού τα άδεια δοχεία, παναοίδιμε» (ωδή δ´). Κι ακόμη περισσότερο: μνημονεύει το δεύτερο μεγάλο θαύμα με το αμπέλι και τα σταφύλια, θεωρώντας ότι όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο θαυμαστό και λαμπρό αποδεικνύεται αυτό. «Φάνηκε το μεγάλο θαύμα σου, πάτερ Τύχων θαυμαστέ, το οποίο λαμπρύνεται με τα χρόνια. Διότι το αμπέλι κατά τη μνήμη σου, κάνει ώριμα σταφύλια, που δημιουργούν γλυκασμό ευφροσύνης στους πιστούς» (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δίνει και την ερμηνεία της χάρης του θαυματουργείν του αγίου. Ο Θεός έδωσε τη χάρη αυτή, γιατί από παιδί ο άγιος είχε πολύ μεγάλη αγάπη προς τους συνανθρώπους του. Κι όπου υπάρχει πράγματι μεγάλη αγάπη, εκεί ο Θεός βρίσκει την κατάλληλη για τον κόσμο  ῾δίοδό᾽ Του. «Ανοίγοντας την καρδιά σου με συμπάθεια, Τύχων ένδοξε, έγινες πλούτος για τους πτωχούς και ένδυμα για τους γυμνούς και προστάτης των ορφανών» (ωδή δ´). Τι ήταν εκείνο όμως που έκανε τον άγιο από νωρίς να έχει τόσο ευαίσθητη καρδιά γεμάτη από την αγάπη του Χριστού; Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, μέγας ασκητικός διδάσκαλος και αυτός, με μεγάλη πείρα στην πνευματική ζωή, εύκολα διαπιστώνει: η αγιασμένη εκ παιδός ζωή του αγίου, με την έννοια ότι αγωνίστηκε να ξεφύγει από τα αμαρτωλά πάθη της σάρκας και να παραμείνει στο θέλημα του Θεού, γενόμενος κατοικητήριο Εκείνου. «Ξέκλινες από το νηπιακό φρόνημα ήδη από την παιδική σου ηλικία, και υπέταξες τον παλαιό εφευρέτη της κακίας με τα τέλεια νοήματα, Τύχων» (ωδή η´).

Κι ένα βασικό στοιχείο που έκανε τον άγιο εκ παιδός να αγαπήσει τον Χριστό, πέρα της χριστιανικότητας των γονέων του, ήταν η αγάπη του για τους βίους των αγίων. Ο άγιος διάβαζε και μελετούσε τους βίους των προηγουμένων αγίων, τόσο που και στην Εκκλησία έγινε αναγνώστης για να διαβάζει το ευαγγέλιο και αυτούς. Και τι πιο φυσικό σε μία ψυχή καθαρή και αγνή ενός παιδιού να χαραχτούν τα ίχνη της χάρης του Θεού που προβάλλονται από τη ζωή των αγίων μας και να τον παρακινούν σε μίμηση; «Μιμήθηκες τους βίους των αγίων – σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος μας – σαν άγιος κι εσύ, θεόφρονα Τύχων θεόπνευστε, κι απέκτησες απάθεια ψυχής, γινόμενος οίκος του Θείου Πνεύματος» (ωδή γ´). 

15 Ιουνίου 2021

Γ Κ Ρ Ι Ν Ι Α …

 Είναι το παράπονο πολλών συζύγων, ανδρών και γυναικών, ότι ενώ γενικώς δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τον ή την σύντροφό τους, εκείνο που τους ενοχλεί ιδιαίτερα είναι η… γκρίνια του/της. «Καλός ή καλή είναι, αλλά μόνο που γκρινιάζει». Κι είναι κάτι που πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα από όλους κι όχι μόνο από τους συζύγους! Μοιάζει η γκρίνια με την περίπτωση της αγελάδας, που μπορεί να γεμίσει την καρδάρα, όπως λέμε, στο τέλος όμως να δώσει μία με το πόδι της και να… χύσει όλο το γάλα. Που σημαίνει ότι η γκρίνια μπορεί να μη φαίνεται για κάποιους ότι είναι κάτι σημαντικό, όμως τελικώς μάλλον δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί; Όπως μπορεί εύκολα να υπονοήσει κανείς η γκρίνια τελικώς κρύβει μία μεμψίμοιρη ψυχή, μία έλλειψη δηλαδή μεγαλοκαρδίας και αγαθής διάθεσης - μπορεί μερικές φορές βεβαίως να οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα υγείας -  που κάνει τον γκρινιάρη να ψάχνει να βρίσκει ακόμη και σε κάτι… τέλειο την ατέλεια. Κι αυτό θα πει ότι βαθύτερα υφίσταται κάποια επιθετικότητα του γκρινιάρη απέναντι στον… ίδιο του τον εαυτό, ο ίδιος δεν τα έχει βρει όπως πρέπει με τον εαυτό του, κι αυτήν τη δυσαρμονία του την προβάλλει και στις σχέσεις του, τις οικογενειακές, τις επαγγελματικές, σχεδόν όλες.

 Η υπέρβαση του προβλήματος φαίνεται να είναι μονόδρομος. Ως σύμπτωμα εγωισμού η γκρίνια θεραπεύεται με την άσκηση της αγάπης, της μόνης πραγματικότητας που καταργεί τον εγωισμό. Όσο κανείς συνειδητοποιεί ότι η γκρίνια είναι πράγματι πρόβλημα και μάλιστα πνευματικό, όσο ο πιστός αποζητά να στέκεται πάντοτε εκεί που είναι το θέλημα του Θεού, τόσο θα βλέπει να μειώνεται η κακή διάθεση, γιατί θα υπερισχύει η χάρη του Θεού, η οποία αμβλύνει τις εντάσεις και βλέπει κυρίως τα θετικά και όχι τα αρνητικά των ανθρωπίνων καταστάσεων. Ο καλός λόγος μας, έστω και με το «ζόρι» μερικές φορές, το χαμόγελό μας, η αγκαλιά μας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην υπέρβαση αυτού του ψυχικού τελικά προβλήματος.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΜΩΣ

«Ὁ Προφήτης Ἀμὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεκουὲ τῆς Ἰουδαίας, ἡ ὁποία ἔκειτο νοτιοανατολικὰ τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἤκμασε στὴν ἱερὴ πόλη Βαιθήλ, κοντὰ στὴ Σαμάρεια, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’ (784 – 746 π.Χ.). Ἦταν βοσκὸς καὶ καλλιεργητὴς συκομορέων καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκλήθηκε ἀπ’ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, ὡς ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος  ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ». Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐλάσσονες Προφῆτες.

Στηλίτευσε τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση τοῦ Ἰσραήλ, καλοῦσε τὸ λαὸ αὐτοῦ σὲ μετάνοια καὶ προφήτευσε τὴν ἐπικειμένη κρίση καὶ αἰχμαλωσία αὐτοῦ. Ἂν καὶ στερεῖτο μορφώσεως, διακρινόταν γιὰ τὴν πρωτοτυπία, τὴ φυσικότητα, τὴ δύναμη καὶ εὐρυθμία τοῦ λόγου, τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων καὶ τὸ ποιοτικὸ κάλλος τοῦ ἔργου του. Ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ ἐλέγχου καὶ τῶν ζοφερῶν λόγων του περὶ τῆς τύχης τοῦ Ἰσραήλ, ἐξήγειρε ἐναντίον του τὴν ἱερατικὴ τάξη, ὥστε ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Βαιθὴλ Ἀμασίας ζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλέα Ἱεροβοὰμ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ Ἀμὼς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα, διαβάλλοντάς τον ὡς δημεγέρτη καὶ ταραχοποιό. Σὲ ἀπάντηση τῆς πράξεως αὐτῆς τοῦ Ἀμασίου, ὁ Ἀμὼς προανήγγειλε τὸν ὄλεθρο τῆς οἰκογένειας αὐτοῦ. Τότε, λέγεται ἐκ μεταγενεστέρας παραδόσεως, ὅτι ὁ ἐξαγριωθεὶς υἱὸς τοῦ Ἀμασίου Ὀζίας κτύπησε διὰ ροπάλου τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν ἄφησε ἡμιθανή. Μεταφερθεὶς δὲ αὐτὸς στὴ γενέτειρά του Θεκουέ, μετὰ δύο ἡμέρες ἀπέθανε».

(Από το ιστολόγιο ῾ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ’)

Ο προφήτης Αμώς ανήκει στους λεγόμενους μικρούς ή ελάσσονες προφήτες. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν σχετίζεται με την ποιότητα των προφητειών των μικρών προφητών – ποιος θα τολμούσε να πει ότι μία προφητεία που εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού είναι μικρότερη από άλλη των λεγομένων μεγάλων προφητών που εξίσου έχει την ίδια πηγή έμπνευσης; - αλλά με την έκταση των σελίδων του έργου που μας άφησαν. Μικροί προφήτες δηλαδή λέγονται εκείνοι των οποίων το έργο που συγκεντρώθηκε αριθμεί λιγότερες σελίδες σε σχέση με των μεγάλων, των οποίων οι προφητείες αριθμούν πολύ περισσότερες σελίδες. Ο χαρακτηρισμός έτσι είναι εντελώς εξωτερικός και όχι ουσιαστικός. Την τοποθέτηση αυτή έχει ήδη απαρχής του κανόνα της ακολουθίας του προφήτη Αμώς και ο ίδιος ο υμνογράφος που τον συνέθεσε. Ως ακροστιχίδα θέτει τη φράση: «Αμώς, υμνολογώ εσένα που είσαι ο προφήτης ο μέγας».

Μέγας λοιπόν προφήτης ο Αμώς κατά τον υμνογράφο, ο οποίος βεβαίως εμπνέεται ως προφήτης όχι από το δικό του μυαλό, αλλά από το Άγιο Πνεύμα που τον κάλεσε στο προφητικό αξίωμα για να γίνει στόμα Θεού. Τα λόγια του Θεού κλήθηκε να μεταφέρει ο προφήτης, γι᾽ αυτό και εκείνος, όπως όλοι οι προφήτες, ξεκινούσε τις όποιες αναφορές του με το «Τάδε λέγει Κύριος», γεγονός που σημαίνει βεβαίως ότι ο λόγος του περιέκλειε τη θεϊκή αυθεντία και καλούσε τους ανθρώπους αποκλειστικά σε υπακοή.  «Θείο όργανο του Παρακλήτου χρημάτισες, μακάριε, υπακούοντας στις αδιάκοπες εμπνεύσεις αυτού» (κάθισμα όρθρου). «Έγινες στόμα του Θεού, παμμακάριστε» (στιχηρό εσπερινού). Κι αξίζει να τονιστεί ότι ο Θεός κάλεσε για προφήτη του έναν απλό βοσκό, όπως αργότερα ασφαλώς κάλεσε ως αποστόλους Του ο ενανθρωπήσας Θεός Ιησούς Χριστός απλούς ψαράδες. Γιατί; Διότι ο Θεός εκείνο που μετρά είναι η καθαρότητα και η δύναμη της καρδιάς και όχι τα εξωτερικά προσόντα, είτε μόρφωση είτε πλούτος είτε θέσεις επίγειες. «Τα πτωχά του κόσμου και εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός – όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος – ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Μπορεί λοιπόν ο προφήτης Αμώς να μη διέθετε ξεχωριστή μόρφωση, παρουσίαζε όμως έναν εξαιρετικό τρόπο ζωής, ο οποίος έλκυσε τον Θεό για να τον κάνει προφήτη του. «Ο Θεός ανέλαβε εσένα που ήσουν προηγουμένως βοσκός και σε ανέδειξε προφήτη, ιεροφάντορα Αμώς» (ωδή δ´). «Είδε ο Θεός τον άμεμπτο τρόπο ζωής σου, ένδοξε, και σε πρόβαλε κήρυκα της δόξας Του και της θείας σαρκώσεως» (ωδή δ´). Για τον προφήτη μάλιστα δεν υπήρχε θέμα επιλογής στην κλήση αυτή. «Όπως όταν βρυχάται το λιοντάρι – σημειώνει ο ίδιος – κάθε άνθρωπος φοβάται, έτσι κι όταν καλεί ο Θεός κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να υπακούσει».

 Ο προφήτης Αμώς χαρακτηρίζεται ως ο προφήτης της κρίσεως και της δικαιοσύνης του Θεού. Από τη στιγμή που κλήθηκε από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα δεν έπαυσε να κηρύσσει, με θυσία στο τέλος της ζωής του, τη δικαιοσύνη του Θεού, ο Οποίος δεν ανέχεται να υπάρχουν αδικίες είτε για τον λαό Του και γενικότερα για τον κόσμο. Που σημαίνει: όπου υπάρχει αδικία, συνήθως από τον ισχυρότερο προς τον ασθενέστερο, εκεί υπάρχει θεομαχία. Ο αδικών γίνεται ενάντιος στον Θεό και πρόκειται τον Θεό να έχει ῾αντίπαλο᾽ στη ζωή του, όπως βεβαίως ο αδικούμενος βρίσκει τον Θεό υπερασπιστή της ζωής του. Αλλά εξίσου αδικία θεωρεί ο προφήτης και την έκπτωση στα είδωλα, την ασέβεια και τον αμαρτωλό σαρκικό τρόπο ζωής, πράγματα που επισημαίνει όχι μόνο στους πλουσίους και ισχυρούς άρχοντες, αλλά και στους ιερείς και στον απλό πολλές φορές λαό. «Έλεγξες με δύναμη τους εργάτες της ασέβειας, παμμακάριε, τονίζοντας την έτοιμη γι᾽ αυτούς αναπόδραστη και αναπόφευκτη τιμωρία, γιατί ακολουθούσες τα δόγματα και τα θεία κρίματα της δικαιοσύνης» (στιχηρό εσπερινού). «Ελέγχοντας τους παράνομους, Αμώς, έδειχνες τη δικαιοσύνη του Κυρίου» (ωδή γ´). «Έλεγξες τον λαό του Ισραήλ, γιατί λάτρευε τα ψεύτικα είδωλα» (ωδή δ´). «Έλεγξες, μακάριε, αυτούς που ήταν νεκροί από τα κτυπήματα της τρυφής, γιατί νόμιζαν ότι είναι αιώνια τα ρευστά» (ωδή ε´).

Ο Αμώς ως γνήσιος προφήτης του Θεού, πέρα από τη στηλίτευση των αδικιών και το κήρυγμα για τον αληθινό Θεό, στρέφει τον λαό και προς το μέλλον. Ο υμνογράφος πολλές φορές αναφέρεται και στον ερχομό του Μεσσία που κήρυσσε ο   προφήτης, τη θεία Του σάρκωση, το κήρυγμα της αγίας Τριάδος, τη σωτηρία που θα φέρει ο ενσαρκωμένος Θεός. «Τριάδα εκήρυξας, Αμώς θεηγόρε» (στιχηρό εσπερινού), «Τη θεία σωτηρία που προφήτεψες, φανερώθηκε, θαυμάσιε Αμώς προφήτη» (ωδή ζ´), «Φανέρωσες τη σάρκωση του Λόγου, Αμώς»  (ωδή η´). Κι αυτό σημαίνει βεβαίως πόσο στενή είναι η σχέση της Παλαιάς προς την Καινή Διαθήκη. Ο υμνογράφος δράττεται της ευκαιρίας για να μιλήσει και γι᾽ αυτό: ο προφήτης, ανήκοντας στον χώρο της Παλαιάς, υπήρξε στύλος της Καινής Διαθήκης και συνεπώς στήριγμα για τη σκεπή, την οποία αυτή συνιστά. «Τέθηκες σαν στύλος, προφήτη, της Καινής Διαθήκης, υποστηρίζοντας τη στέγη αυτής» (ωδή γ´). Είναι γνωστό: όποιος θελήσει να αποδεχτεί τη μία εκ των δύο Διαθηκών, παραμερίζοντας και υποβαθμίζοντας την άλλη, εκπίπτει από την αλήθεια. Η Παλαιά Διαθήκη παραπέμπει στην Καινή και η Καινή στην Παλαιά. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: πρόκειται για δύο αδελφές που υπηρετούν τον ίδιο Δεσπότη. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος έχει πει: «Ό,τι έγραψε ο Μωυσής και οι προφήτες για εμένα το έγραψαν». «Τα νέα λοιπόν δεν είναι νέα. Προαναγγέλθηκαν από την Παλαιά Διαθήκη. Τα παλαιά δεν είναι παλαιά. Φανερώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από την Καινή Διαθήκη» (Χρυσόστομος).  

14 Ιουνίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει Σου καί τῇ ἐγέρσει Σου, ἀνελήλυθας ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια˙ δόξα τῇ δόξῃ Σου» (ωδή α΄εορτής Αναλήψεως).

(Αφού ανακαίνισες με το Πάθος Σου και την Ανάστασή Σου, Κύριε, τον κόσμο που είχε γεράσει από τις πολλές αμαρτίες, ανήλθες προς τα επουράνια εποχούμενος πάνω σε νεφέλη. Δόξα στη δόξα Σου).

Ο άγιος Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης, ο υμνογράφος του δεύτερου κανόνα της μεγάλης Δεσποτικής εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, νιώθει την ανάγκη να δοξολογήσει τη δόξα του Κυρίου – και πώς αλλιώς; Κάθε τι που είναι του Θεού, ιδίως το δοξαστικό απολυτρωτικό έργο Του, είναι αντικείμενο έρωτα και αγάπης προς Εκείνον: το να δοξολογείς τη δόξα του Θεού σημαίνει να είσαι σε εκστατική πορεία θείου έρωτα, δίνοντας την καρδιά σου σ’ Εκείνον που σε αγάπησε «μέχρι τέλους». Και η πρόκληση έρχεται από τον αναλαμβανόμενο Κύριο επί «νεφέλης», ο  Οποίος πηγαίνει «ὅπου ἦν τό πρότερον», εκεί από όπου ποτέ δεν έφυγε ως Θεός, στα δεξιά του Πατέρα δηλαδή, μαζί όμως πια με την ανθρώπινη φύση Του. Αυτό είναι το μέγιστο μυστήριο για το οποίο μένουν έκπληκτοι και όλοι οι άγγελοι και οι λοιπές επουράνιες δυνάμεις: ο ερχομός του Κυρίου στον κόσμο δεν ήταν μία απλή παρένθεση στη ζωή Του, όπως τα ευρήματα φαντασίας των αρχαίων ποιητών που έβαζαν τους «θεούς» να εισέρχονται στην ανθρώπινη ζωή και να επανέρχονται μετέπειτα στην «κανονικότητά» τους. Η «κανονικότητα» του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι μετά την ενσάρκωσή Του να κρατάει διαπαντός και την ανθρώπινη φύση Του, ενωμένη με τη θεότητά Του στη μία Του θεϊκή προσωπικότητα και υπόσταση.

Ο Κύριος λοιπόν αναλαμβάνεται «μετά σαρκός», «σύσσωμος», (εκπληρώνοντας την προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια) της Αναλήψεώς Του με την ανάληψη του προφήτη Ηλία – είναι πολύ ωραίο το τροπάριο από την ε΄ ωδή του ίδιου κανόνα που αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό: «ανερχόταν στους ουρανούς πάνω σε άρμα ο Ηλίας, ζωοδότα Κύριε, εξεικονίζοντας την θεία Σου ανάληψη»), έχοντας εκπληρώσει το έργο Του: την ανακαίνιση του κόσμου, που πραγματοποιήθηκε με όλη τη ζωή Του, κυρίως όμως με το Πάθος και την Ανάστασή Του. Και η ανακαίνιση που έφερε προϋπέθετε ακριβώς έναν κόσμο φθοράς και γήρατος. Γιατί σ’ αυτό οδηγεί πάντοτε η αμαρτία τον άνθρωπο, απαρχής της πτώσεώς του και όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος με τη σημερινή του μορφή: στη γήρανση. Παλεύει ο άνθρωπος της κάθε εποχής, ιδίως σήμερα με τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, να διακρατηθεί διαπαντός «νέος» - στο σώμα του εξαντλεί την ανθρωπότητά του. Και προβαίνει σε επεμβάσεις πλαστικές του σώματος, σε αλλαγές αισθητικές, προκειμένου να διατηρήσει το σώμα του ει δυνατόν «άφθαρτο» και παντοτινά «ακμαίο»! Πόση ουτοπία όμως! Και πόση ολιγοπιστία λόγω του υποκρυπτόμενου φόβου θανάτου! Γιατί το σώμα του ενδεχομένως μπορεί να τα καταφέρει και να το κάνει να φαίνεται νέο. Η ψυχή όμως και το πνεύμα του; Αυτά πώς μπορούν να διατηρηθούν σε νεότητα;

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν το υπενθυμίζει: η αιωνία νεότητα ήδη είναι γεγονός. Δεν χρειάζονται πλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις για να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και τον ανακαίνισε από τα γηρατειά του, προσλαμβάνοντάς τον μέσα στη δική Του αιώνια ύπαρξη. Κάθε άνθρωπος που θα πιστέψει σ’ Αυτόν και θα θελήσει να Τον εντάξει σοβαρά στη δική του ζωή θα δει το αποτέλεσμα όχι της πλαστικής, αλλά της αληθινής και οντολογικής αλλαγής του: να γίνεται πράγματι νέος, στο πνεύμα και την καρδιά – εκεί που λειτουργεί ο γνήσιος άνθρωπος. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις», λέει ο απόστολος Παύλος, όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία, γιατί αυτό είπαμε φέρνει Εκείνος: «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», να, όλα τα κάνω καινούργια.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ

«Ο προφήτης Ελισαίος ήταν γιος του Σαφάτ, από την Αελμούθ, από την περιοχή του Ρουβίμ. Σ᾽ αυτόν, όταν γεννήθηκε στα Γάλγαλα, συνέβη κάποιο τεράστιο παράδοξο: η χρυσή δάμαλη που προσκυνείτο ως είδωλο εκεί, βόγγιξε τόσο δυνατά, ώστε να ακουστεί στα Ιεροσόλυμα. Είπε τότε ο ιερέας ερμηνεύοντας το γεγονός ότι προφήτης γεννήθηκε σήμερα στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος θα γκρεμίσει τα αγάλματα  και θα συντρίψει τα (ειδωλολατρικά) μνημεία. Ο Θεός πράγματι έκανε μέσω των χειρών του Ελισαίου του προφήτη πολλά μεγάλα θαύματα. Όταν πέθανε, τάφηκε στη Σαμάρεια στη Σεβαστούπολη. Αυτός προφήτευσε για την παρουσία του Κυρίου και γλύκανε τα νερά της Ιεριχώς, τα οποία ήταν αλμυρά και προκαλούσαν ατεκνία στις γυναίκες. ῾Αυτά λέγει ο Κύριος, είπε ο προφήτης: θεραπεύω τα νερά αυτά. Και θεραπεύτηκαν᾽. Αλλά και νεκρούς ανέστησε και τον Νεεμάν τον Σύρο που ήταν λεπρός τον καθάρισε από τη λέπρα. Αντιθέτως, τον Γιεζή τον υπηρέτη του, τον έκανε λεπρό λόγω της φιλαργυρίας και της παρακοής του. Κι ακόμη, ενώ ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρό. Όπως και χώρισε τα νερά του Ιορδάνη, κτυπώντας τα με τη μηλωτή του προφήτη Ηλία».

Η μνήμη του προφήτη Ελισαίου συνυπάρχει πάντοτε με τη μνήμη του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου, προφήτη Ηλία. Ακόμη και το απολυτίκιο του αγίου Ελισαίου πρωτίστως αναφέρεται στον Ηλία και έπειτα σ᾽ εκείνον. Και δικαίως: ο Θεός κάλεσε τον Ελισαίο στο προφητικό αξίωμα διά του μεγάλου Ηλία και του έδωσε όχι απλώς την προφητική δύναμη του διδασκάλου του, αλλά την περίσσεια αυτής, διπλή δηλαδή τη χάρη εκείνου. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός που συνέγραψε την ακολουθία του αγίου Ελισαίου εκεί πρωτίστως επικεντρώνει την προσοχή του: αφενός στην ιδιαίτερη σχέση του μαθητή προς τον διδάσκαλο, του Ελισαίου προς τον Ηλία, που σημαίνει οποιαδήποτε αναφορά στον ένα είναι ταυτόχρονη αναφορά και στον άλλον, αφετέρου στην προφητική χάρη που έλαβε ο Ελισαίος, τη διπλή όπως είπαμε του διδασκάλου.   Εκτός από το απολυτίκιο («...ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας Ελισαίω την χάριν...»), το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού μεταξύ άλλων τονίζει την παραπάνω αλήθεια: «Τους πιο μεγάλους από τους προφήτες και λαμπρότατους φωστήρες της οικουμένης ας τιμήσουμε με ύμνους πιστοί, δηλαδή τον Ηλία και τον Ελισαίο». Έτσι πάντοτε ῾συν αυτώ (τω Ηλία) σε τιμώμεν, Ελισαίε᾽ (εξαποστειλάριο όρθρου). Και: «Μακάριε Ελισαίε, ο ζηλωτής Ηλίας άφησε εσένα να καταλάμπεσαι με διπλό το χάρισμα» (στιχηρό εσπερινού). «Έλαβες διπλή τη χάρη από το Πνεύμα του Θεού και φάνηκες έτσι θαυμαστός προφήτης σε όλα τα πέρατα της οικουμένης» (κοντάκιο).

Ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει το αυτονόητο: το αξίωμα του προφήτη και τη διπλή χάρη του προφήτη Ηλία τα έλαβε ο Ελισαίος από τον Θεό όχι απροϋπόθετα. Διότι ο Θεός μας προσφέρει τα πάντα στον άνθρωπο, ως γνωστόν, αρκεί ο άνθρωπος να βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της χάρης Του. Μία προσφορά του Θεού χωρίς ο άνθρωπος να είναι έτοιμος, θα σημαίνει ίσως εκβιασμό της ελευθερίας του ανθρώπου και συνεπώς άρνηση του τρόπου δημιουργίας του. Ο Ελισαίος λοιπόν είχε καταστήσει τον εαυτό του ευαπόδεκτο της χάρης του Θεού, γι᾽ αυτό και η κλήση του σε προφήτη λειτούργησε κατά τρόπο σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Τι είχε κάνει λοιπόν ο Ελισαίος; «Καθάρισε τον νου του από τις ηδονές του σώματος, γι᾽ αυτό και υποδέχθηκε τις λάμψεις του αγίου Πνεύματος, τις οποίες και μετέδωσε στους άλλους ανθρώπους»  (στιχηρό εσπερινού). Με άλλα λόγια ο προφήτης «φύλαξε καθαρό το μάτι της ψυχής του και γι᾽αυτό αξιώθηκε με τον φωτισμό του Πνεύματος να προβλέπει τα μέλλοντα» (ωδή α´). Και με άλλη διατύπωση του υμνογράφου: Ο προφήτης «αναδείχθηκε κειμήλιο της παρθενίας, αφού απέκτησε τον τρόπο ζωής και την άφθονη χάρη του διδασκάλου του Ηλία» (ωδή ζ´). «Ακολουθούσε τη ζωή του όλο το πλήθος των αρετών» (ωδή δ´).

Χαρά του αγίου υμνογράφου είναι να περιστρέφεται διαρκώς πάνω  στις προϋποθέσεις λήψεως από τον Προφήτη του Πνεύματος του Θεού˙ τις αρετές και την πνευματική άσκησή του. Δεν βρίσκει λόγια να διηγηθεί αυτές του τις αρετές και συνεπώς και τις πνευματικές του αναβάσεις. «Ποιος θα διηγηθεί τις πρακτικές σου αρετές; Ποιος θα μπορέσει να εξαγγείλει τις πνευματικές σου αναβάσεις, προφήτη του Θεού;» (ωδή ε´). Σε ένα τέτοιο ύψος ευρισκόμενος ο προφήτης, έχοντας γίνει θεοειδής όλος από το Πνεύμα του Θεού, «με νου ειλικρινή και λόγο καθαρότατο» (ωδή ς´), προβαίνει και στην προφητική του αποστολή: να είναι «ριζότομος» και «φυτοκόμος». Αυτό είναι το έργο ενός προφήτη. «Το Πνεύμα το Άγιο σε ανέδειξε ριζότομο, δηλαδή να κτυπάς στη ρίζα κάθε κακία, όπως και φυτοκόμο, δηλαδή να φροντίζεις και να καλλιεργείς τα φυτά κάθε αρετής» (ωδή δ´).

Να ξεριζώνει το κακό και να φυτεύει το καλό και να το φροντίζει: σ᾽αυτό κάλεσε τον προφήτη ο Θεός, όπως και τους άλλους προφήτες, και σ᾽ αυτήν την προοπτική βλέπουμε να λειτουργεί η διδασκαλία του και το θαυματουργικό του χάρισμα. Διδασκαλία και θαύματα ήταν στην ίδια γραμμή για τον προφήτη που άνοιγαν παράθυρο για την όραση του μέλλοντος˙ τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο.  Ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός μάς δίνει ένα εξαίσιο δείγμα της θεώρησης αυτής, όταν μνημονεύει τη θεραπεία από τον Ελισαίο της λέπρας του Νεεμάν του Σύρου. Ο προφήτης θεραπεύει τη λέπρα του Νεεμάν κι αυτή η κάθαρσή του ήταν μία προεικόνιση, μία δηλαδή χωρίς λόγια προφητεία, της θεραπείας και της κάθαρσης του ανθρώπου που θα έφερνε στον κόσμο διά του αγίου βαπτίσματος ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός. «Λουσμένος ο Νεεμάν μέσω του Ελισαίου κι αφού ξεπλύθηκε από τη λέπρα  του στον Ιορδάνη, δήλωνε την θεία κάθαρση του βαπτίσματος» (ωδή η´).