18 Ιουνίου 2021

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (Πεντηκοστής)


Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε λόγω της περιεκτικότητάς του  έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής (που κι άλλοτε μας είχε απασχολήσει), ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».

17 Ιουνίου 2021

ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ… ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΙΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤῼ

«῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος καί οἱ σύν αὐτῷ Βασίλειος καί ᾽Ιννοκέντιος  (3ος μ. Χ. αἰ.) κατάγονταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ῎Εφυγαν ὅμως ἀπό τήν πατρίδα τους καί φτάνοντας σέ ἕνα σπήλαιο τῆς ᾽Απολλωνίας βρῆκαν ἐκεῖ τόν Φήλικα καί τόν Περεγρίνο καί τόν ῾Ερμεία. ῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος  τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τούς δίδαξε νά μήν εἶναι ὡς χριστιανοί  προσκολλημένοι πρός τά παρόντα γήϊνα πράγματα, λόγια πού ἐκεῖνοι τά ἔκαναν ἀμέσως πράξη. Διότι ἀποστράφηκαν τήν συναναστροφή μέ τούς συγγενεῖς τους πού ἦταν ἄπιστοι καί γι᾽ αὐτό κατηγορήθηκαν στόν ἔπαρχο Τριπόντιο. ῾Ο ἔπαρχος τούς συνέλαβε κι ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς κάνει νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν Χριστό, πρόσταξε νά τούς κόψουν μέ ξίφος τά κεφάλια. ῾Ο ῎Ισαυρος, ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοί πού ἦταν μαζί του, ὁδηγήθηκαν στόν ᾽Απολλώνιο, τόν γιό τοῦ ἐπάρχου. ῾Ο ᾽Απολλώνιος τούς ἔριξε στά βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ, αὐτοί ὅμως κατά παράδοξο τρόπο σώθηκαν ἀπό αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα  νά πιστέψουν στόν Χριστό πολλοί ἄνθρωποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί οἱ πρῶτοι τῆς πόλεως, οἱ κατά σάρκα ἀδελφοί Ροῦφος καί Ρουφίνος. Τέλος ἀποφασίστηκε ἡ θανάτωσή τους καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια».

῾Ο ὑμνογράφος τῶν σημερινῶν ἁγίων Γρηγόριος προκειμένου νά προβάλει διαμιᾶς τήν σημασία τους στόν κόσμο χρησιμοποιεῖ μία φράση πού εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλής στούς ὕμνους ὅλων τῶν ἁγίων: οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού «οὐράνωσαν τήν γῆν», ἔκαναν τήν γῆ δηλαδή οὐρανό. Διότι ζώντας στήν ὕπαρξή τους τήν χάρη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μία δική Του προέκταση μέσα στόν κόσμο, μέ ἄλλα λόγια στά πρόσωπά τους  βλέπουμε τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό κυριολεκτικά παρόντα ἀνάμεσά μας. «῾Ο ῎Ισαυρος ὁ ἔνδοξος καί ὁ δυνατός ᾽Ιννοκέντιος καί ὁ θεῖος Βασίλειος, ὁ θαυμάσιος Φήλικας, ὁ δοξασμένος ῾Ερμείας καί ὁ Περεγρίνος, αὐτοί πού κάνανε τήν γῆ οὐρανό ἀπό τίς θεῖες λάμψεις τῶν θαυμάτων τους, ἄς μακαριστοῦν μέ πίστη» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἐκεῖνο κατά τόν ὑμνογράφο πού τούς κατέστησε ἱκανούς νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά «περιπολοῦν στόν κόσμο ὡς θεοί» δέν ἦταν κάποια ξεχωριστή δική τους φυσική ἱκανότητα, ἀλλά ἡ διάθεσή τους νά ὑπακοῦνε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦν ᾽Εκεῖνον. «῎Ας μακαριστοῦν μέ πίστη ὡς ὑπηρέτες τοῦ Κυρίου». ᾽Εδῶ βρίσκεται ὡς γνωστόν τό μυστικό τῆς τεράστιας δύναμης ὅλων τῶν ἁγίων μας: ζοῦν  ἐν ταπεινώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί γεμίζουν ἀπό τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος «κάνει θαυμαστούς τούς ἁγίους τούς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ».

Μέ τήν παραπάνω ὑπενθύμισή του ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής δίνει καί μία ἀξιοσημείωτη διευρυμένη θεώρηση τῆς ἔννοιας τῆς τιμιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Συνήθως τίμιο χαρακτηρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκέραιος στίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν τούς κλέβει, δέν τούς ἀδικεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ὑπόστασή τους καί τήν περιουσία τους. Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίμιοι ἄθρωποι ὑπάρχουν σέ πολλούς χώρους καί μή χριστιανικούς. Δέν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν χριστιανῶν ἡ ἠθική ἀκεραιότητα. ῾Ο ὑμνογράφος ὅμως προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ γενική ἔννοια τῆς τιμιότητας. Γι᾽ αὐτόν καί γιά σύνολη τήν πίστη μας ἀσφαλῶς, ὁ πλήρως τίμιος ἄνθρωπος, ὁ καθ᾽ ὁλοκληρίαν θά λέγαμε ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν φέρει συμβατικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό τιμᾶ μέ τόν πρέποντα τρόπο, δηλαδή κάνει πράξη αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά του. «῎Εγινες τίμιος», σημειώνει συγκεκριμένα γιά τόν ἅγιο ῎Ισαυρο, «γιατί τίμησες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» (ωδἠ γ´). Κι ἔχει δίκιο: ἄν ὁ πραγματικά ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὡς Θεός δέν εἶχε καθόλου ἁμαρτίες – «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας» - (ἡ ἁμαρτία κολοβώνει καί τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση), κατά συνέπεια ἀληθινός ἄνθρωπος γίνεται ἐκεῖνος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, παίρνοντας τήν δύναμή Του γιά νά μήν ἁμαρτάνει. Κι ἐπιβεβαιώνει ὁ ὑμνογράφος μας τήν ἄλλη θέαση αὐτή τῆς τιμιότητας μέ ὅ,τι λέει ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του. «Κόπηκε ὁ ῎Ισαυρος μαζί μέ τήν πεντάδα τῶν συνάθλων του ὡς πρός τήν κεφαλή, κόβει (ταυτοχρόνως) στήν μέση καί τήν καρδιά τῆς νοητῆς σαύρας, (τοῦ διαβόλου)».

Οἱ δοξολογικές καί ἑρμηνευτικές τῆς ἁγιότητας τοῦ ᾽Ισαύρου ἀναφορές τοῦ ὑμνογράφου δέν γίνονται αὐθαίρετα. Πέραν τῆς ἀλήθειας πού προβάλλουν γιά τήν θέση του στό νοητό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, συνιστοῦν τήν βάση γιά τό ποθούμενό του: τήν ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του καί γιά τήν δική του σωτηρία. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σχεδόν σέ ὅλα τά τροπάρια ὁ ποιητής ἐκεῖ καταλήγει: νά παρακαλεῖ τήν μεσιτεία τοῦ ἁγίου νά γίνει ὁ Κύριος ἵλεως καί σέ αὐτόν, ἤ, ἄμεσα ὁ ἅγιος νά προσφέρει τήν χάρη τῆς θεραπείας του σέ αὐτόν. Μέ τήν σωστή ὅμως ἱεράρχηση: ὄχι μονομερῶς νά τόν θεραπεύσει ἀπό σωματικές θλίψεις καί ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτές νά θεραπευτοῦν, ἀφοῦ πρῶτα θεραπεύσει τά βασικά τραύματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος κινεῖται μέ καθαρό θεολογικό τρόπο: ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό ζητούμενο, καί ἄν θελήσει ὁ Κύριος καί ἡ θεραπεία τοῦ σώματος. «᾽Αφοῦ θεραπεύσεις τίς ἐκτροπές τοῦ νοῦ μου καί τά πάθη τῆς καρδιᾶς μου, θεόφρον, σῶσε με καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους» (ὠδή ς´).

16 Ιουνίου 2021

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΡΟΚΟΨΕΙ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ;

«Γέροντα, από πού θα γνωρίσω ότι έχω προκόψει στην πνευματική ζωή;»

Το ερώτημα του νεαρού προσκυνητή στο κελάκι του Γέροντα φαινόταν καίριο κι έκανε και τους άλλους προσκυνητές να εντείνουν την προσοχή τους. Όλοι κοίταζαν τον Γέροντα περιμένοντας με ενδιαφέρον την απάντησή του. Είχε προηγηθεί αρκετή συζήτηση προηγουμένως για την πνευματική ζωή και τι είναι αυτή, σε αντιδιαστολή με άλλες, εξωχριστιανικές και μη, κατανοήσεις της ζωής αυτής.

Ο Γέροντας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ξεκούκισε λίγο το κομποσχοίνι του, κοίταξε ένα γύρο τα πρόσωπα που φαίνονταν ότι διψούσαν για γνήσια πνευματική εσωτερική ζωή, και μετρώντας τα λόγια του είπε αργά.

 «Προκοπή στην πνευματική ζωή σημαίνει καταρχάς ότι έχω κάνει την καρδιά μου δεκτική ώστε να λάβει περισσότερη χάρη Θεού. Σημαίνει δηλαδή ότι έχω προσπαθήσει και προσπαθώ να καθαρίσω την καρδιά μου από κάθε τι εμπαθές, είτε φιλήδονο είναι αυτό είτε φιλάργυρο είτε φιλόδοξο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος υπηρετεί τα πάθη του, που θα πει τον εγωισμό του, εκεί πνευματική ζωή δεν υπάρχει».

«Ναι, Γέροντα», διέκοψε λίγο απότομα είναι αλήθεια τον λόγο του Γέροντα ο νεαρός, «αλλά από ποια συγκεκριμένα πράγματα θα γνωρίζω ότι έχω προκόψει ή έστω προκόβω;»

«Αυτό θα έλεγα τώρα», μειδίασε λίγο ο Γέροντας κι αγκάλιασε με το βλέμμα του τον νεαρό. «Δεν θα σας πω βαθιές θεωρίες. Απλά πράγματα μας δείχνουν την προκοπή μας ή όχι, έστω κι αν πολύ συχνά νομίζουμε ότι έχουμε προκόψει γιατί διαβάζουμε κάποια πνευματικά βιβλία ή πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Και να ορισμένα από αυτά:

Έρχεται η ώρα της προσευχής και βαριέσαι να ψελλίσεις έστω δυο λόγια προσευχής. Η προσευχή θεωρείται από τους αγίους μας ότι είναι ο καθρέπτης της πνευματικής ζωής. Αν λοιπόν δεν έχω πόθο για προσευχή, αν δεν ελκύομαι από την αναφορά μου προς τον Θεό, ε, τότε βρίσκομαι πολύ πίσω στα πνευματικά».

«Μόνο η προσευχή, Γέροντα, δείχνει την προκοπή μας;» ακούστηκε από κάποιον μεσήλικα η ερώτηση. «Όχι, βέβαια», απάντησε. «Σε όλα τα καθημερινά μας αποκαλύπτουμε το τι σόι χριστιανοί είμαστε. Γιατί είπαμε ότι η πνευματική ζωή δείχνει τη χριστιανική μας ζωή.

Λοιπόν, άλλο πράγμα: η βιασύνη μας. Σήμερα μάλιστα με τούς καταιγιστικούς ρυθμούς της ζωής, όλοι βιάζονται. Ποιος θα πάρει τη θέση του άλλου είναι ο αγώνας, και το θεωρούμε μάλιστα κατόρθωμα αυτό. Λοιπόν, αν βιάζεσαι σημαίνει ότι όχι μόνο δεν προκόβεις αλλά διαρκώς και οπισθοχωρείς. Κι αυτό γιατί η βιασύνη αποκαλύπτει την έλλειψη υπομονής που έχουμε, άρα την κρυφή υπερηφάνεια που μας κατατρώγει. Ο ανυπόμονος άνθρωπος είναι ο υπερήφανος άνθρωπος. Κι όπου υπάρχει υπερηφάνεια εννοείται ότι εκεί δεν υπάρχει το ησύχιο και πράο Πνεύμα του Θεού.

Ακόμη: η έλλειψη πίστης στην Πρόνοια του Θεού. Πόσοι χριστιανοί ομολογούν την πίστη τους στον Θεό, αλλά με το παραμικρό πρόβλημα τα χάνουν, πανικοβάλλονται, περιπίπτουν σ’ ένα χάος. Πού είναι η πίστη στα λόγια του Χριστού μας που μας βεβαιώνει ότι «και οι τρίχες όλες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Εκείνον;»

Και πέραν τούτων, εκείνο που κατεξοχήν δείχνει αν είμαστε προκομμένοι ή ανεπρόκοποι στα πνευματικά είναι η στάση μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Ο Χριστός μας μάς έχει αποκαλύψει ότι στον κάθε συνάνθρωπό μας πρέπει να βλέπουμε δύο πράγματα: Πρώτον, την παρουσία Εκείνου – «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε» -,  και δεύτερον, τον ίδιο τον εαυτό μας – «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και τι βλέπουμε καθημερινά, και μάλιστα στους χριστιανούς μας; Πώς ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου, πώς να τον αδικήσει πολλές φορές προκειμένου ο ίδιος να σταθεί, πώς να τον υποβαθμίσει, πώς να τον προσβάλει...»

Σταμάτησε ο Γέροντας και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα βαθουλωμένα μάτια του. Τα σκυμμένα κεφάλια των προσκυνητών έδειχναν ότι τα λόγια του μάλλον είχαν πιάσει τόπο. Ο Γέροντας τους είδε. Αλλά επειδή ήξερε βαθιά την ανθρώπινη φύση, δεν αναθάρρησε. Τους χαιρέτισε, αποσύρθηκε στο κελί του κι άρχισε με βαθύ πόνο την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, του κόσμου που ήταν κομμάτι του εαυτού του…

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΥΧΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ

“Ο άγιος Τύχων είχε ευσεβείς και φιλόχριστους γονείς. Αφιερώθηκε από αυτούς στον Θεό και αφού έμαθε τα ιερά γράμματα και μελέτησε καλά τις Γραφές, τάχθηκε πρώτα ως αναγνώστης στον λαό να διαβάζει τα λόγια και τα διδάγματα κι έπειτα λόγω της κατά πάντα αξιωσύνης του και της καθαρότητας και του ανεπίληπτου του βίου του χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μνημόνιο, τον αγιότατο επίσκοπο Αμαθούντος. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ο Τύχων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο από τον μεγάλο Επιφάνιο. Μετέστρεψε πολλούς από την πλάνη και τη ματαιότητα των ειδώλων προς την πίστη του Χριστού και Θεού μας, γκρέμισε και ανέτρεψε πολλούς ναούς των ειδώλων και ανήγειρε αντ᾽ αυτών θείους ναούς, τους οποίους  κατακόσμησε με θείες προσφορές και τους καθαγίασε, οπότε μετατέθηκε προς τον Κύριο, αφού επιτέλεσε πολλές θαυματουργίες ενόσω ζούσε στη ζωή αυτή, και συνεχίζει να επιτελεί και μετά τον θάνατό του. Από αυτές τις θαυματουργίες μία ή δύο, σαν δείγμα της αρετής του άνδρα, αξίζει να εκθέσει κανείς.

Όταν ακόμη ήταν στην αρχή της ζωής του, πήρε άρτους από τον πατέρα του για να τους πωλήσει στην αγορά (διότι αυτό ήταν το επάγγελμά του). Τους άρτους όμως αυτούς τους πρόσφερε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας του κι επειδή το πήρε βαριά, τον έλεγξε με σκληρά λόγια. Ο Τύχων όμως  του είπε ότι δανείζει τους άρτους στον Θεό και ότι κατέχει γραμμάτιο από Αυτόν για να τους πάρει πίσω. Κι αμέσως ήλθε η απόδειξη των λόγων του φανερά, διότι οι αποθήκες του σίτου  βρέθηκαν πλήρεις, περισσότερο μάλιστα από τότε που ο πατέρας του έκανε τη συγκομιδή και πριν από την οποιαδήποτε εξαγωγή του. Κι αυτό μεν είναι μεγάλο θαύμα, για το οποίο υπάρχει όμως και κάποιος λόγος, γιατί και άλλοι έπραξαν παρόμοια: ο Θεός δηλαδή αυξάνει και προσφέρει τον σίτο, ώστε η ευεργεσία και η ελεημοσύνη και η δική μας να γίνεται πλούσια.

 Το άλλο δε μεγαλύτερο θαύμα, που είναι για τη δόξα του Θεού και δεν επιδέχεται σύγκριση με τίποτε άλλο, είναι αυτό: ο άγιος φύτευσε ένα ξερό κλήμα στη γη, το οποίο αμέσως ρίζωσε και βλάστησε πριν από τον καιρό του. Διότι πού έχει ακουστεί να βγει ώριμο σταφύλι στις 16 Ιουνίου, τότε που τελείται η μνήμη του αγίου; Αυτό το κλήμα λοιπόν, που έχει άγουρους ακόμη τους καρπούς πριν από τον καιρό του, τους δείχνει να μαυρίζουν και να ωριμάζουν, όταν αρχίζει η θεία υμνωδία και η λειτουργία για τον άγιο. Όταν όμως τελειώνει η ιερή θυσία και λειτουργία, τα σταφύλια τότε έχουν γίνει γλυκά και ώριμα και ευχάριστα για να τα φάει κανείς, προς δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”.

Ο άγιος Τύχων ανήκει εκ καταγωγής στην αποστολική Εκκλησία της Κύπρου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί αγίασε, εκεί ετάφη. Η Κύπρος λοιπόν κατέχει το τίμιο και άγιο σώμα του, το οποίο αποτελεί για τους πιστούς πράγματι κρήνη ιαμάτων. Ένας τόσο μεγάλος θαυματουργός άγιος θεραπεύει με τη χάρη του Θεού όλους τους προσερχομένους σ᾽ αυτόν εν πίστει. Κι είναι γνωστό ότι ο άγιος ενεργεί πολύ περισσότερο μετά την κοίμησή του παρά κατά τη διάρκεια της εδώ ζωής του. Διότι ελεύθερος από το φυσικό του σκήνωμα ῾πετά᾽ ως άγγελος οπουδήποτε υπάρχει η κλήση του και η ανάγκη των ανθρώπων, κατεξοχήν όμως εκεί που υπάρχουν τα άγια λείψανά του. «Η σορός των αγίων λειψάνων σου, την οποία κυκλοτερά υμνολογούμε, ιερότατε Τύχων, έχει αναδειχτεί ιατρείο των παθών (ωδή η´).

Δεν είναι όμως η Κύπρος μόνο που τον τιμά και τον γεραίρει. Κάθε πόλη και χώρα αναφέρεται στην αγιότητά του, όπως συμβαίνει και σε όλους τους αγίους. Οι άγιοι μπορεί να ανήκουν σαρκικά σε έναν τόπο, αποτελούν όμως ῾κτήματα᾽ κάθε τόπου και κάθε ανθρώπου που πιστεύει στον Χριστό και στους αγίους Του. Οι άγιοι δηλαδή έχουν οικουμενική και διαχρονική διάσταση. Κι αυτό σημαίνει ότι την εγγύτητά τους και την αγιαστική δύναμή τους την εισπράττει ο κάθε πιστός, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της καρδιάς του. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει επ᾽ αυτού: « κάθε πόλη και χώρα κηρύττει, Τύχων παμμακάριε αξιοθαύμαστε, τον βίο σου, τα θαύματα και τη φιλική σου σχέση προς τον Δεσπότη Χριστό»  (ωδή θ´).

Ο άγιος Ιωσήφ δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου Τύχωνα. Κι είναι εύλογο: από παιδί χαριτώθηκε με τη θαυματουργία. Σημειώνει και αυτός το θαυμαστό γεγονός με τους άρτους και τον πολλαπλασιασμό του σίτου στις αποθήκες του πατέρα του αγίου. «Δεν ελαττώθηκε ο σίτος, όσο προσφερόταν στους φτωχούς με το χέρι σου, μακάριε, μάλλον δε ευλογείτο πολλαπλασίως, καθώς γέμιζαν με τη χάρη του Θεού τα άδεια δοχεία, παναοίδιμε» (ωδή δ´). Κι ακόμη περισσότερο: μνημονεύει το δεύτερο μεγάλο θαύμα με το αμπέλι και τα σταφύλια, θεωρώντας ότι όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο θαυμαστό και λαμπρό αποδεικνύεται αυτό. «Φάνηκε το μεγάλο θαύμα σου, πάτερ Τύχων θαυμαστέ, το οποίο λαμπρύνεται με τα χρόνια. Διότι το αμπέλι κατά τη μνήμη σου, κάνει ώριμα σταφύλια, που δημιουργούν γλυκασμό ευφροσύνης στους πιστούς» (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δίνει και την ερμηνεία της χάρης του θαυματουργείν του αγίου. Ο Θεός έδωσε τη χάρη αυτή, γιατί από παιδί ο άγιος είχε πολύ μεγάλη αγάπη προς τους συνανθρώπους του. Κι όπου υπάρχει πράγματι μεγάλη αγάπη, εκεί ο Θεός βρίσκει την κατάλληλη για τον κόσμο  ῾δίοδό᾽ Του. «Ανοίγοντας την καρδιά σου με συμπάθεια, Τύχων ένδοξε, έγινες πλούτος για τους πτωχούς και ένδυμα για τους γυμνούς και προστάτης των ορφανών» (ωδή δ´). Τι ήταν εκείνο όμως που έκανε τον άγιο από νωρίς να έχει τόσο ευαίσθητη καρδιά γεμάτη από την αγάπη του Χριστού; Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, μέγας ασκητικός διδάσκαλος και αυτός, με μεγάλη πείρα στην πνευματική ζωή, εύκολα διαπιστώνει: η αγιασμένη εκ παιδός ζωή του αγίου, με την έννοια ότι αγωνίστηκε να ξεφύγει από τα αμαρτωλά πάθη της σάρκας και να παραμείνει στο θέλημα του Θεού, γενόμενος κατοικητήριο Εκείνου. «Ξέκλινες από το νηπιακό φρόνημα ήδη από την παιδική σου ηλικία, και υπέταξες τον παλαιό εφευρέτη της κακίας με τα τέλεια νοήματα, Τύχων» (ωδή η´).

Κι ένα βασικό στοιχείο που έκανε τον άγιο εκ παιδός να αγαπήσει τον Χριστό, πέρα της χριστιανικότητας των γονέων του, ήταν η αγάπη του για τους βίους των αγίων. Ο άγιος διάβαζε και μελετούσε τους βίους των προηγουμένων αγίων, τόσο που και στην Εκκλησία έγινε αναγνώστης για να διαβάζει το ευαγγέλιο και αυτούς. Και τι πιο φυσικό σε μία ψυχή καθαρή και αγνή ενός παιδιού να χαραχτούν τα ίχνη της χάρης του Θεού που προβάλλονται από τη ζωή των αγίων μας και να τον παρακινούν σε μίμηση; «Μιμήθηκες τους βίους των αγίων – σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος μας – σαν άγιος κι εσύ, θεόφρονα Τύχων θεόπνευστε, κι απέκτησες απάθεια ψυχής, γινόμενος οίκος του Θείου Πνεύματος» (ωδή γ´). 

15 Ιουνίου 2021

Γ Κ Ρ Ι Ν Ι Α …

 Είναι το παράπονο πολλών συζύγων, ανδρών και γυναικών, ότι ενώ γενικώς δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τον ή την σύντροφό τους, εκείνο που τους ενοχλεί ιδιαίτερα είναι η… γκρίνια του/της. «Καλός ή καλή είναι, αλλά μόνο που γκρινιάζει». Κι είναι κάτι που πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα από όλους κι όχι μόνο από τους συζύγους! Μοιάζει η γκρίνια με την περίπτωση της αγελάδας, που μπορεί να γεμίσει την καρδάρα, όπως λέμε, στο τέλος όμως να δώσει μία με το πόδι της και να… χύσει όλο το γάλα. Που σημαίνει ότι η γκρίνια μπορεί να μη φαίνεται για κάποιους ότι είναι κάτι σημαντικό, όμως τελικώς μάλλον δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί; Όπως μπορεί εύκολα να υπονοήσει κανείς η γκρίνια τελικώς κρύβει μία μεμψίμοιρη ψυχή, μία έλλειψη δηλαδή μεγαλοκαρδίας και αγαθής διάθεσης - μπορεί μερικές φορές βεβαίως να οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα υγείας -  που κάνει τον γκρινιάρη να ψάχνει να βρίσκει ακόμη και σε κάτι… τέλειο την ατέλεια. Κι αυτό θα πει ότι βαθύτερα υφίσταται κάποια επιθετικότητα του γκρινιάρη απέναντι στον… ίδιο του τον εαυτό, ο ίδιος δεν τα έχει βρει όπως πρέπει με τον εαυτό του, κι αυτήν τη δυσαρμονία του την προβάλλει και στις σχέσεις του, τις οικογενειακές, τις επαγγελματικές, σχεδόν όλες.

 Η υπέρβαση του προβλήματος φαίνεται να είναι μονόδρομος. Ως σύμπτωμα εγωισμού η γκρίνια θεραπεύεται με την άσκηση της αγάπης, της μόνης πραγματικότητας που καταργεί τον εγωισμό. Όσο κανείς συνειδητοποιεί ότι η γκρίνια είναι πράγματι πρόβλημα και μάλιστα πνευματικό, όσο ο πιστός αποζητά να στέκεται πάντοτε εκεί που είναι το θέλημα του Θεού, τόσο θα βλέπει να μειώνεται η κακή διάθεση, γιατί θα υπερισχύει η χάρη του Θεού, η οποία αμβλύνει τις εντάσεις και βλέπει κυρίως τα θετικά και όχι τα αρνητικά των ανθρωπίνων καταστάσεων. Ο καλός λόγος μας, έστω και με το «ζόρι» μερικές φορές, το χαμόγελό μας, η αγκαλιά μας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην υπέρβαση αυτού του ψυχικού τελικά προβλήματος.