20 Ιουνίου 2021

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Η εορτή μπορεί να καθιερώθηκε (απ’ τις αρχές του 20ού αι.)  εξαφορμής συγκεκριμένου γεγονότος στις Η.Π.Α., επεκτάθηκε όμως σύντομα και σε πολλά άλλα έθνη, γιατί ακριβώς δίνει την ευκαιρία να προβληθεί το πρόσωπο που μαζί με τη μητέρα αποτελεί τον στυλοβάτη της οικογένειας, ο πατέρας. Δεν έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα η εορτή, αλλά θα μπορούσε να αποκτήσει, αν νοηματοδοτείτο από τη «φιγούρα» του Θεού Πατέρα.

Εννοούμε ότι μπορεί η καθιέρωση της εορτής να έχει τον ευγενικό σκοπό του τονισμού του ρόλου του πατέρα μέσα στην οικογένεια (βιολογικά, ψυχολογικά, πνευματικά, κοινωνικά) – πόσα παιδιά «τραυματίζονται» ψυχικά, και μερικές φορές ανεπανόρθωτα, γιατί τους λείπει η παρουσία του πατέρα -  όμως αν δεν υπάρξει η οπτική του Χριστού  («Πάτερ ημών» μας είπε να λέμε για τον Θεό), η πατρότητα θα εμφανίζεται συρρικνωμένη κι ίσως αλλοιωμένη από τη φυσική μόνο διάστασή της.

Ο Θεός είναι Πατέρας, εξαγγέλλει η Αγία Γραφή. Και τα ιδιώματά Του αντανακλούν και στον άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου δημιουργημένο. Κι είναι Πατέρας όχι μόνο ως Δημιουργός αλλά πρωτίστως ως πλήρης αγάπης και στοργής προς τα δημιουργήματά Του. «Ο Θεός αγάπη εστί». Η αγάπη Του δεν κατανοείται κατά τα ανθρώπινα πρότυπα, με διακυμάνσεις και  διακοπές, αλλά κατά  τον τρόπο της αποκαλύψεώς Του: την αιωνιότητα της ανιδιοτελούς θυσίας. Ο Θεός μας δηλαδή όπως εξήγησε ο Χριστός δεν μπορεί να μην αγαπά, η αγάπη Του αποτελεί οφειλή στα πλάσματά Του, με αποκορύφωμα τον απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας τους. Αγαπώ έτσι σημαίνει σέβομαι τον άλλο, δεν τον εκβιάζω, δεν τον καταπιέζω, έστω κι αν έχω μία τέτοια δυνατότητα. «Δεν σας ονομάζω δούλους, αλλά φίλους» είπε ο Κύριος.

Η παραπάνω αλήθεια οδηγεί σε δύο ακόμη σημεία. Πρώτον, στην εικόνα του (Θεού) Πατέρα της παραβολής του ασώτου. Τι κάνει ο Πατέρας; Γνωρίζοντας την εξέλιξη των πραγμάτων – την απώλεια και τη νέκρωση του υιού του μακριά από τον Ίδιο - εντούτοις τον αφήνει ελεύθερο χωρίς κανένα ίχνος καταπίεσης. Κι η αγάπη αυτή τελικώς κάνει θαύματα: προκαλεί τον άσωτο σε μετάνοια. Γιατί μαθαίνει πως μπορεί να γυρίσει στον Πατέρα που τον αγαπά έστω και με τις κακές επιλογές του, που δεν σταματά να τον περιμένει, που δεν τον ελέγχει καθόλου όταν παίρνει τον δρόμο της επιστροφής – βλέπει τα βάσανα του παιδιού του και όχι τον επαναστατημένο χαρακτήρα του! Και δεύτερον, στην αποστολή, από τον Πατέρα, του Υιού Του ως ανθρώπου στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία του κόσμου και να ενώσει τον κόσμο με Εκείνον. Η αγάπη δηλαδή του Πατέρα έχει θυσιαστικό χαρακτήρα: θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο έχει, τον ίδιο τον Υιό Του δηλαδή τον Εαυτό Του, για να σωθεί ο άνθρωπος και ο κόσμος. Που θα πει ότι η αληθινή αγάπη σηκώνει το βάρος του άλλου για να νιώσει καλά αυτός, κομματιάζεται για να τραφεί ο άλλος – ό,τι έκανε και κάνει ο Πατέρας Χριστός.

Η πατρική εικόνα του Θεού αντανακλά είπαμε και στον άνθρωπο. Ο αληθινός πατέρας αγαπά χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, θυσιάζεται προσδοκώντας μόνο το καλό και την προκοπή του αγαπημένου του παιδιού, σέβεται την ελευθερία του, ξέροντας ότι συχνά θα εισπράξει  την (οριστική ίσως) αντίδραση και την απόρριψή του. Ο άνθρωπος πατέρας αγωνίζεται να φανερώνει στην καθημερινότητά του την εικόνα του Θεού Πατέρα. Οπότε στην οικογένειά του δημιουργεί συνθήκες πνευματικής και ψυχολογικής ισορροπίας∙ κι ακόμη περισσότερο: ένας τέτοιος πατέρας προσφέρεται ως ευλογία και για το (ευρύτερο κοινωνικό) περιβάλλον του,  συνεπώς γίνεται πατέρας και μια αγκαλιά για όλους! Γιατί όλος ο κόσμος μία οικογένεια είμαστε. Με μόνη προϋπόθεση ότι για να υπάρξει ο πατέρας αυτός απαιτείται ο νόμιμος πνευματικός αγώνας για γνήσιο χριστιανισμό.

Πόσο παρήγορο θα ήταν να είχε τέτοιο περιεχόμενο η εορτή του πατέρα!   

19 Ιουνίου 2021

«ΒΑΣΙΛΕΥ ΟΥΡΑΝΙΕ, ΠΑΡΑΚΛΗΤΕ…»

«Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός· ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος, καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν».

(Οὐράνιε Παρηγορητή μας Βασιλιά, Σύ πού εἶσαι τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, πού εἶσαι παντοῦ παρών καί γεμίζεις τά πάντα μέ τήν παρουσία Σου, ἔλα καί κατοίκησε μέσα μας κι ἀνάμεσά μας, καί καθάρισέ μας ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά, καί σῶσε, ἀγαθέ, τίς ψυχές μας).

Τό στιχηρό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ καί δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ἀποτελεῖ μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» τήν πιό γνωστή προσευχή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν προσευχή αὐτή μάλιστα ἀρχίζει κάθε ἀκολουθία, ὅπως καί μέ αὐτήν ξεκινᾶ τήν κάθε προσευχή του καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός. Ἀπευθύνεται στό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τήν πηγή τῆς Θεότητος, τόν Πατέρα, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπό Ἐκεῖνον, πού σημαίνει δέν ἔχουμε ἀσφαλῶς τρεῖς Θεούς, κάτι πού συνιστᾶ καταδικασμένη αἵρεση ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἄλλον τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Ἑνός κατά τή φύση καί τήν Οὐσία Του Θεοῦ.

 Ὁ Τριαδικός Θεός μας δηλαδή, κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου μας, (ἡ ὁποία σκιωδῶς ἐμφαίνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη: ἄς θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τή φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ), εἶναι Ἕνας, ἀλλά καί τρεῖς· Ἕνας κατά τή φύση Του, Τρεῖς κατά τίς ὑποστάσεις Του - ὁ Θεός μας ἔχει τή δυνατότητα νά ζεῖ καί ὡς Πατέρας καί ὡς Υἱός καί ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, ἤ κατά τά λεγόμενα ἰδιώματα πού ἀναφέραμε, ὡς ἀγέννητος, ὡς γεννητός καί ὡς ἐκπορευτός. Κι αὐτό ὄχι κατά συγκυρία, δηλαδή ἄλλοτε ὡς Πατέρας ἤ ἄλλοτε ὡς Υἱός καί ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, σάν νά ἔχει τρεῖς «μάσκες», τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν, ἀλλά ἔτσι Τριαδικός ζεῖ ἀενάως, ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, χωρίς νά χάνεται ποτέ τό ἴδιον τοῦ καθενός. Ὅπως τό ἀπεκάλυψε ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τό ἀποκαλύψει, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεός: «ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί». Γι’ αὐτό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς Θεός καί Κύριος, εἶναι ὁ Οὐράνιος Βασιλέας· εἶναι ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν· εἶναι ὁ θησαυρός τῶν πιστῶν ἀνθρώπων καί πού δινει ζωή στούς πάντες καί στά πάντα, ἀντιστοίχως ὅπως καί τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Καί καλό νά εἶναι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι κατά τήν πίστη μας, τή θεμελιωμένη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά  Παράδοση, ὁ Θεός μας εἶναι μέν Τριαδικός, ἀλλά μέ κοινή ἐνέργεια καί τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων - ὅπου δρᾶ ὁ Θεός δρᾶ πάντοτε τριαδικά: «ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα». Τό ξεχωριστό τῆς δράσεως τοῦ κάθε Θείου Προσώπου ἔγκειται, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στό γεγονός ὅτι σέ κάθε «ἐποχή», (ὅπου ὡς ἐποχή νοεῖται ἡ κάθε ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου: Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη, ἐποχή Ἐκκλησίας), ἔχουμε τό κάθε Πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος νά διακονεῖ τήν κοινή ἐνέργεια ὅλης τῆς Θεότητος, πού σημαίνει ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός Πατέρας ἦταν Ἐκεῖνος πού διακονοῦσε τήν κοινή ἐνέργεια ὅλων τῶν Προσώπων· στήν Καινή Διαθήκη ὁ Θεός Υἱός ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ· στήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός Ἅγιον Πνεῦμα.

Μέ τήν Πεντηκοστή ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο, σταλέν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό,  ἔχει ὡς ἔργο νά καθιστᾶ οἰκεῖο καί ἐσωτερικό στόν ἄνθρωπο τό ἔργο σωτηρίας πού ἐπιτέλεσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, χωρίς τή δράση αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά εἴχαμε μέν σωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἡ σωτηρία αὐτή θά παρέμενε ξένη καί «ἄγνωστη» γιά ἐμᾶς, πού θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας σήμερα, ὄντως ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής μας, εἶναι τό Παράκλητον Πνεῦμα. Κι ὅπως σημειώνει σύγχρονος Θεολόγος ἐπ’ αὐτοῦ, «ὅταν ἐμεῖς σήμερα κραυγάζουμε «Θεέ μας», στήν πραγματικότητα ἀναφερόμαστε στό Πνεῦμα Αὐτό, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὄχι μόνον, τό σημείωνε μέ ἔνταση: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» - κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό, παρά μόνον μέ τόν φωτισμό καί τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος τό εἶχε ὑπονοήσει τοῦτο, ὅταν ἔλεγε ὅτι δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς. Θά ξανάρθω σέ σᾶς, ἔλεγε στούς λυπημένους μαθητές Του, ἐννοώντας ἀκριβῶς τήν ἔλευσή Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι τή Δευτέρα Του Παρουσία.

 Ὁπότε μέ τό Πνεῦμα Αὐτό δέν εἴμαστε ὀρφανοί. Γιατί τοῦτο ἔρχεται καί κατοικεῖ στήν καρδιά μας, ἰδίως ἀπό τήν ὥρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας, κατά τό ὁποῖο καθιστάμεθα μέλη Χριστοῦ,  καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά πού ἀποτελεῖ φράγμα καί τροχοπέδη γιά τήν «ἀνάπαυσιν» τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας. Κι αὐτή ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος πού ἐνεργοποιεῖ τόν Χριστό καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσα μας, δέν χάνεται εὔκολα. Μπορεῖ νά ἁμαρτάνουμε δυστυχῶς καί μετά τό βάπτισμά μας, ἀλλά τό Πνεῦμα αὐτό τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ διαρκῶς σέ μετάνοια, ἡ ὁποία γίνεται πράξη καί γεγονός, ὅταν ἀνταποκριθεῖ καί ἡ δική μας βούληση, μέ ἀποτέλεσμα καί πάλι νά «ἐπανεμφανίζεται» τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἐνεργή καί αἰσθητό. Κι εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε ὅτι τελικῶς μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά καθαρίσει τίς ψυχές μας ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό – «Νοῦν καθαρίσαι μόνου τοῦ ἁγίου Πνεύματός ἐστι» (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς) – γι’ αὐτό κι ἐκεῖνες οἱ φωνές πού μιλᾶνε κατά καιρούς γιά «κάθαρση» τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοώντας την μέ ἕναν ἐξωτερικό τρόπο κατά τά ἀνθρώπινα πρότυπα, μόνον κάθαρση δέν μπορεῖ νά εἶναι. Ἐκκαθάριση ναί, ὄχι ὅμως κάθαρση ἐσωτερική καί πνευματική, πού μόνη αὐτή φωτίζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐκφράζει τό ταπεινό καί ἁγνό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας. Μία τέτοια διαδικασία πού παραπέμπει μονίμως στή μετάνοια εἶναι καί αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει ὡς σωτηρία, κι αὐτό θά πρέπει νά ἀποτελεῖ τή μόνιμη ἐπιλογή τῆς ζωῆς μας.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ: “ΑΥΤΗ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΖΩΗΣ, ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΖΩΗΣ”.

Στην καλοκαιρινή γιορτή του Νηπιαγωγείου της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς βρέθηκε την Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Κατά την έναρξη της εκδήλωσης η Διευθύντρια του Βρεφονηπιακού Σταθμού, Παιδικού Σταθμού – Νηπιαγωγείου της τοπικής μας Εκκλησίας κα Μαρία Τυράσκη, αναφερόμενη στην φετινή δύσκολη εκπαιδευτική χρονιά τόνισε πως «μέσα στις δυσκολίες έλαμψαν η αγάπη και η πίστη» υπογραμμίζοντας όμως παράλληλα με έμφαση ότι «κυρίως έλαμψαν οι παιδικές ψυχές που παρά τις αντιξοότητες καταφέρνουν πάντοτε να ανθίζουν μέσα στην αγκαλιά του σχολείου μας».

Ευχαρίστησε «από καρδιάς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, πραγματικό πατέρα για όλους και ουσιαστικό στήριγμα» ο οποίος «με περισσή φροντίδα και αγάπη περιβάλλει την προσχολική ηλικία, τα πιο ευαίσθητα χρόνια της ζωής μας» όπως χαρακτηριστικά είπε.

Τέλος, αφού ευχαρίστησε το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό, υπογράμμισε πως «το μεγαλύτερο ευχαριστώ το οφείλουμε στους γονείς οι οποίοι μας εμπιστεύθηκαν ο,τι πολυτιμότερο έχουν, τα παιδιά τους».

Στην συνέχεια οι μικροί μαθητές με τη βοήθεια και την καθοδήγηση ειδικών παιδαγωγών παρουσίασαν το διαδραστικό θεατρικό παιχνίδι με τίτλο «Περιπέτεια στον βυθό» όπου ύστερα από την «περιπλάνησή τους στις γειτονιές της θάλασσας βρήκαν τελικά τρόπο να σώσουν τον βυθό από την καταστροφή».

Ακολούθως, αφού απήγγειλαν ποιήματα και τραγούδησαν, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ απένειμε πτυχία και ενθύμια σε όλα τα παιδιά, επισημαίνοντας πως «πιο έκδηλη και πιο έκτυπη ομορφιά από την αθωότητα, την ευγένεια, την καλοσύνη και την στοργή των παιδιών μας, δεν υπάρχει».

Αναφερόμενος στον σκοπό των Εκπαιδευτηρίων μας, υπογράμμισε πως «είναι μια πραγματική κατάθεση ψυχής και καρδιάς» συμπληρώνοντας πως «αυτός ο αγώνας, με την Χάρη του Θεού ευοδώνεται και προωθείται και όχι μόνο σε επίπεδο πνευματικό αλλά και σε κτηριακές δομές».

«Το βασικό στοιχείο αυτής της ηρωικής προσπάθειας είναι να μην χάσουν τα παιδιά την ομορφιά που έχουν. Να μην την απολέσουν στο διάβα των καιρών» επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος σημειώνοντας πως οι όποιες γνώσεις χωρίς την μονάδα που τα νοηματοδοτεί όλα είναι μηδενικές «και η μονάδα είναι η πνευματική, η αληθινή πορεία του νέου ανθρώπου, γιατί χωρίς αυτή την πνευματική αλήθεια, όλα γκρεμίζονται, όλα συντρίβονται».

Υπογραμμίζοντας πως «αυτή η προσπάθεια είναι μία προσπάθεια ζωής, ένα έργο ζωής» έκανε λόγο για την εορτή της Πεντηκοστής και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας πως «έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα αυτή την εποχή, από το Άγιο Πνεύμα» και γι’ αυτό το λόγο το Σχολείο μας «είναι ένας χώρος ιερός. Έτσι τον βλέπουμε», είπε χαρακτηριστικά ο Σεβασμιώτατος.

Εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες στην Γενική Διευθύντρια των Εκπαιδευτηρίων και Γυμνασιάρχη κα Κυριακή Κούβαρη, στην Διευθύντρια του Βρεφονηπιακού Σταθμού, του Παιδικού Σταθμού – Νηπιαγωγείου κα Μαρία Τυράσκη και στον εκπρόσωπο της Μητροπόλεως κ.Δημήτριο Αλφιέρη ο οποίος «συντονίζει την προσπάθεια με κόπο και θυσιαστική αγάπη».

Τέλος, τις μεγαλύτερες ευχαριστίες του τις εξέφρασε στους γονείς που εμπιστεύονται τα παιδιά τους στην Εκκλησία «και μας δίνεται και εμάς την δυνατότητα να ευχαριστούμε τον Θεό δι’ αυτού του ιερού έργου», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Ευχήθηκε σε όλους και ιδιαίτερα στα παιδιά «καλό καλοκαίρι και «να έχουν πάντοτε το Πνεύμα το Άγιο στη ζωή τους», «να παραμείνουν αθώα, γλυκά, χαρούμενα, αληθινά. Να γίνουν παλικάρια και κοπελιές με την Ευλογία του Θεού, κυρίαρχα της ζωής τους χωρίς καμία έκπτωση στα ιδανικά και στα ιδεώδη της ιδιοπροσωπίας μας».

Νωρίτερα ο Σεβασμιώτατος επιθεώρησε τις συνεχώς ανακαινιζόμενες εγκαταστάσεις του Βρεφονηπιακού Σταθμού και του Παιδικού Σταθμού και Νηπιαγωγείου της τοπικής μας Εκκλησίας.

Η γιορτή πραγματοποιήθηκε μόνο με τη συμμετοχή των παιδιών του Νηπιαγωγείου που αποφοιτούν φέτος και ανοίγουν τα φτερά τους για την Α΄ Δημοτικού. Οι γιορτές των υπολοίπων τμημάτων του προνηπίου, θα πραγματοποιηθούν στα τμήματά τους, χωρίς την παρουσία γονέων, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ

(Υμνολογική προσέγγιση)

        Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του αγίου Ιούδα, δεν προβληματίζεται ως προς το ποιος είναι ο σήμερον (19 Ιουνίου) εορταζόμενος απόστολος. Θεωρεί ότι ο Ιούδας του Ιακώβου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά είναι ο ίδιος με τον Ιούδα τον υιό του μνήστορος Ιωσήφ, τον και Θαδδαίο ή Λεββαίο επονομαζόμενο, κατά τους Ματθαίο και Μάρκο, που σημαίνει ότι Ιούδας του Ιακώβου θα πει Ιούδας αδελφός του Ιακώβου, υιού και αυτού του αγίου Ιωσήφ. Συνεπώς αποκλείει την άποψη ότι ο Θαδδαίος ή Λεββαίος είναι άλλος απόστολος από τον αδελφόθεο Ιούδα. Οι ύμνοι του που ομιλούν για τον έ ν α  Ιούδα είναι αρκετοί. «Ιούδα, οι αδελφοί σου θα σε επαινέσουν γιατί φάνηκες και νομιζόσουνα αδελφός του προαιώνιου Λόγου που φανερώθηκε ως άνθρωπος». «Από ένδοξη ρίζα ανέτειλες σε μας σαν θεοδώρητο κλήμα, αυτόπτη του Κυρίου, απόστολε Θεάδελφε». «Μπορείς να καυχάσαι, Ιούδα, και για τη συγγένειά σου με τον Χριστό και για το ότι ανήκεις στον χορό των μαθητών Του και για το πάθος σου».

        Ο υμνογράφος βεβαίως δεν θέλει να υπερτονίσει τη συγγενική σχέση του αγίου Ιούδα με τον Κύριο – ο Ίδιος ο Κύριος πάντοτε παρέπεμπε στην προτεραιότητα της σχέσης με τον Θεό και όχι της συγγένειας: «Όποιος κάνει πράξη το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα Μου». Γι' αυτό αφενός μιλώντας για την αδελφική σχέση του Ιούδα με τον Χριστό σπεύδει εξίσου να χαρακτηρίσει αδελφούς και όλους τους πιστούς σ' Αυτόν (:«Ιούδα μακάριε, χρημάτισες αδελφός του Δεσπότη Χριστού που γεννήθηκε ως άνθρωπος και χρημάτισε αδελφός όλων των εκλεκτών»), αφετέρου εστιάζει την προσοχή του στην κλήση του Ιούδα από τον Χριστό να γίνει μαθητής Εκείνου, όπως και στην αποστολή που του ανέθεσε (:«Έγινες μαθητής του σαρκωθέντος Θεού μας, από τον Οποίο στάλθηκες σαν πρόβατο ανάμεσα σε λύκους πράγματι». «Από Αυτόν απεστάλης, πανεύφημε, ως απόστολος σε όλα τα πέρατα της γης, σπέρνοντας τον λόγο της πίστεως σε όλους και φωτίζοντας αυτούς που ήταν δούλοι στο σκοτάδι της άγνοιας και στον πονηρό κοσμοκράτορα»).

Το γεγονός ότι η συγγενική σχέση έρχεται δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον άγιο Θεοφάνη και από την παρατήρησή του ότι η οικειότητα του αγίου Ιούδα με τον Κύριο οφείλετο όχι ακριβώς στην συγγένειά τους, αλλά στον πνευματικό αγώνα του Ιούδα κατά της αμαρτίας, με τον οποίο μπόρεσε να ζήσει τη ζωή Εκείνου. «Νέκρωσες το αμαρτωλό γήινο φρόνημά σου κι έτσι έζησες μαζί με τη ζωή των όλων Χριστό, πανόλβιε».

        Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει τους περισσότερους ύμνους του στο αποστολικό έργο του αγίου Ιούδα. «Ο μέγας του Κυρίου απόστολος», ως «φως δεύτερον που ακολούθησε τις λάμψεις του πρώτου φωτός Χριστού», «έχοντας ως οδηγό την ίδια την αλήθεια», απεστάλη «σαν βολίδα για να πλήξει και να αφανίσει παντελώς τις φάλαγγες των δαιμόνων και να θεραπεύσει με τη χάρη του Θεού εκείνους που πληγώθηκαν από αυτούς», όπως και «σαν ακτίνα του ήλιου που εξέλαμψε από την Παρθένο Μαρία, προκειμένου να καταφωτίσει τις καρδιές των ευσεβών και να αποδιώξει το σκοτάδι που υπήρχε». Κι αυτό γιατί ο άγιος απόστολος «έγινε υπήκοος στο πρόσταγμα του Κυρίου που έστειλε τους μαθητές Του κατά την ώρα της Αναλήψεώς Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να τα βαπτίζουν στο όνομα της αγίας Τριάδος».

Και βεβαίως μέσα σ' αυτήν την αποστολική ευθύνη του αγίου Ιούδα εντάσσεται, κατά τον ποιητή, και η καθολική επιστολή που μας άφησε στην Καινή Διαθήκη. «Ιεροφάντη θεσπέσιε - σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης - στέλνεις σε όλους τους ανθρώπους την φωτιστική και δογματική επιστολή, που είναι γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού». Πράγματι, η μικρή αυτή σχετικά επιστολή περικλείει πλούτο αγίων νοημάτων που κινητοποιούν τον κάθε πιστό σε μετάνοια και σε αγωνιστικό φρόνημα. Φράσεις σαν αυτές, και όχι μόνο – «Αναγκάζομαι να σας γράψω, για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στον λαό του Θεού», «Εσείς, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή» - θεωρούνται "διαμάντια" που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει, χωρίς να γίνεται υπόλογος έναντι του Κυρίου. Κι αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι ο άγιος Ιούδας επιβεβαίωσε, όπως οι περισσότεροι απόστολοι, το κήρυγμά του με τη θυσία της ζωής του, τότε καταλαβαίνει την κρίση του αγίου Θεοφάνη, που θεωρεί ότι «οι απόστολοι ξεπέρασαν κατά το ήθος τους κάθε μεγαλειότητα επί της γης».

18 Ιουνίου 2021

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (Πεντηκοστής)


Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε λόγω της περιεκτικότητάς του  έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής (που κι άλλοτε μας είχε απασχολήσει), ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».

17 Ιουνίου 2021

ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ… ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.