25 Ιουνίου 2021

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ!

Το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη της καταστροφής των Σοδόμων και των Γομόρρων είναι πολλαπλώς ωφέλιμο για να το μνημονεύουμε. Ευρισκόμενος ο Θεός με τη μορφή τριών Αγγέλων – προεικόνιση της Αγίας Τριάδος – στον τόπο του Αβραάμ, του λέει ότι πρόκειται ακριβώς να πάει στις πόλεις αυτές, προκειμένου να τεθεί ένα όριο στην «άβυσσο» της αμαρτίας τους, κάτι που θυμίζει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ότι ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο στο ανθρώπινο γένος «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Οι άνθρωποι εκεί αμάρταναν «επιμελώς» με ακατανόμαστες αμαρτίες, χωρίς να υπάρχει κανένας προβληματισμός κι ούτε ένα ίχνος μετάνοιας. Ο Αβραάμ βέβαια επιχειρεί με μεγάλη ταπείνωση να «υπερασπιστεί» τους κατοίκους τους: αν υπάρχουν πενήντα δίκαιοι, κι αυτοί θα συμπαρασυρθούν στην κακία των άλλων; «Όχι», απαντά ο Θεός. «Προς χάρη των πενήντα θα σώσω και τους υπολοίπους». Και το σκεπτικό, ως γνωστόν, του Αβραάμ συνεχίζεται: Αν υπάρχουν 45, αν υπάρχουν 40, αν υπάρχουν 30, 20,10… Κι όμως δεν υπήρχε κανένας δίκαιος, πλην του ανεψιού του Αβραάμ Λωτ και της οικογένειάς του, που παίρνουν την εντολή να φύγουν από την πόλη.

Η παραπάνω αλήθεια: «προς χάρη έστω και λίγων σώζει και τους υπόλοιπους», είναι συγκλονιστική και για εμάς. Είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο για την ίδια τη ζωή μας, αλλά και για τους άλλους, την οικογένειά μας, τους φίλους μας, την πόλη μας, την πατρίδα μας και ίσως και ευρύτερα. Πρόκειται γι’ αυτό που διαρκώς επισημαίνουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι δηλαδή κάποιοι άγιοι της κάθε εποχής κρατούν τη συνέχεια και του κόσμου όλου. Κι αυτό γιατί όλη η ανθρώπινη φύση είναι ενωμένη – όλοι είμαστε παιδιά του Θεού βεβαίως, αλλά και του πρώτου ζεύγους ανθρώπων. Στην Εκκλησία μάλιστα αυτό εξαγγέλλεται διαπρυσίως: είμαστε μέλη του Χριστού και «αλλήλων μέλη». Η σχέση που έχουμε μεταξύ μας οι πιστοί, αλλά και κατ’ επέκταση οι «δυνάμει» πιστοί, είναι σχέση πραγματική και ουσιαστική, λόγω του ενοποιού παράγοντα: του ίδιου του Κυρίου που είναι «η Κεφαλή και ο Αρχηγός» της πίστεως και της Εκκλησίας.

Όσο λοιπόν μένουμε στην οδό του Κυρίου τηρώντας τις άγιες εντολές Του, τόσο κρατάμε τον Θεό στην ύπαρξή μας, αλλά και τόσο Τον κρατάμε και για χάρη των άλλων. Η αγάπη του Θεού μας δεν έχει όρια. «Ψάχνει» αφορμές προκειμένου να είναι μαζί μας και να μας προσφέρει όλες τις χάρες Του. Εδώ έγινε άνθρωπος και πέθανε για εμάς, πόσο περισσότερο είναι έτοιμος να μας δώσει και οτιδήποτε άλλο, που έτσι κι αλλιώς θεωρείται μικρότερο από το να κλίνει τους Ουρανούς και να κατέβη στον κόσμο! -  ό,τι ακριβώς επισημαίνει ο απόστολος Παύλος: «ο Θεός που δεν δίστασε να μας προσφέρει τον Υιό Του, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει τα πάντα;»

 Κι ας προσθέσουμε και το γνωστό: αν οι λίγοι ευσεβείς και πιστοί άνθρωποι μπορούν να αναπληρώσουν τα ελλείμματα των πολλών άλλων, κατά το παραπάνω σκεπτικό, πόσο η θυσία του Ενός, που είναι ο Ίδιος ο Θεός, αναπληρώνει τα ελλείμματα όλων μας! Πράγματι, χωρίς τη Σταυρική θυσία του Κυρίου σωτηρία δεν θα υπήρχε – Εκείνος σήκωσε πάνω Του τις αμαρτίες όλων μας – οπότε και ο θάνατός Του έβαλε τέλος και στην κυριαρχία του θανάτου. Έτσι κι αλλιώς ζούμε την πιο προνομιακή περίοδο της ζωής της ανθρωπότητας μετά τον ερχομό του Χριστού: ο θάνατος «κατεπόθη» και δεν υφίσταται. Η «ζωή κυριεύει», αρκεί βεβαίως να θέλουμε τον Χριστό στη ζωή μας!

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας:  παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

24 Ιουνίου 2021

ΤΟ «ΠΑΙΧΝΙΔΙ» ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Υπάρχουν στιγμές στην πνευματική ζωή που φτάνει κανείς σε αδιέξοδο, κάποιες φορές δε και σε ένα είδος απόγνωσης  – δεν φαίνεται πουθενά η παρηγοριά του Θεού, η παρουσία Του είναι γεμάτη από τη σιωπή Του. Κι είναι αυτό ίσως που ονομάζουν οι θεολόγοι της Εκκλησίας μας «παιχνίδι της χάρης του Θεού», κατά το οποίο ο Θεός κρύβεται κατά κάποιον τρόπο από τον αγωνιζόμενο χριστιανό, προκειμένου να ενεργοποιήσει αυτός στο ανώτερο δυνατό τις δυνάμεις του και την υπομονή του, ώστε στη συνέχεια να είναι έτοιμος να λάβει ακόμη μεγαλύτερη χάρη από  Εκείνον. Διότι ποτέ ο Θεός δεν δίνει τη χάρη Του χωρίς να βρίσκεται ο πιστός στο σημείο αντοχής της παρουσίας Του στην ύπαρξή του – πρέπει να έχει τα ανάλογα θεμέλια πνευματικής ζωής -  που σημαίνει ότι η «ώρα του Θεού» για τον πιστό κυμαίνεται σε δύο επίπεδα: και στο επίπεδο της θεωρούμενης απουσίας Του και στο επίπεδο της αισθητής παρουσίας Του.

 Από την άποψη αυτή η απουσία του Θεού δεν είναι τελικώς απουσία και «άδεια» ώρα, αλλά ώρα πνευματικής κυοφορίας – αυτό που προηγείται της γέννας ως εμφάνισης του Θεού. Ταυτοχρόνως όμως σηματοδοτεί και μια οδύνη, γιατί φαίνεται ότι έχει χάσει ο πιστός Εκείνον που είναι η παρηγοριά και η ίδια η ζωή του – το σημείο της απελπισίας του και της απόγνωσής του. Θυμάται κανείς το παράπονο του μεγάλου Αντωνίου εν προκειμένω, όταν πέρασε από μια τέτοια εμπειρία, όπου μισοπεθαμένος σχεδόν από την εναντίον του σκληρότητα των δαιμόνων είπε στον Κύριο, (που τελικά του εμφανίστηκε και τον παρηγόρησε με άφατη αγαλλίαση): «Πού ήσουνα; Γιατί με άφησες έρμαιο στα χτυπήματα του Πονηρού;» Κι ο Κύριος τού απάντησε ότι ήταν μαζί του πάντοτε σε όλες τις φάσεις τις δοκιμασίες του, αλλά τον άφηνε να αγωνίζεται, ενισχύοντάς τον όμως με μυστικό και αφανή τρόπο, για να φτάσει στο υψηλό σημείο που θα πάρει τη μεγάλη χάρη Του: «Από δω και πέρα θα γίνεις γνωστός σε όλους τους ανθρώπους».

 Κι ακόμη θυμάται κανείς το όριο της απελπισίας που έφτασε κάποια στιγμή και ο άγιος Σιλουανός του Άθω, (αλλά και ο μαθητής και υποτακτικός του μέγας Γέροντας κι αυτός αργότερα όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ), ο οποίος σε παρόμοια κατάσταση θεώρησε ότι ο Θεός είναι «αδυσώπητος» και σαν να έσπασε κάτι μέσα του. Και τότε του εμφανίστηκε ολοζώντανος ο Κύριος μέσα από την εικόνα του τέμπλου της Μονής του αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους, για να πάρει ό,τι έκτοτε έγινε η κεντρική εμπειρία της ζωής του: τη μεγάλη χάρη ως γνώση της αγάπης και της άφατης ειρήνης του Κυρίου Ιησού Χριστού.

 Το συμπέρασμα είναι προφανές. Ποτέ δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε για την πιστότητα της αγάπης του Θεού και την αδιάκοπη απέναντί μας εγγύτητά Του, ακόμη και στις πιο στυγνές και δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Ιδίως σ’ αυτές που φαίνεται «απών», όπως στην πίκρα του πόνου, της αρρώστιας, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, της μοναξιάς, μας ετοιμάζει την πιο γλυκιά επίσκεψή Του και το ανέβασμά μας σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Το σημειώσαμε και παραπάνω: η θεωρούμενη απουσία Του λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του! Η αγάπη Του εκφράζεται και με την ίδια την απόσυρσή Του! Ο Κύριος που βίωσε ως άνθρωπος την πλευρά αυτή αγάπης του Θεού Πατέρα, κατεξοχήν επάνω στον Σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;», το είχε αναγγείλει στους μαθητές Του: «σας αγάπησα, όπως με αγάπησε και ο Θεός Πατέρας». Ξέρουμε πια πως είναι ολοκληρωτικά εν θερμή αγάπη Παρών κι εκεί που απογοητευμένοι  λέμε: «μας εγκατέλειψε!»  Η Ανάσταση είναι πάντοτε η απάντηση στον Σταυρό!  

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία : χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: «Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς». Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: «διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ» εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο. Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ. «γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος, ἡ φωνή τοῦ Λόγου καί τοῦ φωτός», «τό λυχνάρι ἔρχεται πρίν τό φῶς, ἡ αὐγή φανερώνει τήν ἔλευση τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου να δημιουργηθοῦν ἐκ νέου ὅλα καί νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας».

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: «Κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι μεγαλύτερος τοῦ Ἰωάννου», «ὁ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, πού ἄλλος σάν κι αὐτόν δέν ὑπάρχει οὔτε πρόκειται νά γεννηθεῖ». Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.

Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης πάντοτε τόνιζε ὅτι «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» - Ἐκεῖνος πρέπει νά αὐξάνει καί ἐγώ νά ἐλαττώνομαι. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του.

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.  Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, «ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος». Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

23 Ιουνίου 2021

ΠΑΝΩ ΣΤΑ... ΚΥΜΑΤΑ!

Στα προβλήματα και στις δοκιμασίες που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, προβλήματα προερχόμενα από το περιβάλλον μας, από τον εαυτό μας και τα πάθη μας, από τον διάβολο, η λύση δεν είναι η αποφυγή των προβλημάτων και των δοκιμασιών, αλλά η υπέρβασή τους διά της στροφής προς το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όσο μένουμε προσανατολισμένοι σ’ Εκείνον, όσο «κολλάμε» σ’ Αυτόν, κατά το «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω Σου», τόσο θα βλέπουμε ότι όχι μόνον τα προβλήματα θα ξεπερνιούνται, αλλά και θα τα θεωρούμε αφορμές και μέσα για να δοξολογούμε τον Κύριο. Γιατί θα μας ενισχύει κατά τρόπο μυστικό ή φανερό η παντοδύναμη δεξιά Του: «εμού δε αντελάβετο η δεξιά Σου». Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Πέτρο που μπόρεσε και περπάτησε πάνω στα νερά της θάλασσας, γιατί προσέβλεπε στον Κύριο, (μόνον όταν έχασε την επαφή του μ’ Εκείνον και καταλήφθηκε από τον φόβο των κυμάτων καταποντίστηκε), το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε μας: να περπατάμε άφοβα πάνω στα κύματα των προβλημάτων της ζωής σαν σε ασφαλή ξηρά. Αρκεί να καταλάβουμε βέβαια ότι προσανατολισμός στον Κύριο σημαίνει κυνηγητό αδιάκοπο των αγίων εντολών Του - εκεί είναι κρυμμένος.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΡΙΠΠΙΝΑ

«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από τη μικρή της ηλικία. Κι αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία. Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.

Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων. Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».  

Όλη η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρωτίστως στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» (ὠδή η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» (ὠδή ε΄).

Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της: τον πόθο και την αγάπη της για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» (ὠδή α΄)∙ «Τη χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» (ὠδή γ΄)∙ «Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» (ὠδή δ΄).

Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το σώμα σου. Κι αυτό γιατί  είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς τον Κύριο». Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».

Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν», όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.    

22 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΣΑΤΩΝ

Ο άγιος Ευσέβιος ήταν κατά τους χρόνους του βασιλιά Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά το έτος 338 μ.Χ., χρημάτισε δε φλογερός ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι᾽ αυτό με πολλή ανδρεία ψυχής και με περιφρόνηση των παρόντων σπούδασε πώς να έλθει σε αύξηση η ευσέβεια και η ορθοδοξία, αν και ο βασιλιάς Κωνστάντιος ήταν αντίθετος, όσο κανείς άλλος, επειδή ήταν Αρειανιστής. Όταν μία φορά φοβέρισε ο βασιλιάς να κόψει το δεξί χέρι του αγίου, αν δεν δώσει το ψήφισμα που έγινε από τον μεγάλο Μελέτιο, ο άγιος άπλωσε και τα δύο του τα χέρια, θέλοντας να δείξει ότι μετά χαράς δέχεται και των δύο την εκκοπή, παρά να προδώσει το ζητούμενο ψήφισμα, και μαζί με εκείνο να προδώσει και την ευσέβεια. Αυτόν τον άγιο πατέρα μας Ευσέβιο, μετά τον Κωνσταντίνο και Ιουλιανό, εξόρισε ο Ουάλης από τον θρόνο του και τον καταδίκασε να περπατά εξόριστος κατά τον ποταμό Δούναβη. Όταν πέθανε ο Ουάλης, επανήλθε ο άγιος στην επισκοπή του τα Σαμόσατα (που βρίσκονται στη Συρία πλησίον του Ευφράτη ποταμού, υπό τον Μητροπολίτη Εδέσσης, και που ονομάζονται κοινώς Σεμψάθ). Ύστερα δε από τους πολλούς αγώνες και νίκες όσες έκανε ο αοίδιμος ζώντας ακόμη υπέρ της ορθοδοξίας, αξιώθηκε να έχει και τέλος μαρτυρικό. Διότι μία γυναίκα κακόδοξη, η οποία φρονούσε την αίρεση του Αρείου, πήρε κεραμίδι από μία στέγη και την έρριψε εναντίον της κεφαλής του αγίου. Από το χτύπημα αυτό θανατώθηκε ο ιεράρχης του Χριστού. Προτού αποθάνει, συγχώρησε τη γυναίκα που τον φόνευσε, μιμούμενος τον Δεσπότη του Χριστό και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Τελείται δε η σύναξή του και εορτή στον ναό του αγίου Ιωάννου, πλησίον Αρκαδιανών”.

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου)

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος που ανέλαβε να διακονήσει την υμνολογική εν Εκκλησία προβολή του αγίου Ευσεβίου, στέκεται με απορία  ενώπιον της ασκητικής του διαγωγής καταρχάς -  απόρροιας της εκ νεότητος αγάπης του προς τον Κύριο – η οποία τον έφερε με τη χάρη του Θεού να γίνει ποιμένας της Εκκλησίας και να επιστεφθεί στο τέλος με το στεφάνι του μαρτυρίου. Η επί γης πορεία του δηλαδή ακολούθησε την εξής πορεία: από παιδί αγάπη προς τον Κύριο, ασκητική διαγωγή, ώστε να υποταγεί η σάρκα με τις άτακτες ορέξεις της στις δυνάμεις της ψυχής, ανάδειξη σε θείο κατοικητήριο, ανάληψη ποιμαντικής ευθύνης με προβολή της ορθόδοξης πίστης και καταδίκη της αρειανικής αίρεσης, μαρτυρικό τέλος με το οποίο επιστεγάστηκε η αγιασμένη αυτή πορεία. «Ήδη από τη νεότητά σου, παμμάκαρ, – σημειώνει συγκεκριμένα ο υμνογράφος – πυρπολούμενος από τον πόθο του Χριστού, υπέταξες τη σάρκα σου στις ιερές δυνάμεις της ψυχής και αποδείχτηκες ιερό σκεύος, οπότε διαποίμανες τον λαό με οσιότητα, όσιε, αφού χρίστηκες με το μύρο της ιερατικής χάρης»  (ωδή α´). «Το άγιον Πνεύμα σε προβάλλει ποιμενάρχη που καταστρέφει με τα φωτισμένα λόγια σου τη θολούρα των αιρετικών, σοφέ, και δείχνει την ορθή οδό με σαφήνεια σ᾽ αυτούς που την ακολουθούν κατά το θέλημα του Θεού, μέγιστε Ευσέβιε, φωστήρα των καρδιών μας» (ωδή α´).

Η από αγάπη προς τον Θεό πνευματική άσκηση του αγίου τον γέμισε, κατά τον άγιο Ιωσήφ, με όλες τις αρετές, οπότε δέχτηκε ως τελικό κόσμημά του το μαρτύριο. «Υπήρξες πράος και ανεξίκακος, ταπεινόφρων και μετριοπαθής και γεμάτος από θεία αγάπη, και κοσμήθηκες τελικά με το στεφάνι των μαρτύρων» (ωδή γ´). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι ο υμνογράφος θεωρεί το κεραμίδι που του πέταξε στο κεφάλι η αιρετική γυναίκα ως το στεφάνι της όλης πορείας του. «Το κεραμίδι, Ευσέβιε, μάρτυρα Κυρίου, αμέσως έγινε στο κεφάλι σου στεφάνι» (στίχοι συναξαρίου).  Ο άγιος υμνογράφος εν προκειμένω μάς υπενθυμίζει την αλήθεια που προβάλλει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή το κατά Χριστόν μαρτύριο συνιστά ιδιαίτερη χάρη του Κυρίου, είναι ακριβώς το στεφάνι του. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Κι αυτό σημαίνει: κανείς δεν εισέρχεται στο μαρτύριο απροϋπόθετα, στηριγμένος μόνο στις δικές του δυνάμεις. Χρειάζεται η ψυχή του ανθρώπου να είναι έτοιμη για τη χάρη του μαρτυρίου, δηλαδή πρέπει να έχει ασκηθεί κατά των παθών και υπέρ των αρετών. Ακόμη και στην περίπτωση που αιφνιδίως και χωρίς προετοιμασία φτάνει κανείς να μαρτυρήσει, όπως υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, εκεί πρέπει να σκεφτούμε ότι την εσωτερική προετοιμασία την είχε ο μάρτυρας με την καλή του προαίρεση και την αναζήτηση του Θεού, έστω κι αν εξωτερικά δεν φαινόταν κάτι τέτοιο.

Ο άγιος Ιωσήφ λοιπόν επιμένει στο θεμέλιο της ιερωσύνης και της όλης ποιμαντικής διακονίας, όπως και του ίδιου του χαρισματικού μαρτυρίου, δηλαδή τον πνευματικό εσωτερικό αγώνα. Δεν μπορεί να κατανοήσει την όλη δράση του αγίου Ευσεβίου, τους αγώνες του κατά των αρειανοφρόνων αιρετικών, την ανύστακτη φροντίδα του για την πνευματική τροφοδοσία των πιστών, χωρίς την προϋπόθεση του αγιασμού του ίδιου. «Ήσουν αφιερωμένος στους ύμνους, ιεράρχη, και στις δεήσεις προς τον Θεό, γι᾽ αυτό και κοίμισες τα πάθη σου και έτσι φάνηκες άγρυπνος φύλακας των πιστών» (ωδή ζ´). Θυμίζει η ζωή του αγίου Ευσεβίου με την όλη ποιμαντική δράση του, όπως μας το προσφέρει ο άγιος υμνογράφος, αυτό που διαπιστώνει ο μέγας πατέρας της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλός της άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: πρέπει πρώτα να καθαριστεί κανείς ψυχικά κι έπειτα να βοηθήσει στην κάθαρση των άλλων, πρέπει πρώτα να γίνει σοφός κι έτσι να προσφέρει σοφία, να γίνει φως και να φωτίσει, να πλησιάσει τον Θεό, για να φέρει σ᾽ Αυτόν τους άλλους, να αγιαστεί κι έπειτα να αγιάσει. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους, ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι».