30 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΙΛΑΣ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, ΚΡΗΣΚΗΣ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Κυρίου, τους εβδομήντα, κήρυξαν στη Καρχηδόνα, την Ιταλία και σε όλο τον κόσμο, με πολλή δύναμη και παρρησία, τον λόγο της πίστεως του Χριστού, κι αφού δίδαξαν πολλούς από τους ειδωλολάτρες και τους βάπτισαν, εν ειρήνη παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Θεό».

       Ο Κύριος είναι γνωστό ότι δεν είχε μόνο τους δώδεκα αποστόλους ως μαθητές, αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο, τους εβδομήντα. Πέραν αυτών, Τον ακολουθούσαν περιστασιακά και διάφοροι άλλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι είχε και έναν ακόμη μεγαλύτερο κύκλο ακολούθων Του. Οι δώδεκα βεβαίως είναι αναντικατάστατοι, αποτελώντας τα «θεμέλια της Εκκλησίας», αλλά και οι εβδομήντα εξίσου θεωρούνται απόστολοι, μέτοχοι του αποστολικού αξιώματος, άμεσοι συνεργάτες των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Το χαρισματικό τους στοιχείο κατανοείται από το γεγονός ότι και αυτοί υπήρξαν εξίσου μέτοχοι του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αναλαμβάνοντας το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, εν υπακοή πάντοτε προς τους μεγάλους αποστόλους και καθοδηγούμενοι από εκείνους. Έτσι και οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι έδωσαν τη ζωή τους ακριβώς γι’ αυτόν τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, κηρύσσοντας τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασή Του, τη σωτηρία δηλαδή την οποία έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός.

       Ένας ύμνος από την τετάρτη ωδή του κανόνα της εορτής τους μάλιστα, μάς δίνει το στίγμα συγκεκριμένα του έργου που επιτελούσαν, σε σχέση με τους δώδεκα. Αναφέρεται κυρίως στον άγιο Σίλα, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου, αλλ’ εξίσου φωτίζει το έργο και των υπολοίπων. «Στηρίζων παρειμένας, ένδοξε, διανοίας τω λόγω, Σίλα, συν Παύλω τω κήρυκι, πεπόρευσαι εις πάντα κόσμον…». Δηλαδή: Γύρισες όλον τον κόσμο, Σίλα, μαζί με τον Παύλο τον κήρυκα, στηρίζοντας τις παραλυμένες διάνοιες με τον λόγο του Θεού. Ο υμνογράφος ξεκινά με το βασικό ανθρωπολογικό δεδομένο: ο άνθρωπος μετά την πτώση του στην αμαρτία αλλοιώθηκε και η εικόνα του Θεού μέσα του σκοτείνιασε. Αυτό σημαίνει το «παρειμένας διανοίας». Η διάνοια του ανθρώπου, εκείνο που αναφέρεται κατεξοχήν στο λογιστικό της ψυχής του, έχασε τη δύναμή της, διότι ενώ ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο ενοποιημένο, δηλαδή όλες οι ψυχικές του δυνάμεις: η διάνοιά του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του, να λειτουργούν σε συντονισμό μεταξύ τους και σε αναφορά προς Αυτόν, (με αποτέλεσμα και το σώμα να λειτουργεί εν υπακοή σε μια τέτοια ψυχή, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα να είναι μία διαρκής δοξολογία προς τον Θεό με συνεχή αυξητική πορεία), η αμαρτία ήρθε με τη θέληση του ανθρώπου και με την προτροπή του διαβόλου και τραυμάτισε καίρια αυτήν την ενότητα. Έκτοτε οι ψυχικές δυνάμεις, χάνοντας την αναφορά προς τον Θεό, αποσυντονίστηκαν: η διάνοια «επιμελώς έγκειται εκ νεότητος επί τα πονηρά», το επιθυμητικό στράφηκε μόνο στις επίγειες ηδονές, αγόμενο και φερόμενο από τα σαρκικά πάθη, και το θυμοειδές, τα συναισθήματα δηλαδή, κυριαρχήθηκαν από το έλλειμμα της αγάπης, το μίσος συνεπώς και την έχθρα, ώστε οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι να γίνουν «φυσική» κατάσταση πια των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες, ιδίως οι νηπτικοί, με τα δεδομένα αυτά, θεωρούν ότι «νόμος της ανθρώπινης διάνοιας έγινε η πλάνη», θέτοντας συνεπώς εν αμφιβόλω οτιδήποτε αυτή συλλαμβάνει μέσα στη διάσπαση του νου και της ψυχής.

       Οι άγιοι λοιπόν απόστολοι, μετά τον ερχομό του Χριστού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, ενώνοντάς τον με τον Εαυτό Του και δι’ Εαυτού με τον Θεό Πατέρα, συνεπώς φέρνοντας και την αρχική ενότητα στον ίδιο τον άνθρωπο – η ενότητα με τον Θεό αποκαθιστά και τον ίδιο τον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος βρίσκει την κανονική, φυσική του πορεία ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος – κλήθηκαν από Εκείνον για να μαρτυρήσουν αυτήν την ενότητα που έφερε ο Χριστός. Τις παραλυμένες διάνοιές τους να τις στηρίξουν με αυτό που φέρνει τη δύναμη του Θεού, τον ίδιο τον λόγο Του, και συνεπώς ο άνθρωπος να βρει τη σωτηρία του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στον άνθρωπο από τη μαρτυρία του λόγου του Θεού: τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος, την Ανάστασή Του. Αυτά που κηρύσσει δηλαδή πάντοτε η Εκκλησία μας και τα ζούμε, εάν θέλουμε, μέσα στα άγια μυστήριά της.

29 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ: Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΜΑΣ!

Αν η αγάπη είναι το καθοριστικό στοιχείο της στάσης μας ως χριστιανών  απέναντι σε όλους, πολύ περισσότερο είναι για τη στάση μας απέναντι στους εφήβους μας. Εδώ πρωτίστως ισχύει «ο παροξυσμός της αγάπης», για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος. «Κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης». Αγαπώ, κατά τον θεόπνευστο αυτό λόγο,  σημαίνει κατανοώ τον άλλον. Απέναντι δηλαδή στους εφήβους ούτε πρέπει να νευριάζουμε και να εξοργιζόμαστε ούτε όμως και να αδιαφορούμε. Και τα δύο, οργή και αδιαφορία, συνιστούν έλλειψη αγάπης, συνεπώς εκτροπή από την αλήθεια της πίστεως. Κι από την άποψη αυτή η εφηβική ηλικία είναι μία πρόκληση αναμέτρησης και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μπροστά σ᾽ έναν έφηβο φανερώνονται και τα δικά μας πνευματικά μέτρα, όπως συμβαίνει με έναν καθρέπτη, οπότε η σχέση με τους εφήβους μπορεί να αξιοποιηθεί για την πνευματική προκοπή και τον αγιασμό μας. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό με τον όσιο Γέροντα Πορφύριο, κατά το οποίο περπατώντας στον δρόμο μ᾽ έναν γνωστό του, είδαν μία νεαρή κοπέλα, ντυμένη έξαλλα. Κι ο μεν συνοδός του Γέροντα εξοργίστηκε από το προκλητικό ντύσιμο, βρίσκοντας την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά της «εκτροχιασμένης» νεολαίας, ο δε Γέρων που ζούσε την αληθινή αγάπη και κατανοούσε σε βάθος τα πράγματα, είδε τον δυναμισμό που έκρυβε η κοπέλα, λέγοντας ότι αν καθοδηγηθεί σωστά ο δυναμισμός της θα την καθοδηγήσει σε αγιότητα. Ο συνοδός έβλεπε την επιφάνεια, ο Γέροντας έβλεπε το βάθος.

 «Η σχέση με τους εφήβους – σημειώνει σύγχρονος ψυχίατρος που ασχολείται ιδιαιτέρως με την ψυχολογία των εφήβων – είναι μία υπαρξιακή αναμόχλευση και γι᾽ αυτό δεν την αντέχουν όλοι. Προκαλεί αποσταθεροποίηση αλλά ταυτόχρονα συνιστά ευλογία και δώρο. Προτρέπει για επαφή με ρεύματα αληθινής ζωής και με τις ξεχασμένες ή υποτιμημένες δυνάμεις μας. ῾Συχνά ρωτώ γονείς: - τι έμαθες από τον έφηβό σου αυτήν την εβδομάδα; Ή: - τι έμαθες για τον εαυτό σου ζώντας με έναν έφηβο στο σπίτι; Τέτοιες ερωτήσεις λειτουργούν ως καταλύτες για ενδοσκόπηση του γονέα» (π. Β. Θερμός, Ταραγμένη άνοιξη, σελ. 215-216).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

«Ο άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία. Ήταν εξαιρετικά αγαθός άνθρωπος, κι αυτό γιατί οικοδόμησε τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού. Έγινε για πολλούς δάσκαλος σωτηρίας και νουθετούσε ιδίως τους ειδωλολάτρες να απομακρυνθούν από τα μάταια και να αποκτήσουν επίγνωση του αληθινού Θεού, του Δημιουργού όλων. Γι’ αυτό συνελήφθη κι οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Σακερδώνα. Υποβάλλεται λοιπόν από αυτόν σε όλα τα είδη των βασανιστηρίων, κι αφού του φόρεσαν στα πόδια σιδερένιες κρηπίδες που είχαν όρθια καρφιά, διατάσσεται να τρέξει μέχρι την πόλη της Γάγγρας, που απείχε ογδόντα στάδια. Αφού κάλυψε λοιπόν τα εξήντα, επειδή οι στρατιώτες που τον οδηγούσαν δίψασαν πολύ, δεν μπορούσε εξαιτίας τους να προχωρήσει άλλο. Γι’ αυτό προσευχήθηκε και από ξερό βράχο έβγαλε νερό, το οποίο ακόμη και τώρα χρησιμοποιείται ως πηγή. Όταν έφτασε στη Γάγγρα, τον έβαλαν μέσα σε καμίνι φωτιάς, όπου και παρέδωσε στον Θεό το πνεύμα του. Τελείται δε η σύναξή του πλησίον της Γέφυρας του Ιουστινιανού και πλησίον του Πετρίου».

       Στον άγιο μάρτυρα Καλλίνικο βλέπουμε το κύριο στοιχείο της αγιότητας: την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, όπως το επισημαίνει ο υμνογράφος του, ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού της εορτής του: «Μάρτυς θεόφρον Καλλίνικε, αφού προτίμησες λόγω της ευσέβειάς σου τον θάνατο παραπάνω από τη ζωή, εξεικόνισες αληθινά τον θάνατο του Χριστού». Η επιλογή του θανάτου παραπάνω από τη ζωή δεν οφειλόταν βεβαίως σε λόγους ψυχολογικούς, σε μία βαθειά κατάθλιψη πιθανόν, ούτε και σε κάποια φιλοσοφική θεωρία. Οφειλόταν στη μεγάλη αγάπη που είχε ο μάρτυρας για τον Χριστό – αυτό δηλώνει άλλωστε το επίρρημα «ευσεβώς» - η οποία τον έκανε να προτιμά πάντοτε Εκείνον από οτιδήποτε άλλο, έστω και την ίδια τη ζωή του. «Πληγωμένος ο μάρτυρας από την αγάπη του Χριστού φώναζε δυνατά υπομένοντας τα βασανιστήρια: Θα τρέχω κει που είναι η μυρωδιά των μύρων Σου, ακολουθώντας το Πάθος Σου με την αιματηρή μου άθληση» (ωδή γ΄). Στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προσπαθεί να παραμένει συνεπής στον λόγο του Χριστού, ο Οποίος προτρέπει και λέγει: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη αγάπη, από την αγάπη προς τον Χριστό, κι αυτό θέλησε να ζήσει με τρόπο συνεπή ο άγιος Καλλίνικος, όπως βεβαίως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.

       Την επιλογή ακόμη και του θανάτου, προκειμένου ο πιστός να μείνει σταθερός στην αγάπη του Χριστού, την βλέπουμε ως το κατεξοχήν στοιχείο αγιότητας και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος, πληγωμένος κι αυτός από την ίδια αγάπη, έλεγε: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Να πεθάνει όχι γιατί βαρέθηκε τη ζωή, αλλά για να είναι πιο γρήγορα σε βαθύτερη σχέση με τον Χριστό. Κι αλλού: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Πέπεισμαι ότι ούτε θάνατος ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Τα δυνατά αυτά συναισθήματα που συνέπαιρναν τον απόστολο Παύλο, ήταν εκείνα που βλέπουμε να διακατέχουν και τον άγιο Καλλίνικο. Κι είναι το στοιχείο τούτο, όπως είπαμε, το στοιχείο που αποκαλύπτει την αληθινή αγιότητα, όπως μας το λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο άγιος επιθυμεί καθ’ ημέραν τον θάνατον». Για τους λόγους βεβαίως που εξηγήσαμε.

       Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μία τέτοια αγάπη, η οποία αποκαλύπτει τα αληθινά όρια της πίστης στον Χριστό, προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους του πιστού από τη ζωή αυτή, με όλα τα θέλγητρα και τους πειρασμούς της, στον ίδιο τον Χριστό. Αν κανείς, με άλλα λόγια, δεν έχει πιστέψει με όλη του την ύπαρξη ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Χριστό, την πηγή της ζωής, και όχι στα περιορισμένα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος «παράγει και παρέρχεται» ως φθαρτός, δεν μπορεί να πει ότι είναι πραγματικά χριστιανός. Και δεν πρέπει να σπεύσει κανείς να πει ότι αυτό είναι για τους λίγους και τους εξαίρετους, γιατί αυτή η σχέση με τον Χριστό δόθηκε σε όλους τους πιστούς ως δωρεά στο άγιο βάπτισμα, που απλώς καλούμαστε διαρκώς να επιβεβαιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μη ξεχνάμε ότι δια του βαπτίσματος γινήκαμε μέλη Χριστού και συνεπώς Εκείνος είναι η ρίζα μας και το σπίτι μας.

28 Ιουλίου 2021

Ο ΓΑΜΟΣ «ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ;»


Κατά τη χριστιανική πίστη, σύζυγοι που δεν έβαλαν ως θεμέλιο της σχέσεώς τους τον Χριστό βρίσκονται σε αδυναμία ή σε φοβερή δυσκολία τουλάχιστον να ζήσουν την αληθινή αγάπη, ιδιαιτέρως στις κρίσιμες ώρες που μπορεί να συγκρουστούν οι εγωισμοί τους – δεν έχουν την ικανότητα να υπερβούν τις ατομικές τους δεσμεύσεις και τα προσωπικά τους πάθη. Γι’ αυτό και δεν παραξενεύει το γεγονός όταν βλέπουμε νέα ζευγάρια ή και πολλών χρόνων ακόμη ζευγάρια να φθάνουν στον χωρισμό μετά από μία περίοδο μεγάλου, όπως διατείνονται, έρωτα. Ο έρωτάς τους αυτός, ως έξαρση συναισθηματική, μπορεί να έτρεφε αρχικά το ζευγάρι, όταν όμως άρχισε να ξεφτίζει το συναίσθημα και να έρχονται στην επιφάνεια τα «υπόγεια» πραγματικά στοιχεία του (εγωιστικού) εαυτού, φάνηκαν τα αγκάθια του χαρακτήρα του καθενός, κάτι που ο απροετοίμαστος και ανυποψίαστος σύζυγος, ως άγευστος προφανώς της πνευματικής χριστιανικής ζωής δεν μπόρεσε να αντέξει.

Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι η ορθή σχέση του ζευγαριού δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά καθώς λένε στον έρωτα – απαραίτητο και εκ Θεού δοσμένο στοιχείο ασφαλώς – αλλά στη γνήσια αγάπη που δημιουργεί η πίστη του Χριστού. Διότι η αγάπη αυτή κάνει τον άνθρωπο να βλέπει πέρα από τα φαινόμενα, το βάθος της εικόνας του Θεού, που δίνει τη δύναμη της μεγάλης υπομονής: «η αγάπη πάντα υπομένει». Γι’  αυτό και λόγια του τύπου «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα» ή «όταν σταματήσει ο έρωτας πρέπει και να διαλυθεί ο γάμος» ηχούν ως δαιμονικές ιαχές που προϋποθέτουν την επιπόλαιη και εγωιστική, όπως είπαμε, σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους.

Η σχέση των συζύγων μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής οικογένειας, σχέση αμοιβαίας υποταγής ένεκα της πίστεως στον Χριστό:  «υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού» σημειώνει ο απόστολος – αποτελεί την πιο ισχυρή και ώριμη σχέση που μπορεί να στήσει ο άνθρωπος στον κόσμο που βρίσκεται. Κι η σχέση αυτή οδηγεί με τη σειρά της σ’  εκείνην την ωρίμανση του ανθρωπίνου προσώπου, που το κάνει «ανοικτό» για όλον τον κόσμο, του δημιουργεί δηλαδή τις προϋποθέσεις της αληθινής αγάπης, ώστε να περικλείσει μέσα του και τον κάθε συνάνθρωπο – μία προέκταση των χεριών του Χριστού που πάνω στον Σταυρό της αγάπης Του αγκαλιάζουν διαχρονικά και παγκόσμια τους πάντες. 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΠΡΟΧΟΡΟΣ, ΝΙΚΑΝΩΡ, ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΜΕΝΑΣ

«Οι άγιοι αυτοί, επειδή κήρυσσαν τον λόγο της πίστεως και ομολογούσαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό Θεού και τέλειο άνθρωπο, άθλησαν σε διαφορετικούς τόπους, και αφού έπαθαν πολλά από τους ασεβείς, έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου». Ανήκαν στους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, σ’  εκείνους δηλαδή που χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους «διακονείν τραπέζαις», με κριτήριο επιλογής τους την πνευματικότητά τους και τη δύναμη της ψυχής τους, μαζί με τους  Στέφανο, τον αρχιδιάκονο και πρωτομάρτυρα, Φίλιππο και Νικόλαο. Οι τέσσερις αυτοί σήμερα εορταζόμενοι κατάγονταν από τα μέρη της Ανατολής. Και ο μεν Πρόχορος -  ο οποίος ακολούθησε κατά την παράδοση τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή και μάλιστα στο διωγμό του Δομιτιανού βρέθηκε μαζί του εξόριστος στην Πάτμο, όπου και κατέγραψε την Αποκάλυψή του καθ’ υπαγόρευση εκείνου - κήρυξε αργότερα στα μέρη της Νικομήδειας, γενόμενος επίσκοπος της πόλεως και δίνοντας και τη ζωή του στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο «υψηλόνους» Νικάνωρ, εκτελώντας κι αυτός, πέραν των διακονικών του καθηκόντων, έργο ευαγγελιστή, διδάσκοντας με δύναμη την αιώνια ζωή που έφερε ο Ιησούς Χριστός, τον Σταυρό και τα Πάθη Του, σφαγιάστηκε ως πρόβατο, μαζί με δύο χιλιάδες ακόμη πιστούς, από τα χέρια των Ιουδαίων, την ημέρα που μαρτύρησε και ο άγιος Στέφανος. Ο «σοφός και ιερός» Τίμων, στο ίδιο έργο με τους άλλους ευρισκόμενος, έγινε αργότερα ποιμένας των Βόστρων, εκδαπανώμενος στην αγάπη του ποιμνίου του. Στο τέλος, έλαβε κι αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, όταν οι άνομοι, μη αντέχοντας τον σφοδρό του έρωτα για τον Χριστό, τον έριξαν στο μέσο μεγάλης φωτιάς. Κι ο «μέγας και ευκλεής» Παρμενάς, έδρασε κι αυτός με μεγάλη σπουδή, ακολουθώντας τα χνάρια των δώδεκα αποστόλων κι έχοντας κι αυτός μακάριο τέλος.

Μία πρώτη παρατήρηση για τους διακόνους αυτούς της πρώτης Εκκλησίας είναι ότι εκλέχτηκαν από τον λαό και χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων. Διότι, όπως είπαν οι απόστολοι «ουκ αρεστόν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις». Δεν μας αρέσει ν’  αφήσουμε την εξαγγελία του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε στα τραπέζια. Το «ουκ αρεστόν» βεβαίως αυτό των αποστόλων δεν οφείλετο σε υποβάθμιση του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, αλλά στην ορθή ιεράρχηση της αποστολής και του έργου της. Σημαίνει ότι ναι μεν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο είναι άκρως απαραίτητο και αναγκαίο, ως πραγμάτωση της βασικής εντολής του Κυρίου, της αγάπης, όμως η προτεραιότητα είναι ο λόγος του Θεού. Με άλλα λόγια, με την εμφάνιση των επτά πρώτων διακόνων, ταυτόχρονα τονίζεται ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, για να συνεχίζει την παρουσία του Ίδιου στον κόσμο, ως το ζωντανό σώμα Του, και να φανερώνει το θέλημα του Θεού σ’ αυτόν, κι έπειτα, ή, τέλος πάντων, παράλληλα, να καλύπτει, όσο μπορεί, τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον άνθρωποι που δεν έχουν γνώση του Ευαγγελίου μπορεί να αλλοιώνουν την προτεραιότητα αυτή.

Μία δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στο κριτήριο της επιλογής των διακόνων, όπως το δίνουν οι ίδιοι οι απόστολοι του Χριστού: να  είναι «άνδρες πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας». Κανείς δεν μπορεί να διακονεί στην Εκκλησία από οποιαδήποτε θέση, χωρίς να είναι πνευματοφόρος και χριστοφόρος, ή, τουλάχιστον, να αγωνίζεται να γίνει έτσι. Και τούτο διότι μία διακονία-υπηρεσία, χωρίς την προϋπόθεση αυτή, σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται η Εκκλησία «οριζόντια», ως μία επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, στην οποία κάποιος έναντι αμοιβής προσφέρει ένα έργο. Η εντολή και η προτροπή των αποστόλων για πνευματοφόρους πιστούς στην άσκηση των διακονημάτων φανερώνει ότι τα διακονήματα κατανοούνται ως μέσα δοξολογίας τελικώς του Θεού, λειτουργούν δηλαδή ως προσευχή, κατά το «είτε πίνετε είτε εσθίετε είτε τι άλλο ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» του αποστόλου. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πιστοί, ως προς τα διακονήματα, για να δημιουργούνται εντάσεις και ανταγωνισμοί, αλλ’  «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω». Και το ελαχιστότερο διακόνημα, τελούμενο με φόβο Θεού, γίνεται εξαιρετικό μέσο αγιασμού των ανθρώπων.

Μία τρίτη παρατήρηση είναι ότι την εκλογή των διακόνων την έκαναν οι πιστοί, κατά προτροπή των αποστόλων. Εκείνοι είπαν ο λαός να εκλέξει επτά άνδρες για την κάλυψη της ανάγκης του μοιράσματος του φαγητού. Και πάνω σ’  αυτό το σημείο έκτοτε, ιδιαιτέρως τα νεώτερα χρόνια, ακούγονται φωνές, οι οποίες επισημαίνουν ότι το πρωτοχριστιανικό κριτήριο της εκλογής των διακόνων από τον λαό, πρέπει να επανέλθει. Αναγνωρίζουμε το δίκιο αυτών που το υποστηρίζουν, όπως εξίσου κατανοούμε και εκείνους, οι οποίοι αντιπαραβάλλουν τη διαφορετική παράδοση που διαμορφώθηκε στο θέμα της εκλογής στο πέρασμα των αιώνων, σύμφωνα με την οποία όχι άμεσα ο λαός, αλλ’  ο επίσκοπος, με την έγκριση του λαού, είναι ο εκλέκτωρ. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία συμφωνίας με τη μία ή την άλλη παράδοση, αφού η καθεμία έχει τα δικά της ισχυρά επιχειρήματα κι είναι θέμα που όταν τεθεί ως πραγματικό πρόβλημα στην Εκκλησία, οπωσδήποτε θα επιλυθεί. Εκείνο που ακροθιγώς θα πούμε είναι ότι αφενός το θέμα δεν είναι, πιστεύουμε, πρωτεύον – δεν εξαρτάται από αυτό η καλή ή όχι πορεία της Εκκλησίας – και αφετέρου δεν ξέρουμε αν τα πνευματικά κριτήρια του λαού θα λειτουργήσουν καλύτερα από τα πνευματικά κριτήρια ενός επισκόπου, όσον αφορά τη χειροτονία ενός κληρικού, όταν μάλιστα την ευθύνη της χειροτονίας έχει κατά κύριο λόγο ο χειροτονών επίσκοπος. Άλλωστε η διακονία ενός κληρικού – κι εδώ ίσως πρέπει να ρίχνουμε περισσότερο το βάρος μας – δεν είναι θέμα τόσο του πρώτου καιρού, όσο της μετέπειτα καθημερινότητάς του, ως αδιάκοπης επιβεβαίωσης του χαρίσματος που έλαβε.

27 Ιουλίου 2021

ΝΑ ΒΡΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΝ «ΤΟΠΟ» ΤΗΣ!

Όποια κι είναι η κατάσταση που μπορεί να βρεθούμε στον κόσμο τούτο, ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη, το ζητούμενο είναι το πνεύμα μας να βρίσκεται σε μία διαρκή κίνηση πορείας και αναζήτησης του θελήματος του Θεού. Δεν επαναπαυόμαστε δηλαδή στις ευχάριστες στιγμές και καταστάσεις μας, δεν «τα βάφουμε μαύρα» και δεν απελπιζόμαστε στις δυσάρεστες στιγμές και τις όποιες θλίψεις και δοκιμασίες μας. Κι αυτό γιατί τίποτε από αυτά δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα. Αυτό που μας καταβάλλει τη μια στιγμή, την άλλη ήδη έχει ξεπεραστεί, όπως και αυτό που μας χαροποιεί και μας πάει στα ουράνια, ήδη έχει αλλάξει! «Παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» - ή «τά πάντα ῥεῖ» κατά τον σοφό λόγο του Έλληνα φιλοσόφου.

Στην πραγματικότητα πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος έχει δώσει ως εντολή: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ» και όλα τα υπόλοιπα επίγεια «προστεθήσεται ὑμῖν»! Όπως και γι’ αυτό που απαρχής, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, έχει δοθεί ως βασική κατεύθυνση του ανθρώπου, ως αδιάκοπος προσανατολισμός και οδός ζωής: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς και ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος∙ καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Βρισκόμαστε στο πνευματικό επίπεδο κατά το οποίο όλα τα προβλήματα υπερβαίνονται και ο πιστός άνθρωπος νιώθει να αναπνέει το οξυγόνο της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι λογισμοί που ταλαιπωρούν «ἕως θανάτου» μερικές φορές τον άνθρωπο χάνουν την όποια αρνητική δυναμική τους – μπαίνουν στην υπακοή του Χριστού, εκεί που εμφανίζεται η νοερή αίσθηση της χάρης του Θεού – η καρδιά έχει βρει τον «τόπο» της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Παντελεήμων έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και καταγόταν από την πόλη Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν ειδωλολάτρης κι ύστερα έγινε Χριστιανός με τις νουθεσίες του υιού του, ενώ η μητέρα του Ευβούλη προερχόταν από χριστιανική οικογένεια. Σπούδασε την ιατρική επιστήμη κοντά σ’  ένα σπουδαίο και δοξασμένο ιατρό, τον Ευφρόσυνο, αλλά την κατά Χριστόν ιατρική τέχνη και πίστη την έμαθε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο, με την οποία (πίστη), αφού επικαλέστηκε τον Χριστό, ανάστησε ένα παιδί, που πέθανε στο δρόμο από δάγκωμα μίας έχιδνας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο και χειραγωγείται από αυτόν προς τη χριστιανική πίστη. Το μαρτύριό του έγινε ως εξής: Κάποιος τυφλός, που προσήλθε σ’ αυτόν, ιατρεύτηκε από τον άγιο. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο πρώην τυφλός από τον βασιλιά «Ποιος σε γιάτρεψε;», «ο Παντολέων», είπε (γιατί αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά του), «καθώς επικαλέστηκε τον Χριστό, στον Οποίο και εγώ πιστεύω». Αμέσως ο βασιλιάς τού έκοψε το κεφάλι, ενώ ο Παντολέων προσήχθη σ’ αυτόν. Ο Μαξιμιανός, επειδή ο άγιος δεν κάμφθηκε καθόλου ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με τις απειλές, για ν’  αρνηθεί την πίστη του Χριστού, διέταξε να κτυπηθεί φοβερά και να φλεχθεί με λαμπάδες. Του εμφανίστηκε όμως ο Χριστός, με το σχήμα του πρεσβυτέρου Ερμολάου, που του έδωσε θάρρος, και φάνηκε ότι ήταν μαζί του και στον βρασμένο μόλυβδο και στη θάλασσα που τον έριξαν. Αφού έμεινε αβλαβής από όλα, ρίχνεται στα θηρία, αλλά κι από αυτά, σαν άλλος Δανιήλ, παραμένει αλώβητος, οπότε τον δένουν σε τροχό γεμάτο μαχαίρια, που τον άφησαν να πέσει στο έδαφος από ψηλά. Τέλος, στην τελευταία απόφαση να τον θανατώσουν διά ξίφους, προσευχήθηκε κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να τον καλεί Παντελεήμονα. Μόλις τελείωσε την προσευχή κι ενώ επρόκειτο να του κόψουν το κεφάλι, την ώρα που ο δήμιος άπλωσε το χέρι, γύρισε πίσω το σίδερο κι έλιωσε σαν κερί, θαύμα που έκανε τους στρατιώτες να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε ο άγιος μάρτυρας πρότεινε μόνος του τον αυχένα και έτσι κόπηκε το κεφάλι του. Λέγεται δε ότι χύθηκε γάλα αντί αίμα, και η ελιά στην οποία είχε προσδεθεί, αμέσως διαμιάς καρποφόρησε».

Αν, κατά τον άγιο Ιάκωβο, «η κρίσις ανίλεώς εστιν τοις μη ποιήσασιν έλεος», δηλαδή η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’  αυτούς που δεν έδειξαν στη ζωή τους έλεος για τους άλλους, τι πρέπει αντιστρόφως να πούμε για τον άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος όχι απλώς είχε και έδειξε έλεος και αγάπη στους συνανθρώπους του, αλλά είχε και έδειξε το μεγαλύτερο έλεος που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό του τέλος; Μία πραγματικότητα, που δεν την διαπιστώσαμε μόνοι μας οι άνθρωποι, αλλά την απεκάλυψε και ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος του έδωσε κι αυτήν την προσωνυμία. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος έφτασε πράγματι σε επίπεδα θεϊκά, αφού μόνον ο Θεός μπορεί κατ’  ουσίαν να χαρακτηριστεί ως καθ’  υπερβολήν και υπερθετικά Παντελεήμων, γεγονός που μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι ο άγιος έγινε δίοδος των χαρίτων του Θεού στον κόσμο, φανέρωση της βασιλείας της αγάπης Του σε αυτόν. Και βεβαίως εννοούμε ότι το έλεος του αγίου – προέκταση κατ’ αλήθεια του ελέους του Θεού – εκτεινόταν και συνεχίζεται βεβαίως να εκτείνεται μέχρι σήμερα και στα σώματα, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.

Δεν είναι τυχαίο που ο Κύριος τον χαρίτωσε μ’  αυτόν τον τρόπο. Ο Θεός, γνωρίζουμε, δίνει πλούσια το έλεός Του σ’ εκείνους που η καρδιά τους έχει και κάποια «φυσική» κλίση συμπαθείας προς τους συνανθρώπους τους. Ο άγιος από μικρός έδειξε την με αγάπη στροφή του προς τους άλλους, όταν θέλησε να σπουδάσει μία επιστήμη, που είναι ακριβώς κοντά στον άνθρωπο, μάλλον η πιο κοντινή σ’  αυτόν, διότι στέκεται δίπλα στον πόνο του: την ιατρική. Κανείς δεν σπουδάζει ιατρική – και μιλάμε με αληθινή έφεση ψυχής κι όχι επαγγελματικά – αν η καρδιά του δεν «κτυπάει», έστω και λίγο, συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Πολλαπλασίως ο Θεός προσφέρει το έλεός Του σ’ εκείνους που επέλεξαν και αγωνίστηκαν στη ζωή τους να σταθούν στην κύρια εντολή Του, την αγάπη. Ο άγιος Παντελεήμων, λοιπόν, και από φυσικού του και με τη θέλησή του είδε να πολλαπλασιάζεται το έλεος του Θεού σ’ αυτόν, έλεος που τελικός αποδέκτης  του είμαστε εμείς οι άνθρωποι σ’  όλες τις εποχές.

Αυτήν τη φυσική, αλλά και χαρισματική ταυτόχρονα ανέλιξη του πνεύματός του μάς την προβάλλει με ωραιότατες εικόνες και χαρακτηρισμούς ο ποιητής της Εκκλησίας μας. Ο άγιος, εν πρώτοις, πέραν από πρώτο των αναργύρων αγίων της Εκκλησίας,   συνιστά, κατ’ αυτόν, έναν «παιδαριογέροντα», ένα γέροντα δηλαδή στη σύνεση, αλλά από την παιδική του ήδη ηλικία. «Ἀνατείλας οἷα περ ἀστήρ, φέρων ἐν νεότητι, πρεσβυτικὴν καὶ θεόφρονα σύνεσιν». Διότι από παιδάκι φανέρωσε τη στροφή του προς τον Θεό, όταν του δόθηκαν πολλές αφορμές ν’  ακολουθήσει άλλη πορεία από τη χριστιανική, με τις προτροπές του ειδωλολάτρη πατέρα του. Εκείνος όμως, σαν νέος Ηρακλής, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της νεότητας, επιλέγει τον δρόμο που ακολουθεί η ευσεβέστατη μητέρα του και γίνεται χριστιανός. «Μεγαλέμπορον» τον χαρακτηρίζει εν προκειμένω ο υμνογράφος, διότι αντάλλαξε προσφυώς τα εύκολα πάθη της νεότητας και τον ολισθηρό δρόμο στον οποίο αυτά οδηγούν, με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από την άλλη, ο υμνογράφος επισημαίνει κι ένα βασικότατο στοιχείο της πνευματικής ζωής: τη χειραγωγία του από πνευματικό πατέρα. Ο άγιος Παντελεήμων ναι μεν «πειράστηκε» με ό,τι πρόβαλλε σ’  αυτόν ως πρότυπο ζωής ο πατέρας του, αλλά ευλογήθηκε από τον Θεό με τη χαρισματική μορφή πρώτα της μητέρας του, κυρίως όμως με την διακριτική καθοδήγηση του ιερέα Ερμολάου. Ο Ερμόλαος ήταν ο πνευματικός του, ο γέροντάς του, που διαρκώς τον ενίσχυε και τον προσανατόλιζε στον ουρανό. Και η επιβεβαίωση της χάρης αυτής του Θεού στον άγιο έρχεται με τον παραδοξότερο τρόπο, άνωθεν: ο ίδιος ο Χριστός τον ενισχύει στα μαρτύριά του, αλλά με τη μορφή του αγίου Ερμολάου. Αγαθή διάθεση ψυχής, γνωμικό θέλημα στραμμένο προς τον Θεό, πνευματική χειραγωγία από πνευματικό: τα στοιχεία που κινητοποιούν τη χάρη του Θεού, για να γίνει κανείς άγιος, έστω και σ’ ένα βαθμό, σαν τον άγιο Παντελεήμονα.