11 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΝΙΚΩΝΤΑΣ ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ...

Πολλά τα φοβερά που περνάμε στους καιρούς μας ως κοινωνία και πατρίδα αλλά και ως παγκόσμια κοινότητα. Ό,τι ακούμε ως εναγώνια αιτήματα στις Εκκλησίες μας, να μας διαφυλάξει δηλαδή ο Κύριος από «λοιμούς, λιμούς, σεισμούς, πυρ, μάχαιρα, εμφυλίους σπαραγμούς» κ.ά.π., αυτό βλέπουμε και ζούμε στις ημέρες μας, γεγονός που σημαίνει ότι ζούμε κι εμείς ό,τι ακόμη χειρότερα έζησαν οι παλαιότερες γενιές από τους πολέμους και τις παντός είδους καταστροφές. Το σημαντικότερο και τραγικότερο βεβαίως είναι ο εμφύλιος σπαραγμός, η απώλεια της ενότητας του λαού μας, ο ένας να επιπίπτει πάνω στον άλλο με διάθεση κατασπαραγμού, η επίρριψη των ευθυνών από τον έναν στον άλλον – ό,τι απευχόταν ο Κύριος του Οποίου η επιθυμία και η προσευχή προς τον Θεό Πατέρα ήταν ακριβώς η ενότητα, «ίνα πάντες εν ώσιν». Ψαύουμε με τον πιο άμεσο τρόπο δυστυχώς την απώλεια της χριστιανικότητάς μας και τον ανεπίγνωστο τις πιο πολλές φορές θανάσιμο εναγκαλισμό μας με τον Πονηρό.

Τι μπορούμε να πούμε και να κάνουμε μπρος σ’ αυτήν την κατάσταση που μας σφίγγει τις καρδιές και μας γεμίζει φόβο και ανασφάλεια; Τίποτε άλλο από ό,τι ο αιώνιος λόγος του Θεού μάς λέει και μάς προσανατολίζει. Και ιδίως αυτό που ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή επισημαίνει: «Γνωρίζουμε ότι γι’  αυτούς που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους... Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Αυτός που δεν φείστηκε τον Υιό Του και μας Τον παρέδωσε θυσία για χάρη μας, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και τα πάντα; ...Ποιός θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή πείνα ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα; ... Όλα αυτά τα υπερνικούμε με τον Χριστό που μας αγάπησε. Γι’  αυτό έχω τη βεβαιότητα ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχές ούτε δυνάμεις ούτε τα τωρινά ούτε τα μελλοντικά ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κάποια άλλη κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε από τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας» (8, 28. 31-32. 35. 37-39).

Η καρδιακή και με αποφασιστικότητα βούλησης στροφή προς την αγάπη του Χριστού, που θα πει η ενεργής πίστη μας προς Αυτόν, είναι η λύση των προβλημάτων μας. Καρδιώνεται η ύπαρξή μας και το σώμα μας και φωτίζεται να κάνει ό,τι εν αγάπη πρέπει. Και από πλευράς πρακτικής και από πλευράς θεωρητικής.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΠΛΟΥΣ Ο ΔΙΑΚΟΝΟΣ

«Αυτός έζησε επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και καταγόταν από την πόλη Κατάνη της Σικελίας. Κατηγορήθηκε στον άρχοντα Καλβιασιανό κι επειδή δεν αρνήθηκε τον Χριστό, κατά πρώτον του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μαζί με τα γόνατα, έπειτα τον κρέμασαν σε όρθιο ξύλο, τον έξυσαν με σιδερένια χέρια, οπότε εκείνη την ώρα πήρε δύναμη, γιατί άκουσε θεία φωνή που τον ενίσχυε. Μετά από αυτά, του έσπασαν τις κνήμες, κτυπώντας τον με σιδερένιες σφύρες, και τον έριξαν στη φυλακή, στην οποία με μόνη την προσευχή του έκανε να αναβλύσει πηγή νερού. Τον ξαναέβγαλαν, για να τρυπήσουν αυτήν τη φορά τα αυτιά του με πυρακτωμένα σιδερένα νύχια, και τέλος, καταδικάσθηκε με τη διά ξίφους τιμωρία».

Ο κανόνας της εορτής του αγίου προβάλλει με πολλή σαφήνεια καίρια σημεία της αγιασμένης πορείας του: (1) Σαν την αγία Παρασκευή, που έζησε την ίδια εποχή με αυτόν, κατοικία του είχε τον σταυρό του Κυρίου. Ο υμνογράφος του αποδίδοντας την ίδια αλήθεια και αξοποιώντας και το όνομά του, χρησιμοποιεί την εικόνα του πλοίου αντί της οικίας, δηλαδή ο άγιος διέπλευσε το πέλαγος της ζωής του πάνω στο πλοίο του σταυρού και έχοντας τον σταυρό ως όπλο έφθασε στο λιμάνι της ζωής, τη βασιλεία του θεού. «Τω όπλω του σταυρού, ευπλοήσας εισήλθες, εις λιμένα της ζωής». Έτσι ο άγιος Εύπλους είχε ως γνώρισμα της ζωής του την υπακοή στο θέλημα του Θεού, να ακολουθεί δηλαδή τον Χριστό στα χνάρια της δικής Του αγιασμένης ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι όλη του η ζωή ήταν προσανατολισμένη στη θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπό του.

(2) Γι᾽ αυτόν το λόγο και ο υμνογράφος δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει ως λιοντάρι. Ακολουθώντας δηλαδή τον Κύριο, έχοντας στρέψει καθ᾽ ολοκληρίαν όλον τον εαυτό του πρός τον Θεό, απέκτησε και τις δυνάμεις Εκείνου, κατά τη δική Του υπόσχεση, γι᾽ αυτό και τη δυσσέβεια των απίστων έλεγξε με σφοδρότητα και στο στάδιο των αγώνων εισήλθε με μεγάλη πίστη και προθυμία. «Ολικώς ταις νεύσεσι, ταις θείαις λαμπρυνθείς, και ανδρεία οχυρωθείς, ώσπερ λέων άριστε, συ προς το στάδιον, πεποιθώς εισέδραμες, την δυσσέβειαν τροπούμενος». Κι είναι μία αλήθεια τούτο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: ο άνθρωπος που με πίστη ακολουθεί τον Χριστό, που τηρεί δηλαδή τις εντολές Εκείνου, νιώθει στην ψυχή και στο σώμα του να διοχετεύεται η ίδια η παντοδυναμία του Θεού. Είναι η εμπειρία όλων των αγίων, όπως την καταγράφει και ο μέγας απόστολος Παύλος: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».  Ο Χριστιανός έτσι ῾περπατάει᾽ μέσα στον κόσμο όχι με φόβο, όχι με δειλία, αλλά με δύναμη σαν το λιοντάρι. «Ου γάρ έδωκεν ημίν ο Θεός Πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

(3) Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας αγιασμένης πορείας δεν είναι μόνον η ευλογία του κόσμου, όσο ζει ο άγιος, δεν είναι μόνον η ῾κατάκτηση᾽ της βασιλείας του Θεού, αλλά και η συνεχιζόμενη ευλογία  στους αιώνες, που παρέχει ο Θεός δι᾽ αυτού, ευλογία που φανερώνεται  και με τη δύναμη βεβαίως της μεσιτείας του για εμάς, αλλά και με την διατήρηση του ιερού λειψάνου του. Με τον άγιο Εύπλου έχουμε όλες τις δυνατές ευλογίες. Διότι μας άφησε, εκτός από την ιερότητα της παρουσίας του, και το ιερό λείψανό του, το οποίο αποτελεί, κατά τον υμνογράφο του, «νοσημάτων παντοίων καθάρσιον, και πνευμάτων δεινών ελατήριον», δηλαδή: θεραπεύει όλα τα νοσήματα και διώχνει όλα τα φοβερά πονηρά πνεύματα. Ο υμνογράφος δεν κάνει άλλο από το να τονίζει την πίστη της Εκκλησίας μας για την ύπαρξη των αγίων λειψάνων, μέσω των οποίων πράγματι προσφέρεται η ίαση στους ανθρώπους και φυγαδεύονται τα δαιμόνια. Την αλήθεια αυτή μπορεί να την αρνούνται πολλοί ορθολογιστές συνάνθρωποί μας, ακόμη δυστυχώς και ῾χριστιανοί᾽, την ξέρουν όμως πολύ καλά οι ίδιοι οι δαίμονες.

10 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (8)

«Μη με παρίδης τον άσωτον, ελπίς απηλπισμένων»

(ωδή δ΄ Μεγάλου Παρακλ. Κανόνος).

(Μη παραβλέψεις, Παναγία, εμένα τον άσωτο, Συ που είσαι η ελπίδα των απελπισμένων).

Είναι γνωστό ότι η αμαρτία, ως η άρνηση του ανθρώπου να βρίσκεται εν υπακοή προς τον Θεό,  είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή στη ζωή του, αφού τον οδήγησε, ήδη απαρχής σχεδόν της δημουργίας του,  στη λεγόμενη πτώση του, με αποτέλεσμα τον πνευματικό πρώτα, κι έπειτα τον σωματικό θάνατο: «διά της αμαρτίας ο θάνατος» κατά τον λόγο της Γραφής, με την έννοια ότι τον απομάκρυνε από τον Θεό, την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος έκτοτε βρέθηκε μέσα στη σκοτεινιά των παθών του, γενόμενος έρμαιο αυτών, αλλά και του ανθρωποκτόνου διαβόλου, του οποίου η χαρά είναι να προτρέπει τον άνθρωπο στην αμαρτία, ώστε να βιώνει διαρκώς τη δυστυχία της αποκοπής του από τον Θεό. Κι αυτή η αποκοπή από τον Θεό βεβαίως έχει ως άμεσο αποτέλεσμα και την αποκοπή από τον συνάνθρωπο, αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του, που σημαίνει ότι η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο να χάνει αυτό που λέμε την ταυτότητά του. Και ναι μεν ο Θεός μας ενανθρώπησε στο πρόσωπο του Χριστού και σήκωσε τις αμαρτίες μας, επαναφέροντάς μας και πάλι στην αρχική, κι ακόμη περισσότερο, κατάστασή μας, όμως δυστυχώς συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε και να ζούμε την τραγωδία της διαστροφής μας αυτής.

Κι όμως! Υπάρχει κατάσταση χειρότερη και από την ίδια την αμαρτία, όσο περίεργο και παράδοξο κι αν ακούγεται τούτο. Κι αυτή η κατάσταση δεν είναι άλλη από την απελπισία. Η πατερική μας παράδοση διαρκώς τονίζει ότι βεβαίως η αμαρτία έχει τις τραγικές διαστάσεις που ακροθιγώς θίξαμε, όμως υπάρχει το αντίδοτο, που λέγεται μετάνοια. Με τη μετάνοια, η οποία υποκινείται από τον ίδιο τον Θεό στον καλοπροαίρετο άνθρωπο, αυτός φτάνει σε σημεία υπέρβασης της πτώσεώς του, και ζώντας τη μετάνοια αυτή ως ανοδική πορεία μέσα στην Εκκλησία, αγιάζεται και θεώνεται. Ο άσωτος της παραβολής είναι το διαρκές πρότυπο της αληθινής μετανοίας ως επιστροφής στον Θεό. Η απελπισία όμως κάνει τον άνθρωπο να μη θέλει ούτε και τη μετάνοια. Είναι μία παραίτηση από όλα, δείγμα της κυριαρχίας του πονηρού στην ψυχή του ανθρώπου, και συνεπώς συνιστά την επιβεβαίωση της απιστίας του. Η απελπισία ταυτίζεται εν προκειμένω με την αμετανοησία – ο απελπισμένος δεν αφήνει χώρο στο Πνεύμα του Θεού – και συνεπώς συνιστά τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Ο διάβολος, λένε οι άγιοι, δεν χαίρεται τόσο, όταν αμαρτάνουμε, όσο όταν απελπιζόμαστε.

Σ᾽ αυτήν την κατάσταση, ή καλύτερα στην τάση προς αυτήν την κατάσταση, η μόνη ελπίδα είναι, κατά τον υμνογράφο, η Παναγία. Μπορεί ο άνθρωπος να έχει διαγράψει τα πάντα, όμως εκείνη, λόγω του πλήθους της ευσπλαγχνίας της, ρίχνει ευμενές βλέμμα στον άνθρωπο αυτόν  και πρεσβεύει υπέρ αυτού στον Υιό και Θεό της. Αν η αγάπη της συναντήσει κάποιο ῾υπόστρωμα᾽ καλό, τότε η χάρη του Θεού, υποκινημένη από τη δύναμη προσευχής της Παναγίας, λειτουργεί ως ανασήκωμα του ανθρώπου. Με την έννοια αυτή η Παναγία γίνεται «ελπίς απηλπισμένων». Είναι περιττό και πάλι να πούμε ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει τη χάρη αυτή και στην Παναγία Μητέρα Του, διότι στην πραγματικότητα η πηγή του ελέους και όλων των ελπίδων είναι Εκείνος.

Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ

«῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί» καί τό σχεδιό Του γιά τόν ἄνθρωπο, τόν πεσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του στήν ἁμαρτία, ἦταν νά τόν φέρει καί πάλι στήν ἀγάπη, τή μόνη σωτήρια καί ἁρμόζουσα γι᾽ αὐτόν ζωή. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐντολή πού τοῦ δίνει, ἡ πρώτη καί ἀπόλυτη καί συγκεφαλαιοῦσα τά πάντα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: «῎Ακουε, ᾽Ισραήλ. Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστιν. Καί  ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου» (Δευτερ. 6, 5). ῾Ο ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ κατανοεῖται ὡς συνέχεια καί ἐπιβεβαίωση αὐτῆς. Πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Κύριος παραπέμπει στήν ἐντολή αὐτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ὁποία ἄλλωστε ὁ ῎Ιδιος ὡς ἄσαρκος ἀκόμη Λόγος ἔδωσε (βλ. π.χ.: «῾Ο ᾽Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ: ᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ: ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»: Ματθ. 22, 37-39), τήν ξανατονίζει σχετίζοντάς την καί μέ τή δική Του ἐπί γῆς αὐθεντία: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (᾽Ιωάν. 15, 13). Κι ἀκόμη περισσότερο τήν ῾δένει᾽ μέ τήν ἀγάπη στό δικό Του πρόσωπο. «᾽Εάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε». «᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει» (᾽Ιωάν. 15, 15.23). ῾Ο ἄνθρωπος θά ξέρει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό, μόνον ἄν βρίσκεται πάνω στήν ἐντολή Αὐτοῦ καί τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά δίνονται καί ἄλλες ἐντολές, ἀλλά ὅλες θά βρίσκουν τή σημασία καί τό νόημά τους μόνον ἄν βρίσκονται σέ συντονισμό καί προοπτική μέ αὐτήν τήν πρώτη καί καίρια. Ὁ Κύριος τό ἔφερε στήν ἐπιφάνεια μέ τόν πιό ἀπόλυτο καί καθαρό τρόπο: «᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (᾽Ιωάν. 13, 35). Καί βεβαίως ἀκόμη περισσότερο μέ τήν παραβολή τῆς κρίσεως πού εἶπε: «᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε. Καί ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40.45). Τό πιό καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς στόν κόσμο τοῦτο πού θ᾽ ἀποδεικνύει τή χριστιανικότητα κάποιου καί θά τοῦ ῾ἐξασφαλίζει᾽ τήν εἴσοδο στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί μάλιστα αὐτή πού ἀναφέρεται στόν ἐλάχιστο ἀδελφό.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ, ΞΥΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ

«Οι άγιοι Λαυρέντιος αρχιδιάκονος, Ξύστος πάπας Ρώμης και Ιππόλυτος,  έζησαν τον καιρό του αυτοκράτορα Δεκίου. Και ο μεν άγιος Ξύστος καταγόταν από την Αθήνα, στην οποία εξάσκησε και τον φιλοσοφικό λόγο. Στη Ρώμη που πήγε, χειροτονείται επίσκοπος, μετά το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Επειδή ήταν πολλά τα βάσανα των χριστιανών από το διωγμό εναντίον τους, δίνει εντολή ο άγιος Ξύστος στον Λαυρέντιο τον αρχιδιάκονό του, να διαχειριστεί αυτός τα σκεύη της Εκκλησίας. Κι αυτός τα πούλησε και τα μοίρασε στους πτωχούς. Όταν επέστρεψε ο Δέκιος από την Περσία, οδηγήθηκε ενώπιόν του ο άγιος Ξύστος ο επίσκοπος, κι αφού δεν πείστηκε να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντίθετα με παρρησία τον ομολογούσε Θεό και Δημιουργό του παντός, κόπηκε η κεφαλή του με ξίφος. Οδηγήθηκε δε και ο Λαυρέντιος ο αρχιδιάκονος ενώπιον του βασιλιά, ο οποίος και του ζήτησε τα χρήματα της Εκκλησίας. Κι αυτός, αφού ζήτησε άμαξες και έβαλε μέσα όλους τους χωλούς και τους ανάπηρους, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα, τις έφερε στον βασιλιά. Μόλις είδε το θέαμα ο βασιλιάς, οργίστηκε κι έδωσε εντολή να κτυπηθεί πολύ σκληρά ο άγιος Λαυρέντιος κι έπειτα να ριχτεί στη φυλακή. Εκεί, θεράπευε όλους που είχαν ανάγκη, από οποιοδήποτε νόσημά τους. Ο αξιωματούχος Καλλίνικος, που επιστατούσε τη φυλακή, βλέποντας τα θαυμαστά που γίνονταν, πίστευσε στον Χριστό και βαπτίστηκε. Μετά από αυτό οδηγείται ο άγιος Λαυρέντιος και πάλι στον βασιλιά, κι αφού δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, απλώνεται πάνω σε σχάρα, που κάτω έκαιγε φωτιά. Κι εκεί, αφού ευχαρίστησε τον Θεό, άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ ο επίσκοπος Ιππόλυτος του έκανε την οφειλόμενη κηδεία. Όταν το έμαθε ο βασιλιάς, ζήτησε και του έφεραν τον Ιππόλυτο, και διέταξε να μαστιγωθεί με σιδερένιες αλυσίδες, που κατέληγαν σε μυτερά δόντια, κι έπειτα να δεθεί σε άγρια άλογα. Σύρθηκε επί πολύ από αυτά κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του. Λέγεται δε, ότι την έβδομη ημέρα, μετά το μαρτύριο του αγίου Ιππολύτου, ο Δέκιος και ο Ουαλλεριανός, ενώ έφταναν στο θέατρο καθισμένοι πάνω στα άλογά τους, άφησαν ξαφνικά την τελευταία τους πνοή. Κι ο μεν Δέκιος έκραξε την ώρα του θανάτου του: ῾Ω, Ιππόλυτε, σαν αιχμάλωτο, έτσι δεμένο, με οδηγείς;᾽, ο δε Ουαλλεριανός έκραξε κι αυτός: ῾Με πύρινες αλυσίδες, έτσι με σέρνεις;᾽ Αυτό έγινε γνωστό σε όλη την οικουμένη, κι όλοι στερεώθηκαν στην πίστη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα  στους αιώνες. Αμήν».

Στα πρώτα ηρωϊκά χρόνια του χριστιανισμού, μας μεταφέρει το συναξάρι των σήμερα εορταζομένων αγίων, και ιδιαιτέρως του αγίου Λαυρεντίου. Κι εκείνο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς, είναι  η ετοιμότητα του αγίου Λαυρεντίου, με τη σύμφωνη βεβαίως γνώμη και του αγίου Ξύστου του επισκόπου, να μοιραστεί η όποια τότε περιουσία της Εκκλησίας στους ταλαιπωρημένους από τους διωγμούς χριστιανούς. Η κίνηση μάλιστα του αγίου Λαυρεντίου να φέρει τους χωλούς και αναπήρους, στους οποίους είχαν πάει τα χρήματα, ενώπιον του βασιλιά, είναι μία ισχυρότατη ένδειξη στο τι η Εκκλησία θεωρεί τελικώς ως πραγματική περιουσία της. Περιουσία δηλαδή της Εκκλησίας είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, και μάλιστα οι πιο άσημοι και φτωχοί, διότι εννοείται ότι στο πρόσωπο αυτών εικονίζεται ο ίδιος ο Χριστός, σύμφωνα με του Ίδιου τη διαβεβαίωση: «εφ᾽όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και βεβαίως με τον τρόπο αυτό δίνει η Εκκλησία μας και την απάντηση στο νόημα που έχει η όποια περιουσία της: να χρησιμοποιείται προς χάρη των φτωχών και αναγκεμένων.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία προέβη στην κίνηση αυτή. Πολλές φορές στην ιστορία της, και παλαιότερα και στα νεώτερα χρόνια, όταν είδε ότι ο λαός της, οι άνθρωποι γενικά, πάσχουν και υποφέρουν, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, προς κάλυψη των αναγκών τους. Και το είδαμε τούτο και στα χρόνια της κατοχής, αλλά και αργότερα ακόμη. Πάνω από όλα όμως, μη ξεχνάμε αυτό που έγινε μετά την απελευθέρωση του έθνους μας από την τουρκική τυραννία: σχεδόν ολόκληρη η περιουσία της Εκκλησίας δημεύτηκε από το τότε κράτος, κάτι στο οποίο βεβαίως συμφώνησε η Εκκλησία, εφόσον το θεώρησε ότι ήταν πράγματι προς χάρη των αναγκεμένων Ελλήνων.

Και σήμερα είναι αρκετοί εκείνοι, οι οποίοι φωνάζουν ότι πρέπει η Εκκλησία να δώσει την περιουσία της για κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων. Αλλά οι φωνές αυτές δεν πηγάζουν πάντοτε από καθαρή καρδιά. Η στάση πολλών μοιάζει με του αυτοκράτορα Δέκιου, που απαίτησε κι αυτός τα «ιερά χρήματα». Στις φωνές αυτές επισημαίνει κανείς τό «παραμύθι» με το οποίο έχουν πολλοί διαποτιστεί: ότι η Εκκλησία έχει αμύθητη περιουσία. Αλλά σ᾽ αυτό έχει δοθεί επανειλημμένως η απάντηση: η Εκκλησία έχει ελάχιστη περιουσία, από αυτή που της άφησαν οι Βαυαροί μετά την απελευθέρωση, όπως είπαμε. Κι αυτή η όποια περιουσία, αν δεν είναι δεσμευμένη, που σημαίνει μη αξιοποιήσιμη, είναι προς κάλυψη του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας.

09 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (7)

«Ευεργέτην τεκούσα, τον των καλών αίτιον»

(ωδή γ΄ Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

Ευεργέτες συνήθως ονομάζουμε εκείνους που έχουν κάνει σπουδαία έργα για τον τόπο τους ή την πατρίδα τους, που πρόσφεραν από την προσωπική τους περιουσία για το κοινό καλό, και αυτήν την προσφορά τους βεβαίως αναγνωρίζουμε όσοι τη δεχτήκαμε, νιώθοντας, το λιγότερο, ευγνωμοσύνη απέναντί τους. Έτσι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο αποτελεί το βασικό γνώρισμα του κάθε ευεργέτη. Βεβαίως, η αποτίμηση της προσφοράς τους στηρίζεται σ᾽ αυτό που έκαναν, στο έργο τους, ενώ αγνοούμε τα βαθύτερα κίνητρά τους. Μπορεί κάποιος να προσέφερε από πραγματική αγάπη στον συνάνθρωπο ή στην πατρίδα, μπορεί όμως να κινήθηκε από μία κενοδοξία, τύπου ῾να ακουστεί το όνομά μου και να γραφεί αυτό σε κάποια πινακίδα῾. Ό,τι και να ᾽ναι όμως,  η προσφορά τους ισχύει, ενώ ο Θεός θα είναι Εκείνος που θα ελέγξει τα όποια κίνητρά τους.

Ο υμνογράφος με το παραπάνω τροπάριο μάς υποδεικνύει τον μεγαλύτερο ευεργέτη που πέρασε ποτέ από την ανθρωπότητα, ο Οποίος δεν μας ευεργέτησε απλώς με μία ή περισσότερες προσφορές, αλλά μας έδωσε ολόκληρη τη ζωή Του, θυσιάστηκε για μας και μας λύτρωσε από τον χειρότερο εφιάλτη του ανθρωπίνου γένους, την αμαρτία και τον θάνατο. Διότι πράγματι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, ο μεγαλύτερος τύραννος είναι πάντοτε ο θάνατος και το αίτιό του, η αμαρτία. Ο Χριστός λοιπόν που μας λύτρωσε από αυτά – και μαζί με αυτά και από τον διάβολο που παρακινεί διαρκώς στην αμαρτία – και μάλιστα διαχρονικά, για όλες τις εποχές όσο θα υπάρχει κόσμος, είναι όντως ο μεγαλύτερος ευεργέτης, για τον Οποίο όμως έχουμε βεβαιωμένα και τα κίνητρά Του: την άπειρη σε εμάς αγάπη Του. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκε, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ᾽έχη ζωήν αιώνιον». Ο λόγος του Θεού κάνοντας τη γενική εκτίμηση της ζωής του Χριστού στον κόσμο επισημαίνει: «Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας». Διαρκώς ευεργετούσε και θεράπευε τους πάντες.

Ο υμνογράφος έτσι, προβάλλοντας τον Χριστό ως τον ευεργέτη της ανθρωπότητας, προβάλλει ταυτοχρόνως και την Παναγία, ως ευεργέτιδά μας. Διότι ακριβώς γέννησε τον κατεξοχήν ευεργέτη και μπορεί με τη δύναμη της μεσιτείας της να διοχετεύει τις ευεργεσίες Του και σε εμάς. Η παράθεση όμως της φράσης «τον των καλών αίτιον, δηλαδή ο Χριστός ειναι ευεργέτης, ο Οποίος είναι ο αίτιος για κάθε καλό, προσδίδει στην έννοια της ευεργεσίας ένα ξεχωριστό βάθος: μας ανάγει, όπως είπαμε, στην πηγή της ευεργεσίας, που σημαίνει ότι πραγματικός ευεργέτης είναι εκείνος που από την καρδιά του, από μέσα του γεννά το καλό κι αυτό απλώνεται ως κοινό καλό για όλους. Κι αυτό είναι το παρήγορο, αλλά και η ευθύνη για όλους τους χριστιανούς. Διότι μπορεί να μην έχουμε χρήματα ή διάφορα υλικά πράγματα να προσφέρουμε, όπως οι γνωστοί ευεργέτες, όμως μπορούμε κι έχουμε χρέος να κάνουμε πάντοτε το καλό ως έκφραση της αγαπώσας καρδιάς μας. Το παραμικρό τότε που θα προσφέρουμε θεωρείται ότι είναι ευεργεσία, το δε σημαντικότερο είναι ότι με τον ίδιο τρόπο, ως ευεργεσία, θα το εκλάβει και ο Κύριός μας. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΤΘΙΑΣ

"Ο άγιος Ματθίας ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Χριστού, ο οποίος και συγκαταριθμήθηκε με τους ένδεκα αποστόλους, αντί του Ιούδα του Ισκαριώτη. Κήρυξε το ευαγγέλιο στην έξω Αιθιοπία κι αφού υπέστη πολλά μαρτύρια από αυτούς, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".

Ο απόστολος Ματθίας όχι άμεσα, αλλά έμμεσα – μέσω κλήρου – κλήθηκε από τον Κύριο να αναπληρώσει τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα του Ισκαριώτη. Συνεπώς κατ᾽ουσίαν ανήκει στη χορεία των δώδεκα κι έδρασε, όπως κι εκείνοι, στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, δίνοντας και τη ζωή του στην υπακοή της πίστεως. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κοσμούν τη μνήμη του με λαμπρές εικόνες και εκφράσεις, όπως κάνουν και για τους υπόλοιπους αποστόλους, τονίζοντας και την ένθεη, πνευματική ζωή του, και τους κόπους του για τη διάδοση, όπως είπαμε, του ευαγγελίου. "Μέγας ήλιος ώφθης, φωτί τω μεγάλω αξιάγαστε, μεθ᾽ ημών γενομένω, ομιλήσας αμέσως Απόστολε". Απόστολε, φάνηκες ως μέγας ήλιος, αφού συναναστράφηκες με τον μεγάλο ήλιο, που ήρθε κι έζησε μαζί μας, αξιοθαύμαστε.

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο στον απόστολο Ματθία είναι το γεγονός ότι με θείο φωτισμό και απόφαση της Εκκλησίας παίρνει τη θέση του προδότη μαθητή. Στην πτώση του ενός ανίσταται ο άλλος. Το κενό δεν μένει κενό, αλλά γεμίζει με κάτι άλλο καλύτερο. Με άλλα λόγια, μία αποτυχία, πέραν της θλίψεως που μπορεί να φέρνει, γίνεται ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Κι είναι τούτο μία πραγματικότητα, που πρέπει να την επισημαίνουμε, γιατί δίνει ελπίδα και παρηγοριά, εκεί που πάει να δημιουργηθεί απόγνωση και απελπισία. Στην ιστορία, και όχι μόνο της Εκκλησίας, πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις  που επιβεβαιώνουν την παραπάνω επισήμανση. Πόσες φορές για παράδειγμα, η ύπαρξη μίας αίρεσης δεν δημιούργησε την ανάγκη να διατυπωθεί με σαφήνεια η πίστη και το βίωμα της Εκκλησίας; Πόσες φορές η κατοχή μίας καίριας θέσης από έναν κακό θεωρούμενο ηγεμόνα δεν έφερε τον προβληματισμό για την επιλογή στη θέση του ενός καλού ηγεμόνα;

Αν όμως τούτο μπορεί να διαπιστωθεί γενικώς, ιδίως μπορούμε να το δούμε στην πνευματική ζωή του πιστού. Κι είναι αυτό που αποτελεί και το βίωμα της μετανοίας. Γιατί τι άλλο είναι η μετάνοια παρά το νέο ξεκίνημα, πάνω στα ερείπια μίας αμαρτωλής ζωής; Ο άσωτος της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου – το κλασικότερο παράδειγμα μετάνοιας – τι κάνει; Δεν απελπίζεται πάνω στα συντρίμμια της αποτυχημένης του ζωής, αλλά ανίσταται: "αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου". Έτσι στην όποια αποτυχία και αμαρτία μας, στην όποια προδοσία δηλαδή της πίστεώς μας, η λύση είναι γνωστή: αποδοχή της πτώσεως, αλλά με ταυτόχρονο ανασήκωμα και πάλι για νέους αγώνες. Στη θέση του Ιούδα εαυτού, να βάζουμε τον μαθητή Ματθία. "Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση". Ο απόστολος Ματθίας, το νέο φύτευμα στη θέση του παλιού και σαπισμένου, μας δίνει και αυτή την όραση από τη ζωή του.