06 Οκτωβρίου 2021

«ΑΠΙΣΤΙΑ» ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ!

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

«Ο άγιος Θωμάς, ο οποίος καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν αλιέας κατά το επάγγελμα, γνωστός ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου και έχοντας τη φήμη του δύσπιστου μαθητή, αφού μετά την Ανάσταση Εκείνου,  για να πειστεί ζήτησε να ψηλαφήσει τον Κύριο, μετά τη λήψη του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, πήγε και κήρυξε τον λόγο του Θεού στους Μήδους και τους Πάρθους, τους Πέρσες και τους Ινδούς. Στα ανατολικά της Ινδίας ευρισκόμενος συλλαμβάνεται από τον βασιλιά Σμιδαίο, διότι με το κήρυγμά του πίστευσαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τον απόστολο ο Αζάνης ο υιός του βασιλιά, η γυναίκα του Τερτία και οι θυγατέρες του Μιγδονία και Νάρκα. Γι’  αυτό και παραδόθηκε σε πέντε στρατιώτες, οι οποίοι τον ανέβασαν σε ένα βουνό και εκεί τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Έτσι λοιπόν εκδήμησε προς τον Κύριο».

Το πρώτο στο οποίο εμμένει η ακολουθία της Εκκλησίας μας σήμερα, επί τη μνήμη του αγίου αποστόλου Θωμά, είναι η «πιστή απιστία» του. Ο υμνογράφος υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο απόστολος, επειδή έλειπε από τη σύναξη των μαθητών μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, προφανώς απογοητευμένος από όλα όσα συνέβησαν και κλεισμένος στο σπίτι του, δεν πίστεψε στα λόγια των μαθητών ότι είδαν τον Κύριο αναστημένο. Κι έπρεπε να έλθει σ’  αυτή τη σύναξη, να έλθει δηλαδή στην Εκκλησία, προκειμένου εκεί, μετά από οκτώ ημέρες από την ημέρα της Αναστάσεως, να φανερωθεί και σ’ αυτόν ο Κύριος, ο Οποίος τον κάλεσε να Του ψηλαφήσει τις πληγές, με αποτέλεσμα εκείνος να ομολογήσει: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Έτσι απεδείχθη ότι ο απόστολος Θωμάς δεν ήταν ο άπιστος, με τη σημερινή έννοια του όρου, ως εκείνος δηλαδή που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, διότι έχει προσανατολιστεί μόνον στον κόσμο τούτο και τα θέλγητρα που αυτός προσφέρει. Υπήρξε «άπιστος», όπως και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, ο οποίος όμως πάλευε με την απιστία του και την ξεπέρασε, γιατί είχε την ταπείνωση να φύγει από το κλείσιμο του εαυτού του και να ανοιχτεί προς τους άλλους, να ενταχτεί και πάλι στο σώμα των υπολοίπων μαθητών. Κι αυτό το άνοιγμά του έφερε την έκπληξη και το θαύμα: την παρουσία του αναστημένου Ιησού. Έκτοτε η «πιστή απιστία» του υπήρξε στήριγμα για όλους του πιστούς και αυτήν υμνολογεί  μεταξύ των άλλων, όπως είπαμε, η Εκκλησία μας: «Τη πιστή απιστία σου, τους πιστούς εβεβαίωσας, ως Θεόν και Κύριον πάσης κτίσεως…». Με την πιστή απιστία σου, βεβαίωσες τους πιστούς (ότι ο Χριστός) είναι ο Θεός και ο Κύριος όλης της δημιουργίας.

Η ψηλάφηση όμως του αναστημένου Κυρίου από τον Θωμά γίνεται αφορμή για τον υμνογράφο όχι μόνον να τονίσει τη μεταβολή της απιστίας του σε πίστη και τη στήριξη όλων των πιστών μετέπειτα, αλλά και να κατανοήσει το θεολογικό έκτοτε βάθος της σκέψεώς του. Εννοούμε ότι όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μυήθηκε στα της θεολογίας, (όπως σημειώνει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ιωάννου), όταν ανέπεσε επί το στήθος του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, κατά τον ίδιο τρόπο και ο απόστολος Θωμάς: μυήθηκε στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, όταν ψηλάφησε τον Κύριο. Και μάλιστα η μύηση αυτή έγινε με τον τρόπο που ένα σφουγγάρι «ρουφά» το νερό. «Της πλευράς εφαψάμενος του Δεσπότου, πανόλβιε, των καλών κατείληφας το ακρότατον∙ ώσπερ γαρ σπόγγος τα νάματα, εκείθεν εξήντλησας την πηγήν των αγαθών, και ζωήν την αιώνιον». Άγγιξες το πλευρό του Κυρίου, παμμακάριε Θωμά, και κατανόησες τον ίδιο τον Θεό. Διότι όπως το σφουγγάρι ρουφά τα νάματα, έτσι κι εσύ, από αυτήν την πλευρά  άντλησες την πηγή των αγαθών και την αιώνια ζωή. Και ο απόστολος Θωμάς δηλαδή, και οι άλλοι απόστολοι, υπήρξαν θεοδίδακτοι: η ιδιαίτερη προσωπική σχέση τους με τον Χριστό τούς κατέστησε γνώστες του Θεού και αποστόλους Του μέσα στον κόσμο.

Δεν θέλουμε όμως να μη σχολιάσουμε και κάτι που θεωρείται ιδιαιτέρως επίκαιρο στην εποχή μας, εξ αφορμής του αποστόλου Θωμά. Ο άγιος βρέθηκε ιεραπόστολος σε διάφορες χώρες, και μάλιστα στη χώρα των Ινδών, όπου και μαρτύρησε. «Ινδών κατελάμπρυνας πάσαν την γην, ιερώτατε, και θεόπτα απόστολε». Ο ποιητής μάλιστα τον βλέπει ως πολύφωτη ακτίνα, σταλμένη από τον μέγα Ήλιο Χριστό, προκειμένου με το φως του Χριστού να εκδιώξει τη σκοτεινή πλάνη των κατοίκων της Ινδίας. «Χριστός ο μέγας Ήλιος, ακτίνά σε πολύφωτον, εν τη Ινδία εκπέμπει, την ζοφεράν πλάνην, μύστα, συντόνως εκδιώκοντα…και τους λαούς φωτίζοντα». Δεν ξέρουμε τι ακολούθησε και η πίστη του Χριστού στη χώρα αυτή μειώθηκε ή και εξαφανίστηκε εντελώς. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αγνοούν τον Χριστό, ζώντας επομένως στο σκοτάδι «άλλων πνευμάτων». Όπως όμως έλεγε η γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), η οποία έζησε επ’  αρκετόν σ’  αυτούς «είναι άνθρωποι που με χαρούμενη διάθεση περιμένουν το μήνυμα του Χριστού», συνεπώς λειτουργεί μέσα τους η σπίθα του αναστημένου Χριστού κι ίσως υπάρξει ώρα που η σπίθα αυτή γίνει τεράστια φλόγα που θα αναδείξει πολλούς αγίους. Δεν μένουμε όμως κυρίως σ’ αυτό. Εκείνο που θεωρούμε τραγικό στην εποχή μας είναι το γεγονός ότι έχει γίνει «της μόδας», καθώς λέμε, να έρχονται άνθρωποι με την πίστη της χώρας αυτής, ξένης παντελώς προς τον Κύριο Ιησού, και να διδάσκουν στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες, τα δικά τους, σαν να είναι οι ιεραπόστολοι της σωτηρίας και της λύτρωσης. Το τραγικότερο όμως είναι – γιατί μπορεί κανείς να πει ότι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους – ότι υπάρχουν «χριστιανοί», που άγευστοι παντελώς της χάρης του Χριστού προσανατολίζονται σ’  αυτούς τους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως καινούργιους Μεσσίες. Το κατάντημα στο έπακρο! Η αποτυχία και η ζόφωση να επανέρχονται ως η «ελπίδα» και το «φως». Τι θα έλεγε και τι θα λέει ο απόστολος Θωμάς! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνει για την κατάντια μας! Ο Θεός να ελεεί όλους μας.

05 Οκτωβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ

«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Σύντριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου» (στιχ. εσπ.). Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό˙ ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και πονηρά όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.

Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαρίτωσε», «Με τις δικές σας χάριτες του Θεού, Χαριτίνη, χαρίτωσε τον νου μου, συ που χαριτώθηκες από τα ιερά σου αθλήματα» (ωδή α΄). Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα. Όχι με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» - μας δόθηκε ως χάρισμα από τον Χριστό όχι μόνο να πιστεύουμε σ’  Αυτόν αλλά και να πάσχουμε για χάρη Του.

Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Έχοντας ως επωνυμία σου τη χαρά, προχώρησες μέσα στον ουράνιο νυμφώνα με χαρά». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…σε χαροποίησε με χαροποιούς τρόπους και σε ενίσχυσε προκειμένου να κληρονομήσεις την αιώνια χαρά» (στιχ. εσπ.). Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».

04 Οκτωβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΜΜΟΥΝ Ο ΤΗΣ ΝΙΤΡΙΑΣ (4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

«Ἀμμοῦν πατρός κατεῖδε Νιτρία τρία, Κόσμου φυγήν, ἄσκησιν, ἔξοδον βίου» (στίχος συναξαρίου)

(Η περιοχή της Νιτρίας είδε καλά από τον πατέρα της Αμμούν αυτά τα τρία: τη φυγή από τον κόσμο, την άσκηση, την έξοδο από τον βίο).

Α. «Ο όσιος Αμμούν (τέλος 3ου-μέσα 4ου  μ.Χ. αι.) ήταν κατά το γένος Αιγύπτιος, κι όταν ορφάνεψε με τον θάνατο των γονιών του, αναγκάσθηκε από τον θείο του να οδηγηθεί σε γάμο. Όντως νυμφεύθηκε, αλλά συμφώνησε με τη γυναίκα του να φυλάξουν παρθενία. Δούλευε πάντοτε στον Βαλσαμώνα (δηλαδή στον κήπο που είχε το εκλεκτό χόρτο που ονομαζόταν βάλσαμος), έργο που του προξενούσε πολλούς κόπους και μόχθους. Ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια ανεχώρησε από εκεί και πήγε στον μέγα Αντώνιο, ο οποίος τον θαύμασε για την ενάρετη πολιτεία του. Ο Αμμούν έγινε παράδειγμα που ωφελούσε πολλούς όχι μόνον εξαιτίας της αρετής και του θεοφιλούς βίου του, αλλά και λόγω των πολλών θαυμάτων που έκανε. Τη μακάρια ψυχή αυτού του αγίου είδε ο μέγας Αντώνιος να αναφέρεται στους ουρανούς από αγίους αγγέλους».

Β. Ένας διάλογος μεταξύ του αγίου αυτού αββά και του Μεγάλου Αντωνίου που αναφέρεται στα Αποφθέγματα Γερόντων αξίζει να σχολιαστεί.

«Ο αββάς Αμμούν ο Νιτριώτης επισκέφτηκε τον αββά Αντώνιο και του λέγει: «Εγώ καταβάλλω περισσότερο κόπο από εσένα και πώς το όνομά σου δοξάστηκε από τους ανθρώπους παραπάνω από το δικό μου;» Του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Επειδή εγώ αγαπώ τον Θεό περισσότερο από σένα».

Η απάντηση του αγίου Αντωνίου αποτελεί κριτήριο για την όλη πνευματική ζωή: εκείνο που προσδιορίζει τη χριστιανικότητα κάποιου είναι όχι οι ασκητικές προσπάθειες, όχι το τεράστιο ίσως κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, όχι η ιεραποστολική δράση μέχρι βαθμού θυσίας, αλλά «το ποσόν και το ποιόν της αγάπης προς τον Θεό»! Που σημαίνει: αν ποιητικό αίτιο και της όποιας σκληρής άσκησης και του όποιου φιλανθρωπικού  και ιεραποστολικού έργου  δεν είναι η αγάπη προς τον Θεό, τότε ολίγη ή μηδαμινή σημασία έχει. Ο Κύριος, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το τονίζει καθ’ υπερβολήν: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος». Για να συμπληρώσει: «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Δηλαδή η αγάπη προς τον συνάνθρωπο θεωρείται έκφραση και συνέχεια της αγάπης προς τον Θεό. Λοιπόν ο άγιος Αντώνιος τονίζει αυτό που θεωρείται το καίριο και το βασικότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Είναι συγκλονιστικό και προκαλεί φόβο μάλιστα αυτό που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης στην Α΄ Κορ.: «Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, και ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι»! Να δίνεις τα πάντα για τον άλλο, να θυσιάζεσαι για τον Θεό, να δίνεις και τη ζωή σου ακόμη, και η προσφορά και η θυσία αυτή να θεωρούνται ανώφελες! Τι τραγικότερο;

Και βεβαίως δίνοντας την απάντηση αυτή ο άγιος Αντώνιος επισημαίνει όχι μόνο τη βάση των πάντων, την αγάπη, μα παράλληλα και τη διαβάθμιση που υπάρχει σ’ αυτήν: αγαπάει κανείς τον Θεό (συνεπώς και τον συνάνθρωπό του και τα πάντα), αλλά υπάρχει άλλος που μπορεί να Τον αγαπάει περισσότερο, κι άλλος ακόμη πιο πολύ κ.ο.κ. – ό,τι επίσης απεκάλυψε ο Κύριος και στις παραβολές των ταλάντων και του καλού σπορέως. «Αλλού καρποφορεί τριάντα, αλλού εξήντα, αλλού εκατό». Υπάρχει λοιπόν διαβάθμιση και στην αγιότητα. Είναι πολύ γνωστές εξίσου οι επισημάνσεις του αββά Δωροθέου: το να φοβάται κανείς τον Θεό λόγω της τιμωρίας του αν δεν Τον υπακούσει, ευρισκόμενος συνεπώς στο επίπεδο του δούλου, είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αγάπης. Ανεβαίνει επίπεδο,  καθώς περιμένει τις «αμοιβές» του Παραδείσου, για να φτάσει στο «ατέλεστο» στάδιο τελειότητας, όπου ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη καθαρή προς τον Θεό, σαν το παιδί που αγαπάει τον Πατέρα του.

Η απάντηση εξάλλου του αγίου Αντωνίου στηρίζεται στην ίδια την Αγία Γραφή, κάτι που σημείωνε ως γνωστόν στον κάθε λόγο του: «Για ό,τι πράττεις έχε τη μαρτυρία από τις Άγιες Γραφές». Τον λόγο του Χριστού και των αγίων Αποστόλων και των προγενεστέρων από εκείνον Πατέρων φανέρωνε ο μέγας Γέρων, έχοντας βεβαίως υπ’ όψιν και το αποτέλεσμα: ότι η αγάπη προς τον Θεό βιούμενη από τον πιστό, τον οδηγεί εκεί που υποσχέθηκε ο Κύριος: σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό – ο πιστός γίνεται ένα με τον Θεό του, έχοντας ένοικο και σύνοικο και σπίτι και νυμφίο και τροφή και ρίζα και ένδυμα και Πατέρα και Μητέρα και αδελφό και αδελφή και οτιδήποτε άλλο, τον Ίδιο. Ο αγαπών τον Θεό γίνεται ένας άλλος Θεός επί της γης!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

«Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, ενώ αυτός έπειτα κατήχησε και τον μέγα Διονύσιο στην ίδια πίστη. Ο ίδιος προεξήρχε και στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν συναθροίστηκαν οι άγιοι Απόστολοι, και φαινόταν από όλα όσα ακούγονταν και θεωρούνταν, σαν να ήταν σε εκδημία και έκσταση. Φαινόταν σαν να είχε καταληφθεί από τον Θεό, υμνολογώντας Αυτόν. Έζησε με καλό και θεοφιλή τρόπο, κι αφού εύφρανε τον Θεό με την κατά Χριστό ζωή του και τα κατορθώματά του, εκδήμησε προς τον Κύριο».

Η χθεσινή και η σημερινή ημέρα προβάλλει δύο από τους μεγάλους αγίους της πίστεώς μας, μαθητές  του αποστόλου Παύλου, τον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. Με τους αγίους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά στις πηγές της πίστεώς μας, οσφραινόμαστε τον αέρα της παρουσίας του αγιασμένου Παύλου, νιώθουμε την γεμάτη από αγάπη Χριστού πάλλουσα καρδιά του.

Ο άγιος Ιερόθεος συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίου, η οποία, με βάση το συναξάρι, τουλάχιστον μας προβληματίζει,  λόγω της εξαιρετικής αγάπης του προς τον Θεό και του ενθέρμου και ανοιχτού μάλλον χαρακτήρα του. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ όλων των αποστόλων και των παρευρισκομένων στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκείνος έχει προεξάρχουσα θέση, «φαινόμενος θεόληπτος και θείος υμνολόγος»; Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μάλιστα δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι ο άγιος μίλησε για τον Θεό με πανίερες θεολογίες, τις οποίες εξηγεί ως αποτέλεσμα διπλού γεγονότος: και του βαθύ πόθου που είχε αυτός για τον Θεό, και της επιμελούς, με σύνεση και διάκριση, μελέτης των θείων λογίων. «Νυττόμενος πόθω πνευματικώ και θείοις λογίοις εν συνέσει προσομιλών, των πάντων Δεσπότη πανιέρους θεολογίας ανατέθεικας». Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου, διότι μας εξηγεί ότι τότε πράγματι κανείς μιλά ορθά για τον Θεό, τότε θεολογεί, όταν αφενός έχει μεγάλη αγάπη και πόθο για Εκείνον, αφετέρου εγκύπτει με μεγάλη επιμέλεια στα λόγια της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η θεολογία αν δεν είναι αποτέλεσμα σύνδεσης με ό,τι η Εκκλησία πρεσβεύει και ζει, αλλά και πίστης και αγάπης προς τον Θεό από τον θεολογούντα, δεν θεωρείται ορθή θεολογία και μάλλον καταντά σ’ αυτό που οι Καππαδόκες ιδίως Πατέρες χαρακτήριζαν ως «τεχνολογία».

Ο υμνογράφος επιμένει στον τρόπο θεολογίας του αγίου Ιεροθέου. Η προσέγγιση από αυτόν των θείων λογίων δεν γινόταν, σημειώνει, άκριτα και άλογα. Ο άγιος μελετούσε τις Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη και ό,τι μέχρι τότε είχε γραφεί, ιδίως από τις επιστολές των Αποστόλων, με ερευνητική διάθεση, με προσπάθεια δηλαδή να κατανοήσει  το μυστήριο του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Διότι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία στη συνέχεια, δεν ήλθε να καταργήσει τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη λογική. Εκείνο που πάντοτε αρνήθηκε ήταν η απολυτοποίηση της λογικής, η με μόνο τον ορθό λόγο κρίση της αποκάλυψης του Θεού. Αυτό, ναι, το αρνήθηκε και το αρνείται, διότι δεν λαμβάνεται υπ’  όψιν η αμαρτία του ανθρώπου, διά της οποίας διασπάστηκε ο άνθρωπος, με αποτέλεσμα η λογική να κινείται αυτόνομα, υπηρετώντας πια τα διαστρεβλωμένα πάθη του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει βρει τον Θεό, όταν συνεπώς η χάρη του Θεού καταυγάζει την καρδιά του, τότε και ο νους και ο λόγος, ενοποιημένος και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής,  κινείται μέσα σε πλαίσια αποδεκτά, που σημαίνει ότι και τον Θεό κατανοεί, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο,  και αυτό που εκφράζει είναι πράγματι η αλήθεια. Ο άγιος Ιερόθεος λοιπόν υπήρξε ένας μελετητής των θείων λογίων, κινούμενος ερευνητικά πάνω στην οικονομία του Θεού, αλλά με ευσεβή αναζήτηση. Και γι’  αυτό καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού φανέρωσε και σε εμάς τα μυστήρια του Θεού, και μάλιστα με καλλιέπεια λόγων, όπως σημειώνει και σε άλλο σημείο ο ποιητής. «Με ευσεβή αναζήτηση ερεύνησες τα άρρητα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού και τα φανέρωσες με δύναμη, χρησιμοποιώντας λόγο φωτισμένο από τον Θεό». «Η φωνή των λόγων σου και η καλλιέπεια των συγγραμμάτων σου προσφέρει μεγάλη ευφροσύνη σ'  αυτούς που τα ακούνε και τα διαβάζουν».

03 Οκτωβρίου 2021

ΤΙ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΦΕΡΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΚΟΣΜΟ;

Η επιφύλαξη κι ο φόβος πολλών συνανθρώπων μας να μην προχωρήσουν σε τεκνοποίηση γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα και κινδύνους, κρύβουν από πίσω την ολιγοπιστία και την απιστία τους. Δεν υπάρχει η πίστη στον Θεό που μας φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον Θεό Πατέρα, τον γεμάτο αγάπη και στοργή απέναντι σε όλη τη δημιουργία Του, κατεξοχήν δε απέναντι στον άνθρωπο. Για τη χριστιανική πίστη δηλαδή ο Θεός μας δεν είναι ένα ον που ζει κάπου πέρα από τα σύννεφα, οπότε στην περίπτωση αυτή είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Ο Θεός μας είναι αφενός Θεός Δημιουργός που δημιούργησε τα πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», από το τίποτε, αφετέρου είναι Θεός συντηρητής, φροντιστής και διακυβερνήτης του σύμπαντος κόσμου, που σημαίνει ότι συνεχίζει και μετά τη Δημιουργία να είναι παρών στον κόσμο Του, ελέγχοντας τα πάντα και κατευθύνοντας τα πάντα με τρόπο που Εκείνος γνωρίζει και επιλέγει στον τελικό τους προορισμό. «Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ», παροτρύνει ο Κύριος, «ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» Για να συνεχίσει: «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. 6, 26, 28-30). Και αλλού: «Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30).

Η έλλειψη της πίστεως στην πρόνοια του Θεού διαστρέφει όλη τη χριστιανική πίστη, κάνοντας – όπως έχει τονιστεί – τον μεν Θεό άκοσμο, τον δε κόσμο άθεο. Με άλλα λόγια, όταν στη ζωή μου δεν λαμβάνω υπ’ όψιν μου τον παράγοντα Θεό και την πρόνοιά Του, τότε τα πάντα τα βλέπω μαύρα γύρω μου, χωρίς ίχνος φωτός και ελπίδας, χωρίς ίχνος χαράς. Τα προβλήματα - καρπός της αμαρτίας βεβαίως του ανθρώπου -   γίνονται οι μόνες πραγματικότητες στον κόσμο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια με τα συνακόλουθα άγχη γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής. Έχουμε την εντύπωση ότι σε μία τέτοια τοποθέτηση που προϋποτίθεται σ’ εκείνους που δεν θέλουν γι’ αυτό να φέρουν παιδιά στον κόσμο, η εικόνα του κόσμου είναι του δαιμονικού μανιχαϊσμού: βλέπουν τον κόσμο ως άρνηση, υποταγμένο στις δυνάμεις του κακού.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

«῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε  συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.

῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα, ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος, ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα, ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.

῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία» .

᾽Επανειλημμένως ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει στόν κανόνα του γιά τόν ἅγιο τήν ἰδιαίτερη σχέση του  μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (στιχ. ἑσπ.). Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος μύστης (κάθισμα όρθρου). Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της (ὠδή θ΄). Κι αἰτία τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού τόν διέκρινε στήν ζωή του (ὠδή ς΄). ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων «Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης, γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς» ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽ προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.

῾Ο ποιητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου σωζόμενα κείμενα, (παρ’ ὅλη τήν ἄρνηση τῆς νεώτερης ἱστορικοφιλολογικῆς κριτικῆς), ἀναφέρεται σέ αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία. «Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος  γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς «Τριαδικόν θεολόγον» (ὠδή γ´) καί «διόπτραν οὐρανοῦ» (οἶκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου σημειώνει: «῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ» (ὠδή ς΄).

Σάν νά προσγειώνεται ὅμως κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου. Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί σημειώνει: «Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου». (ὠδή θ´). Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε  ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη,  ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως «τήν πίστιν τετήρηκε», γι᾽ αὐτό καί «ἔγινε πιό γνωστή δι’ αὐτοῦ ἡ πανένδοξη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν» (ὠδή η΄).