09 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

«Ν ε α ν ί σ κ ε,  σοί λέγω, ἐ γ έ ρ θ η τ ι» (Λουκ. 7, 14)

Ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τόν ἴδιο τόν θάνατο στό πρόσωπο ἑνός νεαροῦ παιδιοῦ καί ἡ νίκη του ἀπέναντι σ᾽ αὐτόν προσλαμβάνει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί ἀκριβῶς πρόκειται γιά ἕναν νέο, ὅπως συνέβη καί μέ τήν ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυνάγωγου ᾽Ιαείρου. ῾Ο Κύριος δηλαδή συναντᾶται μέ τή νεότητα στή νεκρή της ὅμως μορφή, τήν ὁποία καί ζωοποιεῖ. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε καί σέ σχέση μέ τή σημερινή κατάσταση τῆς νεολαίας μας.

1. Δέν θά ἀφιστάμεθα πολύ τῆς πραγματικότητος, ἄν λέγαμε ὅτι σέ ἕνα ποσοστό, μεγάλο ἤ μικρό – τήν ἴδια ἀξία ἔχει - ἡ νεότητά μας κεῖται κι αὐτή νεκρή. Κι ἐννοοῦμε νεκρή ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Μέ τό δεδομένο ὅτι ζωή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὑπάρχουν νέοι πού ἔχουν διαγράψει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τους, ἡ κατάστασή τους δέν ἀπέχει καί πολύ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν.

2. Συμπτώματα πού ἐπιβεβαιώνουν τόν χαρακτηρισμό αὐτό δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλά. ῾Ορισμένα εἶναι ἐξώφθαλμα:

- ὁ ἀναρχισμός ἀρκετῶν νέων, μέ τήν ἔννοια τῆς κατάλυσης ἀπό πλευρᾶς τους κάθε αὐθεντίας, εἴτε γονεϊκῆς εἴτε διδασκαλικῆς εἴτε θεσμῶν πολιτειακῶν εἴτε ἐκκλησιαστικῆς˙

- ὁ λεγόμενος χουλιγκανισμός, ὡς τάση καί ἐπιθυμία γιά καταστροφή μή ἀνηκόντων στούς ἴδιους πραγμάτων, πολλῷ δέ μᾶλλον δημοσίων ἀγαθῶν, γεγονός πού τραγικοποιεῖται μέ τήν καύχηση τήν ὁποία ὁρισμένοι νιώθουν ἀπό τίς ἔκνομες αὐτές ἐνέργειές τους˙

- ἡ διαρκῶς αὐξανόμενη χρήση ναρκωτικῶν, ἀκόμη καί στίς πολύ μικρές ἡλικίες, κάτι πού ὁδηγεῖ εἴτε σέ καταστροφική πρός τούς ἄλλους εἴτε σέ αὐτοκαταστροφική συμπεριφορά˙

- ὁ λεγόμενος «ὠχαδερφισμός», δηλαδή ἡ διαπιστούμενη ἀδιαφορία εἴτε ἔναντι τῶν ὑποχρεώσεων γενικῶς πρός τήν κοινωνία εἴτε συγκεκριμένως πρός ἀναγκεμένους συνανθρώπους τους˙

- πολύ συχνά μία ἔκδηλη τεμπελιά ὡς ἄρνηση ἀγάπης πρός τήν ἐργασία, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὑφίσταται. Δέν εἶναι μόνον ἡ ὑφιστάμενη ἀνεργία στόν κόσμο μας, ἀλλά καί ἡ ἀνεργία λόγω ἔλλειψης ἐνδιαφέροντος γιά τήν ἴδια τήν ἐργασία, κάτι πού ὑποκρύπτει τήν ἔλλειψη γενικότερα τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν πραγματική ζωή.

3. Ποιός φταίει γιά τήν κατάντια αὐτή; Ἡ εὔκολη βεβαίως ἀπάντηση εἶναι: οἱ ἴδιοι οἱ νέοι καί ἡ κοινωνία. Μά τήν κοινωνία τήν ἀποτελοῦμε ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ νέοι καί τά παιδιά μας εἶναι τά δικά μας παιδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό κύριο βάρος εὐθύνης τό ἔχουμε οἱ μεγαλύτεροι. Κι αὐτό γιατί δέν φροντίσαμε καί δέν φροντίζουμε νά δώσουμε στά παιδιά καί τούς νέους ἐκεῖνο πού πράγματι χρειάζονται, τό «ἔν οὗ ἐστι χρεία». Κι αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ᾽Ιησοῦς Χριστός. ᾽Από ἔλλειψη Χριστοῦ πάσχουν πολλοί νέοι μας, κι ὑπεύθυνοι γι᾽ αὐτό εἴμαστε οἱ ὀνομαζόμενοι μεγάλοι. Προσπαθήσαμε καί προσπαθοῦμε  εἴτε γονεῖς εἴτε δάσκαλοι εἴτε καί κληρικοί ἴσως νά προσανατολίσουμε τά παιδιά στίς ἀπολαύσεις, στόν εὔκολο πλουτισμό, στήν ἀπόκτηση σπουδαίων θέσεων. Κι αὐτό ὄχι κυρίως μέ τά λόγια - ὅλοι εἴμαστε εὔκολοι στό «κατηχητικό»  - ἀλλά μέ τά ἔργα καί τή ζωή μας. Καί τή ζωή κοιτάει πρωτίστως ὁ νέος ἄνθρωπος. ῞Οσο διαπιστώνει μάλιστα τή διάσταση μεταξύ ἔργων καί λόγων μας, τόσο καί μᾶς διαγράφει ὑποβαθμίζοντας τήν ἀξία τῶν λόγων μας, ἐπιλέγοντας αὐτό πού νομίζει ὅτι εἶναι σωστό: τήν καθοδήγησή του ἀπό τά πάθη του καί τίς ὁρμές του. ῾Επομένως γιά τήν πνευματική νέκρωση ἀρκετῶν νέων μας δέν εὐθύνονται οἱ ἴδιοι, δέν εὐθύνεται ἀπροσώπως ἡ κοινωνία, ἀλλά οἱ συγκεκριμένοι μεγάλοι, ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός - ο πρώτος νεκρός!

4. Σέ ὁποιαδήποτε ὅμως τραγική ἔστω κατάσταση ὑπάρχει ἐλπίδα. Γιατί ὑπάρχει Θεός. Τό Εὐαγγέλιο ἔρχεται καί μᾶς δίνει τή λύση καί τήν παρήγορη ἀπάντηση: ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό. ῾Ο Κύριος ἔρχεται σέ συνάντηση τῆς νεότητας. Λέγει καί σήμερα τό «νεανίσκε, σοί λέγω, ἐ γ έ ρ θ η τ ι». ᾽Αλλά τόν Χριστό πρωτίστως θά τόν δοῦν οἱ νέοι μας κυρίως στά πρόσωπα τά δικά μας. Οἱ ἅγιοι πάντοτε ἀποτελοῦν τή φανέρωση τοῦ ῎Ιδιου καί τῆς Βασιλείας Του. ῎Ετσι ἡ μόνη ἐλπίδα νά ξεφύγουν οἱ νέοι ἀπό ὅλα τά ὀδυνηρά συμπτώματα πού ταλαιπωροῦν τούς ἴδιους καί τήν κοινωνία εἶναι ἡ δική μας ἀληθινή καί ἔμπρακτη μετάνοια. ῞Οσο οἱ μεγαλύτεροι, κληρικοί, γονεῖς, δάσκαλοι, ὑπεύθυνοι παντοῦ, θά ἁγιάζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅσο θά σταυρώνουμε ἐμεῖς τά δικά μας ἁμαρτωλά πάθη, τόσο καί αὐτό ὡς ὑγιής καί χαριτωμένη κατάσταση θά ἀντανακλᾶ στούς νέους καί τά παιδιά μας, καθώς θά γινόμαστε οἱ γέφυρες γιά νά συναντήσουν αὐτοί καί τόν δικό τους Λυτρωτή καί Σωτήρα, τόν Κύριο.

Λέμε συχνά ὅτι ἡ κοινωνία μας πάσχει γιατί πάσχει ἡ οἰκογένεια. ῾Η λύση καί ἡ ὅποια ὑπέρβαση τῶν κακῶν πού μᾶς ταλαιπωροῦν εἶναι ἡ δική της, τῆς οἰκογένειας, ἀνόρθωση. Κι αὐτό εἶναι ἀλήθεια. ῎Αν ἡ οἰκογένεια προσανατολισθεῖ σ᾽ αὐτό πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «κατ᾽ οἶκον ᾽Εκκλησία», τόσο θά γινόμαστε μάρτυρες τοῦ ἴδιου γεγονότος πού βίωσαν τότε τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Τότε βεβαίως θά δοῦμε κι ἐμεῖς ὅτι τά δάκρυα τῆς ὀδύνης μας θά μεταποιηθοῦν σέ δάκρυα χαρᾶς.

Ο ΕΛΕΕΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο… ΕΛΕΕΙΝΟΤΕΡΟΣ!

«Ελεεινός όποιος πέφτει. Ελεεινότερος όμως όποιος παρασύρει και άλλον στην πτώση. Διότι και των δύο πτώσεων την ενοχή και την εφάμαρτη ηδονή, τα παίρνει επάνω του» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ιε΄ 19).

Μιλάει ο άγιος για τις σαρκικές πτώσεις που προκαλούνται από το πάθος της λαγνείας, της οποίας «μητέρα» είναι η εφάμαρτη ηδονή. Η φιληδονία μάλιστα μαζί με τις «αδελφές» της φιλοδοξία και φιλαργυρία, συνιστούν το τρίπτυχο που ριζώνεται στο δέντρο της «κόλασης»: τον εγωισμό (ή αλλιώς φιλαυτία). Και πώς τον χαρακτηρίζει αυτόν που πέφτει στα σαρκικά; Ελεεινό. Γιατί χάνει τη σχέση του με τον Θεό. Και χάνει τη σχέση του με τον Θεό, διότι για να φτάσει στη σαρκική πτώση έχει γίνει προηγουμένως και η ψυχή του «σαρκική». Όλη η ατμόσφαιρα της ζωής του δηλαδή έχει αλλάξει - ψυχή και σώμα σε λάθος κατεύθυνση. «Θα πάρω το Πνεύμα μου πάνω από αυτούς – ακούμε ήδη τον βαρυσήμαντο λόγο του Θεού -  «διά το είναι αυτούς σάρκας», γιατί έχουν γίνει αυτοί σαρκικοί».

Και μη νομίσουμε ότι η ελεεινολόγηση του αγίου είναι μόνο για τη λαγνεία. Είναι και για τα άλλα κεντρικά πάθη που αναφέραμε,  γιατί όλα οδηγούν στο χειρότερο σημείο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος: να χάνει την επαφή του με τον Θεό. Χωρίς Θεό τι να την κάνεις τη ζωή; Είναι μία ζωή χωρίς τη Ζωή. Μία ζωή εν θανάτω.

Ο θάνατος αυτός πριν από τον θάνατο, λέει ο όσιος, δεν είναι ό,τι χειρότερο. Δεν έχουμε πιάσει ακόμη… πάτο! Το χειρότερο είναι να αμαρτάνουμε  μεν, αλλά να παρασύρουμε κι άλλον μαζί μας: θα μας ζητηθεί η ψυχή του!  Ο ίδιος ο Κύριος είπε έναν από τους σκληρότερους λόγους του γι’ αυτήν την περίπτωση: «συμφέρει στον άνθρωπο που παρέσυρε κι άλλον στην αμαρτία, να δέσει μία μυλόπετρα στον λαιμό του και να πάει να πνιγεί»! Η αμαρτία της… αυτοκτονίας λιγότερο κακό από τον σκανδαλισμό του συνανθρώπου! Ποια η αιτία του θεωρούμενου αυτού παράδοξου; Το μεγαλείο της αγάπης! Ό,τι ακυρώνει την αγάπη, ό,τι προσβάλλει την κοινωνία με τον συνάνθρωπο, θεωρείται το αξεπέραστο κακό. Κι αυτό γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Τυχαία λέει ο απόστολος Παύλος ότι και κάτι αθώο να κάνω, όπως να φάω κρέας για παράδειγμα, αν αυτό σκανδαλίζει τον ασθενή στη συνείδηση συνάνθρωπό μου, δεν θα το κάνω! Κριτήριο δηλαδή και της ίδιας της θεόσδοτης ελευθερίας μας είναι η σχέση με τον άλλον, η αγάπη μας προς αυτόν. «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος» έτσι.

«Τρομακτικά» πράγματα για τους γονείς, για τους δασκάλους, για τους κληρικούς – για όλους αυτούς που είναι σε υπεύθυνη θέση σχέσης με τους άλλους. Και κυρίως γι’ αυτούς που σχετίζονται με την… «αφρόκρεμα» του Θεού: τα αγαπημένα Του παιδιά! Βρίσκονται σε ιερό έδαφος κυριολεκτικά. «Ο τόπος εν ω έστηκας, τόπος άγιός εστι»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’  αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

Όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’  αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα  όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’  αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί «να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του» (ωδή α΄).

Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως  θεωρείται περιττή και αυτονόητη: υμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο: «…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’  ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως» (Δόξα αίνων). Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.

Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο: «Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας» (κάθισμα ωδής γ΄). Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’  αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.

08 Οκτωβρίου 2021

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«Η εποχή μας είναι αβάσταχτη», συνήθιζε να λέει ο μέγας Γέρων όσιος Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) ο Αθωνίτης. Λόγω ακριβώς της απομάκρυνσης του κόσμου από τον Θεό και της υποταγής του κατά φυσικό τρόπο στα νοσηρά πάθη του και στις πονηρές δυνάμεις. Για τον όσιο τα πράγματα ήταν προφανή: ο σύγχρονος άνθρωπος, μετά μάλιστα από τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τις πολλαπλές κρίσεις που τους συνόδεψαν, έχει κατρακυλήσει στο έσχατο βάθος της κατάπτωσης, με περαιτέρω αυξητική τάση. «Η απομάκρυνση του Θεού μετά από δύο απίστευτα σκληρούς Παγκόσμιους πολέμους, τον Α΄ και τον Β΄, οδήγησε στο να βυθιστεί ολόκληρος ο κόσμος στην κρίση και να μη βρίσκει διέξοδο πουθενά». «Ασφαλώς, ο κόσμος που μας περιβάλλει σημείωσε κολοσσιαία πρόοδο από τεχνικής απόψεως. Από χριστιανικής όμως απόψεως δεν έκανε καμιά πρόοδο στην καλλιέργεια της καρδιάς». Φτάνει μάλιστα στο σημείο ο όσιος να λέει το τρομακτικό: «Η δύναμη του κακού του σύγχρονου οργανωμένου κόσμου είναι τόσο μεγάλη, ώστε παρ’  όλη την προσευχή, παρ’ όλη την ένταση του πνεύματός μας, δεν επιτυγχάνουμε τη νίκη επάνω στο πνεύμα του κόσμου. Είμαστε συντετριμμένοι από τα παθήματα που μας προσβάλλουν από έξω».

Παρ’ όλα αυτά, δεν μένει στην παθητικότητα της αδράνειας ο όσιος – κανείς χριστιανός δεν μπορεί να είναι χριστιανός ευρισκόμενος σε αδράνεια, πολύ περισσότερο εκείνος που ζούσε και κήρυσσε την απόλυτη «ένταση του πνεύματος»! Υπάρχει η διέξοδος, σημειώνει, που οδηγεί στην υπέρβαση και τη χαρά. Να ζούμε προσμένοντας διαρκώς τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς» Κύριο Ιησού Χριστό και να αποδυόμαστε, την κάθε στιγμή της ζωής μας και στο πόστο που έχουμε ταχθεί, στον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. Στην πορεία αυτή που συνιστά τον αγιασμό μας έρχεται στα όρια της ψυχής και του σώματός μας ο ίδιος ο Κύριος και η παντοδύναμη ενέργειά Του. Κι αυτή είναι η μοναδική διέξοδος που γίνεται ευλογία και για τον υπόλοιπο κόσμο.  

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ

 «Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρωμιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας. 

07 Οκτωβρίου 2021

Ο ΙΑΤΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

Ο Χριστός ως Θεός και άνθρωπος είναι ο ζωντανός Θεός μας. «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Στέκεται αδιάκοπα ενώπιόν μας με διάθεση απόλυτης αγάπης, έτοιμος να μας παράσχει την ίαση της ψυχής και, αν είναι προς το συμφέρον μας, του σώματός μας. Και πώς να μη μας αγαπά, αφού είναι η πηγή της αγάπης και μάλιστα μας έχει κάνει μέλη Του εν Εκκλησία, που θα πει μας θεωρεί ίδιους με Αυτόν; «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, έτσι κι εγώ αγάπησα εσάς» μας βεβαιώνει. Το πρόβλημά μας όμως, πρόβλημα που αποκαλύπτει την ολιγοπιστία και ίσως την απιστία μας απέναντί Του – γεγονός που αδρανοποιεί εξαιτίας μας την αγάπη Του αυτή ή καλύτερα κάνει την αγάπη Του να μη βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να «αναπαυτεί» -  είναι ότι τις περισσότερες φορές Του ζητάμε την ίαση των σωματικών μας μόνο ασθενειών, αδιαφορώντας για τα ψυχικά μας τραύματα. Κι αυτό γιατί όπως είπαμε η ολιγοπιστία και η απιστία μας μάς κάνει να βλέπουμε οριζόντια και υλιστικά μόνον τον εαυτό μας, να μας διαφεύγει συνεπώς το βάθος μας, η ψυχή μας, η πνοή του Θεού μέσα μας.

Οπότε, Εκείνος, επειδή ακριβώς μας αγαπά και μας θέλει αιώνια μαζί Του θεραπευμένους ψυχικά και πνευματικά, κρίνει κατά περίπτωση αν θα μας προσφέρει τη σωματική μας ίαση ή όχι. Μη ξεχνάμε τον θεόπνευστο λόγο του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου που δίνει απάντηση στο γιατί πολλά αιτήματα προσευχής δεν γίνονται εισακουστά από τον Κύριο: προσευχόμαστε με κακό τρόπο! – «αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε». Και ποιο το περιεχόμενο της κακής προσευχής κατά τον ίδιο; «Δώσε μας την υγειά μας, να είμαστε καλά για να αμαρτάνουμε!» - «ίνα εν ταις ηδοναίς υμών δαπανήσητε» (4, 3). Αλλά κι από την άλλη, έχουμε μία «κώφευση» εξίσου του Κυρίου σε παρόμοιες για την υγεία προσευχές αγίων Του, σαν του αποστόλου Παύλου που του αρνήθηκε την ίαση, γιατί δεν ήταν και πάλι προς το συμφέρον τους. Και ποιο το συμφέρον; Η περαιτέρω προκοπή στην αγιότητα, έστω και μέσα από τις οδύνες και τον πόνο και την αρρώστια. Διότι οι δύσκολες αυτές καταστάσεις, επειδή καλλιεργούν την υπομονή,  κινητοποιούν στο έπακρο τον πιστό άνθρωπο, ώστε να στραφεί πιο πολύ προς τον Θεό και να δημιουργήσει το πιο εύφορο έδαφος στην καρδιά του για καρποφορία των αρετών, δηλαδή για πλούσια ενοίκηση του Κυρίου μέσα στην ύπαρξή του. Το πατερικό λόγιο είναι κατακάθαρο: «Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων, ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τους έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.