30 Δεκεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ!

 «Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ. Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της... Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος... Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ...

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν» (Άγιος Σιλουανός του Άθω).

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του! 

Όμως κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παραπάνω απόσπασμα του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Αφηνόμαστε στη χάρη των λόγων του. «Πίνουμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Κι έτσι γίνεται η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (2)

 Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, πάνω στό πεδίο τοῦ χρόνου, εἶναι μία πάλη ὑπέρβασης τοῦ ἐγωισμοῦ καί βίωσης τῆς κανονικότητάς του, τῆς ἀγάπης.  Πόσο ὡραῖα μᾶς τό λέει ἐκεῖ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ» ὁ ἄνθρωπος. Δίνει ὁ Θεός χρόνο, παρατείνει τόν χρόνο παραμονῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπί γῆς, γιά νά μετανοεῖ αὐτός, μέ τήν ἔννοια τῆς διαρκοῦς προσπάθειάς του, μέ τή χάρη πιά τοῦ Θεοῦ, σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ ἡμέρες, δηλαδή ὁ χρόνος πού βρισκόμαστε μέσα στήν πτώση τῆς ἁμαρτίας, χωρίς ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πονηρές. Γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στόν Χριστό, ὁπότε μακριά ἀπό Ἐκεῖνον ζεῖ μόνον τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ του, γενόμενος ἔτσι ἕρμαιο τοῦ Πονηροῦ διαβόλου καί κάνοντας τόν χρόνο του ὄντως πονηρό. Ὄχι ὅμως ὁ χριστιανός: τόν χρόνο του ἀφοῦ εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ (πρέπει νά) τόν ἀξιοποιεῖ κατά τό θέλημα Ἐκείνου. Ἐξαγοράζομαι κάτι σημαίνει κάνω συνετή χρήση αὐτοῦ, ἄρα κατά τόν ἀπόστολο ὁ μόνος τρόπος γιά νά ζοῦμε μέσα στίς πονηρές ἡμέρες λόγω τοῦ ἐγωισμοῦ τῶν ἀνθρώπων εἶναι νά ζοῦμε ἐμεῖς κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό εἶναι τό μόνο συνετό πού μποροῦμε νά κάνουμε.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου».

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού».

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες». Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία». Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

29 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ!

Ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά εἰσερχόμαστε κάθε φορά στόν νέο χρόνο – «ὁ καταξιώσας ἡμᾶς ἐν τῆ ἀφάτῳ Σου φιλανθρωπίᾳ εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν», κατά τήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας πού θά ἀκούσουμε σέ λίγες ἡμέρες. Ὁ χρόνος Τοῦ ἀνήκει ὡς δημιουργία Του, τόν δίνει ὡς δωρεά Του, συνεπῶς θεωρεῖται ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ εὐλογία Του στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀξιοποιήσει. Ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά δημιουργήματα, πού ὁ Θεός τά προσέφερε στόν ἄνθρωπο πρός ἀξιοποίησή τους – «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτά» λέει ἡ Γραφή - κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τόν χρόνο. Δέν εἶναι ὁ χρόνος ἕνα πράγμα πού ὑφίσταται ἀπό μόνο του, δέν λειτουργεῖ κατά μαγικό τρόπο ὡς ἕνα εἶδος κύκλου (κυκλική ἔννοια τοῦ χρόνου: ὅλα ἔρχονται καί ἐπανέρχονται τά ἴδια), ὅπως νόμιζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λόγω τῆς πίστης τους στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό καί πού θά ἔπρεπε νά ἀρέσει καί σ’ ἐκεῖνον, ὥστε νά γίνεται αὐτό καί ἡ χαρά τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πορεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ζεῖ τή φυσιολογία του καί ἄρα τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. Βγάλε τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα χάνουν τό νόημά τους καί στεροῦνται ἀπό ὁποιαδήποτε χαρά. Ἡ θλίψη γίνεται ἐκεῖνο πού τήν σφραγίζει. «Θλίψη καί στενοχώρια σέ κάθε ἄνθρωπο πού κάνει τό κακό» (ἀπ. Παῦλος). Μέσα λοιπόν στήν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει Ἐκεῖνος νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν καινούργιο χρόνο, ὥστε νά βρίσκεται συντονισμένος μέ τόν δωρεοδότη Του, νά ζεῖ δηλαδή μέ ἀγάπη.

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθη του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει»)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία»)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη»)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

28 Δεκεμβρίου 2021

ΝΕΥΡΙΑΖΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ!

«Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθείς σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσεις την ψυχή σου για να σώσεις άλλους» (Αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Το απόλυτο κριτήριο για έναν χριστιανό, μας υπενθυμίζει ο μεγάλος όσιος αββάς του Γεροντικού Μακάριος ο Αιγύπτιος, είναι η σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι κάνουμε, λέμε ή και σκεφτόμαστε πρέπει σ’ αυτό ν’ αποσκοπεί. Κι όταν λέμε σωτηρία της ψυχής εννοούμε όχι μία υπερφυσική εκτός σώματος κατάσταση κατά τον τύπο διαφόρων πνευματοκρατικών και ιδεαλιστικών φιλοσοφιών και θεοσοφιών που έλκουν την καταγωγή τους συνήθως από Ανατολικές δοξασίες ως να είναι το σώμα κάτι το κακό – έχει ταλαιπωρηθεί πολύ και πολλές φορές η Εκκλησία και η ορθόδοξη θεολογία της από τέτοιες αντιλήψεις – αλλά τη σωτηρία όπως την εννοεί η Βιβλική και Πατερική μας παράδοση: την εύρεση του αληθινού εαυτού μας, την αποκατάστασή μας από τα τραύματα της αμαρτίας, την απόκτηση και πάλι της ψυχοσωματικής ολοκληρίας μας: να γίνουμε και πάλι σώοι και ολόκληροι. Κι αυτό σημαίνει τη σχέση μας με τον Χριστό ως ένταξή μας στο άγιο σώμα Του την Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και τη διαρκή στη συνέχεια προσπάθεια διακράτησης και αύξησης της χάρης αυτής με τη συμμετοχή μας εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Ο Χριστός δηλαδή είναι ο Σωτήρας μας, με Αυτόν και μέσα σ’ Αυτόν βρίσκουμε την αρχή μας και την αληθινή ταυτότητά μας ως άνθρωποι – ό,τι σημειώνει ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος με τον όρο «ανακεφαλαίωση»: όλα μπαίνουν με τον Χριστό στην κανονική τους θέση! Χωρίς Αυτόν το μόνο που επικρατεί και υπάρχει είναι η σύγχυση και η ακαταστασία, η ατμόσφαιρα και η «ζωή» του Πονηρού διαβόλου.

Κι αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι ο χριστιανός ως μέλος Χριστού αρχίζει και κινείται στην οδό Εκείνου και στον «ρυθμό» Εκείνου: την ταπείνωση και την αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη δεν είναι τα πιο καθοριστικά στοιχεία της ζωής του Κυρίου, κατά τη δική Του αποκάλυψη; Οπότε ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία κένωση και σε μία έξοδο από τα δεσμά του εγωιστικού εαυτού του, αναζητώντας και «κυνηγώντας» την αλήθεια της αγάπης, κατά το πρότυπο του ίδιου του Κυρίου, «ο Οποίος όντας Θεός «εκένωσε» τον εαυτό Του και ταπεινώθηκε, έγινε άνθρωπος, κι έδειξε υπακοή στον Θεό Πατέρα μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού». Η αγάπη λοιπόν αποτελεί εκείνο που φανερώνει τη γνησιότητα της χριστιανοσύνης του πιστού, η αγαθή σχέση του με τον συνάνθρωπο, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να βρει και τον ίδιο του τον εαυτό! «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος» κατά τη γνωστή ρήση του μεγάλου οσίου Αντωνίου.

Να όμως που σε αυτήν την κίνηση προς τον συνάνθρωπο, κίνηση αγάπης και ενδιαφέροντος προς αυτόν αναπτύσσεται ένας μεγάλος κίνδυνος: να προσκρούσουμε στην άρνηση αλλά και στην εχθρότητα ακόμη του άλλου. Εμείς ενδιαφερόμαστε και θέλουμε να τον «σώσουμε» από τις τυχόν αμαρτίες και τα στραβοπατήματά του, από την άγνοιά του για την αλήθεια, εκείνος όμως αντιδρά. Και τότε, με το δεδομένο ότι βρισκόμαστε πάνω στην απόλυτη αλήθεια και στο απόλυτο δίκιο, «ερεθίζεται» ο ζήλος μας – πρέπει να τον «πείσουμε», να «καταλάβει», να «σωθεί» κι αυτός! Κι αρχίζουμε να τον ελέγχουμε που δεν πείθεται, και να οργιζόμαστε – πώς παρουσιάζεται τόσο τυφλός μπροστά στο εξώφθαλμο, την αλήθεια της πίστης μας; Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ήδη έχουμε πέσει κι εμείς στην παγίδα του πονηρού: μας έχει περιτυλίξει με τα «δεξιά» όπλα του: την οργή αλλά για καλό σκοπό(!) - τη σωτηρία του συνανθρώπου μας!  

Ο άγιος Μακάριος αποκαλύπτει την κρυμμένη κατάστασή μας: σε μία τέτοια περίπτωση δουλεύουμε στον εγωισμό μας, «δικό μας πάθος ικανοποιούμε»! Και γι’ αυτό μας αποτρέπει: «μη χάσουμε την ψυχή μας τάχα για να σώσουμε τους άλλους»! Πρόκειται για αλήθεια που διαλαλεί ποικιλοτρόπως η Γραφή και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας: «το καλό για να είναι καλό πρέπει να γίνεται και με καλό τρόπο!» (απ. Παύλος). Αν στη θεωρούμενη καλή επιδίωξή μου διαπιστώνω ότι αναπτύσσεται κάποιο πάθος μέσα μου, τότε δεν είναι καλή η επιδίωξη – υφέρπει, όπως είπαμε, ο εγωισμός. Αυτό δεν λέει και πάλι ο άγιος  Παύλος για παράδειγμα όταν προτρέπει: «όταν πας να νουθετήσεις έναν αιρετικό άνθρωπο, πες του το μία και δεύτερη φορά. Μετά σταμάτα!» - ξέρει ο απόστολος ότι η επιμονή εν προκειμένω κρύβει δικό μας πάθος. Κι ακόμη το λέει αλλού (Γαλ. 6, 1) ακόμη καθαρότερα: «Αν κάποιος βρεθεί να κάνει κάποιο παράπτωμα, εσείς που έχετε το Πνεύμα του Θεού να τον διορθώνετε με πραότητα. Προσέχετε μόνο μην παρασυρθείτε κι εσείς από τον πειρασμό»! Κι ο  άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επιλέγει: Ο κινούμενος έτσι νοσεί από τη «νόσο του διαβόλου», δηλαδή την υπερηφάνεια.

Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε στις κινήσεις και την όλη συμπεριφορά μας! Πόσες φορές νομίζοντας ότι ο Θεός μάς «βραβεύει» για τα καλά μας έργα, Εκείνος αποστρέφει το πρόσωπό Του από εμάς λόγω της αλαζονείας μας!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΚΑΕΝΤΕΣ

«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει τους κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δισμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες». Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.

Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν». Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως».  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό».

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; «Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του - εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.

Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.