04 Ιανουαρίου 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (3)

 «Ὕψος οὐρανοῦ, οὐδαμῶς ἐξιχνιάσω· ἄστρων ἀριθμόν, οὐδέ γῆν ἀναμετρήσω· καί πῶς τῆς κορυφῆς σου, τῷ Δεσπότῃ ὁ Πρόδρομος, ἅψομαι χειρί; Πῶς δέ βαπτίσω, τόν φέροντα δρακί τήν κτίσιν; Διό κράζω σοι· Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν δόξα Σοι».

«Σύνθρονος Πατρί, καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχων, ταῖς ἀγγελικαῖς, στρατιαῖς δορυφοροῦμαι· ἀλλά σμικρῷ σπηλαίῳ, ἐξενίσθην τικτόμενος, ἐν τῇ Βηθλεέμ δι’ εὐσπλαγχνίαν· διό καί νῦν τήν δεξιάν σου, ἐμοί δάνεισον, ἵνα καί πλύνω ἐν ἐμοί, τοῦ κόσμου τά πταίσματα».

(Καθόλου δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ κι οὔτε νά μετρήσω τόν ἀριθμό τῶν ἄστρων ἀλλά καί τή γῆ. Καί πῶς θά ἀγγίξω μέ τό χέρι μου τήν κεφαλή σου, ἐγώ ὁ Πρόδρομος ἀπέναντι σέ Σένα τόν Δεσπότη Κύριο; Καί πῶς θά βαπτίσω Ἐσένα πού κρατᾶς στό χέρι Σου τή Δημιουργία; Γι’ αὐτό Σοῦ φωνάζω δυνατά: Εὐλογημένος εἶσαι Θεέ μου πού φανερώθηκες, δόξα Σοι.

Εἶμαι σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα καί δορυφοροῦμαι ἀπό τίς ἀγγελικές στρατιές. Κι ὅμως γεννήθηκα ὡς ἄνθρωπος στή Βηθλεέμ καί φιλοξενήθηκα σέ μικρό σπήλαιο λόγω τῆς ἀγάπης Μου. Γι’ αὐτό καί τώρα δάνεισέ μου τή δεξιά σου, προκειμένου νά ξεπλύνω ἐγώ  τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου).

Ἀπό τούς αἴνους τῆς προπαραμονῆς τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀκούγονται στήν Ἐκκλησία μας σέ ἦχο πλ. β΄ τά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν διάλογο μεταξύ τοῦ Ἰωάννου Προδρόμου καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑμνογράφος δέν ἱκανοποιεῖται μέ μία «ξερή» κατάθεση τῆς σημασίας τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου γιά σύμπαντα τόν κόσμο – καί αὐτό γίνεται βεβαίως σέ ἄλλα τροπάρια. Δραματοποιεῖ τά γεγονότα πού συνέβησαν ἐκεῖ στό ρεῖθρο τοῦ Ἰορδάνου, τά προβάλλει ἀνάγλυφα, σάν νά εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες καί ν’ ἀκοῦμε τό τί διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι μαρτυρεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ἴδιο σχολιασμένο καί ἐπεξεργασμένο μᾶς τό προσφέρει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ἀσφαλῶς νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τό μέγεθος τῶν γεγονότων καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου τους. Στό πρῶτο τροπάριο ἀκοῦμε τόν προβληματισμό καί τήν ἐπιφύλαξη καί τόν φόβο ἀκόμη τοῦ ἁγίου Προδρόμου: «δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τά ἐπίγεια καί τά κτιστά καί πῶς θά ἀγγίξω καί θά βαπτίσω τόν ἴδιο τόν Δημιουργό πού φέρει στό χέρι Του τά σύμπαντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά κάνω εἶναι νά Τόν δοξολογῶ». Κι ἀμέσως στή συνέχεια ἀκοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ναί, εἶμαι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος καί μέ δορυφοροῦν ἀγγελικές στρατιές. Ὅμως ἡ ἀγάπη μου εἶναι αὐτή πού μέ ἔκανε νά ἔλθω ταπεινά στή γῆ καί νά γεννηθῶ μάλιστα σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο. Ὁπότε ὡς συνέχεια τῆς κένωσής μου αὐτῆς εἶναι καί ἡ βάπτισή μου ἀπό σένα Ἰωάννη, μέ σκοπό νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ζοῦμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο θάμβος καί τό ἴδιο δέος: κατανοοῦμε ἀπό τά γεγονότα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Δημιουργοῦ, καί μαζί του κράζουμε: Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ

«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Απέκτησες πτερά από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος».

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος». Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά, έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.

Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν». Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε».

03 Ιανουαρίου 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (2)

«Τήν Βηθλεέμ ἀφέμενοι, τό καινότατον θαῦμα, πρός Ἰορδάνην δράμωμεν, ἐκ ψυχῆς θερμοτάτης, κἀκεῖσε κατοπτεύσωμεν τό φρικτόν Μυστήριον· θεοπρεπῶς γάρ ἐπέστη, γυμνωθείς ὁ Χριστός μου, ἐπενδύων με στολήν, τῆς Οὐρανῶν Βασιλείας».

(Ἀφήνοντας τή Βηθλεέμ, ἐκεῖ πού πραγματοποιήθηκε τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά θαύματα, ἄς τρέξουμε πρός τόν Ἰορδάνη μέ θερμότατη ψυχή, κι ἐκεῖ ἄς δοῦμε τό φρικτό Μυστήριο. Διότι στάθηκε μέ τρόπο πού ἔπρεπε στή Θεότητα ὁ Χριστός μου, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ γυμνώθηκε μοῦ φοράει τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν).

Τό προεόρτιο σύντομο ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου μέ τρόπο συνεπτυγμένο μᾶς καθοδηγεῖ πρός τά σωτηριώδη γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου: Μή τυχόν καί μείνουμε, τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, μόνο στή Βηθλεέμ, ἔστω κι ἄν ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας, δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ἀκολουθεῖ κι ἄλλο Μυστήριο, μπροστά στό ὁποῖο φρίσσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες του, ὁ Χριστός θά σταθεῖ μέ τρόπο θεοπρεπή, δηλαδή μέ ἀγάπη καί ταπείνωση, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, προσφέροντας αὐτό πού μάτια ἀνθρώπου δέν μποροῦν νά δοῦν: νά σβήνει, γυμνωμένος ὁ ἴδιος, τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων κι ἔτσι νά τούς φοράει καί πάλι τή στολή πού ἔχασαν λόγω τῆς πτώσης στήν ἁμαρτία, τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ὑμνογράφος συνεσκιασμένα συνορᾶ μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή βάπτιση τοῦ κάθε πιστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός ἐνδύεται ἀπό τόν Κύριο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τόν Ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή, καθιστάμενος ἔτσι μέλος τοῦ ἁγίου σώματός Του. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Μέ τή βασική προϋπόθεση βεβαίως πού ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὁ πιστός μπροστά στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ: τή συνέργειά του, τό ναί του στό ναί τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ναί ὅμως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ράθυμο καί βαριεστημένο – καρπός ἄγνοιας καί τύφλωσης πνευματικῆς - ἀλλά ναί πού βγαίνει ἀπό καρδιά φλογερή καί θερμή, θερμότατη, πού μέ ἐπίγνωση ὠθεῖ τόν πιστό νά τρέχει μέ σπουδή καί μέ χαρά ἐπί τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΓΟΡΔΙΟΣ

«Ο άγιος Γόρδιος ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ζούσε όταν βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος. Ήταν κόμης κατά την τάξη, αρχηγός εκατό στρατιωτών. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει το θράσος των δυσσεβών και τις βλασφημίες τους κατά του Χριστού, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στα όρη, ζώντας εκεί με τα θηρία. Εκεί ανέφλεξε τον πόθο του για τον Χριστό και έλαβε θάρρος κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, οπότε ήλθε ορμητικός σαν λιοντάρι από την έρημο στην πόλη, ζητώντας να κατασπαράξει τον προστάτη της απάτης διάβολο.  Μπήκε μέσα στο θέατρο και δοξολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα  το πλήθος να στρέψει την προσοχή του προς εκείνον και ο προκαθήμενος άρχοντας να νιώσει κατάπληξη από το θάρρος του. Η κατάπληξή του μετατράπηκε σε μανία, γι’ αυτό και διέταξε να τον φονεύσουν με ξίφος».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Γορδίου, ερμηνεύει κατά πρώτον την απομάκρυνση από τον κόσμο του αγίου μάρτυρα: στράφηκε στα αιώνια, αποθέτοντας την πρόσκαιρη ματαιότητα. Ο άγιος Γόρδιος δηλαδή προτίμησε να ζει με τους αγγέλους, παρά με ανθρώπους που είχαν χάσει το στοιχείο της ανθρωπιάς, γενόμενοι χειρότεροι λόγω της ασέβειάς τους προς τον Θεό και από τα θηρία. Η απομάκρυνσή του έτσι από τον κόσμο ήταν καρπός της πίστεώς του και της αγάπης του προς τον Θεό και όχι μία στείρα άρνηση αυτού. Απόδειξη το γεγονός ότι στην έρημο φούντωσε την αγάπη του προς Εκείνον. «Άφησες κατά μέρος την πρόσκαιρη ματαιότητα, παμμακάριστε, και πήγες μαζί με αυτά που είναι αιώνια. Κι αφού απέφυγες τους ανθρώπους, έγινες συμπολίτης των αγίων, θεόφρον».

Η αίσθηση της ματαιότητας  των επιγείων και ο προσανατολισμός του σε μόνα τα αιώνια, δηλαδή στον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, υπήρξαν μεν  αιτία της φυγής του από τον κόσμο, αλλά τον έστρεψαν και σε αδιάκοπη πνευματική άσκηση στην έρημο. Κι αυτό με τη  σειρά του τον οδήγησε στην επάνοδό του στον κόσμο, προκειμένου όμως όχι να συσχηματιστεί με αυτόν, αλλά να τον ελέγξει για την αμαρτία του, προκαλώντας τον με τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. «Σκεπτόμενος, μάρτυς αοίδιμε, το άστατο των ρεόντων πραγμάτων της ζωής αυτής και ενθυμούμενος τα αιώνια που παραμένουν, χωρίς φόβο εισήλθες στο στάδιο της αθλήσεως». Από την άποψη αυτή η και πάλι είσοδός του στον κόσμο κατανοείται - με πνευματικά κριτήρια - ως η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης του προς αυτόν. Διότι κανείς δεν αγαπά πραγματικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν τους φέρνει με τον λόγο και το παράδειγμά του ενώπιον του Θεού. Ό,τι έκανε στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός: ήλθε στον κόσμο όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά των ανθρώπων, όχι να τους πει ότι πορεύονται καλά, αλλά να τους ελέγξει για την αμαρτία τους και να τους δώσει ώθηση και δύναμη  επανεύρεσης του αρχικού τους προορισμού: να είναι με τον Θεό. Όπως και στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης κατανοείτο και η αποστολή των Προφητών: στέλνονταν από τον Θεό, φανερώνοντας την αγάπη Του προς τους Ιουδαίους, με την κλήση που τους απηύθυναν για μετάνοια. Έτσι η σαν λιοντάρι είσοδος του αγίου Γορδίου στο θέατρο κατανοείται ως προφητική ενέργεια που προκαλεί τους καλοπροαίρετους σε μετάνοια.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει σ’ αυτήν την ορμητική και λιονταρίσια παρουσία του Γορδίου στο θέατρο: «η πυράκτωση της καρδιάς του αγίου από την αγάπη του Χριστού» τον κάνει να βλέπει τους άφρονες ειδωλολάτρες ως άψυχες πέτρες, ενώ η μανία του τυράννου πέφτει επάνω του σαν το κύμα που σπάει μπροστά σε βράχο. Είναι εκπληκτικές οι συγκεκριμένες εικόνες του αγίου υμνογράφου, προκειμένου να «ζωγραφίσει» ανάγλυφα την ψυχική δύναμη του μάρτυρα. «Μπαίνοντας χωρίς φόβο και με ρωμαλεότητα, σαν λιοντάρι, στο θέατρο, αντιμετώπισες, μακάριε, τους άφρονες ειδωλολάτρες σαν άψυχες πέτρες»∙ «Κατάλαβε, θεόφρον, ο τύραννος τη σταθερή σου στάση, και όπως το κύμα πάνω στον βράχο, έτσι κι αυτός διαλύθηκε μπροστά στη δύναμή σου». Είναι γεγονός: η πίστη και η αγάπη στον Χριστό όχι απλώς δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά κάνουν τον άνθρωπο πανίσχυρο, που κανείς δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί του. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο διάβολος και τα όργανά του σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο είναι να καταβάλουν το σώμα του. Την ψυχή όμως ποτέ. Αυτή παραμένει χάριτι Θεού ανίκητη και ακατάβλητη.

02 Ιανουαρίου 2022

ΣΥΓΓΝΩΜΗ...

 


Μην κρύβεσαι από μένα, αδελφέ μου,

μη με φοβάσαι και μην προσπαθείς

να μ’ αποφύγεις ή και να με χτυπήσεις.

Δικό μου είναι το φταίξιμο

και σου ζητώ γονατιστός συγγνώμη.

Δεν σου 'δειξα, ως όφειλα,

ότι είμαι ο εαυτός σου

και θα 'πρεπε κοιτώντας με

να βλέπεις το σπιτικό σου.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

«Ἰωάννη Βαπτιστά, ὁ ἐν μήτρᾳ γνωρίσας με τόν ἀμνόν, ἐν ποταμῷ μοι διακόνησον, μετ’ Ἀγγέλων μοι λειτούργησον· ἐκτείνας ἅψαι τῇ παλάμῃ, τῆς κορυφῆς μου τῆς ἀχράντου· καί ὅταν ἴδῃς τά ὄρη τρέμοντα, καί τόν Ἰορδάνην ἐπαναστραφέντα, σύν τούτοις βόησον·  Ὁ σαρκωθείς ἐκ Παρθένου, εἰς ἡμῶν σωτηρίαν, Κύριε δόξα σοι».

(Βαπτιστά Ιωάννη, σύ πού βρισκόμενος στή μήτρα τῆς μάνας σου μέ ἀναγνώρισες ὡς τόν ἀμνόν τοῦ Θεοῦ, διακόνησέ με στόν ποταμό Ἰορδάνη, λειτούργησε γιά μένα μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Ἅπλωσε κι ἀκούμπησε μέ τήν παλάμη σου τήν ἄχραντή μου κεφαλή. Κι ὅταν δεῖς τά ὄρη νά τρέμουν καί τόν Ἰορδάνη νά γυρίζει πρός τά πίσω, φώναξε δυνατά μαζί μ’ αὐτά· Κύριε, Σύ πού σαρκώθηκες ἀπό τήν Παρθένο γιά τή σωτηρία μας, δόξα σ’ Ἐσένα).

Δέν προλάβαμε νά ἀποσώσουμε τίς δοξολογικές καί ἱκετευτικές κραυγές μας γιά τό ὑπερφυές Μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας, ἦλθε ἡ ἅγια Περιτομή Του, κι ἀμέσως ἡ μέ σπουδή ἐξαγγελία τῆς ἄλλης Δεσποτικῆς Ἑορτῆς, τῆς Βαπτίσεώς Του, τῶν Θεοφανείων ἤ τῶν Φώτων. Κι ἴσως νά μήν μπορεῖ νά γίνει διαφορετικά, ἀφοῦ Χριστούγεννα καί Βάπτιση ἦταν ἀπαρχῆς συνδεδεμένα στήν Ἀνατολή, ὡς ἡ μία ἑορτή τῶν ἁγίων Ἐπιφανείων τοῦ Κυρίου. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ διάκριση Χριστουγέννων καί Βαπτίσεως ἔγινε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος δέχτηκε τόν ξεχωριστό ἑορτασμό τόν προερχόμενο ἀπό τή Δύση κι ἔκτοτε καθιερώθηκε ἔτσι νά ἑορτάζουμε μέχρι σήμερα ὅ,τι ἀπό πρίν ἦταν ἑνιαῖο.

Τό παραπάνω τροπάριο σέ ἦχο πλάγιο τοῦ τετάρτου ἀποτελεῖ δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου ἀπό τίς προεόρτιες ἡμέρες τῶν Φώτων καί εἶναι σύνθεση τοῦ γνωστοῦ ὑμνογράφου μοναχοῦ Ἀνατολίου τοῦ Στουδίτου (8ος αἰ.). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, κατά τήν ἔμπνευση τοῦ ὑμνογράφου, ἀπευθύνεται μέ τρόπο στοργικά ἐπιτακτικό στόν δοῦλο Του Ἰωάννη τόν Βαπτιστή, ἀφενός νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι ἦταν ἐκεῖνος, ὁ Ἰωάννης, πού ἐν χάριτι Τόν ἀνεγνώρισε γιά τό σωτήριο ἔργο Του ἤδη ἐκ κοιλίας μητρός του, καί ἀφετέρου νά μή φέρει ὁποιαδήποτε ἀντίρρηση γι’ αὐτό πού ἡ λογική του ἀρνεῖται νά δεχθεῖ: τή Βάπτισή Του, γιατί πρόκειται γιά διακονία καί λειτουργία πρός τόν Θεό. Τόν καλεῖ νά ξεπεράσει τούς φόβους του καί νά ἁπλώσει καί νά πιάσει τήν ἄχραντη κεφαλή Του, ἀναγγέλλοντάς του ταυτόχρονα ὅτι τό ἔργο του αὐτό ἐντάσσεται μέσα στή βουλή τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι συμμετέχει συγκλονισμένη καί ἡ ἄλογη φύση γιά ὅσα διαδραματίζονται κι ὅτι μαζί μέ τή φύση ἡ μόνη στάση ἔναντι τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δοξολογία Του.  Τά πάντα ἔχουν ὑπόβαθρο ἱστορικό, ἀλλά τό βάρος πέφτει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί στό κρυμμένο μυστήριο.    

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ

«Ο άγιος Σίλβεστρος χειροτονείται λόγω της μεγάλης του αρετής επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης, διαδεχόμενος τον προηγούμενο επίσκοπο Μιλτιάδη που απέθανε. Έκανε πολλά θαύματα και ήταν αυτός που χειραγώγησε στην πίστη του Χριστού τον μέγα βασιλιά Κωνσταντίνο, του οποίου καθάρισε διά του αγίου Βαπτίσματος τα πάθη της ψυχής και του σώματός του, και απέδειξε ότι ο Χριστός είναι Αυτός που προφητεύτηκε από την Παλαιά Διαθήκη, όπως και έδωσε ζωή σε έναν ταύρο, τον οποίο φόνευσε με μάγια ένας Εβραίος και δεν μπόρεσε βεβαίως να τον ξαναφέρει πίσω στη ζωή. Ο άγιος έγινε αίτιος της σωτηρίας πολλών ανθρώπων και εξεδήμησε προς τον Κύριο σε βαθύ γήρας».

Ο άγιος Σίλβεστρος μολονότι ανήκει στους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, τιμάται  από την οικουμενική Ορθοδοξία. Διότι έζησε σε εποχή που ήταν ενωμένη η Δύση με την Ανατολή, δηλαδή σε εποχή που το σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας δεν την είχε ακόμη απομακρύνει από την αλήθεια της πίστεως. Κι όχι μόνον τούτο: αποτελούσε στην εποχή του, αλλά και διαχρονικά, Πατέρα και Διδάσκαλο της ορθοδοξίας, τόσο που υπερμάχησε υπέρ αυτής αγωνιζόμενος κατά των παρεκκλίσεων των αιρέσεων: φανέρωσε με δύναμη τη μία φύση του Τριαδικού Θεού, αλλά σε τρεις υποστάσεις, Μονάδα στην Τριάδα και Τριάδα στη Μονάδα. Πατέρας, Υιός και Άγιον Πνεύμα, μία όμως θεότητα. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν με έμφαση τον υπέρ της αληθούς πίστεως αγώνα του, όπως και την προσπάθειά του να δείξει ότι η αίρεση, η διαστρέβλωση της πίστεως, συνιστά σκότος, που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον ίδιο τον Θεό. «Πάτερ Ιεράρχα Σίλβεστρε, με το ιερό φως της ιερωσύνης σου φώτισες τους πιστούς με φωτοβόλα διδάγματα να σέβονται την τρισυπόστατη ουσία της Θεότητος, ως Μονάδα κατά τη φύση Της. Και γι’ αυτό έδιωξες μακριά το σκοτάδι των αιρέσεων».

Η επισήμανση του ιερού υμνογράφου περί της αιρέσεως ως σκότους δεν πρέπει να διαλάθει εύκολα της προσοχής μας. Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που σήμερα πολλοί άνθρωποι, ακόμη δυστυχώς και πιστοί «χριστιανοί», το υποβαθμίζουν. Δηλαδή ότι τα δόγματα της πίστεως δεν είναι απλώς κάποιες θεωρητικές προτάσεις, οι οποίες έχουν σημασία μόνον για κάποιους θεολόγους και παπάδες. Τα δόγματα συνιστούν τη φανέρωση της αληθινής εικόνας του Τριαδικού Θεού και του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, που σημαίνει ότι υποβάθμιση ή παρέκκλιση από αυτά οδηγεί αυτομάτως σε οντολογική αλλοίωση του ίδιου του ανθρώπου και απώλεια της ίδιας της σωτηρίας του ως πραγματικής σχέσεως με τον Θεό. Με άλλα λόγια το δόγμα καθορίζει το ήθος και τη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πάντοτε αγωνίστηκε «έως θανάτου» υπέρ της αληθείας της πίστεώς της. Τέτοιος πατέρας και διδάσκαλος λοιπόν της πίστεως ήταν και ο άγιος Σίλβεστρος κι αυτό προβάλλει εν πρώτοις ο άγιος υμνογράφος του.

Ο ίδιος βεβαίως, ο άγιος Ιωσήφ, δεν μένει μόνον στην προβολή του αγίου Σιλβέστρου ως διαπρυσίου διδασκάλου της ορθοδοξίας και αντιαιρετικού αγωνιστή. Επικεντρώνει την προσοχή του και στις προϋποθέσεις του αγίου, προκειμένου να έχει τον θείο αυτόν φωτισμό: ο άγιος Σίλβεστρος, μολονότι επίσκοπος και μάλιστα της έχουσας τότε τα πρεσβεία τιμής πρεσβυτέρας Ρώμης, ή μάλλον ακριβώς λόγω της θέσεώς του αυτής, υπήρξε μέγας ασκητικός άνδρας, που αγωνιζόταν για τον προσωπικό του αγιασμό διά της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών και συνεπώς της υπερβάσεως των ψεκτών αμαρτωλών παθών. «Κυριάρχησες με υψηλό φρόνημα πάνω στα πάθη σου, σοφέ Σίλβεστρε, και υπέταξες το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα  με τους ασκητικούς τρόπους ζωής στον άγιον Πνεύμα. Έγινες λοιπόν θείο κατοικητήριο της Τριάδος, γι’ αυτό και ψάλλοντας ταπείνωσες με ένδοξο τρόπο τα πνεύματα της πονηρίας». Ο υμνογράφος εξαγγέλλει το αυτονόητο: κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινός διδάσκαλος της Εκκλησίας και μάλιστα κληρικός, αν δεν ακολουθεί ασκητική διαγωγή με τήρηση των εντολών του Κυρίου. Διαφορετικά, συνιστά κίβδηλο διδάσκαλο, που και την όποια θεωρητική κατάρτισή του στα θέματα της πίστεως θα την χάσει σύντομα. Ο φωτισμός του νου δηλαδή συνυπάρχει όχι μόνον με τη μελέτη των κειμένων της Εκκλησίας μας, αλλά και με τον ασκητικό τρόπο της ζωής.