08 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ.  4, 12 – 17)

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι  ̓Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς πώς συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἔφυγε γιά τή Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅμως τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες τῆς λίμνης, στήν περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία πού τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε στό σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἐφ. 4, 7 – 13)

«Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, στόν καθένα μας ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού δωρίζει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε ψηλά, πῆρε μαζί του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους. Τό ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρά πώς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στή γῆ; Αὐτός πού κατέβηκε εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του τό σύμπαν. Αὐτός, λοιπόν, σέ ἄλλους ἔδωσε τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου, σέ ἄλλους τοῦ προφήτη, σέ ἄλλους τοῦ εὐαγγελιστῆ καί σ’ ἄλλους τοῦ ποιμένα καί δασκάλου, γιά νά καταρτίζουν τούς πιστούς γιά τό ἔργο τῆς διακονίας, ὥστε νά οἰκοδομεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός.

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΕΙΡΗΝΕΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ...

 «Απόκτησε την ειρήνη του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα» (Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ).

Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί συνεπή συνέχεια της αυτοσυνειδησίας του χριστιανού, ότι αποτελεί μέλος του Χριστού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως «μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

«Ο Όσιος Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο και οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ονόματι Ηρακλείδης, ενόσω ζούσαν ακόμη οι γονείς του, πήγε στους αγίους Τόπους για να προσκυνήσει, οπότε θέλησε να παραμείνει εκεί ως μοναχός, στη Λαύρα του Καλαμώνα, κοντά στο σημερινό μοναστήρι του οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Ο  Γεώργιος παρέμεινε κοντά στους γονείς του, έως ότου έφυγαν από τη ζωή αυτή, οπότε τον παρέλαβε μαζί με την κληρονομιά του ο θείος του, που είχε μια μοναχοκόρη και ήθελε να τον κάνει γαμπρό του. Ο Γεώργιος όμως δεν ήθελε να παντρευτεί και έφυγε στον άλλο του θείο, που ήταν ηγούμενος σ' ένα Μοναστήρι. Αλλά επειδή ο προηγούμενος θείος του πίεζε τον αδελφό του ηγούμενο ν' αφήσει τον Γεώργιο να φύγει από το μοναστήρι, ο Γεώργιος έφυγε κι από 'κει και πήγε στον αδελφό του Ηρακλείδη στη Λαύρα του Καλαμώνα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του όμως, τον οδήγησε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά που βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα - εκεί υπάρχει το σπήλαιο στο οποίο είχε καταφύγει καταδιωγμένος από τους βασιλείς του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ ο προφήτης Ηλίας - κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Εκεί πλέον ο Γεώργιος αφού έγινε μοναχός, έζησε αυστηρή ασκητική μοναχική ζωή. Η φήμη της αρετής του ήταν μεγάλη και τα άγια έργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό».

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, κατά λογικό και φυσικό τρόπο, επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο όσιος ασκήθηκε και αγίασε στους τόπους που πάτησαν οι άγιοι πόδες του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ήταν ο φλογερός πόθος του για τον Θεό που οδήγησε και εκείνου τα βήματα στους αγίους Τόπους – «αιχμαλωτισμένος από θείο έρωτα των αγίων τόπων της Σιών, παμμάκαρ, μετέβηκες σε αυτούς» -  στους οποίους παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, έστω και αν πέρασε από πολλές δυσκολίες, και μέχρι να φτάσει εκεί και όταν έφτασε. «Δεν μπόρεσε το μήκος της οδού ούτε η δυσχέρεια των τόπων να παραλύσουν τη φλογερή στροφή σου προς τον Θεό. Διότι και εκεί φθάνοντας και αφού ευφράνθηκες από τον τόπο που πάτησαν οι πόδες του Θεού μας, δεν έδειξες καμία αμέλεια, παρά να φθάσεις με την άσκηση και τους κόπους και προς την ουράνια Σιών».

Είναι πολύ όμορφη μάλιστα η εικόνα του υμνογράφου που περιγράφει την ασκητική βιοτή του οσίου, ο οποίος φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά του προς τον Χριστό, εν κατανύξει ψυχής κατέβρεχε την αγία γη με τα δάκρυά του – πολλές φορές τονίζουν οι ύμνοι το χάρισμα των δακρύων που είχε ο όσιος – και με τις τρίχες της κεφαλής του νοερώς σφούγγιζε τα πόδια του Κυρίου, σαν να Τον έβλεπε νοερώς μπροστά του. «Φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά σου προς τον Χριστό, ένδοξε, εν κατανύξει κατάβρεχες τη γη με τα δάκρυα, και με τις τρίχες της κεφαλής σου σφούγγιζες τα πόδια του Χριστού, βλέποντάς Τον και εννοώντας Τον ως παρόντα, Αυτόν που πόθησες». Κι όχι μόνον τούτο: οι άγιοι τόποι, η αγία Σιών, θεωρούνται από τον υμνογράφο ως σκαλοπάτι για να ανέλθει ο όσιος στην άνω Σιών, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο αγιασμένος τόπος δηλαδή λειτουργούσε για τον όσιο Γεώργιο ως διαρκής πρόκληση και αφορμή μνήμης του Χριστού και ενθυμήσεως της αληθινής πατρίδας. Ο ίδιος ο Χριστός εξέλεξε ως τόπο ερχομού Του τη Σιών, ο τόπος αυτός έγινε για τον όσιο, λόγω της αγάπης του προς τον Χριστό, εφαλτήριο ανόδου του προς Εκείνον. «Ο Δεσπότης ουρανόθεν δι’ ημάς κατερχόμενος, την Σιών ευρίσκει θείον αληθώς ευναστήριον∙ η ενσκηνώσας συ πόθω, ώσπερ κλίμακι, προς την άνω ανήλθες Σιών ταύτη χρώμενος».

Η σφοδρή αγάπη του οσίου προς τον Χριστό εκδηλωνόταν, όπως είπαμε, με τα άφθονα δάκρυα κατανύξεως, αλλά και με τους ασκητικούς του  κόπους. Δεν θα υπήρχαν όμως όλα αυτά, αν ο όσιος δεν είχε βρει το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: τον έλεγχο των λογισμών του. Ο έλεγχος των λογισμών, ως γνωστόν, είναι εκείνο που κρατάει  καθαρή την καρδιά του ανθρώπου, ώστε να υπάρχει και να αυξάνει σ’ αυτήν η αγάπη του Χριστού, συνεπώς να καρποφορούν μέσα της και οι αρετές Εκείνου. Όπως το σημειώνει ο υμνογράφος: «Την ακρόπολη της ψυχής σου δεν την κλόνισαν οι προσβολές των λογισμών, μακάριε». Έτσι ο όσιος Γεώργιος φάνηκε σαν ουρανός, κατάφωτος από τα αστέρια των πρακτικών αρετών της άσκησης, έχοντας ως  ήλιο τον Κύριο και την ψυχή του σαν σελήνη που φωτίζεται από Αυτόν. «Ουρανός τις ανεφάνης τοις πρακτέοις ως άστρασι κατηγλαϊσμένος, φέρων ως φωσφόρον τον Κύριον, την σην ψυχήν ως σελήνην καταυγάζοντα».

07 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

                                                 

                                               ΧΑΡΑ ΜΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

«Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ δεχόταν όλους τους ανθρώπους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: “Χαρά μου!”,...ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: “Χριστὸς Ἀνέστη!”».

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από τους πιο αγαπημένους αγίους όχι μόνο των Ρώσων πιστών αλλά όλων των ορθοδόξων. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του που λειτουργεί ως μαγνήτης των καρδιών των ανθρώπων υπήρξε το ταπεινό του φρόνημα, το οποίο φανέρωνε την ταυτότητα σχέσεως που είχε καλλιεργήσει προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και το ταπεινό αυτό φρόνημα, ως γνωστόν, εκφράζεται και αποδεικνύεται με τη θυσιαστική έναντι του συνανθρώπου αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη: το ιερό ζεύγος που κοσμεί την ύπαρξη του αληθινά πιστού, του αγίου.

Η προσφώνηση του μεγάλου Ρώσου οσίου προς όλους: «Χαρά μου!»∙ και η υπενθύμισή του προς κάποιους άλλους: «Χριστός Ανέστη!», αξίζουν να σχολιαστούν δι’ ολίγων.

Τι μας αφήνει να εννοήσουμε με τα λόγια αυτά ο μεγάλος όσιος; Αφενός το γεγονός ότι στο πρόσωπο των συνανθρώπων του έβλεπε τη χάρη της εικόνας του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό! Ο άγιος Σεραφείμ επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που λέει για τον χριστιανό ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους» - στον κόσμο τούτο η πίστη ως όραση της παρουσίας του Θεού είναι εκείνο που μας καθορίζει και όχι απλώς ό,τι μας προσφέρουν οι σωματικές μας αισθήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός χριστιανός, σαν τον άγιο Σεραφείμ, έχει προσανατολισμένο τον νου του «όχι στα βλεπόμενα αλλά στα μη βλεπόμενα»: στα αιώνια και άφθαρτα, τη χάρη όπως είπαμε του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είναι Εκείνος που έχει δώσει ως εντολή τη βαθειά αυτή όραση, από την οποία θα κριθεί και το αιώνιο μέλλον μας: «ό,τι κάνετε στον συνάνθρωπό σας το κάνετε σ’ εμένα». Πώς λοιπόν ο όσιος του Θεού να μη θεωρεί «χαρά του» κάθε άνθρωπο, στον οποίο έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό, συνεπώς και το «αντικείμενο» του έρωτά του; Ο άγιος Σεραφείμ, σαν τους άλλους αγίους, αγαπούσε μέχρι βαθμού θυσίας κάθε άνθρωπο, πριν ακόμη έλθει σε προσωπική επαφή μαζί του.

Κι αφετέρου: το γεγονός ότι έκρινε πως σε κάποιους έπρεπε να υπενθυμίσει τον αναστάσιμο χαιρετισμό φανέρωνε ότι ο ίδιος καταρχάς  την Ανάσταση του Κυρίου την ζούσε όχι απλώς ως μία εορτή που προβάλλεται από την Εκκλησία έστω και πανηγυρικά, αλλά ως καθημερινή εμπειρία του – η Ανάσταση συνιστά βίωμα που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του χριστιανού, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πηγαίας εσωτερικής χαράς∙ κι έπειτα, ακριβώς γι’ αυτό, ότι κανείς χριστιανός δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφεθεί στην «κατάποσή» του από τη θλίψη και τον ψυχικό μαρασμό – είναι σαν να ομολογεί ότι δεν πιστεύει στον Κύριο και την Ανάστασή Του. Προφανώς αρκετοί που επισκέπτονταν τον άγιο Σεραφείμ ήταν άνθρωποι καταβεβλημένοι από τις δοκιμασίες και τις οδύνες της ζωής, έχοντας «ξεχάσει» ότι η χριστιανική πίστη αποτελεί συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου στον βαθμό που ταυτοχρόνως αποτελεί και συμμετοχή στη χαρά της Αναστάσεώς Του.

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

«Παραλάβαμε εξαρχής και με φωτισμό Θεού να εορτάζουμε την επομένη των αγίων Θεοφανείων τη Σύναξη του πανιέρου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού, διότι διακόνησε το μυστήριο του θείου βαπτίσματος. Συντάσσεται η εορτή αυτή και με τις άλλες πανηγύρεις του αγίου Ιωάννου, ώστε να μην αφήσουμε στη σιωπή τίποτε από τα θαύματα εκείνου. Την ίδια ημέρα θυμόμαστε και τη μεταφορά της πάντιμης χειρός του αγίου Ιωάννου προς τη Βασιλίδα των πόλεων, που έγινε ως εξής: Στην πόλη Σεβαστή, στην οποία λέγεται ότι είχε θαφτεί το σώμα του Προδρόμου, έφτασε ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος πήρε το δεξί χέρι του προφητικού εκείνου σώματος και το πήγε στην πόλη του την Αντιόχεια. Το χέρι του Προδρόμου επιτελούσε εκεί πάμπολλα θαύματα, μεταξύ των οποίων και το παρακάτω. Υπήρχε κάποιος δράκος, ένα τεράστιο ερπετό, που φώλιαζε στα όρια της πόλεως, το οποίο οι κάτοικοί της και οι ειδωλολάτρες το τιμούσαν με ετήσια θυσία. Όταν ήλθε ο καιρός, κληρώθηκε κάποιος από τους χριστιανούς να προσφέρει στο θηρίο το μικρό του κορίτσι. Διότι ο δράκος αυτός έβγαινε έρποντας έξω από τη φωλιά του, παρουσιάζοντας ένα ανέλπιστο θέαμα, και  με το τεράστιο ανοιχτό στόμα του δεχόταν το θύμα και το κατασπάρασσε με τα δόντια του. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας της κόρης εκλιπαρούσε με στεναγμούς τον Θεό και τον Πρόδρομο να απαλλάξει την κόρη του από τον πικρό θάνατο. Οπότε σοφίζεται το εξής: Ζητάει να προσκυνήσει το άγιο χέρι του Προδρόμου. Και την ώρα που το ασπαζόταν, κρυφά κόβει με τα δόντια του τον αντίχειρα από τα δάκτυλα και βγαίνει από τον ναό έχοντας πετύχει τον σκοπό του. Λοιπόν, όταν έφτασε η ημέρα της θυσίας και παρευρισκόταν ο λαός για να δει το θέαμα, προσέρχεται ο πατέρας φέρνοντας την κόρη του. Πλησίασε το φοβερό ερπετό, κι όταν το είδε να χάσκει και να ζητά το θύμα του, εξακόντισε μέσα στον φάρυγγά του το ιερό δάκτυλο, γεγονός που επέφερε αμέσως τον θάνατο του ερπετού. Όταν έγιναν αυτά, ο μεν πατέρας επέστρεψε με ζωντανή την κόρη του, διηγούμενος την παράδοξη λύτρωσή της, το δε πλήθος του λαού με έκπληξη για το μεγάλο θαύμα ανέπεμπε ευχαριστίες στον Θεό και τον Πρόδρομο, ενώ έκτισε και μέγιστο ναό προς τιμήν του Προδρόμου. Λέγεται δε, ότι κατά την εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού ανυψώνεται αυτό το τίμιο χέρι από τον αρχιερέα, ενώ κατά την ανύψωση άλλοτε εκτείνεται και άλλοτε συστέλλεται. Κι όταν εκτείνεται σημαίνει ότι θα υπάρχει ευφορία καρπών, ενώ όταν συστέλλεται, θα υπάρχει αφορία και φτώχεια. Γι’ αυτό και πολλοί από τους κατά καιρούς βασιλείς επιθύμησαν να κατάσχουν το ιερό χέρι του Προδρόμου, κατεξοχήν δε ο Κωνσταντίνος και ο Ρωμανός από τους Πορφυρογέννητους. Λοιπόν, και ενώ αυτοί βασίλευαν, κάποιος διάκονος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ονομαζόταν Ιώβ, ζήτησε  και πήρε μαζί του το τίμιο χέρι του Προδρόμου, την ώρα της επιλύχνιας ακολουθίας, κατά την οποία υπάρχει συνήθεια, όπως έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, να τελούν τον αγιασμό. Το ιερό χέρι του μεγάλου προφήτη ο φιλόχριστος βασιλιάς το κατασπάστηκε με πόθο και το απέθεσε στα ανάκτορα. Τελείται δε η σύναξη αυτού στο Φοράκιο».

Η σύναξη του αγίου Ιωάννου Προδρόμου δίνει αφορμή στην υμνολογία της Εκκλησίας μας να προβάλει τη φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του με τις πολυποίκιλες αρετές του. Και εν πρώτοις οι ύμνοι σημειώνουν ότι ο μακαρισμός του αγίου Ιωάννη από την Εκκλησία συνιστά δοξολογία του ίδιου του Ιησού Χριστού. «Πανεύφημε Πρόδρομε Χριστού…σε ευσεβώς μακαρίζοντες, Χριστόν δοξάζομεν». Διότι βεβαίως αν ο άγιος Ιωάννης είναι τόσο μεγάλος στο εκκλησιαστικό στερέωμα, είναι γιατί σχετίστηκε με τον Κύριο, ως προφήτης και πρόδρομός Του, ως βαπτιστής και μάρτυράς Του. Από τον Κύριο πήρε το όποιο φως και την όποια αξία του ο Ιωάννης, με πλήρη επίγνωσή του ως προς αυτό. Γι’ αυτό και είναι ο λύχνος που φανέρωσε το απαύγασμα της δόξας του Πατέρα, τον Ιησού Χριστό. «Σαν λυχνάρι φανέρωσες σε όλους τη λάμψη της δόξας του Πατέρα, που φάνηκε με σώμα». Και γι’ αυτό επίσης η κύρια αρετή του ήταν η αρετή της ταπείνωσης, η προϋπόθεση για την ύπαρξη της χάρης του Θεού στον άνθρωπο. Μπροστά στον Χριστό νιώθει την απέραντη μηδαμινότητά του: «Ουκ ειμί ικανός, ίνα κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων Αυτού». «Εγώ έχω χρείαν του υπό σου βαπτισμού και συ έρχη προς με;».

Ο τονισμός του προφητικού και προδρομικού στοιχείου στον άγιο Ιωάννη αποτελεί τον πυρήνα της ποίησης των αγίων υμνογράφων του. Ο άγιος Ιωάννης στέλνεται από τον Θεό, προκειμένου να ετοιμάσει το έδαφος της παρουσίας του Χριστού. «Όταν είδε ο Πρόδρομος τον φωτισμό μας που φώτισε κάθε άνθρωπο, τον Ιησού Χριστό, τον δείχνει και λέγει στους λαούς: να αυτός που λυτρώνει τον Ισραήλ, αυτός που μας ελευθερώνει από την φθορά». «Προετοίμασες τους δρόμους του Κυρίου, καθώς βάδισες πριν από Αυτόν, προφήτα». Το απλωμένο χέρι μάλιστα του αγίου Προδρόμου και το δάκτυλο με το οποίο υπέδειξε τον Κύριο στους μαθητές του στον ποταμό Ιορδάνη, γίνονται τα κεντρικά αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιεί ο υμνογράφος ήδη από την παραμονή της εορτής των Θεοφανείων, στο δοξαστικό των ιδιομέλων της Θ΄ ώρας, για να καταδείξει ακριβώς ότι είναι ο Πρόδρομος Κυρίου. Η ποίηση εδώ «απογειώνεται» και φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη λυρισμού: «την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών, Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν» (Το χέρι σου που άγγιξε την πανάχραντη κορυφή του Δεσπότου, και με το δάκτυλο του οποίου χεριού  μάς Τον υπέδειξες, σήκωσε ψηλά για χάρη μας, Βαπτιστά, επειδή έχεις πολλή παρρησία ενώπιόν Του).

Το προδρομικό στοιχείο του αγίου είχε ξεκινήσει όμως από πολύ νωρίς. Ο άγιος Πρόδρομος δεν δακτυλοδεικτούσε τον Χριστό μόνον στην έρημο ή την ώρα του βαπτίσματος. Είχε «αναγνωρίσει» τη μεσσιανικότητά Του και την είχε μηνύσει ήδη εκ κοιλίας μητρός του. Η ώρα της επίσκεψης της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας στην ξαδέλφη της Ελισάβετ μετά τον ευαγγελισμό της, τότε που σκίρτησε ο κυοφορούμενος Ιωάννης στην  κοιλιά της εγκυμονούσας γερόντισας μητέρας του, ήταν η απαρχή της προδρομικής αποστολής του. Ο άγιος υμνογράφος το σημειώνει πολλαπλώς: «Έγινες πλήρης από το πανάγιο Πνεύμα, όταν βρισκόσουν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας σου, και μήνυσες χαίροντας με τερπνό σκίρτημα τον καρπό της Παρθενίας, τον Ιησού Χριστό, και Τον προσκύνησες, προφήτη πανσεβάσμιε». Κι ακόμη περισσότερο: προετοίμασε, κατά τον υμνογράφο, τον ερχομό του Χριστού και στον Άδη, όταν βρέθηκε εκεί τριήμερος Εκείνος μετά την εκπνοή Του από τη σταυρική Του θυσία. «Με χαρά ευαγγελίστηκες και στους ευρισκομένους στον Άδη τον Θεό που φανερώθηκε ως άνθρωπος».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν μπορούν να μην αναφερθούν εκτενώς και στο θεοπτικό στοιχείο της ζωής του αγίου. Με την προϋπόθεση της καθαρής και ισάγγελης πολιτείας του («σκεύος καθαρότητος ανεδείχθης», «υπερφυούς αρετής λαμπηδόσιν ηγλαϊσμένος», «άγγελος τον ισάγγελον ευηγγελίσατο Ζαχαρία τω σεπτώ») – κανείς απροϋπόθετα δεν μπορεί να γίνει θεόπτης - ο Θεός τού έδωσε τη χάρη της διανοίξεως των πνευματικών οφθαλμών του, προκειμένου να δει τη δόξα του τριαδικού Θεού, κατά την ώρα της Βαπτίσεως του Κυρίου. «Με τη χάρη του Θεού είδες σοφέ Ιωάννη Πρόδρομε, την άρρητη δόξα του Πατέρα,  τον Υιό μέσα στο νερό. Και το Πνεύμα είδες, που απήλθε ως περιστέρι, και που καθαρίζει και φωτίζει τα πέρατα. Γι’ αυτό σε δοξολογούμε ως μύστη της Τριάδος και τιμάμε το θείο πανηγύρι σου». Κι είναι τούτο μία αλήθεια που πρέπει να τονίζεται: η όραση της Θεοφάνειας από τον άγιο Πρόδρομο δεν ήταν όραση και από τους άλλους που παρευρίσκονταν στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ιωάννης μόνον, όπως βεβαίως και οι παρευρισκόμενοι άγγελοι, άκουσε τη φωνή του Θεού Πατέρα και είδε το άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού να ίπταται υπεράνω του βαπτιζόμενου Χριστού. «Αυτόν που οι προφήτες με πολλούς τρόπους είδαν και με αινιγματικό τρόπο προεκήρυξαν, αυτόν αξιώθηκες να βαπτίσεις στον Ιορδάνη. Κι άκουσες την πατρική φωνή από τον ουρανό, που έδινε μαρτυρία για την υιότητα του Χριστού. Και το Πνεύμα είδες με τη μορφή του περιστεριού, που έφερνε τη φωνή πάνω στον βαπτιζόμενο».

Οι υμνογράφοι, είπαμε, παίρνουν αφορμή να δουν και άλλες πλευρές του αγίου Ιωάννου: να θυμηθούν ότι ο Κύριος τον επαίνεσε περισσότερο από όλους τους προφήτες και τους άλλους ανθρώπους («Προφήτην σε προέφησε των Προφητών υπέρτερον, εν γεννητοίς ο Δεσπότης γυναικών μείζονα πάντων»), ότι υπήρξε μέγας αγωνιστής υπέρ της αληθείας, τόσο που έδωσε και τη ζωή του γι’ αυτήν με τον μαρτυρικό του θάνατο («ως αρνίον άκακον ιερουργούμενος προσηνέχθης θυσία»),  ότι υπήρξε ο μεσίτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης («Προφητών σε σφραγίδα γινώσκομεν, ως τη Παλαιά και Καινή μεσιτεύσαντα»). Και βεβαίως ότι το κήρυγμά του ήταν εκείνο που αποτελεί τον δρόμο της σωτηρίας όλων μας: η μετάνοια. «Με κόσμημα τη σοφία του Θεού, ήλθες να κηρύξεις τον Χριστό. Διότι έγινες η φωνή αυτού που βοά στην έρημο δυνατά: μετανοείτε». «Τώρα που μας εποπτεύεις από ψηλά, μακάριε, από τη Βασιλεία του Θεού που βρίσκεσαι, σε παρακαλούμε με τις μεσιτείες σου να μας διαφυλάσσεις έτσι, ώστε να ακολουθούμε αυτό το θείο κήρυγμά σου και να μένουμε σταθεροί στις ένθεες διδαχές σου και στα σωτήρια δόγματά σου».  

06 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

«Τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζουμε κατά την ημέρα αυτή, και στη Μεγάλη Εκκλησία και στις κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, επιτελώντας την παννυχίδα από το εσπέρας. Ο ίδιος ο Θεός Λόγος αφού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ και εκτέλεσε όλα τα νόμιμα, έρχεται για να βαπτισθεί προς τον μέγα Ιωάννη τον Προφήτη, ο οποίος και τον εμπόδιζε λέγοντας: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Συ έρχεσαι σε μένα; Όταν όμως άκουσε από τον Κύριο το, άσε τώρα αυτά, και κατάλαβε ότι το Βάπτισμά Του αποτελεί εκπλήρωση όλης της δικαιοσύνης του Θεού, είναι δηλαδή μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου, δεν Του έφερε εμπόδιο. Βαπτίσθηκε λοιπόν ο Κύριος και αγίασε όλη τη φύση των υδάτων. Κι αφού έθαψε στα ρείθρα του Ιορδάνου όλη την αμαρτία των ανθρώπων, αμέσως βγήκε από το νερό. Έτσι ανακαίνισε και ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε παλιώσει λόγω των αμαρτιών, οπότε του χάρισε τη Βασιλεία των Ουρανών».

Εδώ και μερικές ημέρες η Εκκλησία μάς προετοιμάζει, μετά την Γέννηση του Κυρίου, για τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή, των Θεοφανείων, της Βαπτίσεως του ενανθρωπήσαντος Θεού. Η μία, σημειώνουν οι άγιοι υμνογράφοι, παραπέμπει στην άλλη,  μολονότι και οι δύο εορτάζονταν από κοινού στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ως εορτή των Επιφανείων, της Φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, κάτι που διακρίθηκε από τον τέταρτο αιώνα, για λόγους περισσότερο πρακτικούς παρά πίστεως. Τελικώς όμως καθιερώθηκε ο ξεχωριστός εορτασμός τους, ο οποίος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρείται από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός, μάλιστα, συγκρίνει τις δύο εορτές, για να καταλήξει σε κάτι που ξενίζει: η Βάπτιση του Κυρίου είναι λαμπρότερη από την εορτή των Χριστουγέννων. «Λαμπρά μεν η παρελθούσα εορτή – σημειώνει – λαμπροτέρα δε Σωτήρ η επερχομένη». Και δίνει και την εξήγηση: «Λαμπρή η προηγουμένη εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, λαμπρότερη όμως, Σωτήρα, αυτή που έρχεται. Εκείνη είχε ως ευαγγελιστή άγγελο, και αυτή βρήκε προετοιμαστή Πρόδρομο. Σε εκείνη, επειδή χύθηκαν τα αίματα των νηπίων, οδυρόταν η Βηθλεέμ ως άτεκνη, ενώ σε αυτήν, επειδή ευλογήθηκαν τα ύδατα, η Κολυμβήθρα της Εκκλησίας γίνεται γνωστή ως πολύτεκνη. Τότε Αστέρας φανερώθηκε στους Μάγους, τώρα δε ο Πατέρας Σε υπέδειξε στον κόσμο. Συ που σαρκώθηκες και πάλιν έρχεσαι φανερά, Κύριε, δόξα Σοι».

Ο ίδιος υμνογράφος, συνθεωρώντας, όπως είπαμε, τις δύο εορτές, τις βλέπει ως επί μέρους φάσεις εκπλήρωσης της αρχικής υποσχέσεως του Θεού, ήδη από την εποχή της πτώσεως στην αμαρτία των πρωτοπλάστων, περί της σωτηρίας του κόσμου. Σε κάθε φάση μάλιστα ο Θεός χρησιμοποίησε και τα ανάλογα μέσα, τους «λειτουργούς του μυστηρίου» Του. «Κύριε, θέλοντας να εκπληρώσεις όλα όσα καθόρισες προαιώνια, απ’ αρχής της δημιουργίας, έλαβες λειτουργούς συνεργάτες του μυστηρίου σου: από τους Αγγέλους τον Γαβριήλ, από τους ανθρώπους την Παρθένο Μαρία, από τους Ουρανούς τον Αστέρα, και από τα ύδατα τον Ιορδάνη, μέσα στον οποίο εξάλειψας την αμαρτία του κόσμου, Σωτήρα μας, δόξα Σοι».

Η επισήμανση του υμνογράφου περί της εξαλείψεως της αμαρτίας του κόσμου μέσα στον Ιορδάνη συνιστά την απαρχή αυτού που θα ολοκληρωθεί επάνω στον Σταυρό του Κυρίου και στην Ανάστασή Του. Ό,τι αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού - ότι δηλαδή ο Κύριος στον Σταυρό «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία», όπως και με την Ανάστασή Του καταπάτησε τον θάνατο και τον διάβολο -  ξεκίνησε από τη Βάπτιση του Κυρίου. (Ένας ύμνος μάλιστα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου προσφέρει ανάγλυφα την αλήθεια αυτή. Ο Κύριος έρχεται στον Ιορδάνη με τον τρόπο που Τον υπέδειξε ο Ιωάννης: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ο Ιωάννης βλέπει τον Κύριο, αλλά Τον βλέπει φορτωμένο με τις αμαρτίες του κόσμου. Κι έτσι φορτωμένος έρχεται στον Ιορδάνη, οπότε ο Ιωάννης Τον αντιμετωπίζει με φόβο και τρόμο. «Με σηκωμένες τις αμαρτίες μας στους ώμους Σου, ήλθες Ιησού στα ρείθρα του Ιορδάνου. Εγώ, δε, φοβάμαι τη φρικτή έλευσή Σου. Πώς λοιπόν με διατάζεις να σε βαπτίσω; Συ ο ίδιος ήλθες να με καθαρίσεις και πώς ζητάς το δικό μου βάπτισμα, το βάπτισμα που εσύ φέρνεις και καθαρίζει τα πάντα;»

Η Γέννησή του Κυρίου αποτέλεσε τη βάση της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, η Βάπτισή Του ενεργοποίησε τη νίκη αυτή, ο Σταυρός και η Ανάσταση την οριστικοποίησαν. Ο Κύριος με άλλα λόγια λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας με όλες τις φάσεις της ζωής Του. Η αποστολή έπειτα από Αυτόν του αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, σήμανε την απαρχή της οικειοποιήσεως της λύτρωσης αυτής από όσους θα Τον αποδέχονταν. Στην Εκκλησία δηλαδή αυτό που ο Κύριος έφερε στο ανθρώπινο γένος θα γινόταν και προσιτό και οικείο στις καρδιές των ανθρώπων. Κι όπως με το Βάπτισμα του Κυρίου έχουμε την απαρχή της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, όπως είπαμε, έτσι και με το βάπτισμα στην κολυμβήθρα πια της Εκκλησίας, ο πιστός εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γεύεται ψυχοσωματικά τις δωρεές αυτής της λύτρωσης.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας αδιάκοπα και πολλαπλώς τονίζει τις διαστάσεις αυτές της κάθαρσης του κόσμου και του ανθρώπου από την αμαρτία διά της Βαπτίσεως του Κυρίου. Δεν βαπτίστηκε ο Κύριος, διότι είχε ανάγκη Αυτός του βαπτίσματος: απόδειξη το γεγονός ότι αμέσως βγήκε από τον Ιορδάνη, ελλείψει αμαρτιών, την ώρα που οι άλλοι βαπτιζόμενοι παρέμεναν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Το βάπτισμα, όπως είπαμε, ήταν για εμάς τους ανθρώπους. Εισερχόμενος στον Ιορδάνη Αυτός που σήκωνε τις αμαρτίες των ανθρώπων, βύθισε και εξάλειψε τις αμαρτίες αυτές, όπως παλαιότερα ο Ίδιος ως μόνον Θεός εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων διά του κατακλυσμού των υδάτων επί Νώε, κι όπως έδωσε νέα αρχή στη ζωή του Ισραήλ, κάνοντάς τους να περάσουν μέσα από τα σχισμένα ύδατα της ερυθράς θάλασσας με τον Μωυσή. Έτσι τα νερά λειτούργησαν πάντοτε, πραγματιστικά, αλλά και συμβολικά, για την κάθαρση των αμαρτιών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Κύριος, είδαμε, τη σωτηρία την «έδεσε» με το «νερό και το Πνεύμα». «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Και βεβαίως η εξάλειψη των αμαρτιών διά του Βαπτίσματος του Κυρίου ήταν το αποτέλεσμα του αγιασμού των υδάτων και του φωτισμού που έφερνε η είσοδός Του στο νερό του Ιορδάνη, συνεπώς σε όλη τη φύση, κύριο και καθοριστικό στοιχείο της οποίας είναι το νερό. Ο Κύριος δηλαδή, η πηγή της αγιότητας και του σωτηρίου πνευματικού φωτός, εισάγει με την είσοδό Του στο νερό, τον αγιασμό και το φως Του. Έκτοτε η φύση αγιάστηκε και η Εκκλησία μας συνεχίζει και διαιωνίζει τον αγιασμό αυτόν με τον Σταυρό του Κυρίου που εμβαπτίζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Είπαμε όμως: ο αγιασμός αυτός συνιστά την απαρχή, η οποία οριστικοποιήθηκε  τελεσίδικα με τον Σταυρό και την Ανάσταση, περαιτέρω δε με την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η υμνολογία μας είναι ανεξάντλητη στη διαπίστωση των επί μέρους θεολογικών όψεων της Βαπτίσεως του Κυρίου. Και βεβαίως είναι αυτονόητο ότι αφενός εξαγγέλλει πάντοτε την αιτία του χαρακτηρισμού της Βαπτίσεως του Κυρίου ως εορτής Θεοφανείων: στη Βάπτιση φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Πατέρας που προσμαρτυρεί τον Ιησού ως μονογενή Του Υιό, ο Χριστός που βαπτίζεται, το άγιον Πνεύμα που βεβαιώνει την αλήθεια των λόγων του Θεού Πατέρα. Και αφετέρου επισημαίνει ότι με το Βάπτισμά Του ο Κύριος αρχίζει κατά επίσημο, θα λέγαμε, τρόπο τη δράση Του στον κόσμο προς σωτηρία αυτού. Όπως παλιά στον Ισραήλ ένας προφήτης ή ένας ιερέας έχριε διά μύρου τον βασιλιά, ώστε αυτός επισήμως να κατασταθεί στη θέση του, έτσι και εδώ: ο ίδιος ο Θεός Πατέρας χρίει διά του πνευματικού μύρου, του αγίου Πνεύματος, τον Υιό Του ως τον Μεσσία του κόσμου.

05 Ιανουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Μερικές χρήσιμες πληροφορίες

1. ῾Ο ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων λέγεται μεγάλος ἁγιασμός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν μικρό ἁγιασμό. ῾Ο μικρός ἁγιασμός τελεῖται κάθε πρώτη τοῦ μηνός στούς ῾Ιερούς Ναούς, ὅπως καί στούς οἴκους τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο. ῾Ο μεγάλος ὅμως ἁγιασμός (ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰ. μ.Χ. καί ξεκίνησε ὡς ἁγιασμός τῶν ὑδάτων σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στήν παννυχίδα πού τελεῖτο ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, προκειμένου νά βαπτιστοῦν στή συνέχεια οἱ κατηχούμενοι ὥστε νά μετάσχουν στή θεία Κοινωνία) τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο: τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς. ῾Η δεύτερη φορά τελέσεως τοῦ ἁγιασμοῦ προῆλθε ἀπό λόγους πρακτικούς: ὄχι μόνο οἱ κατηχούμενοι, ἀλλά καί οἱ ἤδη βαπτισμένοι ἔπαιρναν τό ἁγιασμένο ὕδωρ «εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος». Καί τις δύο φορές εἶναι εὐνόητο ὅτι τελεῖται ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀκολουθία.

2. ᾽Ο ἁγιασμός εἴτε μεγάλος εἴτε μικρός δέν τίθεται στήν ἴδια θέση μέ τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι μεγάλος λάθος αὐτό πού λένε ὁρισμένοι χριστιανοί ὅτι μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν τή Θεία Κοινωνία μέ τόν ἁγιασμό (μόνο σ᾽ αὐτούς πού δέν τούς ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Κοινωνία γιά διαφόρους πνευματικούς λόγους ὑπάρχει ὡς συγκατάβαση ἀπό τόν πνευματικό ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ). Στή Θεία Κοινωνία πού εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ᾽Εκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι δραστική – χωρίς θεία κοινωνία ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται∙ ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἀγιασμό πού ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι μέν ἐνισχυτική ἀλλ’ ὄχι ἀπαραίτητη πρός σωτηρία.

3. ῾Ο ἁγιασμός μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό σπίτι ὅλον τόν χρόνο ὡς μέσο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Ἀρκεῖ βεβαίως ὁ χριστιανός πού κρατεῖ τόν ἁγιασμό νά προσέχει ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι πράγματι χριστιανική. Σπίτι πού ἀκούγονται βλασφημίες καί ὕβρεις, πού δέν γίνεται προσευχή, πού δέν ὑπάρχει ἐπίγνωση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, πού μ᾽ ἕναν λόγο τό σπίτι δέν εἶναι «λειτουργημένο καί λιβανισμένο», εἶναι ἀνάξιο νά ἔχει ὄχι ἁγιασμό ἀλλά οὔτε κἄν εἰκόνα. ῎Αν ὅμως δέν συμβαίνει τό παραπάνω, τότε καί κρατᾶμε τόν ἁγιασμό καί τόν χρησιμοποιοῦμε πρός μετάληψη, μετά ἀπό προσευχή βεβαίως καί μετάνοια, ἰδίως σέ δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

4. Ἄν δέν ἔλθει ὁ ἱερέας γιά διαφόρους λόγους γιά νά ἁγιάσει τό σπίτι μας - ἰδίως στήν περίοδο πού διερχόμαστε μέ τά πολυποίκιλα προβλήματα τῆς πανδημίας – τότε μποροῦν οἱ πιστοί μέ τόν ἁγιασμό πού παίρνουν ἀπό τόν ἱερό Ναό νά ἁγιάσουν τό σπίτι μόνοι τους. Οἱ ἴδιες οἱ εὐχές ἄλλωστε τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ μιλοῦν γι’ αὐτούς πού ἀντλοῦν τό «καθάρσιον ὕδωρ» προκειμένου νά ἁγιαστοῦν καί οἱ ἴδιοι καί τά σπίτια τους.  

5. ῾Υπενθυμίζουμε τέλος ὅτι ὁ σωστός ἑορτασμός τῶν Θεοφανείων βρίσκεται στήν ἀπό νωρίς συμμετοχή μας στίς ἀκολουθίες  καί κυρίως στήν ἑτοιμασία μας νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. ῞Ολες οἱ ἑορτές ἄλλωστε τῆς ᾽Εκκλησίας μας γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν καί γίνονται: νά μᾶς βοηθήσουν νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό καί νά ἔτσι νά ζοῦμε τή δική Του ζωή ὡς δική μας.