10 Ιανουαρίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρωτίστως καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».  

09 Ιανουαρίου 2022

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων θέλησε νά κάνει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ ἁγίου Εὐστοργίου ἕναν ἅγιο Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὅμως μπροστά στό βάρος τῆς εὐθύνης ἀπεποιεῖτο τή θέση, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τό τάμα του νά προσκυνήσει στό Ὄρος Σινᾶ. Τελικά, ὁ Γέροντας ἔδωσε τήν ὑπόσχεση νά ἀποδεχτεῖ τήν ἡγουμενία, μετά τήν ἐπιστροφή του. Ὅμως στήν πορεία μαζί μ’ ἕναν ὑποτακτικό του, μετά τή διάβαση τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ἀρρώστησε, ὁπότε κατέφυγαν σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ διεπιστώθη ὅτι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό ὅ,τι καί ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος προγραμμάτιζαν...).

Τό τάμα πρόβαλ’ ὁ ἀββᾶς, ὁ πρῶτος νά μή γίνει,

«εἶναι βαριά γιά μένανε, τόσο μεγάλη εὐθύνη∙ 

τ’ Ὄρος Σινᾶ νά ἐπισκεφτῶ, τό ’χει ἡ καρδιά μου δέσει,

γυρίζοντας τή συζητῶ, τοῦ ’γούμενου τή θέση».

Ὁ Δέσποτας ἐκάμφθηκε, ἔδωσε τήν εὐχή του,

κι ὁ γέροντας πορεύτηκε, ἔλιωσε τό κορμί του.

Ρίγη καί πυρετός μαζί, μετά τόν Ἰορδάνη,

τόν ρίξαν κάτω τόν ἀββᾶ, σάν τέλος του ἐφάνη.

Μία μικρή σπηλιά ἐκεῖ, τοῦ φάνταξε ἀγκάλη,

ὁ πυρετός ἐπέμενε, τό ἴδιο καί μιά ζάλη.

«Γέροντα, γιά ποῦ τό ’βαλες;», τήν ὥρα πού κοιμᾶται,

ἀκούει μέσα στ’ ὄνειρο,  ξυπνάει καί θυμᾶται.

«Στ’ Ὄρος Σινᾶ!» τ’ ἀπάντησε, «μά πές μου τ’ ὄνομά σου,

τί θέλεις ἀπό μένανε, δέν ξέρω τή θωριά σου». 

«Μή πᾶς στό Ὄρος τό Σινᾶ, παράκληση σοῦ κάνω∙

εἶσαι πιά γέρος κι ἄρρωστος, μεῖνε ἐδῶ ἐπάνω». 

Ἀρνήθηκε ὁ Γέροντας, κι ὁ ξένος ἐπανῆλθε, 

πάλι σέ ὄνειρο βαθύ, τό ἄλλο βράδυ ἦλθε.

«Καλόγερε, θά κουραστεῖς, κάτσε ἐδῶ στόν βράχο»∙

«ποιός εἶσαι;» ρώτησ’ ὁ ἀββᾶς, «ἀπάντηση θέ νά 'χω». 

«Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ Βαπτιστής Κυρίου!

Μές στή σπηλιά ἀσκήτεψα, κι εἶδα ὁράσεις Θείου.

Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἐπισκέπτης ἦλθε,

ἡ χάρη Του παρήγορη, σέ μέ ὡς φῶς κατῆλθε.

Αὐτός ὁ τόπος ὁ μικρός, λοιπόν εἶναι μεγάλος, 

ἀνώτερος κι ἀπ’ τό Σινᾶ, κι ἔχει Θεοῦ τό κάλλος.

Κάνε λοιπόν ὑπακοή, κατοίκησε ’δῶ πέρα,

καί τήν ὑγειά σου θά ’χεις πιά, βέβαιη κάθε μέρα».

Ὁ Γέροντας ὑπάκουσε, ἔκλινε τό κεφάλι,

στάθηκ’ ἀμέσως ὑγιής, ζωντάνεψε καί πάλι.

Τό σπήλαιο τό ἔκανε, σπουδαία Ἐκκλησία,

καί μ’ ἄλλους πλῆθος ἀδελφούς, κάναν Μονή ἁγία.

Σάψας ὁ τόπος λέγεται, πέρ’ ἀπ’ τόν Ἰορδάνη,

ἀριστερά ’χει Χείμαρρο, τοῦ Ζηλωτῆ τό χάνι.

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 1)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

«Ο άγιος Πολύευκτος ζούσε επί των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας και ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε σ’ αυτήν τη χώρα υπέρ του Χριστού. Διότι όταν έφτασε το ασεβές δόγμα ότι πρέπει να αρνηθούν τον Χριστό οι χριστιανοί και ότι όσοι δεν πειθαρχήσουν θα πεθάνουν, αυτός χωρίς να φοβηθεί καθόλου ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Με το μεγάλο θάρρος του μάλιστα συνέτριψε και τα είδωλα των απίστων. Γι’ αυτό χωρίς να πεισθεί στις παραινέσεις και τις κολακείες του πενθερού του ούτε και να καμφθεί από τους θρήνους και τους ολοφυρμούς της γυναίκας του, βεβαιώνοντας τις υποσχέσεις του βαπτίσματος στον μάρτυρα Νέαρχο, που ήταν φίλος του και φοβόταν μήπως παρεκκλίνει από την πίστη του Χριστού, αυτός λοιπόν φάνηκε σταθερός στην ομολογία του Χριστού και δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στον ναό του, το αγιότατο μαρτύριό του».

Ο άγιος Πολύευκτος αποτελεί συνεπή και άξιο μαθητή του Κυρίου μας, καθώς η ζωή του επιβεβαιώνει τα λόγια Εκείνου που είπε: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής». Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα, που η ασέβεια τον έθεσε σε κρίση: να δείξει έμπρακτα το ποια αγάπη υπερισχύει μέσα στην καρδιά του, εκείνος χωρίς δισταγμό επέλεξε την αγάπη του Κυρίου, με θυσία μάλιστα της ζωής του, κάνοντας πέρα γυναίκα, τέκνα και συγγενείς, εφόσον αυτοί τον καλούσαν σε άρνηση του Θεού. Κι είναι το πρώτο που σημειώνουν βεβαίως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον άγιο: «Ούτε ο πόθος της συζύγου ούτε η στοργή των τέκνων ούτε η αξία του συγγενή ούτε  η περιουσία, των κτημάτων ή των χρημάτων, κλόνισαν καθόλου τη σταθερότητα της ψυχής σου από την πίστη πράγματι στον Χριστό, παμμακάριστε Πολύευκτε». Η σταθερότητα της πίστης του, αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να το παρέλθει. Διότι ο άγιος είχε δεσμεύσεις επίγειες: είχε να φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγάπες δηλαδή φυσικές και πολύ δυνατές. Ποιος θα μπορούσε ίσως να τον κατηγορήσει ότι χάριν της οικογένειάς του άφησε τον Χριστό; Είχε σπουδαία δικαιολογία. Κι όμως! Ο άγιος πίστευε πραγματικά στον Χριστό. Κι ο λόγος Εκείνου περί της αγάπης σ’ Αυτόν υπεράνω όλων ήταν εκείνο που τον συνείχε. Από την άποψη αυτή το μαρτύριό του αποκτά απροσμέτρητη αξία.

Κι επιτείνεται ακόμη περισσότερο η σπουδαιότητα του μαρτυρίου του, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος Πολύευκτος ήταν ο πρώτος που έδωσε τη ζωή του υπέρ Χριστού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διότι άλλο πράγμα είναι να έχουν προηγηθεί άλλοι σ’ ένα δρόμο που φαντάζει πολύ δύσκολος – ο δρόμος του μαρτυρίου – και άλλο να είσαι ο πρώτος που ανοίγεις τη χορεία αυτή. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται σαφώς είναι υπέρτερη. Ο άγιος Πολύευκτος λοιπόν ανήκε σ’  εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο, σαν ένας νέος πρωτομάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας ότι ναι μεν είχε την ιδιαίτερη ενίσχυση από τον Χριστό, αλλά και ένα ιδιάζον φυσικό ψυχικό σθένος. Επρόκειτο για τον τύπο του ατρόμητου ανθρώπου, που είχε επίγνωση και συναίσθηση όμως του πού θα καταθέσει την τόλμη του αυτή. Με άλλα λόγια δεν λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο «αποκοτιάς», παράλογης τρέλας, την οποία επισημαίνουμε συχνά σε νέους ανθρώπους, χωρίς συναίσθηση όμως και επίγνωση, γεγονός που τους οδηγεί όχι λίγες φορές σε απώλεια της ζωής τους χωρίς νόημα. Την πρωτιά του μαρτυρίου του εγκωμιάζει και ο άγιος υμνογράφος σε μία από τις ωδές του κανόνα του: «Συναριθμήθηκες με τα στρατεύματα των μαρτύρων. Πήρες τη θέση σου στην αιώνια βασιλεία, ως νεοσφαγής, φθάνοντας σ’ αυτήν, ενώ ακόμη τα αίματά σου έσταζαν».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου, επισημαίνει γι’ αυτόν και κάτι εξόχως σημαντικό, μεταξύ των άλλων εγκωμιαστικών του λόγων. «Ο γλυκασμός – λέει – της ευσεβείας ηδύνθη σοι». Σε ευχαρίστησε, σου προκάλεσε ευφροσύνη ο γλυκασμός της ευσέβειας. Η πίστη δηλαδή για τον άγιο Πολύευκτο δεν ήταν ένα είδος καταπίεσής του ή μία απλή συνήθεια που δεν αγγίζει την καρδιά. Η πίστη του στον Χριστό ήταν η παρηγοριά του, ήταν ο γλυκασμός της καρδίας του, το γλύκισμα στο λάρυγγά του, για να θυμηθούμε τον προφητάνακτα. Ήταν δηλαδή τρόπος ζωής που τον έκανε να νιώθει την παρουσία του Χριστού. Κι αυτό γιατί αγάπησε, όπως είπαμε, τον Χριστό με καθαρή και ειλικρινή αγάπη, με πόθο και έρωτα. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί να μην τραγουδήσει την πυρωμένη αυτή καρδιά του. «Φτερώθηκες από τη θεία αγάπη, πληγωμένος από τον καθαρό και ειλικρινή σου πόθο για τον Χριστό και φλογισμένος από τον έρωτα της άνω Βασιλείας». Ας συγκρίνουμε λίγο το καμίνι αυτό της πίστης και της αγάπης του αγίου με τη δική μας αναιμική ή και παγωμένη πολλές φορές πίστη, την οποία ως κακέκτυπο περιφέρουμε με μιζέρια και με μαρασμό,  και αν δεν μπορούμε να τη μιμηθούμε, τουλάχιστον ας κλάψουμε και ας ταπεινωθούμε. Μπορεί τότε ίσως λίγη από τη δική του φλόγα να θερμάνει και τη δική μας καρδιά.

ΑΝΑΤΟΛΗ ΦΩΤΟΣ!

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

Μετά το μαρτυρικό τέλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου ξεκινά τη δράση Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Στην Καπερναούμ αρχίζει να κηρύσσει το κήρυγμα μετανοίας, γιατί με Αυτόν ήλθε η Βασιλεία του Θεού, που σημαίνει ότι στον κόσμο τον βουτηγμένο στο σκότος της αμαρτίας και της αγνωσίας του Θεού ανέτειλε πια το φως Εκείνου -  «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

Η αντιστοιχία καταρχάς είναι προφανής. Όπως με το βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό το νερό από κοινό νερό που ήταν γίνεται αγιασμός και φωτισμός των ανθρώπων και της κτίσεως, έτσι και η Γαλιλαία των εθνών, με την εκεί εγκατοίκηση του Κυρίου φεύγει από το σκοτάδι της αμαρτίας και ζει το φως της παρουσίας του Θεού. Διότι ο Κύριος αποτελεί το φως του κόσμου,  όπως το απεκάλυψε: «Εγώ φως εις τον κόσμο ελήλυθα» και «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».

 Το φως του Θεού είναι η χάρη του Θεού, όχι δηλαδή κάτι από τον Θεό, αλλά ο Ίδιος ο Θεός - η κοινή ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας -  που εξαλείφει ολοκληρωτικά το πνευματικό σκοτάδι. Κι αυτό το σκοτάδι δεν υφίσταται ως κτίση, δηλαδή δεν είναι μία αντικείμενη, ισάξια δύναμη απέναντι στο φως του Θεού, αλλά υπάρχει ως απουσία του Θεού: όπου ελλείπει ο Θεός η κτίση αλλοιώνεται πορευόμενη αντίθετα προς τη φυσική της λειτουργία. Το πνευματικό σκοτάδι συνιστά με άλλα λόγια ανωμαλία, αφού όλα έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό, για να λειτουργούν μέσα στο φως Του και να αυξάνουν με Εκείνον. Ο άνθρωπος θέλησε απαρχής να ματαιώσει τη σχέση του με τον Θεό, συνεπώς βρέθηκε στην έλλειψη του φωτός Του, άρα στο σκοτάδι. Και ήλθε ο Χριστός ως «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον», οπότε όποιος πια στρέφεται προς τον Χριστό φωτίζεται γινόμενος «όλος φως και όλος μάτια».

Η στροφή προς το φως συνιστά το γεγονός της μετανοίας. Το κήρυγμα του Χριστού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», ήταν η κλήση Του προκειμένου ο άνθρωπος να βρει και πάλι τον φυσικό του «τόπο» και να αρχίσει να ζει αληθινά. Γιατί το σκοτάδι της αμαρτίας είναι ζωή εν θανάτω, μία μη ζωή, έστω κι αν  κανείς υφίσταται βιολογικά. Κι αυτή είναι η τραγωδία του απίστου στον Χριστό ανθρώπου: έχει το όνομα του ζωντανού, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκρός. Και πέραν της ζωής αυτής: Αιώνια, ζωή εν θανάτω! Ύπαρξη ανυπαρξίας ως ζωή στερημένη του φωτός του Θεού.

Η μετάνοια λοιπόν ως στροφή προς τον Θεό, κατά το παράδειγμα του ασώτου της παραβολής, κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στην ύπαρξή του την ανατολή του φωτός Του. Και σημάδια της φωτοχυσίας αυτής είναι κατά τον Παύλο ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία,  αγαθωσύνη, πραότητα, πίστη, εγκράτεια. Όπου επισημαίνονται οι καταστάσεις αυτές, ιδίως η αγάπη, εκεί σημαίνει ότι το φως του Θεού έχει αρχίσει να θερμαίνει την ύπαρξη του μετανοούντος ανθρώπου, οπότε δεν μιλάμε για μετάνοια ως θεωρία, αλλ’ ως εμπειρία και βίωμα. Από την άλλη κατανοούμε ότι όπως έχουμε διαβαθμίσεις στην παρουσία του επιγείου φωτός – αυγή, πρωϊνός ήλιος, λαμπρός μεσημεριανός – ανάλογα έχουμε και την παρουσία του Θεού στον άνθρωπο - η αγιότητα διαβαθμίζεται.

Και βεβαίως η καθαρτική και φωτιστική μετάνοια έχει χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος δέχεται την κλήση του Θεού προς ένταξη στην Εκκλησία, εν μετανοία γίνεται διά του φωτισμού του βαπτίσματος μέλος Χριστού, κι όλος ο αγώνας του έκτοτε είναι να διακρατεί και να αυξάνει τη χαρισματική αυτή κατάσταση μέχρι την ατέλεστη τελειότητα θέωσής του, δηλαδή να λειτουργεί στον κόσμο τούτο ως ένας άλλος Χριστός – η αέναη βίωση του γεγονότος της μετανοίας. 

Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσο αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει στην ψυχή και το σώμα μας ώστε και με μόνη τη ζωή μας να είμαστε οδοδείκτες προς τον Θεό για τους συνανθρώπους μας; Πόσο τελικά ζούμε πράγματι μετανοημένοι; Γιατί είναι τραγικό ο ήλιος να έχει ανατείλει πάνω από δύο αιώνες κι εμείς να  ζούμε στο σκοτάδι της παγωνιάς της κακίας.

08 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

 Στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου στην Καπερναούμ αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος ξεκινά το έργο Του μετά τη σύλληψη του αγίου Προδρόμου. Σ’  έναν κόσμο ευρισκόμενο στο σκοτάδι φάνηκε το μέγα φως. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

 1. Δύο κόσμοι αντιπαραβάλλονται εν προκειμένω: ο κόσμος πριν από την έλευση του Χριστού και ο κόσμος μετά την έλευσή Του. Ο πρώτος ήταν κόσμος σκότους θανάτου, δηλαδή άγνοιας του Θεού, αμαρτίας και παθών. Διότι ήταν ο κόσμος όχι όπως εξήλθε από τα δημιουργικά χέρια του Θεού, αλλά όπως ξέπεσε από την ανταρσία του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού του. Ο δεύτερος μετά τον ερχομό του Χριστού είναι ο κόσμος που γεμίζει φως από την παρουσία Εκείνου, που σημαίνει ότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει και πάλι τον Θεό, κι ακόμη περισσότερο, να ζήσει την παρουσία Του στην ύπαρξή του. Διότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο ενσαρκωθείς Θεός, το φως και η ζωή των ανθρώπων και του κόσμου, κατά την αψευδή μαρτυρία Του.

2. Προϋπόθεση όμως για την αποδοχή του καινού αυτού κόσμου που έφερε ο Χριστός είναι η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στον Θεό ως απεμπλοκή από τη ζωή της αμαρτίας και ζωή κατά το θέλημα Εκείνου. Αν θέλαμε με μία εικόνα να δώσουμε την πραγματικότητα αυτή, θα λέγαμε ότι ανέτειλε το φως της ημέρας, αλλά κάποιος έχει κλειστά τα παράθυρα της οικίας του. Χρειάζεται να τα ανοίξει για να εισέλθει το φως, που θα πει ότι πρέπει κανείς να μετανοήσει – να ανοίξει τα παράθυρα της ψυχής του – για να γευθεί την παρουσία του φωτός στην ύπαρξή του. ΄Ετσι η μετάνοια προϋποθέτει ασφαλώς την κίνηση του Θεού: Εκείνος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου.

3. Η ένσταση είναι προφανής: αυτό ήταν για τότε. Εμείς είμαστε ήδη χριστιανοί, συνεπώς έχουμε φύγει από το σκοτάδι και βρισκόμαστε στο φως. Ορθή η επισήμανση, αρκεί να ζούμε οι χριστιανοί σε διαρκή μετάνοια. Διότι η εμπειρία όλων δυστυχώς βεβαιώνει πως η αμαρτία υφίσταται αδιάκοπα κι έρχεται κι επικαλύπτει καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν μεθ’  ημών». Η μετάνοια λοιπόν (πρέπει να) συνιστά διαρκές βίωμα για τον χριστιανό, διότι υφίσταται διαρκώς και η αμαρτία. Κι όταν λέμε αμαρτία εννοούμε όχι μόνο την πράξη της, αλλά και ό,τι ανάγεται και στις διαθέσεις του ανθρώπου, τους λογισμούς και τις σκέψεις του.

4. Μήπως όμως έτσι κοροϊδεύουμε τον Θεό; Ναι, αν η αμαρτία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή μας! Κι επειδή ο Θεός δεν κοροϊδεύεται, γι’  αυτό και η επιλογή αυτή αποτελεί τον δρόμο του θανάτου μας. «Θεός ου μυκτηρίζεται». Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Διαφορετικά, αν η αμαρτία μάς καταβάλλει, ενώ κάνουμε πνευματικό αγώνα, τότε η χάρη του Θεού δεν μας εγκαταλείπει, δημιουργώντας μέσα μας συνθήκες μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του ασώτου της ομωνύμου παραβολής και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου» θα συναντά πάντοτε την ανοικτή αγκαλιά του Θεού Πατέρα, ο Οποίος θα σπεύδει μάλιστα εν απείρω αγάπη προς συνάντησή μας. Ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε ότι η αγάπη του Θεού υπέρκειται οποιασδήποτε αμαρτίας μας, την οποία κατήργησε άλλωστε με τον ερχομό Του, κυρίως δε με τη Σταυρική Του θυσία.

5. ΄Ετσι η απαισιοδοξία λόγω της αδυναμίας μας υπερβαίνεται με την αισιοδοξία της πίστης στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να θέλουμε τον Θεό στη ζωή μας. Δεν στηριζόμαστε στον εαυτό μας - τι να προσφέρουν  τα μαύρα χάλια μας; Στηριζόμαστε στου Θεού την αγάπη και τη δύναμη, γι’  αυτό ουδέποτε καταβαλλόμαστε παρ’ όλες τις πτώσεις μας. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση». ΄Ετσι η διαλεκτική σκότους-φωτός προσδιορίζει τη ζωή μας. Αμαρτάνουμε ως αδύναμοι άνθρωποι; Μας καταλαμβάνει το σκότος. Μετανοούμε; Φως Χριστού πλημμυρίζει και πάλι την ύπαρξή μας. Ούτε αγγελισμός λοιπόν ούτε δαιμονισμός. Η ανθρωπότητα μετά Χριστόν θα πορεύεται κατά το σχήμα: πτώση και ανάσταση. «΄Ιδιο των αγγέλων είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου. ΄Ιδιο των δαιμόνων είναι να αμαρτάνουν πάντοτε. ΄Ιδιο των ανθρώπων είναι πότε να αμαρτάνουν και πότε να μετανοούν» (όσιος Ιωάννης της Κλίμακος). ΄Ετσι ο χριστιανός βιώνει εν σμικρώ την εικόνα του προ- και του μετά Χριστόν κόσμου: ζει και το δράμα του σκότους της αμαρτίας, ζει και την ανάσταση και το φως του Χριστού, έχοντας όμως τη βεβαιότητα της τελικής κατίσχυσης του ελέους Του, και για εδώ και για την αιωνιότητα.

 ΄Εχουμε το μεγαλύτερο προνόμιο στον κόσμο· να είμαστε χριστιανοί - τέκνα φωτός. Το μονοπάτι που μας διατηρεί στην κατάσταση αυτή είναι η διαρκής μετάνοιά μας, αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο για να γίνουμε χριστιανοί, αλλά και να διατηρούμαστε χριστιανοί. Το γνωρίζουμε: δεν θα σωθούν οι έτσι κι αλλιώς μη υπάρχοντες αναμάρτητοι, αλλά οι μετανοημένοι. Να ευχόμαστε το τέλος μας να μας εύρει στη μετάνοια. Γιατί θα κριθούμε εκεί που θα βρεθούμε. 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ.  4, 12 – 17)

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι  ̓Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς πώς συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἔφυγε γιά τή Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅμως τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες τῆς λίμνης, στήν περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία πού τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε στό σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἐφ. 4, 7 – 13)

«Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, στόν καθένα μας ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού δωρίζει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε ψηλά, πῆρε μαζί του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους. Τό ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρά πώς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στή γῆ; Αὐτός πού κατέβηκε εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του τό σύμπαν. Αὐτός, λοιπόν, σέ ἄλλους ἔδωσε τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου, σέ ἄλλους τοῦ προφήτη, σέ ἄλλους τοῦ εὐαγγελιστῆ καί σ’ ἄλλους τοῦ ποιμένα καί δασκάλου, γιά νά καταρτίζουν τούς πιστούς γιά τό ἔργο τῆς διακονίας, ὥστε νά οἰκοδομεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός.

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΕΙΡΗΝΕΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ...

 «Απόκτησε την ειρήνη του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα» (Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ).

Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί συνεπή συνέχεια της αυτοσυνειδησίας του χριστιανού, ότι αποτελεί μέλος του Χριστού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως «μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!