11 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ…

«Όποιος καθάρισε την καρδιά του από την κακότητα και τις κακές επιδράσεις όλης της υλικής κτίσεως, διακρίνει καθαρά μέσα στη δική του ψυχική ομορφιά την εικόνα της θείας φύσεως (του Θεού). Γιατί ο Θεός, όταν σε δημιουργούσε, χάραξε πάνω σου σαν σε αντίτυπο τα αγαθά της δικής Του φύσεως, σαν να αποτύπωσε πάνω στο κερί το σχήμα μιας γλυπτής παραστάσεως. Αλλά η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε για σένα άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα. Αν λοιπόν με την προσεκτική ζωή σου ξεπλύνεις πάλι την ακαθαρσία, η οποία τοποθετήθηκε σαν επίχρισμα πάνω στην καρδιά σου, θα λάμψει ξανά στη μορφή σου το θεόμορφο κάλλος» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λόγος στον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία…»).

Ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο πιο «εμφιλόσοφος νους» κατά τους Πατρολόγους της Εκκλησίας μας, στο απόσπασμα του λόγου του υπενθυμίζει το μεγαλείο του ανθρώπου λόγω της δημιουργίας του από τον Θεό. Μεγαλείο που δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Θεός «χάραξε πάνω του τα αγαθά της δικής Του φύσεως» - ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του – σαν μία επιθυμία Του δηλαδή να επαναλάβει, κατά όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, τον εαυτό Του στο δημιούργημά Του τον άνθρωπο, αλλά μεγαλείο που αποκαλύπτεται και στη δυνατότητα της μετανοίας του μετά βεβαίως τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι ο Κύριος ενσωματώνοντας τον άνθρωπο μέσα στη δική Του ανθρώπινη φύση, τον κατέστησε ικανό να υπερβεί την άλλως χαλασμένη λόγω της αμαρτίας θεοειδή ομορφιά του, που σημαίνει ότι καθάρισε τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο και του ξανάνοιξε την άπειρη προοπτική του της ομοιώσεώς του με τον Θεό.

Για τον μέγα Πατέρα και σύνολη ασφαλώς Εκκλησιαστική διδασκαλία, ο άνθρωπος λόγω της ακατανόητης και έχουσας χαρακτήρα μυστηρίου πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την ταυτότητά του, κείμενος ως «νεκρός και χαμένος» στον κόσμο τούτο – η αμαρτία υπήρξε μέγα τραύμα για την ύπαρξή του ή όπως το λέει ακριβώς ο άγιος «η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα». Ο Κύριος όμως ερχόμενος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» τον αποκαθιστά στην προτέρα του και όχι μόνο κατάστασή του, οπότε ο εν Χριστώ πια άνθρωπος, ο άγιος, μπορεί να ξαναλάμψει από το κάλλος του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Πατρός είναι μάλιστα εν προκειμένω πολύ χαρακτηριστικό: «όπως συμβαίνει να γίνεται κατά τρόπο φυσικό στο σίδερο, όταν δηλαδή με το ακόνι απαλλαγεί από τη σκουριά, αυτό που πριν από λίγο ήταν μαύρο, βγάζει τώρα μερικές ανταύγειες και λάμψεις, καθώς ακτινοβολεί απέναντι στον ήλιο, με τον ίδιο τρόπο και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος ονομάζει καρδιά, όταν με ξύσιμο βγάλει τη σκουριά, που είναι σαν την ακαθαρσία και σχηματίστηκε με τη μούχλα πάνω στη μορφή, θα αποκτήσει πάλι την ομοιότητα με το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός».

Η επιπλέον όμως επισήμανση του αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως καθοριστική: δεν αρκεί ότι ήλθε ο Κύριος και μας αποκατέστησε, αλλά απαιτείται, ως γνωστόν, και η ανταπόκριση του ανθρώπου. Και ανταπόκριση σημαίνει πίστη και αποδοχή της εν αγάπη ελεύσεώς Του, που φανερώνεται με την  ενσωμάτωση σ’ Αυτόν διά του βαπτίσματος: ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού εν Εκκλησία, αλλά κυρίως η ανταπόκριση αυτή εκφράζεται με τον καθημερινό αγώνα «προσεκτικής ζωής». Κι αυτό θα πει ότι για τον άγιο Νύσσης η μετάνοια δεν είναι μία κίνηση θεωρητική του ανθρώπου, ένα ίσως θέμα διαλογισμού, αλλά αλλαγή ολόκληρης της ζωής του: πορεία κατά Θεό σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, πορεία καθάρσεως της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ικανό να δέχεται και πάλι τις ελλάμψεις του φωτός του Θεού. Οπότε, για μία ακόμη φορά καταλαβαίνουμε ότι η πίστη ή η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα νόησης του ανθρώπου, αλλά πρακτικής ζωής – μετανοείς κι επιστρέφεις στον Θεό; Βλέπεις τον Θεό! Αρνείσαι τη μετάνοια γιατί είσαι προσκολλημένος στα πάθη σου; Ο Θεός θα είναι για σένα διαπαντός ο κρυμμένος και άγνωστος και ο απών!

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρωτίστως με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωή σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχυόταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως». 

10 Ιανουαρίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρωτίστως καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».  

09 Ιανουαρίου 2022

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων θέλησε νά κάνει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ ἁγίου Εὐστοργίου ἕναν ἅγιο Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὅμως μπροστά στό βάρος τῆς εὐθύνης ἀπεποιεῖτο τή θέση, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τό τάμα του νά προσκυνήσει στό Ὄρος Σινᾶ. Τελικά, ὁ Γέροντας ἔδωσε τήν ὑπόσχεση νά ἀποδεχτεῖ τήν ἡγουμενία, μετά τήν ἐπιστροφή του. Ὅμως στήν πορεία μαζί μ’ ἕναν ὑποτακτικό του, μετά τή διάβαση τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ἀρρώστησε, ὁπότε κατέφυγαν σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ διεπιστώθη ὅτι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό ὅ,τι καί ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος προγραμμάτιζαν...).

Τό τάμα πρόβαλ’ ὁ ἀββᾶς, ὁ πρῶτος νά μή γίνει,

«εἶναι βαριά γιά μένανε, τόσο μεγάλη εὐθύνη∙ 

τ’ Ὄρος Σινᾶ νά ἐπισκεφτῶ, τό ’χει ἡ καρδιά μου δέσει,

γυρίζοντας τή συζητῶ, τοῦ ’γούμενου τή θέση».

Ὁ Δέσποτας ἐκάμφθηκε, ἔδωσε τήν εὐχή του,

κι ὁ γέροντας πορεύτηκε, ἔλιωσε τό κορμί του.

Ρίγη καί πυρετός μαζί, μετά τόν Ἰορδάνη,

τόν ρίξαν κάτω τόν ἀββᾶ, σάν τέλος του ἐφάνη.

Μία μικρή σπηλιά ἐκεῖ, τοῦ φάνταξε ἀγκάλη,

ὁ πυρετός ἐπέμενε, τό ἴδιο καί μιά ζάλη.

«Γέροντα, γιά ποῦ τό ’βαλες;», τήν ὥρα πού κοιμᾶται,

ἀκούει μέσα στ’ ὄνειρο,  ξυπνάει καί θυμᾶται.

«Στ’ Ὄρος Σινᾶ!» τ’ ἀπάντησε, «μά πές μου τ’ ὄνομά σου,

τί θέλεις ἀπό μένανε, δέν ξέρω τή θωριά σου». 

«Μή πᾶς στό Ὄρος τό Σινᾶ, παράκληση σοῦ κάνω∙

εἶσαι πιά γέρος κι ἄρρωστος, μεῖνε ἐδῶ ἐπάνω». 

Ἀρνήθηκε ὁ Γέροντας, κι ὁ ξένος ἐπανῆλθε, 

πάλι σέ ὄνειρο βαθύ, τό ἄλλο βράδυ ἦλθε.

«Καλόγερε, θά κουραστεῖς, κάτσε ἐδῶ στόν βράχο»∙

«ποιός εἶσαι;» ρώτησ’ ὁ ἀββᾶς, «ἀπάντηση θέ νά 'χω». 

«Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ Βαπτιστής Κυρίου!

Μές στή σπηλιά ἀσκήτεψα, κι εἶδα ὁράσεις Θείου.

Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἐπισκέπτης ἦλθε,

ἡ χάρη Του παρήγορη, σέ μέ ὡς φῶς κατῆλθε.

Αὐτός ὁ τόπος ὁ μικρός, λοιπόν εἶναι μεγάλος, 

ἀνώτερος κι ἀπ’ τό Σινᾶ, κι ἔχει Θεοῦ τό κάλλος.

Κάνε λοιπόν ὑπακοή, κατοίκησε ’δῶ πέρα,

καί τήν ὑγειά σου θά ’χεις πιά, βέβαιη κάθε μέρα».

Ὁ Γέροντας ὑπάκουσε, ἔκλινε τό κεφάλι,

στάθηκ’ ἀμέσως ὑγιής, ζωντάνεψε καί πάλι.

Τό σπήλαιο τό ἔκανε, σπουδαία Ἐκκλησία,

καί μ’ ἄλλους πλῆθος ἀδελφούς, κάναν Μονή ἁγία.

Σάψας ὁ τόπος λέγεται, πέρ’ ἀπ’ τόν Ἰορδάνη,

ἀριστερά ’χει Χείμαρρο, τοῦ Ζηλωτῆ τό χάνι.

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 1)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

«Ο άγιος Πολύευκτος ζούσε επί των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας και ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε σ’ αυτήν τη χώρα υπέρ του Χριστού. Διότι όταν έφτασε το ασεβές δόγμα ότι πρέπει να αρνηθούν τον Χριστό οι χριστιανοί και ότι όσοι δεν πειθαρχήσουν θα πεθάνουν, αυτός χωρίς να φοβηθεί καθόλου ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Με το μεγάλο θάρρος του μάλιστα συνέτριψε και τα είδωλα των απίστων. Γι’ αυτό χωρίς να πεισθεί στις παραινέσεις και τις κολακείες του πενθερού του ούτε και να καμφθεί από τους θρήνους και τους ολοφυρμούς της γυναίκας του, βεβαιώνοντας τις υποσχέσεις του βαπτίσματος στον μάρτυρα Νέαρχο, που ήταν φίλος του και φοβόταν μήπως παρεκκλίνει από την πίστη του Χριστού, αυτός λοιπόν φάνηκε σταθερός στην ομολογία του Χριστού και δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στον ναό του, το αγιότατο μαρτύριό του».

Ο άγιος Πολύευκτος αποτελεί συνεπή και άξιο μαθητή του Κυρίου μας, καθώς η ζωή του επιβεβαιώνει τα λόγια Εκείνου που είπε: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής». Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα, που η ασέβεια τον έθεσε σε κρίση: να δείξει έμπρακτα το ποια αγάπη υπερισχύει μέσα στην καρδιά του, εκείνος χωρίς δισταγμό επέλεξε την αγάπη του Κυρίου, με θυσία μάλιστα της ζωής του, κάνοντας πέρα γυναίκα, τέκνα και συγγενείς, εφόσον αυτοί τον καλούσαν σε άρνηση του Θεού. Κι είναι το πρώτο που σημειώνουν βεβαίως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον άγιο: «Ούτε ο πόθος της συζύγου ούτε η στοργή των τέκνων ούτε η αξία του συγγενή ούτε  η περιουσία, των κτημάτων ή των χρημάτων, κλόνισαν καθόλου τη σταθερότητα της ψυχής σου από την πίστη πράγματι στον Χριστό, παμμακάριστε Πολύευκτε». Η σταθερότητα της πίστης του, αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να το παρέλθει. Διότι ο άγιος είχε δεσμεύσεις επίγειες: είχε να φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγάπες δηλαδή φυσικές και πολύ δυνατές. Ποιος θα μπορούσε ίσως να τον κατηγορήσει ότι χάριν της οικογένειάς του άφησε τον Χριστό; Είχε σπουδαία δικαιολογία. Κι όμως! Ο άγιος πίστευε πραγματικά στον Χριστό. Κι ο λόγος Εκείνου περί της αγάπης σ’ Αυτόν υπεράνω όλων ήταν εκείνο που τον συνείχε. Από την άποψη αυτή το μαρτύριό του αποκτά απροσμέτρητη αξία.

Κι επιτείνεται ακόμη περισσότερο η σπουδαιότητα του μαρτυρίου του, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος Πολύευκτος ήταν ο πρώτος που έδωσε τη ζωή του υπέρ Χριστού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διότι άλλο πράγμα είναι να έχουν προηγηθεί άλλοι σ’ ένα δρόμο που φαντάζει πολύ δύσκολος – ο δρόμος του μαρτυρίου – και άλλο να είσαι ο πρώτος που ανοίγεις τη χορεία αυτή. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται σαφώς είναι υπέρτερη. Ο άγιος Πολύευκτος λοιπόν ανήκε σ’  εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο, σαν ένας νέος πρωτομάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας ότι ναι μεν είχε την ιδιαίτερη ενίσχυση από τον Χριστό, αλλά και ένα ιδιάζον φυσικό ψυχικό σθένος. Επρόκειτο για τον τύπο του ατρόμητου ανθρώπου, που είχε επίγνωση και συναίσθηση όμως του πού θα καταθέσει την τόλμη του αυτή. Με άλλα λόγια δεν λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο «αποκοτιάς», παράλογης τρέλας, την οποία επισημαίνουμε συχνά σε νέους ανθρώπους, χωρίς συναίσθηση όμως και επίγνωση, γεγονός που τους οδηγεί όχι λίγες φορές σε απώλεια της ζωής τους χωρίς νόημα. Την πρωτιά του μαρτυρίου του εγκωμιάζει και ο άγιος υμνογράφος σε μία από τις ωδές του κανόνα του: «Συναριθμήθηκες με τα στρατεύματα των μαρτύρων. Πήρες τη θέση σου στην αιώνια βασιλεία, ως νεοσφαγής, φθάνοντας σ’ αυτήν, ενώ ακόμη τα αίματά σου έσταζαν».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου, επισημαίνει γι’ αυτόν και κάτι εξόχως σημαντικό, μεταξύ των άλλων εγκωμιαστικών του λόγων. «Ο γλυκασμός – λέει – της ευσεβείας ηδύνθη σοι». Σε ευχαρίστησε, σου προκάλεσε ευφροσύνη ο γλυκασμός της ευσέβειας. Η πίστη δηλαδή για τον άγιο Πολύευκτο δεν ήταν ένα είδος καταπίεσής του ή μία απλή συνήθεια που δεν αγγίζει την καρδιά. Η πίστη του στον Χριστό ήταν η παρηγοριά του, ήταν ο γλυκασμός της καρδίας του, το γλύκισμα στο λάρυγγά του, για να θυμηθούμε τον προφητάνακτα. Ήταν δηλαδή τρόπος ζωής που τον έκανε να νιώθει την παρουσία του Χριστού. Κι αυτό γιατί αγάπησε, όπως είπαμε, τον Χριστό με καθαρή και ειλικρινή αγάπη, με πόθο και έρωτα. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί να μην τραγουδήσει την πυρωμένη αυτή καρδιά του. «Φτερώθηκες από τη θεία αγάπη, πληγωμένος από τον καθαρό και ειλικρινή σου πόθο για τον Χριστό και φλογισμένος από τον έρωτα της άνω Βασιλείας». Ας συγκρίνουμε λίγο το καμίνι αυτό της πίστης και της αγάπης του αγίου με τη δική μας αναιμική ή και παγωμένη πολλές φορές πίστη, την οποία ως κακέκτυπο περιφέρουμε με μιζέρια και με μαρασμό,  και αν δεν μπορούμε να τη μιμηθούμε, τουλάχιστον ας κλάψουμε και ας ταπεινωθούμε. Μπορεί τότε ίσως λίγη από τη δική του φλόγα να θερμάνει και τη δική μας καρδιά.

ΑΝΑΤΟΛΗ ΦΩΤΟΣ!

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

Μετά το μαρτυρικό τέλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου ξεκινά τη δράση Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Στην Καπερναούμ αρχίζει να κηρύσσει το κήρυγμα μετανοίας, γιατί με Αυτόν ήλθε η Βασιλεία του Θεού, που σημαίνει ότι στον κόσμο τον βουτηγμένο στο σκότος της αμαρτίας και της αγνωσίας του Θεού ανέτειλε πια το φως Εκείνου -  «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

Η αντιστοιχία καταρχάς είναι προφανής. Όπως με το βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό το νερό από κοινό νερό που ήταν γίνεται αγιασμός και φωτισμός των ανθρώπων και της κτίσεως, έτσι και η Γαλιλαία των εθνών, με την εκεί εγκατοίκηση του Κυρίου φεύγει από το σκοτάδι της αμαρτίας και ζει το φως της παρουσίας του Θεού. Διότι ο Κύριος αποτελεί το φως του κόσμου,  όπως το απεκάλυψε: «Εγώ φως εις τον κόσμο ελήλυθα» και «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».

 Το φως του Θεού είναι η χάρη του Θεού, όχι δηλαδή κάτι από τον Θεό, αλλά ο Ίδιος ο Θεός - η κοινή ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας -  που εξαλείφει ολοκληρωτικά το πνευματικό σκοτάδι. Κι αυτό το σκοτάδι δεν υφίσταται ως κτίση, δηλαδή δεν είναι μία αντικείμενη, ισάξια δύναμη απέναντι στο φως του Θεού, αλλά υπάρχει ως απουσία του Θεού: όπου ελλείπει ο Θεός η κτίση αλλοιώνεται πορευόμενη αντίθετα προς τη φυσική της λειτουργία. Το πνευματικό σκοτάδι συνιστά με άλλα λόγια ανωμαλία, αφού όλα έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό, για να λειτουργούν μέσα στο φως Του και να αυξάνουν με Εκείνον. Ο άνθρωπος θέλησε απαρχής να ματαιώσει τη σχέση του με τον Θεό, συνεπώς βρέθηκε στην έλλειψη του φωτός Του, άρα στο σκοτάδι. Και ήλθε ο Χριστός ως «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον», οπότε όποιος πια στρέφεται προς τον Χριστό φωτίζεται γινόμενος «όλος φως και όλος μάτια».

Η στροφή προς το φως συνιστά το γεγονός της μετανοίας. Το κήρυγμα του Χριστού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», ήταν η κλήση Του προκειμένου ο άνθρωπος να βρει και πάλι τον φυσικό του «τόπο» και να αρχίσει να ζει αληθινά. Γιατί το σκοτάδι της αμαρτίας είναι ζωή εν θανάτω, μία μη ζωή, έστω κι αν  κανείς υφίσταται βιολογικά. Κι αυτή είναι η τραγωδία του απίστου στον Χριστό ανθρώπου: έχει το όνομα του ζωντανού, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκρός. Και πέραν της ζωής αυτής: Αιώνια, ζωή εν θανάτω! Ύπαρξη ανυπαρξίας ως ζωή στερημένη του φωτός του Θεού.

Η μετάνοια λοιπόν ως στροφή προς τον Θεό, κατά το παράδειγμα του ασώτου της παραβολής, κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στην ύπαρξή του την ανατολή του φωτός Του. Και σημάδια της φωτοχυσίας αυτής είναι κατά τον Παύλο ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία,  αγαθωσύνη, πραότητα, πίστη, εγκράτεια. Όπου επισημαίνονται οι καταστάσεις αυτές, ιδίως η αγάπη, εκεί σημαίνει ότι το φως του Θεού έχει αρχίσει να θερμαίνει την ύπαρξη του μετανοούντος ανθρώπου, οπότε δεν μιλάμε για μετάνοια ως θεωρία, αλλ’ ως εμπειρία και βίωμα. Από την άλλη κατανοούμε ότι όπως έχουμε διαβαθμίσεις στην παρουσία του επιγείου φωτός – αυγή, πρωϊνός ήλιος, λαμπρός μεσημεριανός – ανάλογα έχουμε και την παρουσία του Θεού στον άνθρωπο - η αγιότητα διαβαθμίζεται.

Και βεβαίως η καθαρτική και φωτιστική μετάνοια έχει χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος δέχεται την κλήση του Θεού προς ένταξη στην Εκκλησία, εν μετανοία γίνεται διά του φωτισμού του βαπτίσματος μέλος Χριστού, κι όλος ο αγώνας του έκτοτε είναι να διακρατεί και να αυξάνει τη χαρισματική αυτή κατάσταση μέχρι την ατέλεστη τελειότητα θέωσής του, δηλαδή να λειτουργεί στον κόσμο τούτο ως ένας άλλος Χριστός – η αέναη βίωση του γεγονότος της μετανοίας. 

Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσο αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει στην ψυχή και το σώμα μας ώστε και με μόνη τη ζωή μας να είμαστε οδοδείκτες προς τον Θεό για τους συνανθρώπους μας; Πόσο τελικά ζούμε πράγματι μετανοημένοι; Γιατί είναι τραγικό ο ήλιος να έχει ανατείλει πάνω από δύο αιώνες κι εμείς να  ζούμε στο σκοτάδι της παγωνιάς της κακίας.

08 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

 Στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου στην Καπερναούμ αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος ξεκινά το έργο Του μετά τη σύλληψη του αγίου Προδρόμου. Σ’  έναν κόσμο ευρισκόμενο στο σκοτάδι φάνηκε το μέγα φως. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

 1. Δύο κόσμοι αντιπαραβάλλονται εν προκειμένω: ο κόσμος πριν από την έλευση του Χριστού και ο κόσμος μετά την έλευσή Του. Ο πρώτος ήταν κόσμος σκότους θανάτου, δηλαδή άγνοιας του Θεού, αμαρτίας και παθών. Διότι ήταν ο κόσμος όχι όπως εξήλθε από τα δημιουργικά χέρια του Θεού, αλλά όπως ξέπεσε από την ανταρσία του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού του. Ο δεύτερος μετά τον ερχομό του Χριστού είναι ο κόσμος που γεμίζει φως από την παρουσία Εκείνου, που σημαίνει ότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει και πάλι τον Θεό, κι ακόμη περισσότερο, να ζήσει την παρουσία Του στην ύπαρξή του. Διότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο ενσαρκωθείς Θεός, το φως και η ζωή των ανθρώπων και του κόσμου, κατά την αψευδή μαρτυρία Του.

2. Προϋπόθεση όμως για την αποδοχή του καινού αυτού κόσμου που έφερε ο Χριστός είναι η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στον Θεό ως απεμπλοκή από τη ζωή της αμαρτίας και ζωή κατά το θέλημα Εκείνου. Αν θέλαμε με μία εικόνα να δώσουμε την πραγματικότητα αυτή, θα λέγαμε ότι ανέτειλε το φως της ημέρας, αλλά κάποιος έχει κλειστά τα παράθυρα της οικίας του. Χρειάζεται να τα ανοίξει για να εισέλθει το φως, που θα πει ότι πρέπει κανείς να μετανοήσει – να ανοίξει τα παράθυρα της ψυχής του – για να γευθεί την παρουσία του φωτός στην ύπαρξή του. ΄Ετσι η μετάνοια προϋποθέτει ασφαλώς την κίνηση του Θεού: Εκείνος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου.

3. Η ένσταση είναι προφανής: αυτό ήταν για τότε. Εμείς είμαστε ήδη χριστιανοί, συνεπώς έχουμε φύγει από το σκοτάδι και βρισκόμαστε στο φως. Ορθή η επισήμανση, αρκεί να ζούμε οι χριστιανοί σε διαρκή μετάνοια. Διότι η εμπειρία όλων δυστυχώς βεβαιώνει πως η αμαρτία υφίσταται αδιάκοπα κι έρχεται κι επικαλύπτει καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν μεθ’  ημών». Η μετάνοια λοιπόν (πρέπει να) συνιστά διαρκές βίωμα για τον χριστιανό, διότι υφίσταται διαρκώς και η αμαρτία. Κι όταν λέμε αμαρτία εννοούμε όχι μόνο την πράξη της, αλλά και ό,τι ανάγεται και στις διαθέσεις του ανθρώπου, τους λογισμούς και τις σκέψεις του.

4. Μήπως όμως έτσι κοροϊδεύουμε τον Θεό; Ναι, αν η αμαρτία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή μας! Κι επειδή ο Θεός δεν κοροϊδεύεται, γι’  αυτό και η επιλογή αυτή αποτελεί τον δρόμο του θανάτου μας. «Θεός ου μυκτηρίζεται». Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Διαφορετικά, αν η αμαρτία μάς καταβάλλει, ενώ κάνουμε πνευματικό αγώνα, τότε η χάρη του Θεού δεν μας εγκαταλείπει, δημιουργώντας μέσα μας συνθήκες μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του ασώτου της ομωνύμου παραβολής και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου» θα συναντά πάντοτε την ανοικτή αγκαλιά του Θεού Πατέρα, ο Οποίος θα σπεύδει μάλιστα εν απείρω αγάπη προς συνάντησή μας. Ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε ότι η αγάπη του Θεού υπέρκειται οποιασδήποτε αμαρτίας μας, την οποία κατήργησε άλλωστε με τον ερχομό Του, κυρίως δε με τη Σταυρική Του θυσία.

5. ΄Ετσι η απαισιοδοξία λόγω της αδυναμίας μας υπερβαίνεται με την αισιοδοξία της πίστης στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να θέλουμε τον Θεό στη ζωή μας. Δεν στηριζόμαστε στον εαυτό μας - τι να προσφέρουν  τα μαύρα χάλια μας; Στηριζόμαστε στου Θεού την αγάπη και τη δύναμη, γι’  αυτό ουδέποτε καταβαλλόμαστε παρ’ όλες τις πτώσεις μας. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση». ΄Ετσι η διαλεκτική σκότους-φωτός προσδιορίζει τη ζωή μας. Αμαρτάνουμε ως αδύναμοι άνθρωποι; Μας καταλαμβάνει το σκότος. Μετανοούμε; Φως Χριστού πλημμυρίζει και πάλι την ύπαρξή μας. Ούτε αγγελισμός λοιπόν ούτε δαιμονισμός. Η ανθρωπότητα μετά Χριστόν θα πορεύεται κατά το σχήμα: πτώση και ανάσταση. «΄Ιδιο των αγγέλων είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου. ΄Ιδιο των δαιμόνων είναι να αμαρτάνουν πάντοτε. ΄Ιδιο των ανθρώπων είναι πότε να αμαρτάνουν και πότε να μετανοούν» (όσιος Ιωάννης της Κλίμακος). ΄Ετσι ο χριστιανός βιώνει εν σμικρώ την εικόνα του προ- και του μετά Χριστόν κόσμου: ζει και το δράμα του σκότους της αμαρτίας, ζει και την ανάσταση και το φως του Χριστού, έχοντας όμως τη βεβαιότητα της τελικής κατίσχυσης του ελέους Του, και για εδώ και για την αιωνιότητα.

 ΄Εχουμε το μεγαλύτερο προνόμιο στον κόσμο· να είμαστε χριστιανοί - τέκνα φωτός. Το μονοπάτι που μας διατηρεί στην κατάσταση αυτή είναι η διαρκής μετάνοιά μας, αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο για να γίνουμε χριστιανοί, αλλά και να διατηρούμαστε χριστιανοί. Το γνωρίζουμε: δεν θα σωθούν οι έτσι κι αλλιώς μη υπάρχοντες αναμάρτητοι, αλλά οι μετανοημένοι. Να ευχόμαστε το τέλος μας να μας εύρει στη μετάνοια. Γιατί θα κριθούμε εκεί που θα βρεθούμε.