20 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ (19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γεννήθηκε το 301 σε κάποιο χωριό της Άνω Αιγύπτου και έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395). Σε ηλικία 30 χρόνων αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας και στη Συρία, όπου παρέμεινε για εξήντα ολόκληρα χρόνια και απέκτησε μεγάλη φήμη για τον ασκητικό του βίο και τις άλλες θαυμαστές αρετές του. Επειδή, παρά το νεαρό της ηλικίας του, προέκοπτε στις αρετές ονομάσθηκε «παιδαριογέρων». Στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο του οποίου έγινε μαθητής. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και λόγω της ενάρετης ζωής του αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θεραπείας των ασθενών και της προφητείας. Λέγεται ότι συνεχώς επικοινωνούσε με τον Θεό «και ζούσε με τον Θεό τον περισσότερο χρόνο του παρά με τα γήινα πράγματα».

Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ερήμου. Για να είναι, λοιπόν, απερίσπαστος και να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό, έσκαψε ο ίδιος και άνοιξε μια υπόγεια στοά, που άρχιζε από το κελί του και είχε μήκος εκατό περίπου μέτρα. Στην άκρη της στοάς διεύρυνε τον χώρο και διαμόρφωσε ένα σπήλαιο. Έτσι είχε την δυνατότητα όταν προσέρχονταν σε αυτόν πολλοί άνθρωποι και τον ενοχλούσαν, να κατεβαίνει στη στοά, χωρίς να τον παίρνουν είδηση και μέσω αυτής να πηγαίνει στο σπήλαιο και να κρύβεται, ώστε να μην μπορεί να τον βρει κανένας.

Κάποτε πήγε και συνάντησε τον Άγιο Μακάριο ένας αιρετικός, που είχε μέσα του δαιμόνιο και ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ανάσταση νεκρών. Ο Άγιος τότε, προκειμένου να τον πείσει, ανέστησε ένα νεκρό. Έλεγε δε ότι υπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Από αυτά, το ένα πολεμά τους ανθρώπους, παρασύροντάς τους σε πάθη τερατώδη και ακατονόμαστα, ενώ το άλλο, το οποίο ονομάζεται και «αρχικό», δημιουργεί στις ψυχές των ανθρώπων διάφορες κακοδοξίες και πλάνες. Αυτούς, μάλιστα, τους δαίμονες του δεύτερου τάγματος, τους ξεχωρίζει ο Σατανάς και τους αποστέλλει στους μάγους και στους αιρεσιάρχες.

Επίσης, κάποτε ένας μαθητής του Οσίου έκλεβε τα πράγματα φτωχών ανθρώπων και, παρά τις συμβουλές του, δεν διόρθωνε το πάθος του αυτό. Με το προορατικό του λοιπόν χάρισμα ο Όσιος, προείπε ότι θα ξεσπούσε η οργή του Κυρίου εναντίον του. Και πραγματικά, ο μαθητής του προσβλήθηκε από μια φοβερή αρρώστια, την ελεφαντίαση. Το δέρμα του σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε και ζάρωσε.

Είναι προς πνευματική μας ωφέλεια να αναφέρουμε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός που συνέβη με τον όσιο Μακάριο: κάποτε εκεί που περπατούσε στην έρημο βρήκε ένα κρανίο. Ήταν κάποιου που είχε διατελέσει ιερέας των ειδώλων. Μόλις ο Μακάριος πλησίασε και τον ρώτησε, άκουσε να του λέει ότι με τις προσευχές του ένιωθαν κάποια μικρή ανακούφιση στον πόνο τους, οι βρισκόμενοι στην κόλαση, όταν τύχαινε ο Όσιος και προσευχόταν υπέρ αυτών.

Ο Όσιος Μακάριος σε προχωρημένη ηλικία εξορίσθηκε σε νησίδα του Νείλου από τον Αρειανό Επίσκοπο Αλεξανδρείας Λούκιο και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 90 ετών το έτος 391» (Από το ιστολόγιο «Ορθόδοξος συναξαριστής»).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Μακαρίου του μεγάλου, του Αιγυπτίου – διότι σήμερα εορτάζει και ο άλλος επίσης μεγάλος Μακάριος ο Αλεξανδρεύς – δεν έχει πολλά να πει για τη γήινη πορεία του. Από μικρός, κατά το συναξάρι του, ήταν προσανατολισμένος προς την αγάπη του Κυρίου Ιησού Χριστού προσβλέποντας αδιάκοπα προς την «πηγή» όλων των ασκητών και όχι μόνο, τον Μέγα εν αγίοις Αντώνιο, μολονότι η σχέση τους μάλλον ήταν περιστασιακή. Βρίσκεται λοιπόν ο άγιος υμνογράφος μέσα σ’ ένα θάμβος ενώπιον της σπουδαίας και αγίας προσωπικότητας του Μακαρίου, θάμβος που φανερώνεται από την επιλογή την οποία κάνει προκειμένου να εξυμνήσει το πνευματικό ύψος του και την οσιακή βιοτή του. Και ποια η επιλογή; Δανείζεται τα λόγια του μεγίστου των αποστόλων Παύλου που λέει για τον ίδιο και την πνευματική του πορεία, ακριβώς για να περιγράψει με αυτά και τον όσιο Μακάριο.

Εντελώς ενδεικτικά: «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος», σημειώνει ο απόστολος -  «Ολοκλήρωσες, Πάτερ, τον δρόμο της άσκησης χωρίς παρεκκλίσεις και τήρησες την πίστη. Γι’  αυτό και έλαβες το στεφάνι της δικαιοσύνης που σου ετοίμασε ο Χριστός» (στιχ. εσπ.), λέει ο υμνογράφος για τον Μακάριο. «Νεκρώσωμεν το φρόνημα το της σαρκός», σημειώνει ο απόστολος – «νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με τα ασκητικά σου παλαίσματα και σε κυβερνούσε το θείο Πνεύμα και η θεία δύναμη» (ωδή α΄), λέει ο υμνογράφος. «Τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε, μη τα επί της γης», προτρέπει ο απόστολος – «Έχοντας το φρόνημά σου άνω προς τον Θεό, θεοφόρε, εγκατέλειψες τα επί της γης» (ωδή γ΄), διαπιστώνει ο υμνογράφος.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο, η κατά Χριστόν πολιτεία του οσίου Μακαρίου ήταν παρόμοια με των αποστόλων και μάλιστα με του αγίου Παύλου, γεγονός που εξηγεί και τη μεγάλη παρρησία του οσίου ενώπιον του Κυρίου, με την οποία πρεσβεύει ως μεσίτης και για εμάς τους αδύναμους εν τω κόσμω τούτω, που θα πει ότι η σωτηρία μας εν Χριστώ πραγματοποιείται με Εκείνον βεβαίως, αλλά και με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και πάντων των αγίων - μία αλήθεια που δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε: η σχέση μας με τον Χριστό είναι μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, εξαίρετα μέλη του Οποίου σώματος είναι η Παναγία πρώτα και έπειτα όλοι οι άγιοι. «Κι εμείς τον Μακάριο φέρνοντας ως μεσίτη, τον παρακαλούμε να προσεύχεται στον Χριστό για να σωθούν οι ψυχές μας» (δόξα εσπ.).

 Δύο ύμνοι μάλιστα του αγίου Θεοφάνους έρχονται και με δύναμη ποιητική αποκαλύπτουν τον θησαυρό του οσίου, τον κρυπτόν της καρδίας του άνθρωπο. Ο ένας είναι από τον εσπερινό: «Ποθώντας τη μακαριότητα του Θεού που είναι πέρα από τις ανθρώπινες νοητικές συλλήψεις, θεσπέσιε Μακάριε, θεώρησες ως τρυφή σου την εγκράτεια, τη φτώχεια ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως μεγάλη δόξα σου» - ο όσιος Μακάριος αταλάντευτα προσανατολισμένος προς τον Θεό φανέρωνε με τη ζωή του την πράγματι πνευματική χριστιανική πορεία του: η εγκράτεια, η φτώχεια, η ακτημοσύνη, η ταπείνωση ήταν οι προτεραιότητές του, προτεραιότητες όντως ανθρώπου που το πολίτευμά του βρισκόταν στους ουρανούς.

Κι ο δεύτερος ύμνος από τον όρθρο (ωδή δ΄): «Έδειξες κατά τη νεότητα τη σωφροσύνη σου, κατά το γήρας τη σύνεσή σου, σε όλη τη ζωή σου την υπομονή και τη μακροθυμία σου και την προς όλους τους ανθρώπους αγάπη σου» - είτε νέος είτε προχωρημένης ηλικίας ο όσιος τον Χριστό ζούσε και ανέπνεε σαν τον άγιο Αντώνιο, γι’ αυτό και όχι μόνο έλαμψε ως ήλιος από τα καλά έργα του αλλά και από τις σοφές και εμπνευσμένες από το Πνεύμα του Θεού ομιλίες του. Η λάμψη αυτή της ζωής και των διδαχών του εξαγγέλλεται από τον άγιο υμνογράφο αρκούντως: «Έλαμψαν τα καλά έργα σου ως ήλιος στη γη και τον ουρανό. Γιατί κήρυξες σε μας με ορθόδοξο τρόπο την αληθινή και αμώμητη πίστη του Χριστού, υπηρέτη του Χριστού Μακάριε» (δόξα αποστίχων όρθρου).

Οι ομιλίες, πενήντα τον αριθμό, του αγίου Μακαρίου πράγματι χαρακτηρίζονται ως πλήρεις αγίου Πνεύματος, που οδηγούν τον στερεωμένο στην πίστη χριστιανό στα μεγάλη ύψη της γνώσεως του Ιησού Χριστού, που σημαίνει στην ψαύση της Βασιλείας του Θεού μέσα στον ουρανό της ίδιας της καρδιάς του. Ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη ομιλία του μάς δίνει μικρή γεύση της εμπνευσμένης διάνοιάς του: «Η ψυχή που αξιώθηκε να ενωθεί πνευματικά με το φως του Χριστού και φωτίστηκε από την ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του, αφού την ετοίμασε για τον εαυτό του για θρόνο και κατοικία, γίνεται ολόκληρη φως και ολόκληρη πρόσωπο και ολόκληρη μάτι∙ και δεν υπάρχει κανένα μέρος αυτής της ψυχής που να μην είναι γεμάτο από τα πνευματικά μάτια του φωτός, δηλαδή κανένα μέρος της δεν είναι σκοτεινό, αλλ’  ολόκληρη αφού έγινε φως και πνεύμα και όλη αφού γέμισε μάτια, δεν υπάρχει μέρος σ’ αυτή που να χαρακτηρίζεται κάτω ή πίσω, αλλά από παντού είναι πρόσωπο, διότι έχει έρθει και έχει καθήσει πάνω σ’ αυτήν η απερίγραπτη ηθική ωραιότητα της δόξας του φωτός του Χριστού».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Πατέρας μας και μέγας Ευθύμιος ζούσε επί της βασιλείας του Γρατιανού, στη Μελιτηνή τη Μητρόπολη της Αρμενίας και γεννήθηκε από κάποιους ευγενείς ανθρώπους, τον Παύλο και τη Διονυσία, όπως και ο μέγας Ιωάννης Πρόδρομος, δηλαδή από στείρα και άκαρπη γαστέρα. Γι’ αυτό και πήρε την ονομασία του «Ευθύμιος» κατά την υπόσχεση του Θεού, όταν ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε να ευθυμούν οι γονείς του, οι οποίοι παρακαλούσαν να δώσει ο Θεός να κάνουν παιδί. Αυτός, μετά τον θάνατο του πατέρα του, οδηγείται από τη μητέρα του στον Ευτρώιο, τον μεγάλο επίσκοπο της Μελιτηνής, και συγκαταλέγεται από αυτόν στην τάξη των κληρικών. Επειδή έδειξε μεγάλη πρόοδο στα ιερά γράμματα και ξεπέρασε όλους τους ομοίους του κατά την άσκηση και τις επιδόσεις στην αρετή, αναγκάζεται να λάβει τη χειροτονία του πρεσβυτέρου και να δεχτεί τη φροντίδα των ιερών ασκητηρίων και μοναστηρίων.

Κατά το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του, φτάνει στα Ιεροσόλυμα και πηγαίνει να ζήσει μαζί με τον όσιο Θεόκτιστο σε κάποιο από τα σπήλαια ενός όρους, όπου απάλλαξε πολλούς από βαριές αρρώστιες. Λέγεται μάλιστα ότι και αυτός, εν ονόματι του Κυρίου, από πολύ λίγους και μικρούς άρτους, έθρεψε τετρακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι βρέθηκαν καθ’ οδόν προς τη μονή για να τον συναντήσουν. Όχι μόνο δε ο ίδιος γεννήθηκε με τη δύναμη του Θεού κι έλυσε τη στείρωση της μητέρας του, αλλά και άλλες άτεκνες γυναίκες, με την προσευχή του τις έκανε εύτεκνες και γόνιμες. Και όπως ο μέγας προφήτης Ηλίας, και αυτός άνοιξε τις θύρες του ουρανού και θεράπευσε τη γη, που νοσούσε από την ακαρπία. Φανέρωσε δε την εσωτερική λαμπρότητα του οσίου και ο στύλος του πυρός, τον οποίο αυτοί που παρευρίσκονταν είδαν ότι κατήλθε από τον ουρανό, όταν αυτός ιερουργούσε την αναίμακτη θυσία, και βρισκόταν μαζί με τον όσιο, μέχρι ότου τελείωσε ο καιρός της θυσίας. Σημάδι μάλιστα  της τέλειας ασφαλώς καθαρότητας της καρδιάς του και της αγνότητάς του είναι το γεγονός ότι έβλεπε ο όσιος νοερά τις διαθέσεις εκείνων που προσέρχονταν να μετάσχουν στη θεία κοινωνία, ποιος δηλαδή από αυτούς προσέρχεται με καθαρή συνείδηση και ποιος με βρώμικη. Ο μακάριος αυτός όταν έγινε ενενήντα επτά ετών, εξεδήμησε προς τον Κύριο, επί της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.

Ο όσιος Ευθύμιος ήταν ευπρεπής στην όψη, απλός στους τρόπους του, λευκός στο χρώμα, καλοστεκούμενος και σεμνός στο μέγεθος, με άσπρες τρίχες, με γενειάδα που έφτανε μέχρι τους μηρούς. Λέγεται ακόμη περί αυτού ότι όταν επρόκειτο κάποιος μοναχός να φύγει από τη ζωή, ο οποίος νομιζόταν από τους πολλούς σώφρων και εγκρατής, αλλά δεν ήταν, αντιθέτως μάλιστα: ήταν ακόλαστος, ο μακάριος Ευθύμιος έβλεπε άγγελο να αποσπά την ψυχή του με τρίαινα, κι ότι άκουσε φωνή, η οποία φανέρωνε τις κρυφές ντροπές του μοναχού.  Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Το πρώτο που προβάλλει η υμνογραφία του οσίου Ευθυμίου του μεγάλου – συντεθειμένη από δύο μεγίστους υμνογράφους: τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον όσιο Θεοφάνη – είναι  ο παραλληλισμός του με τους προφήτες Ιερεμία, Σαμουήλ και άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και τούτο διότι και αυτοί, όπως και ο όσιος, υπήρξαν καρποί προσευχής και ηγιασμένοι εκ κοιλίας μητρός τους. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θέλησε να φανερωθεί με τον τρόπο αυτό η ιδιαίτερη χάρη που είχαν όλοι τους και η σωτήρια για πολλούς ανθρώπους παρουσία τους, με την καθοδήγηση που παρείχαν προς εύρεση του Θεού. Όπως σημειώνει κι ένας ύμνος του οσίου:  «καρπός στειρώσεως ο ίδιος, φάνηκες πολύγονος, διότι από το πνευματικό σου σπέρμα γέμισε από μοναχούς  η πριν αδιάβατη έρημος». «Από τη μήτρα της μητέρας σου σε καθαγίασε ο Θεός, πάτερ όσιε, όπως παλιά τον Ιερεμία και τον Σαμουήλ, θεοφόρε». «Όπως παλιά για τον Πρόδρομο που γεννήθηκε από στείρα γυναίκα, έτσι και θείος άγγελος ανάγγειλε και τη δική σου γέννα, από στείρα μήτρα».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας ιδιαιτέρως επικεντρώνουν την προσοχή τους στον μέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο, του οποίου τον βίο προσπάθησε να μιμηθεί ο όσιος Ευθύμιος. Και η μίμηση από αυτόν του Προδρόμου έγκειτο αφενός στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, τόσο που τον χαρακτηρίζουν «εκμαγείον», αποτύπωμα  αυτού («έγινες αποτύπωμα και εικόνα του Προδρόμου, Ευθύμιε, ευρισκόμενος στα όρη βαπτιστής, ακτήμονας, χωρίς σπίτι, λάμποντας σε όλα τα χαρίσματα»), αφετέρου στο ότι και ο ίδιος υπήρξε άλλου είδους Βαπτιστής, αναγεννώντας τους ανθρώπους με την ορθόδοξη διδασκαλία του στο πνευματικό βάπτισμα της Εκκλησίας, το βάπτισμα της υιοθεσίας («ανέπλασας αυτούς, τους ανθρώπους, με το βάπτισμα της υιοθεσίας. Διότι αφού μιμήθηκες τον βίο του Προδρόμου, αναδείχτηκες Βαπτιστής, Ευθύμιε»).

Αν θέλει κανείς με μία φράση να χαρακτηρίσει τη ζωή του αγίου Ευθυμίου, θα έλεγε αυτό που ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Πάτερ Ευθύμιε, ο σος βίος ανυπέρβλητος, η πίστις όντως ορθόδοξος» - η ζωή σου αξεπέραστη, η πίστη σου αληθινά ορθόδοξη. Ορθόδοξη πίστη, αγιασμένη στο έπακρο ζωή, ορθοδοξία και ορθοπραξία: να ο κανόνας ζωής για κάθε πιστό, για κάθε, καλύτερα, άνθρωπο που αποφάσισε να λατρεύει τον Θεό κατά τρόπο τέλειο. «Ο ισάγγελος βίος σου έγινε κανόνας αρετής και ακριβέστατος χαρακτήρας για εκείνους που διάλεξαν να λατρεύουν τον Θεό με τελειότητα». Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που ο υμνογράφος μας άγιος Θεοφάνης τον παραλληλίζει μεταξύ άλλων και με τον προφήτη Μωυσή: όπως εκείνος με τη ράβδο την εκ Θεού έσχισε την ερυθρά θάλασσα προκειμένου να διέλθουν οι Ισραηλίτες προς τη γη της επαγγελίας, το ίδιο και ο όσιος: έγινε μιμητής της αρετής εκείνου και προκάλεσε ρήγμα στη θάλασσα των παθών, οπότε και διάβηκε χωρίς εμπόδια στη γη της επαγγελίας, τη βασιλεία του Θεού.

Οι υμνογράφοι μάς βοηθούν περαιτέρω: ποιες οι αρετές που άσκησε ο όσιος Ευθύμιος και υπερέβη τα πάθη και κέρδισε με τη χάρη του Θεού τη βασιλεία Του; Πρώτα από όλα πόθησε τη βασιλεία του Θεού, ντύθηκε έπειτα την ταπείνωση, ακολούθησε την εγκράτεια, επιδίωξε τη δικαιοσύνη. Συνεπώς μπόρεσε να απεμπλακεί από τη γοητεία της παρούσας ζωής, διότι μετέθεσε το κέντρο βάρους της ζωής του στα μένοντα και αιώνια, λόγω αγάπης προς τον Κύριο. Άλλος δρόμος για κάθε άνθρωπο από αυτόν δεν υπάρχει. Όσο θεωρούμε ότι η όντως ζωή βρίσκεται στον παρόντα κόσμο, τόσο δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε αληθινά την πηγή της Ζωής, τον Κύριο και τη χάρη Του. «Καταφρόνησες, Πάτερ Ευθύμιε, τα γήινα πράγματα, διότι πόθησες βαθιά την ουράνια βασιλεία: Θεώρησες βδέλυγμα τα πλούτη, με το ντυθείς την ταπείνωση,  μίσησες τις ηδονές του βίου και έκανες δικιά σου την εγκράτεια, έδιωξες την αδικία και επιδίωξες τη δικαιοσύνη».

19 Ιανουαρίου 2022

Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΑΧΙΛΛΑΣ

 «Ὅπλοις Ἀχιλλεὺς τὰς κάτω πορθεῖ πόλεις,

Πόνοις Ἀχιλλᾶς τὴν ἄνω πλουτεῖ πόλιν» 

(Ο (ομηρικός ήρωας) Αχιλλέας με τα όπλα του κυριεύει τις γήινες πόλεις, ο Αχιλλάς με τους ασκητικούς του κόπους αποκτά τη Βασιλεία του Θεού).

Α. Ο όσιος Αχιλλάς που εορτάζει τη 17η Ιανουαρίου υπήρξε αναχωρητής της αιγυπτιακής ερήμου (5ος αι.) και αναπαύθηκε εν Κυρίω ειρηνικά. Άφησε μνήμη σπουδαίου και οσίου ασκητή.

Γράφει γι' αυτόν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Περί του Οσίου τούτου Aχιλλά γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 393), ότι επήγε μίαν φοράν εις τον Aββάν Ησαΐαν, και ευρήκεν αυτόν οπού έτρωγεν, έχων εις το αγγείον άλας μόνον και νερόν. O δε Hσαΐας ιδών τον Aχιλλάν, έκρυψε το αγγείον οπίσω από το ζιμπίλι οπού έπλεκε, διά να μη σκανδαλίση αυτόν. O δε Aχιλλάς βλέπων αυτόν τρώγοντα, και μη έχοντα έμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ερώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. O δε Hσαΐας απεκρίθη. Συγχώρησόν μοι Aββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα. Όθεν έβαλον εις το στόμα μου ψωμί ξηρόν, και δεν εκατέβαινε. Με το να εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγγάς μου, διά τούτο αναγκάσθην να βάλω νερόν και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά το ψωμί μου, και δυνηθώ να το φάγω. Τότε λέγει ο Aββάς Αχιλλάς. Eλάτε να ιδήτε ω Πατέρες της Σκήτεως, τον Hσαΐαν, οπού τρώγει ψωμί, ευρισκόμενος εις Σκήτιν. Eίτα λέγει προς αυτόν. Eάν θέλης να τρώγης ψωμί, πήγαινε εις την Aίγυπτον. Ιδού ποίαν εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας.

Εις τούτον τον Aββάν Aχιλλάν επήγε μίαν φοράν ένας γέρων, και βλέπει αυτόν, οπού έρριψεν από το στόμα του αίμα. Και ερώτησεν αυτόν. Τι είναι τούτο; O δε απεκρίθη. Αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, οπού με ελύπησε. Και εγώ αγωνίσθηκα να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να σηκωθή η ενθύμησίς του από λόγου μου. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου. Και τώρα πτύσας αυτόν, ανεπαύθηκα, αλησμονήσας την λύπην (αυτόθι, σελ. 169)».

Β. Στα Αποφθέγματα των Γερόντων, το γνωστό Γεροντικό με τις ασκητικές ιστορίες και τα γεμάτα χάρη Θεού λόγια οσίων ασκητών,  καταγράφονται πέντε περιστατικά από τον αββά Αχιλλά, δύο από τα οποία αναφέρει και ο άγιος Νικόδημος παραπάνω. Θαυμάζει κανείς διαβάζοντάς τα τη μεγάλη εγκράτεια του οσίου Γέροντα, την εργατικότητά του, την άκρα ανεξικακία του, αλλά επίσης και τη σπουδαία διακριτικότητά του, η οποία υπερακοντίζει ακόμη και σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές και αξίες. Αφήνοντας κατά μέρος τον «αιματηρό» κυριολεκτικά αγώνα του να μην κρατήσει ίχνος κακίας μέσα στην καρδιά του από αδικία που υπέστη από συνασκητή του – δείγμα της μεγάλης χάρης του Θεού που τον διακατείχε -, αναφέρουμε το περιστατικό του Γεροντικού που αναδεικνύει όπως είπαμε τη διάκριση αλλά και την παιδαγωγική στάση του αγίου Αχιλλά.

«Πήγαν κάποτε τρεις γέροντες στον αββά Αχιλλά. Και ο ένας απ’ αυτούς είχε φήμη κακή. Λέγει ένας από τους γέροντες: «Αββά, φτιάξε μου ένα δίχτυ». Και εκείνος του απαντά: «Δεν σου φτιάχνω». Και ο άλλος είπε: «Δος μας ένα δείγμα αγάπης, για να σε μνημονεύουμε στη Μονή». Και αποκρίνεται: «Δεν ευκαιρώ». Του λέγει και ο άλλος, οπού είχε την κακή φημη: «Σ’ εμένα φτιάξε ένα δίχτυ, για να έχω κάτι από τα χέρια σου, Αββά». Και του αποκρίνεται ευθύς και του λέγει: «Εγώ θα σου φτιάξω». Και του λέγουν, ιδιαίτερα, οι δυο γέροντες: «Πώς εμείς σε παρακαλέσαμε και δεν θέλησες να μας κάμης το χατήρι και σ’ εκείνον προθυμοποιήθηκες;». Τους λέγει ο γέρων: «Σας αρνήθηκα και δεν λυπηθήκατε, οπού δεν ευκαιρούσα. Σ’ αυτόν όμως αν είχα αρνηθή, θα έλεγε ότι έχοντας ακουστά την αμαρτία μου ο γέρων δεν θέλησε να μου κάμη το χατήρι. Και έτσι, ευθύς κόβουμε το σχοινί. Τον καλοκάρδισα λοιπόν για να μη πέση σε απόγνωση».

Πράγματι, υποκλίνεται κανείς μπροστά στη διάκριση του σπουδαίου αββά: στους μεν αρνείται τη χάρη να εκπληρώσει το αίτημά τους, στον δε ανταποκρίνεται αμέσως. Γιατί; Διότι όπως ο ίδιος εξηγεί, οι δύο πρώτοι ήταν αδελφοί μοναχοί που αγωνίζονταν με πιστότητα στον δρόμο της ασκητικής ζωής, που θα πει στον δρόμο της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν θα λυπούνταν από την άρνηση και την απόρριψη του αιτήματός τους – θα κατανοούσαν ότι η άρνηση του οσίου οφείλετο στο μη εύκαιρο αυτού. Αυτό δεν σημειώνει και ο απόστολος Πέτρος όταν λέει ότι «κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης;» Αγαπάμε αληθινά και βαθιά, οπότε ο ένας κατανοεί τον άλλο χωρίς παρεξηγήσεις: η αληθινή αγάπη μεταξύ των αδελφών χαρακτηρίζεται από την ελευθερία της σχέσης τους. Μπορεί να λες «όχι» σε κάποιον, γιατί πράγματι δεν μπορείς να ικανοποιήσεις ένα αίτημά του, και αυτός επειδή λειτουργεί η χάρη της αγάπης του Χριστού συνεχίζει να σε αγαπά χωρίς κανέναν ενδοιασμό – «δεν κόβεται το σχοινί» της ενότητας!

Στον άλλον όμως που «είχε φήμη κακή» δεν αρνείται το «χατήρι». Μολονότι ο αντικειμενικός λόγος υφίσταται: πράγματι δεν ήταν εύκαιρος ο όσιος, παρακάμπτει για χάρη του τη δική του δυσκολία. Διότι τον ενδιαφέρει μη πληγωθεί η συνείδηση του «κακόφημου» μοναχού – η άρνησή του κατά τη διάκριση του αββά Αχιλλά θα εκλαμβανόταν ως αποστροφή του προς τον καλόγερο με την αμαρτωλή ζωή. Κι εδώ έχουμε μία σπουδαία ψυχολογικής και πνευματικής τάξεως στάση του οσίου: γνωρίζει ο Αχιλλάς ότι ο άνθρωπος που έχει ένοχη τη συνείδησή του σαν τον «κακόφημο» μοναχό είναι τραυματισμένος ψυχικά. Διότι η αμαρτία αυτό προκαλεί στον κάθε άνθρωπο: τον τραυματίζει και τον πληγώνει, διαστρέφοντας την εικόνα του Θεού μέσα του. Σε τέτοιον πληγωμένο λοιπόν άνθρωπο χρειάζεται εξαιρετική διακριτική κίνηση – η κάθε αποτομία είτε ως λόγος είτε ως συμπεριφορά επαυξάνει τον πόνο, σαν να ρίχνει κανείς λάδι στη φωτιά. 

Λοιπόν ο όσιος με επίγνωση της εσωτερικής καταστάσεως του τρίτου μοναχού, ο οποίος σημειωτέον φαίνεται ότι δεν ήταν πωρωμένος και σκληρυμένος ψυχικά, κινείται με τον μόνο δρόμο που μπορεί να είναι σωτήριος για τον πληγωμένο: τον δρόμο της αγάπης και της συγκατάβασης. Δεν θυμίζει η στάση του τον ίδιο τον Κύριο που ως ο Καλός Σαμαρείτης της ομώνυμης παραβολής Του έριξε «έλαιον και οίνον» για να θεραπεύσει τις πληγές του ημιθανή ανθρώπου από τα κτυπήματα των ληστών; Οπότε με κριτήριο τη διακριτική αγάπη ο αββάς «δεν κόβει το σχοινί» της προσωπικής σχέσεως με τον ταλαίπωρο μοναχό. Τον εντάσσει μέσα στον δικό του εαυτό, δείχνει να συγκαταβαίνει στην αδυναμία του, τον παρηγορεί, του γλυκαίνει την καρδιά, τον «καλοκαρδίζει». Μία διαφορετική στάση, άτεγκτη και αυστηρή, ενός φαρισαϊκού ηθικισμού, θα οδηγούσε τον ένοχο καλόγερο «στην απόγνωση», που θα πει θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά του πονηρού διαβόλου. Ο όσιος Αχιλλάς όμως ξέρει: «το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει» - η συνετή και διακριτική καλοκαρδία προς τον συνάνθρωπο δρα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο για τη μετάνοιά του. Γι’ αυτό και μπορούμε να υποψιαστούμε τη συνέχεια του περιστατικού: ο κακόφημος μοναχός μετανόησε και άλλαξε τρόπο ζωής!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ

«Ο μέγας διδάσκαλος και ανίκητος υπερασπιστής της ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας Μάρκος υπήρξε γέννημα και θρέμμα της βασιλίδος των Πόλεων. Ανατράφηκε από ευσεβέστατους γονείς και εκπαιδεύτηκε και  στη θύραθεν και στην εκκλησιαστική παιδεία, τόσο που ήταν γνωστός για τις επιδόσεις του και στις δύο. Αφού διήλθε τους βαθμούς κατά την τάξη της ιερωσύνης, προβιβάζεται στο τέλος στο αξίωμα της αρχιερωσύνης, και οδηγείται στην υψηλή θέση της μητροπόλεως των Εφεσίων. Με την επίμονη προτροπή του αυτοκράτορα Ιωάννη του Παλαιολόγου απεστάλη στη σύνοδο των λατίνων στη Φλωρεντία, προς ένωση δήθεν των χωρισμένων από πολλά χρόνια Εκκλησιών και εκεί κατέπληξε με τη θεοσοφία των λόγων του τους εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας, διότι αυτός μόνος δεν υπέγραψε στον βλάσφημο όρο της ψευτοσυνόδου εκείνης. Γι’ αυτόν τον λόγο η αγία του Χριστού Εκκλησία πάντοτε τίμησε τον μεγάλο αυτόν άνδρα ως ευεργέτη και διδάσκαλο και μοναδικό υπέρμαχο και αήττητο μαχητή της αποστολικής ομολογίας».

Συνοδική απόφαση του έτους 1743 υπό τον Πατριάρχη Σεραφείμ ορίζει: «Η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε (γνωρίζει)  και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ’ ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον, και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον». Ο βιογράφος του ρήτορας Μανουήλ σημειώνει: «Μόνος αυτός ίσως έργοις και λόγοις στύλος ανεδείχθη ορθοδοξίας»! Ποια στοιχεία από τη ζωή του αγίου Μάρκου επιβεβαιώνουν τους εξαιρετικούς αυτούς χαρακτηρισμούς;

Πρώτον∙  ο άγιος Μάρκος έδειξε με τη ζωή του ότι η Ορθοδοξία γι’ αυτόν δεν είναι μία ιδεολογία, αλλά συνιστά πρωτίστως ορθοπραξία: το κατά Χριστόν ζην ήταν το διαρκές μέλημά του. Ο ίδιος, παρόλο το λαμπρό στάδιο που ανοιγόταν μπροστά του για μία ιδιαιτέρως επιτυχημένη από πλευράς κοσμικής καριέρα, λόγω και της μεγάλης θέσεως που είχε στην αυτοκρατορία ο πατέρας του και λόγω και των δικών του σπουδών και προσόντων, προτίμησε «τον μοναχικόν και ησύχιον βίον» και έγινε μοναχός στη μονή του αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, οπότε και μετονομάστηκε από Μανουήλ σε Μάρκο. Δεύτερον∙ δεν αρεσκόταν καθόλου στις θέσεις και τις τιμές, κάτι που φάνηκε ιδιαιτέρως και από το γεγονός ότι καθ’ υπακοήν δέχτηκε να γίνει επίσκοπος Εφέσου, προκειμένου να λάβει μέρος στη σύνοδο της Φερράρας/Φλωρεντίας (1438-1439), και από την άρνησή του μετά την επιστροφή του από τη σύνοδο – όπου ο λαός του επιφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή για την εμμονή του στην ορθόδοξη πίστη – να δεχτεί την προσφερομένη σε αυτόν από τον αυτοκράτορα θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τρίτον∙ δεν δίστασε, παρόλο ότι έμπαινε σε κίνδυνο η ζωή του, να μείνει σταθερός στην πίστη του: και στην ίδια τη σύνοδο της Φερράρας, όταν ο πάπας μετά την άρνηση του αγίου Μάρκου να υπογράψει το ενωτικό έγγραφο τον απείλησε ότι θα κηρυχτεί αιρετικός και άρα θα εξοριστεί, αλλά και όταν ο αυτοκράτορας τον κυνήγησε, λόγω της άρνησής του και πάλι να δεχτεί σε κοινωνία τον λατινόφρονα νεοεκλεγέντα πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου. Τελικώς, για την εμμονή του αυτή, συνελήφθη στη Λήμνο, καθώς προσπαθούσε να καταφύγει στο Άγιον Όρος, οπότε και έμεινε εκεί υπό περιορισμό για μία διετία.

Στον άγιο Μάρκο βλέπουμε να ενσαρκώνονται όλα τα κύρια γνωρίσματα της ορθοδοξίας. Η ορθοδοξία είναι μυστηριακή. Ακριβώς ο άγιος Μάρκος ανέπνεε με τα μυστήρια, και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας. Η ορθοδοξία είναι ασκητική. Όλη η ζωή του αγίου Μάρκου σ’ αυτό απέβλεπε: στη δι’ ασκήσεως των εντολών του Χριστού κάθαρση της ψυχής του προς φωτισμό του από τον Θεό. Μόνο ένας πιστός άλλωστε που έχει μία τέτοια προοπτική στη ζωή του, τη διακράτηση του φωτός του Θεού μέσα του με τον αγώνα τον ασκητικό κατά των ψεκτών παθών του, μπορεί να φτάνει σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή της υπερβάσεως των απειλών για την ίδια τη ζωή του. Διότι έχει μεταθέσει το κέντρο της ζωής του πέρα από τη βιολογική του ύπαρξη, στον ίδιο τον Χριστό. Και βεβαίως φαίνεται πολύ καθαρά έτσι και πώς συμπλεκόταν στον άγιο Μάρκο η παραδοσιακότητα της ορθοδοξίας με την εσχατολογική της προοπτική. Ο άγιος ήταν βαθύτατα παραδοσιακός, με την πραγματική έννοια του όρου, γιατί είχε τη δύναμη στην καρδιά του της παρουσίας του αγίου Πνεύματος, που τον έκανε να ζει ως ο Χριστός εν τω κόσμω. Την οδό για τη ζωή αυτή είχαν υποδείξει οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ήξερε ο ιερός αυτός άνδρας ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι εκτροπή σε επικίνδυνες ατραπούς. Μόνον ό,τι θεμελιώνεται στην πατερική παράδοση διατηρεί την αυθεντικότητα του ευαγγελικού ήθους. Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να εμμένει και να επιμένει παραδοσιακά.

Την εμμονή του αυτή αισθάνονταν όλοι. Πρώτον οι ορθόδοξοι, οι οποίοι τον έστειλαν ως εκπρόσωπό τους – μη ξεχνάμε ότι ήταν ο έξαρχος της συνόδου, αφού εκπροσωπούσε το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων – έπειτα ακόμη και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι η δική του άρνηση υπογραφής του ενωτικού κειμένου – κάτι που συνιστά από πλευράς ορθόδοξης την κορυφαία στιγμή ίσως της συνόδου – βύθισε στην απελπισία τον πάπα Ευγένιο, ο οποίος προσδοκούσε με την ένωση αυτή να κυριαρχήσει εκκλησιαστικά και στην Ανατολική Εκκλησία. Έχει μείνει στην ιστορία μάλιστα η φράση που είπε, όταν έμαθε ότι ο μόνος που δεν υπέγραψε ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός: «εποιήσαμε λοιπόν ουδέν

Κι αυτή είναι η ουσία τελικά της ορθής παραδοσιακότητας ως εμμονής στην αλήθεια της παραδεδεγμένης πίστης: κρατά κανείς ανοικτή τη σχέση με τον ζωντανό και αληθινό Θεό, ενώ γκρεμίζει τα όνειρα όλων των επιδόξων που ζητούν με τις κάθε είδους παρεκτροπές τους να στήσουν το δικό τους βασίλειο πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Κρατώντας όμως ανοικτή τη σχέση με τον Θεό προσδοκά και την ώρα της συνάντησής του με Αυτόν. Κι αυτό έκανε και ο άγιος Μάρκος. Ζώντας τον Χριστό που παρέλαβε από την Εκκλησία αναγάλλιαζε με την προοπτική της πλήρους ενώσεώς του με Αυτόν την ώρα που Εκείνος θα τον καλούσε. Γι’ αυτό είπαμε  ότι και ο ίδιος ο θάνατος δεν τον τρόμαζε. Άνθρωπος που ζει τη ζωή του Χριστού έχει ήδη νικήσει τον θάνατο και – γιατί όχι; - τον περιμένει με λαχτάρα σαν τον απόστολο που διεκήρυσσε: «έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».

Χρειάζεται όμως να διευκρινίσουμε και κάτι που πλανάται πολλές φορές στη σκέψη των ανθρώπων, όταν ακούνε για την επιμονή στην ορθόδοξη πίστη και την αντίδραση του αγίου Μάρκου για την ένωση των Εκκλησιών: «Μα δεν πρέπει να ενωθούμε; Η αγάπη δεν είναι το μείζον σε σχέση με τα δόγματα και τις αρχές πίστεως, που ίσως μας θέτουν εμπόδιο στην προσέγγιση των καρδιών;» Μολονότι η απάντηση είναι γνωστή, ας επιτραπεί να απαντήσουμε. Και καταρχάς είναι πλάνη και ιστορικό σφάλμα να ισχυρίζεται κανείς ότι ο άγιος Μάρκος ως ηγέτης των ανθετικών δεν ήθελε την ένωση των Εκκλησιών. Το αντίθετο μάλιστα. Διακαής πόθος του και διάπυρο αίτημά του προς τον Θεό ήταν η ενότητα των Χριστιανών και η προσέγγιση των Εκκλησιών. Γι’ αυτό άλλωστε και πήγε στη σύνοδο της Φερράρας. Είναι μάλιστα συγκλονιστική η επιστολή του προς τον πάπα κατά την έναρξη της συνόδου: «Μέχρι πότε όλοι εμείς που έχουμε τον ίδιο Χριστό και την ίδια πίστη, θα χτυπιόμαστε και θα κομματιαζόμαστε μεταξύ μας; Μέχρι πότε εμείς που προσκυνούμε την αγία Τριάδα θα δαγκώνουμε και θα τρώμε ο ένας τον άλλον μέχρι να αλληλοεξοντωθούμε και να μας εξαφανίσουν οι εξωτερικοί εχθροί μας; Ας μη συμβεί αυτό, Χριστέ βασιλιά μας, κι ας μη νικήσει τη δική Σου καλοσύνη το πλήθος των δικών μας αμαρτιών… Ένωσέ μας και μεταξύ μας και με Σένα τον Ίδιο…».

Έβλεπε όμως ο άγιος ότι οι πλάνες του Ρωμαιοκαθολικισμού  απομάκρυναν τους χριστιανούς από τον Χριστό και δημιουργούσαν συνθήκες έντασης και διαμάχης μεταξύ τους. Γι’ αυτό ήδη το πρώτο που θέτει στους παπικούς ο άγιος, κατά τους ιστορικούς, ήταν να αποβάλουν «το τραχύ και ανένδοτον», διότι «εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ην κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός και η αγάπη». Και αυτήν την αγάπη την παρέβλεψε η ρωμαϊκή εκκλησία και διελύθη και η ειρήνη. Γι’ αυτό και παρακαλεί: «αδύνατόν εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το του σχίσματος αίτιον»!

Ήθελε λοιπόν με πάθος την ένωση και την αγάπη ο άγιος Μάρκος, αλλά πάνω στο έδαφος της αληθείας, δηλαδή πάνω στην πίστη του Χριστού. Διότι μία αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν είναι αληθινή. Είναι ένας απλός συναισθηματισμός που έχει πολύ σύντομη την ημερομηνία λήξεώς της. Κι αυτή είναι και η απάντηση και στην άλλη ένσταση, ότι τα δόγματα μας απομακρύνουν και δεν μας ενώνουν. Τα δόγματα, οι αλήθειες δηλαδή της πίστεως, δεν είναι απλές αρχές σαν ιδεολογικά μανιφέστα. Είναι δείκτες πορείας για να συναντήσουμε τον αληθινό Θεό και να ζήσουμε συνεπώς την αγάπη Του. Έξω από τα δόγματα που διαφυλάσσουν την ορθή εικόνα του Θεού και Χριστού μας ανοίγεται η θύρα για να εισέλθουν δικές μας αντιλήψεις και δικές μας εικόνες περί Θεού, συνεπώς να διαστρεβλωθεί και η αληθινή έννοια της αγάπης, αφού «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Περισσότερο λοιπόν από ποτέ σήμερα ο άγιος Μάρκος είναι επίκαιρος. Διότι ως ορθόδοξοι περνάμε κρίση στην ορθοδοξία μας. Την εκλαμβάνουμε οι πολλοί κυρίως ιδεολογικά, δηλαδή θεωρητικά, χάνοντας γι’ αυτό τη δύναμη που προσφέρει στη ζωή μας. Αν ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανών έχει χάσει το νόημα της ζωής του και ζει ως άθεο, αν πολλοί πέφτουμε στην αρρώστια της εποχής, το άγχος και τη συνακόλουθη θλίψη και μελαγχολία, είναι διότι δεν ενεργοποιούμε την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης στη ζωή μας.  Κι εδώ προβάλλει μεταξύ άλλων η μεγάλη φυσιογνωμία του αγίου Μάρκου. Έρχεται με σεμνότητα αλλά και με σθένος να μας υπενθυμίσει ότι η ορθοδοξία δεν είναι θεωρία και ιδεολογία, αλλά τρόπος ζωής, που δίνει δύναμη και φως στη ζωή, νοηματοδοτώντας την κάθε στιγμή της. Αλλά και να μας τονίσει ότι δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στην πίστη, διότι η πίστη, όπως εξηγήσαμε, είναι εκείνη που διακρατεί την αγάπη, κατά το «αληθεύοντες εν αγάπη» του αποστόλου.

18 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ!

Ο μέγας όσιος της Εκκλησίας Αντώνιος, ο οποίος αποτελούσε και αποτελεί τον πολικό αστέρα στον δρόμο της αγιότητας για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και μη, έφτασε κάποια στιγμή να αρχίσει τα... παράπονά του στον Κύριο, όταν διεπίστωσε την «εγκατάλειψή» του από Εκείνον! Ήταν στα πρώτα χρόνια της ασκητικής του πολιτείας, έχοντας ήδη αποσυρθεί σε ερημικές περιοχές, όταν αντιμετώπισε τόσο μεγάλες  δαιμονικές επιθέσεις που σχεδόν τον άφησαν ημιθανή. Ο Θεός επέτρεψε όχι μόνον από πλευράς ψυχικής αλλά και σωματικής να υποστεί την κακότητα των πονηρών δυνάμεων, προκειμένου βεβαίως να δυναμώσει πνευματικά και να αναδειχθεί σε «καταγώγιον» του Πνεύματός Του. Διότι ως γνωστόν η πνευματική άνοδος σχετίζεται πάντοτε με τους πειρασμούς – «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» κατά το πατερικό λόγιο. Κι όταν ένιωσε τέλος την ιαματική παρουσία του Κυρίου, άρχισε όπως είπαμε τα παράπονα: «Πού ήσουν; Γιατί με άφησες μόνο και αβοήθητο;»

Κι είναι αυτή η «μοναξιά» του πιστού λόγω της «σιωπής» του Θεού ένα τεράστιο θέμα που επισημαίνεται απαρχής του χριστιανισμού – ό,τι συνέβη και με την αρρώστια και τον θάνατο έπειτα του αδελφικού φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ο Λάζαρος δεν είχε ασθενήσει, χωρίς ο μεγάλος φίλος Του να σπεύσει προς θεραπεία του; Άφησε να περάσουν δύο ημέρες, να φύγει από τη ζωή αυτή, κι έπειτα πήγε στον τόπο κατοικίας του, προκειμένου να τον συναντήσει στο… μνήμα. Δύο ημέρες απουσίας Του, σιωπής Του, μέχρις ότου να επέλθει ο θάνατος! Και τα αναπάντητα «γιατί» των αδελφών του Λαζάρου στη συνέχεια και η άμετρη οδύνη τους: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας».

Κι είναι αυτή η «σιωπή» του Χριστού, που καθηλώνει πολύ συχνά και τη δική μας ψυχή, των ανθρώπων που Τον πιστεύουμε και που σ’ Αυτόν έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας. «Πού είσαι, Θεέ μου; Γιατί αργείς την επέμβασή Σου; Δεν βλέπεις την ταλαιπωρία μας; Δεν αντέχουμε άλλο! Χανόμαστε!» Οι πειρασμοί μας, οι δοκιμασίες μας, οι αρρώστιες μας, οι πόνοι μας, που μας κάνουν να νιώθουμε συχνά ότι μας υπερβαίνουν και μας ξεπερνούν, μας οδηγούν σε σύνθλιψή μας, δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα! Στρεφόμαστε στον Χριστό και στους αγίους μας, τίποτε! Σιωπή! Καμία απάντηση! «Άδειος ο ουρανός!» Λέμε κι εμείς μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό δάσκαλο της Εκκλησίας, μα και μεγάλο ευαίσθητο ποιητή: «Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει!»  (Πάει φύγανε τα καλά, έχουν αποκαλυφθεί ολόγυμνα τα κακά, πρόκειται για μια πορεία μέσα στο σκοτάδι, δεν υπάρχει πουθενά φως, σαν να λέμε: ο Χριστός κοιμάται). Και μας πιάνει το παράπονο και μπαίνει σε κρίση η πίστη μας κι αρχίζουμε να ζούμε κι εμείς λίγο την εγκατάλειψη του Θεού στον ίδιο τον Κύριο πάνω στον Σταυρό! «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί μέ εγκατέλιπες;» Και καταλαβαίνουμε σ’ ένα βαθμό, τότε, και τον άγιο Αντώνιο με τα παράπονά Του.

 Η εξέλιξη των πραγμάτων όμως σε όλες τις περιπτώσεις «δικαιώνει» τελικά τον… Θεό! Γιατί ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Πάντοτε είναι μαζί μας και μας παρακολουθεί και μας υποβαστάζει. Απλώς επιλέγει έναν άλλον τρόπο βοήθειάς μας στις οδύνες μας από τον συνηθισμένο – τη φαινομενική «απουσία» και «απόσυρσή» Του! Κι αυτό γιατί; Διότι προφανώς όπως φάνηκε και με τον μέγα Αντώνιο αυτό συνιστά τη σωτηρία μας και το ανέβασμά μας σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Και η απόδειξη: Η εγκατάλειψη του ίδιου του Χριστού στον Σταυρό από τον Θεό Πατέρα φέρνει την Ανάστασή Του και ανάσταση σύμπαντος του κόσμου. Η απουσία του Χριστού στον Αντώνιο γίνεται η απαρχή της δόξας του Αντωνίου. Και το «κενό και η απουσία» Του στον φίλο Του Λάζαρο γίνεται η οριστική στον κόσμο αποκατάστασή του: τον ανασταίνει, για να του δώσει βίωμα συγκλονιστικό και μοναδικό ως πέρασμα από τον Άδη και για να τον καταστήσει μέσον παιδαγωγίας στον κόσμο της εποχής του και διαχρονικά.

Τελικά, το μάθαμε και παλεύουμε διαρκώς να το μαθαίνουμε: όταν δεν απαντάει ο Θεός στα αιτήματά μας και στην αγωνία μας, όταν φαίνεται «κενό» στους Ουρανούς, τότε να είμαστε σ’ επιφυλακή για την μεγάλη παρουσία Του. Ο Θεός δεν κάνει… τσιγκουνιές! Θέλει να μας τα δώσει όλα, αλλά την κατάλληλη στιγμή, την οποία προφανώς γνωρίζει καλύτερα από εμάς!

Η «σιωπή» Του είναι η κυοφορία της χάρης Του μέσα στην ύπαρξή μας!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε, όπως συμπεραίνουν ορισμένοι, στην Αλεξάνδρεια κατά το 295/6 μ.Χ. Δεν έχουμε πολλές και ασφαλείς ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί και απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία στις εθνικές σχολές της Αλεξάνδρειας, κατά πληροφορίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Από μικρός βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Εκεί γνώρισε πολύ καλά και την όλη εκκλησιαστική και θεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον μοναχικό βίο. Διάκονος ακόμη, συνοδεύοντας τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον οποίο επηρέαζε πάρα πολύ, έκανε αισθητή την παρουσία του στην Α΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο των 318 Πατέρων, που συγκροτήθηκε το 325 μ.Χ. κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε περισσότερο από όλους με το ζήλο του υπέρ της διδασκαλίας του ομοουσίου. Το επόμενο έτος 326, διαδέχτηκε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και αρνήθηκε την κοινωνία με τον Άρειο, διότι γνώριζε τη διαστροφή της γνώμης του και τη νόσο της αιρέσεως που εμφώλευε ακόμη στην καρδιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο  άρχισαν αμέσως οι κατ’ αυτού συκοφαντίες και οι εχθρικές ενέργειες του αιρεσιάρχη αυτού, όπως και τα ληστρικά γνωστά συνέδρια και οι άδικες κατηγορίες εναντίον του και οι αλλεπάλληλες εξορίες που υπέστη από τους βασιλείς Κωνσταντίνο τον μεγάλο,  Κωνστάντιο τον υιό του, Ιουλιανό τον παραβάτη και τον θερμό προστάτη των αρειανών Ουάλη. Ο μεν μέγας Κωνσταντίνος τον εξόρισε από ευπιστία στις διαβολές των άλλων,  οι άλλοι όμως κινήθηκαν εναντίον του από τη δική τους ο καθένας κακοπιστία. Ο υπερασπιστής όμως της ορθοδοξίας Αθανάσιος,  άλλοτε συρόμενος από τη βία των ανθρώπων της εξουσίας, άλλοτε δίνοντας τόπο στην οργή των εχθρών, οδηγήθηκε στο Τρίβερι της Γαλλίας, κατέφυγε στη Ρώμη, φυγαδεύτηκε στις ερήμους, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε μύριους κινδύνους και διωγμούς επί 46 χρόνια, μέσα στα οποία τον ανακαλούσαν για λίγο, για να διωχθεί και πάλι στη συνέχεια. Τελευταία, αφού αναφάνηκε στο ύψος του επισκοπικού του θρόνου σαν φωτεινό αστέρι, αλλά στη δύση του πια, και κατεφώτισε με τη λαμπρότητα των λόγων του τον ορθόδοξο λαό για μικρό διάστημα, έφτασε οριστικά στη δύση της ζωής του και αναπαύτηκε ο πολύ ταλαιπωρημένος από τους μακρούς κόπους και αγώνες του άγιος Αθανάσιος κατά το έτος 373 μ. Χ.».

  Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος στον επιτάφιό του για τον Μ. Αθανάσιο έγραψε: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι», επαινώντας τον Αθανάσιο, είναι σαν να επαινώ την αρετή. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα διά γραφίδος του αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου, ο οποίος επαναλαμβάνει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου ελαφρώς παραλλαγμένο: «Προσκομίζοντας τον έπαινο στον Αθανάσιο, σαν να εγκωμιάζω την αρετή, φέρνω μάλλον το εγκώμιο προς τον ίδιο τον Θεό». Γιατί τέτοιος εγκωμιασμός;

Πρώτον, διότι ο άγιος Αθανάσιος «υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία…Για τέσσερις δεκαετίες και πλέον (328- 373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στον θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν» (Σ. Παπαδόπουλος).

Δεύτερον, διότι στον άγιο βλέπουμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που απαιτούνται εκ μέρους του Θεού, προκειμένου να γίνει κατοικητήριο Αυτού και όργανο φανέρωσης της αλήθειας Του: τις φυσικές καταβολές και σπουδές του, τους αγώνες του για πνευματική κάθαρση του εαυτού του. «Καθάρισες από κάθε μολυσμό την ψυχή και το σώμα σου, Αθανάσιε, γι’ αυτό και αναδείχθηκες άξιος ναός του Θεού. Το πλήρωμα λοιπόν της αγίας Τριάδος, όλος ο Θεός, επαναπαύτηκε σε σένα, παμμακάριστε μύστη του Θεού». Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα υπενθυμίζει ότι τον πνευματικό του αυτόν αγώνα τον ξεκίνησε ήδη εκ νεότητός του, γι’ αυτό και από την ηλικία αυτή απέκτησε φρόνημα πολιού γέροντος: «Κατάργησες τα σκιρτήματα των σαρκικών αμαρτωλών παθών με νεανικούς αγώνες, γι’ αυτό και ήδη από τη νεότητά σου απέκτησες σταθερό και γεροντικό σεβάσμιο φρόνημα, μακάριε Αθανάσιε».

Ο άγιος Αθανάσιος βεβαίως είναι ταυτισμένος με τους αγώνες υπέρ της ορθοδοξίας. Η Εκκλησία μας, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, σ’ αυτόν οφείλει το γεγονός της διατρανώσεως της ορθόδοξης πίστης, με την έννοια ότι αυτός φωτίστηκε κατεξοχήν να δείξει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο τις πλάνες των αντιπάλων, όταν ο αιρεσιάρχης Άρειος και οι ομόφρονές του, μπλεγμένοι σε κοσμικές φιλοσοφίες, απειλούσαν τη διαστρέβλωση της αποκάλυψης του Χριστού και της αποστολικής διδασκαλίας. Την προσφορά αυτή επισημαίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σε συντριπτικό ποσοστό. «Φύτευσες τα δόγματα της ορθοδοξίας και απέκοψες τα αγκάθια της κακοδοξίας, όσιε, πληθαίνοντας έτσι τον σπόρο της πίστεως με τη βροχή του αγίου Πνεύματος». «Αφού κήρυξες ορθόδοξα τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, ότι είναι ομότιμος και σύνθρονος με τον Πατέρα, όπως και ότι είναι μονογενής Υιός Του, διδάσκεις πάλι, επώνυμε της αθανασίας Πατέρα, ότι και το άγιον Πνεύμα είναι συμφυές και ομοούσιο με τον Γεννήτορα Πατέρα  και τον Υιό». «Εξόρισες παράξενα δόγματα και ξένα προς την Εκκλησία του Χριστού, και θεολόγησες την Τριάδα των υποστάσεων και την Μονάδα της Θεότητος».

Οι αγώνες όμως υπέρ της ορθοδοξίας επισύρουν πάντοτε τη μήνη, κατά παραχώρηση βεβαίως του Θεού, του ίδιου του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος μεγαλύτερη χαρά δεν έχει από το να αλλοιώνεται η αληθινή πίστη του Χριστού. Διότι αλλοιωμένη πίστη σημαίνει και αλλοιωμένο τρόπο ζωής. Το δόγμα ως η διατύπωση της αλήθειας, ως γνωστόν, έχει άμεση επίπτωση προς το ήθος του ανθρώπου, δείγμα ότι οι αιρετικοί δεν μπορούν και να ζήσουν κατά τον τρόπο του Χριστού, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης. Κατανοεί λοιπόν κανείς εύκολα και το γιατί υπέστη τόσους διωγμούς, τόσες συκοφαντίες ο μέγας αστήρ Αθανάσιος. «Λύσσαξε», κατά το κοινώς λεγόμενο, ο διάβολος και υποκίνησε τα όργανά του, προς εξαφανισμό του αγίου. Αλλ’  είπαμε, όλα γίνονται κατά παραχώρηση Θεού, που σημαίνει ότι υπάρχει έλεγχος των δαιμονικών ενεργειών και όριο στις επιθέσεις τους, με σκοπό να φανερωθεί  μέσω των επιθέσεων αυτών ακόμη περισσότερο η λάμψη της αλήθειας και η αγιότητα των φορέων αυτής. Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, όντως επικεντρώνει επ’ αρκετόν και στη διάσταση αυτή από τη ζωή του αγίου Αθανασίου. «Άπειροι οι κίνδυνοι που δοκίμασες, μακάριε, καθώς αγωνιζόσουν υπέρ της αληθινής πίστεως». «Έμεινες καρτερικός στους διωγμούς και υπέμεινες τους κινδύνους, όσιε θεορρήμον Αθανάσιε, μέχρις ότου εξόρισες την άθεη πλάνη του Αρείου».

Η Εκκλησία μας δεν φείστηκε καθόλου των επαίνων, για να δείξει το μέγεθος του αγίου Αθανασίου. Και μόνο το γεγονός ότι, μεταξύ των όσων είπαμε, τον χαρακτηρίζει ως τον δέκατο τρίτο από τους αποστόλους, που μέσω αυτού μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος και το ίδιο το άγιον Πνεύμα, αρκεί για να καταλάβουμε τι σημαίνει Αθανάσιος και γιατί η θεολογία της Εκκλησίας μας κατά βάση έχει χαρακτηριστεί «αθανασιανή». «Η ζωηφόρος πνοή του Πνεύματος του Χριστού, που επιφοίτησε πριν κατά τρόπο θεοπρεπή στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, και γέμισε τους μαθητές, σε αναδεικνύει δέκατο τρίτο απόστολο, πάτερ». «Έχοντας τον Χριστό να ομιλεί, Πάτερ, με τη γλώσσα σου, σαν εύηχο όργανο, στηλιτεύεις, μακάριε, με τα γραπτά σου την αίρεση των ειδώλων».

17 Ιανουαρίου 2022

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΛΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 Ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας όσιος Αντώνιος, τον οποίο προβάλλει η Εκκλησία μας ως τύπο αρτίου ανθρώπου διαχρονικά, είχε κατανοήσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αγιάσει ο χριστιανός, αν δεν ελέγχει τον εσωτερικό του κόσμο, κυρίως δε τους λογισμούς του -  ό,τι τόνιζαν και οι σύγχρονοι άγιοι Πορφύριος, Παῒσιος, Σωφρόνιος κ.ά. Διότι ο έλεγχος αυτός φέρνει την καθαρότητα της ψυχής, η οποία αποτελεί τη μόνη  προϋπόθεση για να ζει κανείς την παρουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Λέει συγκεκριμένα: 

«Ας μην απατώμεθα…ούτε να φαινώμεθα δειλοί ούτε να δημιουργούμε φόβους… Ας μη φέρνουμε καθόλου τέτοιες σκέψεις στον νου μας ούτε να μας πιάνη η λύπη σαν να είμαστε πια χαμένοι. Απεναντίας να νιώθουμε θαρραλέοι και πάντοτε χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή» (Βίος αγίου Αντωνίου από Μ. Αθανάσιο).

Ο μέγας άγιος ευρισκόμενος μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας πίστευε ότι οι καλοί λογισμοί και η εξάσκηση των αρετών είναι τα μόνα σύμφωνα προς τη φύση του ανθρώπου. Διότι ο Θεός μάς δημιούργησε για να ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας το θέλημά Του και καλλιεργώντας τις αρετές. Οι φαύλοι λογισμοί και οι πονηρές σκέψεις αποτελούν εκτροπή από την ορθή πορεία. Όπως ο ίδιος το λέει: «Το να είναι η ανθρώπινη ψυχή ευθεία, αυτό αποτελεί τη φυσική της νοερά κατάσταση, όπως δηλαδή δημιουργήθηκε. Όταν όμως διαστραφεί «το κατά φύσιν», τότε αυτή η κατάσταση ονομάζεται κακία της ψυχής. Διότι αν μείνουμε όπως πλασθήκαμε, είμαστε μέσα στην περιοχή της αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε τα φαύλα πράγματα, σαν κακοί αξίζει να κριθούμε… Εφ’ όσον είναι στα χέρια μας, ας φυλαχθούμε από τους βρωμερούς λογισμούς και ας φυλάξουμε την ψυχή μας για τον Κύριο».

Ιδιαιτέρως είναι σημαντική η επισήμανση του οσίου κατά τη διεξαγωγή του πνευματικού αγώνα: «να νιώθουμε θαρραλέοι και χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθεί». Όχι μόνο δηλαδή απαιτείται να καλλιεργεί κανείς καλούς λογισμούς, μα εξαιρέτως στις δυσκολίες θα πρέπει να παραστήσει με εικονιστική δύναμη ενώπιόν του τη διέξοδο, την υπέρβαση και τη λύση των δυσκολιών – τον κατεξοχήν καλό λογισμό. Που σημαίνει: μία δυσκολία και ένα πρόβλημα θα ξεπεραστούν στον βαθμό που απεγκλωβίσει κανείς τον νου του από το πρόβλημα και τον προσανατολίσει στη λύση και τη νίκη. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη φράση της Γραφής.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου δεν ήταν μία γνώση που απέκτησε από μελέτη βιβλίων ή ακούγοντας σοφούς. Ήταν η εμπειρία από τη βιωματική μαθητεία του πολλών χρόνων «παρά τους πόδας» οσίων φημισμένων ασκητών της εποχής του. Κοντά τους δεν έψαχνε τα τυχόν ψεγάδια τους που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Τον ενδιέφερε η αρετή που καλλιεργούσαν και αυτήν σημείωνε για δικό του παραδειγματισμό.

«Υποτασσόταν πραγματικά σε φημισμένους πατέρες. Πήγαινε να τους συναντήσει κι εφάρμοζε στον εαυτό του του καθενός το προτέρημα της αρετής και της ασκήσεως. Έβλεπε στον ένα τον ευχάριστο χαρακτήρα, στον άλλον την προθυμία στην προσευχή, του ενός μελετούσε την πραότητα, του άλλου τα φιλάνθρωπα  αισθήματα... Τον ένα εθαύμαζε για την υπομονή του και τον άλλον για τις νηστείες και την μακροθυμία. Όλων όμως μαζί σημείωνε τον έρωτά τους για τον Χριστό και την μεταξύ τους αγάπη».

Κι εντέλει να πούμε ότι ο έρωτας για τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη προς τον πλησίον πυράκτωσε και τη δική του καθαρή ψυχή. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έλεγε και έκανε πήγαζε από την αγάπη του αυτή. Το είχε άλλωστε επισημάνει και στον απόστολο Παύλο. Εκείνος δεν έγραφε προς τους Ρωμαίους ότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αντώνιος είχε διαρκώς το βλέμμα και τους λογισμούς του στην αγάπη Εκείνου. «Δεν με τρομάζουν τα τραύματα που μου κάνατε,  (δαίμονες). Και αν με γεμίσετε με περισσότερα, “τίποτε δεν θα με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού”». Γι’ αυτό και κατέληγε πάντα οποιοδήποτε λόγο του με τον ίδιο επίλογο: «Τίποτα να μην προτιμάτε στον κόσμο από την αγάπη προς τον Χριστό». Και: «Χριστόν πάντοτε αναπνέετε».