14 Φεβρουαρίου 2022

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ… ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ!

«Ὑπῆλθες, ἐθελουσίοις νεύμασι, πάτερ Αὐξέντιε, σύ τόν ζυγόν Κυρίου τόν χρηστόν, καί τήν γῆν ἐκαινούργησας τῶν ἀρετῶν τοῖς δάκρυσι, καταπιαίνων ταύτην, ἔνδοξε» (ωδή α΄ κανόνος οσίου Αυξεντίου).

(Ανέλαβες εκούσια, πάτερ Αυξέντιε, τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και έκανες καινούργια τη γη, καθιστώντας την εξαιρετικά εύφορη, ένδοξε, με τα δάκρυα του αγώνα σου για τις αρετές).

Σ’ έναν κόσμο που έχει καταστεί και διαρκώς καθίσταται «γέρικος», καθώς βουλιάζει αδιάκοπα σ’ αυτό που φθείρει και αποσυνθέτει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά: την αμαρτία ως σαρκολατρεία και αλαζονεία – διότι το μόνο που «κερδίζει» ο άνθρωπος από το αποκομμένο από τον Θεό σαρκικό του φρόνημα είναι ο θάνατος, όπως το εκφράζει μεγαλειωδώς ο απόστολος Παύλος: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» και: «διά της αμαρτίας ο θάνατος» - η επισήμανση του παραπάνω ύμνου ηχεί παράδοξα και ανέλπιστα ευχάριστα! Υπάρχει η δυνατότητα η γη που πατάμε και η ζωή που ζούμε να γίνει και πάλι καινούργια. Πώς; Όταν βρεθούν οι άνθρωποι, σαν τον άγιο Αυξέντιο, που με αποφασιστικό τρόπο, ελεύθερα και επιμελώς, στρέψουν την καρδιά τους προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διότι Εκείνος ως η πηγή της ζωής και εν γένει του είναι με την ενέργειά Του χορηγεί αενάως τη νεότητα και τη ριζική ανακαίνιση των πάντων. «Ἰδού, καινά ποιῶ πάντα» ακούμε αίφνης από το Πνεύμα Του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όλα τα κάνω καινούργια! Διότι ακριβώς σ’ Αυτόν δεν υπάρχει υποψία φθοράς και σκότους! Είναι «ὁ Ὤν»! Και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την εμπειρία της αλήθειας αυτής εν Εκκλησία το διαλαλεί: «Εἴ τις εν Χριστώ καινή κτίσις», όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία. Ο χριστιανός: το μυστήριο που περιπατεί στον κόσμο τούτο, προεκτείνοντας τη μοναδική και απόλυτη παρουσία Εκείνου, ένας άλλος Θεός που περιπολεί στη γη. Οπότε, κάθε πατημασιά ενός αγίου, κάθε κίνηση και ανάσα του συνιστούν «ενέσεις» ζωής και ανακαίνισης του κόσμου μας – το βλέπουμε στα άγια πρόσωπά τους: λάμπουν ακόμη και μέσα στα γηρατειά τους! Δεν χρειάζεται να κάνουν μπότοξ ή άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αισθητικής για να φανούν «νέοι»! Γιατί ζει μέσα τους Εκείνος που είναι η διαρκής νεότητα ως σφρίγος αληθινής ζωής.  

Κι ο ύμνος για τον άγιο προσθέτει: στρέφεται κανείς προς τον Χριστό και προσφέρει τη δύναμη του ανακαινισμού Του, όταν αρχίζει να ζει με μετάνοια αληθινή, όταν δηλαδή τα δάκρυα από τον πνευματικό αγώνα για την άσκηση των αρετών πλημμυρίζουν την ύπαρξή του. Κάθε δάκρυ του, μας λέει ο άγιος υμνογράφος, που πέφτει στη γη τη λιπαίνει, την καθιστά εύφορη, την κάνει καινούργια – ό,τι πρώτα συνέβη στη δική του ψυχοσωματική ύπαρξη! Όσο υπάρχουν λοιπόν άγιοι, όσο υπάρχουν αληθινοί πιστοί, τόσο και ο κόσμος μας θα γίνεται και πάλι καινούργιος. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε που υπάρχουν! Πόση παρηγοριά μας προσφέρει η σκέψη πως η κάθε δική τους ματιά είναι και μία νέα απαλή θέαση του κόσμου, που χύνει βάλσαμο στο πληγωμένο σώμα της γης και των κατοικούντων σ’ αυτήν και δημιουργεί συνθήκες ανάνηψης και ανάστασής τους. Αλλά σε αυτήν την πραγματικότητα και το όραμα ζωής μάς καλεί η Εκκλησία όλους μας, ιδίως την περίοδο του ευλογημένου Τριωδίου που εισήλθαμε. Να ανανεωθούμε με τη μετάνοιά μας και να κάνουμε και τον κόσμο μας μέσω ημών καινούργιο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ

«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού (5ος αι.), καταγόταν από την Ανατολή και υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο. Ανήλθε και στο όρος που βρισκόταν απέναντι από την περιοχή Οξεία και υπήρξε καρτερικότατος στην άσκηση και ορθοδοξότατος στην πίστη. Αφού έλεγξε επί πολύ τη φαυλότητα και την πλάνη της κακοδοξίας του Ευτυχούς και του Νεστορίου και αποδέχτηκε την τετάρτη στη Χαλκηδόνα Οικουμενική Σύνοδο (451), έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς και λαμπρός στο πρόσωπό του από τη θεία χάρη για όλους που τον πλησίαζαν, ενώ ανέβρυζε κάθε φορά πηγές θαυμάτων και ιάσεων σ’ αυτούς που προσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε εν ειρήνη και το τίμιο σώμα του κατατέθηκε στον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο. Τελείται δε η σύναξή του στη Μονή του Καλλιστράτου».

 Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τη σημερινή ημέρα (14 Φεβρουαρίου): έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο», τον Βαλεντίνο, ως «άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχει ως μάρτυς, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στο πρόσωπό του), και αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο πατέρα Αυξέντιο τον εν τω Βουνώ. Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί ο έρωτας, αλλά στην πρώτη περίπτωση με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδή ως «παιδί της φτώχειας» κατά τον Πλάτωνα: ο ερωτευμένος εκλιπαρεί και ζητιανεύει την ανταπόκριση του άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητά να καλύψει – η αγάπη του είναι έκφραση ενός εγωισμού∙  ενώ στη δεύτερη με τη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνει μεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο άλλος που τις δέχεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά της αγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόκριση.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, διά Θεοφάνους του υμνογράφου, τονίζουν επαρκώς την ολοτελή μετάθεση της αγάπης του οσίου Αυξεντίου προς τον Θεό, την πληγωμένη από στοργή καρδιά του προς Αυτόν, που τον έκανε βεβαίως να γεμίσει από τις χάρες του αγίου Πνεύματος και να γίνει «κειμήλιον χωρητικόν της Αγίας Τριάδος», με ιαματική παρουσία έπειτα στους ανθρώπους. Και μπροστά σ’ αυτόν τον θεϊκό έρωτα, πράγματι η ανθρώπινη διάστασή του – χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε τη σημασία του: μη ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Κύριος «ενέσπειρε τους έρωτας εις την των ανθρώπων φύσιν» κατά τον ιερό Χρυσόστομο – ωχριά και παρουσιάζεται ως βρέφος μπροστά στην ώριμη ηλικία. «Πληγωμένος από τη θεϊκή στοργή του Δεσπότου Χριστού, πάτερ, στράφηκες ανυποχώρητα με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου προς Αυτόν» (ωδή ζ΄). «Μετέθεσες ολωσδιόλου τον εαυτό σου προς τον Θεό, γι’ αυτό και έκανες πέρα την ευπάθεια της σαρκός και έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων» (ωδή η΄).

Η ολοκληρωτική αυτή στροφή του οσίου Αυξεντίου προς τον Θεό δεν ήταν εξαρχής μία απηρτισμένη και τέλεια αγάπη. Μάλλον ήταν τέλεια στο πνευματικό επίπεδο που κάθε φορά εκείνος βρισκόταν. Διότι η πνευματική ανάβαση, όπως γνωρίζουμε, δεν έχει τέλος. Ο πιστός πορεύεται πάντοτε «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» και «από δόξης εις δόξαν». Και δικαίως: δεν έχει τέλος ο Θεός. Με άλλα λόγια, όσο ο άνθρωπος στρέφει τις δυνάμεις του προς τον Θεό ως το ακρότατο των εφετών και επιθυμητών, τόσο και βλέπει να αυξάνει μέσα του η χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Εκείνου. Ο άγιος Θεοφάνης το διευκρινίζει, παίρνοντας αφορμή και από το ίδιο το όνομα του οσίου Αυξεντίου: «Αύξησες την προς Θεό αγάπη σου, πάτερ Αυξέντιε, κι εγκατέλειψες κάθε στοργή προς τον κόσμο, οπότε και αναδείχτηκες, θεοφόρε, χωρητικό κειμήλιο των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος» (ωδή α΄ ). Κι αλλού: «Ο θεοφόρος Αυξέντιος αφού αύξησε την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό, υψώθηκε σε μεγάλο ύψος  της θεϊκής αγκαλιάς» (ωδή δ΄).

Τι έκανε τον όσιο Αυξέντιο, ήδη «εκ βρέφους», να αυξάνει εν Θεώ και να γεύεται κάθε φορά και πιο πλούσια τις χάρες Εκείνου; Που σημαίνει: τι κάνει έναν άνθρωπο να κρατείται στην αγάπη του Θεού και να την αυξάνει στην ύπαρξή του; Το ερώτημα στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με αυτό που υπόσχεται κάθε πιστός που εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας, γινόμενος μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος: «συντάσσομαι τω Χριστώ». Μπαίνω στην τάξη του Χριστού, ανήκω δηλαδή σ’ Εκείνον. Ο υμνογράφος μας και πάλι μας καθοδηγεί: «Συντάχτηκες με όλη τη θεότητα με το βάπτισμά σου, πάτερ Αυξέντιε. Κι αφού διατήρησες απόλυτα το αξίωμα της εικόνας του Θεού, μακάριε, προσχώρησες στην τρισήλια λαμπρότητα, την αγία Τριάδα δηλαδή, με χαρά» (ωδή θ΄).

Πώς λοιπόν κρατείται κανείς στο μέρος του Θεού; Διότι πρέπει να συνεργήσει και ο ίδιος. Τι πρέπει να κάνει; Πρώτα από όλα να καταλάβει, μας λέει ο άγιος Θεοφάνης βλέποντας τη ζωή του οσίου σήμερα, ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη και ότι τα αιώνια είναι στον Θεό. Να κάνει δηλαδή μελέτη του βίου του τον θάνατο, που θα πει να γίνει κατά Θεόν σοφός.  «Κάνοντας τη ζωή σου μελέτη του θανάτου, κατανόησες αυτό που λένε σοφία  με διαφορετικό τρόπο, και μετατέθηκες προς την ενυπόστατη Σοφία, τον Χριστό» (ωδή ς΄). Κι έπειτα, βλέποντας ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Θεό, χρειάζεται κανείς να περιορίσει τις άτακτες ορμές του σώματος και της ψυχής του λόγω της ενεργούσας ακόμη αμαρτίας, με την εγκράτεια. Να δείξει δηλαδή κανείς έμπρακτα, με τον περιορισμό των παθών του, ότι η ύπαρξή του έχει αγκυροβολήσει στον Χριστό: το κέντρο βάρους του είναι σ’ Εκείνον. Αυτό, κατά τον άγιο υμνογράφο, συνιστά ισορροπία του ανθρώπου και των φρενών του. «Πέρασες τη ζωή σου, πάτερ Αυξέντιε, με ισορροπία των φρενών, γιατί έβαλες σε δεύτερη μοίρα τα πρόσκαιρα και επεκτεινόσουν πάντοτε στα αιώνια» (ωδή ε΄).

13 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ

«Ο όσιος καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και από δεκαοκτώ ετών ξεκίνησε την ασκητική του ζωή. Μετά εικοσιπέντε έτη δέχτηκε ιδιαίτερο πειρασμό από μία πόρνη γυναίκα που θέλησε να τον παρασύρει δόλια στην αμαρτία, καθώς κατέφυγε τάχα χαμένη στην ερημική σπηλιά που ζούσε. Ο άγιος την περιμάζεψε, αλλά όταν είδε τις προθέσεις της, προτίμησε να ανάψει φωτιά και να μπει για να καεί, παρά να ενδώσει. Τα λόγια του  την ώρα εκείνη ήταν μεγαλειώδη:  «Αν μπορείς να υποφέρεις τη φωτιά της γέεννας, αφού ποθείς την αισχρή ηδονή, υπάκουσε στη γυναίκα και πήγαινε μαζί της». Επόμενο ήταν και ο ίδιος να διασωθεί από τον πειρασμό με το κάψιμο της σάρκας του, που την θεράπευσε όμως η χάρη του Θεού, αλλά και η γυναίκα να μετανοήσει και να οδηγηθεί σε μοναστήρι για τη μετάνοιά της.

Με τη βοήθεια ενός ναυτικού κατέφυγε ο όσιος σ’ ένα ξερονήσι, για να αποφύγει στο μέλλον οποιονδήποτε παρόμοιο πειρασμό, κι έμεινε εκεί επί δέκα χρόνια. Πάλι όμως σηκώθηκε και έφυγε, όταν κάποια κοπέλα που γλύτωσε από ναυάγιο πάνω σε μία σανίδα, έφτασε κοντά του. Και την μεν κοπέλα την τράβηξε να βγει ο όσιος, αυτός όμως ρίχτηκε στη θάλασσα, καθοδηγούμενος από δελφίνια. Το σύνθημά του έκτοτε ήταν «Φεύγε, Μαρτινιανέ, μη σε προφθάσει πειρασμός», οπότε κάποτε έφτασε στην Αθήνα, όπου κι αμέσως εκδήμησε προς τον Κύριο, ενώ αξιώθηκε ένδοξης ταφής από τον επίσκοπο και όλο τον λαό. Λέγεται δε και για τις γυναίκες, ότι η μεν πρώτη που πήγε σε μοναστήρι αξιώθηκε να κάνει θαύματα, η δε άλλη ότι έμεινε υπομονετικά στο ξερονήσι μέχρι το τέλος της ζωής της, ντυμένη με ανδρικά ρούχα που της τα έφερε ο ναυτικός».

Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που αποφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του, διότι «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που  εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση αββά του Γεροντικού. Κι ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος ποιητής Θεοφάνης για τον όσιο. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματος,  να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή». Κι ένα κεντρικό στοιχείο της άρσης του σταυρού του ήταν βεβαίως και ο πειρασμός που αντιμετώπισε από μία δόλια γυναίκα και που τον ξεπέρασε με τον παραπάνω σημειούμενο συγκλονιστικό τρόπο: να μπει μέσα στη φωτιά!  «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο ποιητής -  σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του».

Ο όσιος  αναδείχτηκε δικαστής του εαυτού του και μάρτυρας της συνείδησής του. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου – εκτιμά ο ποιητής. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος». Και τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Η θεϊκή φωτιά της αγάπης του προς τον Χριστό. Η μεγάλη πνευματική φωτιά που νίκησε την αισθητή. «Μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά», θα πει και πάλι ο υμνογράφος.  

Ο όσιος Μαρτινιανός εξυψώνεται ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου ανθρώπου. Γιατί;  Διότι είχε επακριβή επίγνωση της αλήθειας του εαυτού του:  είναι άνθρωπος αδύναμος που το μόνο στερέωμά του είναι ο Χριστός και όχι οι δικές του δυνάμεις. Ποιος συνετός άνθρωπος μπορεί να πει ότι μόνος του τα καταφέρνει όλα, ιδίως τα σχετιζόμενα με την πνευματική ζωή; Μόνον ένας αλαζόνας, που γι’  αυτό η πτώση του στην αμαρτία σφραγίζει μόνιμα τη ζωή του. Κι ο άγιος το απέδειξε και με τη δεύτερη περίπτωση, της διάσωσης της ναυαγισμένης κοπέλας, στο ξερονήσι που βρισκόταν. Σώζει την κοπέλα, μα δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του να παραμείνει ούτε στιγμή κοντά της. Σηκώνεται και φεύγει αμέσως!

Ο σοφός και άγιος Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος το εξηγεί: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του.

12 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·  νηστεύω  δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ̓  ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή·«Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά  προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν  Φαρισαῖος  κι ὁ ἄλλος  τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: "Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματά μου". Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: "Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό". Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό  Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι·  γιατί ὅποιος ὑψώνει  τόν ἑαυτό  του  θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Τιμ. 3, 10-15)

Τέκνον  Τιμόθεε,  παρηκολούθηκάς  μου τῇ διδασκαλίᾳ,  τῇ ἀγωγῇ,  τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ίκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες  δὲ οἱ θέλοντες  εὐσεβῶς  ζῆν ἐν  Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσύ συμπορεύτηκες μαζί μου στή διδασκαλία, στόν τρόπο ζωῆς, στούς σκοπούς, στήν πίστη, στή μακροθυμία, στήν ἀγάπη, στήν ὑπομονή, στούς διωγμούς, στά παθήματα σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί διωγμούς ὑπέφερα! Κι ἀπ' ὅλα μέ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν  μέ  εὐσέβεια,  σύμφωνα  μέ  τό  θέλημα  τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,  θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο· θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν. Ἐσύ ὅμως νά μένεις σ' αὐτά πού ἔμαθες καί πού γιά τήν ἀξιοπιστία τους ἔχεις  τεκμήρια.  Ξέρεις ἀπό  ποιόν τά ἔμαθες·  καί  μή λησμονεῖς ὅτι ἀπό τή βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τή Γραφή, πού μπορεῖ νά σέ κάνει σοφό ὀδηγώντας σε στή σωτηρία διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.

ΑΡΧΗ ΤΡΙΩΔΙΟΥ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)

«Από σήμερα, στον εσπερινό της Κυριακής, αρχίζουν να συμψάλλονται οι ύμνοι που περιέχονται στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου. Σε μερικούς ναούς πριν την έναρξη του εσπερινού τίθεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο σε ευτρεπισμένο σκαμνί το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, όπου προσέρχεται ο πρωτοψάλτης (ο οποίος εκπροσωπεί όλους όσοι υπηρετούν στο αναλόγιο), βάζει μπροστά στην εικόνα τρεις μετάνοιες, ασπάζεται την εικόνα, παίρνει στα χέρια του το Τριώδιο και το ασπάζεται, κάνει πάλι τρεις μικρές μετάνοιες και απέρχεται μαζί με το Τριώδιο στην οικεία του θέση».

Μία βαθειά συμβολική κίνηση με το ξεκίνημα της περιόδου του Τριωδίου, για να προβληθούν δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, η μεγάλη σημασία του λειτουργικού βιβλίου που φέρει την ονομασία «Τριώδιον» - παραλαβή του από τον πρωτοψάλτη μπροστά στην εικόνα του Κυρίου σαν να προσφέρει Εκείνος στον εκπρόσωπο του λαού στις λειτουργικές συνάξεις τα λόγια που απηχούν το Πνεύμα Του και ευαρεστείται ο Ίδιος να ακούει∙ και δεύτερον, η προσκύνηση του εκπροσώπου του λαού (ο ψάλτης είναι εκείνος που για λόγους ευταξίας λέει όσα ο λαός πάντοτε έλεγε) που φανερώνει ότι ενώπιον του Κυρίου η μόνη ορθή στάση και κίνηση είναι η υπακοή. Κι η υπακοή αυτή εξαγγέλλεται με τον πιο δυνατό τρόπο όταν ο άνθρωπος πορεύεται κατά τα κελεύσματα των ύμνων του Τριωδίου, δηλαδή προσπαθεί να ζει με μετάνοια ως διαρκή επιστροφή προς τον Θεό. Διότι το Τριώδιο ως βιβλίο της Εκκλησίας αλλά και ως περίοδος που χρωματίζεται από το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού τη μετάνοια πρωτίστως προβάλλει και διακηρύσσει.

Από τον εσπερινό της ημέρας λοιπόν ουσιαστικά εισερχόμαστε στην πιο ιερή και κατανυκτική περίοδο όλου του χρόνου, η οποία διαρθώνεται σε τρία μέρη: το εισαγωγικό μέρος (Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής, ήτοι τρεις εβδομάδες), το καθαυτό μέρος, τη Μεγάλη Σαρακοστή (αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα έως το Σάββατο του Λαζάρου) και το τρίτο και τελευταίο που συνιστά και το όλο σκοπό και την αποκορύφωση, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι από την άποψη αυτή η θεώρηση πολλών, δυστυχώς και χριστιανών, περί του Τριωδίου ως της περιόδου του ξεφαντώματος και του «ξεσαλώματος» κοινώς των ανθρώπων δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της εκκλησιαστιακής περιόδου και ζωής. Στην κοσμική θεώρηση ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και νεκρώνεται πνευματικά. Διότι στρέφεται «ολοσχερώς» προς τον θάνατο που φέρνει το αμαρτωλό φρόνημα. Στην εκκλησιαστική θεώρηση ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και το μεγαλείο της δημιουργίας του. Διότι ενσκύπτει μέσα στην καρδιά του προκειμένου να την καθαρίσει από κάθε τι εμπαθές μέσω της μετανοίας και τη ζωής της εγκρατείας, ώστε να βλαστήσει το ομορφότερο άνθος που καταξιώνει τον άνθρωπο: την αληθινή αγάπη.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ

«Ο άγιος Μελέτιος, λόγω της πολύ μεγάλης αρετής του και της καθαρής αγάπης του στον Χριστό, έγινε επιθυμητός από πολλούς τόσο πολύ, ώστε από την πρώτη ημέρα της χειροτονίας του που εισήλθε στην Αντιόχεια, ο κάθε πιστός κινούμενος από πόθο γι’ αυτόν τον καλούσε στην οικία του, πιστεύοντας ότι ο άγιος θα την αγιάσει με την είσοδό του. Δεν συμπλήρωσε τριάντα ημέρες στην πόλη και εκδιώχθηκε από τους εχθρούς της αλήθειας, διότι παρασύρθηκε τότε ο βασιλιάς και βεβαίως  ο Θεός επέτρεψε αυτό. Όταν επανήλθε μετά την παράνομη εκείνη δίωξη, έμεινε περισσότερο από δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Και πάλι ο βασιλιάς με γράμματα τον καλεί όχι κάπου κοντά, αλλά στη Θράκη. Το ίδιο συνέρρευσαν εκεί και άλλοι επίσκοποι από πολλά μέρη, που κλήθηκαν κι αυτοί με βασιλικά γράμματα, επειδή οι Εκκλησίες, που βγήκαν από δοκιμασίες σαν από μακρύ χειμώνα, άρχισαν να ειρηνεύουν και να γαληνεύουν. Τότε δε ο μέγας αυτός Μελέτιος, αφού εγκωμιάστηκε από όλους, άφησε την ψυχή του στα χέρια του Θεού και αναπαύτηκε με ειρήνη σε ξένη γη. Αυτόν τον μακάριο και ο τίμιος Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τον τίμησαν με εγκώμια».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία κινείται η εκκλησιαστική υμνογραφία της ημέρας, διά γραφίδος Θεοφάνους του ποιητού: η ορθόδοξη πίστη του αγίου Μελετίου, γεγονός όχι τόσο αυτονόητο για την Αντιόχεια της τότε εποχής (4ος αι.), και η αγιασμένη ζωή του. Ο άγιος Μελέτιος πράγματι, χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, κατά την εκτίμηση των Πατρολόγων, υπήρξε άνθρωπος που γρήγορα ασπάστηκε το ορθό δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), έγινε διαπρύσιος κήρυκας της αλήθειας περί της Αγίας Τριάδος  και προετοίμασε το έδαφος για την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381). Το ορθόδοξο αισθητήριό του και ο αγώνας του για την ορθοδοξία κατανοείται σωστά, όταν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι η Αντιόχεια στην εποχή του σπαρασσόταν από εκκλησιαστική πολυαρχία, την οποία προσπάθησαν με μεγάλο αγώνα να ξεπεράσουν αναστήματα εκκλησιαστικά της περιωπής του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Βασιλείου. Ο άγιος Μελέτιος λοιπόν κήρυσσε ό,τι ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος είχαν αγωνιστεί να δείξουν στην Εκκλησία – τη γνήσια αποστολική παράδοση – κάτι που ακριβώς σ’ ένα μεγάλο ποσοστό με τους ύμνους δείχνει ο άγιος Θεοφάνης.

«Επειδή έγινες κατά χάρη υιός Θεού, δεν υποβίβασες σε κτίσμα χωρίς φρόνηση τον εκ Θεού Θεό Λόγο, αλλά Τον δόξασες ως συνάναρχο και σύνθρονο με τον Πατέρα, Δημιουργό και Κτίστη όλων των δημιουργημάτων, θεόληπτε» (ωδή γ΄). Ο αγώνας του δηλαδή ήταν και εκείνου κατά των αιρετικών διαστρεβλώσεων του Αρείου και των ομοφρόνων του, οι οποίοι με τις αντιλήψεις τους καταργούσαν ουσιαστικά την αποκάλυψη του Χριστού και τη διδασκαλία των Αποστόλων. «Φωτίστηκες από τη θεία έλλαμψη και θεολόγησες τον από τον άναρχο Πατέρα μονογενή Λόγο, όσιε,  ότι είναι άκτιστος και αιώνιος, γι’ αυτό και έφερες σύγχυση στους συμμάχους και ομόφρονες του Αρείου, με την ενίσχυση της θείας δύναμης» (ωδή α΄).

Και μπορεί βεβαίως να μην ήταν μεγάλος θεολόγος, με την έννοια ότι δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν να δώσουν λύση σε εκκλησιαστικά προβλήματα, όμως, όπως είπαμε, είχε δυνατή αίσθηση του ορθοδόξου φρονήματος, κάτι που το απέκτησε, εκτός από την αγιασμένη ζωή του, και με τη διαρκή ενασχόληση και μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα, προκειμένου να τονίσει την αγάπη του οσίου για τον λόγο του Θεού, αξιοποιεί το ίδιο το όνομά του: Μελέτιος, (αγαπημένη ενέργεια των υμνογράφων),  χρησιμοποιώντας την εικόνα του πρώτου κιόλας ψαλμού περί του ξύλου που είναι φυτεμένο στις όχθες του ποταμού. «Μελέτησες, μακάριε Ιεράρχα Μελέτιε, τον σωτήριο νόμο του Θεού, όπως έχει γραφεί, και δείχτηκες σαν το ξύλο που βρίσκεται στο νερό της ασκήσεως και φανερώνει με τη χάρη του Θεού τους καρπούς των αρετών» (στιχηρό εσπερινού).

Οι ύμνοι επικεντρώνουν και στην αγιασμένη ζωή του αγίου Μελετίου. Τον παραλληλίζουν μάλιστα με τους αγίους αποστόλους, τον τρόπο ζωής των οποίων προσπάθησε να ακολουθήσει και γι’ αυτό τοποθετήθηκε και στη θέση τους. «Ομοιώθηκες διά των αρετών σου με τους Αποστόλους του Χριστού και έλαβες την αυθεντία και τον θρόνο εκείνων κατά προφανή τρόπο, Μελέτιε πανένδοξε» (ωδή γ΄). Σ’ ένα στιχηρό του εσπερινού όμως η ασκητική ζωή του αγίου καταγράφεται σε όλα σχεδόν τα στάδιά της: «Μάρανες με την εγκράτεια τα σκιρτήματα της σάρκας. Και υπέταξες τα πάθη, Μελέτιε, και λάμπρυνες και εύφρανες τον εαυτό σου με τη λαμπρότητα της απάθειας. Και ιερούργησες τον Χριστό με αγνότητα και με καθαρότητα». Ο άγιος Θεοφάνης παίρνει τη ζωή του αγίου Μελετίου ως βάση και αξιωματικά μας λέγει: δεν μπορεί κανείς να ιερουργεί τον Χριστό, να προσφέρει δηλαδή τη ζωή του θυσία σ’ Εκείνον με όλη την ύπαρξή του – μη ξεχνάμε δε ότι ιερείς με τη γενική ιερωσύνη είναι όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της αγίας Τριάδος και όχι μόνο οι κληρικοί  - παρά μόνον αν αγωνίζεται να φτάσει στην απάθεια ως υπέρβαση των κακών παθών. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την εγκράτεια. Ιδιαιτέρως τούτο, ενόψει του Τριωδίου και της Μεγάλης Σαρακοστής νομίζουμε πως είναι ό,τι πιο επίκαιρο. Η εγκράτεια που τονίζει η ευλογημένη αυτή περίοδος, ορθά ασκούμενη, δηλαδή με τον τρόπο της Εκκλησίας, οδηγεί στον έλεγχο των παθών και έτσι στην άμεση σχέση με τον Χριστό, την ιερουργία της ζωής μας σ’ Εκείνον.