23 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ «ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να καταγραφεί εδώ όλο το μαρτύριο. Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε δι’ ολίγων την αντίδραση του συγκεντρωμένου όχλου, που ενώ θαμπώνεται πράγματι από τη γενναιότητα των χριστιανών μαρτύρων, συνεχίζει με δαιμονικό τρόπο να κραυγάζει εναντίον τους! Οι φράσεις είναι χαρακτηριστικές:

«Μόλις ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 Δύο πράγματα είναι καίρια: Πρώτον, ότι το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Το αντίθετο μάλιστα: γίνεται αφορμή μεγαλύτερης τύφλωσής τους. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, διψώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Δεν παραξενευόμαστε όμως. Η αντίδραση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντι και στον Ίδιο όσο ήταν στον κόσμο τούτο: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον Πονηρό, φτάνοντας στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»!  Κι αυτό γιατί; Διότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, να είναι δηλαδή καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια και δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, κάποια στιγμή θα  δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησής Του.

Και δεύτερον, αξίζει να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει, την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή μάλιστα συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως «αλήθεια»  και βαθειά «σοφία»! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος[1] το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως  το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ»[2] «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου»[3]. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.

Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού[4]. Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου[5].

Ο άγιος Θεοφάνης  δεν παύει να τονίζει -  εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας»[6] (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο[7], λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό.  «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως»[8] (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά»[9] (ωδή ε΄).

Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες»[10]) (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρωτίστως στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά»[11] (ωδή ζ΄).




[1] Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845) υπήρξε ίσως ο πολυγραφότερος, μαζί με τον Ιωσήφ τον υμνογράφο, ποιητής κανόνων της ορθόδοξης Εκκλησίας.

[2] «Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε».

[3] «Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου».

[4] «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον».

[5] Α΄Κορ. 12,3.

[6] «Ρείθρον εδέξω ζωής, ως εκ χειμάρρου της τρυφής, όσιε, τω μαθητή τω ηγαπημένω μεμαθητευμένος, τω αρυσαμένω σοφίας την άβυσσον».

[7] «Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου» (κείμενο και μετάφραση), στο: Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. Για τη θεολογική αποτίμηση του κειμένου, βλ.: Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1977, σελ. 223-227. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής «σπάνια τόσο μικρό κείμενο απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου, που ίσως να μην είναι το αρχαιότερο, έγινε κυριολεκτικά το θεμέλιο της μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σαν πρόγραμμα στη ζωή της Εκκλησίας, όσον αφορά τους μάρτυρες και την τιμή τους».

[8] «Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον  προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως».

[9] «Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν,  όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν».

[10] «Νεανικήν εν πολιά βαθυτάτη την ανδρείαν επεδείξω, του Σταυρού τη δυνάμει, διαναστήσας σαυτού  προς θείας αγώνας το φρόνημα».

[11] «Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες».

22 Φεβρουαρίου 2022

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΚΟΛΛΥΒΟΥ


Παρακολουθήστε την προετοιμασία και την παρασκευή των κολλύβων που θα πάμε στην Εκκλησία το προσεχές Σάββατο υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων μας.
Επιμελείται και παρουσιάζει η κ. Ελένη Κόμη.

 

 

Ο ΘΕΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ

 

«Πολύ συγκινείται ο Θεός, όταν πονάμε για τον πλησίον μας και Τον παρακαλούμε να βοηθήση, διότι τότε επεμβαίνει ο Θεός, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο. Εδώ βλέπει κανείς και τη μεγάλη Πνευματική Αρχοντιά του Θεού, που ούτε στον διάβολο δίνει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθή. Γι’  αυτό θέλει να Τον παρακαλούμε, για να επεμβαίνη – και θέλει να επεμβαίνη αμέσως ο Θεός, για να βοηθάη το πλάσμα Του. Φυσικά, εάν θέλη ο Θεός, και τώρα τον μαζεύει κουβάρι στην κόλαση τον διάβολο, αλλά μας τον αφήνει πάλι για το καλό μας, διότι με το χτύπημα της κακίας του που μας κάνει, διώχνει και όλες τις σκόνες μας» (όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σελ. 23-24).

Την άπειρη Αγάπη του Θεού απέναντι στον άνθρωπο, τονίζει ο αγαπημένος φίλος Του όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, μέσα από μία επιστολή του. Κι είναι η Αγάπη του Θεού τέτοια που εκφράζει, κατά τον όσιο, «τη μεγάλη Πνευματική Αρχοντιά του Θεού», που θα πει ότι ο Θεός δεν «κρατάει» κρατούμενα ούτε και στον διάβολο. Γιατί τι είναι ο διάβολος; Ξεπεσμένο πλάσμα του Ίδιου, το οποίο το αγαπά και θα ήθελε διακαώς να μετανοήσει κι αυτό για να μπορεί να δέχεται ευεργετικά την Αγάπη Του. Ο διάβολος είναι αυτός όμως που αρνείται πεισματικά, δηλαδή υπερήφανα και αλαζονικά, την αγάπη αυτή του Δημιουργού του, γι’ αυτό και κείται αιωνίως υπό την οργή Αυτού, περιμένοντας την τιμωρία που ήδη του είναι ετοιμασμένη (η αγάπη του Θεού συναντώντας την άρνηση κάθε πλάσματός Του μεταποιείται λόγω της άρνησης σε οργή, κάτι που συνιστά και την ίδια την κόλαση).

Κι αυτή «η πνευματική αρχοντιά του Θεού» έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της τον απόλυτο σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπου, του δημιουργημένου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. Αυτό είναι το παράδοξο της αγάπης του Θεού μας: να μας αγαπά όχι μόνο μη περιμένοντας ανταπόδοση, αλλά μη θέλοντας να μας πιέσει ακόμη κι όταν εμείς πεισματικά σαν τον Πονηρό Τον αρνούμαστε – ακόμη και τα «χτυπήματα του διαβόλου» συνιστούν παραχώρηση της προς εμάς αγάπης Του: να φύγει η σκόνη της αμαρτίας μας. Η παραβολή του ασώτου δεν αποτελεί μία διαπρύσια εξαγγελία της αλήθειας αυτής; Ο Θεός Πατέρας γνωρίζει ότι η απομάκρυνση του παιδιού Του από το σπίτι θα οδηγήσει στον πνευματικό του θάνατο. Κι όμως τον αφήνει στην «ελευθερία» του! Αλλά ο σεβασμός αυτός ως έκφραση της αγάπης Του προκαλεί και τη μετάνοια του επαναστατημένου γιου ώστε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής! «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου!».  

Κι ο άγιος Παΐσιος συνεχίζει το ίδιο σκεπτικό: είναι τόσο λεπτή και διακριτική η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, ώστε για να επέμβει σ’ αυτήν περιμένει να Τον προκαλέσουμε με τα αιτήματά μας. «Θέλει να Τον παρακαλούμε» διαβάζουμε από τον όσιο, «για να επεμβαίνη – και θέλει να επεμβαίνη αμέσως για να βοηθάη το πλάσμα Του»! Και γιατί το θέλει; «Για να μη παραβιάζεται το αυτεξούσιο»! Και εκείνο που κατεξοχήν κάνει τον Θεό να μας επισκέπτεται και να μας ευεργετεί, ψυχικά και σωματικά, είναι όταν η παράκλησή μας προς Αυτόν γίνεται με πόνο είτε για εμάς τους ίδιους, πολύ περισσότερο όμως για τον πλησίον μας. Δεν υπάρχει με άλλα λόγια μεγαλύτερη χαρά για τον Τριαδικό Θεό μας από το να υπάρχουν άνθρωποι που με αγάπη και πόνο για τον συνάνθρωπό τους προσεύχονται υπέρ αυτών. «Πολύ συγκινείται ο Θεός» στην περίπτωση αυτή. Είναι αυτό που προέτρεπε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, να παρακαλούμε τον Θεό και θα ανταποκριθεί αμέσως. Αλλά να Τον παρακαλούμε όχι βαριεστημένα, αλλά με επιμονή και υπομονή, χωρίς να αφιστάμεθα από την αγάπη Του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Ζητείτε και ευρήσετε. Κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Κι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος εξίσου συνεχίζει: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε», ο ένας να προσεύχεται για τον άλλον προκειμένου να πάρετε την ίαση, είτε σωματική είτε ψυχική εννοείται.

Ποιο το θεμέλιο της συγκεκριμένης στάσης του πιστού που καλείται από τον Θεό να μη ξεχνάει τον συνάνθρωπό του και να δίνει «αφορμές» στον Κύριο για να εκφράζει τις απέναντί μας ευεργεσίες Του; Η αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα σώμα, ενωμένοι με τον Χριστό και μεταξύ μας – οι χριστιανοί ενεργεία, οι μη χριστιανοί δυνάμει. Αυτή δεν είναι η μεγαλειώδης προοπτική που μας έθεσε απαρχής ο Δημιουργός μας και την επανέφερε με τον πιο δυναμικό και δραστικό τρόπο ο Ιησούς Χριστός με τον ερχομό Του στον κόσμο λόγω της ανυπακοής και της πτώσεώς μας στην αμαρτία; «Πάτερ, θέλω ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμεν». Η θέληση και η παράκληση προς τον Θεό Πατέρα του ίδιου του Κυρίου: η ενότητά Του με τον Πατέρα να είναι και να γίνεται ενότητα και μεταξύ των ανθρώπων.

Οπότε, αν ο κόσμος μας συνεχίζει να στέκεται, είναι γιατί υπάρχουν οι άγιοί μας, είτε οι γνωστοί είτε οι άγνωστοι της κάθε εποχής, που προσεύχονται στον Κύριο για όλους μας και προς χάρη τους προσφέρει τα αγαθά Του και σε εμάς τους υπολοίπους. Είναι πάντως συγκλονιστικό: Η ετοιμότητα του Θεού μας να μας δοθεί ολοκληρωτικά, όπως το κάνει σε κάθε θεία Λειτουργία που μας προσφέρει το σώμα και το αίμα Του, και η δική μας ακηδία και αδιαφορία που δεν Του δίνουμε την ευκαιρία να μας πλημμυρίσει με τα αγαθά Του. Σαν να είμαστε στο σκοτάδι, ενώ ο διακόπτης για να ανοίξει το φως είναι δίπλα μας, αλλά δεν τον πατάμε.

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ

«Στα χρόνια του βασιλιά Αρκαδίου, όταν ο αγιότατος Θωμάς πατριάρχευε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκαν τα άγια λείψανα των μαρτύρων κάτω από τη γη, και αμέσως τα πήρε ο αρχιερέας με πολύ σεβασμό. Δόθηκε τότε και μεγάλη βοήθεια από τους αγίους, διότι θεραπεύτηκαν ακόμη και ανίατα νοσήματα. Μετά την  παρέλευση πολλών χρόνων, από θεία φανέρωση, αποκαλύφθηκε σε κάποιο καλλιγράφο κληρικό, που λεγόταν Νικόλαος, ότι μερικά από τα πολλά λείψανα είναι του Ανδρονίκου και της Ιουνίας, για τους οποίους κάνει λόγο ο θείος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή».

Δεν παύει η Εκκλησία μας να κηρύσσει αδιάκοπα την πίστη της περί της δυνάμεως των λειψάνων των αγίων της, δεδομένου ότι αυτά φέρουν τη χάρη του Θεού που είχαν ο άγιοι ενόσω ζούσαν. Διότι ο άνθρωπος στέκεται ενιαία, ως ψυχοσωματική οντότητα, απέναντι στον Θεό, που σημαίνει ότι η δόξα του Θεού ζώντας στην αγιασμένη ψυχή του αγίου μεταγγίζεται και στο άγιο σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούμε ότι τα άγια λείψανα αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πίστεώς μας, που μας καθιστούν ζωντανό και παρόντα ανάμεσά μας τον άγιο, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή. Την αλήθεια αυτή τονίζει και σήμερα η υμνολογία της Εκκλησίας μας, με την εύρεση των τιμίων λειψάνων των σήμερα εορταζομένων μαρτύρων. Σ’ ένα από τα στιχηρά για παράδειγμα του εσπερινού διαβάζουμε: «Οι για πολλούς χρόνους κρυμμένοι καλλίνικοι μάρτυρες τώρα φανερώθηκαν, σαν πολύτιμος θησαυρός, καταπλουτίζοντας τη βασιλίδα όλων των πόλεων». Στην τρίτη ωδή μάλιστα του κανόνα βλέπουμε όλο το σκεπτικό της Εκκλησίας μας για τα λείψανα: Οι άγιοι με πόθο για τον Χριστό ακολούθησαν το εκούσιο πάθος Του, ζώντας συσταυρωμένοι με Αυτόν. Έτσι άντλησαν τη χάρη από την πηγή Εκείνου, οπότε η χάρη αυτή ευρισκομένη και στα λείψανά τους απαστράπτει και προσφέρει το φως των ιαμάτων σε καθέναν που τα προσεγγίζει με πίστη. Τα θαύματα δηλαδή που επιτελούνται μέσω των αγίων λειψάνων αποτελούν την επιβεβαίωση περί της ενεργείας του Θεού σ’ αυτά. Ακόμη και το άγγιγμά τους ή λίγη από τη σκόνη τους εκλύει πηγές θαυμάτων για τους πιστούς. «Και λίγη σκόνη από το σώμα των αθλοφόρων αναβρύει με τη χάρη του Θεού πηγές θαυμάτων» (στιχηρό εσπερινού).

Στον οίκο του κοντακίου ο άγιος υμνογράφος προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας προσφέρει μία εικόνα για τα τίμια λείψανα των αγίων, που παραπέμπει στη μεγαλοφυή εικόνα που συνέλαβε για την ελευθερία ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός και κατέγραψε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τμήμα του οποίου αποτέλεσε και τον εθνικό ύμνο της πατρίδας μας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη (η ελευθερία) των Ελλήνων τα ιερά».  Ο Διονύσιος Σολωμός μπορεί να επηρεάστηκε για να συλλάβει την πολύ όμορφη αυτή εικόνα και από τη γνωστή προφητεία περί της ζωογονήσεως των οστών του προφήτη Ιεζεκιήλ (κεφ. 37) – που τη διαβάζουμε στην Εκκλησία μας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του επιταφίου, ως προαναγγελία της πίστεως στην ανάσταση εκ νεκρών του Χριστού και των σωμάτων των ανθρώπων – όμως και ο υμνογράφος σήμερα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: βλέπει ότι η ορθοδοξία αναδύεται ως ρόδινη οσμή μέσα από τα λείψανα αυτά των αγίων. Με άλλα λόγια, όπως η ελευθερία για τον εθνικό μας ποιητή είναι καρπός θυσίας των Ελλήνων – έπεσαν στις μάχες οι Έλληνες και έμειναν μόνον τα κόκκαλά τους – κατά τον ίδιο τρόπο και η ορθόδοξη πίστη δεν είναι θέμα λόγων και μελετών, νοησιαρχιακών θεωριών, αλλά καρπός ολοκαυτωμάτων, εκεί δηλαδή που οι άγιοι δίνουν τη ζωή τους χάριν της πίστεως στον Χριστό. «Σαν ρόδα που ανθοφορούν ανάμεσα στ’ αγκάθια τα λείψανά σας, πηγάζετε στον κόσμο, ένδοξοι σεπτοί μάρτυρες, την οσμή της ορθοδοξίας».

Σπάνια μία εικόνα έχει τόση δύναμη, που να φανερώνει διά μιας το τι είναι η ορθοδοξία. Σαν να μας λέει και πάλι ο υμνογράφος: η Ορθοδοξία, ως Ορθόδοξη Εκκλησία εννοείται, είναι ποτισμένη από το αίμα πρώτα του αρχηγού της Κυρίου Ιησού, έπειτα κι από το αίμα των ακολούθων Του αγίων μαρτύρων, είτε του φυσικού αίματός τους είτε του αίματος της συνειδήσεως. «Με τη λάμψη και την καθαρότητα των καλλονών των αρετών σας, στολίσατε το ένδυμά σας, που κοκκίνισε από τα μαρτυρικά αίματά σας» (ωδή δ΄). Γι’ αυτό και πάντοτε παραμένει αήττητη, κατά τον αψευδή λόγο άλλωστε του Κυρίου μας, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Τη δύναμη της Εκκλησίας διά των αγίων μαρτύρων επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων ύμνων η ακολουθία και με τον εξής ύμνο: «Οι αθλητές της δόξας του Χριστού με τους οχετούς των αιμάτων τους αποξήραναν τους ποταμούς της ειδωλομανίας και αποτέφρωσαν τη φωτιά του αθέου προστάγματος. Από την άλλη, πότισαν πλούσια κάθε καρδιά που αναβοά με πίστη: Ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούτε, εις  τους αιώνας» (ωδή η΄).

21 Φεβρουαρίου 2022

Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ!

«Και μέσα στον κόσμο, όταν ο χριστιανός αναλάβει προαιρετικό αγώνα, η Χάρη του Θεού δεν εξαιρεί κανέναν. Αλλά «προφάσεις προφασιζόμενοι», λέμε ότι είμεθα στον κόσμο και δεν μπορούμε. Μας νικάει η επιθυμία. Τι χρειαζόμεθα; Τον αγώνα αυτόν όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό. Δηλαδή τις σκέψεις να κυβερνήσουμε. Έρχονται οι σκέψεις, οι φαντασίες της αμαρτίες, οι εικόνες, τα πρόσωπα, τα είδωλα και οι σκηνές. Να τα καταδιώκουμε αμέσως με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν προσέχει ο νους να μη τα δέχεται όλα αυτά και έχει το θείο όπλο, το Όνομα του Χριστού, τότε σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας, που λέγεται διάβολος, που λέγεται αισχρή φαντασία, που λέγεται αισχρός λογισμός. Τότε, όταν έτσι φυλάγουμε την ψυχή μας, τον νου και την καρδιά μας, το εσωτερικό μας θα διατηρηθεί καθαρό κι αγνό» (Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης, από το βιβλίο «Η Τέχνη της Σωτηρίας, Ομιλίαι, τόμ. Β΄, σελ. 56).

Ο μακαριστός όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης (ο και Αριζονίτης ονομαζόμενος) τονίζει ό,τι εξαγγέλλει διαρκώς η Αγία Γραφή και κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία μας διά των αγίων Πατέρων της, ότι δηλαδή ο Θεός είναι Αγάπη που εκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη χάρη Του χωρίς να εξαιρεί κανέναν. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Γέρων δεν εννοεί τη χάρη εκείνη που διακρατεί και συντηρεί τα σύμπαντα – διότι ο Θεός ως η πηγή της Ζωής δίνει τη δυνατότητα στα πάντα να υφίστανται και να υπάρχουν: και οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά και κάθε τι που δημιούργησε εκ του μη όντος – αλλά τη θεοποιό χάρη, εκείνη που μόνο ο άνθρωπος που έχει πιστέψει και έχει αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του μπορεί να έχει και να αυξάνει. Κι αυτός ο άνθρωπος είναι ο χριστιανός, ο οποίος έχοντας γίνει μέλος Χριστού μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, ζει τη χάρη αυτή που δεν έχει τέλος και τον κάνει να πορεύεται αυξητικά μέχρι να φτάσει «εις μέτρον του πληρώματος του Χριστού». Οπότε, είτε μοναχός ο χριστιανός είτε στον κόσμο ευρισκόμενος έχει τις ίδιες δυνατότητες και την ίδια προοπτική. Αρκεί να υφίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση που ζητεί πάντοτε ο Θεός μας: ο άνθρωπος να θέλει τον Θεό στη ζωή του. Κατά τη διατύπωση του Γέροντα Εφραίμ: «να αναλάβει προαιρετικό αγώνα».

Σε τι συνίσταται ο αγώνας αυτός, κατά τον μακαριστό Γέροντα; Σωματικά, προφανώς με τις νηστείες και τις λοιπές ασκητικές πράξεις που καθορίζει η Εκκλησία μας ανάλογα με το είδος της ζωής του χριστιανού˙ ψυχικά, με τη φύλαξη του νου και της καρδιάς, του εσωτερικού κόσμου δηλαδή του ανθρώπου, από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές τον βρωμίζει. Η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής είναι κυρίως το ζητούμενο, κατά τον άγιο Γέροντα, και δικαίως: ο Κύριος τον καθαρό στην καρδιά άνθρωπο μακάρισε, γιατί αυτός είναι εκείνος που θα έχει εμπειρία του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτή η φύλαξη και η προσοχή που διατηρεί την αγνότητα, έγκειται κυρίως στον αγώνα ελέγχου των λογισμών και των σκέψεων και των αισχρών φαντασιών που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο είτε και από τα πάθη του ανθρώπου, τον εγωισμό του και τα παρακλάδια του. Ο αγώνας αυτός ελέγχου των λογισμών συνιστά μάλιστα κατά την παράδοση της Εκκλησίας και την επιστήμη της πνευματικής ζωής, χωρίς τη γνώση της οποίας ο άνθρωπος αδυνατεί να προκόψει και να αγιάσει.

Έχει ένα μεγάλο όπλο στον αγώνα του αυτόν ο χριστιανός, επισημαίνει ο άγιος Γέρων: «το θείο όπλο» του Ονόματος του Χριστού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Στρέφεται προς τον Κύριο ο πιστός χριστιανός, όταν δέχεται επίθεση λογισμών, ορμά με αγάπη επικαλούμενος τον Πατέρα του, περιφρονώντας κάθε άλλο που πάει να εισέλθει στην καρδιά και τη σκέψη του. Προσοχή αυτό δεν σημαίνει; Προσήλωση αποκλειστική στον Κύριο, εφαρμογή της εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και της καρδίας». Και ποιο το αποτέλεσμα; «Σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας που λέγεται διάβολος, αισχρή φαντασία, αισχρός λογισμός». Η ψυχή δημιουργεί το κλίμα και το πλαίσιο να κατοικήσει μέσα της ο ίδιος ο Δημιουργός.

Γιατί δεν ζούμε όμως τελικώς οι χριστιανοί τη μεγαλειώδη προοπτική που μας έχει καθορίσει ο Κύριος; Διότι, κατά τον άγιο Γέροντα Εφραίμ, μας νικάει η επιθυμία. Και προφασιζόμαστε την αδυναμία μας – η ευκολία μας να δικαιολογούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας. Στην πραγματικότητα, το καταλαβαίνουμε: πίσω από την κάθε άρνηση ακολουθίας του Κυρίου κρύβεται η έλλειψη αγάπης μας προς Αυτόν. Η προβολή της αδυναμίας μας σημαίνει μεγαλύτερη αγάπη - ή μήπως μόνο αποκλειστική; - του εαυτού μας και των παθών μας. Όπως έλεγε και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης: «δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΕΝ ΣΥΜΒΟΛΟΙΣ

«Αυτός ο μακάριος ακολούθησε τον μοναχικό βίο από νεαρή ηλικία και εξαφάνισε τα σκιρτήματα των παθών με την πολλή εγκράτεια και τη δυνατή προσευχή. Έφτασε σε επίπεδα απαθείας και φάνηκε δοχείο του Αγίου Πνεύματος, μένοντας παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής του και στην ψυχή και στο σώμα. Ουδέποτε θέλησε να δει γυναίκα. Ζώντας στα όρη και τριγυρίζοντας στις ερήμους, άρδευε την ψυχή του με τη δροσιά των δακρύων. Γι’ αυτό και έλαβε χαρίσματα ιαμάτων. Έδιωχνε δηλαδή τους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεράπευε κάθε άλλη νόσο. Αφού έζησε με τέτοιο τρόπο, έφτασε σε βαθιά γεράματα και εκδήμησε προς τον Κύριο».

Εντελώς παράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική: ζούσε στα όρη, τριγύριζε στις ερήμους, δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και όμως αναδείχτηκε, όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών, τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς διά παντός τον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτερος κοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά ο άγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές άγιοι: όσο στρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί; Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται: στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων Του. Όπως το είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμός αγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν για χάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό του ζητούσε. Κι η Παναγία του παρουσιάστηκε για να του πει να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Ήταν και το παράπονο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρω ησυχία, και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά είπαμε: κριτήριο της πίστεώς μας και των αγίων είναι η αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς από την αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Ο όσιος Τιμόθεος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό. «Γνώρισες, όσιε πατέρα, σημειώνει ο Θεοφάνης, ότι η αγάπη νικάει την κρίση, γι’ αυτό και δεν περιφρόνησες κανένα ξένο, αλλά διάνοιξες τα σπλάχνα της καρδιάς σου σε όλους με αγαθοσύνη, κι έγινες πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών και τροφή των πεινασμένων» (ωδή θ΄). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης συγκρίνει τον όσιο με τον πατριάρχη Αβραάμ, κύριο γνώρισμα του οποίου, πέραν από την πίστη του, ήταν η αγάπη του προς τους ανθρώπους και μάλιστα η φιλοξενία του. «Με την αγάπη και τη συμπάθειά σου προς όλους έγινες άλλος Αβραάμ, ω Τιμόθεε, υποδεχόμενος όσους προσέρχονταν σε εσένα από όλα τα μέρη, και μέσω αυτών λατρεύοντας τον Θεό όλων» (ωδή γ΄).

Η δίψα του και η αγάπη του προς τον Θεό, που έπαιρνε τη μορφή της έμπρακτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ήταν αποτέλεσμα, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, της αδιάκοπης άσκησής του να ξεπεράσει την όποια αμέλεια δημιουργούν τα πάθη του ανθρώπου και να αποκτήσει την ευλογημένη ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Το άνθος της αγάπης δεν φύεται, ως γνωστόν, στους κοινούς δρόμους και στα απλά μονοπάτια. Αποτελεί βλάστημα των ψηλών κορυφών, δηλαδή απαιτεί αιματηρή κατάθεση της βούλησης του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι πώς θα ενεργήσει η χάρη της αγάπης του Θεού σε καρδιά γεμάτη από τα αγκάθια του εγωισμού; «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» έλεγαν πάντοτε οι άγιοί μας, κάτι που το βλέπουμε βεβαίως και στη ζωή του οσίου Τιμοθέου. «Έχοντας εκτενώς στραμμένο το βλέμμα της διάνοιάς σου προς τον Θεό, απετίναξες, Πάτερ Τιμόθεε, τον ύπνο της αμέλειας από την ψυχή σου και έγινες ναός του θείου Πνεύματος και τόπος αγιάσματος» (ωδή α΄). «Θωρακισμένος με την ταπείνωση, Πάτερ, πέρασες χωρίς να βλαφτείς τις παγίδες του Πονηρού, και υψώθηκες προς τον Θεό και εντρυφάς στη δόξα Του για πάντα, μακάριε Τιμόθεε (ωδή α΄). Είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις παγίδες του διαβόλου, τις απλωμένες παντού στη γη, χωρίς να βρει το μονοπάτι που λέγεται ταπείνωση. Πρόκειται για ό,τι ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει και η εμπειρία των αγίων βεβαιώνει: «Είδα τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη και τρόμαξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσει αβλαβώς; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων» (όσιος Αντώνιος).