19 Μαρτίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Η Κυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχεια της νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει την προηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά.  Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε

Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του.  Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο:  λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως,  βλέπει κανείς πια  και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.

Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν. 1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στη διάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών. Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως και στην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρή αυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη της μεγάλης αγιότητάς του.

Τι βλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του, δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχής και ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεό μπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενο βάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι ο Θεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, και βεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώς της μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίας και της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης -  σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτή ιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή που παρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήν τη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάς απάντησε στις προκλήσεις αυτές  με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.

Κατά τη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναι παντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνει γνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή ο Τριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξω από τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώς γι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία και μέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρα από εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμη και η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό – κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβου ως συναίσθησης της απόστασής Του.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, (οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση της σχετικότητάς τους),  δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας. Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή του Χριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει χάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήν την ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους.  Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Η προσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οι ενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο και πάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίως αυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τον εαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο της θεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί το άκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.

Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος»  επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 2, 1-12)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ· καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν  φέροντες,  αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.  καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες  χαλῶσι  τὸν  κράβαττον, ἐφ ̓ ᾧ ὁ παραλυτικὸς  κατέκειτο. Ἰδὼν  δὲ ὁ Ἰησοῦς  τὴν  πίστιν  αὐτῶν  λέγει  τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς  τῷ πνεύματι  αὐτοῦ ὅτι  οὕτως  αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου  αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε  καὶ ἆρον  τὸν  κράβαττόν  σου  καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ καί διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σέ κάποιο σπίτι. Ἀμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δέν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπό τήν πόρτα· καί τούς κήρυττε τό μήνυμά του. Ἔρχονται τότε μερικοί πρός αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, πού τόν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν φέρουν κοντά στόν Ἰησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τή στέγη πάνω ἀπό 'κεῖ πού ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καί κατέβασαν τό κρεβάτι, πάνω στό ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο: «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοί γραμματεῖς καί συλλογίζονταν μέσα τους: «Μά πῶς μιλάει αὐτός ἔτσι, προσβάλλοντας τό Θεό; Ποιός μπορεῖ νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός». Ἀμέσως κατάλαβε ὁ Ἰησοῦς ὅτι αὐτά σκέφτονται καί τούς λέει: «Γιατί κάνετε αὐτές τίς σκέψεις στό μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νά πῶ στόν παράλυτο: "σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες" ἤ νά τοῦ πῶ, "σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα"; Γιά νά μάθετε λοιπόν ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει τήν ἐξουσία νά συγχωρεῖ πάνω στή γῆ ἁμαρτίες» – λέει στόν παράλυτο: «Σ' ἐσένα τό λέω, σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τό κρεβάτι του καί μπροστά σ' ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι πού ὅλοι θαύμαζαν καί δόξαζαν τό Θεό: «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δέν ἔχουμε δεῖ!»

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 1,10 - 2,3)

Κατ ̓ ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού  εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται,  σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον  παλαιωθήσονται,  καὶ  ὡσεὶ  περιβόλαιον ἑλίξεις  αὐτούς,  καί ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων  εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ  δεξιῶν  μου ἕως ἂν  θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ  περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι' ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος,  καὶ πᾶσα  παράβασις  καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,  πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα  τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν  λαβοῦσα  λαλεῖσθαι  διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀρχικά ἐσύ, Κύριε, στερέωσες τὴ γῆ κι ἔργο δικό σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοί  θά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ἐσύ  αἰώνια  παραμένεις.  Τά  πάντα  θά παλιώσουνε σάν ροῦχο. Σάν μανδύα θά τούς τυλίξεις, καί θ’  ἀλλάξουν. Ἐσύ ὅμως  παραμένεις  πάντα ὁ ἴδιος,  τά  χρόνια  σου  ποτέ  δέ  θά τελειώσουν. Σέ κανέναν ἀπ’ τούς ἀγγέλους δέν εἶπε ποτέ ὁ Θεός: Κάθισε στά δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω τούς ἐχθρούς σου κάτω ἀπό τά πόδια σου. Δέν εἶναι, λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄγγελοι πνεύματα πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό κι ἀποστέλλονται ἀπ’  αὐτόν  γιά  νά  βοηθήσουν ὅσους  μέλλουν  νά σωθοῦν; Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς πρέπει νά μένουμε πιό σταθεροί στίς ἀλήθειες πού ἀκούσαμε, γιά νά μήν ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, ἄν ὁ λόγος πού δόθηκε ἄλλοτε  μέσω ἀγγέλων, ἀποδείχτηκε ἀληθινός,  κι ὅσοι  τόν παρέβηκαν ἤ δέν ὑπάκουσαν σ’ αὐτόν, δέχτηκαν τήν τιμωρία πού τούς ἔπρεπε,  πῶς  εἶναι  δυνατόν ἐμεῖς  νά  ξεφύγουμε, ἄν  δέ  δώσουμε  τήν προσοχή πού ταιριάζει σέ μιά τόσο σπουδαία σωτηρία; Τή σωτηρία αὐτή, πού ἄρχισε νά διακηρύττει ὁ Κύριος, μᾶς τή βεβαίωσαν ὅσοι ἄκουσαν τό λόγο του.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

«Σε πιστό που είχε επισκεφτεί τον όσιο Γέροντα Πορφύριο ο όσιος είπε: “Είδα καθαρά την ψυχή σου τώρα. Έχεις ψυχολογικές δυσκολίες που σε καθηλώνουν συχνά, αλλά έρχεται η χάρις του Χριστού και σε ελευθερώνει”. Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Έλεγε έπειτα σε γνωστό του ότι κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράψει τόσο εύστοχα την όψη αυτή της ψυχής του, όσο ο Γέροντας» (Οσίου Πορφυρίου, Ανθολόγιο συμβουλών, έκδ. Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).

Οι ψυχολογικές δυσκολίες για τις οποίες κάνει λόγο ο όσιος Πορφύριος στον συγκεκριμένο πιστό που τον επισκέφτηκε, συνιστούν πια μία συνηθισμένη κατάσταση στην εποχή μας. Όχι λίγοι ή έστω πολλοί, αλλά πολυάριθμοι και ίσως όλοι οι ζώντες σήμερα παρουσιάζουμε περιστασιακά ή συχνότερα ψυχολογικά προβλήματα, δυσκολίες, εμπλοκές, τόσο που ο άλλος σπουδαίος μεγάλος Γέροντας όσιος Παΐσιος έλεγε ότι σήμερα οι άνθρωποι πάσχουν από αυτά τα τρία: τον καρκίνο, τα διαζύγια, τις ψυχικές παθήσεις. Από την άποψη αυτή ο λόγος του διορατικού μεγάλου Πορφυρίου έχει ξεχωριστή βαρύτητα, γιατί έβλεπε εν πνεύματι την κατάσταση της ψυχής των ανθρώπων.

Τι επισημαίνει ο άγιος στον ταλαίπωρο πιστό; Ότι οι ψυχολογικές του δυσκολίες τον καθηλώνουν συχνά, τον κάνουν δηλαδή να μην μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα, να μην μπορεί να αναπνεύσει ψυχικά και να χαρεί τη ζωή του, συνεπώς τον οδηγούν σε μία κατάσταση μελαγχολίας και σκότους. Και τι είναι εκείνο που δημιουργεί τις δυσκολίες αυτές; Ασφαλώς ο όλος περίγυρος της ζωής που ζούμε σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία – αρνητικά τα περισσότερα στοιχεία από όσα γίνονται και πράττονται παγκοσμίως αλλά και στην πατρίδα μας -, ο βαθμός από την άλλη της ευαισθησίας του χαρακτήρα μας – ένας ευαίσθητος άνθρωπος βιώνει πολύ πιο έντονα τις αρνητικές καταστάσεις -, αλλά επίσης αυτό που λέει και ο άγιος σε άλλο σημείο στον συγκεκριμένο άνθρωπο: η επήρεια του Πονηρού διαβόλου. Ο όσιος Πορφύριος έβλεπε ό,τι οι πολλοί δεν βλέπουμε, αλλά αισθανόμαστε και πρέπει να το πιστεύουμε: την παρουσία του Πονηρού που χαρά του έχει την ταλαιπωρία του κάθε ανθρώπου. Όπως το αποκαλύπτει και ο απόστολος Πέτρος: «ο αντίδικός μας διάβολος γυρίζει τον κόσμο σαν λιοντάρι που ωρύεται ζητώντας ποιον να καταπιεί»! Με τα συγκεκριμένα λόγια του οσίου: «Όταν σου κάνει κλοιό ο σατανάς και σε πιέζει, μη μένεις ακίνητος, όπως μερικοί που μελαγχολούν και σκέπτονται επί ώρες, σαν να τους απασχολούν πολύ σοβαρά προβλήματα, ενώ δεν συμβαίνει τίποτε απ’ αυτά˙ απλώς τους έχει καθηλώσει ο σατανάς».

Είναι πολύ παρήγορος ο λόγος του αγίου. Έχοντας καθαρή την εικόνα της ψυχής πολλών ανθρώπων, όπως του συγκεκριμένου επισκέπτη του, επισημαίνει ότι τις περισσότερες φορές τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε τελικώς δεν είναι προβλήματα, δεν υφίστανται. Ή κι αν υφίστανται είναι πολύ μικρότερα από ό,τι νομίζουμε. Οι λογισμοί μας είναι εκείνοι που «φουσκώνουν» τη θεωρούμενη πραγματικότητά μας, κάνοντάς μας να βλέπουμε ως βουνό εκείνο που είναι ένα… πετραδάκι! Κι αιτία γι’ αυτό είναι ακριβώς η παρουσία του Πονηρού. Πάνω στους λογισμούς μας «δουλεύει» ο διάβολος, εκείνος μας τοξεύει με την πλάνη της φαντασίας μας, οπότε δεν έχουμε θέα της αλήθειας αλλά του «έργου» που μας παίζει με μαεστρία. Είναι πολύ καλό εδώ να θυμηθούμε για μία ακόμη φορά με ό,τι συνέβη και με την αγία Μαρίνα, ευρισκόμενη μέσα στη φυλακή. Ο πονηρός θέλοντας να την φοβίσει και να την ταράξει, διότι ο φόβος είναι το κλίμα το δικό του, της παρουσίασε ενώπιόν της έναν μεγάλο δράκο. Και τι έκανε η αγία, η οποία σε πρώτη φάση όντως φοβήθηκε και πανικοβλήθηκε; Άρχισε την προσευχή, την καρδιακή και την έμπονη. Κι ο Χριστός την άκουσε αμέσως: το «θηρίο» το είδε στις πραγματικές του διαστάσεις, ως ένα μικρό μαύρο σκυλί, το οποίο το άρπαξε η αγία και μ’ ένα κτύπημα το διέλυσε.

Ποια η ολοκληρωμένη πρόταση επ’ αυτού λοιπόν του αγίου Πορφυρίου; Ο άνθρωπος την ώρα του πειρασμού από τον Πονηρό να μη μένει «ακίνητος». Να αντιδρά. Και πάλι με τα δικά του λόγια: «Να έχεις ετοιμότητα αντιδράσεως, να αντιστέκεσαι, να αποκρούεις την πολιορκία του σατανά, όπως ένας άνθρωπος που τον πιάνουν κάποιοι κακοποιοί και τον καθηλώνουν και τότε εκείνος κάνει μια απότομη κίνηση και τινάζοντας τα χέρια του, τους πετά από δω κι από κει, ξεφεύγει το σφίξιμό τους και στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση, προς τον Χριστό, που τον ελευθερώνει». Να λοιπόν η λύση στα ψυχολογικά προβλήματα σ’ έναν μεγάλο βαθμό – γιατί υπάρχουν κι εκείνα που χρήζουν τον άλλο τρόπο δωρεάς του Θεού, την καταφυγή δηλαδή και στη βοήθεια των ιατρών: η με ζέουσα ορμή της ψυχής κινητοποίησή μας, δηλαδή η στροφή μας προς τον Χριστό, η επίκληση του αγίου ονόματός Του, η προσήλωσή μας προς την άγια μορφή Του. Στην πραγματικότητα η λύση που προτείνει ο άγιος είναι η μόνιμη λύση που μας δίδαξε ο ίδιος ο Θεός μας και φέρνει τη θεραπεία στα περισσότερα αρρωστήματα της ψυχής: να γαντζωθούμε πάνω στην κάθε λέξη των αγίων Του εντολών. Και μόνο η στροφή μας αυτή φανερώνει την καλή μας διάθεση, η οποία συγκινεί τον Θεό μας και μας δίνει την απευλευθερωτική χάρη Του. «Όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού μένει μέσα στον Θεό και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν». «Δείξτε ότι με αγαπάτε με την τήρηση των εντολών μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Και ασφαλώς όπου υπάρχει η χάρη του Θεού εκεί δεν υπάρχει χώρος για την παρουσία του Πονηρού – καίγεται και εξαφανίζεται αμέσως.  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).

18 Μαρτίου 2022

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν»

(Χαῖρε, Παναγία, διά τῆς ὁποίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ).

 δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἀναφέρεται, ὡς γνωστόν, στή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀρύεται κυρίως ὁ ποιητής τήν ἔμπνευσή του γιά νά φωτίσει κατά τρόπο δοξολογικό τό πάνσεμνο πρόσωπο τῆς Παναγίας καί δι’ αὐτῆς νά μᾶς καθοδηγήσει στήν ἐμβάθυνση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Ὁ ὑπόψιν χαιρετισμός προβάλλει μέ ἄμεσο τρόπο τό τί ἔφερε γιά τούς πιστούς ἀνθρώπους ὁ ἐρχομός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας: διά τῆς Παναγίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ.

1.  Παναγία ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί μέ τή δική της ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου») σαρκώνει μέσα της καί γεννᾶ στή συνέχεια τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς ἄνθρωπο. Πρόκειται γιά τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας πού ἀποτελεῖ καί τό βάθρο στό ὁποῖο στηρίζεται πιά ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τό ἐξαγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Κι αὐτός ὁ ἐρχομός Του στόν κόσμο ἀποκαλύπτει μέ τόν πιό παράδοξο τρόπο τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης μᾶς τό λέει ὁ ἴδιος ἀπόστολος: «Ὁ Θεός… ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης Αὐτοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 6, 6) (Ὁ Θεός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) – κοιτᾶμε τόν Χριστό καί βλέπουμε δοξαστικά τόν Θεό Πατέρα, ὅπως καί γιά νά δοῦμε τόν Χριστό ὅπως πράγματι εἶναι: Θεός καί ἄνθρωπος, χρειάζεται νά μᾶς φωτίσει ὁ Πατέρας Θεός.  

2. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί κατανοεῖται ὄχι μέ τόν τρόπο τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, δηλαδή μέ τόν ἠχηρό τρόπο πού συνήθως αὐτός κινεῖται: κενόδοξα καί ἀλαζονικά λόγω τῆς κενότητας καί τοῦ ἀνούσιου τῆς ζωῆς του, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού εἴδαμε νά ἔρχεται καί νά δρᾶ ὁ Χριστός: ἀπείρως ταπεινά καί σεμνά, καλύπτοντας καί τά πιό κραυγαλέα καί θαυμαστά σημεῖα Του μέ τόν μανδύα τῆς σιωπῆς καί τῆς διακριτικῆς φυγῆς Του. Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανερώνεται ἀδιάκοπα μέσα στούς πολυποίκιλους πειρασμούς τῆς ἐπί γῆς πορείας τοῦ Χριστοῦ, προερχομένους εἴτε ἀπό τόν Πονηρό διάβολο εἴτε ἀπό τά πειθήνια ὄργανά του, μέ ἀποκορύφωση τή Σταυρική Του θυσία - στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Κύριος φτάνει στό ἀπώγειο πράγματι τῆς δόξας Του (ὡς Βασιλεύς τῆς δόξης): ἐκεῖ συντρίβει καί καταργεῖ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, γιά νά ἔρθει ἔπειτα ἡ ὥρα τῆς Ἀνάστασης καί τῆς ἐν δόξῃ Ἀνάληψής Του. Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπονται ὅλα τά δεδομένα καί οἱ σταθερές τῆς πρό Χριστοῦ ἀνθρωπότητας: τό κοσμικό καί ἁμαρτωλό ὑπερήφανο φρόνημα μέ ὅλες τίς ἐμπαθεῖς συνέπειές του, καί  κηρύσσεται ἡ ἀληθινή δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ὡς γνωρίσματα τή θυσιαστική ἀγάπη καί τήν ὑπέρλογη ταπείνωση.

3. Ὅ,τι ὅμως ἔφερε ὁ Κύριος ὡς ζωή καί παρουσία Του αὐτό ἀναφέρεται καί ἀντανακλᾶ καί στούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων, τά μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί; Διότι ἡ Παναγία μας γέννησε Αὐτόν πού μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του περιέκλεισε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός δέν εἶχε ξεχωριστή ἀνθρώπινη ὑπόσταση-προσωπικότητα· προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση (σῶμα καί ψυχή), τήν ὁποία ἕνωσε μέ τή θεϊκή Του φύση στή μία θεϊκή (ὑπόσταση)-προσωπικότητά Του («διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν»). Κι αυτό σημαίνει πώς κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται στόν κόσμο, δυνάμει ὅσο εἶναι ἀβάπτιστος, ἐνεργείᾳ ἄν πιστέψει καί βαπτιστεῖ, ντύνεται τόν Χριστό. Ὁ Χριστός δηλαδή δέν ἀποτελεῖ γιά τόν πιστό Ἐκεῖνον πού ἁπλῶς βρίσκεται δίπλα του ἤ στό πλάϊ του καί κοντά του· βρίσκεται Ὅλος μέσα στήν ψυχοσωματική ὕπαρξή του, ὅπως κι ὁ πιστός βρίσκεται μέσα σ’ Ἐκεῖνον. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος, γιά νά μᾶς τονίσει ὅτι ὁ πιστός τελικῶς εἶναι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο, ἕνα «μίμημα Ἐκείνου», ὄχι ὅμως μέ κάποιο ἐξωτερικό τρόπο, ἀλλά μ’ ἕναν τρόπο πού φανερώνει τή μυστική δική Του παρουσία στόν ἄνθρωπο ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».  Ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν συνιστᾶ καί τήν προϋπόθεση προκειμένου νά κοινωνεῖ ὁ πιστός ἐν Ἐκκλησίᾳ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ», ἀνανεώνοντας καί ἐπιτείνοντας κάθε φορά τή βαθειά καί σωτήρια αὐτή πραγματικότητα, ὥστε νά «μένῃ ἐν Αὐτῷ καί Αὐτός ἐν αὐτῷ»;

4. Δέν ἀρκεῖ ὅμως τό ἅγιο βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία γιά νά εἶναι ὁ χριστιανός πράγματι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο. Ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ τό ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς ὑπέρλογης καί μυστηριακῆς αὐτῆς πραγματικότητας εἶναι τό δυναμικό στοιχεῖο τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στόν βαθμό πού θυσιάστηκε ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν ἀπόλυτη ταπείνωση, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ χριστιανός: εἶναι χριστιανός καί φανερώνει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι ντυμένος τή δόξα Ἐκείνου· ὅταν δηλαδή ζεῖ θυσιαστικά τή ζωή του κι ὅταν ἀγωνίζεται νά ζεῖ τήν ἁγία ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, χριστιανός πού εἶναι μέν βαπτισμένος καί κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀλλά ἡ καθημερινότητά του δέν συνάδει μέ ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός: συνεπῶς ζεῖ ἐκκοσμικευμένα ὅπως ὁ πολύς κόσμος ὁ ζῶν ἐν ἀμετανοησίᾳ, αὐτός δέν εἶναι χριστιανός καί «δουλεύει» δυστυχῶς στόν ἀντίχριστο. Διότι «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ», λέει ὁ Κύριος, «κατ’ ἐμοῦ ἐστι». Ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει τή χριστιανικότητά μας καί ὄχι ὁ τύπος τῶν μυστηριακῶν τελετῶν (ἐντελῶς ἀπαραίτητος ἀσφαλῶς γιά νά λειτουργεῖ ἡ γνήσια χριστιανοσύνη μας).

 παραπάνω χαιρετισμός τῆς Β΄ στάσης τῶν Χαιρετισμῶν μᾶς ὑπενθυμίζει τή μέγιστη δωρεά πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία μας: ντυθήκαμε τόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἐκεῖνος εἶναι πιά τό ἔνδυμά μας καί τό ἔνδυμά μας αὐτό τό κατάστικτο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσής Του χαρακτηρίζει καί ἐμᾶς. Ὅσο ἀκολουθοῦμε καθημερινά καί ἀδιάκοπα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωσή Του βρισκόμαστε «ἐπί τά ἴχνη Του», μᾶλλον Τόν ἀφήνουμε νά δρᾶ μέσα ἀπό ἐμᾶς. Αὐτό συνιστᾶ καί τή δική μας δόξα στόν κόσμο τοῦτο, αὐτό θά μᾶς δοξάσει στό ἔπακρο ὅταν φύγουμε ἐν πίστει ἀπό τόν κόσμο τοῦτο. Μέ τό δεδομένο ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ὅλη πορεία μας γίνεται «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου». Διότι «δι’ αὐτῆς ἐνεδύθημεν» τή δόξα τοῦ Υἱοῦ της.  

ΤΗΝ ΑΓΝΗΝ ΑΓΝΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ˙ καλλονήν τήν τοῦ Ἰακώβ τοῖς ἐνθέοις πράξεσι καλλυνόμενοι, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Θεοτοκίον ε΄ ωδής Τριωδίου).

(Την Αγνή Παρθένο Μαριάμ ας την τιμήσουμε με αγνό νου. Αυτήν που είναι η καλλονή του Ιακώβ ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς με τις ένθεες πράξεις μας ως Μητέρα του Θεού μας). 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί στο Θεοτοκίο για τη στάση μας έναντι της Παναγίας. Να την τιμήσουμε και να την υμνολογήσουμε, λέει, όχι όμως με τα λόγια μας πρωτίστως – κι αυτά βεβαίως είναι απαραίτητα: άλλωστε με λόγια προτρέπει τους πιστούς – αλλά κυρίως με όλη τη ζωή μας. Την αγνότητα του νου μας δηλαδή και τις ένθεες πράξεις μας. Έτσι μόνο Την αναγνωρίζουμε ορθά ως Μητέρα του Θεού μας, που σημαίνει ότι έτσι αντιστοίχως αναγνωρίζουμε και ως Κύριο Θεό μας τον Ιησού Χριστό – είναι γνωστό ότι η ορθή στάση έναντι της Παναγίας φανερώνει την ορθή στάση και έναντι του Ιησού Χριστού. Και τι σημαίνει αγνός νους και ένθεες πράξεις; Ασφαλώς καθαρή καρδιά και ζωή σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Κυρίου. Η καρδιά ή ο νους αλλιώς, κατά την  Παράδοση της Εκκλησίας, συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, συνεπώς η ποιότητα του κέντρου αυτού καθορίζει και αν ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως μέσα σ’ αυτό ή όχι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» είπε ο Κύριος. Η δε καρδιά καθαρίζεται κατ’ αναλογία της τηρήσεως και εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Χριστιανός που χάριτι Θεού βρίσκεται αδιάκοπα στην πορεία της Οδού του Κυρίου, εκεί δηλαδή που παραπέμπουν πάντοτε οι εντολές Του, διαπιστώνει εμπειρικά την καθαρότητα που επέρχεται στην καρδιά του από το φως του Θεού που αρχίζει και λάμπει σ’ αυτήν, γεγονός που σιγά σιγά αντανακλάται και στο ίδιο το σώμα του.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο: Την Παναγία Μητέρα, η Οποία ήταν η κατεξοχήν Αγνή και Καθαρή και ζούσε με απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού, μπορεί να την τιμήσει και να την υμνήσει μόνον εκείνος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη αντίστοιχη μ’ Αυτήν πορεία ζωής, ο αγωνιζόμενος  για την κάθαρση της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει ο πνευματικός αυτός αγώνας, τότε τα όποια λόγια και οι όποιοι ύμνοι προς την Παναγία δεν γίνονται αποδεκτά από Αυτήν, συνεπώς και από τον Υιό και Θεό της, και μάλλον αμαυρώνουν τον άνθρωπο που τα εκφράζει, όπως το λέει και ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, μέσα από το στόμα του οποίου ομιλεί ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Δεν θέλω τις προσευχές και τις θυσίες σας. Όταν τις προσφέρετε αποστρέφω το πρόσωπό Μου. Γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας. Μετανοήστε και καθαρίστε τις καρδιές σας από τις πονηρίες σας και τότε ελάτε να συνομιλήσουμε!»

Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας αλλά και πολλούς συνανθρώπους μας, οι οποίοι καπηλεύονται το όνομα του Κυρίου αλλά και της Παναγίας μας. Πολλοί βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι τους ομιλεί ο Κύριος και η Θεοτόκος, οπότε απαιτούν την υπακοή στον λόγο τους. Αλλά ο  δ ι κ ό ς  τους λόγος προβάλλεται και όχι του Θεού και της Παναγίας. Το παράδειγμα που μας υπενθυμίζει ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης από τη ζωή του Γέροντά του μεγάλου οσίου Σιλουανού του εν Άθω είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το καταγράφουμε όπως ο ίδιος το είπε:

«Ένας μοναχός που ζούσε περίπου σαράντα χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έρχεται στον Σιλουανό και του διηγείται ότι είχε μία ευλογημένη επίσκεψη από την Παναγία. Ο Γέροντας του είπε:

- Πάτερ μου, αυτό είναι αδύνατον.

- Γιατί;

- Διότι η Παναγία ήταν πολύ υπάκουη στη θέληση του Θεού, ενώ εσείς δεν κάνετε υπακοή. Αφού υπάρχει αυτή η διαφορά, δεν είναι δυνατόν να έχετε δει την Αγία Παρθένο» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 242).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

«῾Ο ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς πού πρέσβευαν τήν ὀρθή πίστη, μέ τήν ὁποία ἀνατράφηκε κι αὐτός ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου, (υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου). ῞Οταν ὁ ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ μακάριος αὐτός ἀξιώθηκε τήν ἐπισκοπική χάρη τῆς πόλεως, ὑπερμαχώντας προθύμως γιά τά ἀποστολικά δόγματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ᾽Ακάκιος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἀποκηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς διότι δέν ἀνεχόταν νά ὁμολογεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα, καί δέν εἶχε ἀποδεχθῆ τήν καθαίρεσή του ἀπό αὐτήν ἀλλά βρισκόταν ὡς τύραννος ἀκόμη στόν θρόνο του, κατεβίβασε τόν μακάριο Κύριλλο ἀπό τόν δικό του θρόνο τῶν ῾Ιεροσολύμων καί τόν ἐκδίωξε ἀπό αὐτά, ἐπειδή ἦταν γνωστός τοῦ ἀρειονόφρονος βασιλιᾶ Κωνσταντίου καί ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἐξουσία.

῾Ο Κύριλλος τότε πῆγε στήν Ταρσό καί βρέθηκε μαζί μέ τόν θαυμάσιο Σιλουανό. Κι ὅταν μάλιστα συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Σελεύκεια ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ ᾽Ακάκιος σηκώθηκε καί ἔφυγε καί ἔτρεξε πρός τήν Κωνταντινούπολη. Μέ ὅσα εἶπε στόν βασιλιά τόν ἐξόργισε κατά τοῦ Κυρίλλου, τόν ὁποῖο μάλιστα κατεδίκασε σέ ἐξορία. ῞Οταν λοιπόν ἀπέθανε ὁ Κωνστάντιος  καί τόν διαδέχθηκε στήν βασιλεία ὁ ᾽Ιουλιανός, αὐτός θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν εὔνοια ὅλων τῶν ἐπισκόπων πού εἶχαν ἐξορισθῆ ἀπό τόν Κωνστάντιο διέταξε νά ἐπανέλθουν αὐτοί στίς ᾽Εκκλησίες τους. Μαζί μέ ὅλους λοιπόν ἔλαβε καί πάλι τόν θρόνο του ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διαποίμανε καλῶς καί θεοφιλῶς τό ποίμνιο πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ἡ ᾽Εκκλησία καί ἄφησε ὡς μνημόσυνό του σ᾽ αὐτήν τίς Κατηχήσεις πού φέρουν τό ὄνομά του, λίγο χρόνο μετά τήν ἐπάνοδό του ἀναπαύθηκε μακαρίως.

῏Ηταν δέ κατά τόν τύπο τοῦ σώματος μέτριος στό ἀνάστημα, ὠχρός, μέ πλούσια κόμη, μέ μικρή μύτη, μέ τετράγωνο τό πρόσωπο, μέ φρύδια εὐθέα καί ἴσια, μέ γένια λευκά, δασιά καί χωρισμένα στά δύο, μοιάζοντας μέ ὅλο τό ἦθος του μέ ἀγροῖκο καί χωρικό ἄνθρωπο».

Πολύφωτο ἀστέρι τῆς ᾽Εκκλησίας χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ὑμνογράφος του Θεοφάνης, κι ὄχι μία φορά. ᾽Αστέρι πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὡς ῞Ηλιος, ἔβαλε στό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, προκειμένου νά φωτίζει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τίς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του (ὠδή θ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό φῶς τοῦ ἁγίου δέν ἦταν φῶς πού προερχόταν ἀπό κάτι δικό του. ῏Ηταν φῶς πού ἀντανακλοῦσε τόν ῞Ηλιο Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά κυρίως μέ τήν ζωή του συνιστοῦσε τό καθοδηγητικό στοιχεῖο γιά τούς πιστούς, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες πού συγκροτοῦσαν Σύνοδο. Μέ ἄλλα λόγια στό πρόσωπό του καί στίς διδαχές του ἔβλεπαν ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στήν κατά φυσικό τρόπο ἐξαφάνιση τῶν αἱρέσεων καί τοῦ σκοτασμοῦ πού πάντοτε προκαλοῦν αὐτές. «Μέ τή σοφία τῶν λόγων σου καί μέ τό φέγγος τοῦ βίου σου, ἔλαμψες, ἀξιοθαύμαστε, σάν ἀστέρας πολύφωτος ἀνάμεσα στή Σύνοδο τῶν Πατέρων» (στιχ. εσπ.). «᾽Ανέτειλες σάν ἀστέρι καί καταφώτισες τούς πιστούς μέ τίς ἱερές λαμπρότητες τῶν δογμάτων σου, καί ὁδήγησες στό σκοτάδι τίς αἱρέσεις καί τίς διέλυσες ἐντελῶς» (στιχ. εσπ.).

῾Ο διπλός αὐτός φωτισμός τοῦ ἁγίου, μέ τίς διδασκαλίες του καί μέ τή ζωή του, ἀπορροφᾶ πράγματι ὅλη τήν προσοχή τοῦ ὑμνογράφου στόν κανόνα του γι᾽ αὐτόν. Στά περισσότερο τροπάρια ἐπικεντρώνει στό διδασκαλικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, γιά τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίσθηκε καί ὡς ὁ Κατηχητής. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔχουν μείνει κλασικές στό εἶδος τους, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας καί τή σημασία καί τό τυπικό τῶν μυστηρίων της, ἰδίως τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος καί τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί προσφέροντας τήν πίστη κατ᾽ ἀνάγκη στρέφεται καί κατά ἐκείνων πού τή διαστρέφουν, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν. Γιά τόν ἱερό ποιητή ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ λύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναφώνησε τό μέλος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, τῆς θείας δηλαδή ἐπιφανείας Του (ὠδή γ´). ῾Η καρδιά του δέχθηκε τό ποτάμι τῆς ὑπερκόσμιας σοφίας, γι᾽ αὐτό καί ἔβγαλε ἄβυσσο διδασκαλίας πού βύθισε τούς νόες τῶν ἀσεβῶν (ὠδή δ´).

᾽Αλλά ὁ ὑμνογράφος, εἴπαμε, ἐπικεντρώνει καί στό φῶς πού ἐκπέμπει καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ἀγίου. Κι ἴσως γι᾽ αὐτό καί οἱ Κατηχήσεις του εἶχαν καί ἔχουν τόση μεγάλη σημασία καί δύναμη. Διότι προέρχονταν ἀπό ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος προσήγγιζε τήν πίστη ὄχι θεωρητικά καί νοησιαρχικά, ἀλλά ἐμπειρικά καί βιωματικά – ἡ διδασκαλία του ἦταν  ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Αὐτό πού ἔλεγε ἦταν τό ἀπαύγασμα τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μέσα στήν κεκαθαρμένη ἀπό τήν ἄσκηση καρδιά του. «Κόσμησες τήν ψυχή σου μέ τίς ἰδέες τῶν ἀρετῶν, Κύριλλε, γι᾽ αὐτό καί τήν κατέστησες δεκτή τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾽Αποτέλεσμα ἦταν νά βγεῖ ἀπό ἐσένα ἡ ἄβυσσος τῆς σοφίας πού ξεραίνει τά πελάγη τῶν αἱρέσεων» (ὠδή α΄). ῾Ο ἱερός Θεοφάνης διατυπώνει αὐτό πού ὁ Κύριος καί ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας κηρύσσει: ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἔχει δύναμη, δηλαδή νά τρέφει τίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά ἐξαφανίζει τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ καθαρή καρδιά ἤ καρδιά πού ἀγωνίζεται νά ἐξαλείψει τά πάθη της. Τότε πράγματι ἀντιφεγγίζει τίς ἀκτίνες τοῦ Οὐρανοῦ καί δέν συνιστᾶ ἁπλῶς στοχαστικό λόγο ἤ ἀλλιῶς τεχνολογία, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Ο ποιητής γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει: «Εἶχες στήν διάνοιά σου, Πάτερ, τήν φωτιά τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτέφρωσες τήν ὕλη τῶν ἡδονῶν» (ὠδή ζ΄). «῎Εσβησες, μακάριε, μέ τά δάκρυά σου τήν φλόγα τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτό καί κράτησες ἄσβεστο τόν πυρσό τῆς ψυχῆς σου» (ὠδή ζ΄).

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τό διδασκαλικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί τό αὔξησε σέ σημεῖο τέτοιο πού νά εἰσέλθει πανηγυρικά στόν Παράδεισο. «῾Ως δοῦλος αὔξησες  τό τάλαντο πού σοῦ δόθηκε, γι᾽ αὐτό καί εὐαρέστησες τόν Δεσπότη, θεόφρον, στά χέρια τοῦ ῾Οποίου ἐναπέθεσες τό ἱερότατο πνεῦμα σου, Κύριλλε» (στιχ. εσπ.). Λοιπόν «εἴσελθε μέ τήν προσφορά τῶν ταλάντων σου, Κύριλλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου» (στίχοι συναξαρίου).