01 Απριλίου 2022

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

31 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.

Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.

Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.

Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι στους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.

Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».

Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.

Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).

Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄).  

ΚΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.

30 Μαρτίου 2022

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΑ

ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΔΑ

Ἡ ἀναχώρηση καί ἡ πορεία

Ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ Ἰωάννη, ἔκανε τίς τελευταῖες του μετάνοιες, ἀσπάστηκε τόν Τίμιο Σταυρό, καί στράφηκε στόν ὑποτακτικό του.

«Εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου;» εἶπε καί ἀγκάλιασε μέ τό βλέμμα του στοργικά τόν νεαρό μοναχό. «Εἶναι ἀρκετή ἡ ἀπόσταση μέχρι τήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ καί πρέπει νά σπεύσουμε. Κάθε καθυστέρηση μπορεῖ νά μᾶς στοιχίσει ὄχι μόνον τήν ἔλλειψη τοῦ φωτός, ἀλλά καί τό νά μή δοῦμε τόν Γέροντα. Κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, νά ἔχουμε, ἔστω καί γιά μικρό διάστημα, στήν εὐρύτερη περιοχή μας, τόν μεγάλο ἀββᾶ Ἰωάννη».

«Ἕτοιμος εἶμαι, Γέροντα. Τό σακκούλι μας ἑτοιμάζω μέ κάποια  παξιμάδια καί λίγο νερό γιά τήν πορεία μας».

Ἔκλεισαν τό κελλί τους καί διάβηκαν τή βαριά θύρα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ γιά τό σπουδαῖο προσκύνημά τους. Εἶχε τελειώσει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία, ὁ Γέρων Μαρτύριος εἶχε κανονίσει ἐπακριβῶς τά τῆς ἀπουσίας τους μέ τούς ὑπευθύνους καί ἡ Ἁγία τούς κατευόδωνε καί τούς εὐλογοῦσε χαρωπή. Χαιρόταν καί ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή της πού τέτοιες ἁγιασμένες ὑπάρξεις ζοῦσαν καί ἀσκήτευαν στό μοναστήρι της, γι’ αὐτό καί συχνά ἐπέτρεπε ὁ Θεός νά τούς κάνει τή χάρη, ὅταν προσκυνοῦσαν τήν εἰκόνα της, νά εὐωδιάζει, δείχνοντας καί μέ αἰσθητό τρόπο τήν εὐαρέσκεια καί τή δική της, κυρίως ὅμως τοῦ μεγάλου Θεοῦ τους, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

«Ὥστε ἀπό τή Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα ἦλθε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, Γέροντα!» ἔσπασε μετά ἀπό κάποιο διάστημα τή σιωπή ὁ νεαρός Ἰωάννης, περισσότερο μονολογώντας παρά ρωτώντας. Τοῦ εἶχε ἐξηγήσει βεβαίως ἀπό ἡμέρες ὁ Γέροντάς του ποῦ ἐπρόκειτο νά πᾶνε, ποιόν ἐπρόκειτο νά συναντήσουν, ἀλλά ἤθελε ἀκόμη μία ἐπιβεβαίωση, φανερώνοντας ὅτι τό γεγονός τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Σαββαΐτου ἀββᾶ ἦταν ἐκεῖνο πού κυριαρχοῦσε στίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του. «Σπουδαῖο μοναστήρι, ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ἀκούσει, μέ ὀνομαστούς καί ἁγίους ἀσκητές. Ἀλλά μέ τέτοιον ἅγιο ἱδρυτή μᾶλλον δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς…», συνέχισε τόν φωναχτό μονόλογό του.

«Ναί, παιδάκι μου, ἔχεις δίκιο. Ὁ ἀββᾶς Σάββας ὑπῆρξε μία μεγάλη φυσιογνωμία, πραγματικός ὅσιος. Κι ὄχι μόνο γιά τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τῆς ἵδρυσης καί ὀργάνωσης τῶν μονῶν, καί μάλιστα τῆς Μεγάλης Λαύρας, ἡ ὁποία ἀληθινά ἀποτελεῖ ἐργαστήριο ἁγιότητας γιά κάθε ψυχή πού θέλει νά ἀσκητέψει ἐκεῖ. Ὁ Γέροντάς του ὁ Μέγας Εὐθύμιος βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ ἀββᾶ Σάββα τόν ἄξιο μαθητή καί συνεχιστή του. Κι ἀκόμη μή ξεχνᾶς ὅτι εἶχε τόν φωτισμό νά κατανοήσει ἐπακριβῶς τήν ἀλήθεια περί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν ἐξέφρασε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας, καί νά ἀγωνιστεῖ γιά τή διακήρυξη τῶν ἀποφάσεών της». 

«Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα, ὅτι ἀκόμη καί οἱ αὐτοκράτορες τόν σέβονταν, ὅπως καί ὁ δικός μας ὁ Ἰουστινιανός, πού ἀνακαίνισε, μᾶλλον καλύτερα ἔφτιαξε τό μοναστήρι μας;»

«Ἀλήθεια, εἶναι, Ἰωάννη μου. Τόν σέβονταν, ζητοῦσαν τήν εὐλογία του, ἀλλά καί τίς προρρήσεις του ὡς προορατικός πού ἦταν, γι’ αὐτό καί ὅταν ὑπῆρχε κάποιο πρόβλημα στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἐκεῖνον παρακαλοῦσαν νά μεσολαβήσει γιά τήν ἐπίλυσή του. Καί ὁ αὐτοκράτορας, ὅπως καί ἡ σύζυγός του, τοῦ ἔκαναν πάντοτε τή χάρη. Ἤξεραν ὅτι αὐτό πού λέει ὁ ἀββᾶς Σάββας ἦταν πάντοτε αὐτό πού ἤθελε καί ὁ Θεός. Δέν ἤθελαν λοιπόν νά γίνουν θεομάχοι, γιατί ἦταν θεοσεβούμενοι ἄνθρωποι». 

Σταμάτησαν νά μιλοῦν καί συνέχισαν τήν πορεία τους, ἐπαναλαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ χάρη πού ὁ Θεός τούς ἔδινε, ἔκανε ἀνάλαφρους τούς βηματισμούς τους. Πήγαιναν σέ κακοτράχαλους δρόμους, περνοῦσαν ἀπό δύσβατα μονοπάτια, ὁ ἥλιος ἄρχισε σιγά σιγά νά πυρώνει τόν τόπο μέ τήν μεγαλοπρεπή ἐμφάνισή του, μά ἐκεῖνοι ἀπτόητοι περπατοῦσαν σάν νά πετοῦσαν. 

«Κι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης», ἔπιασε τόν λόγο καί πάλι ὁ Γέροντας Μαρτύριος, σάν νά μήν εἶχε διακοπεῖ καθόλου ἀπό τή σιωπηλή γι’ ἀρκετή ὥρα ὁδοιπορία τους, «τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς σπουδαίας αὐτῆς Λαύρας ζεῖ καί μεταφέρει. Γι’ αὐτό ἄλλωστε πᾶμε νά τόν συναντήσουμε. Ἐνώπιόν του θά νιώσουμε τί σημαίνει νά ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Σάββα. Καί νά ‘σαι ἕτοιμος, Ἰωάννη μου, νά σημειώσεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου ὅ,τι καλό καί ἅγιο θά δεῖς στό πρόσωπο τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ Γέροντα. Δές τον σάν ἕνα πνευματικό ἀμπέλι, ἀπό τό ὁποῖο πᾶμε νά κόψουμε τά πιό καλά τσαμπιά. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωπος νά ἔχει κι αὐτός κάποιες ἀδυναμίες. Μά, δέν ἐπικεντρώνουμε σ’ αὐτές, τίς ὁποῖες μερικές φορές ἐπίτηδες τίς ἀφήνει ὁ Κύριος προκειμένου νά δημιουργοῦν κλίμα ταπείνωσης στούς πιστούς δούλους Του. Πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε, ὅπως πολλές φορές μέ ἔχεις ἀκούσει νά σοῦ λέω, καλοί ραγολόγοι. Διαλέγουμε τά καλά πού ἔχει ὁ κάθε συνάνθρωπός μας, κι ἀφήνουμε κατά μέρος ὅ,τι ἀρνητικό ὑπάρχει. Καί ἀπό ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, σάν τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ, φαντάσου πόσα τσαμπιά καί πόσες καλές καί ὥριμες καί γλυκές ρόγες θά κόψουμε!»

«Ναί, Γέροντα», εἶπε κατανυγμένος ὁ Ἰωάννης. «Τό ἔχω καταλάβει.  Τό μυαλό μας πρέπει νά βρίσκεται ἀδιάκοπα ἐκεῖ πού βλέπουμε τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ κάθε συνάντηση μέ τόν κάθε συνάνθρωπό μας, ἰδίως μ’ ἕναν ἅγιο, νά ‘ναι ἀφορμή γιά ἁγιασμό μας». 

Δέν ξαναμίλησαν μέχρι νά φτάσουν μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα στή σπηλιά τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού τούς εἶχαν πεῖ καί τούς εἶχαν καθοδηγήσει γιά νά βροῦν τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ περιγραφή πού τούς εἶχαν κάνει ἦταν τόσο λεπτομερειακή, ὥστε μέ τήν πρώτη, ἀφήνοντας ἄλλες σπηλιές τῆς περιοχῆς, νά βροῦν τόν ἁγιασμένο τόπο πού ζοῦσε ἐκείνην τήν ἐποχή ὁ Γέροντας. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης.

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης

Ὁ Ἰωάννης ζοῦσε εὐτυχισμένες στιγμές στήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ πού βρέθηκε μαζί μέ τόν μαθητή του Στέφανο, παρ’ ὅλο τό ἀπαράκλητο τοῦ τόπου. Ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο περί τόπου ἡσυχαστικοῦ, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα ἀπό τήν παρουσία ἄλλων ἀσκητῶν νά προσευχηθεῖ, νά κλάψει, νά κραυγάσει πρός τόν Κύριο τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς του. Ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχαν τέτοιοι τόποι κοντά καί στό δικό του μοναστήρι στήν Παλαιστίνη. Μά κατά καιρούς εἶχε τό συνήθειο νά κάνει προσκυνηματικές ἐκδρομές, νά πηγαίνει σέ τόπους πού εἶχαν ἁγιασθεῖ ἀπό ἀδελφούς ἀγωνιστές στήν πνευματική ζωή, σέ περιοχές πού τό πνευματικό μύρο ἀπό τά λείψανα ἁγίων πότιζε τόν τόπο. Τό ‘ξερε καλά: ὅπου ἔχει ζήσει καί ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό, ἐκεῖ τά πάντα ἁγιάζονται· καί ὁ ἀέρας καί τό χῶμα καί τό νερό. Κι ἐδῶ τώρα, σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, πού ἦταν κοντά στό μοναστήρι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τά πάντα ἀπέπνεαν τό δικό της ἄρωμα καί τή δική της παρουσία· ὅπως καί τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὤ, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἔτρεφε ἰδιαίτερη «ἀδυναμία» καί στούς δυό τους καί τήν ἀγάπη του αὐτή τήν εἶχε μεταδώσει σ’ ἕναν βαθμό καί στόν Στέφανο. Προστάτης του ὁ ἀρχάγγελος, εὐεργέτιδά του ἡ ἁγία Αἰκατερίνα. Πόσες φορές δέν τούς εἶχε ἐπικαλεστεῖ, ὅπως τότε μέ τό ὀξύ πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ μέ τή μέση του. Δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ, νά περπατήσει, νά κάνει τίς στοιχειώδεις μοναχικές του ἀσκήσεις. Κι ὅταν τούς ἐπικαλέστηκε, ἀνήμερα μάλιστα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας, τοῦ παρουσιάστηκαν, τόν γιάτρεψαν, τόν παρηγόρησαν ἀπό τούς φρικτούς πόνους του. Γι’ αὐτό καί μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τό προγραμμάτισε. Τό ἑπόμενο προσκύνημά του θά ἦταν κοντά στήν ἁγία, στό ὄρος Σινᾶ. Καί διάλεξε τήν ἔρημο, γιατί δέν ἤθελε νά κουράσει κανέναν. Μία σπηλιά τοῦ ἀρκοῦσε γιά νά ἱκετεύει τόν Θεό του, νά Τόν δοξολογεῖ, νά Τόν εὐχαριστεῖ γιά τίς ἀέναες εὐεργεσίες του.

Τελειώνοντας τήν ἀποψινή του ἀγρυπνία σήμερα, μέ δεξιό παραστάτη του πάντοτε τόν μοναχό Στέφανο, κάνοντας τίς μετάνοιές του, ψιθυρίζοντας τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Του Ἰησοῦ, ἔνιωσε τόν ψίθυρο τοῦ Κυρίου στήν καρδιά του· πῆρε τήν «πληροφορία». Ἔρχονταν νά τόν συναντήσουν δύο καλόγεροι ἀπό τό μοναστήρι. Ὁ ἕνας μεγάλος καί Γέροντας· ὁ ἄλλος νεαρός. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε τά ὀνόματά τους: Μαρτύριος ὁ Γέροντας, Ἰωάννης ὁ ὑποτακτικός, τό νεαρό παλληκάρι. Ἄρχισε νά προσεύχεται γι’ αὐτούς. Ὄχι μόνο νά τούς δίνει δύναμη ὁ Θεός νά πορεύονται ὅπως πρέπει στήν πνευματική τους ζωή, ἀλλά καί νά καταστεῖ ὁ ἐρχομός τους θετικός καί μέ καρποφορία. Στράφηκε μέσα στήν καρδιά του. «Κύριε, κάνε με ὄργανό σου, ὥστε νά ὠφεληθοῦν οἱ ἀδελφοί. Μή γίνω πρόσκομμα μέ τίς ἄπειρες καί μεγάλες ἀδυναμίες μου». Δάκρυα πῆραν νά βρέχουν τό λιπόσαρκο πρόσωπο τοῦ Γέροντα. Ἔκανε μία ἀκόμη μεγάλη μετάνοια, σταυροκοπήθηκε καί βγῆκε στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Κάλεσε καί τόν Στέφανο. Οἱ φιγοῦρες τῶν ἀδελφῶν διαγράφονταν πιά καθαρά. 

Ἡ συνάντηση καί τό «παράδοξο» φέρσιμο τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη

Ἔσπευσε μόλις πλησίασαν ἀρκετά οἱ ὁδοιποροῦντες ἀδελφοί νά τούς πλησιάσει καί νά τούς βάλει μετάνοια. Τούς καταφίλησε τά χέρια, ἐνῶ τούς προσφώνησε μάλιστα μέ τά ὀνόματά τους. «Καλῶς τους, καλῶς τούς εὐλογημένους ἀδελφούς, τόν Γέροντα Μαρτύριο καί τόν πατέρα Ἰωάννη». Λίγο τά ἔχασαν ἐκεῖνοι. Κανείς δέν εἶχε εἰδοποιήσει τόν Σαββαΐτη Γέροντα καί τόν ὑποτακτικό του ὅτι θά ἔρχονταν. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε. Καταλάβαιναν ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σέ «περιοχή» πού τά φυσικά καί τά ἐπίγεια βρίσκονταν σέ δεύτερη μοίρα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τούς πέρασε μέσα στή σπηλιά, νά ξαποστάσουν καί νά δροσιστοῦν. Ἡ ἐντολή τοῦ ἀββᾶ πρός τόν Στέφανο τόν μαθητή του δέν ξάφνιασε κανέναν. Τό ξάφνιασμα θά ἐρχόταν λίγο ἀργότερα. «Παιδί μου, Στέφανε, ἑτοίμασε λίγο νερό στή μικρή λεκάνη». Μέχρι νά ἑτοιμαστεῖ τό νερό ὁ ἀββᾶς τούς κάθισε καί τούς τράταρε μέ ὅ,τι εἶχε πρόχειρο· κάποια παξιμάδια καί νερό.

Ὁ Στέφανος ἔφερε τή λεκάνη. Καί τότε ἦταν πού τά μάτια ἄνοιξαν διάπλατα κι ἀκίνητοι  κι ἐμβρόντητοι παρακολουθοῦσαν ὅλοι – πλήν ἴσως τοῦ Γέροντα Μαρτύριου -  τά γινόμενα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης πῆρε τή λεκάνη μέ τό νερό, ἔσκυψε γονατιστός καί ἄρχισε νά πλένει τά πόδια τοῦ… νεαροῦ μοναχοῦ Ἰωάννη. Τοῦ ὑποτακτικοῦ Ἰωάννη καί ὄχι τοῦ Γέροντά του Μαρτύριου. «Μά τί κάνει ὁ Γέροντάς μου;» ἀναρωτήθηκε ὁ Στέφανος. «Δέν βλέπει ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καί ὁ Γέροντας;» Ἡ ἔκπληξή του ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν ὁ ἀββᾶς του δέν συνέχισε τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν καί τοῦ Μαρτύριου. «Πάρε, τέκνο, τή λεκάνη. Δέν θά τή χρειαστοῦμε ἄλλο».

Ὁ Στέφανος δέν καταλάβαινε. Ὁ ὑποτακτικός Ἰωάννης, ὁ νεαρός καλόγερος τῆς Μονῆς Σινᾶ, κι αὐτός δέν καταλάβαινε, ἀλλά δέν ἀντιδροῦσε οὔτε κι ἔλεγε τίποτα - ἀφηνόταν στήν κρίση τοῦ μεγάλου Σαββαΐτη ἀββᾶ. Ὁ Γέροντας Μαρτύριος μόνον ἦταν αὐτός πού ἄρχισε νά… κατανοεῖ, ἐνῶ κάποια ὄχι μακρινή μνήμη τοῦ ἦλθε ἀνάγλυφα στόν νοῦ. Τότε πού, λίγα χρόνια πρίν, ὁ ἴδιος ἔφερε τόν Ἰωάννη, μόλις εἶχε καρεῖ μοναχός, στόν μεγάλο Γέροντα Ἀναστάσιο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Καί θυμήθηκε - μᾶλλον ἐντονότερα ἦλθε στόν νοῦ του, γιατί ποτέ δέν τό εἶχε ξεχάσει - ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός, μετέπειτα ἡγούμενος στό μοναστήρι, τοῦ εἶχε πεῖ: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπό ποῦ εἶναι αὐτός ὁ νέος καί ποιός τόν ἔκειρε μοναχό»; Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «Δοῦλος σου εἶναι, πάτερ, καί ἐγώ τόν ἔκειρα». «Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε – συνέχισε – ποιός νά τό πεῖ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες!» Αὐτό θυμήθηκε ὁ Μαρτύριος καί δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια του, καθώς τά πράγματα ἦταν ὁλοφάνερα πιά ἐνώπιόν του. 

Δέν ἄντεξε ὁ Στέφανος. «Γέροντα», εἶπε, μέ τήν ἀπορία καί τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένες στό πρόσωπό του. «Τί συμβαίνει; Πῶς γίνεται αὐτό; Πλένεις τά πόδια τοῦ νεαροῦ καλόγερου καί δέν πλένεις τοῦ Γέροντα;»

Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν φορτισμένη ἀπό ἱερότητα καί συγκίνηση. Ὁ ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά δώσει ἀμέσως ἀπάντηση. Τά λόγια του βγήκαν σέ λίγο μέ  κάθε ἐπισημότητα. «Πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι ἐγώ πρώτη φορά συναντῶ τούς ἀδελφούς καί πέραν τῶν ὀνομάτων τους πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος δέν ἔχω ἄλλη γνώση. Δέν γνωρίζω λοιπόν ποιός εἶναι αὐτός ὁ νέος. Ὅμως τώρα ἐγώ ὑποδέχθηκα τόν Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ καί τά πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα». 

Τό μυστήριο λύθηκε. Ὁ Κύριος φανέρωσε τό μέλλον. Ὁ Μαρτύριος βεβαιώθηκε. Ὁ Ἰωάννης παρακολουθοῦσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, ἐνῶ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν σκέπαζε καθισμένο στόν θρόνο τῆς ταπείνωσης. Μέσα στή σπηλιά ἄγγελοι μπαινόβγαιναν. Ἅγιες ψυχές ἀνέπνεαν. Ὁ μελλοντικός ἡγούμενος τοῦ Σινᾶ, ὁ Ἰωάννης, καθόταν μέ καθαρά τά πόδια. Ὁ μετέπειτα Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ ὅσιος μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. 

(Από το βιβλίο του π.Γ.Δ.  "Ως έλαφος διψώσα", Ασκητικές ιστορίες παντός καιρού)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός, 16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε.

῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.

᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: 

Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. 

Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς; 

Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του–σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του.

 Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! 

Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!

Η ΦΩΤΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΘΑΡΙΖΕΙ

ΤΕΤΑΡΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πυρί με καθάρισον τῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε, και σοῦ τά σωτήρια δίδου Παθήματα νῦν θεάσασθαι, καί πόθῳ προσκυνῆσαι, Σταυρῷ τειχιζόμενον καί συντηρούμενον» (ωδή α΄Τριωδίου).

(Φιλάνθρωπε Κύριε, καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών σου, και δώσε μου να δω τώρα τα Παθήματά Σου που έσωσαν το ανθρώπινο γένος, και να τα προσκυνήσω με πόθο, καθώς ο Σταυρός είναι ο φρουρός και ο φύλακάς μου).

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης σε λίγες λέξεις περικλείει όλο το βάθος θα λέγαμε της θεολογίας του Σταυρού. Τι επισημαίνει;

Πρώτον, ότι ο Σταυρός για τον πιστό, τον ίδιο και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, συνιστά το τείχος του, τον φύλακα και τον φρουρό του. Διότι ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, είναι ενδεδυμένος Εκείνον – «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - συνεπώς τον  Σταυρό έχει εγκολπωθεί, που θα πει ότι η ζωή του στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανός έχει χαρακτήρα σταυρικό. Ο ίδιος ο Κύριος δεν το απεκάλυψε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Κι ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας το εσωτερικό του βίωμα σημείωνε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Συνεπώς, ο Σταυρός του Κυρίου δεν τελειώνει σ’ Εκείνον μόνον. Γίνεται «ζυγός», «χρηστός» όμως, για κάθε χριστιανό - Χριστός και πιστός συνθεωρούνται πάντοτε και συνορώνται.

Δεύτερον, παρ’ όλη τη συγκλονιστική αυτή θεώρηση του χριστιανού ως συνέχειας του Χριστού, απαιτείται διαρκώς η συνέργειά του για να ενεργοποιείται η δοσμένη σ’ αυτόν χάρη. Μπορεί δηλαδή ο Θεός να μας τα έχει δώσει όλα, αν όμως δεν βρίσκεται και η δική μας θέληση στην ίδια πορεία θελήσεως Εκείνου, τότε  όλα «ακυρώνονται», με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν, παραμένουν ανενέργητα και λειτουργούν δυστυχώς προς «κρίμα και κατάκριμα» του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεοφάνης ενώ αναγνωρίζει ως πιστός ότι ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία κυρίως έσωσε τον άνθρωπο: μπορεί και πάλι να έχει ζωντανή συνειδητή σχέση με τον Δημιουργό του, όμως ζητά από τον Κύριο να του δώσει τη δωρεά να δει, να μετάσχει δηλαδή, στα Παθήματά Του, με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω: να ζει κι ο ίδιος σταυρικά τη ζωή του, με θυσιαστική αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γεγονός που ισοδυναμεί με την αληθινή και με πόθο  προσκύνηση του Σταυρού.

Και τρίτον, η θέα του Σταυρού του Χριστού ως αληθινή προσκύνησή Του με την έννοια της συσταύρωσης του πιστού με τον Χριστό – και πάλι το τονίζουμε: βλέπει και προσκυνά τον Σταυρό μόνον εκείνος που αγωνίζεται να ζει την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού – απαιτεί την κάθαρση της καρδιάς από ό,τι εμπαθές ταλαιπωρεί αυτήν στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. «Καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών Σου», είναι η προϋπόθεση για όλες τις χαρισματικές μεγάλες δωρεές του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο απόλυτα καθαρός από αμαρτία Θεός μπορεί να προσεγγιστεί μόνον από εκείνον που αγωνίζεται να καθαρίσει με τη δύναμη του Θεού την καρδιά του. Ο λόγος του υμνογράφου αγίου Θεοφάνους έχει την ίδια σημασία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ήδη από τον πρώτο μακαρισμό του στην επί του Όρους ομιλία Του: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Θα δει τον Θεό, θα δει συνεπώς το μυστήριο και το βάθος του Σταυρού ως σωτηρίας του κόσμου, μόνον εκείνος που έχει καθαρή την καρδιά. (Θυμόμαστε εν προκειμένω την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον όταν μετανόησε και άρχισε να καθαρίζεται η καρδιά της μπόρεσε να προσεγγίσει τον Σταυρό!)

Και η συμβολή εν προκειμένω του αγίου υμνογράφου είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου καθάρσεως της καρδιάς: διά των εντολών του Χριστού, που λειτουργούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ως φλόγα, ως πυρ. Κι αξίζει την εικόνα αυτή, εικόνα πάλι της αγίας Γραφής, να την έχουμε συχνά πυκνά μπροστά στα μάτια μας: οι εντολές του Χριστού όταν τίθενται σε εφαρμογή από τον χριστιανό, έχουν τη δύναμη του πυρός, που οδηγεί σε διπλό αποτέλεσμα: κατακαίει όλα τα αγκάθια των παθών και της αμαρτίας, φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Όπου είναι ο Χριστός δηλαδή: μέσα στις εντολές Του, στο σώμα και το αίμα Του, στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, εκεί έχουμε την παρουσία της καθαρτικής και φωτιστικής φωτιάς. Άλλωστε ο Ίδιος το είπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν επί τῆς γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη». Φωτιά ήλθε να βάλει με το Πνεύμα Του και η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή!

Λοιπόν: η αγία Σαρακοστή ως η κατεξοχήν περίοδος προβολής και θέασης του Σταυρού του Κυρίου (και της ακολουθούσης βεβαίως Ανάστασής Του) είναι σαν καμίνι. Πρέπει να είμαστε φωτιά κι εμείς για να μπορούμε να πούμε ότι σωστά την «περπατάμε». Να πορευόμαστε δηλαδή στον δρόμο των αγίων εντολών του Κυρίου!  

29 Μαρτίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΕΘΟΥΣΙΩΝ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΠΟΛΛΟΙ

«Ο άγιος Μάρκος, ζώντας επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, παρακινήθηκε από ζήλο μεγάλο και κατέστρεψε πολλούς βωμούς και ναούς ειδωλολατρικούς. Όταν όμως ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο παραβάτης, επανέφερε την ειδωλολατρία και άρχισε να διώκει και τον άγιο Μάρκο και όλους εκείνους που συνέργησαν στην καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Ο άγιος τότε κρύφτηκε για λίγο, όταν όμως πληροφορήθηκε  ότι σύρονται κάποιοι άλλοι εξαιτίας του, φανερώθηκε και παρέδωσε τον εαυτό του στους αρνητές της πίστεως. Αυτοί τότε τον γύμνωσαν, του πλήγωσαν όλο το σώμα και τον πέταξαν σε βρόμικους υπονόμους. Μετά από αυτά, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά για να τον πληγώσουν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη και τελικά τον άλειψαν με μέλι, κατακαλόκαιρα, και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να φλέγεται και να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο θεσπέσιος Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και υπομονή, προκειμένου οι βασανιστές να μην ανοικοδομήσουν και πάλι τους κατεστραμμένους βωμούς. Πράγματι, η σταθερότητα της πίστεώς του νίκησε. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες να υπομένει ρωμαλέα και με σφρίγος νεανικό, πίστεψαν στον Χριστό.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στη Φοινίκη επί Ιουλιανού και πάλι. Γιατί συνέλαβαν τον Κύριλλο τον διάκονο, που κατέστρεψε κι αυτός κάποια ειδωλολατρικά ξόανα,  κι επειδή με θάρρος ομολόγησε την πίστη του, του άνοιξαν την κοιλιά, του έβγαλαν τα σπλάχνα και τα έδειχναν ως θέαμα στους συγκεντρωμένους. Και λένε ότι συνέβη σ’ αυτούς κάτι που δείχνει τη θεία δίκη: τινάχτηκαν τα δόντια τους έξω και καταστράφηκαν η γλώσσα τους και τα μάτια τους. Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ημέρα αυτή».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία επιμένει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος στην υμνολόγηση του αγίου επισκόπου Μάρκου: πρώτον, η αγιοσύνη του ως ιερέα πριν το μαρτύριό του και δεύτερον, το ίδιο το μαρτύριό του που φανερώνει τη δύναμη την οποία περικλείει, εφόσον γίνεται προς χάρη της αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Πράγματι, ο Γεώργιος προβάλλει τη θέση του αγίου Μάρκου στην Εκκλησία ως «λαμπρού λαμπτήρα που καταυγάζει το πλήρωμα αυτής» (ωδή α΄), δεδομένου ότι «ανατράφηκε και μεγάλωσε ο άγιος με την πίστη του Χριστού, μέχρι να φτάσει στο ύψος της μαρτυρικής αθλήσεως» (ωδή α΄). Ο άγιος, σημειώνει ο υμνογράφος, υπήρξε σε όλα τα χρόνια της ζωής του κήρυκας και οδηγός των ανθρώπων προς τον Χριστό, διακρινόμενος εξαιρέτως για την ιεροπρέπειά του και την ψυχική του καθαρότητα στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, γεγονός που τον έκανε να στερεώσει και να καθοδηγήσει και τους άλλους συνάθλους του στη μεγαλύτερη αγάπη προς τον Χριστό που υπάρχει: να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη Του! (ωδή α΄). Το κηρυκτικό χάρισμα μάλιστα του αγίου Μάρκου ήταν τόσο μεγάλο, λέει ο άγιος ποιητής, που οι λόγοι του, προφανώς εδρασμένοι στην άγια ζωή του, λειτουργούσαν αφενός ως φλόγα που ξέραιναν όλα τα θολά ποτάμια της πλάνης των ειδωλολατρών, αφετέρου ως πηγή που πήγαζαν τα νάματα της θεογνωσίας για τους ανθρώπους (ωδή γ΄). Κι έρχεται ο Γεώργιος ως στόμα της Εκκλησίας στη συνέχεια να εξηγήσει και τη θεωρούμενη βιαιότητα της ενέργειάς του να καταστρέψει κάποια ειδωλολατρικά τεμένη. Αιτία της ενέργειάς της αυτής ήταν η φιλανθρωπία του αγίου, σημειώνει ο Γεώργιος. Γιατί ο διορατικός άγιος έβλεπε ότι τα είδωλα που υπηρετούν τα δαιμόνια κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν˙ τους δημιουργούν μία διαρκή αναταραχή και διασάλευση του νου και της ζωής τους. Γκρεμίζει λοιπόν τους οίκους των δαιμονίων, για να κτίσει στη θέση τους, κυρίως με τον λόγο του, τον οίκο του αληθινού Θεού, να καταστήσει δηλαδή τους ίδιους τους ανθρώπους «ναούς του ζώντος Θεού», μέλη του Χριστού. Κι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί άνθρωπος να προσφέρει στον κόσμο: τους στηρίζει πάνω στον παντοδύναμο Θεό, τον Χριστό. Με τα λόγια του υμνογράφου: «Τράνταξες τα τεμένη των ειδώλων, μακάριε, και στήριξες τους ανθρώπους που σαλεύονταν και έτρεμαν στον Χριστό» (ωδή ς΄).

Κι έπειτα, ο υμνογράφος επικεντρώνει στο ίδιο το μαρτύριο, που συνιστά τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της πίστεως και της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό. Και τι σημειώνει; Ότι εκτός της θυσίας του αγίου που την ώρα του μαρτυρίου «ιερουργούσε τον εαυτό του προς τον Κύριο» (ωδή ζ΄), το ίδιο αυτό μαρτύριό του, επειδή πραγματοποιείτο όχι με οργή και θυμό και αίσθημα αντεκδίκησης έναντι των εχθρών του, αλλά με ό,τι ο ίδιος ο Κύριος έδειξε πάνω στον Σταυρό, δηλαδή με αγάπη και μακροθυμία και προς τους διώκτες, γι’ αυτό και λειτουργούσε ως τεράστια δύναμη που ταπείνωνε τα θράση των οργάνων του Πονηρού και εξύψωνε σε νικητή τον θεωρούμενο ηττημένο! (ωδή ε΄). Κι είναι τούτο μία εξαιρετική παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, την οποία συνήθως παραθεωρούμε οι χριστιανοί, εκτρεπόμενοι σε κοσμικούς μεθόδους στις καθημερινές σχέσεις μας: την ώρα που υπομένουμε την έχθρα του όποιου συνανθρώπου μας και «απαντάμε» στην επίθεσή του με την ταπείνωση και την αγάπη μας, εκείνη την ώρα τον «υποσκελίζουμε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ωραίο χαρακτηρισμό της Γραφής, εκείνη την ώρα δηλαδή νικάμε εμείς, γιατί κινητοποιείται μέσω ημών η παντοδυναμία του Σταυρού! «Στον θυμό των εχθρών αντιπαρέταξες ως μιμητής του Χριστού τη μακροθυμία, όσιε. Και με αυτήν τη μακροθυμία ταπείνωσες τα θράση τους και αποδείχτηκες νικητής» (ωδή ε΄).