14 Μαΐου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 5, 1-15)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων,  τυφλῶν,  χωλῶν,  ξηρῶν, ἐκδεχομένων  τὴν  τοῦ ὕδατος  κίνησιν. Ἄγγελος  γὰρ  κατὰ καιρὸν  κατέβαινεν ἐν  τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧδήποτε κατείχετο νοσήματι. Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με  εἰς  τὴν  κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος  πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος,  καὶ ἦρε  τὸν κράβαττον  αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν  δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός  μοι  εἶπεν· ἆρον  τὸν  κράβαττόν  σου  καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Κοντά στήν προβατική πύλη, στά Ἱεροσόλυμα, ὑπάρχει μιά δεξαμενή μέ πέντε στοές,  πού ἑβραϊκά ὀνομάζεται Βηθεσδά. Σ' αὐτές  τίς  στοές κείτονταν  πολλοί ἄρρωστοι,  τυφλοί,  κουτσοί,  παράλυτοι,  πού περίμεναν νά ἀναταραχθεῖ τό νερό· γιατί, ἀπό καιρό σέ καιρό, ἕνας ἄγγελος  Κυρίου  κατέβαινε  στή  δεξαμενή  κι ἀνατάραζε  τά  νερά· ὅποιος,  λοιπόν, ἔμπαινε  πρῶτος  μετά  τήν ἀναταραχή  τοῦ νεροῦ, αὐτός  γινόταν  καλά, ὅποια  κι ἄν ἦταν ἡ ἀρρώστια  πού  τόν ταλαιπωροῦσε. Ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τόν εἶδε ὁ Ἰησοῦς κατάκοιτο, τόν ρώτησε: «Θέλεις νά γίνεις καλά;» Ἤξερε πώς ἦταν ἔτσι γιά πολύν καιρό. «Κύριε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, «δέν ἔχω κανέναν νά μέ βάλει στή δεξαμενή μόλις ἀναταραχτοῦν τά νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγώ προσπαθῶ νά πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στό νερό πρίν ἀπό μένα». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό ἦταν Σάββατο. Ἔλεγαν,  λοιπόν,  οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες  στόν  θεραπευμένο:  «Εἶναι Σάββατο, καί δέν ἐπιτρέπεται νά σηκώνεις τό κρεβάτι σου». Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού μ' ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μου εἶπε "πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα"». Τόν ρώτησαν: «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού σοῦ εἶπε "πάρε το καί περπάτα;" Ὁ θεραπευμένος ὅμως  δέν ἤξερε  νά  πεῖ ποιόςἦταν, ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς  εἶχε  φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας  τοῦ πλήθους  πού ἦταν  μαζεμένο ἐκεῖ. Ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς τόν βρῆκε στόν ναό καί τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπό 'δῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις τίποτα χειρότερο». Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στούς Ἰουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτός πού τόν γιάτρεψε.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 9, 32-42)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. Ἐγγὺς  δὲ οὔσης  Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι  Πέτρος ἐστὶν ἐν  αὐτῇ, ἀπέστειλαν  δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. Ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ ̓ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. Ἐκβαλὼν  δὲ ἔξω  πάντας ὁ Πέτρος  θεὶς  τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. Ἡ δὲ ἤνοιξε  τοὺς ὀφθαλμοὺς  αὐτῆς,  καὶ ἰδοῦσα  τὸν  Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ ̓ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες  τὶς ἡμέρες,  περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ' ὅλες  αὐτές  τίς ἐκκλησίες, κατέβηκε καί στούς χριστιανούς πού κατοικοῦσαν στή Λύδδα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν Αἰνέας. Αὐτός ἦταν ὀχτώ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδή ἦταν παράλυτος. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Αἰνέα σέ γιατρεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σήκω καί στρῶσε τό κρεβάτι σου». Κι αὐτός ἀμέσως σηκώθηκε. Ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στή Λύδδα καί στό Σάρωνα τόν εἶδαν καί δέχτηκαν τόν Ἰησοῦ γιά Κύριό τους. Στήν Ἰόππη ἦταν μιά μαθήτρια πού τήν ἔλεγαν Ταβιθά –στά ἑλληνικά  σημαίνει  «Δορκάδα».  Αὐτή  εἶχε  κάνει  πολλές ἀγαθοεργίες  καί ἐλεημοσύνες. Ἐκεῖνες  τίς  μέρες  συνέβη  νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει. Τήν ἔλουσαν, λοιπόν, καί τήν ἔβαλαν στό ἀνώγειο. Ἡ Λύδδα ἦταν κοντά στήν Ἰόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητές ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καί τόν παρακαλοῦσαν νά πάει σ' αὐτούς ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Αὐτός ξεκίνησε  καί  πῆγε  μαζί  τους.  Μόλις ἔφτασε,  τόν ἀνέβασαν  στό ἀνώγειο. Ἀμέσως τόν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καί δείχνοντάς του τά ροῦχα πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτούς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. Ὁ Πέτρος  τότε  τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω,  γονάτισε  καί προσευχήθηκε.  Κατόπιν γύρισε  στή  νεκρή καί τῆς εἶπε:  «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αὐτή ἄνοιξε τά μάτια της, κι ὅταν εἶδε τόν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. Ὁ Πέτρος  τῆς ἔδωσε  τό  χέρι  του  καί  τή  σήκωσε. Ὕστερα φώναξε τούς πιστούς καί τίς χῆρες καί τούς τήν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτό ἔγινε γνωστό σ' ὅλη τήν Ἰόππη, καί πολλοί πίστεψαν στόν Κύριο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΧΙΩ

«O άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου».

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του» (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας, κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη «απόλυτη σταθερά» που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα στα χνάρια σου, Δέσποτα» (῾Εκολλήθην οπίσω σου, Δέσποτα᾽) (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ» (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»  (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» - αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια» (ωδή γ´).

13 Μαΐου 2022

Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ!

«Είπε κάποιος στον αββά Αρσένιο: “Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου: Δεν μπορείς να νηστεύεις ούτε και να εργαστείς. Τουλάχιστον, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους. Γιατί και αυτό αγάπη είναι”. Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τι έσπερναν στον νου του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει: “Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μη εργαστείς. Μονάχα από το κελί σου να μην απομακρυνθείς”. Γιατί ήξερε ότι η υπομονή του κελιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του» (όσιος Αρσένιος ο μέγας, από το Γεροντικό).

Πρόκειται για τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα του διαβόλου: να μας παρακινούν να επιτελέσουμε κάτι θεωρούμενο αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτεται ο φθόνος τους για να μας αποπροσανατολίσουν από τη σχέση μας με τον Θεό. Στην προκείμενη περίπτωση ο «παγιδευμένος» στους δαιμονικούς αυτούς λογισμούς ήταν ένας μοναχός, ένας καλόγερος, ο οποίος όμως προφανώς ήταν αρχάριος στην πνευματική ζωή – όχι κατ’ ανάγκην και νέος στην ηλικία! – γι’ αυτό και δεν είχε τη μείζονα πασών των αρετών, τη διάκριση. Τι δεν «έβλεπε» ο μοναχός αυτός; Ότι σκοπός του Πονηρού ήταν να τον σπρώξει να εγκαταλείψει το κελί του, να αφήσει δηλαδή τη μοναχική και ησυχαστική ζωή που είχε επιλέξει ως τρόπο ζωής του, με το πρόσχημα βεβαίως της προσφοράς προς τον συνάνθρωπο, την άσκηση της αγάπης, γιατί δεν είχε σωματικές ιδιαίτερες δυνάμεις. Κι όταν θα κατάφερνε να τον οδηγήσει μέσα στον κόσμο, τότε εκεί θα του επετίθετο με άλλους τρόπους, τη φιληδονία, τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία, για να τον κάνει να εγκαταλείψει γενικώς το θέλημα του Θεού και τη σχέση του μ’ Εκείνον, δηλαδή να απαρνηθεί και την υποτιθέμενη προσφορά της αγάπης.

Το σημαντικό και το παρήγορο για τον αρχάριο αυτόν μοναχό ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τους λογισμούς του. Και η απιστία στους λογισμούς θεωρείται από τη χριστιανική πίστη η βάση για να μπορεί να οικοδομήσει κανείς το πνευματικό του οικοδόμημα. Γιατί; Διότι αρνείται να πορεύεται με βάση τον εγωισμό του – ο εγωισμός δεν εκφράζεται κυρίως με αυτό που νομίζει κανείς αποκλειστικά ως σωστό, πάνω στο οποίο «καμουφλάρεται» συχνά και ο Πονηρός; Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη αρετή για έναν μοναχό (και όχι μόνο) είναι η υπακοή, η οποία θεωρείται συνεπή προσπάθεια ακολουθίας του κατεξοχήν υπηκόου στον Θεό Πατέρα, Κυρίου Ιησού Χριστού – η υπακοή «συντονίζει» τον άνθρωπο με τον ρυθμό ζωής Εκείνου. Η ταπεινή καταφυγή λοιπόν του αδελφού στον όσιο μέγα Αρσένιο ήταν και η θεραπεία του προβληματισμού του. Διότι ο όσιος, διακρινόμενος και για το χάρισμα μεταξύ των άλλων της διακρίσεως των πνευμάτων, διείδε αμέσως τη δαιμονική παγίδα. Και συμβούλευσε τον καλόγερο να παραμείνει στο κελί του, γνωρίζοντας και εκ πείρας ότι η υπομονή του κελιού οδηγεί στην πνευματική ισορροπία. Η περαιτέρω όμως προτροπή του οσίου Αρσενίου αποκαλύπτει το ύψος της πνευματικής του ζωής: δεν συμβουλεύει τον καλόγερο αδελφό απλώς να παραμένει στο κελί, «παλεύοντας» με λογισμούς που δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά με ψυχολογική οξυδέρκεια όχι τυχούσα, του δίνει διέξοδο, έστω και παράδοξη για τα δεδομένα του: «φάγε, πιες, κοιμήσου, μην εργαστείς» - η ησυχία του κελιού θεωρείται υπέρτερη και των ασκητικών ακόμη αγωνισμάτων!

Το παραπάνω περιστατικό έχει αντίκτυπο και σε εμάς τους κοσμικούς λεγόμενους χριστιανούς. Διότι ο Πονηρός «σαν λιοντάρι που ωρύεται» επιζητεί να αποπροσανατολίσει και εμάς, όχι βεβαίως με την προσφορά της αγάπης – η κοινωνική προσφορά προσιδιάζει κατεξοχήν σε εμάς – αλλά με λογισμούς που σκοπεύουν στην απομάκρυνσή μας από την οικογένειά μας με το πρόσχημα της μεγαλύτερης προσευχής, στην παραθεώρηση ενός διακονήματος που έχουμε αναλάβει με το πρόσχημα ότι είμαστε φτιαγμένοι για τη μοναχική ζωή, στην  έλλειψη ενδιαφέροντος για τη μέσα στον κόσμο γενικώς «ρουτινιάρικη» προσφορά μας με το πρόσχημα μίας ιεραποστολής που φαντάζει στον νου μας ως η πιο σπουδαία και πνευματική προσφορά. Και η απάντηση του οσίου Αρσενίου θα ήταν η ίδια και για εμάς, όπως την εξέφρασε πρώτος ο απόστολος Παύλος: «έκαστος εκεί που τάχθηκε, εκεί και να μένει». Η ταπείνωση μάλιστα του απλοϊκού καλόγερου πρέπει να λειτουργεί και για εμάς παραδειγματικά: να μην εμπιστευόμαστε εύκολα τους λογισμούς μας, έστω κι αν φαίνονται καλοί και αγαθοί. Να τους ελέγχουμε και να τους θέτουμε συχνά υπό την κρίση πνευματικών άλλων αδελφών, κυρίως όμως υπό την απόλυτη κρίση του λόγου του Θεού, ο Οποίος επιτάσσει: «αγαπάτε τον Θεό και τον συνάνθρωπο με όλη την καρδιά και την ψυχή σας». Το κριτήριο δηλαδή για κάθε χριστιανό, κοσμικό και μοναχό, δεν είναι ο τόπος που βρισκόμαστε, αλλά το «καταξίωσον ημάς, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», να μένουμε αναμάρτητοι, πάνω δηλαδή στις εντολές του Κυρίου, την κάθε ώρα και στιγμή μας.  

ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΑΤΕ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟ!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί, καί αὐτόν θεραπεύουσαι γνώμης προθυμότατα Μυροφόροι εὐθύτητι, οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε∙ ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν, ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι∙ ὅθεν ὑμῶν μνήμην τήν πανίερον πανηγυρίζομεν» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Σεμνές Μυροφόρες, ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού που φάνηκε (στον κόσμο ως άνθρωπος) και υπηρετώντας Τον προθυμότατα με ειλικρίνεια, δεν Τον εγκαταλείψατε ούτε και νεκρό. Απεναντίας, κινούμενες από αγάπη προς Αυτόν πήγατε και Του προσφέρατε μύρα μαζί με τα δάκρυά σας. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε την πανίερη μνήμη σας).

Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τροπάρια. Διότι εξαγγέλλει την πορεία ζωής των μυροφόρων γυναικών, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα μέχρι του τέλους, που είναι μία αδιάκοπη πορεία θετικής προσέγγισης Εκείνου. Τι βλέπουμε;

- Οι γυναίκες ακολουθώντας τον Κύριο βρίσκονταν αδιάκοπα πάνω στα ίχνη που χάραζε η δική Του πορεία – ήσαν αληθώς υπήκοες κατά το πρότυπο του Ίδιου απέναντι στον Θεό Πατέρα.

- Τον υπηρετούσαν και τον εξυπηρετούσαν στο απολυτρωτικό έργο Του, και μαζί με Εκείνον και τους μαθητές Του, γινόμενες οι χορηγοί Του και τα χέρια Του σε ό,τι χρειαζόταν. Και μάλιστα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή λογισμό ζήλειας και κατάκρισης – η ευθύτητα γνώμης τους ήταν αυτό που κήρυσσε ο Κύριος και έπειτα και οι απόστολοι: αγάπη εκ καθαράς καρδίας.

- Και το πιο συγκινητικό και υποδειγματικό και αξιοπρόσεκτο: δεν Τον εγκατέλειψαν και τότε που φάνηκε να γκρεμίζονται οι ελπίδες τους με τη σύλληψή Του, τη Σταύρωσή Του, τον θάνατό Του. Όταν όλοι οι μαθητές του Κυρίου Τον εγκατέλειψαν και Τον άφησαν μόνο, εκείνες βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να Τον αγαπούν και να κινούνται με θερμότητα και συμπάθεια απέναντί Του. Τόσο που νύχτα ακόμη πήραν αρώματα και μύρα για να Του επιτελέσουν τα καθορισμένα από το Ιουδαϊκό τυπικό σε θανόντες, υπερνικώντας κάθε φόβο και ανασφάλεια που ήταν λογικό να νιώθουν. Κι ήταν διπλάσιο θα λέγαμε το άρωμα του αγορασμένου μύρου τους, γιατί ήταν αναμειγμένο με τα δάκρυα της καρδιάς τους – τι πολυτιμότερο στη γη αυτή από τα δάκρυα της αγάπης και του πόνου!

Όχι ιερή λοιπόν η μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, αλλά πανίερη, κατά τον άγιο υμνογράφο. Γι’ αυτό και αξίζει το πανηγύρι γι’ αυτές τις μοναδικές γυναίκες, που μένει το παράδειγμά τους αιώνια αναφορά για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι όπως είπαμε δείχνει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Απέναντι στον Θεό κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Καλούμαστε ν’ αγαπάμε Θεό και άνθρωπο, όχι γιατί μας προσφέρουν απλώς κάτι, αλλά και τότε που φαίνονται να μας εγκαταλείπουν. Στη θεωρούμενη «νέκρωσή» τους ως προς εμάς, εκεί πρέπει να ενεργοποιούμε τη θέρμη και τη συμπάθειά μας. Και ως προς μεν τον Θεό, η «νέκρωσή» Του, δηλαδή η εγκατάλειψή μας από Εκείνον, είναι φαινομενική. Ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Τότε μάλιστα που νομίζουμε ότι είναι απών, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε παρών. Αλλά και ως προς τον συνάνθρωπο, η αδιαφορία του για εμάς που επισύρει όμως την ενεργοποίηση της αγάπης μας, λειτουργεί μυστικά ως πρόκληση της ανάστασής του. Ποιος ποτέ επέμεινε στην αγάπη του έστω και προς τον αρνητή του, και δεν είδε τις περισσότερες φορές θαυμαστά αποτελέσματα; Την ευκαιρία δηλαδή που του δίνουμε για να ανανήψει και μετανοήσει!

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑ

«Ἡ ἁγία ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου, στήν Τραϊανούπολη. Ὅταν θυσίαζε λοιπόν ὁ ἡγεμόνας στήν πόλη αὐτή, ἐκείνη, ἀφοῦ σχημάτισε στό μέτωπό της τόν τίμιο σταυρό, ἦλθε πρός τόν ἡγεμόνα λέγοντας ὅτι εἶναι χριστιανή καί δούλη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας τή συμβούλευε νά θυσιάσει στούς θεούς του, ἡ ἴδια μπῆκε μέσα στόν εἰδωλολατρικό ναό, προσευχήθηκε καί ἔριψε κάτω στή γῆ τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί τό συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες πού βρίσκονταν στόν ναό ἄρχισαν νά τήν πετροβολοῦν, ἀλλά οἱ πέτρες δέν τήν ἔφταναν. Τότε τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά καί τήν ἔγδερναν, κι ὕστερα τήν ἔριξαν στή φυλακή μέ τή διαταγή νά μή τῆς δίνουν νερό γιά πολλές ἡμέρες. Στή φυλακή δέχτηκε τροφή ἀπό ἄγγελο Κυρίου καί δέν ἔπαθε κανένα κακό, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει ἔκθαμβος ὁ ἡγεμόνας καί οἱ δικοί του, ἰδίως ὅταν βρῆκαν - ἐνῶ ἦταν καλά ἀσφαλισμένη ἡ φυλακή – πιάτο καί ἄρτους καί γάλα καί νερό. Ἔτσι τήν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι φωτιᾶς, τό ὁποῖο ὅμως σβήστηκε, γιατί ἔπεσε ἐξ οὐρανοῦ νερό, ὁπότε ἡ ἁγία ἐξῆλθε ἀβλαβής. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν: τῆς ἔγδαραν τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, ἔχοντας τά χέρια καί τά πόδια της δεμένα. Τήν ξανάβαλαν στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως ἔστρωσαν τό δάπεδο μέ σκληρά λιθάρια. Ἐκεῖ πάλι Ἄγγελος Κυρίου τήν ἔλυσε ἀπό τά δεσμά της καί τῆς θεράπευσε τό κεφάλι,  κάνοντας τόν δεσμοφύλακα νά μείνει ἔκπληκτος τόσο πού ἀμέσως ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. Ἡ μάρτυς τότε ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί στή συνέχεια ρίχτηκε στά ἄγρια θηρία, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα τήν ἄγγιξε τόσο, ὥστε νά μή φανεῖ οὔτε πληγή οὔτε κανένας μώλωπας, παρά μόνον μία δαγκωματιά. Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Θεό καί κατατέθηκε τό λείψανό της στήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης».

Ἡ ἁγία Γλυκερία ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν μαρτύρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό σφοδρό πόθο γιά τόν Χριστό καί ἀπό γενναιότητα τέτοια πού ἐκπλήσσει κάθε ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ. Ἕνα ἀπό τά πολλά καί ἐξαίσια τροπάρια τῆς ἑορτῆς της μᾶς δίνει τό πνευματικό βάθος τοῦ μαρτυρίου της, πῶς ὁ Χριστός δηλαδή δέχτηκε τά μαρτύρια πού ὑπέστη καί τί Ἐκεῖνος τῆς παρέσχε ὡς ἀνταπόδομα. «Προσκομίζοντας τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου σου στόν Χριστό σάν ἀρώματα καί μύρα, ἀθληφόρε, προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν ὡς εὐωδία, πλημμυρίζοντας ὅλους τά ἰάματα» (ὠδή γ΄).

Μυροφόρο θεωρεῖ τήν ἁγία ὁ ἅγιος ὑμνογράφος· ὄχι γιατί προσφέρει στόν Χριστό αἰσθητά ἀρώματα καί μύρα, ἀλλά γιατί προσφέρει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἀξιοτίμητο ἐνώπιον Ἐκείνου. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου», ζητάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο, ὅπως κι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος  ἔζησε τήν ἀπόλυτη πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δίνοντας τή ζωή Του χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο πάνω στόν Σταυρό. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ». Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ἁγία ὡς εὐωδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί βρέθηκε ἀπολύτως συντονισμένη μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου της, ὅπως ἀντιστοίχως δυστυχῶς ὡς δυσωδία καί βρῶμα εἴμαστε ἐνώπιόν Του ὅταν βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς μας πρός Αὐτόν. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς παράνομος». Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Κύριο τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων γιά κάθε ἄνθρωπο πού προστρέχει ἐν πίστει πρός αὐτήν, καί μάλιστα σέ βαθμό «πλημμύρας». «Πλημμυρεῖ τοῖς πᾶσι τά ἰάματα». Σάν τόν ἴδιο τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσι τό Πνεῦμα» Του.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Γεώργιος ἐπιμελῶς διά πολλῶν ὕμνων ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τή βραχώδη σταθερότητα τῆς μάρτυρος: τή βοηθοῦσε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ὠδή α΄)· εἶχε ὀχυρωμένο τόν νοῦ της μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πού τήν ἔκανε νά προσβλέπει μόνο στά νοούμενα καί νά περιφρονεῖ τά γεώδη καί ρέοντα (κάθισμα ὄρθρου)· εἶχε σταθερά προσηλωμένο τό βλέμμα μόνον πρός τον Χριστό πού κήρυττε (ὠδή δ΄)· εἶχε ὑπερνικήσει τά πάθη της καί τούς ἀόρατους δαίμονες μέ τούς ἀσκητικούς της ἀγῶνες (ὠδή δ΄). Μία εἰκόνα ὅμως ἀπό τήν ὠδή ε΄ νομίζουμε ὅτι ξεπερνᾶ σέ σύλληψη ὅλες τίς ἄλλες: «Δέχτηκες στή γαστέρα τῆς διάνοιάς σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔτεκες τό πνεῦμα τῆς σωτήριας ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δεχθεῖ στόν νοῦ καί τή διάνοιά του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κυοφορεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, πού σημαίνει ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα νά γεννήσει, νά φανερώσει δηλαδή τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά φτάσει καί στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς ζωῆς του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά γίνει μάρτυρας, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει στήν ὕπαρξή του αἰσθητή τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη», πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν».

12 Μαΐου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

«Αὐτός ὁ μέγας καί θαυμαστός Ἐπιφάνιος καταγόταν από τή χώρα τῆς Φοινίκης, από τίς πλησιόχωρες περιοχές τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καί οἱ γονεῖς του ἦσαν γεωργοί. Ἀνατράφηκε σέ μικρή οἰκία, τέτοια πού εἶχαν φτωχοί καί γεωργοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος δέ ἔλαμψε στήν κατά Θεόν ἀρετή καί ἔφτασε στό ἀκρότατο ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καί θεάρεστης πολιτείας. Διότι ἐνῶ οἱ γονεῖς του παρέμειναν στή λατρεία καί στή σκιά τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό φῶς τῆς χάρης, ὁ ἴδιος ἔσπευσε πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ὡς ἀφορμή κάτι θεωρούμενο μικρό.

Κάποιος λοιπόν Κλεόβιος τοῦ θεράπευσε τήν πληγή πού ὑπέστη στόν μηρό, ὅταν ἔπεσε ἄτακτα ἀπό τόν ὄνο πού καβαλίκευε – γιατί ὁ ὄνος ταράχτηκε ἀπό κάτι καί μάλιστα σκοτώθηκε - κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ἔχει λογισμούς ἀμφιβολίας καί νά μή προσέχει ἰδιαίτερα στή δουλεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου. Ὕστερα δέ, καθώς συνάντησε κάποιο μοναχό Λουκιανό, τόν εἶδε τί ἔκανε ὅταν συνάντησε αὐτός ἕνα πτωχό πού τοῦ ζητοῦσε φαγητό: τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο φαγητό ἀλλά καί τό ἔνδυμα πού φοροῦσε. Καί τήν ἴδια ὥρα ντύθηκε ὁ Λουκιανός ἀπό τόν οὐρανό ἄλλο (λευκό) ἔνδυμα. Τά εἶδε αὐτά ὁ Ἐπιφάνιος καί προσῆλθε στή χριστιανική πίστη, δεχόμενος τό ἅγιο βάπτισμα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς.

Τά ὑπόλοιπα θαυμαστά πού ἔκανε στή ζωή του εἶναι πολύ δύσκολο νά τά διηγηθεῖ κανείς μέ συντομία. Αὐτό μόνο εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε, ὅτι δηλαδή ἀπό πολύ νέος στήν ἡλικία, ὅταν εἶχε πιστέψει πιά στόν Χριστό, ἀμέσως μόνασε μέ ὅσιο τρόπο καί ξεπέρασε στήν ἐγκράτεια καί στούς ἀσκητικούς κόπους ὅλους τούς ὑπολοίπους μοναχούς. Κι ὅταν ἔφτασε στό ἀνώτερο στάδιο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἡ ζωή του ἦταν ἀντίστοιχη μέ ὅσα πρίν ὡς μοναχός ζοῦσε. Διότι στά προηγούμενα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ζοῦσε ἀσκητικά ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί ἔκανε πολλά θαύματα καί θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς. Στά μετέπειτα δέ χρόνια μετά τήν ἱερωσύνη, ἔκανε τά ἴδια, ἀλλά καί δίδασκε ὀρθά τή χριστιανική πίστη καί μόρφωνε ὅλους τούς χριστιανούς μέ τό πλῆθος τῶν συγγραμμάτων του, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς κακόδοξους. Ἔζησε ἑκατόν δεκαπέντε ἔτη, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε στόν βασιλέα Ἀρκάδιο πού τόν ρώτησε, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, ὄχι ὅμως στόν οἰκεῖο του θρόνο, ὅπως τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπειδή συναίνεσε κι αὐτός στήν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπάντηση: οὔτε κι ἐσύ θά φθάσεις νά δεῖς τόν τόπο στόν ὁποῖο στέλνεσαι ἐξορία. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στόν ἁγιότατο ναό του πού βρίσκεται μέσα στόν ἅγιο Φιλήμονα».

Ὁ μέγας πατήρ καί ὑμνογράφος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ὅσιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἐπικεντρώνει πολλαπλῶς τήν προσοχή μας στό πρῶτο κατ' αὐτόν στοιχεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε: τή μεταστροφή τοῦ ἁγίου ἀπό τήν Ἰουδαϊκή πίστη στή χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μωσαϊκός Νόμος λειτούργησε κατά τόν τρόπο πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς “παιδαγωγός εἰς Χριστόν”. Δεν εἶχε δηλαδή κάλυμμα στόν νοῦ του ὁ Ἐπιφάνιος, ὅταν μελετοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἔχοντας τήν ψυχή του ἀνοικτή εἶδε τό νόημα τοῦ Νόμου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διότι μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Χριστό “στοχεύει”. Χωρίς τόν Χριστό παραμένει κλειστή καί ἀνερμήνευτη. «Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται γιά μένα τό ἔγραψαν» ἀπεκάλυψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας. «Ὁ Νόμος τοῦ γράμματος ἔγινε γιά σένα παιδαγωγός εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε», ἀναφέρει ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἑσπέρια τροπάριο ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, «γιατί σοῦ ἔδειξε τή χάρη τῆς θεογνωσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πού ἄστραψε (στήν καρδιά σου), χάρη πού προγραφόταν μυστικά καί λειτουργοῦσε ὡς τύπος μέ ἐντελῶς διάφανο τρόπο».

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο νά δεχθεῖ τή μεγάλη αὐτή χάρη τῆς μεταστροφῆς (ὅπως καί τῆς ἀδελφῆς του ἄλλωστε: ὠδή γ΄), κάτι πού δέν μπόρεσαν να δεχθοῦν οἱ γονεῖς του γιά παράδειγμα ἤ καί πολλοί ἄλλοι Ἰουδαῖοι; Τό ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: ἦταν (πέραν τῆς εὐεργεσίας πού δέχτηκε ἀπό τόν Κλεόβιο, τόν “θεοειδῆ ἄνθρωπον”:ὠδή α΄ πού τόν θεράπευσε) ἡ ἁγνότητα τῆς ἀναζήτησής του, ὁ πόθος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι τοῦτο μία μεγάλη ἀλήθεια που διαλαλεῖ πάντοτε ἡ χριστιανική πίστη: δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὅπου γῆς, πού νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, νά ποθεῖ τόν Θεό, ἔστω καί ἄγνωστό Του στήν ἀρχή, πού νά μήν καθοδηγηθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό – μέσα ἀπό ἀνθρώπους Του τίς περισσότερες φορές – γιά νά Τόν συναντήσει καρδιακά καί πραγματικά. Ὅπως ὁ ἴδιος πάλι τό τόνισε: «Ὅποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια, θά ἀκούσει τή φωνή Μου». «Καταλήφθηκες ἀπό τόν πόθο τοῦ θείου Νόμου, Πάτερ Ἐπιφάνιε, καί πρόκρινες τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, γι' αὐτό καί μέσα ἀπό σύμβολα δέχτηκες τή σωτήρια πίστη τῆς ἁγίας Τριάδος» (ὠδή α΄). Τήν πρόκριση αὐτή μάλιστα ὁ ὑμνογράφος τή θεωρεῖ ὡς τήν κατεξοχήν ἔξυπνη κίνηση τοῦ Ἐπιφανίου. Μπορεῖ δηλαδή νά ἦταν ὑποδουλωμένος στούς Μωσαϊκούς νόμους, ἀλλά τελικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε μέσα του καί τόν ἔκανε μαθητή τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Λειτούργησε δηλαδή ὡς «ἀγχίνους», ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος, γιατί «βλέποντας ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κάθε μία ἀπό τίς δύο Διαθῆκες ἦλθες ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία» (Δοξαστικό στιχηρών ἑσπερινοῦ). Κι αὐτό θά πεῖ κατ' ἐπέκταση: ἔξυπνος, μέ χριστιανικά κριτήρια, εἶναι ὄχι αὐτός πού ἁπλῶς ξέρει νά χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά τά ἐπίγεια πράγματα, ἀλλά αὐτός πού μπορεῖ νά διακρίνει τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο, αὐτό πού ὑποδουλώνει ἀπό αὐτό πού ἐλευθερώνει, κι αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλ. καί ὠδή α΄).

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀναλίσκεται στή φανέρωση τῶν θαυμασίων πού ἐπιτελοῦσε δι' αὐτοῦ ὁ Θεός: θαύματα καί ἰάσεις, ἀλλά καί μεταστροφές χαρισματικές λόγω τῆς διδασκαλίας του, βάση τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία ἀσκητική ζωή του. «Ὁ ἔνθεος βίος πού συνέδραμε μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἑτοίμασε νά ἐπιτελεῖς τά θαυμάσια καί νά ἐκδιώκεις τό θράσος τῶν δαιμόνων καί νά καταπαύεις τούς πόνους τῶν δύσκολων νοσημάτων μέ τίς προσευχές σου» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι αὐτός ὁ συνδυασμός τοῦ ἐνθέου βίου μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα εἶναι γιά τόν ἅγιο ποιητή ό,τι καθορίζει τόν διδάσκαλο τοῦ χριστιανισμοῦ. Δηλαδή δάσκαλος ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὅποιος γνωρίζει μ' ἕναν νοησιαρχικό ἴσως τρόπο τά δόγματα τῆς πίστεως – αὐτά μπορεῖ ἴσως νά τά “μάθει” κι ἕνας... ἄθεος! Ἀλλά αὐτός πού ὑποστηρίζει τή διδασκαλία μέ τήν ἔνθεη ζωή του. Αὐτό δέν ἀπεκάλυψε καί ὁ Κύριος; «Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν». «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Καί σημειώνει τό ἑξῆς σημαντικό ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: αὐτός ὁ διδάσκαλος διδάσκει ὄχι ἐξ ἑαυτοῦ, ἀλλά καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο – ὁ λόγος του φέρει τήν αὐθεντία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ! Στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ σημειώνει: «Λόγω τῆς πνευματικῆς σου σοφίας, Ἐπιφάνιε μακάριε, φάνηκες διδάσκαλος τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ βρῆκες τόν Χριστό ὡς ὁδηγό σου, διέλυσες τίς σκέψεις καί τίς διδασκαλίες τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν».

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) μέγας Πατέρας αὐτῆς. Τό ἀντιαιρετικό του ἰδίως ἔργο ὅπως εἴδαμε διέλυσε τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί στήριξε τήν Ἐκκλησία. Μένει ἀσχολίαστο ὅμως ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο τό “παράδοξο” γιά ἐμᾶς τούς κατοπινούς χριστιανούς γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατεδίκασε κι αὐτός τόν ἅγιο Χρυσόστομο: καί μέ τή δική του ὑπογραφή ἐξορίστηκε ὁ μέγας Πατέρας καί Οἰκουμενικός διδάσκαλος!

Καί οἱ δύο ἅγιοι. Καί οἱ δύο “ἀετοί” τῆς θεολογίας. Καί οἱ δύο Πατέρες. Γιατί καί πῶς αὐτό; Ίσως γιατί ἡ ἁγιότητα δέν προσμετρᾶται μέ συγκαιρινές ἀποφάσεις. Ἴσως γιατί σ' ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία λειτουργοῦν πολλές παράμετροι πού δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε καί νά ἀποφύγουμε. Ἴσως γιατί καί ἕνας ἅγιος δέν εἶναι... τέλειος! Ὁ μεγάλος Πατρολόγος μακαριστός καθηγητής Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος ἐπιλέγει στή διεισδυτική ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο: «Ἡ ἄκριτη συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου στόν ἀγώνα του κατά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὁδήγησε στήν καταδίκη τοῦ τελευταίου, πού ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν Ἐπιφάνιος, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αὐξητική πορεία τῆς θεολογίας κι ἐπειδή κυριαρχήθηκε ἀπό ζηλωτισμό, ἀπέβη παραδοσιοκράτης καί γι' αὐτό πολέμιος τῶν μεταθανασιανῶν διαμορφωτῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψεως, δηλαδή τῶν Καππαδοκῶν καί τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμᾶ τό λοιπό ἀξιόλογο ἔργο του καί ἑορτάζει τή μνήμη του στις 12 Μαΐου» (Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 723).

Τό θέμα τελικά εἶναι πώς καί οἱ δύο ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀγκαλιασμένοι μέσα στόν Χριστό τήν εὐλογημένη παρουσία Ἐκείνου, εὐχόμενοι ἀπό κοινοῦ γιά τή σωτηρία τή δική μας καί ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο! Γιατί ἀπό τό τέλος κρίνονται ὅλα! «Βασιλιά τῶν βασιλιάδων Ἅγιε, μοναρχική ἁγία Τριάδα, Σύ πού δεσπόζεις σέ ὅλα, δῶσε σ' αὐτούς πού Σέ ἀνυμνοῦν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί χωρίς πειρασμούς τήν κατάσταση ὅλης τῆς ζωῆς τους, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἐπιφανίου» (ὠδή θ΄).

11 Μαΐου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΣΛΑΥΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ

Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔζησαν τόν ἔνατο αἰ., σέ ἐποχή καθοριστική γιά τό Βυζάντιο, λόγω τοῦ πρώτου λεγομένου σχίσματος τῆς Δυτικῆς ᾽Εκκλησίας ἐπί πατριάρχου Φωτίου. ῏Ησαν ῞Ελληνες ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καταγόμενοι ἀπό πλούσια καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια, πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά σπουδάσουν σέ πλάτος καί βάθος. Ὁ Κύριλλος μάλιστα – Κωνσταντίνος πρίν γίνει μοναχός καί ἀλλάξει τό ὄνομά του – πού ἦταν καί μικρότερος ἀπό τόν Μεθόδιο, σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία, ἀστρονομία καί μουσική, κι ἔγινε καί καθηγητής φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, πιθανόν διάδοχος τοῦ ἁγίου Φωτίου. Ὁ Μεθόδιος, μέ πλατιά καί αὐτός μόρφωση, διακρίθηκε κυρίως γιά τίς διοικητικές του ἱκανότητες καί τό ὀργανωτικό καί πρακτικό του πνεῦμα, κάτι πού φανερώθηκε ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε διοικητής σέ περιοχές κοντά στούς Σλαύους.

Ἡ πίστη τους στόν Χριστό ἦταν πολύ θερμή καί βαθιά, γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο ἀπεφάσισαν νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά γίνουν μοναχοί. ῎Ηδη ὅμως εἶχαν δείξει καί τήν ἱεραποστολική τους διάθεση, ἀφοῦ εἶχαν ἀναλάβει διάφορες ἀποστολές μέσα στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ᾽αὐτούς λοιπόν τούς χαρισματούχους ἀπό κάθε πλευρά ἄνδρες ἀνατέθηκε ὁ ἐκχριστιανισμός ἑνός τμήματος τῶν Σλαύων, σέ ἐποχή πού αὐτοί ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά ὅρια τοῦ Βυζαντίου, ἀναζητώντας ταυτότητα καί πατρίδα. ῏Ηταν γνωστή ἄλλωστε ἡ τακτική τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ἐπρόκειτο γιά βαρβαρικούς λαούς. Προκειμένου ν᾽ ἀποτελοῦν ἀπειλή τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ἔκανε συμμάχους ἐκχριστιανίζοντάς τους. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς Σλαύους. ᾽Ανέλαβαν λοιπόν τήν ἀποστολή οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί, γνωστοί καί ἀπό ἄλλες, καθώς εἴπαμε, ἐπιτυχημένες ἀποστολές.

Πρίν φύγουν, κατέστρωσαν τά σχέδιά τους. Θέλοντας νά κάνουν ἔργο εἰς βάθος, ἔφτιαξαν ἀλφάβητο γιά τόν λαό στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνονταν, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶχαν γραφή. Καί τό ἀλφάβητο αὐτό τό δημιούργησαν μέ βάση τό ἑλληνικό, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα φθογγολογικά σημεῖα ἀπό τή γλώσσα τῶν Σλαύων. Τή σλαυική γλώσσα πρέπει νά τήν γνώριζαν καί ἀπό τό ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χρηματίσει διοικητής σέ σλαυικές ἐπαρχίες, ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα στήν οἰκογένειά τους πρέπει νά εἶχαν σλαύους ὡς ὑπηρέτες. Δημιούργησαν λοιπόν ἀλφάβητο, τό γλαγολιτικό καί μετέπειτα Κυρίλλειο λεγόμενο, μετέφρασαν κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας καί μέ συνεργάτες ξεκίνησαν γιά τό μεγάλο τους ἔργο. ᾽Από τίς πρῶτες φροντίδες τους ἦταν νά πλαισιωθοῦν ἀπό ντόπιους, Σλαύους συνεργάτες. Καί στόχος τους ἦταν νά κηρύξουν τή χριστιανική πίστη, δίνοντας μόνο τήν πρώτη ὤθηση γιά τόν ἐκχριστιανισμό τους. Μέ ἄλλα λόγια σταθερή βούλησή τους ἦταν νά ἐνεργοποιήσουν τόν λαό αὐτό, ὥστε στή συνέχεια οἱ ἴδιοι νά ὀργανώσουν μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἤθελαν τήν ζωή τους. Τά προβλήματα βεβαίως πού συνάντησαν δέν ἦταν λίγα. Καί τά περισσότερα προέρχονταν ὄχι ἀπό τούς ἐκχριστιανιζομένους, ὅσο ἀπό ἐκπροσώπους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Ρώμης. Τελικά ὅμως ἡ ὅλη τους προσπάθεια πέτυχε: ὁ Χριστιανισμός ρίζωσε στά μέρη ἐκεῖνα, οἱ ἴδιοι ὅμως ἄφησαν στό ἔργο αὐτό τήν τελευταία τους πνοή. Ὁ μέν Κύριλλος πέθανε στή Ρώμη τό 869, ὅταν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης θέματα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων, ὁ δέ Μεθόδιος τό 885, στά χώματα τῆς ἱεραποστολῆς του, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σλαύων. ᾽Από τά ἐλάχιστα προαναφερθέντα στοιχεῖα γιά τούς μεγάλους αὐτούς ἀγίους ἰσαποστόλους θά μπορούσαμε, ἐπιγραμματικά, νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:

1) Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ὑπῆρξαν γνησιότατοι ῞Ελληνες ἐκ Θεσσαλονίκης, μέ τήν πραγματική καί ὁλοκληρωμένη ὅμως σημασία τοῦ ὅρου ῾῞Ελληνας᾽. Δηλαδή ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἰκουμενικοί, πού ἔκλειναν μέσα στήν καρδιά τους τόν κόσμο ὅλο. Διότι αὐτό εἶναι ὁ ῞Ελληνας: ὄχι ὁ στενόκαρδος τοπικιστής, ἀλλ᾽ ὁ μεγαλόψυχος καί παγκόσμιος ἄνθρωπος. Καί τέτοιος εἶναι ὁ ῞Ελληνας κυρίως μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πίστεώς του στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ἡ οἰκουμενικότητα ἀφενός τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ οἰκουμενικότητα ἀφετέρου τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν πλατύνει τήν καρδιά του καί τόν ἔχουν κάνει, ἐνῶ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ γι᾽ αὐτήν – μή ξεχνᾶμε τή φιλοπατρία τῶν ῾Ελλήνων ὡς βασική τους ἀρετή – νά βλέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς ἀδέλφια καί δυνάμει μετόχους τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς. Τέτοιοι λοιπόν παγκόσμιοι ἄνθρωποι ἦταν καί οἱ ἅγιοί μας.

2) Ποτέ δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν οἱ ἅγιοι ὡς ὄργανα τοῦ Βυζαντίου γιά κατακτητικούς σκοπούς. ᾽Εκτός ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε τέτοια πολιτική τό Βυζάντιο, οἱ ἁγιασμένοι αὐτοί ἀδελφοί κινοῦνταν στίς ἐνέργειές τους ἀπό τήν ἀγάπη τους στόν  Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Οἱ ἴδιοι οἱ παλαιοσλαβονικοί βίοι τους ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια, τονίζοντας ὅτι ἔβλεπαν τούς Σλαύους ὡς πλανεμένα λόγω εἰδωλολατρίας ἀδέλφια τους.

3) ᾽Ακριβῶς γιά τόν παραπάνω λόγο, στάθηκαν ἔναντι τῶν Σλαύων μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Δέν θέλησαν νά τούς ὑποτάξουν, δέν τούς φέρθηκαν σάν νά ἦσαν κατώτερα ὄντα. Τούς εἶδαν ὡς ἰσότιμους, πού ἁπλῶς ἔπρεπε στήν ἀρχή νά βοηθηθοῦν. ᾽Απόδειξη: τούς μίλησαν στή γλώσσα τους καί πῆραν ὡς συνεργάτες τους Σλαύους. Μέ τή δημιουργία μάλιστα τοῦ ἀλφαβήτου ὄχι μόνο τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν πληρέστερα τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἔθεσαν ταυτοχρόνως καί τίς βάσεις γιά τήν πολιτιστική τους ἀνάπτυξη. Ὅλος ὁ πολιτισμός τῶν Σλαύων ῾πατάει᾽ στό ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί πού κυρίως ἑορτάζουν καί πανηγυρίζουν στή μνήμη τους εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Σλαῦοι, μέ ὅλη τήν ποικιλία τους.

4) Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι χαρισματικοί, ἐργάστηκαν πολύ σκληρά καί συστηματικά. Δέν στηρίχτηκαν δηλαδή μόνο στό ταλέντο καί τήν ἔμπνευσή τους γιά τήν τεράστια ἀποστολή πού ἀνέλαβαν, ἀλλά προγραμμάτισαν τήν ὅλη προσπάθειά τους. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου - ἔργο κατεξοχήν ἐπίπονο - ἡ εὕρεση συνεργατῶν κλπ. ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Κι εἶναι μεγάλο παράδειγμα ὁ τρόπος αὐτός δράσεώς τους γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συνηθίσει, στηριγμένοι μόνο στό ταλέντο καί τή φαντασία μας, χωρίς ὅμως πολύ κόπο καί δουλειά, νά θέλουμε νά ἐπιτυγχάνουμε σ᾽ αὐτό πού κάνουμε. Μέ ἄλλα λόγια γιά τήν ἐπιτυχία ἑνός ἔργου, καί μάλιστα μεγάλου, ἡ ἔμπνευση μόνη δέν ἀρκεῖ.

5) Τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τους ἦταν τό ὅτι ἀνέλαβαν τήν ἀποστολή τους ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν γι᾽ αὐτήν. Κάτι πού ἔγινε. Καί μᾶς διδάσκουν ὅτι τότε πετυχαίνει ἕνας ἱερός σκοπός, ὅταν δέν τόν ἀντιμετωπίζει κανείς ὡς ἀγγαρεία, ἀλλ᾽ ὡς κάτι πού περιέχει τό στοιχεῖο τῆς αὐτοθυσίας. ῎Αν, κοντολογίς, σέ κάτι πού πιστεύω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ δέν ἀποφασίσω καί τόν θάνατό μου γι᾽ αὐτό, τότε δέν πρόκειται νά ἐπιτύχω τίποτε. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τό ἔργο τῶν ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ἦταν συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.