15 Μαΐου 2022

ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΣΟΥ ΕΓΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρωτίστως πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

14 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιωάν. 5, 14)

Ο παράλυτος του σημερινού αναγνώσματος τριάντα οκτώ έτη ανέμενε την ίασή του με τον θαυματουργικό τρόπο δι᾽ αγγέλου που πρόσφερε η προβατική κολυμβήθρα. Και τελικώς γι᾽ αυτόν η ίαση έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει:  από τον Ιησού Χριστό. Το παράπονο που τον κατέτρωγε:  «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», υπερβαίνεται, καθώς δέχεται την επίσκεψη του ενανθρωπήσαντος Θεού, του τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, ο Οποίος θα τον θεραπεύσει όχι μόνον από τη σωματική του παραλυσία, αλλά και από το αίτιο αυτής, την αμαρτία, που συνιστά την πνευματική παραλυσία του ανθρώπου. Η προτροπή του Κυρίου στον Ναό προς τον θεραπευμένο παραλυτικό αυτό ακριβώς υπονοεί:  μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται᾽. Μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο.

1. Η προτροπή αυτή του Κυρίου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η αντίληψη περί αμαρτίας στους πολλούς, δυστυχώς και χριστιανούς, κυμαίνεται σε επίπεδα πλάνης:  είτε θεωρείται ως μία απλή παράβαση ενός κανόνα ή ενός καθήκοντος, συνεπώς ως κάτι που δεν έχει ιδιαίτερο αρνητικό αποτέλεσμα για τους ίδιους, είτε εκλαμβάνεται ως μία πρόκληση για εμπειρία που εμπλουτίζει τον άνθρωπο, συνεπώς ως κάτι θετικό γι᾽ αυτόν, είτε φτάνει κυριολεκτικά και σε δαιμονικό επίπεδο, δηλαδή να θεωρείται ως αυτό και μόνο που φέρνει την ευτυχία στον άνθρωπο. Στην τελευταία περίπτωση εντάσσονται όλοι εκείνοι που εν συγχύσει καρδιακή και διανοητική διατείνονται ότι το ενδιαφέρον ακόμη και για τη μετά θάνατον ζωή – εφόσον κατ᾽ αυτούς υπάρχει – βρίσκεται στην κόλαση και όχι στην ῾πλήξη᾽ του Παραδείσου.

2. Ο Κύριος, και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιαθέντος παραλύτου, τονίζει την τραγικότητα της αμαρτίας. Η αμαρτία, για την οποία έπαθε και σταυρώθηκε – ο Κύριος είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» -  αλλοιώνει την ψυχή αλλά και το σώμα του ανθρώπου. Αν ο παράλυτος υπήρξε παράλυτος, δεν ήταν γιατί γεννήθηκε έτσι – υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις βεβαίως -, δεν ήταν γιατί κάποιο ατύχημα τον έφερε στην τραγική αυτή θέση, δεν ήταν γιατί κάποια αρρώστια τον προσέβαλε με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος. Έγινε παράλυτος, γιατί κάποια ή κάποιες αμαρτίες τον οδήγησαν στη δεινή αυτή κατάσταση. Τα λόγια του Κυρίου αυτό ακριβώς υπονοούν:  μην αμαρτάνεις από δω και πέρα, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο. Η πνευματική και ηθική παραλυσία της αμαρτίας δηλαδή οδηγεί πολλές φορές και στη σωματική παραλυσία. Ο άνθρωπος εισπράττει πολύ άμεσα και ορατά το τίμημα της αμαρτίας του. Και ποιο το χειρότερο για το οποίο κάνει λόγο ο Κύριος; Ίσως και ο ίδιος ο θάνατος. Ίσως, ακόμη χειρότερα, μία κατάσταση από την οποία να ελλείπει παντελώς και το στοιχείο της ελπίδας: μία ῾βουτιά᾽ στην άβυσσο της απόγνωσης, η οποία συνιστά μία πρόγευση της κόλασης, αν όχι την ίδια την κόλαση.

3. Τι οδηγεί στην τραγικότητα της αμαρτίας;  Τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να εκπίπτει από ό,τι φαίνεται να διψά στο βάθος της καρδιάς του: τον ίδιο τον Δημιουργό του; Όχι άλλο από την παρακοή και ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού.  Όπως φαίνεται και από την Αγία Γραφή στην περιγραφή της ζωής των πρωτοπλάστων, η άρνησή τους κάποια στιγμή να υπακούσουν στην εντολή του Θεού, η επιθυμία τους να κινηθούν με βάση το ίδιο θέλημα, με την προτροπή ασφαλώς και του Πονηρού διαβόλου, ήταν εκείνο που έφερε όλα τα δεινά στη ζωή αυτών και της λοιπής δημιουργίας, ήταν το αίτιο του ίδιου του θανάτου, πνευματικού και σωματικού. «Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος».  Κι αυτό σημαίνει έκτοτε ότι όσο ο άνθρωπος δεν βρίσκεται στον δρόμο του Θεού, όσο τον κατευθύνει το «έτσι μ᾽ αρέσει» και όχι το «γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε», τόσο απομακρύνεται από την ίδια τη ζωή, τόσο φεύγει από το φως, τόσο χάνεται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας χωρίς νόημα και σκοπό. Η αποτίμηση του ίδιου του Θεού Πατέρα στην παραβολή του ασώτου είναι απόλυτη: «ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν...καί ἀπολωλώς᾽.

4. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Ευθύς ως ο άνθρωπος στραφεί προς τον Θεό και αρχίζει να συντονίζεται με το άγιο θέλημά Του, αρχίζει και η διαδικασία υπέρβασης της πνευματικής παραλυσίας, ίσως δε αν επιτρέψει ο Θεός, και της σωματικής παραλυσίας. Και το μόνιμο και αδιάκοπο θέλημα του Θεού είναι ό,τι Εκείνος ζει ως ζωή και είχε δώσει απαρχής της αποκάλυψής Του ως εντολή στον άνθρωπο: η αγάπη. Η αγάπη που αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό και στον κατ᾽ εικόνα Αυτού άνθρωπο. «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Όσο ο άνθρωπος θα πορεύεται με τον τρόπο της αγάπης, τόσο και θα υγιαίνει πνευματικά νιώθοντας τη ροή της ενέργειας και της χάρης του Θεού στην ψυχοσωματική του υπόσταση. Γι᾽ αυτό και η Εκκλησία μας πάντοτε εξαγγέλλει ότι αμαρτία υφίσταται εκεί απ’  όπου ελλείπει η αγάπη. Κι επειδή αγάπη και πίστη συμβαδίζουν, γι᾽ αυτό και «πᾶν ὅ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστί». Είναι ευνόητο λοιπόν γιατί η αμαρτία, όπως είπαμε, δεν κατανοείται ως παράβαση ενός νόμου ή ενός κανόνα. Γιατί εκφεύγει από τα εξωτερικά τυπικά σχήματα και γίνεται το αδιάκοπο αγώνισμα της καρδιάς. Στην καρδιά ριζώνει η αγάπη, εκεί αναπέμπει τις δοξολογικές κραυγές της, γι᾽ αυτό και εκεί, δηλαδή όπου δεν φτάνει ανθρώπου μάτι, όταν δεν υφίσταται, ήδη λειτουργεί το μυστήριο της ανομίας και της αμαρτίας. Από την άποψη αυτή αφενός έχουμε διαβάθμιση στην αμαρτία, ανάλογα με το ποσοστό της αγάπης που υπάρχει, αφετέρου κανείς δεν μπορεί εύκολα να κρίνει τον συνάνθρωπό του, αφού κάποιος μπορεί να φαίνεται άψογος εξωτερικά, ενώ μέσα του να μαίνεται ο πόλεμος των κακών λογισμών του και του μίσους του προς τον συνάνθρωπο. « μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ – λοιπόν – ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Η αγάπη αποτελεί το μόνιμο και μοναδικό απόλυτο κριτήριο για να γνωρίζει κάποιος την αμαρτωλότητα ή την αναμαρτησία του.

5. Κι ασφαλώς δεν υπάρχει αναμαρτησία ανθρωπίνως. Μόνον ο Κύριος ως Θεός και άνθρωπος έζησε απολύτως αναμάρτητα. Όλοι οι άνθρωποι λίγο ή πολύ αμαρτάνουμε, γιατί έστω στο βάθος της ψυχής μας κάποια στιγμή μπορεί να ξεφύγουμε από την αγάπη. Γι᾽ αυτό και η αγιότητα για τον άνθρωπο βρίσκεται στον αγώνα πια της μετανοίας του. Όταν ο πιστός νιώσει ότι εξέπεσε από την αγάπη, αρχίζει τον εσωτερικό αγώνα των δακρύων προκειμένου να επανέλθει στην εντολή του Θεού. Κι έτσι η μετάνοια είναι ο δρόμος της πνευματικής ζωής. Πνευματικός και άγιος για την πίστη μας είναι ο μετανοών άνθρωπος, αυτός που οι στεναγμοί της καρδίας του δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ, καθώς μάλιστα ενισχύεται διαρκώς και από την κοινή εν Εκκλησία προσευχή και τα μυστήρια της πίστεως, ιδίως της θείας Ευχαριστίας. Κι έτσι μάλλον πρέπει να ερμηνεύσουμε και την προτροπή του Κυρίου «μηκέτι ἁμάρτανε» στον πρώην παραλυτικό. Όχι με την έννοια να μην υποπέσει ποτέ στην αμαρτία – αυτό θα ήταν η ευχή για όλους μας – αλλά με την έννοια να πορεύεται πάντοτε εν μετανοία, κάτι που φαίνεται να συνηγορεί υπέρ αυτού η ενεστωτική προστακτική «μηκέτι ἁμάρτανε», δηλαδή μη παραμένεις στην αμαρτία, όταν αυτή κάνει την εμφάνισή της.

Το «μηκέτι ἁμάρτανε» του Κυρίου η Εκκλησία μάς το υπενθυμίζει διαρκώς το πρωί, το εσπέρας, το βράδυ. «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἐν τῇ ἑσπέρᾳ, ἐν τῇ νυκτί ταύτῃ, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς». Η σχετική αναμαρτησία στην οποία καλούμαστε είναι ο δρόμος της μετανοίας, είναι ο δρόμος της αγιότητας, είναι ο δρόμος της πνευματικής υγείας, γιατί είναι ακριβώς ο δρόμος της αγάπης. Η αγάπη είναι το μοναδικό αποτελεσματικό φάρμακο εναντίον της όποιας παραλυσίας απειλεί την ύπαρξή μας.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 5, 1-15)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων,  τυφλῶν,  χωλῶν,  ξηρῶν, ἐκδεχομένων  τὴν  τοῦ ὕδατος  κίνησιν. Ἄγγελος  γὰρ  κατὰ καιρὸν  κατέβαινεν ἐν  τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧδήποτε κατείχετο νοσήματι. Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με  εἰς  τὴν  κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος  πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος,  καὶ ἦρε  τὸν κράβαττον  αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν  δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός  μοι  εἶπεν· ἆρον  τὸν  κράβαττόν  σου  καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Κοντά στήν προβατική πύλη, στά Ἱεροσόλυμα, ὑπάρχει μιά δεξαμενή μέ πέντε στοές,  πού ἑβραϊκά ὀνομάζεται Βηθεσδά. Σ' αὐτές  τίς  στοές κείτονταν  πολλοί ἄρρωστοι,  τυφλοί,  κουτσοί,  παράλυτοι,  πού περίμεναν νά ἀναταραχθεῖ τό νερό· γιατί, ἀπό καιρό σέ καιρό, ἕνας ἄγγελος  Κυρίου  κατέβαινε  στή  δεξαμενή  κι ἀνατάραζε  τά  νερά· ὅποιος,  λοιπόν, ἔμπαινε  πρῶτος  μετά  τήν ἀναταραχή  τοῦ νεροῦ, αὐτός  γινόταν  καλά, ὅποια  κι ἄν ἦταν ἡ ἀρρώστια  πού  τόν ταλαιπωροῦσε. Ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τόν εἶδε ὁ Ἰησοῦς κατάκοιτο, τόν ρώτησε: «Θέλεις νά γίνεις καλά;» Ἤξερε πώς ἦταν ἔτσι γιά πολύν καιρό. «Κύριε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, «δέν ἔχω κανέναν νά μέ βάλει στή δεξαμενή μόλις ἀναταραχτοῦν τά νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγώ προσπαθῶ νά πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στό νερό πρίν ἀπό μένα». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό ἦταν Σάββατο. Ἔλεγαν,  λοιπόν,  οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες  στόν  θεραπευμένο:  «Εἶναι Σάββατο, καί δέν ἐπιτρέπεται νά σηκώνεις τό κρεβάτι σου». Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού μ' ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μου εἶπε "πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα"». Τόν ρώτησαν: «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού σοῦ εἶπε "πάρε το καί περπάτα;" Ὁ θεραπευμένος ὅμως  δέν ἤξερε  νά  πεῖ ποιόςἦταν, ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς  εἶχε  φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας  τοῦ πλήθους  πού ἦταν  μαζεμένο ἐκεῖ. Ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς τόν βρῆκε στόν ναό καί τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπό 'δῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις τίποτα χειρότερο». Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στούς Ἰουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτός πού τόν γιάτρεψε.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 9, 32-42)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. Ἐγγὺς  δὲ οὔσης  Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι  Πέτρος ἐστὶν ἐν  αὐτῇ, ἀπέστειλαν  δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. Ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ ̓ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. Ἐκβαλὼν  δὲ ἔξω  πάντας ὁ Πέτρος  θεὶς  τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. Ἡ δὲ ἤνοιξε  τοὺς ὀφθαλμοὺς  αὐτῆς,  καὶ ἰδοῦσα  τὸν  Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ ̓ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες  τὶς ἡμέρες,  περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ' ὅλες  αὐτές  τίς ἐκκλησίες, κατέβηκε καί στούς χριστιανούς πού κατοικοῦσαν στή Λύδδα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν Αἰνέας. Αὐτός ἦταν ὀχτώ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδή ἦταν παράλυτος. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Αἰνέα σέ γιατρεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σήκω καί στρῶσε τό κρεβάτι σου». Κι αὐτός ἀμέσως σηκώθηκε. Ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στή Λύδδα καί στό Σάρωνα τόν εἶδαν καί δέχτηκαν τόν Ἰησοῦ γιά Κύριό τους. Στήν Ἰόππη ἦταν μιά μαθήτρια πού τήν ἔλεγαν Ταβιθά –στά ἑλληνικά  σημαίνει  «Δορκάδα».  Αὐτή  εἶχε  κάνει  πολλές ἀγαθοεργίες  καί ἐλεημοσύνες. Ἐκεῖνες  τίς  μέρες  συνέβη  νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει. Τήν ἔλουσαν, λοιπόν, καί τήν ἔβαλαν στό ἀνώγειο. Ἡ Λύδδα ἦταν κοντά στήν Ἰόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητές ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καί τόν παρακαλοῦσαν νά πάει σ' αὐτούς ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Αὐτός ξεκίνησε  καί  πῆγε  μαζί  τους.  Μόλις ἔφτασε,  τόν ἀνέβασαν  στό ἀνώγειο. Ἀμέσως τόν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καί δείχνοντάς του τά ροῦχα πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτούς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. Ὁ Πέτρος  τότε  τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω,  γονάτισε  καί προσευχήθηκε.  Κατόπιν γύρισε  στή  νεκρή καί τῆς εἶπε:  «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αὐτή ἄνοιξε τά μάτια της, κι ὅταν εἶδε τόν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. Ὁ Πέτρος  τῆς ἔδωσε  τό  χέρι  του  καί  τή  σήκωσε. Ὕστερα φώναξε τούς πιστούς καί τίς χῆρες καί τούς τήν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτό ἔγινε γνωστό σ' ὅλη τήν Ἰόππη, καί πολλοί πίστεψαν στόν Κύριο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΧΙΩ

«O άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου».

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του» (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας, κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη «απόλυτη σταθερά» που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα στα χνάρια σου, Δέσποτα» (῾Εκολλήθην οπίσω σου, Δέσποτα᾽) (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ» (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»  (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» - αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια» (ωδή γ´).

13 Μαΐου 2022

Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ!

«Είπε κάποιος στον αββά Αρσένιο: “Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου: Δεν μπορείς να νηστεύεις ούτε και να εργαστείς. Τουλάχιστον, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους. Γιατί και αυτό αγάπη είναι”. Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τι έσπερναν στον νου του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει: “Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μη εργαστείς. Μονάχα από το κελί σου να μην απομακρυνθείς”. Γιατί ήξερε ότι η υπομονή του κελιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του» (όσιος Αρσένιος ο μέγας, από το Γεροντικό).

Πρόκειται για τα εκ δεξιών λεγόμενα όπλα του διαβόλου: να μας παρακινούν να επιτελέσουμε κάτι θεωρούμενο αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτεται ο φθόνος τους για να μας αποπροσανατολίσουν από τη σχέση μας με τον Θεό. Στην προκείμενη περίπτωση ο «παγιδευμένος» στους δαιμονικούς αυτούς λογισμούς ήταν ένας μοναχός, ένας καλόγερος, ο οποίος όμως προφανώς ήταν αρχάριος στην πνευματική ζωή – όχι κατ’ ανάγκην και νέος στην ηλικία! – γι’ αυτό και δεν είχε τη μείζονα πασών των αρετών, τη διάκριση. Τι δεν «έβλεπε» ο μοναχός αυτός; Ότι σκοπός του Πονηρού ήταν να τον σπρώξει να εγκαταλείψει το κελί του, να αφήσει δηλαδή τη μοναχική και ησυχαστική ζωή που είχε επιλέξει ως τρόπο ζωής του, με το πρόσχημα βεβαίως της προσφοράς προς τον συνάνθρωπο, την άσκηση της αγάπης, γιατί δεν είχε σωματικές ιδιαίτερες δυνάμεις. Κι όταν θα κατάφερνε να τον οδηγήσει μέσα στον κόσμο, τότε εκεί θα του επετίθετο με άλλους τρόπους, τη φιληδονία, τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία, για να τον κάνει να εγκαταλείψει γενικώς το θέλημα του Θεού και τη σχέση του μ’ Εκείνον, δηλαδή να απαρνηθεί και την υποτιθέμενη προσφορά της αγάπης.

Το σημαντικό και το παρήγορο για τον αρχάριο αυτόν μοναχό ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τους λογισμούς του. Και η απιστία στους λογισμούς θεωρείται από τη χριστιανική πίστη η βάση για να μπορεί να οικοδομήσει κανείς το πνευματικό του οικοδόμημα. Γιατί; Διότι αρνείται να πορεύεται με βάση τον εγωισμό του – ο εγωισμός δεν εκφράζεται κυρίως με αυτό που νομίζει κανείς αποκλειστικά ως σωστό, πάνω στο οποίο «καμουφλάρεται» συχνά και ο Πονηρός; Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη αρετή για έναν μοναχό (και όχι μόνο) είναι η υπακοή, η οποία θεωρείται συνεπή προσπάθεια ακολουθίας του κατεξοχήν υπηκόου στον Θεό Πατέρα, Κυρίου Ιησού Χριστού – η υπακοή «συντονίζει» τον άνθρωπο με τον ρυθμό ζωής Εκείνου. Η ταπεινή καταφυγή λοιπόν του αδελφού στον όσιο μέγα Αρσένιο ήταν και η θεραπεία του προβληματισμού του. Διότι ο όσιος, διακρινόμενος και για το χάρισμα μεταξύ των άλλων της διακρίσεως των πνευμάτων, διείδε αμέσως τη δαιμονική παγίδα. Και συμβούλευσε τον καλόγερο να παραμείνει στο κελί του, γνωρίζοντας και εκ πείρας ότι η υπομονή του κελιού οδηγεί στην πνευματική ισορροπία. Η περαιτέρω όμως προτροπή του οσίου Αρσενίου αποκαλύπτει το ύψος της πνευματικής του ζωής: δεν συμβουλεύει τον καλόγερο αδελφό απλώς να παραμένει στο κελί, «παλεύοντας» με λογισμούς που δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά με ψυχολογική οξυδέρκεια όχι τυχούσα, του δίνει διέξοδο, έστω και παράδοξη για τα δεδομένα του: «φάγε, πιες, κοιμήσου, μην εργαστείς» - η ησυχία του κελιού θεωρείται υπέρτερη και των ασκητικών ακόμη αγωνισμάτων!

Το παραπάνω περιστατικό έχει αντίκτυπο και σε εμάς τους κοσμικούς λεγόμενους χριστιανούς. Διότι ο Πονηρός «σαν λιοντάρι που ωρύεται» επιζητεί να αποπροσανατολίσει και εμάς, όχι βεβαίως με την προσφορά της αγάπης – η κοινωνική προσφορά προσιδιάζει κατεξοχήν σε εμάς – αλλά με λογισμούς που σκοπεύουν στην απομάκρυνσή μας από την οικογένειά μας με το πρόσχημα της μεγαλύτερης προσευχής, στην παραθεώρηση ενός διακονήματος που έχουμε αναλάβει με το πρόσχημα ότι είμαστε φτιαγμένοι για τη μοναχική ζωή, στην  έλλειψη ενδιαφέροντος για τη μέσα στον κόσμο γενικώς «ρουτινιάρικη» προσφορά μας με το πρόσχημα μίας ιεραποστολής που φαντάζει στον νου μας ως η πιο σπουδαία και πνευματική προσφορά. Και η απάντηση του οσίου Αρσενίου θα ήταν η ίδια και για εμάς, όπως την εξέφρασε πρώτος ο απόστολος Παύλος: «έκαστος εκεί που τάχθηκε, εκεί και να μένει». Η ταπείνωση μάλιστα του απλοϊκού καλόγερου πρέπει να λειτουργεί και για εμάς παραδειγματικά: να μην εμπιστευόμαστε εύκολα τους λογισμούς μας, έστω κι αν φαίνονται καλοί και αγαθοί. Να τους ελέγχουμε και να τους θέτουμε συχνά υπό την κρίση πνευματικών άλλων αδελφών, κυρίως όμως υπό την απόλυτη κρίση του λόγου του Θεού, ο Οποίος επιτάσσει: «αγαπάτε τον Θεό και τον συνάνθρωπο με όλη την καρδιά και την ψυχή σας». Το κριτήριο δηλαδή για κάθε χριστιανό, κοσμικό και μοναχό, δεν είναι ο τόπος που βρισκόμαστε, αλλά το «καταξίωσον ημάς, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», να μένουμε αναμάρτητοι, πάνω δηλαδή στις εντολές του Κυρίου, την κάθε ώρα και στιγμή μας.  

ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΑΤΕ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟ!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί, καί αὐτόν θεραπεύουσαι γνώμης προθυμότατα Μυροφόροι εὐθύτητι, οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε∙ ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν, ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι∙ ὅθεν ὑμῶν μνήμην τήν πανίερον πανηγυρίζομεν» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Σεμνές Μυροφόρες, ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού που φάνηκε (στον κόσμο ως άνθρωπος) και υπηρετώντας Τον προθυμότατα με ειλικρίνεια, δεν Τον εγκαταλείψατε ούτε και νεκρό. Απεναντίας, κινούμενες από αγάπη προς Αυτόν πήγατε και Του προσφέρατε μύρα μαζί με τα δάκρυά σας. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε την πανίερη μνήμη σας).

Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τροπάρια. Διότι εξαγγέλλει την πορεία ζωής των μυροφόρων γυναικών, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα μέχρι του τέλους, που είναι μία αδιάκοπη πορεία θετικής προσέγγισης Εκείνου. Τι βλέπουμε;

- Οι γυναίκες ακολουθώντας τον Κύριο βρίσκονταν αδιάκοπα πάνω στα ίχνη που χάραζε η δική Του πορεία – ήσαν αληθώς υπήκοες κατά το πρότυπο του Ίδιου απέναντι στον Θεό Πατέρα.

- Τον υπηρετούσαν και τον εξυπηρετούσαν στο απολυτρωτικό έργο Του, και μαζί με Εκείνον και τους μαθητές Του, γινόμενες οι χορηγοί Του και τα χέρια Του σε ό,τι χρειαζόταν. Και μάλιστα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή λογισμό ζήλειας και κατάκρισης – η ευθύτητα γνώμης τους ήταν αυτό που κήρυσσε ο Κύριος και έπειτα και οι απόστολοι: αγάπη εκ καθαράς καρδίας.

- Και το πιο συγκινητικό και υποδειγματικό και αξιοπρόσεκτο: δεν Τον εγκατέλειψαν και τότε που φάνηκε να γκρεμίζονται οι ελπίδες τους με τη σύλληψή Του, τη Σταύρωσή Του, τον θάνατό Του. Όταν όλοι οι μαθητές του Κυρίου Τον εγκατέλειψαν και Τον άφησαν μόνο, εκείνες βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να Τον αγαπούν και να κινούνται με θερμότητα και συμπάθεια απέναντί Του. Τόσο που νύχτα ακόμη πήραν αρώματα και μύρα για να Του επιτελέσουν τα καθορισμένα από το Ιουδαϊκό τυπικό σε θανόντες, υπερνικώντας κάθε φόβο και ανασφάλεια που ήταν λογικό να νιώθουν. Κι ήταν διπλάσιο θα λέγαμε το άρωμα του αγορασμένου μύρου τους, γιατί ήταν αναμειγμένο με τα δάκρυα της καρδιάς τους – τι πολυτιμότερο στη γη αυτή από τα δάκρυα της αγάπης και του πόνου!

Όχι ιερή λοιπόν η μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, αλλά πανίερη, κατά τον άγιο υμνογράφο. Γι’ αυτό και αξίζει το πανηγύρι γι’ αυτές τις μοναδικές γυναίκες, που μένει το παράδειγμά τους αιώνια αναφορά για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι όπως είπαμε δείχνει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Απέναντι στον Θεό κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Καλούμαστε ν’ αγαπάμε Θεό και άνθρωπο, όχι γιατί μας προσφέρουν απλώς κάτι, αλλά και τότε που φαίνονται να μας εγκαταλείπουν. Στη θεωρούμενη «νέκρωσή» τους ως προς εμάς, εκεί πρέπει να ενεργοποιούμε τη θέρμη και τη συμπάθειά μας. Και ως προς μεν τον Θεό, η «νέκρωσή» Του, δηλαδή η εγκατάλειψή μας από Εκείνον, είναι φαινομενική. Ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Τότε μάλιστα που νομίζουμε ότι είναι απών, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε παρών. Αλλά και ως προς τον συνάνθρωπο, η αδιαφορία του για εμάς που επισύρει όμως την ενεργοποίηση της αγάπης μας, λειτουργεί μυστικά ως πρόκληση της ανάστασής του. Ποιος ποτέ επέμεινε στην αγάπη του έστω και προς τον αρνητή του, και δεν είδε τις περισσότερες φορές θαυμαστά αποτελέσματα; Την ευκαιρία δηλαδή που του δίνουμε για να ανανήψει και μετανοήσει!