18 Μαΐου 2022

ΣΤΟ ΓΕΡΜΑ Τ' ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟΥ

 


 Στο γέρμα τ' απομεσήμερου μες στα κρυστάλλινα νερά

το εξωκλήσι το λευκό ακούραστα άδει

μ' αλάλητους στεναγμούς στον Κύριο της δόξης

το "Φως ιλαρόν" της στοργικής παρουσίας Του.

Κι από κοντά τ' ολόγιομο φεγγάρι με τη βελούδινη

στολή ονειρεμένης Δύσης κρατάει ακοίμητος φρουρός

το "ίσο" μήπως φωνές αλλόκοτες άδειων και άγριων καρδιών

σχίσουν την αρμονία και γρατσουνίσουν την ομορφιά.

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

Μ Ε Σ Ο Π Ε Ν Τ Η Κ Ο Σ Τ Η

«Τῇ Τετάρτῃ τοῦ Παραλύτου τήν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν».

Στίχοι ἰαμβικοί: «Ἑστώς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ, Χριστός Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον» (Στέκεται και διδάσκει στο μέσον της εορτής ο Μεσσίας Χριστός, ανάμεσα στους διδασκάλους).

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς. 

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει». 

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). 

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα».

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία) ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του» ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους». 

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια» (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της. 

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρωμιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας».

17 Μαΐου 2022

ΟΙ… ΒΛΑΣΦΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ!

Ο Ευστάθιος βρήκε αυτό που ζητούσε: είχε βγει έξω από το μοναστήρι του και έψαχνε μέσα στο μικρό δάσος που ανοιγόταν στην πίσω πλευρά του. Ένα κλαδί!  Αυτό ήταν το αντικείμενο της αναζήτησής του… Χαμογέλασε πικρόχολα - ήθελε περισσότερο να κλάψει. Το κλαδί ήταν εκείνο που πίστευε ότι θα τον βοηθήσει στο πρόβλημά του, στο πάθος του.

v  

Ήταν χρόνια πολλά καλόγερος στο ευλογημένο αυτό μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Γέροντας και οι άλλοι μοναχοί  προσέβλεπαν σε αυτόν σαν σε πρότυπο. Ήταν το… καμάρι του μοναστηριού! Πρώτος στις ακολουθίες, πρώτος σε όλα τα διακονήματα, πρώτος στην υπακοή. Ο λόγος του πάντοτε σεμνός και ταπεινός, «άλατι ηρτυμένος» που λέει και ο απόστολος. Κουβέντα άσχημη ή πειρακτική δεν είχαν ποτέ ακούσει να βγαίνει από το στόμα του. Το μόνο που τους προβλημάτιζε, και ιδίως τον Γέροντα, ήταν τα μάτια του! Απέπνεαν μόνιμα σχεδόν μία ελαφρά μελαγχολία. Σαν να σκιάζονταν πάντοτε από κάποια θλίψη.

«Τι σου συμβαίνει, Ευστάθιε;» ρωτούσε κατά καιρούς ο Γέροντας. «Τι είναι εκείνο που σε βασανίζει;»

Ο Ευστάθιος αρνιόταν ότι υπήρχε πρόβλημα. Εξομολογείτο τακτικά, καθάριζε την ψυχή του, απεκάλυπτε τους λογισμούς του, αλλά πέραν τούτου… ουδέν.

«Μάλλον είναι ο χαρακτήρας του μελαγχολικός», κατέληξε τελικά ο Γέροντας. Σταμάτησε να του θέτει το ερώτημα. Απλώς αύξησε την προσευχή του για τον καλό μοναχό του. Είκοσι χρόνια τώρα τον έβλεπε στην ίδια κατάσταση.

v  

Ο Ευστάθιος έσκυψε και πήρε το κλαδί. Πήγε στο κελί του. «Θα σε κανονίσω γερά τώρα!» είπε στον εαυτό του. Γύμνωσε το στήθος και την πλάτη του. Οι ραβδιές από το κλαδί, το ακαθάριστο, έπεφταν απανωτά και του αυλάκωναν το κορμί. Σταγόνες από αίμα άρχισαν να ρέουν, προσπαθώντας να βρουν τον τρόπο να ενωθούν με το αυλάκι που έτρεχε από τα μάτια του. Κάποια στιγμή αίμα και δάκρυα έγιναν ένα…

Είχε λιώσει από τη νηστεία ο Ευστάθιος. Πετσί και κόκκαλο που λένε. Προστέθηκε τώρα και το μαστίγωμα. Αλλά τελικά ούτε κι από αυτό είδε αποτέλεσμα. Το πρόβλημά του παρέμενε. Το πάθος του συνεχιζόταν… αμείωτο. Έβλεπε να οδηγείται σιγά σιγά στην απόγνωση!

v  

Ποιο το πάθος του σπουδαίου αυτού μοναχού; Ποια η αιτία της μελαγχολίας του; Δεν ήθελε να το ομολογήσει ούτε και στον εαυτό του. Δεν μπορούσε γι’ αυτό να το ομολογήσει ούτε και στον Γέροντά του. Η ώρα της εξομολόγησής του γινόταν ώρα κρίσης γι’ αυτόν. Σε όλα άνοιγε την καρδιά του στον Γέροντα, αλλά στο συγκεκριμένο… τίποτε. Το πάθος της… βλασφημίας! Καλύτερα: οι λογισμοί βλασφημίας που τον ταλαιπωρούσαν είκοσι χρόνια τώρα. Τον στενοχωρούσαν στην αρχή, τον έπνιγαν και τον διέλυαν στη συνέχεια. Κι έρχονταν την ώρα ιδίως της προσευχής, των ακολουθιών, την ώρα – Θεέ μου, συγχώρησε! – της ετοιμασίας του για τη θεία Κοινωνία. Ακόμη και την ώρα που ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του για να πάρει μέσα του το σώμα και το αίμα του Κυρίου του…

Είχε πάρει πολλές φορές την απόφαση να το εξαγορευτεί στον Γέροντα. Μα όταν ερχόταν η ώρα, σαν να καθηλωνόταν. «Καλόγερος εγώ, και να πω ότι έχω λογισμούς βλασφημίας για τον ίδιο τον Κύριο, για την Παναγία Μητέρα Του, για τους αγίους μας; Τόσο βρομερός πια δεν γίνεται… Δεν θα το αντέξει ούτε κι ο Γέροντάς μου. Μπορεί και να τον σκοτώσει η αποκάλυψή μου αυτή. Πρέπει να τον… προστατεύσω!»

Και χρόνια τώρα το μαρτύριό του συνεχιζόταν. Είχε αυξήσει είναι αλήθεια τις νηστείες και τις σωματικές κακοπάθειες. Είχε σταματήσει εδώ και χρόνια να κοιμάται στο ασκητικό του κρεβάτι – το έδαφος δεχόταν το λιπόσαρκο κορμί του. Πίστευε ότι θα καταπολεμούσε με τον τρόπο αυτόν τη συγκεκριμένη αυτή «ροπή»! Μα του κάκου! Από το κακό στο χειρότερο. Οι λογισμοί σαν να θέριευαν με τον καιρό. Η απελπισία άρχισε να πλανάται σα σύννεφο βαρύ πάνω από την καρδιά και το κεφάλι του. Μία σκέψη άρχισε να καρφώνεται μέσα του: να φύγει από το μοναστήρι. Δεν ήταν άξιος να βρίσκεται σ’ έναν τέτοιο αγιασμένο τόπο. «Οι βρομεροί ανήκουν στους βρομερούς» συνήθιζε πια να λέει μέσα του. Τα βήματα της παραφροσύνης δεν θα αργούσαν μάλλον να ακουστούν κι αυτά στο θολωμένο μυαλό του αφοσιωμένου στον Θεό!

v  

Τον λυπήθηκε η Παναγία Μητέρα που έβλεπε τον χωρίς αποτέλεσμα αγώνα του. Απευθύνθηκε στον Υιό και Θεό Της, ο Οποίος αύξανε διαρκώς τα πνευματικά στεφάνια του εκλεκτού παιδιού του Ευσταθίου! Κι έδωσε την άδεια. Τον φώτισε λοιπόν η Πανάχραντη Θεοτόκος και του έβαλε την ιδέα: «Δεν γράφω σε χαρτί το πάθος αυτό; Το τι μου συμβαίνει; Να το ομολογήσω με τα χείλη δεν μπορώ. Αλλά αν το γράψω;» Βρήκε τη λύση ιδανική. Είδε την ανακούφιση που του έφερε. Και το έθεσε αμέσως σε εφαρμογή.

Μπροστά στον Γέροντα, γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια, στέκεται ο Ευστάθιος, περιμένοντας την… «καταδικαστική» απόφαση. Η καρδιά του χτυπά γοργά. Δεν τολμά να ανυψώσει τους οφθαλμούς. Το ξύλινο πάτωμα γίνεται η αγκαλιά που δέχεται με καρτερία το θλιμμένο και απελπισμένο βλέμμα του. Δεν μπόρεσε γι’ αυτό να δει το χαμόγελο που χαράχτηκε αμέσως στα χείλη του Γέροντα, μόλις διάβασε το χαρτί. Άπλωσε αυτός τα χέρια και σήκωσε τον εκλεκτό μοναχό του. Τότε είδε ο Ευστάθιος το χαμογελαστό πρόσωπο του Γέροντά του, και η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

«Κατάλαβε τι έγραψα;» ψέλλισε μέσα του. Αλλά ο Γέροντας δεν άφησε περιθώρια άλλου προβληματισμού.

«Παιδί μου, Ευστάθιε. Αγαπημένο μου παιδί. Γιατί δεν το ομολογούσες τόσα χρόνια; Ώστε αυτή ήταν η αιτία της θλίψης και της μελαγχολίας σου! Παιδί μου, δεν ξέρεις ότι ο δαίμων της βλασφημίας υπάρχει και επιτίθεται σε κάθε άνθρωπο του Θεού που θέλει να βαδίζει σωστά σύμφωνα με το άγιο θέλημα Εκείνου; Δεν είσαι εσύ ο αίτιος των βλάσφημων αυτών λογισμών. Ο καρδιογνώστης Κύριος γνωρίζει καλά ότι δεν είναι δικά μας αυτού του είδους τα λόγια και οι σκέψεις, αλλά των εχθρών μας, των πονηρών δαιμόνων. Δεν έχεις ακούσεις και διαβάσει ότι και τον ίδιο τον Κύριο τον πρόσβαλε αυτός ο δαίμων, για να πάρει την απάντησή Του βεβαίως «ύπαγε οπίσω μου, σατανά»! Η μόνη στάση λοιπόν απέναντι στο δαιμόνιο αυτό είναι η πλήρης περιφρόνηση. Να μη του δίνει κανείς απολύτως καμία σημασία. Μόνον όποιος περιφρονεί τον δαίμονα αυτόν, μπορεί να ελευθερωθεί από το συγκεκριμένο πάθος. Αν θελήσει να βρει τρόπους για να τον αντιπαλέψει αλλιώς, στο τέλος πάντοτε νικιέται – σαν να θέλει να κλείσει κάπου τους ανέμους!»

Όρθιος τώρα ο Γέροντας, όρθιος και ο Ευστάθιος. Παίρνει ο Γέροντας το δεξί χέρι του μοναχού και το καθοδηγεί πάνω στον αυχένα του. «Βάλε εδώ το χέρι σου, Ευστάθιε, εδώ στο σβέρκο μου». Με το χέρι του στον αυχένα του Γέροντα ο Ευστάθιος ακούει τον λόγο εκείνο που θα του δώσει την πλήρη ελευθερία, την απαλλαγή από τον δαίμονα.

«Ας είναι επάνω στον τράχηλό μου, αδελφέ, αυτή η αμαρτία, όσα χρόνια την είχες ή θα την έχεις ακόμη. Μόνο εσύ να μην την υπολογίζεις πλέον καθόλου».

Δεν πρόλαβε να βγει ο Ευστάθιος από το κελί του Γέροντα, και το πάθος έγινε άφαντο - ο δαίμων της βλασφημίας δεν τόλμησε να τον ξαναπλησιάσει. Τα δάκρυά του έκτοτε συνεχίστηκαν. Αλλά ως δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό. Και τα μάτια του πια φωτίστηκαν από τον ήλιο του Θεού. Όποιος τον έβλεπε καταλάβαινε ότι ο καλόγερος αυτός πατάει στη γη, μα ζει στους ουρανούς. Η χαρά του ουρανού  ήταν παρούσα μέσα από την δική του ευλογημένη ύπαρξη.

(Από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου, λόγος κγ΄)

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν ᾽Αθανάσιος, ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως, (ἔτσι καλεῖτο ἡ τωρινή ἐπαρχία τῆς Τριφυλλίας, στήν ὁποία σώζεται ἀκόμη καί τώρα χωριό πού ὀνομάζεται ῾Χριστιάνοι᾽, ὅπου ὑπάρχει καί μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός ἑτοιμόρροπος), γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., τό 1665, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν ᾽Ανδρέα καί τήν Εὐφροσύνη. ῾Ο πατέρας του πού διορίστηκε ἀπό τήν ῾Ενετική Δημοκρατία διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας μετοίκησε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν οἰκογένεια, γιατί ἀκολούθησε τόν νεοδιορισθέντα τότε κυβερνήτη τῆς Πελοποννήσου στό Ναύπλιο. Εἶχε τρεῖς υἱούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος ᾽Αντώνιος νυμφεύθηκε στήν Καρύταινα, παίρνοντας σύζυγο τήν ἀδελφή τοῦ πλούσιου καί διάσημου ἁρματωλοῦ ῾᾽Αθανασίου Κουλᾶ᾽ (καπετάν Θανάση). ῾Ο μικρότερος ὅμως ᾽Αθανάσιος πηγαίνοντας κάποτε ἀπό τήν Καρύταινα στό Ναύπλιο, γιά νά κατασκευάσει τήν νυφική στολή τῆς μνηστῆς του, τήν ὁποία χωρίς τήν θέλησή του μνηστεύθηκε ἐπειδή τόν ἐξανάγκασε γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του, βλέπει καθ᾽ ὁδόν κάποια ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας γράφει ἀπό τό Ναύπλιο πρός τόν πατέρα του νά διαλύσει τούς ἀρραβῶνες, διότι πρόκειται νά ἀναχωρήσει ὁ ἴδιος σέ ἄγνωστο τόπο. Πορεύτηκε τότε στά Πατριαρχεῖα καί ἔγινε μοναχός. Τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη καί ἐπίδοση στήν ἀρετή ἔδειξε ἐπί δέκα ὁλόκληρα ἔτη, ὥστε ὁ τότε πατριάρχης Γαβριήλ, ἐπειδή χήρευε ἡ ἐπισκοπή Χριστιανουπόλεως, χειροτόνησε αὐτόν ὡς ἐπίσκοπό της, ἀφοῦ διῆλθε κανονικά τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ζῶντας ἀκόμη ὁ ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα πού τά διέσωσε ἡ παράδοση. Πόσα ἀκριβῶς ἔτη ποίμανε τό ποίμνιό του δέν γνωρίζουμε. Τρία ὅμως ἔτη ἀπό τόν θάνατο καί τόν ἐνταφιασμό του, τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του, βγῆκε ὁ ἅγιος σῶος σέ κατάσταση ῾ἡμιλελυμένη᾽, ὅπως καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ξεχύνοντας ὅμως μυρίπνοη καί ἄρρητη εὐωδία. Μετακομίσθηκε δέ ἀπό τόν ἐξ ἀγχιστείας συγγενή του πού εἴπαμε ᾽Αθανάσιο Κουλᾶ στήν Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου στήν Γορτυνία (πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τήν Στεμνίτσα), γιατί ἦταν τόπος ὀχυρωμένος καί ἀπόρθητος. ῎Εκτοτε διαμένει τό πανίερο σκήνωμά του στήν Μονή. Καί ἡ μέν χαριτόβρυτη κάρα του πού ἀργυρώθηκε κατατέθηκε σέ ἰδιαίτερη ἀργυρή θήκη, τό δέ ὑπόλοιπο λείψανο σέ ξεχωριστή λάρνακα. Τά μετά θάνατον θαύματα τοῦ ἁγίου ἀναγράφονται κατά πλάτος στήν βιογραφία του, πού δημοσιεύθηκε στόν πέμπτο τόμο τοῦ νέου Συναξαριστοῦ, πού ὀνομάζεται ῾Σαρδόνυξ᾽, καί ὅποιος θέλει ἄς τά ἀναγνώσει ἐκεῖ».

Δέν φείδεται ἐπαίνων ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας τιμώντας τόν ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. Διότι στήν πραγματικότητα οἱ ἔπαινοί του γι᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δοξολογία ᾽Εκείνου πού τόν χαρίτωσε μέ ἐξαιρετικό τρόπο, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» καί «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» βεβαιώνει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τιμᾶται δηλαδή ἕνας ἅγιος, ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, εἶναι διότι μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός φανερώνεται μέσα στόν κόσμο: ὁ ἅγιος γίνεται τό κατάλληλο σκεῦος γιά νά ὑπάρξει σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος προσφέροντας ἔτσι πολλαπλῶς τήν χάρη Του στούς ἀνθρώπους. Στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ μέ τόν πανηγυρικό πλ. α´ ὁ ὑμνογράφος καταγράφει: «Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα Σου, Χριστέ! Ανέδειξες στούς ἔσχατους χρόνους ὡς θαυματουργό τόν ἱεράρχη Σου ᾽Αθανάσιο». Κι εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του αὐτή αὐτονόητη μέν, ὅμως κατεξοχήν βαρυσήμαντη. Διότι κατά τήν πίστη μας ὁ Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του. Καί τούς ἀναδεικνύει μέ τά σημάδια πού ἐπιτρέπει νά ἔχουν: τήν ἀφθαρσία καί τήν εὐωδία τῶν λειψάνων τους, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται μέσω αὐτῶν καί ἐνόσω ζοῦν καί μετά θάνατον, τή δύναμη πού ἐκπέμπουν τά λείψανά τους – κυριολεκτικά ἀσπίδα καί δόρυ ταυτόχρονα κατά τοῦ ἀρχεκάκου πονηροῦ. ῾Ο ὑμνογράφος μάλιστα σέ ἔξαρση θεία εὑρισκόμενος γιατί εἶναι κι αὐτός μέτοχος τῶν θαυμασίων τοῦ ἁγίου θά πεῖ: «Καί οἱ αὐτόπτες τῶν θαυμάτων σου ζοῦν τώρα στήν ἐποχή μας: αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρες ὅτι σύ εἶσαι θαυματουργός, ἔνδοξε ᾽Αθανάσιε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί καλεῖ τούς πάντες σέ δοξολογία: «᾽Εμπρός  μέ ἱερούς ὕμνους ἄς καταστέψουμε τήν θεία Κάρα, πού ᾽ναι γεμάτη ἀπό εὐωδία καί ἀναβρύζει πάμπολλα θαύματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος προβαίνει σέ συσχετισμούς γιά νά ἀναδείξει τή χαρισματική φυσιογνωμία τοῦ ἐκ Κερκύρας καταγομένου, ἀλλά στήν Γορτυνία τελικῶς καταλήξαντος ἁγίου ᾽Αθανασίου. Τόν σχετίζει ἀφενός μέ τόν μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό Διδάσκαλο ὁμώνυμό του ἅγιο ᾽Αθανάσιο ᾽Αλεξανδρείας, τόν «στύλον τῆς ᾽Εκκλησίας» καί «καθαιρέτην» τοῦ αἱρεσιάρχη  ᾽Αρείου, λέγοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἅγιος ᾽Αθανάσιος ὁ νέος δηλαδή εἶναι ἐφάμιλλος τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου. Διότι καί ὁ δεύτερος ὅπως καί ὁ πρῶτος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς σήμερα ἄς ἀνυμνήσουμε τόν ἱεράρχη, τόν ἐπώνυμο τῆς ἀθανασίας καί ἐφάμιλλο τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου...ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀκόμη: τόν θεωρεῖ διάδοχο τῶν ἀποστόλων ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς κατ᾽ ἀλήθειαν ἴδιας ζωῆς του μέ ἐκείνους. «Διάδοχος ὤφθης  ἀ λ η θ ή ς, πάτερ ᾽Αθανάσιε, τῶν ἀποστόλων» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει μάλιστα νά δεῖ στό πρόσωπό του μία προέκταση ἐπακριβή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἁγίου Παύλου, κυριολεκτικά ἕνα δικό του ἀποτύπωμα καί ἐκμαγεῖο. «᾽Εκμαγεῖον τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς ἀνεδείχθης, ἱερώτατε» (αἶνοι). Κι ὄχι ἄδικα. Διότι καί ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο «τήν πίστη κράτησε, τόν δρόμο τόν ἔφτασε στό τέλος, καθώς ἀγωνίστηκε τόν καλόν ἀγώνα. Διότι ποιμαίνοντας καί παλεύοντας καί δουλαγωγώντας τό σαρκικό φρόνημα ἔγινε τά πάντα σέ ὅλους, γιά νά κερδίσει τούς πάντες» (λιτή).

Κατά συνέπεια, ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ᾽Εκεῖνος μέσα στήν ὕπαρξή του («ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ᾽Αθανάσιος ἔβλεπε ᾽Εκεῖνον νά ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτόν, γιατί ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τά ἴχνη τοῦ Κυρίου: «᾽Ακολουθώντας τά ἴχνη σου, Κύριε, ἀποθέωσε μέ τίς ἀρετές τό πνεῦμα καί τό σῶμα» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους σάν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Καί τόν Σωτῆρα μιμούμενος, ὑπέρ τῶν προβάτων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐτίθει» (Λιτή). Καί πρέπει πάντοτε νά τό θυμόμαστε:  ἐκεῖνο πού ἀποδεικνύει ὅτι ὄντως ἕνας ἅγιος εἶναι ἅγιος ὡς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἔχει πρός τούς ἀδελφούς συνανθρώπους του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀσκητική διαγωγή του  δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα. Γιατί ἀσκήσεις καί δουλαγωγήσεις τοῦ σώματος βρίσκουμε καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. ᾽Ασκήσεις ὅμως πού κατανοοῦνται ὡς μέσα ἀποκτήσεως τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης μόνο στήν χριστιανική πίστη. Κι ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκοποθεσίας αὐτῆς. «῾Υπέρ ἄνθρωπον οἱ ἀγῶνες του καί οἱ πυκνές ἀσκήσεις του». ᾽Αλλά «γιά νά διαφυλάξει ἄσπιλο τόν πολύτιμο καί ἰσάγγελο χιτώνα τῆς παρθενίας του, ὥστε νά κραυγάζει πάντοτε στόν Κύριο ὅτι κόλλησε ἡ ψυχή του πίσω ἀπό Αὐτόν» (λιτή).

῎Οχι μόνο ἡ Γορτυνία, ὄχι μόνο ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του ἡ Κέρκυρα, ἀλλά κάθε τόπος ὅπου γῆς ἔχει προστρέχοντα στά προβλήματά του τόν ἰσάγγελο ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. ᾽Ιδίως ὅμως οἱ ῞Ελληνες μποροῦμε εὔκολα νά ἔχουμε πρόσβαση στά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. ῾Η Μονή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου πού τά διαφυλάσσει μᾶς ἑλκύει σάν μαγνήτης. ᾽Εκεῖ εἶναι τό κέντρο τῆς πανηγύρεως. Καί γι᾽ αὐτό ἀφενός προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά διαφυλάσσει τήν Μονή καί τούς Πατέρες της, ἀφετέρου εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν σώματι ἐπιθυμοῦμε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ.  «Μέ σκιρτήματα ἐπιτελεῖ τή φαιδρά πανήγυρη ὡς ἱερή πανδαισία ἡ Μονή τοῦ Προδρόμου, σοφέ ᾽Αθανάσιε. Γιατί κατέχει στά σπλάχνα της τήν δική σου πάντιμη καί θεοβράβευτη Κάρα καί ἀνυμνεῖ τούς ἐνάρετους ἀγῶνες σου. Γι᾽ αὐτό καί φύλαγέ την» (κάθισμα ὄρθρου).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΑ

«Αυτός ο απόστολος του Κυρίου, αφού διέτρεξε σαν να είχε φτερά όλη την οικουμένη, ξερίζωσε εκ βάθρων κάθε πλάνη με το κήρυγμά του γιά τον Χριστό, έχοντας ακόλουθό του και την υπερθαύμαστη Ιουνία, η οποία είχε νεκρωθεί ήδη για τον κόσμο και ζούσε μόνο για τον Χριστό. Αποτέλεσμα της δράσης τους αυτής ήταν να ελκύσουν στη γνώση του Θεού πολλούς ανθρώπους, προκαλώντας έτσι την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Όπου πήγαν οικοδόμησαν  θείες εκκλησίες, αποδίωξαν από τους ανθρώπους ακάθαρτα πνεύματα και θεράπευσαν ανίατα πάθη. Στο τέλος, ως άνθρωποι, έφυγαν από τη ζωή αυτή. Αυτούς τους αποστόλους τους θυμάται ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. ῾Χαιρετήστε – λέγει – τον Ανδρόνικο και την Ιουνία τους συγγενείς μου, οι οποίοι και πριν από εμένα έγιναν χριστιανοί’».

Η συγγένεια του αποστόλου Παύλου προς τους σήμερα εορταζομένους αποστόλους Ανδρόνικο και Ιουνία, όπως και η πριν από αυτόν ένταξή τους στην Εκκλησία ως μέλη Χριστού, είναι από τα σημεία που θίγει έντονα ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, διότι τα βλέπει να προβάλλονται από τον ίδιο τον Παύλο ως αποδεικτικά της σπουδαίας θέσης αυτών στην Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος δηλαδή μνημονεύοντας ιδιαιτέρως τους αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία στην προς Ρωμαίους επιστολή δείχνει ότι πρόκειται περί αποστόλων που κατέχουν επίσημη θέση στην Εκκλησία. «Σας επισήμους πράγματι μεταξύ των Αποστόλων ο μακάριος Παύλος σας ανακηρύττει στην Εκκλησία, μακάριοι» (ωδή ε´). «Σε τιμάμε τώρα, μαζί με τον Παύλο, εμείς που μαζευτήκαμε με πίστη, Ανδρόνικε, ως συγγενή του Παύλου, που έγινες μαθητής του Χριστού και πριν από αυτόν» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο: αν ένας μέγας άγιος και μέγας απόστολος σαν τον απόστολο Παύλο εκθειάζει κάποιους, σημαίνει ότι αυτοί οι κάποιοι δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος με οξυμμένα τα πνευματικά κριτήριά του μπορεί να βλέπει την πνευματική κατάσταση των άλλων, όπως εν προκειμένω ο Παύλος για τους Ανδρόνικο και Ιουνία. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος το έχει πει: «ο πνευματικός πάντα ανακρίνει, αυτός δε υπ᾽ ουδενός ανακρίνεται». Ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να διακρίνει και να ελέγχει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οποιονδήποτε μη πνευματικό. Αυτό λοιπόν τονίζει και ο άγιος Ιωσήφ: «Ο θείος απόστολος Παύλος, εκθειάζοντάς σας λαμπρότατα με θεϊκούς επαίνους, προβάλλει στους πιστούς τη γενναιότητά σας, λέγοντας ότι αποδειχτήκατε μαθητές του Θεού Λόγου πριν από αυτόν και συγγενείς του ίδιου» (στιχηρό εσπερινού). 

Η σεβαστική αυτή στάση του αποστόλου Παύλου προς τους συγγενείς του αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία, στάση που προεκτείνεται και σε όλο το πλήρωμα πια των πιστών,  προφανώς οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι άγιοι αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι άγιοι ως «του Λόγου υπήκοοι» (στιχηρό εσπερινού), αφού «όλες τις κινήσεις του νου τους τις κατεύθυναν με χαρά στην εφαρμογή των θελημάτων του Θεού» (ωδή α´) – αυτός είναι ο άγιος: ο πιστός που ολόκληρο τον εαυτό του τον αναφέρει στον Θεό και στην τήρηση του αγίου θελήματός Του - αφετέρου στο γεγονός ότι ο Ανδρόνικος, αλλά και η Ιουνία ασφαλώς «αξιώθηκε να δει, με τον αγώνα του να νεκρώσει τα αμαρτωλά φρονήματά του, τη ζωή των ζώντων, δηλαδή τον Χριστό τον Θεό μας ως άνθρωπο επί της γης» (ωδή γ´), όπως και υπήρξαν μέτοχοι της φωτιάς του αγίου Πνεύματος που έπνευσε και σ᾽ αυτούς κατά την Πεντηκοστή, φωτιά που περιέφεραν έπειτα στην άσκηση της ιεραποστολικής διακονίας τους. «Έγινες πυρίπνοος του θείου Πνεύματος με την καθαρή διάνοιά σου, απόστολε, περιφέροντας τη θέρμη της φωτιάς αυτής και φλέγοντας το αγκάθι της πλάνης» (ωδή γ´).

Οι εκτιμήσεις του αγίου Ιωσήφ ότι οι άγιοι «νέκρωσαν τα αμαρτωλά φρονήματά τους για να δουν τον Χριστό» και ότι «περιέφεραν τη θέρμη της φλόγας του Παρακλήτου» έχουν ιδιαίτερη σημασία και για τη δική μας ζωή. Κανείς δηλαδή δεν μπορεί να δει τον Χριστό, όχι βεβαίως «σαρκοφόρον επί γης», αλλά εν Πνεύματι αισθητά στην καρδιά του, αν δεν κάνει έναν αγώνα, ασφαλώς με τη χάρη του Χριστού και μέσα στην Εκκλησία,  για νέκρωση του αμαρτωλού φρονήματός του, διότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», όπως και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πράγματι έλαβε αυτόν τον Χριστό μέσα του, αν δεν βρίσκεται σε θερμότητα η καρδιά του, ως προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Παγωμένη καρδιά, δηλαδή καρδιά που δεν έχει αγάπη, συνεπώς θέρμη αγίου Πνεύματος, έστω κι αν υπάρχει ομολογία πίστεως, δεν έχει και Χριστό. Ο Χριστός βρίσκεται πάντοτε και μόνον εκεί που περιφέρεται η θέρμη της φλόγας του Πνεύματος του Θεού, η ζωντανή αγάπη. 

16 Μαΐου 2022

«ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ!»

 «Γερμανέ, θα ήθελα να προσκυνήσω το άγιο και ζωοποιό μνήμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά μόνη μου αυτήν τη φορά. Όλοι με ξέρουνε, γνωρίζουν την υψηλή θέση που έχεις στην αγία Πόλη, ο υπεύθυνος ιερέας δεν θα έχει αντίρρηση να μου ανοίξει το βράδυ και να με αφήσει. Άλλωστε ό,τι σου έχουν ζητήσει μέχρι τώρα οι εκκλησιαστικοί και περνούσε από το χέρι σου το έκανες. Λοιπόν, τι λες;»

v  

Το αίτημα της Κοσμιανής στον πατρίκιο σύζυγό της δεν ήταν καθόλου παράδοξο. Ήξερε ο Γερμανός, ο πατρίκιος, ο ανώτατος άρχοντας,  πόσο καλή και ευσεβής χριστιανή ήταν η γυναίκα του. Κι αυτός, όπως και η γυναίκα του, θεωρούσαν ότι η χριστιανική πίστη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφριά καρδιά. Το αντίθετο: είναι η πίστη που για να δεις τη δύναμή της, πρέπει να τη θέσεις σε εφαρμογή. «Χωρίς των έργων η πίστις νεκρά εστι», συνήθιζαν να υπενθυμίζουν στον εαυτό τους, γι’ αυτό και όπου υπήρχε συζήτηση στα της πίστεως, εκεί βρίσκονταν και αυτοί. Και μάλιστα τον τελευταίο καιρό είχαν προσκληθεί να μετάσχουν σε συζητήσεις και προβληματισμούς πάνω στα θέματα τα χριστολογικά, καθώς έλεγαν. «Τι είναι ο Χριστός; Είναι Θεός και άνθρωπος; Είναι μόνο Θεός; Είναι μόνο άνθρωπος; Ασφαλώς ανώτερος από όλους τους άλλους, ο πιο σφραγισμένος από το Πνεύμα του Θεού, μα κυρίως άνθρωπος; Και δεν φαίνεται πιο λογικό να είναι μόνο Θεός;»

Όταν πρωτάκουσαν τους προβληματισμούς αυτούς σαν να τους φάνηκαν έξω από τα νερά τους. Δεν ήταν αυτό που άκουγαν και ζούσαν στην κανονική Εκκλησία τους. Την ορθόδοξη Εκκλησία τους που ζούσε και κήρυσσε τον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο.  Μα, αυτοί που έλεγαν και  έθεταν τους προβληματισμούς δεν φαίνονταν τυχαίοι άνθρωποι. Ήταν κληρικοί, με μόρφωση και με καλή ζωή. Έτσι τουλάχιστον έδειχναν. Και ό,τι έλεγαν το στήριζαν και στην Αγία Γραφή. Πώς κανείς να αμφισβητήσει τα λεγόμενά τους; Ήξεραν βέβαια και την αντίδραση των ορθοδόξων, μα μήπως τελικά οι άλλοι, είχαν περισσότερο δίκιο; Και δεν φαινόταν πιο λογικό πράγματι, πιο κοντά σ’ αυτό που πίστευαν για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ότι είναι μόνο Θεός; Είναι ο Θεός μας, που έγινε μεν άνθρωπος, αλλά η ανθρώπινη φύση Του απορροφήθηκε από τη θεϊκή φύση Του. Τι πιο λογικό; Τι πιο ταιριαστό στη θεϊκή παντοδυναμία!

Οι αμφιβολίες γι’ αυτά που πίστευαν υπεισέρχονταν αδιόρατα και ύπουλα στην αρχή. Και σιγά σιγά γίνονταν βεβαιότητες, μέχρις ότου εντάχτηκαν τελικά και οι ίδιοι στους Σεβηριανούς. Ναι, αυτοί πρέπει να είχαν το περισσότερο δίκιο. Ο Χριστός, κυρίως Θεός. Αυτό ταίριαζε περισσότερο σε ό,τι είχαν κατά νου για Εκείνον. Και από την άλλη, οι οπαδοί του Σεβήρου, δεν ήταν σαν τους ακραίους μονοφυσίτες: εκείνοι έδειχναν φανατισμένοι. Αυτοί ήταν πιο μετριοπαθείς. «Η μεσότητα. Ούτε το ένα άκρο ούτε το άλλο» - αυτό ακουγόταν πιο… αληθινό! Κι ακόμη: ο ίδιος ο Σεβηριανός. Σπουδαίο μυαλό, ρήτορας καταπληκτικός – «Χρυσόστομο» δεν τον αποκαλούσαν κι αυτόν; - που οι ερμηνείες του στην Αγία Γραφή όντως σε έπειθαν και σε καθήλωναν!  Κι ήταν τυχαίο που και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομος τον είχε στο πλευρό του - «το δεξί του χέρι» που λένε; Τι κι αν αργότερα διαφώνησαν και χώρισαν; Ο Σεβήρος εξακολουθούσε να είναι μεγάλη προσωπικότητα. Ακόμη και ο αυτοκράτορας Αρκάδιος με την αυτοκράτειρα Ευδοξία τον είχαν από κοντά. Δεν συνέφερε τον Γερμανό με τον Κοσμιανή κι απ’ αυτήν την πλευρά να είναι με τον Σεβήρο και τους οπαδούς του;

Σταμάτησαν να πηγαίνουν στους ορθοδόξους ναούς. Επέλεγαν εκεί που ήξεραν ότι οι ιερείς ανήκουν στους οπαδούς του Σεβήρου. Σταμάτησαν και να κοινωνούν τα άχραντα μυστήρια των ορθοδόξων. Το σώμα και το αίμα του Χριστού τούς φαινόταν πιο… έγκυρο στις συνάξεις των δικών τους, των Σεβηριανών. Το μόνο που τους ενοχλούσε και τους πονούσε ήταν ο σχολιασμός τους: λόγω της υψηλής θέσης τους τούς είχαν στο στόμα τους και οι θαμώνες ακόμη των καφενέδων. Ακουγόταν από τους ορθοδόξους η θεωρούμενη απόκλισή τους!

v  

«Σε καταλαβαίνω, Κοσμιανή», απάντησε ο Γερμανός. «Την ημέρα με τόσο κόσμο είναι λίγο δύσκολο πια να πας να προσκυνήσεις. Τη νύχτα όντως θα είσαι μόνη σου. Θα μπορέσεις να προσκυνήσεις χωρίς διάσπαση. Να προσευχηθείς. Να γονατίσεις στον τάφο του Κυρίου μας». Σταμάτησε για λίγο. Είπε μετά αποφασιστικά: «Θα δω τι θα κάνω. Μάλλον θεώρησέ το βέβαιο ότι θα γίνει το θέλημά σου».

Η Κοσμιανή έκλινε το κεφάλι της μπροστά στον πατρίκιο σύζυγό της. Τον ευχαρίστησε θερμά και τον αγκάλιασε.

v  

Η Κοσμιανή βρισκόταν πια μέσα στον πανίερο ναό της Αναστάσεως του Κυρίου. Οι φύλακες και οι ιερείς ήταν «μιλημένοι» κι αμέσως της άνοιξαν τις θύρες. Σεβάστηκαν την επιθυμία της να βρεθεί μόνη της στο Ιερό και στον τάφο του Κυρίου.

Σταυροκοπήθηκε και προχώρησε με δέος. Με αργά βήματα. Η ησυχία την υπόβαλε και της δημιούργησε ένα κλίμα κατάνυξης. Λίγα βήματα ακόμη και θα βρισκόταν μπροστά σ’ Εκείνον που είχε επιλέξει ως αρχηγό της πίστης της. Μπροστά στον Θεό της!

Ξάφνου, ακινητοποιήθηκε από τον φόβο της! Κάποιες γυναίκες εμφανίστηκαν εντελώς απρόσμενα μπροστά της. Κάποιες που περικύκλωναν μία επιβλητική γυναίκα και μαυροφόρα! Κόντεψε να λιποθυμήσει. Η μαυροφόρα ήταν η… Κυρία Θεοτόκος! Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ενώπιόν της! Δεν είχε καμία αμφιβολία! Έγειρε αμέσως για να προσκυνήσει, αλλά η φωνή της Θεοτόκου την κράτησε όρθια! Τα λόγια Της ακούστηκαν στ’ αυτιά της γεμάτα γλυκασμό αλλά και με μια αυστηρότητα που την… πάγωσε.

«Εσύ, δεν είσαι από εμάς, γι’ αυτό και δεν μπορείς να μπεις εδώ μέσα. Δεν είσαι  δ ι κ ή   μ α ς!» Οι τελευταίες λέξεις ήχησαν σα μαστίγιο για την Κοσμιανή.

Δεν άντεξε. Πρόσπεσε στα γόνατα και ικετευτικά άρχισε να παρακαλεί: «Σε παρακαλώ, Κυρία Θεοτόκε, άφησέ με να προχωρήσω. Τον Υιό και Θεό Σου λατρεύω κι εγώ. Λυπήσου με». Τα δάκρυά της βρύσες γέμιζαν το έδαφος.

Η Παναγία ήταν ανένδοτη. Ο λόγος Της απολύτως σταθερός και σαφής: «Σε βεβαιώνω, γυναίκα – δεν θέλησε να την ονοματίσει, κι αυτό  τσάκισε την Κοσμιανή – δεν θα μπεις εδώ μέσα, μέχρις ότου έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία με εμάς»!

Τα πάντα φωτίστηκαν στο μυαλό της γονατισμένης Κοσμιανής. Όλες οι πεποιθήσεις της για τον Ιησού Χριστό με βάση τους Σεβηριανούς γκρεμίστηκαν διαμιάς! «Είμαι αιρετική. Κι εγώ και ο σύζυγός μου! Όλοι οι οπαδοί του Σεβήρου είναι έξω από την κανονική Εκκλησία. Δεν τους θέλει η Παναγία. Δεν τους θέλει άρα ο ίδιος ο Κύριος!»

«Μετανοώ!» κατόρθωσε να ψελλίσει, γέρνοντας περισσότερο το κεφάλι της και ασπαζόμενη τα πόδια της Θεοτόκου. «Αμέσως τώρα, θα φωνάξω τον διάκονο που βρίσκεται στον Ναό, να μου φέρει τη θεία Κοινωνία των ορθοδόξων. Γίνομαι αμέσως ορθόδοξη. Φεύγω από την αίρεση και ακολουθώ αυτό που είναι η αλήθεια».

Η Παναγία και οι γυναίκες εξαφανίστηκαν από μπροστά της. Ο διάκονος που πράγματι ανταποκρίθηκε στην επιθυμία της,  παραξενεμένος την κοινώνησε. Μετάλαβε με μεγάλη συναίσθηση το άγιο σώμα και αίμα του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.

Ένιωσε έναν ιδιαίτερο γλυκασμό στην καρδιά και στο σώμα της. Πήρε δύναμη κι έκανε να προχωρήσει προς το Ιερό. Να προσκυνήσει το μνήμα του Κυρίου.

Ο δρόμος πια ήταν ανοιχτός. Έμεινε γονατισμένη και με δάκρυα στα μάτια μέχρι τα ξημερώματα. Ο Κύριος διά της Θεοτόκου την είχε κερδίσει. Το ίδιο αργότερα και τον πατρίκιο σύζυγό της. 

(Από το "Λειμωνάριον" του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 48)