25 Μαΐου 2022

Η ΤΡΙΤΗ ΕΥΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Η τιμία και αγία κεφαλή του Ιωάννου Προδρόμου που ήταν κρυμμένη προ πολλού, τώρα βγήκε από τους κόλπους της γης, σαν χρυσός από τα μέταλλα, κλεισμένη όχι σε στάμνα, όπως παλαιότερα, αλλά σε αργυρό σκεύος, ευρισκόμενη σε ιερό τόπο και γενόμενη φανερή από ιερέα. Αυτήν την κεφαλή, την οποία έφερε από τα Κόμανα η ένδοξη των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πιστό βασιλιά και τον ποιμενάρχη της και τον πιστό λαό, την δέχεται με μεγάλη ευφροσύνη, κι αφού την προσκύνησαν όλοι με μεγάλη πίστη την εναπέθεσαν σε ιερό τόπο».

Μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα τῆς σχέσης τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη Προδρόμου μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού μᾶς προβάλλει ἡ ὑμνολογία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, εἶναι αὐτή τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο. «῎Εγινες φωνή του Λόγου, Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε» (ωδή α´). Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης δηλαδή προβάλλεται, μέ βάση τά πραγματικά περιστατικά τῆς ζωῆς του, ὡς ἐκεῖνος πού φανερώνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐξαγγέλλει μέ δυνατή φωνή, ὥστε νά γίνει ἀκουστός, τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Καί βεβαίως δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό. Ὅλοι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτελοῦν κατ᾽ ἀκρίβεια τέτοιες φωνές γιά τόν ἐρχομό Αὐτοῦ, μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ὡς ὁ τελευταῖος προφήτης καί τό πλήρωμα γι᾽ αὐτό τῆς προφητείας, εἶναι ἡ πιό δυνατή φωνή, κυριολεκτικά, ὅπως ὀνομάζεται, «ὁ μεγαλοφωνότατος πάντων τῶν προφητῶν» καί «προφητών ὑπέρτερος» (ωδή δ´).

Ἡ σχέση τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο βρίσκεται σέ εὐθεῖα γραμμή, ἡ φωνή δηλαδή ἀκούγεται γιά νά φανερώνει ἀποκλειστικά καί μόνο τόν Λόγο, γεγονός πού σημαίνει  ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἄγγελος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ: νά εἶναι ὁ Πρόδρομος ᾽Εκείνου, ἄρα μέ τόν τρόπο αὐτό νά κατανοεῖ κανείς καί τήν ὕπαρξη καί τό ἔργο του. ῎Ετσι ἡ φωνή τοῦ Προδρόμου δέν μποροῦσε νά μηνύσει κάτι ἄλλο, πέραν αὐτοῦ γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ὁ Χριστός, δηλαδή τή μετάνοια. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός μας, ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά ἑνώσει «εἰς ἕν», πού θά πεῖ στόν ἑαυτό Του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ Του στόν Θεό Πατέρα, «πάντα τά διεσκορπισμένα τέκνα Αὐτοῦ», συνεπῶς νά καλέσει τόν κόσμο ὅλο σέ μετάνοια. Γι᾽ αὐτό καί τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη καί τό κήρυγμα τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». «Σέ ὅλους βεβαίωσε ἡ κάρα τοῦ Προδρόμου τούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας,  μέ τίς θεῖες συμβουλές» (αίνοι).

Ὑπενθύμιση αὐτονοήτων, θά πεῖ κάποιος. Ναί, ἀλλά μέ προέκταση καί στά καθ᾽ ἡμᾶς. Δηλαδή: δέν μπορεῖ κάποιος πού θέλει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, νά ἔχει διαφορετική φωνή ἀπό ὅ,τι ᾽Εκεῖνος. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Ὁ χριστιανός ῾βοᾶ᾽ μέ τά λόγια του, κυρίως ὅμως μέ τή ζωή του, τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (ὁ Κύριος). Δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε χριστιανοί, καί, ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ζωή καί οἱ λόγοι μας νά μή βρίσκονται σέ εὐθεῖα γραμμή καί ἀναλογία πρός τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων φίλων Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι βάση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ πεποίθηση καί τό βίωμα ὅτι οἱ χριστιανοί συνιστοῦμε μέλη Χριστοῦ καί συνεπῶς προεκτείνουμε ᾽Εκείνου τήν παρουσία στόν κόσμο. Κι ἐπειδή ὁ Λόγος Χριστός ἔζησε καί δίδαξε τήν ἀγάπη – αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό κύριο γνώρισμα αὐτοῦ πού μετανοεῖ - ἄρα καί ὁ χριστιανός εἶναι πράγματι χριστιανός, ὅταν ζεῖ καί διδάσκει πάντα τήν ἀγάπη. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ῾φωνή᾽, ἔστω καί στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ παραχάραξη ᾽Εκείνου καί βεβαίως παραφωνία Του.

24 Μαΐου 2022

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

Ο ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΜΜΑΤΟΥ ΑΒΒΑ

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εἰκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀναταραχή. Αὐτό πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ λίγες ἡμέρες πρίν ἕνας γνωστός του καλόγερος, ὅτι ἕνας ἀπό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοῦσαν εἶχε πέσει σέ φοβερή ἁμαρτία κι ὅτι μαζί του ὑπῆρξε καί κάποιος ἄλλος πού τόν κάλυπτε, τόν εἶχε κάνει νά μήν μπορεῖ οὔτε μάτι νά κλείσει.

Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, ῾πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει κάνει ὁ ἀδελφός τήν ἁμαρτία αὐτή καί νά μπορεῖ νά βρίσκεται ἀκόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργεῖ;᾽ ᾽Αλλά ἐκεῖνο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ἦταν τό γεγονός ὅτι, κατά τήν ἐλεγμένη πληροφορία, ὁ ἡγούμενος ἤξερε τήν κατάσταση, ὅπως καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὁ πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καί δέν εἶχαν προβεῖ σέ καμμία ἐνέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.

Μά τί γίνεται;᾽ σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τῶν λογισμῶν του ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός. ῾Χάθηκε πιά ἡ πίστη; Τόσο πολύ ἔχουν ξεπέσει ὅλοι τους; ᾽Εδῶ μιλᾶμε ὄχι γιά μιά ἁπλή ἁμαρτία ἑνός ἀδελφοῦ, ἀλλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν ἴδια τήν πορνεία. Πόρνευσε ὁ ἀδελφός, τό ἔμαθαν ὁ ἡγούμενος καί ὁ Πατριάρχης, καί τόν κρατᾶνε ἀκόμη; ῾Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομοῦσι᾽, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί δέν κάνουν τίποτε; ῎Ω, Θεέ μου, τί ἔχουν ἀκόμη νά δοῦνε τά μάτια μας!᾽

Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τῆς σκέψης του ὁ ᾽Ιουλιανός. ῎Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο ἡ καρδιά του. ῾Τί ἔχουν νά δοῦνε τά μάτια μας ἀκόμη!᾽ αὐτοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εἶχαν ἀντικρύσει τόν ἥλιο. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ἡμέρα, τί σημαίνει γαλανός οὐρανός, ποιά εἶναι ἡ ἀνατολή καί ποιά ἡ δύση, τί ᾽ναι αὐτό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζωῆς. Γι᾽ αὐτόν τό μόνο πού ἴσχυε ἦταν τό σκοτάδι. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορεῖ νά εἶχε γεννηθεῖ ἀόμματος ὁ ᾽Ιουλιανός, ὁ Δημιουργός ὅμως τοῦ εἶχε ἐπιφυλάξει ἄλλες χαρές, ἄλλες δυνατότητες, καί πάνω ἀπό ὅλα τό γεγονός ὅτι τοῦ εἶχε ἀνοίξει τά μέσα μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά βλέπει τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου ᾽Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ὁ ἀββᾶς. ῾Ο Κύριος τόν ἀντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον ᾽Εκεῖνος ἤξερε ν᾽ ἀνταμείβει τά θεωρούμενα ἀδικημένα παιδιά Του.

v  

Εἶχε περάσει ἀρκετούς πειρασμούς ὁ ἀββᾶς, ἀφότου εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον τόν τόπο τῆς ἄσκησής του. ᾽Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοῦσε στήν προχωρημένη αὐτή φάση τῆς ἡλικίας του, ποτέ. Κι ἄς εἶχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πῶς ἦλθε ἀπό τήν ᾽Αραβία ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, νεαρός ἀκόμη, μέ μεγάλο πόθο νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ἦταν γνωστό ἀπό τόν σπουδαῖο ὅσιο πού τό εἶχε ἱδρύσει, τόν ὅσιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου ἱδρυτῆ πού τόν εἶχε ἑλκύσει σ᾽ αὐτό,  ἀλλά καί οἱ πολλές ψυχές πού εἶχαν ἁγιάσει ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Γέροντα καί τῶν μετέπειτα ἀπό αὐτόν ἡγουμένων, κι ἀκόμη πιό πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ ὅλος ἀέρας τοῦ μοναστηριοῦ ῾ἀνέπνεε᾽ ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά, στά ἅγια χώματα τῶν ῾Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης, τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

v  

Μά, πῶς ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν κατάσταση αὐτή σ᾽ ἕναν τέτοιο ἁγιασμένο χῶρο καί μάλιστα στούς ἁγίους Τόπους;᾽ σάν ἀγκάθι καί πάλι ὁ λογισμός τόν σούβλιζε. Κι ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, σιγά σιγά καί ὕπουλα, ἄρχισε νά γλιστράει μέσα του κι ὁ ἄλλος λογισμός: ῾Δέν εἶμαι τάχα κι ἐγώ ὑπεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού ἀφήνω τήν κατάσταση αὐτήν τήν ἁμαρτωλή νά ἐξελίσσεται; Δέν θά κριθῶ κι ἐγώ τό ἴδιο γιατί δέν ἀντιδρῶ στήν ρύπανση τῆς ᾽Εκκλησίας καί τοῦ ἁγίου Ναοῦ Του;᾽ Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή τοῦ ἀββᾶ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω ὅτι δέν συμφωνῶ, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν ἁμαρτία πού ἔχουν ὅλοι περιπέσει, εἶναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ἀρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι πού ἔχει βρωμίσει. Θά γίνω ἐρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους ἠθικούς περισπασμούς᾽.

v  

Τό σκέφτηκε καί ἔβαλε σ᾽ ἐφαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εἶναι ἀλήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά σταμάτησε νά κοινωνεῖ. ᾽Αρνιόταν νά δεχτεῖ ὅτι γινόταν ἀκολουθία πού εὐλογεῖ ὁ Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ...ἁμαρτωλός παπάς! ῾Η στάση του δέν πέρασε ἀπαρατήρητη. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί, ἄρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι ὁ ἡγούμενος. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀνένδοτος. Χωρίς νά ἀποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν ἴδια τακτική. ῾Ο ἡγούμενος ξέροντας τήν ἱστορία του, τίς κάποιες ἰδιοτροπίες του λόγω καί τῆς ἀναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά ἐπιμείνει. ῎Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει᾽, σκέφτηκε.

v  

Τά πράγματα ὁδηγοῦνταν σέ ἀδιέξοδο γιά τόν ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό, τόν ἄραβα, τόν ἀόμματο. Οἱ λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεῖο πού δέν μποροῦσε πιά νά καθίσει μέχρι τό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν. Κι ὅταν πιά εἶχε ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ὁ Θεός τόν λυπήθηκε. ῾Η ψυχή του ἦταν καλοπροαίρετη, γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον γιά ὅ,τι συνέβαινε πού τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Μά, βέβαια, πῶς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα;᾽ ἀναφώνησε στό κελλί του ὁ ἀββᾶς. ῾Θά μέ καθοδηγήσει πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀποφάσεών μου ὁ μεγάλος Γέροντας πού καί ἄλλοτε τόν εἶχα συμβουλευτεῖ: ὁ Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν ῎Ορος. Δεκαετίες ὁλόκληρος ὁ Γέροντας βρίσκεται στήν ἄσκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος πάνω σ᾽ ἕναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού ἔχει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν ἔχει πέσει ἔξω ὁ ἅγιος αὐτός. Ναί, ὅ,τι αὐτός μοῦ πεῖ, αὐτό καί θά κάνω. ῾Ο λόγος του θά εἶναι γιά μένα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ᾽. ῎Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά ὁ ᾽Ιουλιανός μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή καί γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἀρκετό καιρό οἱ λογισμοί του ἡσύχασαν.

Κάλεσε ἕναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά τοῦ κάνει τήν ἐξυπηρέτηση. ῾Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββᾶ Συμεών, ζητῶ ταπεινά τήν εὐχή σου. Εἶμαι τυφλός καί δέν μπορῶ νά πάω πουθενά οὔτε κι ἔχω κάποιον πού νά μπορεῖ νά μέ περιποιηθεῖ. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν μέ τόν ἀδελφό πού ἔχει ἔλθει: ῎Εχω κάνει καλά πού ἔχω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῶν ῾Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω αὐτό, γιατί κι ἐσύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί ὁ Μακάριος καί ὁ ἡγούμενος ξέρουν γιά ἕναν ἀδελφό τοῦ μοναστηριοῦ πού πόρνευσε καί γιά ἕναν ἄλλον πού ὁρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εἶναι δυνατό νά εἶμαι μαζί τους, ἐνῶ ἔχουν συμβεῖ αὐτά; Σέ τί ᾽Εκκλησία θά ἀνήκω, ἄν ἐξακολουθήσω νά λειτουργοῦμαι μαζί τους καί νά κοινωνῶ ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο;᾽

Περίμενε μέ μεγάλη ἀγωνία τήν ἀπάντηση ὁ ᾽Ιουλιανός, μολονότι ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτήν. Καί ὁ ὅσιος ἀσφαλῶς θά τοῦ ὑποδείκνυε τόν δρόμο τῆς ἐξόδου. ῎Αρχισε νά ψηλαφᾶ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό ἔκανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, ἀνάπνεε βαθιά τήν ἀτμόσφαιρα, ἄκουγε καί τόν παραμικρότερο ἦχο. ῞Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταῖο καιρό πού τόν εἶχε ταράξει, τό μοναστήρι αὐτό, τό σπουδαῖο καί τρανό ἦταν τό σπιτικό του. ῾Μά, ἡ ἀλήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπό ὅλα᾽ καθησύχαζε τόν λογισμό του κι ἔπαιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό ἀκριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί ἀπερίσπαστος τόν κανόνα του.

v  

῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Συμεών πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει. ῾Ο ἀδελφός πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ δέν καθυστέρησε πουθενά. ῾Ο ἅγιος Γέροντας πού ζοῦσε κοντά στήν ᾽Αντιόχεια, ἐννιά μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα τοῦ ταραγμένου ἀββᾶ, ἄκουσε καί προφορικά τόν ἀδελφό πού τοῦ διαμηνοῦσε τήν κατάσταση κι ἔγραψε ἀμέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός ἔπεφταν τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Ιουλιανό, ὅταν πῆρε τό σημείωμα κι ἄρχισε νά τοῦ τό διαβάζει ὁ μοναχός.

Γέροντα ᾽Ιουλιανέ, εὔχομαι κάθε καλό σέ σένα ἀπό τόν Κύριο.  ῾Η συμβουλή μου σέ ὅ,τι μέ ρωτᾶς εἶναι σαφής καί ἀπόλυτη: μή διανοηθεῖς νά ἀναχωρήσεις ἀπό τό μοναστήρι σου οὔτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ἀποσχιστεῖς ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία. Γιατί ἡ ᾽Εκκλησία, ἀββᾶ, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὥστε νά ρυπαίνεται ἤ νά ἁγιάζεται ἀπό τήν διάθεση ἤ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό σῶμα ᾽Εκείνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁγιότητά της λόγω ἀκριβῶς Αὐτοῦ εἶναι δεδομένη, ῾μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων᾽ καθώς λέει ὁ ἀπόστολος. Εἴτε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό εἴτε ὄχι ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἐπηρεάζεται. ῎Αν οἱ ἄνθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ποιός θά μποροῦσε νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ἁγιότητά της; ᾽Απολύτως κανείς. Μόνον ἕνας πού ἀπιστεῖ ὡς πρός τήν φύση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. ῎Οχι, λοιπόν, πάτερ, ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἔχει κανένα κακό κι οὔτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι αὐτό ὄχι ἐξαιτίας μας ἀλλά λόγω τῆς χάρης τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ὁ ἀδελφός τήν ἀνάγνωση. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός εἶχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά ἔβρεχαν τό πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν ἀόμματο αὐτόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια ἄσκησης καί καλογερικῆς ζωῆς περνοῦσε ἕναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.

Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι ἀκόμη᾽, εἶπε μέ συστολή ὁ καλόγερος πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποστολή. Βλέποντας τόν ᾽Ιουλιανό νά κουνᾶ θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. ῾Πρόσεξε, ἀδελφέ μου,᾽ ἔλεγε παρακάτω ὁ ὅσιος,  γιατί ὁ Πονηρός βάλθηκε μέ τά ἐκ δεξιῶν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν ἀπόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι ἀποδεικνύεις ὅτι δέν πιστεύεις στήν ᾽Εκκλησία ὅπως τήν ὁμολογοῦμε στό ἅγιο σύμβολο τῶν Πατέρων μας, ὅτι εἶναι ῾μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική᾽. Τήν ὑποβιβάζεις κι ἐσύ στά μέτρα τά δικά μας κι ἔτσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἴσως χάνεις τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Συγχώρησέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχω καί κάτι ἄλλο νά σοῦ πῶ πού μοῦ τό ἀποκαλύπτει ἀπό ἐδῶ πού εἶμαι ὁ Κύριος.  Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά. ᾽Αββᾶ ᾽Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι σου. Εὔχομαι γιά σένα ὁ Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ ὅλα᾽.

῎Αχνα δέν ἔβγαζε ἀπό τά χείλη του ὁ ᾽Ιουλιανός. Τά λόγια τοῦ ὁσίου Συμεών ἦταν γι᾽ αὐτόν τά ἴδια τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Μέ κόπο πολύ ἀπό τό ψυχικό τράνταγμα πού εἶχε ὑποστεῖ εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. ᾽Εκεῖνος πῆρε τήν εὐχή του κι ἔφυγε. ῾Ο ἀββᾶς δέν προβληματίστηκε ἰδιαίτερα. Μετά ἀπό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, ἔσυρε τό ἴδιο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα τοῦ ἡγουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν ἀπόφαση γιά φυγή του, τήν ἀπιστία του ὡς πρός τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἡγούμενος γονάτισε κι αὐτός δίπλα του, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά, τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔδωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.

Μά καί γιά τόν ἡγούμενο ἦταν ἀποκάλυψη ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ. Γιατί μέσω αὐτοῦ καί τῆς ἐπικοινωνίας του μέ τόν ὅσιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Ὁ Γέροντας Πατρίκιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ἦταν, ὅταν τόν δέχτηκε ὡς ὑποτακτικό στό κοινόβιο σέ ἡλικία πάνω ἀπό ἑκατό ἐτῶν. ᾽Αρνήθηκε στήν ἀρχή ὁ ἡγούμενος. Πῶς νά δεχτεῖ ἕναν ὑπέργηρο ἱερομόναχο, ὅταν μάλιστα αὐτός ἦταν ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ ᾽Αβαζάνου καί ἄφησε τήν ἡγουμενία, ἐπειδή φοβήθηκε, τοῦ εἶπε τότε, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πρόσπεσε ὁ ἴδιος καί φίλησε τά ἁγιασμένα πόδια τοῦ Πατρικίου. ῎Ενιωθε ὅτι ἦταν ἀνάξιος ὄχι νά εἶναι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ οὔτε κἄν ὁ ὑποτακτικός του. ᾽Επέμενε ὅμως ὁ μεγάλος Γέροντας, τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε σημάδι, κι ἔτσι κάμφθηκε. ᾽Εκεῖ ὅμως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε᾽ ὁ ἡγούμενος, ἦταν ὅταν ἄκουσε τήν δικαιολογία τῆς παραίτησης τοῦ Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τῶν λογικῶν ψυχῶν᾽, τοῦ εἶπε, ῾εἶναι ἔργο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. ᾽Εγώ νιώθω ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μοῦ ταιριάζει εἶναι ἡ ὑπακοή, γιατί κρίνω ὅτι αὐτό ὠφελεῖ περισσότερο τήν ψυχή μου᾽.

v  

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης δέν ἔπαψαν νά ρέουν ἔκτοτε καί στόν ἀόμματο ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό ἀλλά καί στόν ἡγούμενο. ῾Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοῦσε ὡς ὁ ῾μαγνήτης᾽ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πιά γιά ὅσο διάστημα  ζοῦσε θά ἦταν τό πρότυπο τῆς ζωῆς ὅλων. Ὁ Θεός εἶχε μιλήσει μέσα ἀπό τόν ἅγιό του, τόν Συμεών τόν ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

«Ο όσιος Συμεών έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστίνου (6ος αι.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από τον πατέρα του Ιωάννη που καταγόταν από την εκεί Έδεσσα και από τη μητέρα του Μάρθα. Όλη η ζωή του ήταν θαυμαστή, και ό,τι του συνέβη και ό,τι λέγεται ότι έκανε, ανώτερα από τα ανθρώπινα. Για παράδειγμα: η σύλληψή του στη γαστέρα της μάνας του έγινε με προσευχή. Και πριν από τη σύλληψή του αυτή υπάρχει μαρτυρία του αγίου Προδρόμου και Βαπτιστού, που προείπε στη μητέρα του την αρετή και την προκοπή που θα έχει. Κι ακόμη ότι μετά τη γέννησή του δεν θα βυζάξει από τον αριστερό μαστό καθόλου, για να δηλωθεί έτσι συμβολικά ότι η πορεία του θα ορμά προς τη δεξιά του Υψίστου και θα απέχει από κάθε τι πονηρό. Επίσης ότι πολύ νεαρός ακόμη, τότε που συνηθίζει ο νέος λόγω της ανωριμότητάς του να τεμπελιάζει και να ραθυμεί και να κλίνει εύκολα προς ό,τι του τύχει, αυτός περιφρονώντας κάθε εμπόδιο ανέβηκε στο όρος για να μονάσει, ακολουθώντας σκληρό τρόπο ασκητικής ζωής που επιτυγχάνει κανείς μετά από πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ο Θεός να του φανερωθεί όχι μία φορά, όπως και να έχει επισκέψεις αγγελικές που τον καθοδηγούσαν τι να κάνει: είτε να επιλέγει τα καλά είτε να αποφεύγει τα άσχημα. Και πέραν τούτων: ότι ευρισκόμενος στο σώμα του υπερέβη τα του σώματος, τρεφόμενος όχι από ανθρώπινη τροφή αλλά από τροφή που του χορηγούσαν άγγελοι του Ουρανού μέχρι να φύγει από τον κόσμο.

Και τα θαύματα που η ιστορία διασώζει γι’ αυτόν είναι άπειρα κατά το πλήθος τους. Εκείνο όμως που αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί είναι ότι αφότου άφησε τον κόσμο από τη νεαρή του ηλικία, πρώτον οικοδόμησε τον εαυτό του σε Μονή που πήγε μετά από έξι χρόνια παραμονής του στο όρος. Κι από κει ανέβηκε σε στύλο για δεκαοκτώ χρόνια. Βρέθηκε έπειτα στο Θαυμαστό όρος, όπου σ’ έναν τόπο που τον έφτιαξε με ξερόλιθους, έμεινε υπομονετικά δέκα χρόνια. Κι εκεί ανέβηκε σε μικρό στύλο, όπου πέρασε σαράντα πέντε χρόνια, που σημαίνει ότι έζησε συνολικά ογδόντα πέντε περίπου χρόνια. Από αυτά όλα τα εβδομήντα εννιά τα πέρασε με υπεράνθρωπη άσκηση και καρτερία. Κι όταν ήλθε η ώρα να αναπαυτεί, ο Θεός τον μετάταξε στη δόξα και την κατάσταση των Αγγέλων».

Ο άγιος υμνογράφος του οσίου, Ιωάννης ο μοναχός, μένει έκθαμβος μπρος στο μεγαλείο του Συμεών. «Και μόνο που σε θυμόμαστε», θα σημειώσει ήδη από την αρχή του κανόνα του, «αρχίζουμε να θεολογούμε αληθινά» - «Θεολογίας αληθοῦς ὑπόθεσίς ἐστιν ἡ μνήμη σου» (α΄ ωδή). Και το λέει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση απλώς του νου του ανθρώπου – ό,τι φαντάζεται περί Θεού, έστω και στηριγμένος σε έδαφος αγιογραφικό. Η θεολογία είναι «κατάσταση» του αγίου που θα πει ότι διηγούμενος κανείς τη ζωή αυτού στην πραγματικότητα μιλάει για τον Θεό. Διότι ο άγιος έχει ανοίξει την ύπαρξή του στον Θεό λόγω της αγάπης του προς Αυτόν, τηρεί με άλλα λόγια τις άγιες εντολές Του – στην τήρηση των εντολών του Θεού φανερώνει κατά τον Κύριο η αγάπη προς τον Θεό – οπότε και ο Τριαδικός Θεός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να κατοικήσει στον κόσμο τούτο. Ο άγιος κατά την πίστη μας είναι η «ορατή» μορφή της Βασιλείας του Θεού, τον Θεό βλέπουμε στην ύπαρξη ενός αγίου, γι’ αυτό και από την άποψη αυτή όχι μόνον ο Θεός μας διακρατεί τον σύμπαντα κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά μπορούμε να τις «ψαύουμε» στο βαθύτερο επίπεδό τους: τις θεοποιές ενέργειές Του, στα πρόσωπα των αληθινών Του δούλων. Θυμάται κανείς παρομοίως αυτό που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «τέλος ἁγνείας θεολογίας ὑπόθεσις» (αρχίζει η θεολογία όταν έχει φτάσει κανείς στο τέλος της αγνότητας και καθαρότητας της καρδιάς), ή ακόμη πιο πίσω το αποδιδόμενο στον άγιο Νείλο γνωστό λόγιο «εἰ θεολόγος εἶ προσεύχῃ ἀληθῶς καί εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς θεολόγος εἶ».

Ο σχολιασμός μας αυτός περί του αγίου Συμεών ως αληθινού θεολόγου είναι εκείνο που περιγράφει με διαφόρους τρόπους και ο άγιος υμνογράφος στους ύμνους του για τον μεγάλο όσιο. Και το πιο κύριο και καίριο που λέει: αποκλειστικό κίνητρό του σε κάθε φάση της ζωής του, ήδη εκ κοιλίας μητρός του, ήταν ο πόθος του για τον Θεό. «Έχοντας ως φτερά τον πόθο του Θεού, ενώ βρισκόσουν ακόμη στον κόσμο με σάρκα και χώμα», θα πει αίφνης στα στιχηρά του εσπερινού, «έγινες ομοδίαιτος προφανώς με τους Αγγέλους». Κι εννοείται βεβαίως ότι ο πόθος του αυτός δεν ήταν «πλάσμα» του μυαλού του. Εκφραζόταν, όπως σημειώνεται και στο συναξάρι του, με σκληρές ασκητικές διαγωγές, που τον έκαναν να λάμπει στον κόσμο ως ήλιος και να φαίνεται ως στήλη που πάνω της ήταν γραμμένες όλες οι αρετές: «Την ψυχή σου την έκανες, με θεωρίες και ασκητικές πράξεις, ως στήλη που έχει γραμμένη τις γενικές αρετές… κι έγινες άδυτος ήλιος που λάμπει στα πέρατα όλης της γης» (στιχ. εσπ.).

Δεν παραλείπει βεβαίως ο υμνογράφος να εξαγγέλλει το θαυμαστό γεγονός της παρουσίας του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη ζωή του αγίου, ήδη και προ της συλλήψεώς του αλλά και μετέπειτα – ποιος δεν συγκινείται όταν έρχεται σε τέτοια αμεσότητα μ’ εκείνον που κατά τρόπο μοναδικό επαίνεσε ο ίδιος ο Κύριος; Η αγία μητέρα του δέχτηκε τον «ευαγγελισμό» του υιού της από το στόμα του μεγάλου Προφήτη. «Από τη φωνή και την όψη του Βαπτιστή ευαγγελίστηκε η ένδοξη μητέρα σου» (ωδή α΄). Αλλά και ο ίδιος αργότερα, καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού θα πάει να μείνει ακόμη και στην καλύβα-παλαίστρα του ουρανόφρονος Ιωάννη. «Αφού καθοδηγήθηκες, ένδοξε, από τη χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, ώστε να πορεύεσαι από δύναμη σε μεγαλύτερη θεουργική δύναμη, πας και μένεις στην καλύβα του ουρανόφρονος Ιωάννη» (ωδή δ΄).

 Και βεβαίως όλα τα υπερφυή της ζωής του οσίου οδηγούν τον ποιητή να τον συγκρίνει με όλα τα τεράστια αναστήματα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «τον Ιώβ, τον Ιωσήφ» (απολ.), «τον Μωυσή» (ωδή ς) – και τι λέμε; Με τον ίδιο τον άγιο Ιωάννη (ωδή δ΄) και τους αγίους αγγέλους! (απολ.). Γι’ αυτό και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν διστάζει να πει ότι ο στύλος του αγίου έγινε γι’ αυτόν ένας άλλος ουρανός (κοντάκιο), τον οποίο όμως άφησε – κι εδώ βρίσκεται το μυστικό της μεγαλωσύνης του! – κάνοντας υπακοή στον Κύριο, προκειμένου να βοηθήσει στο Θαυμαστό όρος που βρέθηκε και τους άλλους συνανθρώπους του, λόγω και θαύμασι (ωδή ζ΄).

23 Μαΐου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΚΡΗΣ, Ο ΕΝ ΕΣΧΑΤΟΙΣ ΧΡΟΝΟΙΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

«Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Ευμένιος (1931-1999) είχε πατρίδα την Εθιά της επαρχίας Μονοφατσίου, του Ηρακλείου Κρήτης. Πληγώθηκε από θείο έρωτα από την παιδική του ηλικία και ακολούθησε την καλογερική οδό στο Μοναστήρι του Μεγαλομάρτυρος Νικήτα που βρισκόταν κοντά στη γενέτειρά του. Κατά την κουρά του σε μοναχό ονομάστηκε Σωφρόνιος και κατά τη χειροτονία του σε ιερομόναχο, που τέλεσε ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος στη Μονή Καλυβιανής, ονομάστηκε Ευμένιος. Προσβλήθηκε από δαιμονικούς πειρασμούς και ήλθε στην ένδοξη Μονή του Κουδουμά, όπου και ελευθερώθηκε από την επήρεια του Πονηρού. Ασθένησε από λοιμώδη νόσο και γι’ αυτό ήλθε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην Αθήνα, το οποίο και ανέδειξε στίβο των ασκητικών του παλαισμάτων και καταφύγιο συμπαθείας όλων των ταλαιπωρουμένων και βαρέως ασθενούντων. Στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών Νόσων περάτωσε τον Ναό των Αγίων Αναργύρων και υπηρέτησε με προθυμία τον όσιο Νικηφόρο (Τζανακάκη), τον τυφλό, λεπρό και παράλυτο. Διακόνησε όλους τους εμπερίστατους και βαριά όπως είπαμε ασθενείς και αναδείχθηκε πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής προς σωτηρία πάρα πολλών χριστιανών Αθηναίων. Υπέμεινε αγόγγυστα, μιμούμενος τον Ιώβ, τις δικές του ασθένειες του σώματος και διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την πραότητα και τη συμπαθή αγάπη του προς κάθε ταλαιπωρημένο και αποκαμωμένο άνθρωπο. Κοιμήθηκε στην Αθήνα την 23η Μαΐου 1999, ενώ το χαριτόβρυτο σκήνωμά του εκτέθηκε προς προσκύνηση στον Ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων και δέχτηκε τον τελευταίο ασπασμό από άπειρο πλήθος που πενθούσαν. Πανδήμως κηδεύτηκε στην πατρώα του γη.  Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν».

Μόλις στις 14 Απριλίου 2022, τον περασμένο μήνα δηλαδή, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διεκήρυξε την αγιότητα του οσίου και θεοφόρου Πατρός Ευμενίου (Σαριδάκη), του Κρητός και Αθηναίου συνάμα, και τη σημερινή ημέρα 23 Μαΐου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, η Εκκλησία τέλεσε για πρώτη φορά θεία λειτουργία επί τη μνήμη του. Δεν προκάλεσε καμία έκπληξη η ένταξη του πατρός αυτού στις δέλτους των αγίων. Αντιθέτως, όλοι την πρόσμεναν με βεβαιότητα, δεδομένου ότι ο νέος όσιος εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αγιοποίηση ενός πιστού της Εκκλησίας:  ξεχωριστή αγιότητα βίου, χαρίσματα ιδιαίτερα όπως το διορατικό και προορατικό, επιτέλεση θαυματουργιών στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Προφανώς, ο Κύριος θέλησε να έχει έναν ακόμη άγιο ενώπιον της αγάπης Του να πρεσβεύει υπέρ του σύμπαντος κόσμου και να δοξολογεί εν ταπεινώσει το άγιο όνομά Του. Κι αν το γεγονός τούτο αποτελεί χαρά και ευφροσύνη για όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως χαίρει ο τόπος που τον γέννησε, η Κρήτη, και ο τόπος που φανέρωσε την αγιότητά του, η Αθήνα.

Δεν πρόκειται να επεκταθούμε πολύ καταθέτοντας τα χαρισματικά στοιχεία της ζωής του. Ο σπουδαίος και σοφός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ήδη συνέγραψε την ακολουθία του νέου οσίου, όπου εκεί κανείς μπορεί εύκολα να «πλατυνθεί» στο άρωμα της ζωής του, το μύρο του Κυρίου Ιησού και του αγίου Πνεύματος. Το μόνο που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι αξιώθηκε ο νέος «χαμογελαστός» όσιος να μετάσχει στην αγιότητα ενός άλλου μεγάλου συγχρόνου και αυτού οσίου, που αποτελεί κόσμημα της ίδιας Κρητικής γης, αλλά εξίσου και της Αθήνας. Μιλάμε για τον πολύ Νικηφόρο τον Λεπρό, ο οποίος στάλθηκε στο Λοιμωδών από τον πνευματικό του πατέρα άγιο Άνθιμο της Χίου, διότι και εκείνου η λοιμώδης νόσος απαιτούσε εξειδικευμένη ιατρική αντιμετώπιση, και αυτή παρεχόταν κατεξοχήν στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο. Σ’ αυτόν τον αγιασμένο τελικώς τόπο – αγιασμένο όχι μόνο από την παρουσία των νέων οσίων, Νικηφόρου και Ευμενίου, αλλά και από τον πόνο των πάμπολλων άλλων ασθενών – ο όσιος Ευμένιος γνώρισε τον Νικηφόρο και αξιώθηκε να τον διακονήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, δεχόμενος και τη χάρη που του επιφύλαξε ο Κύριος, να μυροβολήσουν στη δική του παρουσία τα λείψανα του Νικηφόρου του λεπρού. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Άγιασες το θεραπευτήριο των Λοιμωδών νόσων με τον καθαρό βίο σου, σοφέ Ευμένιε, και υπηρέτησες με θαυμαστό τρόπο σαν άγγελος τον θεϊκό Νικηφόρο. Τα τίμια λείψανα αυτού του αγίου τα ευωδίασε η θεία χάρη, φανερώνοντας ότι ο Κύριος μοιράζει τα βραβεία της ευαρεστήσεώς Του σε όλους» (στιχ. εσπ.).

Εκείνο που εκφράζει με συνοπτικό τρόπο την όλη βιοτή του οσίου Ευμενίου είναι και το δοξαστικό της Λιτής από την ακολουθία του. Ο ύμνος φανερώνει ότι ο όσιος υπήρξε στην εποχή μας ο αληθινός άνθρωπος, όπως θέλησε ο Δημιουργός να βγει από τα χέρια Του. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος, έχοντας βεβαίως τη φυσική κλίση προς την πονηρία όπως όλοι που ερχόμαστε στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία, αφότου βαπτίστηκε και δυναμώθηκε από τη χάρη του Κυρίου αγωνίστηκε να παραμείνει σταθερός στην καθαρότητα του βαπτίσματός του: να κρατήσει την αγιότητα ως φυσική πια κατάστασή του γιατί έγινε μέλος Χριστού. Τον Χριστό δηλαδή παιδιόθεν φανέρωνε η ζωή του και την προοπτική αυτή κράτησε με αιμάτινους αγώνες μέχρι το τέλος του. Γι’ αυτό βεβαίως και απολαμβάνει και αυτός μαζί με όλη τη χορεία των προηγουμένων αγίων τη Βασιλεία του Θεού.

«Ας τιμήσουμε τον νέο φωστήρα της Εκκλησίας Ευμένιο, ο οποίος αποξενώθηκε από κάθε υλική και εμπαθή σχέση και έγινε ίδιος με τους αγγέλους του Κυρίου. Αυτός δηλαδή με την επίμονη σκληρή άσκησή του διατήρησε άμεμπτη την εικόνα του Θεού μέσα του, τρέχοντας να Του μοιάσει κατά την εντολή Του. Και τώρα που παρίσταται στον θρόνο της τρισήλιας Θεότητας πρεσβεύει αδιάλειπτα υπέρ των ψυχών μας» («Τόν πάσης προσύλου σχέσεως ξενωθέντα καί οἰκειωθέντα τῶν ἀΰλων τάξεων τῷ Κυρίῳ, Ευμένιον, τόν νέον τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρα, τιμήσωμεν˙ οὗτος γάρ σκληραγωγίᾳ ἐπιμόνῳ ἄμεμπτον τό κατ’ εἰκόνα ἐτήρησε πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν ἐπειγόμενος˙ καί νῦν τῆς τρισηλίου Θεότητος τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»).

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρωτίστως για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΝΑΔΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Αυτός ο αγγελώνυμος Μιχαήλ, αφού καθάρισε με τέλειο βίο τον εαυτό του κι αφιερώθηκε ήδη από τις μητρικές αγκάλες στον Θεό, έγινε ιερέας του Θεού του Υψίστου. Με τη δύναμη Αυτού κατάσβεσε όλη την ανοησία των θεομάχων, φιμώνοντας τα άθεα στόματα των αιρετικών, που τολμούσαν να μιλήσουν κατά του εξεικονισμού του Χριστού. Επειδή δε δεν υπέφερε το δυσώνυμο θηρίο τον θείο λόγο της γλώσσας του (διότι δεν φοβήθηκε ούτε τρόμαξε από τις απειλές του, αλλά με ελεύθερη φωνή φώναξε δυνατά ῾Την μεν άχραντη και θεία εικόνα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της αγίας Του μητέρας σέβομαι και προσκυνώ, ενώ το δικό σου δόγμα το καταφτύνω και δεν το λογαριάζω καθόλου᾽), επειδή λοιπόν με όλα αυτά ντροπιάστηκε ο τύραννος και ξεχείλισε από θυμό, γι᾽ αυτό τον καταδικάζει σε μακρινή εξορία. Αυτός δε τηρώντας καθαρό και ακηλίδωτο το κατ᾽ εικόνα, και ενώ διωκόταν από τόπο σε τόπο, έφτασε στο ευρύχωρο πλάτος του παραδείσου. Και έτσι ολοκλήρωσε τον καλό δρόμο και κοσμήθηκε από διπλά στεφάνια: προστέθηκε στους αρχιερείς ως αρχιερέας και στους μάρτυρες ως μάρτυρας».

Σε δύο σημεία κυρίως επικεντρώνει ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος από τον βίο του οσίου Μιχαήλ: στον αγώνα του κατά των εικονομάχων και στην ασκητική βιοτή του, διά της οποίας καθάρισε την εικόνα του Θεού μέσα του και γεύτηκε τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Απαρχής ήδη της ακολουθίας που συνέγραψε γι᾽ αυτόν τονίζει: «Προσκυνούσες πάντοτε με τιμητικό τρόπο το ιερό εικόνισμα του Θεού και της Θεομήτορος, Μιχαήλ πανίερε, και διάλυσες τη βλάσφημη ανοησία των αιρετικών, κατατροπώνοντάς τους με τους λόγους και τα παθήματά σου» (ωδή α´). «Έγινες, μακάριε, κατοικητήριο θείων χαρισμάτων, και προφανώς τα μετέδωσες σε όλους με πιστότητα, Μιχαήλ πανεύφημε, αφού απέκτησες θεομίμητο τρόπο ζωής και περιβλήθηκες τη δικαιοσύνη ως ιμάτιο» (ωδή α´).

Τα παραπάνω σημεία ο υμνογράφος τα αναπτύσσει εκτενέστερα. Ο άγιος Μιχαήλ αποτελεί διδάσκαλο των θείων δογμάτων (βλ. ωδή α´), και μάλιστα της ενανθρώπησης του Θεού, η οποία αποτελεί και το θεμέλιο της δυνατότητας εξεικονισμού Του. Αν ο Θεός μπορεί να εξεικονιστεί, είναι διότι έγινε αληθινός άνθρωπος και την ανθρώπινη φύση Του περιγράφει η εικόνα. «Η γλώσσα σου αναδείχθηκε κάλαμος του αγίου Πνεύματος, Μιχαήλ πανένδοξε, αφού μελέτησε στις Γραφές την ένσαρκη οικονομία του παντοκράτορα Λόγου» (ωδή δ´). Εκεί, στις θεόπνευστες Γραφές, είδε μάλιστα ότι ο σεβασμός στην εικόνα δεν είναι για την ίδια την εικόνα ως ύλη και χρώμα, αλλά για το εικονιζόμενο πρόσωπο. Όπως από παλιά ήδη ο Μέγας Βασίλειος είχε επισημάνει: «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». «Γνώρισες ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει στο πρωτότυπο, ιεροφάντορα Πατέρα Μιχαήλ, και ακολουθώντας τις θεόπνευστες Γραφές δίδαξες τους πάντες να σέβονται την εικόνα του Χριστού και των Αγίων» (ωδή η´). Η πίστη του αγίου για τη διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας περί των εικόνων – διδασκαλία στην πραγματικότητα για την αλήθεια περί του ίδιου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – ήταν τόσο απόλυτη και στέρεα, ώστε υπέμεινε διωγμούς και εξορίες τέτοιες που θυσίασε και την ίδια τη ζωή του. «Υπέμεινες πικρές εξορίες, σοφέ, και έφτασες τελικά στο ευρυχωρότατο πλάτος του παραδείσου, ευρισκόμενος με τον χορό των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή ς´).

Ο υμνογράφος βεβαίως επιμένει και στο δεύτερο σημείο. Ο άγιος Μιχαήλ αν είχε τόσο φωτισμό και έγινε τόσο δυνατός κήρυκας της αλήθειας, ήταν διότι την ψυχή του την είχε καθαρίσει με τον νόμιμο αγώνα κατά των παθών του. Καθαρή η καρδιά του φωτιζόταν από το Πνεύμα του Θεού και έτσι γινόταν ο οδοδείκτης των πιστών, πολύ περισσότερο μάλιστα που κατείχε την υψηλή και υπεύθυνη θέση του επισκόπου (ωδή γ´). Κι αυτόν τον αγώνα τον εσωτερικό τον ξεκίνησε ήδη από την αγκαλιά της μητέρας του (ωδή ε´). Από την άποψη αυτή ο άγιος Μιχαήλ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθεί με συνέπεια τα ίχνη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Επειδή πίστεψε στον Χριστό, έγινε μαθητής Αυτού κι επιβεβαίωσε τη μαθητεία αυτή με τα παθήματα της ζωής του. «Χρημάτισες μαθητής του Χριστού του Θεού και ζήλεψες τα παθήματά Του, μακάριε, κινδυνεύοντας βεβαίως πάρα πολύ για την Εκκλησία Του, θεόπνευστε» (ωδή ς´).

22 Μαΐου 2022

ΝΑ ΠΙΩ ΝΑ ΞΕΔΙΨΑΣΩ! ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ;

Η συγκεκριμένη Κυριακή της Σαμαρείτιδος σχετίζεται με την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Ο Κύριος κατά την εορτή αυτή βρέθηκε στο Ναό των Ιεροσολύμων διδάσκοντας τους Ιουδαίους και καλώντας τους να πιουν το ύδωρ που Εκείνος δίνει προκειμένου να ξεδιψάσει η καρδιά τους.  «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Στο ίδιο μήκος κύματος όμως κινήθηκε και ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα παρά το φρέαρ του Ιακώβ. Κι η γυναίκα αυτή τελικώς έλαβε από τον Κύριο, μετά από  πρόκληση του Ίδιου, «το ύδωρ το ζων» που μόνο Εκείνος μπορεί να δώσει, τη χάρη και ενέργεια του Θεού που κάνει την καρδιά του ανθρώπου πηγή που αναβλύζει την αιώνια ζωή. Και μπορεί στην αρχή να μην κατάλαβε το βάθος στο οποίο την οδηγούσε ο Κύριος, στη συνέχεια όμως όχι μόνο συντονίστηκε με τον λόγο Του, αλλά τον αποδέχτηκε σε τέτοιο βαθμό που έγινε ισαπόστολος, ευαγγελίστρια, στο τέλος δε και μεγαλομάρτυς: η αγία Φωτεινή!

Εκ πρώτης όψεως συνιστά παραδοξότητα το γεγονός ότι ο Κύριος θέλησε να αποκαλύψει βαθύτατες θεολογικές αλήθειες σε μία γυναίκα που από πλευράς «ηθικής» δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. «Πόρνη» τη χαρακτηρίζει σε κάποιο σημείο η υμνολογία της Εκκλησίας, γιατί κατά τη φανέρωση της ζωής της από τον Κύριο «πέντε άνδρες είχε και συζούσε με κάποιον που δεν ήταν ο κανονικός της άνδρας». Κι όμως! Ο Κύριος δεν έχει επιφυλάξεις στο άνοιγμά Του σε μία τέτοια γυναίκα, διότι προφανώς ως παντογνώστης και καρδιογνώστης βλέπει το βάθος της ψυχής της. Και το βάθος αυτό διψά για την αλήθεια, διψά για τον Θεό, βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της ίδιας της αποκάλυψής Του. Και πράγματι. Το όλο γεγονός φανερώνει καταρχάς ότι η Σαμαρείτιδα γυναίκα δεν ήταν μία τυχαία γυναίκα. Μπορεί στην προσωπική της ζωή να μην είχε «ευτυχήσει», όμως η θέση της στην κοινότητα της Σαμάρειας προκαλούσε τον σεβασμό και ο λόγος της θεωρείτο ιδιαιτέρως αξιόπιστος – οι συμπατριώτες της δεν αμφισβήτησαν τον λόγο της και ανταποκρίθηκαν στην κλήση της να γνωρίσουν τον πιθανό Μεσσία. Κι ακόμη: μέσα από τον διάλογο με τον Κύριο αποδεικνύεται ότι είχε θεολογικές ανησυχίες, ιδίως δε ότι ανήκε κι αυτή σ’ εκείνους που προσδοκούσαν τον Μεσσία και τη βασιλεία του Θεού που θα έφερνε. «Όταν θα έρθει ο Μεσσίας, Εκείνος θα μας εξηγήσει όλα αυτά».

Οπότε με τη Σαμαρείτιδα κατανοούμε ευρύτερα και διαχρονικά σε ποιους ανθρώπους ο Κύριος αποκαλύπτει τον εαυτό Του και τα του αληθινού Θεού: σε εκείνους που όπως είπαμε διψούν για την αλήθεια και αναζητούν τον Θεό ως πλήρωμα της καρδιάς τους. Άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά στα του κόσμου και έχουν ως κανόνα ζωής το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», άνθρωποι δηλαδή που η προοπτική τους είναι περιορισμένη στον ορίζοντα μόνο του εδώ και του τώρα, δεν δέχονται την αποκάλυψη του Θεού. Και δεν τη δέχονται, γιατί δεν μπορούν να τη δεχτούν: έχουν κάλυμμα σε ό,τι φέρνει τον αέρα του ουρανού. Ο Κύριος λοιπόν, ενώ διακαώς επιθυμεί τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου, γιατί όλους ανεξαιρέτως μας αγαπά με μοναδικό τρόπο, φανερώνει τον εαυτό Του εκεί που και ο άνθρωπος Τον αναζητά και Τον θέλει στη ζωή του, εκεί που ο άνθρωπος δεν είναι «ήσυχος» με την αμαρτωλή και εγωιστική ζωή του. Με άλλα λόγια η «ώρα» της χάριτος για τον άνθρωπο έρχεται όταν η χάρη αυτή βρει το απλωμένο χέρι του ανθρώπου για βοήθεια – όπου κι αν βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός και σε οποιαδήποτε κατάστασή του.

Δεν είναι τυχαίο που ένας λόγος του Κυρίου λειτουργεί με αξιωματικό πάντοτε τρόπο εν προκειμένω: «πας ο ων εκ της αληθείας, ακούει μου της φωνής». Όποιος αγαπάει και επιθυμεί την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. Τι παρήγορος λόγος του Κυρίου, αλλά και πόσο «επικίνδυνος» τελικά! Γιατί από τη μια μας αναγγέλλει ότι Εκείνος βρίσκεται αδιάκοπα δίπλα μας, σε τέτοια εγγύτητα που μπορούμε να ακούσουμε τον ψιθυρισμό της φωνής Του στην καρδιά μας, από την άλλη όμως προβάλλει την απόλυτη ευθύνη για την πορεία της ζωής μας. Δεν αρκεί, όπως το τονίσαμε ισχυρά παραπάνω, μόνο η αγάπη του Θεού μας. Απαιτείται και η δική μας ενεργοποίηση της αγάπης προς Αυτόν, έστω κι αν δεν έχουμε τη δυνατότητα πάντοτε να την προσδιορίσουμε έτσι. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».

Η αξιωματική αυτή αρχή του Κυρίου δεν ισχύει μόνο για τους μη χριστιανούς, τους αβάπτιστους. Ίσως περισσότερο ισχύει για εμάς τους βαπτισμένους. Διότι συχνά και εμείς ταλαιπωρούμαστε από τους λογισμούς της «ορφάνιας» μας – δεν μπορούμε να νιώσουμε την παρουσία του Πατέρα στη ζωή μας. «Πού είναι ο Θεός; Γιατί δεν μου φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει ένα θαύμα να μου αποκαλύψει την ύπαρξή Του;» Και η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: Ο Θεός είναι έτοιμος να φανερωθεί αισθητά στον καθένα μας, αρκεί κι εμείς να Τον αναζητούμε. Και αναζήτηση του Θεού σημαίνει για τον χριστιανό αναζήτηση των αγίων Του εντολών προκειμένου να τις εφαρμόσει. Στην ερώτηση δηλαδή «πού είσαι, Κύριε;» η απάντησή Του είναι η υπόδειξη των εντολών Του. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε να σας φανερώνομαι στη ζωή σας».

Η Σαμαρείτιδα γυναίκα, η αγία ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς Φωτεινή, δίψασε τον Χριστό και ο Χριστός της αποκαλύφθηκε. Κι αυτό είναι εκείνο που διαλαλεί και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή: Διψάστε τον Θεό, διψάστε δηλαδή για την αλήθεια, και η αλήθεια θα έρθει όχι απλώς κοντά σας, αλλά μέσα σας. Και θα έλθει όχι με βηματισμούς αργούς, αλλά με σπουδή και γοργότητα. Γιατί ο Χριστός και Θεός μας, η Αλήθεια, μας αγαπά και μας διψά όσο τίποτε στον κόσμο.