04 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

“Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν  (᾽Ιωάν. 17,3)

Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Κύριος ἀναφέρεται στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπί τῆς γῆς καί συνεπῶς στήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς πού Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός Πατέρας: τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεγονός πού συνιστᾶ καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. ᾽Εκεῖνος ὁ λόγος μάλιστα τοῦ Κυρίου πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν κατανόηση τῆς ἀποστολῆς Του καί τῆς θεανδρικῆς φύσεώς Του εἶναι ὁ ἑξῆς: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽ (᾽Ιωάν. 17,3).

 1. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά βεβαίως πού ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν αἰώνια ζωή. Διαρκῶς ἀναφέρεται σ᾽ αὐτήν καί μάλιστα θεωρεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀναζήτησης καί τῶν ᾽Ιουδαίων στήν Παλαιά Διαθήκη. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τήν προσέγγιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν νομοδιδάσκαλο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θέτει στόν Κύριο ἀκριβῶς αὐτόν τόν προβληματισμό: ῾Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;᾽ (Λουκ. 10,25), προβληματισμό πού δίνει ἀφορμή στόν Χριστό νά πεῖ καί τή γνωστή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ἡ αἰώνια ζωή λοιπόν προβάλλεται ὡς τό ὅραμα τῆς Π. Διαθήκης, ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νά τόν κατανοήσουμε καί ὁ λόγος τοῦ ῎Ιδιου: ῾Πάτερ...δόξασόν Σου τόν Υἱόν...καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον᾽ (᾽Ιωάν. 17, 1-2).

 2. Ὁ Κύριος σπεύδει νά διευκρινίσει τί σημαίνει αἰώνια ζωή. Δέν πρόκειται περί μιᾶς ἄλλης ζωῆς πού ἐκτείνεται μετά τήν ἐδῶ-στόν κόσμο τοῦτο ζωή. Οὔτε πολύ περισσότερο περί τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς αὐτῆς χωρίς τέλος καί θάνατο. Τέτοιες κατανοήσεις ἀκούγονται καί λέγονται, ἀλλά συνιστοῦν παραποιήσεις, διότι διαιωνίζουν τήν κατάσταση τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου καί πρωτίστως δέν λαμβάνουν καθόλου ὑπόψιν τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στόν κόσμο, συνεπῶς εἶναι κατανοήσεις ἀπιστίας. Ἡ αἰώνια ζωή, κατά τόν Κύριο, συναρτᾶται ἄμεσα μέ τόν ῾Εαυτό Του: εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ.

 3. Ἡ γνώση αὐτή δέν ἔχει χαρακτήρα νοησιαρχικό, δέν εἶναι δηλαδή θέμα ἐγκεφάλου, δέν πρόκειται γιά κάποιες πληροφορίες πού κινητοποιοῦν τίς νοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου – τέτοια γνώση ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ἀλλ᾽ ὅταν μιλᾶμε γιά τά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ γνώση γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Κύριος ἀποκτᾶται ἀπό τήν προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ ᾽Εκεῖνον, πού θά πεῖ τήν αἰώνια ζωή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού δέχτηκε τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει καί νά μετάσχει ἔτσι στή δική Του ζωή. ῾Γνῶσίς ἐστιν μετουσία᾽, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ βαθύς καί ἐμφιλόσοφος αὐτός θεολογικός νοῦς, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά μετάσχει δηλαδή κανείς στόν Θεό, νά κοινωνήσει μαζί Του, γιά νά μπορέσει νά πεῖ ὅτι Τόν γνωρίζει. Κι αὐτή ἡ γνώση ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό, πού δηλώνει τήν παρουσία ᾽Εκείνου μέσα στόν ἄνθρωπο, συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν αἰώνια ζωή.

Μέ ἄλλα λόγια ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός Του, τήν ὁποία μπορεῖ καί ζεῖ στά προσωπικά του ὅρια, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁ ἄνθρωπος πού θά πιστέψει στόν Χριστό. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό, κατά τόν Κύριο, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. ῎Ανθρωπος πού ἐν πίστει θά τηρήσει τίς ἐντολές Του, καί μάλιστα τήν περιεκτική ἐντολή τῆς ἀγάπης, θά διαπιστώσει ῾ἰδίοις ὄμμασι᾽ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐγκατοίκησή Του μέσα σ᾽ Αὐτόν. Τότε ἐμπειρικά θά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτό ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καί προκάλεσε τόν κάθε πιστό Του νά ῾πειραματιστεῖ᾽ στόν ἑαυτό του προκειμένου νά τό ἐπιβεβαιώσει. ῾Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ μή τηρῶν ψεύστης ἐστίν (Α´᾽Ιωάν. 2,4). ῾Ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. (Α´ ᾽Ιωάν. 4,8). ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽ (᾽Ιωάν. 14, 23 ).

4.Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).

 5. Εἶναι περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιατί, ἐκεῖ, ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἱκανώνεται ἀπό τόν Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν. 15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ὅπως οἱ 318 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἑορτάζουμε σήμερα, αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 17, 1-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου.  σοὶ ἦσαν  καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς  δέδωκας,  καὶ τὸν  λόγον  σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί  εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν  τῷ κόσμῳ εἰσί,  καὶ ἐγὼ πρὸς  σὲ ἔρχομαι.  Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί  σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰμὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, σήκωσε ὁ Ἰησοῦς τά μάτια του στόν οὐρανό καί εἶπε: «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τή δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱός  σου  νά  φανερώσει  τή  δική  σου  δόξα. Ἐσύ  τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σέ ὅλους τους ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτός θά δώσει τήν αἰώνια ζωή σέ ὅλους αὐτούς πού τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καί νά ποιά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τόν μόνο ἀληθινό Θεό, καθώς κι ἐκεῖνον πού ἔστειλες, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ ἐσένα μέ τή δόξα πού εἶχα κοντά σου προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος. Ἐγώ σέ ἔκανα γνωστό στούς ἀνθρώπους πού τούς πῆρες μέσα ἀπό τόν κόσμο καί μοῦ τούς ἐμπιστεύτηκες. Ἀνῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσύ τούς ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τόν λόγο σου. Αὐτοί τώρα ξέρουν πώς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπό σένα· γιατί τίς διδαχές πού μοῦ ἔδωσες, ἐγώ  τίς ἔδωσα  σ’  αὐτούς,  κι  αὐτοί  τίς  δέχτηκαν  καί ἀναγνώρισαν πώς πραγματικά ἀπό σένα προέρχομαι, καί πίστεψαν πώς ἐσύ μέ ἔστειλες στόν κόσμο. Ἐγώ γι’ αὐτούς παρακαλῶ. Δέν παρακαλῶγιά τόν κόσμο ἀλλά γι’ αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες, γιατί ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καί δικά σου, καί τά δικά σου εἶναι καί δικά μου, καί δί’ αὐτῶν θά φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δέν εἶμαι πιά μέσα στόν κόσμο· ἐνῶ αὐτοί μένουν μέσα στόν κόσμο, κι ἐγώ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στήν πίστη μέ τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μου χάρισες, γιά νά μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στόν κόσμο, ἐγώ τούς διατηροῦσα στήν πίστη μέ τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τούς φύλαξα, καί κανένας ἀπ’ αὐτούς δέ χάθηκε, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιά νά ἐκπληρωθοῦν τά λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγώ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καί τά λέω αὐτά ὅσο εἶμαι ἀκόμα στόν κόσμο, ὥστε νά ἔχουν τή δική μου τή χαρά μέσα τους σ’ ὅλη τήν πληρότητά της».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 20, 16-18, 28-36)

Ἐν  ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος  παραπλεῦσαι  τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γὰρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ' ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ' ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ  γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ  ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην  μετὰ δακρύων  νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.  Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις  πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νά παρακάμψει τήν Ἔφεσο, γιά νά μή χρονοτριβήσει στήν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας· βιαζόταν νά εἶναι στά Ἱεροσόλυμα, ἄν τοῦ ἦταν δυνατό, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπό  τή  Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε  στήν Ἔφεσο  καί  κάλεσε  τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν ἦρθαν καί τόν συνάντησαν τούς εἶπε: «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλον τόν  καιρό, ἀπό  τήν  πρώτη  μέρα  πού  πάτησα  τό  πόδι  μου  στήν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας». «Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καί ὅλο τό ποίμνιο, στό ὁποῖο τό Πνεῦμα  τό Ἅγιο  σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους  γιά  νά  ποιμαίνετε  τήν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, πού τήν ἔκανε δική του μέ τό αἷμα του. Ἐγώ τό ξέρω ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή μου θά εἰσβάλουν σ' ἐσάς λύκοι ἄγριοι,  πού  δέ  θά  λυπηθοῦν  τό  ποίμνιο. Ἀκόμα  καί ἀπό ἀνάμεσά σας θά βγοῦν πρόσωπα πού θά διδάσκουν πλάνες γιά νά παρασύρουν τούς πιστούς μέ τό μέρος τους. Γι' αὐτό νά ἀγρυπνεῖτε, καί νά θυμάστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δέν ἔπαψα νύχτα καί μέρα νά  νουθετῶ μέ  δάκρυα  τόν  καθένα  σας.  Τώρα, ἀδερφοί,  σᾶς ἐμπιστεύομαι στό Θεό καί στό κήρυγμα πού σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτός μπορεῖ νά σᾶς κάνει ὥριμους στήν πίστη καί νά σᾶς δώσει τήν ἐπουράνια  ζωή  μαζί  μέ ὅλους ὅσοι  εἶναι  δικοί  του. Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἱματισμό ἀπό κανένα δέ ζήτησα. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καί τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτά ἐδῶ τά χέρια. Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιά νά μπορεῖτε νά βοηθᾶτε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη. Νά θυμάστε τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, πού εἶπε: "καλύτερο εἶναι νά δίνεις παρά νά παίρνεις"». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, γονάτισε αὐτός κι ὅλοι ἐκεῖνοι καί προσευχήθηκε.

«ΣΕ ΕΙΔΑ... ΜΟΝΑΧΟΥΛΗ!»

Η γερόντισσα με πολύ κόπο και αργά αργά, κρατώντας το μπαστουνάκι της, μπήκε στο εξομολογητάρι. Ο ιερέας τη βοήθησε να καθίσει, ενώ ένιωσε την ανάγκη να φιλήσει κι αυτός το χέρι της, όταν εκείνη με μεγάλη ευλάβεια φίλησε πρώτη το δικό του.

«Τι κάνετε, κυρία Σοφία μου;», είπε ο ιερέας, ατενίζοντας με μεγάλο σεβασμό το αγαθό πρόσωπο, με τις πολλές ρυτίδες αλλά και με τα ολοφώτεινα μάτια. «Τα καταφέρατε να έρθετε».

Ο ιερέας ήξερε πολύ καιρό τη γερόντισσα. Ήταν από τους ανθρώπους που στηρίζουν τον κόσμο με τις προσευχές τους – γι’ αυτούς που λένε οι άγιοι ότι προς χάρη τους μάλλον ο Θεός συνεχίζει να παρατείνει τον χρόνο και να δίνει ευκαιρίες μετανοίας  - που κάνουν τον Θεό να χαίρεται γιατί υπάρχουν, που ομορφαίνουν τη γη που πατούν και τον αέρα που αναπνέουν.

«Τα κατάφερα, γιε μου, πατέρα μου», είπε η γερόντισσα. «Δεν νιώθω καλά να έχει περάσει τόσος χρόνος χωρίς την ευχή, και να κοινωνώ έτσι, ανεξομολόγητη».

«Μα, κυρία Σοφία μου, εσείς εξομολογείσθε. Σας έχω ξαναπεί ότι δεν χρειάζεται εξομολόγηση κάθε φορά πριν από τη Θεία Κοινωνία, για εσάς μάλιστα, και για άλλους σαν εσάς, που κοινωνούν τόσο τακτικά, σχεδόν κάθε φορά που τελείται Θεία Λειτουργία. Η εξομολόγηση στον πνευματικό είναι υποχρεωτική και απαραίτητη, για εκείνον που κοινωνεί πολύ αραιά, και συνεπώς πρέπει να ελέγξει λίγο τον εαυτό του, ώστε η Θεία Κοινωνία να μην του γίνει «εις κρίμα ή εις κατάκριμα».

«Ναι, πάτερ, το έχω καταλάβει. Πολύ συχνά μας το λέτε στον λόγο σας, όπως και πολύ συχνά το έχετε πει και σ’ εμένα. Πόση ανακούφιση, πόση παρηγοριά μου έχει δώσει αυτό!  Να μπορώ κάθε φορά που μας προσφέρεται ο Χριστός μας, εγώ, η ανάξια και γεμάτη αμαρτίες, να μπορώ να παίρνω τον Κύριο μέσα μου…», είπε η μεγάλη γυναίκα και αναλύθηκε σε δάκρυα.

«Μόνο, κυρία Σοφία, να κάνετε αυτό που επίσης έχουμε πει».

«Ποιο;» -  ανασηκώθηκε το γεροντικό αγιασμένο κεφάλι.

«Να μη ξεχνάμε, κι εσείς κι εγώ και όλοι μας,  να εξομολογούμαστε με τον διπλό άλλο τρόπο που υποδεικνύει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: πάντοτε, καθημερινά στον Χριστό μας, ώστε να επισημαίνουμε τα λάθη και τις αμαρτίες της κάθε ημέρας, ζητώντας Του συγγνώμη, και μαζί με αυτό, παρακαλώντας Τον να μας δίνει δύναμη να ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Θυμάστε που το κηρύσσουμε κι αυτό; Δεν είναι δηλαδή μόνο η εξομολόγηση στον παπά: αυτό πρέπει να γίνεται κατά καιρούς, αλλά ως κατάληξη της αληθινής μετάνοιάς μας. Το  σημαντικότερο μάλιστα, κ. Σοφία μου, είναι το δεύτερο: ο Χριστός μας χαίρεται και θεωρεί γνήσια εξομολόγηση, την εξομολόγηση με την ίδια τη ζωή μας. Γιατί - αναστέναξε ο πνευματικός – δυστυχώς υπάρχουν χριστιανοί μας που μπορεί να εξομολογούνται στον παπά, αλλά συνεχίζοντας χωρίς συναίσθηση την προηγουμένη εγωιστική και αμαρτωλή τους ζωή. Τέλος πάντων! Τι έχετε να εξομολογηθείτε τώρα, κ. Σοφία;»

Η γερόντισσα άνοιξε την καρδιά της. Μία καρδιά γεμάτη μύρο ευωδίας, μολονότι εκείνη την έβλεπε «σπήλαιον ληστών». Τελείωσε σε λίγα λεπτά, σκουπίζοντας με το μαντήλι της τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. «Είμαι πολύ αμαρτωλή, πάτερ. Απορώ πώς με ανέχεται ο Κύριος;» απόσωσε.

Ο ιερέας της είπε τα απαραίτητα, την παρότρυνε στην άσκηση της πνευματικής της ζωής, την παρεκάλεσε να προσεύχεται και γι’ αυτόν. Σηκώθηκε να της διαβάσει τη συγχωρητική ευχή.

«Μη σηκώνεστε, κ. Σοφία», της είπε συγκαταβατικά. «Ξέρω τα προβλήματα της υγείας σας, οπότε θα σας διαβάσω την ευχή έτσι καθιστή που είστε».

Της διάβασε την ευχή και έτεινε το χέρι του να την βοηθήσει να φύγει. Μα η γερόντισσα δεν έδειχνε να έχει τέτοια διάθεση.

«Πάτερ», είπε. «Θέλετε να σας πω την ιστορία της ζωής μου; Γνωριζόμαστε καιρό, αλλά δεν έτυχε μέχρι τώρα να γίνει αυτό. Πέρασα πολλά βάσανα από μικρή, οι γονείς μου με πάντρεψαν σχεδόν με το ζόρι,  μικρούλα όταν ήμουνα, και…».

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, γιατί ο ιερέας με μεγάλη στοργή έπιασε απαλά τον ώμο της και της είπε: «κ. Σοφία μου, θα το ήθελα να σας ακούσω, αλλά όχι τώρα. Κάποια στιγμή που θα έχουμε μεγαλύτερη άνεση, γιατί τώρα περιμένει αρκετός κόσμος για εξομολόγηση και αδημονεί. Είναι και κάποιοι λίγο πιο νευρικοί, που όταν υπάρχει καθυστέρηση, εκφράζουν την αγανάκτησή τους πιο έντονα. Μην τους βάζουμε σε πειρασμό, κ. Σοφία μου».

Σαν να έπεσε από τα σύννεφα η γερόντισσα.

«Συγγνώμη, πάτερ μου», είπε θορυβημένη. «Δεν είχα καταλάβει ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος έξω. Νόμιζα ότι ήσασταν μόνος σας.  Ίσως γιατί με είδαν στην κατάσταση που είμαι, κι όλοι μου παραχώρησαν τη θέση τους. Συγγνώμη, πάτερ, είμαι ασυγχώρητη».

«Δεν πειράζει, κ. Σοφία. Ανθρώπινο. Δεν κάνατε και καμιά…  ιδιαίτερη αμαρτία!»

Σηκώθηκε η κ. Σοφία, η αγαθή γερόντισσα με τον ουρανό στην καρδιά. «Απλώς ήθελα, πάτερ, να καθίσω λίγο μαζί σας να περάσει και η ώρα σας  καθώς περιμένετε για εξομολόγηση.  Σας είδα… μοναχούλη, και σκέφτηκα να σας κάνω παρεούλα».

Ο ιερέας ξεπροβόδισε χαμογελώντας τη γερόντισσα. Κάποια κυρία αμέσως έσπευσε να τη βοηθήσει.  

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

4 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πρέπει να δηλώσουμε απαρχής την επιφύλαξή μας: οι ημέρες που διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. αφιερώνονται σε άξια μνήμης γεγονότα ή σε κάποιες κοινωνικές αξίες ναι μεν μπορεί να είναι αξιέπαινη ενέργεια, γιατί δείχνει ευαισθησία συνήθως για κακώς κείμενα στον πλανήτη μας, αλλά πέραν τούτο ουδέν – πάντοτε η «ημέρα» θα μένει στο επίπεδο της ευχής και όχι της ώθησης για ουσιαστικές αλλαγές. Κι όταν μάλιστα η αφιέρωση είναι για ό,τι θεωρείται παγκοσμίως ως το ιερότερο και ευγενέστερο υπάρχει: τα παιδιά, την ελπίδα του κόσμου, τη συνέχεια της ζωής, θα πρέπει άραγε να καθιστούμε αυτό ημέρα μνήμης; Δεν είναι αυτονόητο να προστατεύουμε τα παιδιά, να τα καθοδηγούμε ορθά, να τα σεβόμαστε, όπως προσέχουμε ένα μικρό κλαράκι για να γίνει δένδρο;

Βρισκόμαστε όμως σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, που δυστυχώς τα αυτονόητα δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Η αμαρτία ως διαγραφή ή περιθωριοποίηση Χριστού του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου αλλοιώνει την ψυχή και την καρδιά του, διαστρεβλώνει τη σκέψη του, τον κρατά στο σκοτάδι της άγνοιας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει σαφή προσανατολισμό – ο άνθρωπος της αμαρτίας, έστω και θεωρούμενος χριστιανός, είναι άνθρωπος χαμένος, «δίχως ταυτότητα πια». Οπότε με τι φως μέσα του, όταν ο νους του είναι τυφλός, μπορεί να δει την αξία που έχει ο άνθρωπος, τη χάρη που περικλείει ένα παιδί, την αποτύπωση του Δημιουργού μέσα σε όλη τη δημιουργία, ακόμη και στο παραμικρότερο χορταράκι; Με ισοπεδωμένες για όλους και όλα αντιλήψεις, με μόνο κίνητρο τα πάθη του, ο άνθρωπος της πονηρίας και αμαρτίας το μόνο που  επιζητεί είναι να κυριαρχεί, να απομυζά τα πάντα προς το συμφέρον του, να αποφεύγει κάθε τι που τον θέτει ίσως σε κίνδυνο. Φοβισμένος και ανασφαλής λειτουργεί ως το θηρίο που πρέπει να επιζήσει κατασπαράσσοντας κάθε πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό. Ο ψαλμωδός το έχει επισημάνει προ πολλού: «Ο άνθρωπος της αμαρτίας έγινε όμοιος με τα ανόητα κτήνη ακολουθώντας τη δική τους ζωή».

Πού το μεγαλείο ζωής ενός αληθινά πιστού χριστιανού, αλλά ακόμη σ’ έναν βαθμό και καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας οποιασδήποτε θρησκείας με ευαίσθητη καρδιά, που το φως του Θεού έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να το διακρίνει σε όλες τις διαστάσεις όπως είπαμε της δημιουργίας; «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» μάς λέει διαρκώς ο λόγος του Θεού – φωτισμένοι από τον Θεό μπορούμε και βλέπουμε παντού το φως Του. Οπότε ο πιστός βλέπει τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του όχι επίπεδα, όχι ως αντικείμενα των παθών του, αλλά στο βάθος της αλήθειας τους: ως εικόνες του Θεού που αντανακλούν το μεγαλείο Εκείνου, συνεπώς μ’ έναν σεβασμό που έχει χαρακτήρα θεϊκό. Το ίδιο στέκεται σεβαστικά κι απέναντι στη φύση, γιατί διαβλέπει και πάλι τις ενέργειες του Τριαδικού Θεού – «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» αναγγέλλει εξίσου ο προφήτης του Θεού. Και το αποκορύφωμα: στέκεται με δέος, με ευλάβεια, σαν να πατά σε έδαφος ιερό, απέναντι στο παιδί, στη νέα ύπαρξη που συνιστά το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της Δημιουργίας Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έμαθε τη στάση αυτή: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου. Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Κι αλλού: «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Ποιος μεγαλύτερος και σπουδαιότερος ύμνος εξαγγέλθηκε ποτέ για τα παιδιά από ό,τι είπε ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου; Και βεβαίως ο Κύριος δεν επαίνεσε τα παιδιά απλώς ως παιδιά, αλλά γι’ αυτό που εκφράζουν και ζουν στην ψυχή τους: την αθωότητα και την έλλειψη της πονηρίας, δηλαδή την καθαρή καρδιά τους που μπορεί να αναπαύει τον ίδιο τον Θεό.

Από τη μια λοιπόν ο άνθρωπος της αμαρτίας που τυφλωμένος όχι μόνο δεν βλέπει το μεγαλείο του παιδιού, αλλά το καταδυναστεύει, το εκβιάζει, το χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του – ό,τι φανερώνει την ουσία  της διαστροφής που έχει ως γνώρισμα την εκμετάλλευση του αδύναμου και απροστάτευτου. Κι από την άλλη ο άνθρωπος της πίστεως που αγωνίζεται να αγαπήσει και να σεβαστεί τη χάρη του Θεού, κατεξοχήν ενεργοποιημένη στην καθαρή καρδιά ενός παιδιού και κάθε ανθρώπου που θέλει να μείνει στην ψυχή παιδί, του αγίου.

Και επιλέγουμε έτσι: δεν μπορεί κανείς να διαφοροποιήσει και να ξεχωρίσει την ορθή στάση σεβασμού απέναντι στα παιδιά από τη στάση σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό του. Δηλαδή, δεν μπορεί άνθρωπος που δεν σέβεται γενικά τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αδύναμο θεωρούμενο όποιος κι αν είναι αυτός, να σεβαστεί μεμονωμένα και «εξειδικευμένα» ένα παιδί. Ο εκμεταλλευτής του όποιου αδύνατου παραμένει εκμεταλλευτής κατεξοχήν του πιο αδύνατου, που είναι το παιδί. Ο Χριστός μπορούσε να αγαπά με απόλυτο τρόπο τα παιδιά, γιατί αγαπούσε με απόλυτο τρόπο και κάθε άνθρωπο. 

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἅγιος Μητροφάνης, υἱός τοῦ Δομετίου, ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί πρώτου μεταξύ τῶν χριστιανῶν βασιλέων. ῾Ο Δομέτιος ἦταν ἀδελφός τοῦ βασιλιᾶ Πρόβου καί γέννησε δύο υἱούς, τόν Πρόβο καί τόν Μητροφάνη. ῾Ο Δομέτιος κατενόησε μέ σώφρονα λογισμό ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων εἶναι πλανημένη καί ψεύτικη, γι᾽ αὐτό προσῆλθε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί βαπτίστηκε στό ἄγιο ὄνομά Του. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἦλθε στό Βυζάντιο, συναναστρεφόταν τόν Τίτο, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Βυζαντίου, πού ἦταν ἄνδρας ἅγιος καί θεοφόρος, ὁ ὁποῖος ἐνέταξε τόν Δομέτιο στόν κλῆρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Τίτου, ὁ Δομέτιος γίνεται ἐπίσκοπος Βυζαντίου, κι αὐτόν τόν διαδέχεται ὁ Πρόβος ὁ υἰός του. ᾽Αφοῦ κάθησε στήν ᾽Εκκλησία ὁ Πρόβος δώδεκα ἔτη ἐκδημεῖ πρός τόν Κύριο, κι ἀμέσως ὁ Μητροφάνης, ὁ ἀδελφός τοῦ Πρόβου καί υἱός τοῦ Δομετίου, ἀνέρχεται στόν Πατριαρχικό θρόνο.

Αὐτόν τόν Μητροφάνη βρῆκε ὁ μέγας Κωνσταντίνος ὡς ἐπίσκοπο στό Βυζάντιο καί κατενόησε τήν ἀρετή του, τήν εὐθύτητα τῶν τρόπων του καί τήν ἁγιότητα πού τόν περιέβαλε. Λέγεται μάλιστα γιά τόν Κωνσταντίνο ὅτι ἀγάπησε τόσο τόν τόπο καί διατέθηκε φιλότιμα πρός αὐτόν, (ὥστε νά μή φεισθεῖ κανένα ἔξοδο καί νά ἀνεγείρει πόλη πού νικοῦσε καί ξεπερνοῦσε ὅλες τίς ἄλλες πού εἶχαν γίνει ἀπό τούς ἀνθρώπους, στήν ὁποία ἔβαλε τό κράτος καί τή βασιλεία, μεταφέροντας αὐτήν ἀπό τήν πρεσβυτέρα Ρώμη), ὄχι μόνο λόγω τῆς θέσης τῆς πόλης πού εἶχε εὐκρασία καί στίς τέσσερις ἐποχές τοῦ χρόνου, ὄχι μόνο γιά τήν ἀφθονία τῶν καρπῶν καί τῆς ἄρδευσής της ἀπό τή θάλασσα, ὅπως καί ὅτι βρισκόταν καί στά δύο τμήματα τῆς οἰκουμένης, τήν Εὐρώπη καί τήν ᾽Ασία, ἀλλά καί γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἁγίου Μητροφάνη.

῞Οταν δέ συναθροίστηκε ἡ πρώτη Σύνοδος στή Νίκαια (325), ὁ μέν μακάριος Μητροφάνης δέν μπόρεσε νά πάει λόγω τοῦ γήρατος καί τῶν ἀσθενειῶν του, διότι ἦταν κλινήρης ἀφοῦ ἡ φυσική του δύναμη εἶχε μαραθεῖ ἀπό τά χρόνια, ἔστειλε ὅμως στή θέση του τόν πρῶτο μεταξύ τῶν πρεσβυτέρων ᾽Αλέξανδρο, ἄνδρα τίμιο, τόν ὁποῖο καί ὅρισε διάδοχό του.  Μέ τήν ἐπάνοδο λοιπόν τοῦ βασιλιᾶ καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, κι ἀφοῦ λύθηκε ἡ Σύνοδος, λέγεται ὅτι ἀποκαλύφθηκε στόν ἅγιο Μητροφάνη ἀπό τόν Θεό πώς ὁ ᾽Αλέξανδρος καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι οἱ κατάλληλοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό γιά μιά τέτοια διακονία. Κοιμήθηκε δέ καί ἀναπαύτηκε ὁ μακάριος, ὁπότε καί μετατίθεται πρός τόν Θεό. Τελεῖται δέ ἡ Σύναξή του στήν ἁγιώτατη μεγάλη ᾽Εκκλησία, στόν σεβάσμιο αὐτοῦ οἶκο, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρα ᾽Ακακίου στό ῾Επτάσκαλο».

Τό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Μητροφάνη συμπυκνώνει τά κύρια στοιχεῖα τῆς ζωῆς του στά ὁποῖα ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή μας οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι του: πρῶτον, τή δύναμη τοῦ ὀρθόδοξου λόγου του, δεύτερον, τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Πατριάρχης τοῦ Βυζαντίου μετά τήν ἀνάδειξη τοῦ τόπου αὐτοῦ σέ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Μ. Κωνσταντίνο, τρίτον, τή χάρη τῆς προφητείας τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό. «Τόν ἱεράρχη τοῦ Χριστοῦ Μητροφάνη, τόν φωσφόρο λαμπτήρα τῆς ᾽Εκκλησίας πού κήρυξε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα ἐν μέσω τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί κόσμησε ἀνάμεσα στούς πρώτους τόν θρόνο στή Βασιλίδα τῶν πόλεων ἐνῶ ἔλαβε σαφῶς τή χάρη τῆς προφητείας ἀπό τόν Θεό, ἄς τόν ὑμνήσουμε ἀπό κοινοῦ».

Πράγματι, ἐπανειλημμένως οἱ ὑμνογράφοι του τονίζουν τό ὀρθόδοξο φρόνημά του -  συνεπῶς καί τόν φωτισμό πού εἶχε ἐκ Θεοῦ γιά νά διακρίνει τήν ἀλήθεια ἀπό τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ αἱρεσιάρχη ᾽Αρείου, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ – πού γινόταν αἰτία νά ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν οἰκουμένη ἡ ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης. «῾Η δύναμη τῶν θείων ρημάτων καί ὁ φθόγγος τῶν ἔνθεων λόγων σου, ἁπλώθηκε σέ ὅλα τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, κηρύσσοντας, μακάριε, τήν ὀρθοδοξία σέ ὅλους» (ὠδή ς᾽). Μπορεῖ βεβαίως ὁ ἴδιος νά μή παρευρέθηκε στή Σύνοδο τῆς Νικαίας, λόγω ἀδυναμίας, ὅμως ὁ ἐκπρόσωπός του ᾽Αλέξανδρος ἐκείνου τήν πίστη καί τό φρόνημα κλήθηκε νά καταθέσει, πίστη καί φρόνημα βεβαίως ὄχι ἄλλο ἀπό ἐκεῖνο πού ἐξέφραζε τό φρόνημα καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο. Γι᾽ αὐτό καί δέν μᾶς παραξενεύει τό γεγονός ὅτι ὁ ὑμνογράφος τοποθετεῖ μέσα στούς Πατέρες καί τόν ἴδιο τόν ἅγιο, παρόντα ἐν πνεύματι ἀσφαλῶς, ἔστω καί ἀπόντα τῷ σώματι. «῞Οπως ὁ Πέτρος, κήρυξες ἐνώπιον τῆς Συνόδου τόν Υἱόν Λόγον ὁμοούσιον μέ τόν Θεό Πατέρα» (κάθισμα γ´ ὠδῆς ὄρθρου).

Καί ναί μέν ὁ ὅρος «ὁμοούσιος», γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίστηκε σθεναρότατα ὁ μέγας Πατήρ ᾽Αθανάσιος, μπορεῖ νά μήν ἔχει ἁγιογραφική ἀκριβῶς βάση, ὅμως ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς καί τήν ἀλήθεια πού ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος καί κήρυξαν οἱ ἄγιοι ᾽Απόστολοι: ὅτι ὁ Κύριος δηλαδή δέν εἶναι λιγότερο Θεός ἀπό τόν Θεό Πατέρα.  Γι᾽ αὐτό καί κάθε φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πιστός, ἰδίως δέ οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων ἐπίσκοποι, ἀποδέχτηκαν τόν ὅρο, γιατί ἔβλεπαν πέρα ἀπό τό γράμμα τό κρυμμένο Πνεῦμα. Προσωπικότητες σπουδαῖες, ἅγιοι μεγάλοι, πέραν τοῦ ἁγίου ᾽Αθανασίου, σάν τούς ἁγίους Νικόλαο, Σπυρίδωνα, ᾽Αλέξανδρο, Μητροφάνη, ἔσπευσαν πράγματι νά ὑπογράψουν καί μέ τά δύο τους χέρια ὅ,τι τό Πνεῦμα εἶχε ἰδιαιτέρως ἀποκαλύψει στόν πρωτεργάτη τοῦ ὅρου ἅγιο ᾽Αθανάσιο. Γιατί ἀκριβῶς ἐξέφραζε τήν ἀλήθεια. Κι ἐκεῖνο βεβαίως πού ἔκανε τούς ἁγίους θεοφόρους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά ἀποδέχονται τόν ὅρο γιατί ἔβλεπαν τήν ἀλήθεια του ἦταν γιατί ἡ ζωή τους ἦταν ὁμότροπη μέ τή ζωή τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων. ῞Οταν ἡ ζωή ἑνός ἀνθρώπου εἶναι σύμφωνη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός ὅ,τι δηλαδή ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί οἱ ᾽Απόστολοι ἐκήρυξαν, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν ἄνθρωπο γιά νά διαβλέπει τήν ἀλήθεια καί νά τήν ὁμολογεῖ μέ τόν ὀρθό τρόπο. Τό συγκεκριμένο κάθισμα τῆς γ´ ὠδῆς τό σημειώνει ἐξαιρετικά: «Φάνηκες μέ κάθε ἀλήθεια νά μιμεῖσαι τούς τρόπους καί τίς φωνές τῶν ᾽Αποστόλων». Κι ἀκόμη: «῞Οπως ὁ Παῦλος θυσίασες τήν ψυχή σου γιά τό ποίμνιό σου, ἀοίδιμε».

Οἱ ὑμνογράφοι μας ὅμως τονίζουν ἐπανειλημμένως καί τό γεγονός ὅτι πρῶτος αὐτός καταστάθηκε Πατριάρχης τῆς βασιλίδος τῶν Πόλεων. Καί γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θέλησε νά εἶναι σ᾽ αὐτήν τή θέση λόγω τῆς ἁγίας ζωῆς του, καί γιατί ὁ αὐτοκράτορας,  ἀσφαλῶς μέ φωτισμό Θεοῦ, ἐκτίμησε τό ἐξαίρετο τῆς ἁγίας προσωπικότητάς του. «῎Εγινες ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔλαβες ὡς κλῆρο τόν θρόνο αὐτοῦ ἐπί γῆς, Μητροφάνη, ἀναδεικνύμενος ἄξια πρῶτος ἐσύ ἀπό τούς Πατριάρχες στή βασίλισσα Πόλη, θεομακάριστε» (ὠδή γ´). «Εἶδε τήν εὐθύτητα τῆς γνώμης σου, ὁ πρῶτος τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, ἀκολουθώντας τή θεία θέληση, Μητροφάνη, καί σέ ὅρισε στή θεία Σύνοδο πρῶτο τῶν Πατριαρχῶν» (ὠδή γ´).

Καί δέν σταματοῦν οἱ ὑμνογράφοι νά σημειώνουν καί τό χάρισμα τῆς προφητείας πού ὁ Κύριος ἔδωσε στόν ἀγαθό δοῦλο Του. Διότι ἀφενός «ἐκ κοιλίας μητρός προγνωρίζοντάς τον τόν καθαγίασε καί τόν κατέστησε δοχεῖο τοῦ Πνεύματός Του» (ὠδή ς´), ἀφετέρου γιατί ἐπιβεβαίωνε ἀδιάκοπα ὁ ἅγιος τήν θεόθεν κλήση του μέ τήν ἁγιασμένη βιοτή του. «Νέκρωσες προηγουμένως τά σκιρτήματα τῆς σάρκας μέ ἐγκράτεια καί κόπους καί προσευχές, ὁπότε ἔγινες θεῖος ἱερουργός τοῦ Πλαστουργοῦ» (ὠδή δ´)· «᾽Επιτελοῦσες τά θεῖα μέ θεῖο τρόπο καί ἄγγιζες τά καθαρά μέ καθαρότατο λογισμό» (ὠδή ε´). ῾Ο ἅγιος Μητροφάνης λοιπόν εἶχε προορατικό καί διορατικό χάρισμα. «᾽Εμπνεύσθηκες ἀπό τόν Θεό, Σοφέ, καί ἀποκάλυψες στόν βασιλιά, μέχρι καί τόν τρίτο, αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά σέ διαδεχτοῦν στόν θρόνο»  (ὠδή ζ´). ᾽Ακόμη καί τόν μέγα  ᾽Αθανάσιο διεῖδε ὡς τόν ἑπόμενο Πατριάρχη ᾽Αλεξανδρείας, ὅταν τόν ρώτησε ἐπ᾽ αὐτοῦ  ὁ προηγούμενος. «Εἶπες προορατικά στόν ἱεράρχη πού σ᾽ ἐρώτησε ὅτι ὁ μέγας ᾽Αθανάσιος, ὁ πολύς κατά τά θεῖα καί λαμπρός ἀριστέας, θά εἶναι μετά ἀπό αὐτόν ὁ Πρόεδρος τῶν ᾽Αλεξανδρέων» (ὠδή η´).

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τό πόσο ἀξιοθαύμαστος ἦταν μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Μητροφάνης. ῞Ενας ἀσκητής ἐπίσκοπος, ἕνας διορατικός καί προορατικός ἅγιος, ἕνας διαπρύσιος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητος. Πρέπει νά φανταστοῦμε μέ πόσο σεβασμό τόν πλησίαζαν οἱ πιστοί ἄνθρωποι, οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῶν χρόνων του, γιά νά τόν δοῦν, νά τόν ἀγγίξουν, νά τόν ἀκροαστοῦν. ῎Αν ὁ διορατικός καί προορατικός ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὅσιος Πορφύριος, συνήθροιζε πλήθη πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἄς φανταστοῦμε καί τό τί γινόταν καί τήν ἐποχή ἐκείνη σχετικά μέ τόν ἅγιο Μητροφάνη, τόν Πατριάρχη τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τόν ἐκλεκτό τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα. ῾Ο ὑμνογράφος μᾶς ἀφήνει νά τό ὑποψιαστοῦμε μέ ἀσφάλεια. «῾Η πρώτη Σύνοδος θαύμασε τή λάμπουσα χάρη τῶν δωρημάτων τοῦ Πνεύματος πάνω σου, ὅσιε, καί σέ δοξάζει ἀκολουθώντας τήν ψῆφο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ βασιλιᾶ» (ὠδή γ´).

03 Ιουνίου 2022

Ο ΣΟΦΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

Η επίσκεψη στον ογδοντάχρονο Γέροντα ιερέα αποδείχτηκε, όπως συνέβαινε άλλωστε και τις περισσότερες φορές, πολλαπλώς ωφέλιμη. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας αγιασμένος ιερέας, σοφός στον νου και αδαμάντινος στον χαρακτήρα του, αλλά γιατί κι εκεί που επικεντρώθηκε τελικώς η συζήτηση μαζί του, ήταν ό,τι καλύτερο και επωφελέστερο για τους νεώτερους ιερείς που τον είχαμε επισκεφθεί λόγω της ονομαστικής του εορτής. Η σοφία του μαζί με την αγιασμένη βιοτή του, συνδυασμένη με την πολύχρονη, υπέρ τα πενήντα έτη, ιερατική εμπειρία του, αποτελούσαν τα εχέγγυα, ώστε ο λόγος του να έχει βαρύνουσα σημασία, να αποτελεί για τους νεώτερους καθοδηγητικό στοιχείο ζωής και διακονίας.

Πέραν των συνηθισμένων που συνήθως λέγονται κατά τις περιπτώσεις αυτές, όλοι σαν συνεννοημένοι θέσαμε προς συζήτηση στον Γέροντα εκείνο το πρόβλημα που ταλανίζει μάλλον τις περισσότερες ιερατικές συνειδήσεις: την ελλειμματική μετάνοια του συγχρόνου πιστού ανθρώπου, κατεξοχήν μάλιστα όταν αποφασίζει να κάνει το τόλμημα και διαβεί το κατώφλι του ναού για εξομολόγηση των αμαρτιών του.

«Τι γίνεται, Γέροντα», είπε ένας νέος σχετικά ιερέας, που μετρούσε δεν μετρούσε δέκα χρόνια στην ιερωσύνη, «με τον κόσμο σήμερα; Και δεν εννοώ τον κόσμο που δεν πατάει το πόδι του στην Εκκλησία – αυτός θα κριθεί κατά τις επιλογές του: ελεύθερος είναι ο καθένας να ακολουθήσει ή όχι τη χριστιανική πίστη – αλλά αυτόν που θεωρείται πιστός, που εκκλησιάζεται, που δείχνει ότι ο Χριστός μετράει πολύ στη ζωή του;»

«Τι εννοείς, παιδί μου;» είπε ο Γέροντας, χαϊδεύοντας τη μακριά λευκή γενειάδα του, και το φωτεινό βλέμμα του αναπαύτηκε σαν πρωινή ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του νέου.

«Εννοώ, Γέροντα, ότι αυτός ο κόσμος θέλει τον Χριστό, αλλά πολλές φορές παρουσιάζεται στην καθημερινότητά του ως αρνητής του, κάτι που το διαπιστώνει κανείς ιδιαιτέρως όταν έρχεται προς εξομολόγηση, συνήθως στις μεγάλες εορτές. Εκεί παρουσιάζεται το φαινόμενο η εξομολόγηση να καταλήγει μάλλον σε αύξηση των αμαρτιών του εξομολογουμένου, γιατί απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο της εξομολόγησης, που είναι η μετάνοια».

«Ναι, Γέροντα», έσπευσε να προσθέσει και ο άλλος της παρέας. «Έτσι είναι, όπως το λέει ο αδελφός εδώ – το ξέρετε καλύτερα από όλους μας. Δεν νομίζω αυτό να γίνεται μόνο σε μας. Έρχονται πολλοί προς εξομολόγηση, κι ενώ υπάρχει ευκολία μάλλον να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, δεν φαίνεται η απόφαση για αλλαγή τους. Και χωρίς απόφαση αλλαγής και διόρθωσης μπορεί να υπάρχει μετάνοια; Οπότε μάλλον και η συγχωρητική ευχή που τους δίνουμε δεν πρέπει να δίνει ώθηση ανόδου στην πνευματική τους ζωή».

Ακολούθησε μία μικρή σιωπή. Ο Γέροντας σαν να είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις του ή στις προσευχές του. Δεν βιάστηκε να δώσει απάντηση.

«Είναι αλήθεια αυτό που λέτε», είπε στο τέλος. «Αλλά, αν ανεβαίνουν ή όχι πνευματικά – για να σχολιάσω την τελευταία κουβέντα σου, παιδί μου – αυτό δεν το ξέρουμε. Πολλά πράγματα φαίνονται αρνητικά, πολλά διαπιστώνουμε ως ελλείμματα, αλλά ο αληθινός κριτής, γιατί ξέρει τις καρδιές μας, είναι μόνον ο Χριστός και Θεός μας. Θέλω να πω ότι δεν  πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε καταδικαστικές αποφάσεις, έστω κι αν φαίνεται ότι κάτι δεν λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζουμε. Εκείνος βρίσκει τρόπους να διεισδύει στις ανθρώπινες καρδιές, αρκεί να βρει μία μικρή χαραμάδα, μία ελάχιστη ρωγμή, ένα ίχνος ταπείνωσης… Και δεν φανερώνει άραγε κάποια  ταπείνωση η απόφαση ενός να εξομολογηθεί; Μη ξεχνάτε ότι την απόφαση του πιστού να εξομολογηθεί την πολεμάει λυσσαλέα ο Πονηρός. Γιατί ξέρει ότι κατεξοχήν εκεί διαλύονται οι όποιοι ιστοί έχει στήσει στις ανθρώπινες ψυχές. Του ψιθυρίζει ύπουλα ότι ο παπάς, ο πνευματικός, είναι και αυτός άνθρωπος με αμαρτίες. Τι θα πας να πεις σ’ αυτόν; Ή αντίθετα: όταν βλέπει τον σεβασμό του ανθρώπου στον παπά του, του υποβάλλει τον λογισμό να μην πάει, γιατί τι εικόνα θα σχηματίσει γι’ αυτόν εκείνος; «Θα ξεπέσεις στα μάτια του» – είναι το πιο συνηθισμένο που του σφυρίζει. Ακόμη και η ευκολία που έχουν ορισμένοι να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, όπως είπατε, και αυτή έχει ένα στοιχείο γενναιότητας.  

«Ναι, Γέροντα», είπε ένας  από τους συζητητές. «Η ντροπή που νιώθουν πολλοί για την ομολογία των αμαρτιών τους κάνει άλλους να κρύβουν τις πιο βαριές θεωρούμενες αμαρτίες, και άλλους να τις εκφράζουν μεν όλες και μάλιστα εύκολα, αλλά με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνουν όλοι, συνεπώς είναι φυσικό να αμαρτάνουν. Οπότε όντως λείπει τελικώς το στοιχείο της μετάνοιας». 

«Για να μην παρεξηγηθούμε», θέλησε άλλος κληρικός να πει, «δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν και εκείνοι που έρχονται με πλήρη συναίσθηση, με απόφαση για διόρθωση, με αληθινή μετάνοια. Μην τους βάζουμε όλους στο ίδιο… τσουβάλι».

«Ασφαλώς, ασφαλώς», έσπευσαν όλοι να επιβεβαιώσουν. «Απλώς η διαπίστωση είναι για πολλούς, κι έχω την εντύπωση, για τους περισσοτέρους».

Ο Γέροντας πήρε πάλι τον λόγο. «Ακούστε, παιδιά μου. Το ξέρετε, δεν θέλω να σας κάνω τον δάσκαλο, αλλά είναι πολλά τα θέματα, πολλές οι διαστάσεις της εξομολόγησης, πρέπει λοιπόν να την αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή και ευθύνη. Γιατί αγγίζει τα άγια των αγίων που είναι η καρδιά του ανθρώπου. Και για να κερδίσει αυτήν την καρδιά ο Κύριος, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κι έχυσε και το πανάγιο αίμα Του γι’ αυτήν. Πρέπει λοιπόν, το ξαναλέω, να είμαστε πολύ συγκαταβατικοί στους ανθρώπους. Ακόμα και για την ντροπή που νιώθουν οι πολλοί. Δεν είναι φυσικό; Όταν πάμε κι εμείς για εξομολόγηση, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει κληρικός που να μην εξομολογείται, δεν νιώθουμε την ίδια ντροπή; Αλλά όση ντροπή έχουμε, τόση χάρη και παίρνουμε. Την ντροπή που καταθέτουμε, την μεταποιεί σε δόξα και στεφάνι για εμάς ο Κύριος. Δεν είναι λοιπόν καταρχάς ντροπή η… ντροπή. Το αντίθετο.

Από την άλλη, δεν έχουμε ευθύνη οι κληρικοί για την άγνοια που έχουν οι χριστιανοί μας πολλές φορές όχι μόνο σε θέματα πίστεως, αλλά και σ’ αυτά τα πρακτικά που είναι όμως και τα πιο ίσως σωτήρια; Τους έχουμε ενημερώσει σωστά; Τους λέμε πώς γίνεται η σωστή εξομολόγηση; Τους καθοδηγούμε στο να διαβάζουν τους βίους των αγίων μας ή τα πατερικά μας κείμενα που μας ανοίγουν τα μάτια για το μεγάλο αυτό μυστήριο της μετανοίας; Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη και μη ακραιφνώς χριστιανικές πηγές, για να εξηγήσουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι το άνοιγμα της ψυχής του ανθρώπου σε έναν συνάνθρωπο, ο οποίος μάλιστα έχει τη δοσμένη από τον Κύριο εξουσία του «αφιέναι αμαρτίας»; Ο κόσμος γιατί καταφεύγει σε ψυχολόγους και σε ψυχιάτρους; Διότι έχει την ανάγκη αυτήν, αλλά δεν την βρίσκει πολύ συχνά σε μας τους κληρικούς. Κι είναι τεράστιο θέμα κι αυτό, γιατί δηλαδή δεν πάει στον παπά και πάει στον ψυχολόγο. Και δεν εννοώ τον πιστό που όντως πάσχει από κάποια ψυχικά νοσήματα, που έτσι κι αλλιώς χρειάζεται τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο, αλλά και έναν από τους υγιείς ψυχικά θεωρούμενους πιστούς. Μολονότι βεβαίως υγιής ψυχικά καθόλα είναι μόνον ένας προχωρημένος πιστός πνευματικά, ένας αληθινός άγιος.

- Φταίμε κι εμείς, φταίμε κι εμείς πολύ», σαν να μονολογούσε ο λευκασμένος ιερέας κι έσκυψε το κεφάλι του, για να κρύψει ίσως και κάποιο δάκρυ του.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Όλοι ένιωθαν ότι είχε βαρύνει λόγω της σοβαρότητας του θέματος, γι’ αυτό και κανένας δεν ήθελε να τη συνεχίσει.  Οι περισσότεροι ασχοληθήκαμε με το γλυκό που ήδη μας είχε σερβιρισθεί, κι υψώσαμε το αναψυκτικό να ευχηθούμε.

«Στην υγειά σας, Γέροντα. Χρόνια πολλά και ευλογημένα».

«Ευχαριστώ, παιδιά μου», είπε ο εορτάζων. «Καλό παράδεισο σε όλους».

«Θα σας πω και κάτι ακόμα», κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε, σαν να ήθελε να αποφορτίσει λίγο την ατμόσφαιρα. «Το θέμα αυτό είναι τεράστιο όπως είπαμε, και θα ’πρεπε να συζητηθεί σε ιερατική σύναξη, κι όχι μόνο μία φορά. Μάλλον να ξανασυζητηθεί, γιατί έχουν γίνει τέτοιου είδους συνάξεις. Θέλω όμως να πω κάτι που έχει και μία φαιδρή διάσταση, μέσα έστω στη σοβαρότητά του».

Όλοι σταμάτησαν και έστρεψαν με τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσουν και πάλι τον Γέροντα ιερέα.

«Λοιπόν, πρόκειται για μία περίπτωση ενός άντρα, ο οποίος μετά τα πρώτα χρόνια της συζυγίας του άρχισε να βλέπει τα σημάδια κόπωσης στην έγγαμη ζωή του. Αλλά ήλθε για εξομολόγηση με διάθεση εγωιστική, με έλλειψη μετανοίας, που είπατε και προηγουμένως».

«Τι ήταν λοιπόν Γέροντα;» είπε ο νεώτερος με αδημονία.

«Μπήκε λοιπόν ο άνδρας αυτός και άρχισε μετά από λίγο να κατηγορεί τη γυναίκα του. Θεωρούσε ότι η γυναίκα του τον παραμελεί, γιατί είχε ρίξει το βάρος της στα παιδιά τους και τη δουλειά της. Εργαζόταν και εκείνη. Δυστυχώς, δεν έβρισκε και κάποια δικαιολογία. Όλα της γι’ αυτόν ήταν στραβά κι ανάποδα. Και είχαν ξεκινήσει με μεγάλο έρωτα. Με πάθος τεράστιο, όπως είπε. Καθώς λοιπόν έλεγε τα τρωτά της συζύγου του και  πόσο τελικά δεν του αξίζει, του έκανα την παρατήρηση που κάνουμε όλοι οι πνευματικοί σε παρόμοιες περιπτώσεις: παρακαλώ, περιοριστείτε σε εσάς τον ίδιο. Τις δικές σας αμαρτίες παρακαλώ να πείτε. Αφήστε τη γυναίκα σας. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε το ίδιο… βιολί».

Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά νερό ο ιερέας, έξυσε λίγο τον κρόταφό του και χάιδεψε και πάλι τη γενειάδα του.

«Τότε λοιπόν του ετοίμασα ένα… χουνέρι. Του ζήτησα συγγνώμη στο τέλος, ζήτησα συγγνώμη και από τον Κύριο, μα ήταν νομίζω ο μόνος τρόπος να καταλάβει το εσφαλμένο της υποτιθέμενης εξομολόγησής του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε κάνει και ο αββάς του Γεροντικού με το… αλλοιωμένο «Πάτερ ημών» που είπε στον καλόγερο που αρνιόταν να συγχωρήσει τον συνασκητή του; «Και μη αφίης τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

«Τι κάνατε, Γέροντα; Ποιο το… χουνέρι;»

Χαμογέλασε ο ιερέας. «Λοιπόν, στο τέλος, αφού τελείωσε κάποια στιγμή, σηκώθηκα να του διαβάσω την ευχή: «Δέσποτα, Κύριε ο Θεός ημών», είπα αργά και καθαρά. «Πρόσδεξαι την εξομολόγησιν της δούλης σου Μαρίας, δι’ εμού του αναξίου και αμαρτωλού…».

Εκείνος σαν να τα ’χασε. «Πάτερ», έβγαλε το κεφάλι του από το πετραχήλι θορυβημένος. «Τι λέτε; Μαρία λένε τη γυναίκα μου».

«Το ξέρω, παιδί μου», του είπα. «Αλλά εγώ την εξομολόγηση της γυναίκας σου άκουσα, συνεπώς εκείνης την ευχή διαβάζω»!!!

Η ατμόσφαιρα γέμισε γέλια. Όλοι χαλάρωσαν, αλλά… ο προβληματισμός για το σπουδαίο θέμα της εξομολόγησης μάλλον εντάθηκε…

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο Γέροντα  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις -  λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.