Η γερόντισσα με πολύ
κόπο και αργά αργά, κρατώντας το μπαστουνάκι της, μπήκε στο εξομολογητάρι. Ο
ιερέας τη βοήθησε να καθίσει, ενώ ένιωσε την ανάγκη να φιλήσει κι αυτός το χέρι
της, όταν εκείνη με μεγάλη ευλάβεια φίλησε πρώτη το δικό του.
«Τι κάνετε, κυρία Σοφία
μου;», είπε ο ιερέας, ατενίζοντας με μεγάλο σεβασμό το αγαθό πρόσωπο, με τις
πολλές ρυτίδες αλλά και με τα ολοφώτεινα μάτια. «Τα καταφέρατε να έρθετε».
Ο ιερέας ήξερε πολύ
καιρό τη γερόντισσα. Ήταν από τους ανθρώπους που στηρίζουν τον κόσμο με τις
προσευχές τους – γι’ αυτούς που λένε οι άγιοι ότι προς χάρη τους μάλλον ο Θεός
συνεχίζει να παρατείνει τον χρόνο και να δίνει ευκαιρίες μετανοίας -
που κάνουν τον Θεό να χαίρεται γιατί υπάρχουν, που ομορφαίνουν τη γη που πατούν
και τον αέρα που αναπνέουν.
«Τα κατάφερα, γιε μου,
πατέρα μου», είπε η γερόντισσα. «Δεν νιώθω καλά να έχει περάσει τόσος χρόνος
χωρίς την ευχή, και να κοινωνώ έτσι, ανεξομολόγητη».
«Μα, κυρία Σοφία μου,
εσείς εξομολογείσθε. Σας έχω ξαναπεί ότι δεν χρειάζεται εξομολόγηση κάθε φορά
πριν από τη Θεία Κοινωνία, για εσάς μάλιστα, και για άλλους σαν εσάς, που
κοινωνούν τόσο τακτικά, σχεδόν κάθε φορά που τελείται Θεία Λειτουργία. Η
εξομολόγηση στον πνευματικό είναι υποχρεωτική και απαραίτητη, για εκείνον που
κοινωνεί πολύ αραιά, και συνεπώς πρέπει να ελέγξει λίγο τον εαυτό του, ώστε η
Θεία Κοινωνία να μην του γίνει «εις κρίμα ή εις κατάκριμα».
«Ναι, πάτερ, το έχω
καταλάβει. Πολύ συχνά μας το λέτε στον λόγο σας, όπως και πολύ συχνά το έχετε
πει και σ’ εμένα. Πόση ανακούφιση, πόση παρηγοριά μου έχει δώσει
αυτό! Να μπορώ κάθε φορά που μας προσφέρεται ο Χριστός μας, εγώ, η
ανάξια και γεμάτη αμαρτίες, να μπορώ να παίρνω τον Κύριο μέσα μου…», είπε η
μεγάλη γυναίκα και αναλύθηκε σε δάκρυα.
«Μόνο, κυρία Σοφία, να
κάνετε αυτό που επίσης έχουμε πει».
«Ποιο;»
- ανασηκώθηκε το γεροντικό αγιασμένο κεφάλι.
«Να μη ξεχνάμε, κι
εσείς κι εγώ και όλοι μας, να εξομολογούμαστε με τον διπλό άλλο
τρόπο που υποδεικνύει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: πάντοτε, καθημερινά στον
Χριστό μας, ώστε να επισημαίνουμε τα λάθη και τις αμαρτίες της κάθε ημέρας,
ζητώντας Του συγγνώμη, και μαζί με αυτό, παρακαλώντας Τον να μας δίνει δύναμη
να ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Θυμάστε που το κηρύσσουμε κι αυτό; Δεν
είναι δηλαδή μόνο η εξομολόγηση στον παπά: αυτό πρέπει να γίνεται κατά καιρούς,
αλλά ως κατάληξη της αληθινής μετάνοιάς μας. Το σημαντικότερο
μάλιστα, κ. Σοφία μου, είναι το δεύτερο: ο Χριστός μας χαίρεται και θεωρεί
γνήσια εξομολόγηση, την εξομολόγηση με την ίδια τη ζωή μας. Γιατί - αναστέναξε
ο πνευματικός – δυστυχώς υπάρχουν χριστιανοί μας που μπορεί να εξομολογούνται
στον παπά, αλλά συνεχίζοντας χωρίς συναίσθηση την προηγουμένη εγωιστική και
αμαρτωλή τους ζωή. Τέλος πάντων! Τι έχετε να εξομολογηθείτε τώρα, κ. Σοφία;»
Η γερόντισσα άνοιξε την
καρδιά της. Μία καρδιά γεμάτη μύρο ευωδίας, μολονότι εκείνη την έβλεπε
«σπήλαιον ληστών». Τελείωσε σε λίγα λεπτά, σκουπίζοντας με το μαντήλι της τα
δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. «Είμαι πολύ αμαρτωλή, πάτερ.
Απορώ πώς με ανέχεται ο Κύριος;» απόσωσε.
Ο ιερέας της είπε τα
απαραίτητα, την παρότρυνε στην άσκηση της πνευματικής της ζωής, την παρεκάλεσε
να προσεύχεται και γι’ αυτόν. Σηκώθηκε να της διαβάσει τη συγχωρητική ευχή.
«Μη σηκώνεστε, κ.
Σοφία», της είπε συγκαταβατικά. «Ξέρω τα προβλήματα της υγείας σας, οπότε θα
σας διαβάσω την ευχή έτσι καθιστή που είστε».
Της διάβασε την ευχή
και έτεινε το χέρι του να την βοηθήσει να φύγει. Μα η γερόντισσα δεν έδειχνε να
έχει τέτοια διάθεση.
«Πάτερ», είπε. «Θέλετε
να σας πω την ιστορία της ζωής μου; Γνωριζόμαστε καιρό, αλλά δεν έτυχε μέχρι
τώρα να γίνει αυτό. Πέρασα πολλά βάσανα από μικρή, οι γονείς μου με πάντρεψαν
σχεδόν με το ζόρι, μικρούλα όταν ήμουνα, και…».
Δεν πρόλαβε να
ολοκληρώσει, γιατί ο ιερέας με μεγάλη στοργή έπιασε απαλά τον ώμο της και της
είπε: «κ. Σοφία μου, θα το ήθελα να σας ακούσω, αλλά όχι τώρα. Κάποια στιγμή
που θα έχουμε μεγαλύτερη άνεση, γιατί τώρα περιμένει αρκετός κόσμος για
εξομολόγηση και αδημονεί. Είναι και κάποιοι λίγο πιο νευρικοί, που όταν υπάρχει
καθυστέρηση, εκφράζουν την αγανάκτησή τους πιο έντονα. Μην τους βάζουμε σε
πειρασμό, κ. Σοφία μου».
Σαν να έπεσε από τα
σύννεφα η γερόντισσα.
«Συγγνώμη, πάτερ μου»,
είπε θορυβημένη. «Δεν είχα καταλάβει ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος έξω. Νόμιζα
ότι ήσασταν μόνος σας. Ίσως γιατί με είδαν στην κατάσταση που είμαι,
κι όλοι μου παραχώρησαν τη θέση τους. Συγγνώμη, πάτερ, είμαι ασυγχώρητη».
«Δεν πειράζει, κ.
Σοφία. Ανθρώπινο. Δεν κάνατε και καμιά… ιδιαίτερη αμαρτία!»
Σηκώθηκε η κ. Σοφία, η
αγαθή γερόντισσα με τον ουρανό στην καρδιά. «Απλώς ήθελα, πάτερ, να καθίσω λίγο
μαζί σας να περάσει και η ώρα σας καθώς περιμένετε για
εξομολόγηση. Σας είδα… μοναχούλη, και σκέφτηκα να σας κάνω
παρεούλα».
Ο ιερέας ξεπροβόδισε
χαμογελώντας τη γερόντισσα. Κάποια κυρία αμέσως έσπευσε να τη
βοηθήσει.
(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)