14 Ιουνίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ (13 ΙΟΥΝΙΟΥ)

«Η αγία Ακυλίνα έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Βύβλο, πόλη της Παλαιστίνης. Ήταν κόρη ένδοξου άνδρα που ονομαζόταν Ευτόλμιος, ενώ βαπτίστηκε χριστιανή από τον επίσκοπο Ευθάλιο. Από δεκαπέντε ετών καθοδηγούσε τις φίλες και συνομήλικές της κοπέλες προς την πίστη του Χριστού και τις δίδασκε να απέχουν από τα είδωλα. Γι᾽ αυτό  και κατηγορήθηκε στον ανθύπατο Ουλοσιανό από κάποιο Νικόδημο. Οδηγήθηκε σε εξέταση και εκεί ομολόγησε το όνομα του Χριστού. Τότε δόθηκε εντολή να την κτυπήσουν, ενώ τρύπησαν τις ακοές της με σιδερένιες πυρωμένες σούβλες τόσο πολύ, ώστε και να τρέχουν αίματα από τα ρουθούνια της και να πυρωθεί εσωτερικά όλο το κεφάλι της. Έπειτα αποφάσισαν να την κτυπήσουν με ξίφος, οπότε της έκοψαν το κεφάλι και έτσι εκδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή της στο αγιότατο Μαρτυρείο της, που βρίσκεται στην περιοχή του Φιλοξένου».

Κάθε φορά που η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη μιας μικρής κοπέλας μάρτυρος, θαυμάζει κανείς και απορεί πώς είναι δυνατό ένα μικρό κορίτσι να αντέξει τόσα βασανιστήρια χωρίς να δειλιάσει και να υποταχτεί στον αντίπαλο. Αυτήν την απορία είναι γνωστό ότι την είχε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν το 1987 του εμφανίστηκε η αγία μεγαλομάρτυς Ευφημία, για να πάρει ως απάντηση στην απορία και τον θαυμασμό του ότι αφενός τούτο είναι κατορθωτό με τη χάρη του Θεού, αφετέρου με την αγάπη που καίει στην καρδιά του πιστού για τον ίδιο τον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικά μάλιστα τα λόγια της αγίας: «Αν ήξερα τι ο Θεός μου επεφύλασσε, θα έλεγα ποτέ να μην τελείωναν τα βασανιστήριά μου». Η απάντηση της αγίας βεβαίως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παραλλαγή των λόγων του αποστόλου Παύλου «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν ισοφαρίζονται τα παθήματα της παρούσης ζωής προς τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί μελλοντικά. Ό,τι περνάμε εδώ σαν βάσανα και δοκιμασίες, και μάλιστα για το όνομα και την αγάπη του Χριστού, και κάνουμε υπομονή χωρίς να βλασφημούμε και να γογγύζουμε, αυτά τα βάσανα μάς ετοιμάζουν «αιώνιον βάρος δόξης».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επανειλημμένως τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Βλέπει δηλαδή ότι θεμέλιο και αιτία της υπομονής της αγίας στα μαρτύρια που υπέστη και με τα οποία νικήθηκε ο εχθρός διάβολος και τα όργανά του, ήταν ο βαθύς έρωτάς της για τον Κύριο. «Πληγώθηκες από τον θεϊκό έρωτα αληθινά, πάνσεμνε. Γι᾽ αυτό και υπέμεινες με δύναμη τις πληγές και τους μεγάλους πόνους» (ωδή γ´). Προχωρεί μάλιστα τη σκέψη του, λέγοντας ότι η μικρή Ακυλίνα θεωρούσε τα παθήματά της εξεικονισμό των παθημάτων του Χριστού και προίκα που πρόσφερε στον νυμφίο της. Με άλλα λόγια τα θεωρούμενα αρνητικά: τα μαρτύρια του σώματος, τα μεταποιούσε με την πίστη και τον χαριτωμένο λογισμό της σε θετικά: μετοχή στο Πάθος του Χριστού και προσφορά στον αγαπημένο της. «Κυριαρχημένη, πανεύφημε, από τον έρωτα του Δημιουργού σου, εξεικόνισες στο σώμα σου τα παθήματα Εκείνου» (στιχηρό εσπερινού). «Πρόσφερες ως προίκα στον Νυμφίο σου, πάνσεμνε, τα κτυπήματα των μελών του σώματός σου» (στιχηρό εσπερινού).

Το μαρτύριο της αγίας, για τον άγιο υμνογράφο, ήταν βεβαίως συνέχεια και προαγωγή της θεοφιλούς ζωής της. Η αγία αγωνίστηκε στο μικρό διάστημα που έζησε πάνω στη γη να κρατήσει την καθαρότητα της ψυχής της, δηλαδή την ομορφιά από τη χάρη του αγίου Πνεύματος που  έλαβε κατά το άγιο βάπτισμά της – τότε είναι ωραίος ο άνθρωπος, όταν έχει στην ύπαρξή του τη χάρη του Θεού – την οποία ομορφιά αύξησε πολλαπλασίως με τη θυσία της ίδιας της ζωής της. «Απέκτησες τη χάρη του αγίου Πνεύματος, καθώς κράτησες την ψυχή σου καθαρή, ένδοξε, και έγινες ωραιότατη με τα στίγματα του σώματός σου» (ωδή α´). Κι αλλού ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι το μαρτύριο της αγίας ήταν το διάδημα στην όλη λάμψη των αρετών που την διακατείχε, με αποτέλεσμα να γίνει νύμφη του Κυρίου αμίαντη και άφθορη. «Φλέχτηκες από το θείο φως των αρετών και κοσμήθηκες, σεμνή, ένδοξα από το διάδημα των αθλητών, οπότε ωραία κατά το κάλλος που δίνει η πίστη, έγινες νύμφη αμίαντη και άφθορη πράγματι του παντοκράτορα Κυρίου» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν παύει να τονίζει παράλληλα με την προαγωγή της αγίας ως νύμφης Χριστού και τη νίκη που κατήγαγε απέναντι στον διάβολο και τα όργανά του. Μπορεί η ίδια να ήταν ένα κορίτσι με ασθενικό σώμα, αλλά το γενναίο φρόνημά της λόγω της θερμής αγάπης της προς τον Χριστό και της ενίσχυσης της χάρης Εκείνου, την έκανε να είναι σαν μέγας και κυρίαρχος στρατηλάτης. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε στρατηλάτες πνευματικούς τους νέους άνδρες, σαν τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γεώργιο, τους αγίους Θεοδώρους. Τους εξεικονίζουμε μάλιστα πάνω σε άλογα να τρυπάνε τον νικημένο δράκοντα, τον διάβολο. Μα εξίσου η υμνολογία της Εκκλησίας μας προβάλλει και τις νέες κοπέλες μάρτυρες, σαν την αγία Ακυλίνα. Θα μπορούσαμε και αυτήν να την εξεικονίσουμε πάνω σε άλογο, τη γενναία ψυχή της δηλαδή και τη χάρη του Θεού, να καταβάλει  τον υπερήφανο δράκοντα. «Τον υπερήφανο δράκοντα εσύ, παρόλη την ασθενική σου σάρκα, τον κατέβαλες, καθώς αρίστευσες λαμπρότατα και αφάνισες το θράσος των τυράννων» (ωδή δ´). Είναι αλήθεια: η πίστη και η βαθειά αγάπη προς τον Χριστό μεταποιεί και τον πιο αδύναμο άνθρωπο κυριολεκτικά σε λιοντάρι. Αρκεί να κρατάει το σώμα του καθαρό από σαρκικές αμαρτίες και την καρδιά του ενωμένη με τον Χριστό. Σαν την αγία Ακυλίνα: «Έχοντας το σώμα σου καθαρό από αμαρτίες και την καρδιά σου ενωμένη με τον Κύριο, παραστάθηκες ενώπιον δικαστικών βημάτων, ελέγχοντας, θεόφρον αγνή, τον ανόητο τύραννο» (ωδή ζ´).

12 Ιουνίου 2022

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

«ΒΑΣΙΛΕΥ ΟΥΡΑΝΙΕ, ΠΑΡΑΚΛΗΤΕ...»

«Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός· ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος, καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν».

(Οὐράνιε Παρηγορητή μας Βασιλιά, Σύ πού εἶσαι τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, πού εἶσαι παντοῦ παρών καί γεμίζεις τά πάντα μέ τήν παρουσία Σου, ἔλα καί κατοίκησε μέσα μας κι ἀνάμεσά μας, καί καθάρισέ μας ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά, καί σῶσε, ἀγαθέ, τίς ψυχές μας).

Τό στιχηρό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ καί δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ἀποτελεῖ μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» τήν πιό γνωστή προσευχή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν προσευχή αὐτή μάλιστα ἀρχίζει κάθε ἀκολουθία, ὅπως καί μέ αὐτήν ξεκινᾶ τήν κάθε προσευχή του καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός. Ἀπευθύνεται στό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τήν πηγή τῆς Θεότητος, τόν Πατέρα, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπό Ἐκεῖνον, πού σημαίνει δέν ἔχουμε ἀσφαλῶς τρεῖς Θεούς, κάτι πού συνιστᾶ καταδικασμένη αἵρεση ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἄλλον τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Ἑνός κατά τή φύση καί τήν Οὐσία Του Θεοῦ.

 Ὁ Τριαδικός Θεός μας δηλαδή, κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου μας, (ἡ ὁποία σκιωδῶς ἐμφαίνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη: ἄς θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τή φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ), εἶναι Ἕνας, ἀλλά καί τρεῖς· Ἕνας κατά τή φύση Του, Τρεῖς κατά τίς ὑποστάσεις Του - ὁ Θεός μας ἔχει τή δυνατότητα νά ζεῖ καί ὡς Πατέρας καί ὡς Υἱός καί ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, ἤ κατά τά λεγόμενα ἰδιώματα πού ἀναφέραμε, ὡς ἀγέννητος, ὡς γεννητός καί ὡς ἐκπορευτός. Κι αὐτό ὄχι κατά συγκυρία, δηλαδή ἄλλοτε ὡς Πατέρας ἤ ἄλλοτε ὡς Υἱός καί ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, σάν νά ἔχει τρεῖς «μάσκες», τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν, ἀλλά ἔτσι Τριαδικός ζεῖ ἀενάως, ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, χωρίς νά χάνεται ποτέ τό ἴδιον τοῦ καθενός. Ὅπως τό ἀπεκάλυψε ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τό ἀποκαλύψει, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεός: «ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί». Γι’ αὐτό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς Θεός καί Κύριος, εἶναι ὁ Οὐράνιος Βασιλέας· εἶναι ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν· εἶναι ὁ θησαυρός τῶν πιστῶν ἀνθρώπων καί πού δινει ζωή στούς πάντες καί στά πάντα, ἀντιστοίχως ὅπως καί τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Καί καλό νά εἶναι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι κατά τήν πίστη μας, τή θεμελιωμένη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά  Παράδοση, ὁ Θεός μας εἶναι μέν Τριαδικός, ἀλλά μέ κοινή ἐνέργεια καί τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων - ὅπου δρᾶ ὁ Θεός δρᾶ πάντοτε τριαδικά: «ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα». Τό ξεχωριστό τῆς δράσεως τοῦ κάθε Θείου Προσώπου ἔγκειται, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στό γεγονός ὅτι σέ κάθε «ἐποχή», (ὅπου ὡς ἐποχή νοεῖται ἡ κάθε ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου: Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη, ἐποχή Ἐκκλησίας), ἔχουμε τό κάθε Πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος νά διακονεῖ τήν κοινή ἐνέργεια ὅλης τῆς Θεότητος, πού σημαίνει ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός Πατέρας ἦταν Ἐκεῖνος πού διακονοῦσε τήν κοινή ἐνέργεια ὅλων τῶν Προσώπων· στήν Καινή Διαθήκη ὁ Θεός Υἱός ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ· στήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός Ἅγιον Πνεῦμα.

Μέ τήν Πεντηκοστή ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο, σταλέν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό,  ἔχει ὡς ἔργο νά καθιστᾶ οἰκεῖο καί ἐσωτερικό στόν ἄνθρωπο τό ἔργο σωτηρίας πού ἐπιτέλεσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, χωρίς τή δράση αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά εἴχαμε μέν σωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἡ σωτηρία αὐτή θά παρέμενε ξένη καί «ἄγνωστη» γιά ἐμᾶς, πού θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας σήμερα, ὄντως ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής μας, εἶναι τό Παράκλητον Πνεῦμα. Κι ὅπως σημειώνει σύγχρονος Θεολόγος ἐπ’ αὐτοῦ, «ὅταν ἐμεῖς σήμερα κραυγάζουμε «Θεέ μας», στήν πραγματικότητα ἀναφερόμαστε στό Πνεῦμα Αὐτό, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὄχι μόνον, τό σημείωνε μέ ἔνταση: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» - κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό, παρά μόνον μέ τόν φωτισμό καί τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος τό εἶχε ὑπονοήσει τοῦτο, ὅταν ἔλεγε ὅτι δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς. Θά ξανάρθω σέ σᾶς, ἔλεγε στούς λυπημένους μαθητές Του, ἐννοώντας ἀκριβῶς τήν ἔλευσή Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι τή Δευτέρα Του Παρουσία.

 Ὁπότε μέ τό Πνεῦμα Αὐτό δέν εἴμαστε ὀρφανοί. Γιατί τοῦτο ἔρχεται καί κατοικεῖ στήν καρδιά μας, ἰδίως ἀπό τήν ὥρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας, κατά τό ὁποῖο καθιστάμεθα μέλη Χριστοῦ,  καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά πού ἀποτελεῖ φράγμα καί τροχοπέδη γιά τήν «ἀνάπαυσιν» τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας. Κι αὐτή ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος πού ἐνεργοποιεῖ τόν Χριστό καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσα μας, δέν χάνεται εὔκολα. Μπορεῖ νά ἁμαρτάνουμε δυστυχῶς καί μετά τό βάπτισμά μας, ἀλλά τό Πνεῦμα αὐτό τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ διαρκῶς σέ μετάνοια, ἡ ὁποία γίνεται πράξη καί γεγονός, ὅταν ἀνταποκριθεῖ καί ἡ δική μας βούληση, μέ ἀποτέλεσμα καί πάλι νά «ἐπανεμφανίζεται» τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἐνεργή καί αἰσθητό. Κι εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε ὅτι τελικῶς μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά καθαρίσει τίς ψυχές μας ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό – «Νοῦν καθαρίσαι μόνου τοῦ ἁγίου Πνεύματός ἐστι» (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς) – γι’ αὐτό κι ἐκεῖνες οἱ φωνές πού μιλᾶνε κατά καιρούς γιά «κάθαρση» τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοώντας την μέ ἕναν ἐξωτερικό τρόπο κατά τά ἀνθρώπινα πρότυπα, μόνον κάθαρση δέν μπορεῖ νά εἶναι. Ἐκκαθάριση ναί, ὄχι ὅμως κάθαρση ἐσωτερική καί πνευματική, πού μόνη αὐτή φωτίζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐκφράζει τό ταπεινό καί ἁγνό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας. Μία τέτοια διαδικασία πού παραπέμπει μονίμως στή μετάνοια εἶναι καί αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει ὡς σωτηρία, κι αὐτό θά πρέπει νά ἀποτελεῖ τή μόνιμη ἐπιλογή τῆς ζωῆς μας.

11 Ιουνίου 2022

«ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ…»

Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει ῾εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν᾽ (᾽Ιωάν. 16, 13).

῎Ετσι τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο ῾ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας᾽ καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας, κατά συνέπεια ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή ἔκτοτε στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽. Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ - ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: ῾Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ᾽ (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός ῾ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας᾽.

Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς ζωντανοῦ σώματός Του ἀπό τόν ῎Ιδιο. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: ῾᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς᾽ (᾽Ιωάν. 16, 7).

῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό - ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44) - καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι ῾οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι ῾οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι ῾σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽. Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.

 Τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται ἐν συνεχείᾳ εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα; Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν ῾εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα᾽. Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ῾Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ᾽ (Ρωμ. 9, 16).

Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει νά ἀρχίσει μέ τή χάρη τοῦ θεοῦ τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.

Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό ῾ἐλεύθερο᾽ νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τόν φωτισμό καί τή θέωση.

Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν ῾κανονίζουμε᾽ στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού ῾βιαζόταν᾽ ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.

Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε ῾συγκληρονόμοι Χριστοῦ᾽ (Ρωμ. 8, 17).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ

«Ο άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξε στους Ινδούς – τους επικαλουμένους «Ευδαίμονες» - και τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Τον οδήγησαν σε σταυρικό θάνατο στην Αλβανούπολη και τελειώθηκε ένδοξα. Στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα μέσα σε λάρνακα από μόλυβδο. Η Θεία Πρόνοια όμως δεν επέτρεψε να βυθιστεί το μαρτυρικό άγιο λείψανό του και το έφερε μέχρι τη Σικελία, στη νήσο Λίπαρη, όπου και το φανέρωσε στους πιστούς, οι οποίοι και τον έθαψαν. Η τιμία σορός του, ως ένα είδος πηγής, επιτελούσε πολλά θαύματα και όσοι προσέρχονταν με πίστη σ’ αυτήν  θεραπεύονταν άμεσα από οποιοδήποτε νόσημά τους, οπότε και επανέρχονταν σπίτι τους με χαρά και ευφροσύνη.

Ο άγιος Βαρνάβας που ονομάζεται και Ιωσής σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου κι έγινε φίλος και συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου. Το όνομά του Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως», υιός παρηγοριάς και δύναμης δηλαδή, και ανήκοντας οικογενειακά στη φυλή Λευί των Ιουδαίων γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο της Κύπρου. Ο άγιος Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού πρώτα στα Ιεροσόλυμα κι έπειτα στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια. Βρέθηκε πάλι στην Κύπρο, όπου Ιουδαίοι και Έλληνες λόγω της χριστιανικής δράσεώς του τον λιθοβόλησαν και τον έριξαν σε φωτιά να καεί. Ο ανιψιός του Μάρκος, ο απόστολος και ευαγγελιστής, συνέλεξε τα λείψανά του και τα έθεσε σε σπήλαιο, οπότε και εξέπλευσε προς την Έφεσο, όπου ήταν εκεί ο αδελφικός φίλος του Βαρνάβα Παύλος, στον οποίο και ανήγγειλε το μαρτυρικό τέλος του. Ο Παύλος έκλαυσε τον φίλο του για πολύ. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας τάφηκε μαζί με το ευαγγέλιο του Ματθαίου που αντέγραψε με τα χέρια του, το οποίο και βρέθηκε αργότερα μαζί με το αποστολικό σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί της Κύπρου πήραν ως προνόμιο να μην υπόκειται το νησί τους σε κάποιον από τους άλλους επισκόπους, αλλά η χειροτονία να γίνεται από τον δικό τους επίσκοπο».

Διπλή η προσέγγιση των αγίων μεγάλων αποστόλων του Κυρίου, Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη. Προσέγγιση μεμονωμένη για τον καθένα, προσέγγιση κοινή και για τους δύο. Ποιο το κοινό που τους ενώνει;  Ασφαλώς το γεγονός ότι και οι δύο είναι άμεσοι απόστολοι και μαθητές του Κυρίου:  ο Βαρθολομαίος ανήκοντας στους δώδεκα, ο Βαρνάβας ανήκοντας στους εβδομήκοντα μαθητές Του. Συνεπώς και οι δύο κλημένοι από Εκείνον, κατά τη ρήση Του:  «δεν με εκλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα για μαθητές μου»˙ όπως και οι δύο μέτοχοι της φλόγας του Παναγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής˙ κι ακόμη: και οι δύο σταλμένοι από τον Κύριο να κηρύξουν σε όλη την κτίση το άγιο ευαγγέλιό Του, μένοντας πιστοί σ’ αυτό «ἄχρι θανάτου» - μαρτυρικό το τέλος και των δύο.

Η εκτίμηση του αγίου Θεοφάνους στο δοξαστικό των αίνων του όρθρου είναι ό,τι καλύτερο για τους γνήσιους μαθητές του Κυρίου: αποτελούν με την απόλυτη ένωσή τους μαζί Του τα ζωντανά και εύφορα κλήματα που φέρουν τον ώριμο και ωραίο καρπό, εκείνο το σταφύλι που το τρώνε οι πιστοί και ευφραίνονται με τη γεύση του – οι άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας πλήρως ταυτισμένοι με τον Κύριο και «ανοικτοί» στον χυμό και τη ζωή Του βεβαίωσαν την αλήθεια αυτή με το κήρυγμά τους και τη θυσία τους που μεταποιήθηκε σε εμπειρία και γεύση και ζωή για τους υπόλοιπους πιστούς. «Όπως προείπε στα Ευαγγέλια η σοφία του Θεού, δηλαδή ο Χριστός ο αιώνιος Λόγος του Πατρός: εσείς είστε, πανεύφημοι απόστολοι, τα εύφορα κλήματα που φέρετε στα κλαδιά σας το ώριμο και ωραίο σταφύλι. Αυτόν τον καρπό τρώμε οι πιστοί και με τη γεύση του ευφραινόμαστε. Βαρθολομαίε θεόληπτε και Βαρνάβα υιέ παρακλήσεως, εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών μας».

Πέραν του κοινού της ζωής τους όμως, ο άγιος ποιητής επισημαίνει και τα ιδιαίτερα σημεία τους.

Ο άγιος Βαρθολομαίος πρώτον: είχε την ξεχωριστή ευλογία να ανήκει στον στενό κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον ποιητή, ότι γνώρισε τον Κύριο κατά τρόπο «πρωτουργό» και εντελώς άμεσο. «Συναναστράφηκες κατά μοναδικό και άμεσο τρόπο, «πρωτουργῶς», το άκτιστο φως, τον Χριστό δηλαδή που φάνηκε ως άνθρωπος, απόστολε, καθώς ζούσες διαρκώς μαζί Του και φωτιζόσουν από τις θείες ακτίνες Του» (ωδή ε΄). Γι’ αυτό και «ὡς αὐτόπτην καί διάκονόν» Του (ωδή θ΄) τον απέστειλε «ως ακτίνα Του σε όλον τον κόσμο για να διώχνει το σκοτάδι της αθεΐας και να φωτίζει τους ευρισκομένους στην άγνοια του Θεού» (στιχ. εσπ.). Στο έργο αυτό της αποστολής ο άγιος ποιητής διακρίνει δύο παραμέτρους: ο άγιος Βαρθολομαίος, φέροντας το πυρ του Παρακλήτου (ωδή α), λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως δροσιά του Θεού που φέρνει την πνευματική ίαση στους ανθρώπους (ωδή ε΄): «Ὡς δρόσος Θεοῦ, τοῖς ἀνθρώποις ἴαμα κομίζουσα ἐν τῷ κόσμῳ πέφηνας, ὦ Βαρθολομαῖε» - η παρουσία του αποστόλου είναι πάντοτε θεραπευτική μέσα στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που «καίγεται» κυριολεκτικά από τα πάθη του ο γνήσιος μαθητής του Κυρίου έρχεται όχι να ρίξει «λάδι στη φωτιά», να επιτείνει τη φλόγα και την οδύνη, αλλά να είναι το ίαμα και η αναψυχή. Θυμίζει την παρουσία του αγγέλου του Θεού που δρόσιζε τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι που καίγονταν.

Κι επιπροσθέτως: ο απόστολος Βαρθολομαίος είναι από τα θεμέλια της Εκκλησίας, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου – η βασικότατη αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο Κύριος συνιστά τον βασικό και κεντρικό θεμέλιο λίθο, ενώ οι μαθητές Του είναι οι υπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι. Κι εδώ έχουμε μία ωραία ερμηνεία του αγίου Θεοφάνους που αποτελεί συμβολή στη θεολογική κατανόηση του όρου «λίθος θεμέλιος» για τους αποστόλους. «Ὡς λίθος πανάγιος, Βαρθολομαῖε, ἁγνῶς κυλιόμενος τῆς πλάνης τό ὀχύρωμα εὐτόνως κατέστρεψας˙ τῆς Ἐκκλησίας δέ, ἄρρηκτος θεμέλιος φανείς, διαφυλάττεις ταύτην ἀκράδαντον» (ωδή ζ΄). Δηλαδή: Σαν πανάγιο λιθάρι, Βαρθολομαίε, που κυλιότανε με τρόπο ιερό, κατέστρεψες με δύναμη το οχύρωμα της πλάνης. Από την άλλη, επειδή φάνηκες θεμέλιο σκληρό και άθραυστο της Εκκλησίας, διαφυλάσσεις αυτήν σταθερή. Αυτό είναι το έργο του αποστόλου του Χριστού. Σταλμένος από τον Κύριο και δρώντας «ἁγνῶς», με τρόπο ιερό και άγιο, όχι εμπαθώς και με αγριότητα παθών δηλαδή: που θα πει «σταυρωμένα» εν αγάπη, προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή της πλάνης – η σταυρωμένη αγάπη συνιστά τη μεγαλύτερη δύναμη για να ξεθεμελιωθεί το όποιο κακό. Και βεβαίως, η μέχρι θανάτου στάση πίστεως και αγάπης  αυτή διατηρεί ακλόνητη και σταθερή την Εκκλησία: είναι η μετοχή του πιστού στον μονίμως Εσταυρωμένο Κύριο, την κεφαλή της Εκκλησίας – «καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Ο άγιος Βαρνάβας έπειτα: Έχοντας αφήσει τη σκιά του Ιουδαϊκού νόμου μεταστρέφεται στη χριστιανική πίστη. Γιατί; Διότι είναι «ἐχέφρων», μας λέει ο άγιος Θεοφάνης. «Εγκατέλειψες τη σκιά του νόμου ως άνθρωπος με μυαλό, κι έτσι ζεις μέσα στη χάρη, θεοφόρε Βαρνάβα» (κάθισμα όρθρου). Έχοντας τη χάρη του Θεού και το πυρ, κι αυτός, του Παρακλήτου (στιχ. εσπ.), δέχεται την ξεχωριστή κλήση από το Παράκλητον αυτό Πνεύμα, μαζί με τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να γίνουν οι απόστολοι των εθνών. Ό,τι διηγείται ο άγιος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων (13, 2: «Λειτουργούντων αὐτῶν καί νηστευόντων, εἶπε τό Πνεῦμα αὐτῶν τῷ Κυρίῳ: ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον, ὅ προσκέκλημαι αὐτούς»)  αυτό και τονίζει ο άγιος ποιητής. «Καθώς σε είδε η παντοδύναμη εξουσία του Πνεύματος να είσαι φωτισμένος από ποικίλες λαμπηδόνες φωτός, σε ξεχωρίζει, πανσεβάσμιε, ως λειτουργό των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή γ΄).

Κι είναι ακριβώς η ιδιαίτερη σχέση του Βαρνάβα με τον Παύλο που σημειώνει επανειλημμένως ο υμνογράφος μας. Στις περισσότερες αναφορές του για το αποστολικό έργο του θα πει ότι είναι μαζί με τον άγιο Παύλο, τον φίλο και συμμαθητή του ήδη από την κοινή μαθητεία τους, ως σημειώνει η παράδοση γι’ αυτόν, «παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ», του σπουδαίου δασκάλου τους και αγίου μετέπειτα της Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εν πίστει και αγάπη Κυρίου πορεία τους ήταν εκείνη που έκανε τον απόστολο Παύλο να νιώσει τόσο πόνο όταν έμαθε το μαρτυρικό τέλος του. Μαρτύρησε ο άγιος Βαρνάβας, εισήλθε μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, τον έκλαψε με πικρά δάκρυα όμως ο φίλος και επιστήθιός του Παύλος – η ανάπαυση που νιώθει ο χριστιανός για έναν κεκοιμημένο άγιο φίλο του δεν σημαίνει άρση της ανθρώπινης διάστασης της φιλίας του που μπορεί να εκφραστεί και με κλαυθμό και οδυρμούς. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος «ἔκλαυσε» για τον φίλο του Λάζαρο. «Λάμποντας από τη χάρη του Σταυρού σου, Δέσποτα, οι ένδοξοι απόστολοι, σου πρόσφεραν πιστεύοντα τα έθνη, ο Βαρνάβας και ο Παύλος οι θεόφρονες» (ωδή γ΄). «Έφτασες στο λαμπρότερο ύψος των αρετών κι αφού βρήκες τον θεηγόρο απόστολο Παύλο, εξαγγείλατε σε όλους το απόρρητο βάθος του μυστηρίου της πίστεως» (ωδή δ΄).

Κι αξίζει τέλος να προβάλουμε ένα ιδιαίτερο σημείο του αγίου Θεοφάνους για τον άγιο Βαρνάβα: τον παραλληλισμό που του κάνει με τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, έστω κι αν δεν τον αναφέρει. Ο άγιος Βαρνάβας, λέει ο ποιητής, έδρασε στον κόσμο, όπως και οι άλλοι ασφαλώς απόστολοι, σαν σε έρημο. Η φωνή του ήταν όπως του αγίου Προδρόμου: «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Κι αυτό λόγω της αμαρτίας που είχε κατακυριεύσει τον κόσμο μέχρι να έλθει ο Λυτρωτής Χριστός. «Έγινες, σοφέ παμμακάριστε Βαρνάβα, μία φωνή που βροντοφωνάζει στα έρημα (από γνώση Θεού) έθνη, αναγγέλλοντας σε όλους το πέρα από κάθε λογική κατανόηση μυστήριο της θείας σαρκώσεως» (ωδή ε΄). Η μαρτυρία αυτή του αγίου ποιητή έχει ως σκοπό βεβαίως να διατρανώσει την αλήθεια ότι για να γίνει και να είναι κανείς χριστιανός απαιτείται η μοναδική δύναμη της πίστεως. Κανείς από μόνος του, στηριγμένος στις δυνάμεις του και τις δυνάμεις του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να φτάσει στην αποδοχή του Χριστού. Πάντοτε η πίστη του Χριστού θα αποτελεί δωρεά Του σ’ εκείνον που έχει ανοικτή όχι τη λογική του αλλά την καρδιά του. Στην καρδιά σπείρεται και καρποφορεί το δένδρο της πίστεως. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», όπως σημειώνει και ο μέγας Παύλος.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ

«Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας».

Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: «Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού» (κάθισμα όρθρου). «Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού» (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ εξαίρει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα» (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος (εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας» (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας» (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). «Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών» (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο άγιος Εδέσσης υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: «Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου» (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος, ο οποίος κατέστησε τη Μητρόπολή του νέο κέντρο τιμής του αγίου) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. «Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ» (ωδή θ´ κ.α.).