21 Ιουνίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΤΑΡΣΕΥΣ

«Ο άγιος Ιουλιανός καταγόταν από τα Ανάζαρβα, τη δεύτερη επαρχία της Κιλικίας, και ήταν γιος κάποιου βουλευτή, ενώ η μητέρα του ήταν χριστιανή. Από τη μητέρα του έμαθε την κατά Χριστόν ευσέβεια, γι’ αυτό και με επιμονή μελετούσε τις θείες Γραφές. Δεκαοκτώ ετών κατηγορήθηκε ως χριστιανός και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Επειδή εκείνος αμέσως αρνήθηκε, δέχτηκε βασανισμούς και κτυπήματα σε όλα τα μέρη του σώματός του. Έπειτα τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου τον επισκέφτηκε η μητέρα του, η οποία τον συμβούλεψε να μείνει σταθερός στην πίστη του και να πεθάνει για τον Χριστό αν χρειαστεί. Η επιμονή του εξόργισε τον ηγεμόνα που έδωσε εντολή να κλειστεί σε ένα σάκκο γεμάτο από άμμο που μέσα είχαν βάλει δηλητηριώδη ερπετά και άλλα είδη φιδιών και να τον ρίξουν στο μέσο της θάλασσας. Με τον τρόπο αυτό δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τον μάρτυρα Ιουλιανό τίμησε με εγκώμια και ο μέγας Χρυσόστομος».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεώρησε τιμή του να εγκωμιάσει τον άγιο μάρτυρα του Χριστού Ιουλιανό τον Ταρσέα, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για νεαρό παλληκάρι μόλις δεκαοκτώ ετών. Δεν είχε ξεκινήσει καν τη ζωή του δηλαδή ο Ιουλιανός και βρέθηκε να εμπνέεται από τη Σοφία των αιώνων, τόσο που ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης μοναχός τον χαρακτηρίζει ως «στήλη που είχε την πνοή κάθε αρετής» (ωδή η΄). Κι αυτό σημαίνει ότι η φρόνηση και η σοφία στον άνθρωπο «δεν μετριέται με τον αριθμό των χρόνων της ζωής του» αλλά με την πίστη του στον Θεό  και τη θερμή αγάπη του προς Αυτόν. «Αποστάζει ευωδιαστό μύρο η σεβαστή και ένδοξη μνήμη σου, στρατιώτη του Χριστού» φωνάζει ο υμνογράφος, «κι εμείς που σε δοξολογούμε στεφόμαστε μαζί σου από άρρητη και ουράνια δόξα» (ωδή ζ΄) – μνημονεύουμε τον Ιουλιανό και γεμίζουμε από άρωμα και δόξα! Γι’ αυτό και η θέση του στην Εκκλησία είναι «του φωτεινού ήλιου που καταυγάζει τον κόσμο όλο, ενώ απομακρύνει τα σκοτάδια της αθεΐας» (στιχ. εσπ.).

Μυημένος στη χριστιανική πίστη από την αγία μητέρα του ο μάρτυρας, η οποία τον παρότρυνε όπως είδαμε να μείνει σταθερός στην πίστη του έως θανάτου – πώς μας θυμίζει τη μητέρα του νεαρού μάρτυρα επίσης από τους αγίους Σαράντα στη λίμνη της Σεβαστείας! – στέκεται ενώπιον του ηγεμόνα σαν λιοντάρι. Όχι μόνο δεν πτοείται, αλλά όσο μεγαλώνουν τα βασανιστήρια τόσο αυξάνει και η πνευματική και ψυχική δύναμή του. Ο άγιος υμνογράφος περιγράφει εξαίσια το τι συνέβη στην παράστασή του αυτή. «Στεκόσουν μπρος στο τυραννικό βήμα, μάρτυς Χριστού Ιουλιανέ, σαν να βρισκόσουν μπροστά στον Κριτή των ζώντων και των νεκρών» (ωδή γ΄). Και τι λέει στον «φρενοβλαβή δικαστή»; «Δεν μας έδωσε εντολή ο Θεός να λατρεύουμε λιθάρια και έργα ανθρωπίνων χεριών». «Εγώ ομολογώ την πίστη μου στην αγία Τριάδα, γιατί δεν είμαι άφρων» (ωδή γ΄) – μόνον ο άφρων άνθρωπος μπορεί να διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του και να λατρεύει είδωλα.

Πού έβρισκε τη δύναμη αυτή ο νεαρός Ιουλιανός για να στέκεται έτσι; Μήπως ήταν η νεότητα που τον είχε συνεπάρει, όπως βλέπουμε συχνά σε νεαρούς που προβαίνουν σε «αποκοτιές»; Όχι, επισημαίνει ο άγιος ποιητής. «Δεν ήταν η ρώμη της νεότητάς του που τον έκανε νικητή της δεισιδαίμονος πλάνης, αλλά ο αήττητος πόθος για τα πάθη του Χριστού» (ωδή δ΄). Τον Χριστό και μάλιστα Εσταυρωμένο έβλεπε ενώπιόν Του αδιάκοπα ο νεαρός μάρτυς, κι «Αυτόν επιθυμούσε να μιμηθεί σε όλα» (ωδή ε΄). Και μάλιστα μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενος «σαν άκακο αρνί κι αυτός όπως ο Κύριος» (ωδή ε΄) «δεν ένιωθε τους πόνους, γιατί φυλασσόταν από τον πόθο του Χριστού» (ωδή δ΄). Και τι συμβαίνει; «Μετά τα πρώτα βασανιστήρια με μεγαλύτερη δύναμη σαν λιοντάρι καλούσε τους τυράννους με νήφουσα κραυγή να μετανοήσουν και να υμνολογήσουν και αυτοί τον αληθινό Θεό» (ωδή η΄).

Τον ρίξανε μαζί με δηλητηριώδη φίδια μέσα σε σάκκο στη θάλασσα κι εκεί τελειώθηκε μαρτυρικά. Μα η τελείωσή του αυτή ήταν νίκη του «κι απέναντι στον αλαζόνα αρχέκακο δράκοντα διάβολο ως πολύμορφο φίδι» (κάθισμα όρθρου, ωδή θ΄), αλλά «κι απέναντι στην υπερηφάνεια του τυράννου» (ωδή θ΄). Έτσι γίνεται πάντοτε, όπως το βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου: θεωρείσαι ότι ηττήθηκες, αλλά η «ήττα» σου αυτή συνιστά τη μεγαλύτερη νίκη απέναντι σε όλες τις αντίθεες δυνάμεις, αισθητές και υπεραισθητές. Γιατί η «ήττα» αυτή ως καρπός υπακοής στο θέλημα του Θεού και αγίας ταπείνωσης επισύρει πλούσια την παντοδύναμη χάρη Εκείνου. Ο Θεός βεβαίως δεν άφησε τον άγιο στα βάθη της θάλασσας. «Το Πνεύμα του Θεού τον έφερε στην ξηρά, όπου μία αγία χριστιανή γυναίκα φωτίστηκε και κατάλαβε τι συνέβαινε. Υποδέχτηκε το λείψανο και το ενταφίασε με τον πρέποντα τρόπο» (στιχ. εσπ.). Έκτοτε πολλά τα σημεία και τα θαύματα που επιτελεί ο άγιος Ιουλιανός, και με την επίκλησή του και με τη σκόνη ακόμη των λειψάνων του (στιχ. εσπ., ωδή ς΄).

20 Ιουνίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ

«Αυτός ο μακάριος ανέθεσε τον εαυτό του από την παιδική του ηλικία στον Θεό, γι᾽ αυτό και έγινε θείο σκεύος και δοχείο του αγίου Πνεύματος. Έλαβε την ιερωσύνη από τη θεία χάρη, με το θέλημα του Θεού, και ποίμανε καλώς και θεοφιλώς το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία, καταφωτίζοντας με λόγια παράκλησης το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όταν είδε να διαχέεται η πλάνη του Ωριγένη, σαν άριστος ποιμένας την κατέφλεξε με τη θεία φλόγα, διαλύοντας έτσι τη θολούρα και τη μανία του σκοταδιού με τη σοφία των λόγων του και τη θεία χάρη. Η αστραπή μάλιστα των λόγων του και η σάλπιγγα της γνώσης έφτασε σε όλη τη γη. Γι᾽ αυτό, μη υποφέροντας ο εχθρός την παρρησία και την αντιρρητική δύναμη των λόγων του μεγάλου αυτού, οπλίζει τους υπηρέτες του για την εξόντωσή του. Αυτός δε αφού ντύθηκε πριν από το μαρτύριο τη ζωηφόρο νέκρωση, με αποτομή διά ξίφους της κεφαλής του, μετατέθηκε προς την καλύτερη ζωή. Πρώτα μεν ιερουργώντας τον αμνό του Θεού, ύστερα δε θυσιαζόμενος, οδηγήθηκε στον Χριστό ως ζωντανή θυσία. Γι᾽ αυτό και κατακοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους ο γενναίος υπερασπιστής της αλήθειας. Κι αφού έλαβε το τέλος με μαρτυρικά αίματα, αναπαύτηκε αιώνια.

Αυτός ο θείος πράγματι ιερέας του Θεού και μάρτυρας μάς άφησε συγγράμματα της φιλοπονίας του, που είναι γεμάτα από κάθε γνώση και ωφέλεια. Αλλά και για τα μέλλοντα με μεγάλη σαφήνεια προφήτευσε και προανήγγειλε καθαρότατα, για τις εναλλαγές των βασιλειών και τις μεταβολές και τις αλλαγές τους, και για τις επεκτάσεις εθνών και τις ερημώσεις χωρών και τόπων και τους αφανισμούς. Για ορθοδόξους και αιρετικούς βασιλείς και για τη συντέλεια του κόσμου, και για τον Αντίχριστο και τη βασιλεία του, και για τον αφανισμό και την πανωλεθρία κάθε ανθρώπου. Όλα αυτά σαφέστατα ο θείος αυτός άνδρας τα προφήτευσε».

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης για μία ακόμη φορά αφορμάται από το όνομα του αγίου, προκειμένου να το αξιοποιήσει από πλευράς πνευματικής. Το όνομα του αγίου λειτουργεί κατ᾽ αυτόν με τρόπο που υπενθυμίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί κανείς για τη σωτηρία του, δηλαδή για να οδεύει τον δρόμο της αρετής που οδηγεί προς τον Θεό. «Η μνήμη σου, Ιεράρχα Μεθόδιε, που φέρνει σε εμάς την οδό της σωτηρίας, έφτασε με λαμπρότητα» (στιχηρό εσπερινού). «Δίδαξέ με, μακάριε μύστη, τη μέθοδο της αρετής» (ακροστιχίδα κανόνα).  Κι αυτό συμβαίνει, κατά τον άγιο υμνογράφο, διότι ο άγιος Μεθόδιος με τους λόγους του, αλλά και με το μαρτύριό του φώτισε το πλήρωμα της Εκκλησίας, διαλύοντας το σκοτάδι της πολυθεΐας, κι έφτασε στο αιώνιο φως της Βασιλείας του Θεού. Συνεπώς η ζωή του η ίδια συνιστά την ορθή μέθοδο που ακολουθώντας την κανείς εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος επιμένει ιδιαιτέρως στη διπλή θυσία που πρόσφερε στον Θεό ο άγιος Μεθόδιος. Πρώτα πρόσφερε ως ιερέας τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό κι έπειτα ολόκληρο τον εαυτό του διά του μαρτυρίου (κάθισμα όρθρου). Γι᾽ αυτό και τονίζει ο Θεοφάνης ότι άστραψε με δύο στεφάνια ο άγιος Μεθόδιος: με το στεφάνι της ιερωσύνης και με το στεφάνι του μαρτυρίου. «Έχοντας ως κόσμημα το στεφάνι του μαρτυρίου και το μύρο της ιερωσύνης, μακάριε, και με τα δύο άστραψες» (ωδή α´). Προβαίνει όμως ο άγιος υμνογράφος σε μία πολύ σημαντική παρατήρηση, αναφερόμενος στις αναίμακτες θυσίες λόγω της ιερωσύνης του. Ο άγιος Μεθόδιος δεν λειτουργούσε ως ιερέας με έναν τρόπο τυπικό και επιφανειακό. Το πρώτο θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο πρόσφερε την αναίμακτη θυσία, ήταν η ίδια η καρδιά του. «Είχες κάνει ωραίο θυσιαστήριο την καρδιά σου, ιερουργέ, και πάνω σ᾽ αυτό πρόσφερες τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό» (κάθισμα όρθρου). Με άλλα λόγια ο άγιος Μεθόδιος είχε ως πρώτη αγία Τράπεζα για να λειτουργεί στον Θεό την ίδια την καρδιά του, γεγονός που σημαίνει ότι ο ιερέας αν τη θυσία που επιτελεί χάριτι Θεού δεν την επιτελεί καρδιακά, δεν είναι σωστός ιερέας. Η αλήθεια αυτή υπενθυμίζει αυτό που υπάρχει ως παράδοση στην πίστη μας, ότι δηλαδή σε περίπτωση που ελλείπει από κάπου αγία Τράπεζα αλλά υπάρχει ιερέας, το στήθος του ιερέα μπορεί να παίξει τον ρόλο της αγίας αυτής Τραπέζης. Πόσο ζωντανή και με αισθήματα καθιστά την πίστη μας μία τέτοια τοποθέτηση της θείας ιερουργίας σαν αυτή που προβάλλει ο άγιος Θεοφάνης για τον άγιο Μεθόδιο. Και βεβαίως είναι ευνόητο ότι μία τέτοια πυρακτωμένη καρδιά που λειτουργεί στον Θεό με τέτοιο τρόπο καταλήγει εύκολα και στη θυσία της ζωής, όταν συντρέξουν οι συνθήκες.

Ο Θεοφάνης συνεχίζει το παραπάνω σκεπτικό και με άλλο τρόπο. Η καρδιακή ιερουργία του αγίου Μεθοδίου αποδείκνυε ότι ο ίδιος είχε νεκρωθεί κατ᾽ άνθρωπον ως προς τις αμαρτίες του. Διότι βεβαίως κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό στην καρδιά του, αν δεν έχει εξορύξει από εκεί την αμαρτία. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», όπως είπε ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Μεθόδιος ήδη ήταν νεκρωμένος και πριν από το μαρτυρικό τέλος του, είχε δηλαδή ενεργοποιηθεί σε αυτόν η εν Χριστώ ανάστασή Του – η νέκρωση της αμαρτίας συνιστά την ανάσταση μέσα μας του Χριστού – συνεπώς το μαρτύριό του ήταν η μετάθεσή του προς την αιώνια ζωή. «Ντύθηκες, πάτερ, τη ζωηφόρο νέκρωση πριν από το τέλος σου, και όταν αποτεμνόσουν την κεφαλή με το ξίφος κατά το μαρτύριό σου, μετατέθηκες, ένδοξε, προς ζωή απείρως καλύτερη από την εδώ» (ωδή ε´). Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου παραπέμπει στο γνωστό ασκητικό λόγιο, που ηχεί λίγο παράδοξα, εκφράζει όμως τη βαθύτατη παραπάνω πνευματική αλήθεια: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Ο άγιος λοιπόν πριν ακόμη πεθάνει σωματικά, είχε πεθάνει ως προς την αμαρτία. Συνεπώς εν Χριστώ ήταν αναστημένος, κάτι που επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο και με το άγιο μαρτύριό του.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως δεν μπορεί να μην αναφερθεί και στο κηρυκτικό έργο του αγίου ιερομάρτυρα. Ο άγιος Μεθόδιος υπήρξε χαρισματούχος δάσκαλος της Εκκλησίας, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που ορισμένοι, υπερτονίζοντας το έργο του αυτό,  επιμένουν, λανθασμένα βεβαίως, ότι ήταν μόνον δάσκαλος και όχι ιερέας. Ως δάσκαλος όχι μόνο κήρυσσε με τον προφορικό λόγο, αλλά και με τον γραπτό. Μας άφησε μάλιστα και σπουδαία συγγράμματα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο συναξάρι του. Το κήρυγμά του στρεφόταν τόσο κατά των αιρετικών, των οπαδών της πλάνης του Ωριγένη εν προκειμένω, όσο και στην προβολή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Κατά τον υμνογράφο μας: «Είδες να διαχέεται η απάτη του Ωριγένη, κι επειδή ήσουν άριστος ποιμένας κατέφλεξες σύντομα όλη την αχλύ εκείνου με το θείο πυρ» (ωδή γ´). Ενώ: «κήρυξες την ορθόδοξη πίστη, πανσεβάσμιε, και δίδαξες το ποίμνιό σου»  (ωδή δ´). Και το κήρυγμά του αυτό ήταν «γλυκασμός ψυχωφελής που προέρχεται σαν από πηγή, η οποία ευφραίνει όλους τους μετόχους της και καταγλυκαίνει τα αισθητήρια της ψυχής» (ωδή δ´).

Βρίσκει μάλιστα την ευκαιρία ο άγιος Θεοφάνης να προβάλει έμμεσα το γνωστότερο έργο του αγίου Μεθοδίου, ο οποίος περισσότερο είναι γνωστός ως Μεθόδιος Ολύμπου, παρά Πατάρων, το «Συμπόσιον ή περί Παρθενίας», κατά αντιστοιχία προς το διάσημο έργο του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Πλάτωνα «Συμπόσιον». Στο έργο αυτό ο άγιος, χωρίς να υποβαθμίζει τον γάμο, τονίζει όμως τη σπουδαιότητα της παρθενίας, κι αυτό έχοντας υπόψη του ο Θεοφάνης σημειώνει: «Το αξιοσέβαστο της παρθενίας και το κάλλος της αγνότητας τα έμαθες από την πείρα σου, ένδοξε, γι᾽αυτό με τη σοφία σου και τη χάρη των λόγων σου υποδεικνύεις σε όλους την ομορφιά αυτών και την αιώνια χαρμοσύνη τους» (ωδή γ´).

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 ῞Αγιος εἶναι ὁ μάρτυρας. Αὐτός πού ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) τόν Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό του («πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»), κυρίως ὅμως αὐτός πού Τόν ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) μέ τίς πράξεις τῆς καθημερινότητάς του, τηρώντας τόν λόγο Του καί ζώντας τή Ζωή Ἐκείνου μέχρι θανάτου. Κι αὐτό γιατί σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία πού ὁ ἐγωϊσμός καί τό συμφέρον συνιστοῦν τήν προτεραιότητα, ἡ πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ἐλάττωμα πού πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. ῾Ο κόσμος τῆς ἁμαρτίας δέν ἀνέχεται τό διαφορετικό ἀπό αὐτόν. Τό διαφορετικό ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας του, γι᾽ αὐτό καί ἐπιδιώκει πάντοτε τόν ἐξαφανισμό του. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ».

Ὁπότε ἅγιος καταρχάς εἶναι ὁ ὁμολογητής μάρτυρας πού ἔδωσε καί τή ζωή του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα του ἀποτέλεσε τή σφραγίδα  γνησιότητας τῆς πίστεώς του. Μία εἰκόνα τοῦ ἀπολυτικίου τῶν ἁγίων Πάντων μᾶς δίνει ποιητικά τήν ἀλήθεια αὐτή. «Ἡ Εκκλησία σου, Χριστέ, στολισμένη μέ τά αἵματα τῶν μαρτύρων σου ὅλου τοῦ κόσμου σάν μέ πορφύρα κι ἀκριβό μετάξι» («Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα ἡ ᾽Εκκλησία Σου στολισαμένη...». Πορφυρό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐνδύματος τῆς ᾽Εκκλησίας, λόγω τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων της, ὅπως τό πανάχραντο αἶμα τοῦ Χριστοῦ ἔβαψε τόν Σταυρό Του. Γι᾽ αὐτό καί τό μαρτύριο ἀποτελεῖ τή φυσιολογία τῆς Ἐκκλησίας. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» εἶπε ὁ Χριστός.

Συνεπῶς ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκευση: ἡ ᾽Εκκλησία (κατά τό ἀνθρώπινό της) νά συσχηματισθεῖ μέ τόν κόσμο, νά γίνει καί ἡ ἴδια κόσμος. Ἀποτέλεσμα; Ἀντί νά εἶναι τό ἅλας τῆς γῆς, νά χάνει τήν ἁλιστική δύναμή της, τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί «νά πετιέται καί νά ποδοπατιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους»! Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι, τίς εἰρηνικές ἐποχές πού ὅλα φαίνονται ὅτι βαίνουν καλῶς, τίς θεωροῦν ὡς τίς πιό ἐπικίνδυνες καί καλοῦν τούς πιστούς σέ συνεχή ἐγρήγορση.

Ἡ ἐγρήγορση αὐτή, ἡ διαρκής δηλαδή ἔνταση νά τηρεῖ ὁ πιστός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, προβάλλει τό ἄλλο μαρτύριο πού δέχεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτό τῆς συνειδήσεως. Τό μαρτύριο τοῦ αἵματος δηλώνει ἀσφαλῶς τή γνησιότητα τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὁ ἀγώνας νά βρίσκεται κανείς στήν Ὁδό  τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μικρότερο μαρτύριο – τέτοιο μάλιστα πού θεωρεῖται προϋπόθεση τοῦ πρώτου. Ἄς σκεφτοῦμε πόση προσπάθεια καί χάρη Θεοῦ ἀπαιτεῖται γιά νά ἔχει κανείς τήν καρδιά του ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο, ἰδίως τόν θεωρούμενο ἐχθρό! Ἴσως αὐτό νά ὑπερβαίνει καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος! Κι ὅμως αὐτό ζητάει ὁ Κύριος. «Φλέγομαι ἀπό τόν πόθο νά μαρτυρήσω γιά τόν Χριστό, εἶπε ἀρχάριος μοναχός σέ ἔμπειρο Γέροντα. - Ἄν τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ σηκώσης εὐχαρίστως τό βάρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι σάν νά ρίχτηκες στήν κάμινο τῶν τριῶν Παίδων» (Γεροντικό).

 Μάρτυρας λοιπόν κατά τήν ᾽Εκκλησία ὁ κάθε πιστός: εἴτε πάντοτε τῆς συνειδήσεως εἴτε καί τοῦ αἵματος, ἄν τό ζητήσει ἡ ἐποχή. Ὁπότε ὁ κάθε πιστός εἶναι ἅγιος.

"Θέλω να πάρω... διαζύγιο!"

Περίμενε τον ιερέα υπομονετικά. Είχε μπει στον ναό, άναψε κεράκι, ασπάστηκε τις εικόνες. Είχε δει τον ιερέα να συζητάει με κάποιον έξω  από το εξομολογητάρι – κάθονταν και οι δύο στη νότια πλευρά του σολέα.

Στοχάστηκε τι ήθελε να συζητήσει μαζί του. Ήταν λίγο πριν από το μεσημέρι κι ήλπιζε ότι θα είχε χρόνο να την ακούσει. Τον ήξερε και τον σεβόταν πολύ. Η ίδια δεν ήταν από τις «φανατικές» της Εκκλησίας, αλλά δεν ήταν και άπιστη. Βαθιά μέσα της πίστευε στον Κύριο, πίστευε στην Εκκλησία. Η Παναγία μάλιστα ήταν η μεγάλη… αγάπη της. Όταν Την κοιτούσε, σχεδόν βούρκωνε. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την τραβούσε τόσο σ’ Εκείνην, μα αυτό το απροσδιόριστο την έκανε να Την επικαλείται πολλές φορές την ημέρα. Θα περνούσε κάποιος καιρός ακόμη, για να καταλάβει ότι η «αδυναμία» της στη Θεοτόκο, ήταν η χάρη του Θεού, που ενεργοποιούσε την κρυμμένη μέσα της φλόγα του αγίου βαπτίσματος. Γιατί πράγματι, πώς μπορεί κανείς να αγαπά τη Μητέρα του Κυρίου, χωρίς να αγαπά τον Ίδιο τον Κύριο; Οι δρόμοι του Θεού αποτελούν μυστήριο και τον κάθε άνθρωπο ο πανάγαθος Πατέρας τον ελκύει με τον τρόπο που του πρέπει.

«Πάτερ», του είπε όταν είδε ότι τελείωσε η συζήτηση με τον κύριο. «Έχετε καθόλου χρόνο για να συζητήσουμε κάτι που για μένα είναι σοβαρό πρόβλημα;»

Την είδε και την θυμήθηκε. Ερχόταν όχι πολύ συχνά, αλλά τόσες φορές ώστε να μπορεί να τη θυμηθεί.

«Σας έχω ξαναδεί», είπε ο ιερέας. «Στη δική μας ενορία μάλλον ανήκετε, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, πάτερ», είπε η κυρία, η οποία πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα της χρόνια, αλλά φαινόταν να διατηρείται αρκετά καλά. Καλοκαμωμένη, με προσεγμένη αμφίεση, απέπνεε με όλο το παρουσιαστικό της  σοβαρότητα και σεμνότητα.

«Δεν πρόκειται για εξομολόγηση απ’ ό, τι καταλαβαίνω», είπε ο πάτερ, και η κυρία έγνεψε καταφατικά.

Της πρότεινε να καθίσει, εκεί μπροστά στο σολέα και πάλι. Κάθισε κι αυτός δίπλα,  έχοντας μπροστά τους τον Κύριο Ιησού Χριστό και τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο.

«Κύριε, φώτισέ με να καταλάβω το πρόβλημα του πλάσματός Σου και βάλε τα δικά Σου λόγια στο στόμα μου», ψιθύρισε νοερά ο ιερέας, πριν ξεκινήσει η κυρία.

«Σας ακούω, ποιο το πρόβλημα;»

«Πάτερ, είμαι παντρεμένη αρκετά χρόνια, έχω και δύο παιδιά, μεγάλα πια, φοιτητές είναι. Αγόρια και τα δύο. Με τον σύζυγό μου παντρευτήκαμε από αγάπη και έρωτα που λένε, περάσαμε καλά, αλλά  μέχρι… εκεί. Δύο δεκαετίες πια, έχει επέλθει κούραση στη σχέση μας, κι ένα χρόνο τώρα παλεύω με τον λογισμό… - δυσκολεύτηκε να το ξεστομίσει  - του διαζυγίου. Θέλω να τον χωρίσω, πάτερ, τον άντρα μου. Βλέπω ότι δεν τον αγαπώ όπως παλιά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει μέσα μου, κι αιτία απ’ ό, τι βλέπω είναι η… ατημελησιά του». Σταμάτησε.  

«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;»  ρώτησε ο ιερέας. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει κι άλλες φορές την ίδια ή και παρόμοια ιστορία. Ζευγάρια που μετά παρέλευση κάποιων χρόνων ή και δεκαετιών ακόμη, ζητούν να χωρίσουν. Γιατί κουράστηκαν. Γιατί αποξενώθηκαν μεταξύ τους. Γιατί διαπίστωσαν ότι η σχέση τους κρατήθηκε αρκετά χρόνια λόγω των παιδιών τους και μόνο. Όταν τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν και να φεύγουν, είδαν το… κενό μεταξύ τους και τρόμαξαν! Πολλοί δυστυχώς βρήκαν τη λύση της εξωσυζυγικής σχέσης: νόμισαν ότι θα ανανέωναν τη ζωή τους. Αλλά μάλλον εις μάτην…

«Ναι, πάτερ. Όπως σας είπα ξεκινήσαμε με έρωτα και μάλιστα μεγάλο. Αλλά το ξέρω ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Είχα ακούσει και σε ένα κήρυγμά σας ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι σαν την μπαταρία: έχει ημερομηνία λήξεως».

«Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο, για να παραμένει πάντοτε ζωντανός», έσπευσε να προσθέσει ο ιερέας. «Κι αυτό είχα πει».

«Το θυμάμαι. Αλλά είναι αρκετά χρόνια τώρα, που εκείνο που μου προκαλεί σχεδόν απέχθεια απέναντι στον άνδρα μου είναι το… πάχος του. Ήταν καλοκαμωμένος, αλλά μετά αφέθηκε. Πήρε αρκετά κιλά, αλλοιώθηκε η σιλουέτα του, έγινε δυσκίνητος. Προσπάθησα πολλές φορές να τον πείσω να κάνει δίαιτα, να προσέξει και την υγεία του μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά μου δηλώνει ότι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογία, για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Κι αυτό μου το λέει χρόνια τώρα. Νιώθω σαν να έχω έναν ξένο δίπλα μου. Δεν τον θέλω πια…». Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και δύο σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να ξεστρατίσουν από τα βλέφαρά της.

«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε ο ιερέας, ο οποίος συμπάθησε πολύ τη γυναίκα, γιατί είδε ότι ο Πονηρός την πολεμάει με πλάγιους και δόλιους λογισμούς.

«Ασφαλώς, πάτερ», είπε και σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τα δάκρυά της.

«Σαν άνθρωπος πώς είναι; Είναι βάναυσος απέναντί σας ή απέναντι στα παιδιά σας; Και δεν εννοώ τώρα που είναι μεγάλα τα παιδιά, αλλά και όταν ήταν μικρά. Μήπως είναι μέθυσος; Μήπως τεμπέλης ή γυναικάς; Μήπως χαρτοπαίκτης;»

Δεν δίστασε η γυναίκα. «Όχι, πάτερ. Δεν έχω να του προσάψω κάποια τέτοια κατηγορία. Μπορεί να μην είναι … «θεούσος», αλλά κι αυτός έρχεται κατά καιρούς στην εκκλησία. Και μάλιστα χαίρεται όταν με βλέπει να έρχομαι εγώ συχνότερα από αυτόν. Σας είπα όμως ότι ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη φροντίδας για τον εαυτό του. Κι αυτό είναι που με… «δαιμονίζει»: για μένα η έλλειψη αυτή σημαίνει αδιαφορία απέναντί μου. Σημαίνει ότι δεν είμαι γι’ αυτόν κάτι που έχει σημασία. Είναι η απόδειξη ότι απλώς… συνυπάρχει μαζί μου. Ίσως γιατί με θεωρεί απολύτως δεδομένη πια».

Σταμάτησε για λίγο. Για να συνεχίσει πιο σταθερά: «Πάτερ, μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος γάμος κάτω από αυτές τις συνθήκες; Δεν είναι πια σαν να παίζουμε θέατρο; Άρχιζα να σκέπτομαι τον χωρισμό, γιατί μεγάλωσαν τα παιδιά και θα μας καταλάβουν καλύτερα. Άλλωστε, νομίζω ότι κι αυτά βλέπουν την κατάσταση. Μας αγαπούν, νομίζω, και τους δύο, αλλά διαπιστώνουν ότι μεταξύ μας τα πράγματα δεν είναι και τόσο… ρόδινα».

Ο ιερέας προσευχόταν. Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στο τέμπλο, στο πρόσωπο του Κυρίου, και Τον παρακαλούσε να φωτίσει κι αυτόν και κυρίως τη γυναίκα. Έβλεπε το δίκιο της, αλλά δεν μπορούσε να έχει σφαιρική άποψη για τη σχέση του ανδρογύνου. Άκουγε μονομερώς τα πράγματα.

«Να σας πω», έκανε κάποια στιγμή. «Νομίζετε ότι – το λέω επειδή είστε πιστή γυναίκα –  αν βρεθείτε στην κρίση του Θεού, ο Θεός θα σας δικαιώσει; Θέλω να πω, πιστεύετε αληθινά ότι το πρόβλημα αυτό συνιστά πραγματικό λόγο διαζυγίου; Ο ίδιος ο Κύριος τον μόνο λόγο διαζυγίου που αναγνώρισε ήταν η πορνεία και η μοιχεία. Και μου λέτε ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην περίπτωση του συζύγου σας. Η ατημελησιά του μάλιστα έρχεται προς επίρρωση αυτού. Συνήθως ένας που… ξενοκοιτάει, φροντίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα. Δεν ξενοκοιτάει λοιπόν, δεν είναι πότης, δεν είναι χαρτοπαίκτης, δεν είναι τεμπέλης, δεν είναι βάναυσος. Δεν είναι καν άπιστος. Χαίρεται μάλιστα που εσείς πηγαίνετε και στην Εκκλησία, την οποία και αυτός κάποιες φορές την επισκέπτεται».

Η γυναίκα σαν να άκουγε πρώτη φορά τα… προτερήματα του άνδρα της. Ο ιερέας… ζωγράφιζε το πορτρέτο του, με βάση τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει. Μάλλον έβλεπε ότι ήταν υπερβολική στις εκτιμήσεις της και στις αποφάσεις της.

«Μα, δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό που συμβαίνει;» είπε, κι έκανε μία προσπάθεια να ζωντανέψει το… κλονισμένο της ηθικό.

«Βεβαίως και είναι», συμφώνησε ο ιερέας. «Το ζευγάρι πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τη μεταξύ τους σχέση. Γι’ αυτό και σας υπενθύμισα ότι χρειάζεται σύνδεση με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο» - Τον έδειξε στο τέμπλο και φαινόταν να παρακολουθεί φιλάνθρωπα τη συζήτηση. «Κανονικά, η σχέση του ζευγαριού πρέπει να είναι το αντικείμενο της καθημερινής φροντίδας του κάθε μέλους. Κάθε μέρα δηλαδή πρέπει ο καθένας: ο άντρας, η γυναίκα, να έχει την έγνοια πώς να αρέσει στον άλλον. Μας το λέει τόσο ωραία ο απόστολος Παύλος: «ο άντρας πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στη γυναίκα του. Η γυναίκα πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στον άνδρα της». Κι αυτό γιατί η σχέση τους δεν είναι απλώς μία συνύπαρξη. Αποτελεί μυστήριο που εικονίζει τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία. Υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να μην ενδιαφέρεται για την Εκκλησία Του; Καθημερινά θυσιάζεται γι’ Αυτήν. Μπορεί η Εκκλησία να μην ενδιαφέρεται για τον Κύριο; Μα είναι η ζωή και το κεφάλι της. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανδρόγυνο. Η ετοιμασία έτσι για τον γάμο δεν τελειώνει με τον… γάμο. Συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Όπως σας είπα, καθημερινά. Και για πάντα. Μέχρι το τέλος. Κι όταν έτσι πορεύεται το ζευγάρι, η σχέση τους αυτή προεκτείνεται και στην αιωνιότητα. Μαζί και μετά τον θάνατο, όταν βεβαίως έλθει η ώρα του καθενός. Να σας υπενθυμίσω και μάλιστα κάτι επ’ αυτού για τον όσιο της εποχής μας, τον μεγάλο Γέροντα Πορφύριο. Είδε κάποια φορά την πρεσβυτέρα ενός ιερέα να φεύγει από τη ζωή αυτή και να συναντάται η ψυχή της με την ψυχή του συζύγου της στα Ουράνια. Και δάκρυσε γιατί έβλεπε να την υποδέχεται ο ιερέας με άρρητη χαρά και να λάμπουν και οι δύο μέσα στη χάρη του Θεού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για μία σχέση, την έγγαμη, που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο». Δάκρυσε κι ο ιερέας.

«Τι μου προτείνετε, πάτερ;» είπε η γυναίκα, εμφανώς συγκινημένη κι αυτή.

«Εφόσον εσείς είστε εδώ – μακάρι να ερχόσασταν κάποια φορά μαζί με τον σύζυγό σας, θα ήταν το καλύτερο – θα σας πρότεινα δύο πράγματα: πρώτον, όσο μπορείτε να βαθύνετε τη σχέση σας με την Εκκλησία μας, δηλαδή με τον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος θα σας ενισχύει σε κάθε δυσκολία και σε κάθε σας πρόβλημα. Η αγάπη Του είναι η μόνη απόλυτη, πιστή και δεδομένη».

«Και δεύτερον;» ρώτησε η γυναίκα.

«Δεύτερον, πάρτε μία σελίδα και χωρίστε την κάθετα στη μέση. Από τη μία γράψτε σαν τίτλο «Θετικά». Από την άλλη γράψτε «Αρνητικά». Στα Θετικά λοιπόν σημειώστε ό,τι καλό επισημαίνετε για τον άνδρα σας, όπως μερικά μου απαριθμήσατε προηγουμένως. Στα Αρνητικά γράψτε ό,τι σας ενοχλεί και σας πειράζει. Θα διαπιστώσετε, με ευχάριστη έκπληξη νομίζω, ότι τα Θετικά θα υπερτερήσουν συντριπτικά. Και μείνετε σ’ αυτά. Μη ξεχνάτε άλλωστε ότι τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει. Κι ο πιο τέλειος θεωρούμενος έχει πολλές παραξενιές και πολλές αδυναμίες. Προσαρμοστείτε λοιπόν στις αδυναμίες του άνδρα σας, όπως ασφαλώς κι εκείνος στις δικές σας. Και… κάτι ακόμη».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα περιμένοντας.

«Αν αρχίσετε να βλέπετε τον άνδρα σας και πάλι με ενδιαφέρον, αν ζωντανέψετε λίγο την αγάπη σας γι’ αυτόν, θα δείτε και την αναθέρμανση του δικού του ενδιαφέροντος και της δικής του αγάπης. Και τότε, να είστε βέβαιη, ότι και τα κιλά του θα ρίξει, και θα γίνει και πάλι κομψός. Γιατί θα έχει λόγο να το κάνει».

Η κυρία, μάλλον ανακουφισμένη και συγκινημένη, ευχαρίστησε τον ιερέα, του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε.

«Πάτερ», είπε γυρίζοντας ελαφρά προς τα πίσω, «θα σας δω σύντομα. Αλλά στο εξομολογητάρι αυτήν τη φορά…».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές, 2017)

17 Ιουνίου 2022

ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ!

«Αδελφός μοναχός κάποτε ρώτησε τον όσιο Παΐσιο: - Τι να κάνω με τον απότομο τρόπο μου, που πληγώνει τους άλλους; Αποκρίθηκε: - Τον απότομο τρόπο σου να τον στρέψεις στον παλαιό σου άνθρωπο, για να αξιοποιηθεί. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μέσα σε μία Αδελφότητα είναι και πληγωμένες ψυχές,  οι οποίες έχουν τουλάχιστον από παρηγοριά ανάγκη, αν όχι από θεραπεία, και όχι από περισσότερο πλήγωμα. Επίσης είναι και Αγγελικές ψυχές, που πρέπει να τις φερόμαστε με ευλάβεια, διότι στα μάτια του Θεού, νομίζω, έχουν μεγαλύτερη αξία και από τους Αγγέλους οι ένσαρκοι Άγγελοι. Ο διάβολος όμως πολλές φορές μας κοροϊδεύει με τον εξής τρόπο: την μεν εικόνα του Αγγέλου να την προσκυνούμε με ευλάβεια μεγάλη, τον δε ένσαρκο Άγγελο, τον πλησίον μας, που είναι εικόνα Θεού, να τον πληγώνουμε, να τον υβρίζουμε κ.λπ.» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου αγιορείτου, Επιστολές, εκδ. Ι. Ησυχ. «Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Με σοφό και διακριτικό τρόπο ο όσιος Γέρων του Όρους επιχειρεί να διορθώσει την ταραγμένη συμπεριφορά του αρχάριου μοναχού που τον κάνει να μην νιώθει καλά γιατί βλέπει ότι είναι εκτός της χριστιανικής πνευματικής ζωής. Διότι βεβαίως η σχέση προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την ποιότητα της χριστιανοσύνης μας: σχέση εν αγάπη και ταπεινώσει αποτελεί δείγμα ότι ορθοποδεί κανείς˙ σχέση με οργή και επιθετικότητα αποτελεί δείγμα ότι βρίσκεται εκτός της χάρης του Θεού, έστω κι αν αριθμεί ίσως δεκαετίες θεωρούμενης χριστιανικής ζωής, ακόμη και καλογερικής. «Αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς» ακούμε την αιώνια προτροπή και εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού˙ και: «ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού ον εώρακε, πώς δύναται αγαπάν τον Θεόν ον ουχ εώρακε;» - «από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος».

Ο όσιος Παΐσιος λοιπόν ανοίγει τα μάτια στον αρχάριο αδελφό, ο οποίος όμως έχει την ταπείνωση να ρωτήσει τον μεγάλο Γέροντα. Και τι του λέει; Πρώτον, ότι είναι ακριβώς «τυφλός» πνευματικά, γι’ αυτό και αδιάκριτος. Ούτε την πληγή που επιφέρει ψυχικά στον ασθενή αδελφό βλέπει ούτε και το πώς ο ίδιος γίνεται αντίθεος, βάλλοντας κατά ενός εν σαρκί αγγέλου που τον ευλαβείται και ο ίδιος ο Θεός! Αυτό δεν συνιστά και τη μεγαλύτερη τραγωδία ενός θεωρουμένου χριστιανού; Να νομίζει ότι αγωνίζεται και ότι προκόπτει στην πνευματική ζωή, δηλαδή ότι «ανοίγεται» στο φως του Θεού, κι όμως τελικώς να βυθίζεται περισσότερο στο σκοτάδι! Κι ο όσιος Γέροντας προχωρεί ακόμη περισσότερο: η τύφλωση του αδελφού αποκαλύπτεται με την πρακτική αθεΐα του. Γιατί αθεΐα δεν είναι μόνον η άρνηση του Θεού ως οντότητας, κατά το «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστιν Θεός» – κάτι που δεν έχουν οι δαίμονες: εκείνοι «πιστεύουσι και φρίσσουσι» ενώπιον του Θεού, παραμένοντας όμως δαίμονες! – αλλά κυρίως η άρνηση υπακοής στο άγιο θέλημά Του και η αδυναμία αναγνωρίσεώς Του εκεί που υφίσταται η παρουσία Του: στον κάθε πλησίον, κυρίως τον εν Χριστώ αδελφό, στο κάθε τι από τον κόσμο που αποτελεί Δημιουργία Εκείνου. Αυτό που θεωρείται δηλαδή το άπαν της χριστιανικής βιοτής: η θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως στάση κατ’ ουσίαν απέναντι στον ίδιο τον Χριστό, ο χριστιανός το διαγράφει και το υποβαθμίζει.

Οπότε, με ανάγλυφο τρόπο, λέει ο άγιος, φανερώνεται η υποκρισία του χριστιανού: από τη μία να προσκυνεί τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, των Αγγέλων, και μάλιστα με «ευλάβεια!», και από την άλλη να μη λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν τις ζωντανές εικόνες του Χριστού που είναι οι συνάνθρωποί μας. «Πρόκειται για κοροϊδία του διαβόλου απέναντί μας» καταλήγει. Εμείς που κληθήκαμε εν Χριστώ ως ενδεδυμένοι Εκείνον να διαλύουμε τα έργα του διαβόλου, οι πιστοί που κανονικά θα έπρεπε να κάνουμε  τον διάβολο να τρέμει με την παρουσία μας, οι ίδιοι γινόμαστε τα αντικείμενα του χλευασμού και της κοροϊδίας του – αυτό δεν έλεγε και ο μέγας Πορφύριος, ότι δηλαδή δεν μπορεί να αντέξει τη σκέψη ότι στην κρίση του Θεού ο Κύριος θα παρουσιάζεται «ντροπιασμένος» για τα μέλη Του που Τον αρνήθηκαν στην πράξη!  «Σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό έχει υποδουλωθεί» λέει ο απόστολος Παύλος, που σημαίνει ότι μπορεί σχήματι μεν να είμαστε «νικητές», πράγματι δε να είμαστε υποχείρια και όργανα του Πονηρού! Το δράμα πολλών χριστιανών!

Αλλά ο άγιος Παΐσιος λέει και ένα δεύτερο, θετικό αυτή τη φορά, στον αρχάριο αδελφό: ναι, ο παρορμητικός και οργίλος χαρακτήρας σου σε κάνει να ξεφεύγεις από τη χριστιανική ζωή, όμως «αξιοποίησε» τη μειονεξία αυτή. Πώς; Στρέφοντας την οργή και το απότομο του τρόπου σου κατά του παλαιού ανθρώπου σου, κατά της αμαρτίας σου δηλαδή και όλων των κλάδων της. Κι εδώ ο άγιος εκφράζει αυτό που λένε όλοι οι νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας: η οργή είναι μία δύναμη της ψυχής που καλούμαστε όχι να την καταστρέψουμε ή να τη διαγράψουμε, αλλά να τη στρέψουμε στην ορθή της κατεύθυνση. Ο Θεός, σημειώνουν, μας έδωσε την ανδρεία της ψυχής για να μπορούμε να πορευόμαστε με δύναμη και θάρρος στον πνευματικό αγώνα και τον κατά Χριστόν προορισμό μας, την ομοίωσή μας με Εκείνον. Που θα πει: κανείς δεν μπορεί να προκόψει πνευματικά αν είναι υποτονικός και χαλαρωμένος και ράθυμος στη ζωή του. «Πνεύμα ηγεμονικόν» ζητάμε διαρκώς από τον Θεό μας στις προσευχές μας, όπως ήδη διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος  λάβαμε από τον Θεό «όχι Πνεύμα δειλίας αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού». «Ζέων τω πνεύματι» θα αναφέρει σε άλλο σημείο και πάλι ο απόστολος, δηλαδή έχοντας ως σύμμαχο την ανδρεία και την ορμή της ψυχής μας να μπορούμε να επιτελούμε το άγιο θέλημα του Θεού: «τω Κυρίω δουλεύοντες». Έλεγχος λοιπόν των δυνάμεών μας, ώστε να μη χάνουμε τον στόχο της ζωής μας: την όσο το δυνατόν αναμαρτησία μας.   

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΡΟΚΟΨΕΙ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ;

«Γέροντα, από πού θα γνωρίσω ότι έχω προκόψει στην πνευματική ζωή;»

Το ερώτημα του νεαρού προσκυνητή στο κελάκι του Γέροντα φαινόταν καίριο κι έκανε και τους άλλους προσκυνητές να εντείνουν την προσοχή τους. Όλοι κοίταζαν τον Γέροντα περιμένοντας με ενδιαφέρον την απάντησή του. Είχε προηγηθεί αρκετή συζήτηση προηγουμένως για την πνευματική ζωή και τι είναι αυτή, σε αντιδιαστολή με άλλες, εξωχριστιανικές και μη, κατανοήσεις της ζωής αυτής.

Ο Γέροντας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ξεκούκισε λίγο το κομποσχοίνι του, κοίταξε ένα γύρο τα πρόσωπα που φαίνονταν ότι διψούσαν για γνήσια πνευματική εσωτερική ζωή, και μετρώντας τα λόγια του είπε αργά.

 «Προκοπή στην πνευματική ζωή σημαίνει καταρχάς ότι έχω κάνει την καρδιά μου δεκτική ώστε να λάβει περισσότερη χάρη Θεού. Σημαίνει δηλαδή ότι έχω προσπαθήσει και προσπαθώ να καθαρίσω την καρδιά μου από κάθε τι εμπαθές, είτε φιλήδονο είναι αυτό είτε φιλάργυρο είτε φιλόδοξο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος υπηρετεί τα πάθη του, που θα πει τον εγωισμό του, εκεί πνευματική ζωή δεν υπάρχει».

«Ναι, Γέροντα», διέκοψε λίγο απότομα είναι αλήθεια τον λόγο του Γέροντα ο νεαρός, «αλλά από ποια συγκεκριμένα πράγματα θα γνωρίζω ότι έχω προκόψει ή έστω προκόβω;»

«Αυτό θα έλεγα τώρα», μειδίασε λίγο ο Γέροντας κι αγκάλιασε με το βλέμμα του τον νεαρό. «Δεν θα σας πω βαθιές θεωρίες. Απλά πράγματα μας δείχνουν την προκοπή μας ή όχι, έστω κι αν πολύ συχνά νομίζουμε ότι έχουμε προκόψει γιατί διαβάζουμε κάποια πνευματικά βιβλία ή πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Και να ορισμένα από αυτά:

Έρχεται η ώρα της προσευχής και βαριέσαι να ψελλίσεις έστω δυο λόγια προσευχής. Η προσευχή θεωρείται από τους αγίους μας ότι είναι ο καθρέπτης της πνευματικής ζωής. Αν λοιπόν δεν έχω πόθο για προσευχή, αν δεν ελκύομαι από την αναφορά μου προς τον Θεό, ε, τότε βρίσκομαι πολύ πίσω στα πνευματικά».

«Μόνο η προσευχή, Γέροντα, δείχνει την προκοπή μας;» ακούστηκε από κάποιον μεσήλικα η ερώτηση. «Όχι, βέβαια», απάντησε. «Σε όλα τα καθημερινά μας αποκαλύπτουμε το τι σόι χριστιανοί είμαστε. Γιατί είπαμε ότι η πνευματική ζωή δείχνει τη χριστιανική μας ζωή.

Λοιπόν, άλλο πράγμα: η βιασύνη μας. Σήμερα μάλιστα με τούς καταιγιστικούς ρυθμούς της ζωής, όλοι βιάζονται. Ποιος θα πάρει τη θέση του άλλου είναι ο αγώνας, και το θεωρούμε μάλιστα κατόρθωμα αυτό. Λοιπόν, αν βιάζεσαι σημαίνει ότι όχι μόνο δεν προκόβεις αλλά διαρκώς και οπισθοχωρείς. Κι αυτό γιατί η βιασύνη αποκαλύπτει την έλλειψη υπομονής που έχουμε, άρα την κρυφή υπερηφάνεια που μας κατατρώγει. Ο ανυπόμονος άνθρωπος είναι ο υπερήφανος άνθρωπος. Κι όπου υπάρχει υπερηφάνεια εννοείται ότι εκεί δεν υπάρχει το ησύχιο και πράο Πνεύμα του Θεού.

Ακόμη: η έλλειψη πίστης στην Πρόνοια του Θεού. Πόσοι χριστιανοί ομολογούν την πίστη τους στον Θεό, αλλά με το παραμικρό πρόβλημα τα χάνουν, πανικοβάλλονται, περιπίπτουν σ’ ένα χάος. Πού είναι η πίστη στα λόγια του Χριστού μας που μας βεβαιώνει ότι «και οι τρίχες όλες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Εκείνον;»

Και πέραν τούτων, εκείνο που κατεξοχήν δείχνει αν είμαστε προκομμένοι ή ανεπρόκοποι στα πνευματικά είναι η στάση μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Ο Χριστός μας μάς έχει αποκαλύψει ότι στον κάθε συνάνθρωπό μας πρέπει να βλέπουμε δύο πράγματα: Πρώτον, την παρουσία Εκείνου – «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε» -,  και δεύτερον, τον ίδιο τον εαυτό μας – «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και τι βλέπουμε καθημερινά, και μάλιστα στους χριστιανούς μας; Πώς ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου, πώς να τον αδικήσει πολλές φορές προκειμένου ο ίδιος να σταθεί, πώς να τον υποβαθμίσει, πώς να τον προσβάλει...»

Σταμάτησε ο Γέροντας και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα βαθουλωμένα μάτια του. Τα σκυμμένα κεφάλια των προσκυνητών έδειχναν ότι τα λόγια του μάλλον είχαν πιάσει τόπο. Ο Γέροντας τους είδε. Αλλά επειδή ήξερε βαθιά την ανθρώπινη φύση, δεν αναθάρρησε. Τους χαιρέτισε, αποσύρθηκε στο κελί του κι άρχισε με βαθύ πόνο την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, του κόσμου που ήταν κομμάτι του εαυτού του…

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΙΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος καί οἱ σύν αὐτῷ Βασίλειος καί ᾽Ιννοκέντιος  (3ος αἰ.) κατάγονταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. Ἔφυγαν ὅμως ἀπό τήν πατρίδα τους καί φτάνοντας σ' ἕνα σπήλαιο τῆς Ἀπολλωνίας βρῆκαν ἐκεῖ τόν Φήλικα καί τόν Περεγρίνο καί τόν Ἑρμεία. Ὁ ἅγιος ῎Ισαυρος  τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τούς δίδαξε νά μήν εἶναι ὡς χριστιανοί  προσκολλημένοι πρός τά παρόντα γήϊνα πράγματα, λόγια πού ἐκεῖνοι τά ἔκαναν ἀμέσως πράξη. Διότι ἀποστράφηκαν τήν συναναστροφή μέ τούς συγγενεῖς τους πού ἦταν ἄπιστοι καί γι᾽ αὐτό κατηγορήθηκαν στόν ἔπαρχο Τριπόντιο. ῾Ο ἔπαρχος τούς συνέλαβε κι ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς κάνει νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν Χριστό, πρόσταξε νά τούς κόψουν μέ ξίφος τά κεφάλια. ῾Ο ῎Ισαυρος, ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοί πού ἦταν μαζί του, ὁδηγήθηκαν στόν ᾽Απολλώνιο, τόν γιό τοῦ ἐπάρχου. ῾Ο ᾽Απολλώνιος τούς ἔριξε στά βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ, αὐτοί ὅμως κατά παράδοξο τρόπο σώθηκαν ἀπό αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα  νά πιστέψουν στόν Χριστό πολλοί ἄνθρωποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί οἱ πρῶτοι τῆς πόλεως, οἱ κατά σάρκα ἀδελφοί Ροῦφος καί Ρουφίνος. Τέλος ἀποφασίστηκε ἡ θανάτωσή τους καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια».

῾Ο ὑμνογράφος τῶν σημερινῶν ἁγίων Γρηγόριος προκειμένου νά προβάλει διαμιᾶς τήν σημασία τους στόν κόσμο χρησιμοποιεῖ μία φράση πού εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλής στούς ὕμνους ὅλων τῶν ἁγίων: οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού «οὐράνωσαν τήν γῆν», ἔκαναν τή γῆ δηλαδή οὐρανό. Διότι ζώντας στήν ὕπαρξή τους τή χάρη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μία δική Του προέκταση μέσα στόν κόσμο, μέ ἄλλα λόγια στά πρόσωπά τους  βλέπουμε τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό κυριολεκτικά παρόντα ἀνάμεσά μας. «῾Ο ῎Ισαυρος ὁ ἔνδοξος καί ὁ δυνατός ᾽Ιννοκέντιος καί ὁ θεῖος Βασίλειος, ὁ θαυμάσιος Φήλικας, ὁ δοξασμένος ῾Ερμείας καί ὁ Περεγρίνος, αὐτοί πού κάνανε τή γῆ οὐρανό ἀπό τίς θεῖες λάμψεις τῶν θαυμάτων τους, ἄς μακαριστοῦν μέ πίστη» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἐκεῖνο κατά τόν ὑμνογράφο πού τούς κατέστησε ἱκανούς νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά «περιπολοῦν στόν κόσμο ὡς θεοί» δέν ἦταν κάποια ξεχωριστή δική τους φυσική ἱκανότητα, ἀλλά ἡ διάθεσή τους νά ὑπακοῦνε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦν ᾽Εκεῖνον. «῎Ας μακαριστοῦν μέ πίστη ὡς ὑπηρέτες τοῦ Κυρίου». ᾽Εδῶ βρίσκεται ὡς γνωστόν τό μυστικό τῆς τεράστιας δύναμης ὅλων τῶν ἁγίων μας: ζοῦν  ἐν ταπεινώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί γεμίζουν ἀπό τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος «κάνει θαυμαστούς τούς ἁγίους τούς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ».

Μέ τήν παραπάνω ὑπενθύμισή του ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής δίνει καί μία ἀξιοσημείωτη διευρυμένη θεώρηση τῆς ἔννοιας τῆς τιμιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Συνήθως τίμιο χαρακτηρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκέραιος στίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν τούς κλέβει, δέν τούς ἀδικεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ὑπόστασή τους καί τήν περιουσία τους. Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίμιοι ἄθρωποι ὑπάρχουν σέ πολλούς χώρους καί μή χριστιανικούς - δέν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν χριστιανῶν ἡ ἠθική ἀκεραιότητα. ῾Ο ὑμνογράφος ὅμως προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ γενική ἔννοια τῆς τιμιότητας. Γι᾽ αὐτόν καί γιά σύνολη τήν πίστη μας ἀσφαλῶς, ὁ πλήρως τίμιος ἄνθρωπος, ὁ καθ᾽ ὁλοκληρίαν θά λέγαμε ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν φέρει συμβατικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό τιμᾶ μέ τόν πρέποντα τρόπο, δηλαδή κάνει πράξη αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά του. «῎Εγινες τίμιος», σημειώνει συγκεκριμένα γιά τόν ἅγιο ῎Ισαυρο, «γιατί τίμησες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» (ωδἠ γ´). Κι ἔχει δίκιο: ἄν ὁ πραγματικά ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὡς «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ἦταν χωρίς ἁμαρτία» - ἡ ἁμαρτία κολοβώνει καί τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση - κατά συνέπεια ἀληθινός ἄνθρωπος γίνεται ἐκεῖνος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, παίρνοντας τή δύναμή Του γιά νά μήν ἁμαρτάνει. Κι ἐπιβεβαιώνει ὁ ὑμνογράφος μας τήν ἄλλη θέαση αὐτή τῆς τιμιότητας μέ ὅ,τι λέει ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του. «Κόπηκε ὁ ῎Ισαυρος μαζί μέ τήν πεντάδα τῶν συνάθλων του ὡς πρός τήν κεφαλή, κόβει (ταυτοχρόνως) στή μέση καί τήν καρδιά τῆς νοητῆς σαύρας, (τοῦ διαβόλου)».

Οἱ δοξολογικές καί ἑρμηνευτικές τῆς ἁγιότητας τοῦ ᾽Ισαύρου ἀναφορές τοῦ ὑμνογράφου δέν γίνονται αὐθαίρετα. Πέραν τῆς ἀλήθειας πού προβάλλουν γιά τήν θέση του στό νοητό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, συνιστοῦν τή βάση γιά τό ποθούμενό του: τήν ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του καί γιά τή δική του σωτηρία. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σχεδόν σέ ὅλα τά τροπάρια ὁ ποιητής ἐκεῖ καταλήγει: νά παρακαλεῖ τή μεσιτεία τοῦ ἁγίου νά γίνει ὁ Κύριος ἵλεως καί σέ αὐτόν, ἤ, ἄμεσα ὁ ἅγιος νά προσφέρει τή χάρη τῆς θεραπείας του σέ αὐτόν. Μέ τή σωστή ὅμως ἱεράρχηση: ὄχι μονομερῶς νά τόν θεραπεύσει ἀπό σωματικές θλίψεις καί ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτές νά θεραπευτοῦν, ἀφοῦ πρῶτα θεραπεύσει τά βασικά τραύματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος κινεῖται μέ καθαρό θεολογικό τρόπο: ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό ζητούμενο καί ἄν θελήσει ὁ Κύριος καί ἡ θεραπεία τοῦ σώματος. «᾽Αφοῦ θεραπεύσεις τίς ἐκτροπές τοῦ νοῦ μου καί τά πάθη τῆς καρδιᾶς μου, θεόφρον, σῶσε με καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους» (ὠδή ς´).