Περίμενε τον ιερέα υπομονετικά. Είχε μπει στον ναό, άναψε
κεράκι, ασπάστηκε τις εικόνες. Είχε δει τον ιερέα να συζητάει με κάποιον έξω από το εξομολογητάρι – κάθονταν και οι δύο στη νότια
πλευρά του σολέα.
Στοχάστηκε τι ήθελε να συζητήσει μαζί του. Ήταν λίγο πριν
από το μεσημέρι κι ήλπιζε ότι θα είχε χρόνο να την ακούσει. Τον ήξερε και τον
σεβόταν πολύ. Η ίδια δεν ήταν από τις «φανατικές» της Εκκλησίας, αλλά δεν ήταν
και άπιστη. Βαθιά μέσα της πίστευε στον Κύριο, πίστευε στην Εκκλησία. Η Παναγία
μάλιστα ήταν η μεγάλη… αγάπη της. Όταν Την κοιτούσε, σχεδόν βούρκωνε. Δεν ήξερε
τι ήταν αυτό που την τραβούσε τόσο σ’ Εκείνην, μα αυτό το απροσδιόριστο την
έκανε να Την επικαλείται πολλές φορές την ημέρα. Θα περνούσε κάποιος καιρός
ακόμη, για να καταλάβει ότι η «αδυναμία» της στη Θεοτόκο, ήταν η χάρη του Θεού,
που ενεργοποιούσε την κρυμμένη μέσα της φλόγα του αγίου βαπτίσματος. Γιατί
πράγματι, πώς μπορεί κανείς να αγαπά τη Μητέρα του Κυρίου, χωρίς να αγαπά τον
Ίδιο τον Κύριο; Οι δρόμοι του Θεού αποτελούν μυστήριο και τον κάθε άνθρωπο ο
πανάγαθος Πατέρας τον ελκύει με τον τρόπο που του πρέπει.
«Πάτερ», του είπε όταν είδε ότι τελείωσε η συζήτηση με
τον κύριο. «Έχετε καθόλου χρόνο για να συζητήσουμε κάτι που για μένα είναι
σοβαρό πρόβλημα;»
Την είδε και την θυμήθηκε. Ερχόταν όχι πολύ συχνά, αλλά
τόσες φορές ώστε να μπορεί να τη θυμηθεί.
«Σας έχω ξαναδεί», είπε ο ιερέας. «Στη δική μας ενορία
μάλλον ανήκετε, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, πάτερ», είπε η κυρία, η οποία πρέπει να
πλησίαζε τα πενήντα της χρόνια, αλλά φαινόταν να διατηρείται αρκετά καλά.
Καλοκαμωμένη, με προσεγμένη αμφίεση, απέπνεε με όλο το παρουσιαστικό της σοβαρότητα και σεμνότητα.
«Δεν πρόκειται για εξομολόγηση απ’ ό, τι καταλαβαίνω»,
είπε ο πάτερ, και η κυρία έγνεψε καταφατικά.
Της πρότεινε να καθίσει, εκεί μπροστά στο σολέα και πάλι.
Κάθισε κι αυτός δίπλα, έχοντας μπροστά τους τον Κύριο Ιησού Χριστό και τον άγιο
Ιωάννη Πρόδρομο.
«Κύριε, φώτισέ με να καταλάβω το πρόβλημα του πλάσματός
Σου και βάλε τα δικά Σου λόγια στο στόμα μου», ψιθύρισε νοερά ο ιερέας, πριν
ξεκινήσει η κυρία.
«Σας ακούω, ποιο το πρόβλημα;»
«Πάτερ, είμαι παντρεμένη αρκετά χρόνια, έχω και δύο
παιδιά, μεγάλα πια, φοιτητές είναι. Αγόρια και τα δύο. Με τον σύζυγό μου
παντρευτήκαμε από αγάπη και έρωτα που λένε, περάσαμε καλά, αλλά μέχρι… εκεί. Δύο δεκαετίες πια, έχει επέλθει κούραση στη
σχέση μας, κι ένα χρόνο τώρα παλεύω με τον λογισμό… - δυσκολεύτηκε να το
ξεστομίσει - του
διαζυγίου. Θέλω να τον χωρίσω, πάτερ, τον άντρα μου. Βλέπω ότι δεν τον αγαπώ
όπως παλιά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει μέσα μου, κι αιτία απ’ ό, τι βλέπω είναι
η… ατημελησιά του». Σταμάτησε.
«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;» ρώτησε ο ιερέας. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει κι άλλες
φορές την ίδια ή και παρόμοια ιστορία. Ζευγάρια που μετά παρέλευση κάποιων
χρόνων ή και δεκαετιών ακόμη, ζητούν να χωρίσουν. Γιατί κουράστηκαν. Γιατί
αποξενώθηκαν μεταξύ τους. Γιατί διαπίστωσαν ότι η σχέση τους κρατήθηκε αρκετά
χρόνια λόγω των παιδιών τους και μόνο. Όταν τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν και
να φεύγουν, είδαν το… κενό μεταξύ τους και τρόμαξαν! Πολλοί δυστυχώς βρήκαν τη
λύση της εξωσυζυγικής σχέσης: νόμισαν ότι θα ανανέωναν τη ζωή τους. Αλλά μάλλον
εις μάτην…
«Ναι, πάτερ. Όπως σας είπα ξεκινήσαμε με έρωτα και
μάλιστα μεγάλο. Αλλά το ξέρω ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Είχα
ακούσει και σε ένα κήρυγμά σας ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι σαν την μπαταρία:
έχει ημερομηνία λήξεως».
«Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της
αγάπης, τον Κύριο, για να παραμένει πάντοτε ζωντανός», έσπευσε να προσθέσει ο
ιερέας. «Κι αυτό είχα πει».
«Το θυμάμαι. Αλλά είναι αρκετά χρόνια τώρα, που εκείνο
που μου προκαλεί σχεδόν απέχθεια απέναντι στον άνδρα μου είναι το… πάχος του.
Ήταν καλοκαμωμένος, αλλά μετά αφέθηκε. Πήρε αρκετά κιλά, αλλοιώθηκε η σιλουέτα
του, έγινε δυσκίνητος. Προσπάθησα πολλές φορές να τον πείσω να κάνει δίαιτα, να
προσέξει και την υγεία του μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά μου δηλώνει ότι δεν
βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογία, για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Κι αυτό μου
το λέει χρόνια τώρα. Νιώθω σαν να έχω έναν ξένο δίπλα μου. Δεν τον θέλω πια…».
Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και δύο σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να ξεστρατίσουν
από τα βλέφαρά της.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε ο ιερέας, ο οποίος συμπάθησε
πολύ τη γυναίκα, γιατί είδε ότι ο Πονηρός την πολεμάει με πλάγιους και δόλιους
λογισμούς.
«Ασφαλώς, πάτερ», είπε και σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τα
δάκρυά της.
«Σαν άνθρωπος πώς είναι; Είναι βάναυσος απέναντί σας ή
απέναντι στα παιδιά σας; Και δεν εννοώ τώρα που είναι μεγάλα τα παιδιά, αλλά
και όταν ήταν μικρά. Μήπως είναι μέθυσος; Μήπως τεμπέλης ή γυναικάς; Μήπως
χαρτοπαίκτης;»
Δεν δίστασε η γυναίκα. «Όχι, πάτερ. Δεν έχω να του
προσάψω κάποια τέτοια κατηγορία. Μπορεί να μην είναι … «θεούσος», αλλά κι αυτός
έρχεται κατά καιρούς στην εκκλησία. Και μάλιστα χαίρεται όταν με βλέπει να
έρχομαι εγώ συχνότερα από αυτόν. Σας είπα όμως ότι ο βασικός λόγος είναι η
έλλειψη φροντίδας για τον εαυτό του. Κι αυτό είναι που με… «δαιμονίζει»: για
μένα η έλλειψη αυτή σημαίνει αδιαφορία απέναντί μου. Σημαίνει ότι δεν είμαι γι’
αυτόν κάτι που έχει σημασία. Είναι η απόδειξη ότι απλώς… συνυπάρχει μαζί μου.
Ίσως γιατί με θεωρεί απολύτως δεδομένη πια».
Σταμάτησε για λίγο. Για να συνεχίσει πιο σταθερά: «Πάτερ,
μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος γάμος κάτω από αυτές τις συνθήκες; Δεν είναι πια
σαν να παίζουμε θέατρο; Άρχιζα να σκέπτομαι τον χωρισμό, γιατί μεγάλωσαν τα
παιδιά και θα μας καταλάβουν καλύτερα. Άλλωστε, νομίζω ότι κι αυτά βλέπουν την
κατάσταση. Μας αγαπούν, νομίζω, και τους δύο, αλλά διαπιστώνουν ότι μεταξύ μας
τα πράγματα δεν είναι και τόσο… ρόδινα».
Ο ιερέας προσευχόταν. Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στο
τέμπλο, στο πρόσωπο του Κυρίου, και Τον παρακαλούσε να φωτίσει κι αυτόν και
κυρίως τη γυναίκα. Έβλεπε το δίκιο της, αλλά δεν μπορούσε να έχει σφαιρική
άποψη για τη σχέση του ανδρογύνου. Άκουγε μονομερώς τα πράγματα.
«Να σας πω», έκανε κάποια στιγμή. «Νομίζετε ότι – το λέω
επειδή είστε πιστή γυναίκα – αν βρεθείτε στην κρίση του Θεού, ο Θεός θα σας δικαιώσει;
Θέλω να πω, πιστεύετε αληθινά ότι το πρόβλημα αυτό συνιστά πραγματικό λόγο
διαζυγίου; Ο ίδιος ο Κύριος τον μόνο λόγο διαζυγίου που αναγνώρισε ήταν η
πορνεία και η μοιχεία. Και μου λέτε ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην περίπτωση
του συζύγου σας. Η ατημελησιά του μάλιστα έρχεται προς επίρρωση αυτού. Συνήθως
ένας που… ξενοκοιτάει, φροντίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα. Δεν ξενοκοιτάει
λοιπόν, δεν είναι πότης, δεν είναι χαρτοπαίκτης, δεν είναι τεμπέλης, δεν είναι
βάναυσος. Δεν είναι καν άπιστος. Χαίρεται μάλιστα που εσείς πηγαίνετε και στην
Εκκλησία, την οποία και αυτός κάποιες φορές την επισκέπτεται».
Η γυναίκα σαν να άκουγε πρώτη φορά τα… προτερήματα του
άνδρα της. Ο ιερέας… ζωγράφιζε το πορτρέτο του, με βάση τα στοιχεία που η ίδια
του είχε δώσει. Μάλλον έβλεπε ότι ήταν υπερβολική στις εκτιμήσεις της και στις
αποφάσεις της.
«Μα, δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό που συμβαίνει;» είπε,
κι έκανε μία προσπάθεια να ζωντανέψει το… κλονισμένο της ηθικό.
«Βεβαίως και είναι», συμφώνησε ο ιερέας. «Το ζευγάρι
πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τη μεταξύ τους σχέση. Γι’ αυτό και σας υπενθύμισα
ότι χρειάζεται σύνδεση με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο» - Τον έδειξε στο
τέμπλο και φαινόταν να παρακολουθεί φιλάνθρωπα τη συζήτηση. «Κανονικά, η σχέση
του ζευγαριού πρέπει να είναι το αντικείμενο της καθημερινής φροντίδας του κάθε
μέλους. Κάθε μέρα δηλαδή πρέπει ο καθένας: ο άντρας, η γυναίκα, να έχει την
έγνοια πώς να αρέσει στον άλλον. Μας το λέει τόσο ωραία ο απόστολος Παύλος: «ο
άντρας πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στη γυναίκα του. Η γυναίκα πρέπει να
φροντίζει πώς να αρέσει στον άνδρα της». Κι αυτό γιατί η σχέση τους δεν είναι
απλώς μία συνύπαρξη. Αποτελεί μυστήριο που εικονίζει τη σχέση του Χριστού με
την Εκκλησία. Υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να μην ενδιαφέρεται για την Εκκλησία
Του; Καθημερινά θυσιάζεται γι’ Αυτήν. Μπορεί η Εκκλησία να μην ενδιαφέρεται για
τον Κύριο; Μα είναι η ζωή και το κεφάλι της. Το ίδιο συμβαίνει και με το
ανδρόγυνο. Η ετοιμασία έτσι για τον γάμο δεν τελειώνει με τον… γάμο. Συνεχίζεται
και μετά από αυτόν. Όπως σας είπα, καθημερινά. Και για πάντα. Μέχρι το τέλος.
Κι όταν έτσι πορεύεται το ζευγάρι, η σχέση τους αυτή προεκτείνεται και στην
αιωνιότητα. Μαζί και μετά τον θάνατο, όταν βεβαίως έλθει η ώρα του καθενός. Να
σας υπενθυμίσω και μάλιστα κάτι επ’ αυτού για τον όσιο της εποχής μας, τον
μεγάλο Γέροντα Πορφύριο. Είδε κάποια φορά την πρεσβυτέρα ενός ιερέα να φεύγει
από τη ζωή αυτή και να συναντάται η ψυχή της με την ψυχή του συζύγου της στα
Ουράνια. Και δάκρυσε γιατί έβλεπε να την υποδέχεται ο ιερέας με άρρητη χαρά και
να λάμπουν και οι δύο μέσα στη χάρη του Θεού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε
για μία σχέση, την έγγαμη, που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο». Δάκρυσε κι ο
ιερέας.
«Τι μου προτείνετε, πάτερ;» είπε η γυναίκα, εμφανώς συγκινημένη
κι αυτή.
«Εφόσον εσείς είστε εδώ – μακάρι να ερχόσασταν κάποια
φορά μαζί με τον σύζυγό σας, θα ήταν το καλύτερο – θα σας πρότεινα δύο
πράγματα: πρώτον, όσο μπορείτε να βαθύνετε τη σχέση σας με την Εκκλησία μας,
δηλαδή με τον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος θα σας ενισχύει σε κάθε δυσκολία και σε
κάθε σας πρόβλημα. Η αγάπη Του είναι η μόνη απόλυτη, πιστή και δεδομένη».
«Και δεύτερον;» ρώτησε η γυναίκα.
«Δεύτερον, πάρτε μία σελίδα και χωρίστε την κάθετα στη
μέση. Από τη μία γράψτε σαν τίτλο «Θετικά». Από την άλλη γράψτε «Αρνητικά». Στα
Θετικά λοιπόν σημειώστε ό,τι καλό επισημαίνετε για τον άνδρα σας, όπως μερικά
μου απαριθμήσατε προηγουμένως. Στα Αρνητικά γράψτε ό,τι σας ενοχλεί και σας
πειράζει. Θα διαπιστώσετε, με ευχάριστη έκπληξη νομίζω, ότι τα Θετικά θα
υπερτερήσουν συντριπτικά. Και μείνετε σ’ αυτά. Μη ξεχνάτε άλλωστε ότι τέλειος
άνθρωπος δεν υπάρχει. Κι ο πιο τέλειος θεωρούμενος έχει πολλές παραξενιές και
πολλές αδυναμίες. Προσαρμοστείτε λοιπόν στις αδυναμίες του άνδρα σας, όπως
ασφαλώς κι εκείνος στις δικές σας. Και… κάτι ακόμη».
Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα περιμένοντας.
«Αν αρχίσετε να βλέπετε τον άνδρα σας και πάλι με
ενδιαφέρον, αν ζωντανέψετε λίγο την αγάπη σας γι’ αυτόν, θα δείτε και την
αναθέρμανση του δικού του ενδιαφέροντος και της δικής του αγάπης. Και τότε, να
είστε βέβαιη, ότι και τα κιλά του θα ρίξει, και θα γίνει και πάλι κομψός. Γιατί
θα έχει λόγο να το κάνει».
Η κυρία, μάλλον ανακουφισμένη και συγκινημένη,
ευχαρίστησε τον ιερέα, του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε.
«Πάτερ», είπε γυρίζοντας ελαφρά προς τα πίσω, «θα σας δω
σύντομα. Αλλά στο εξομολογητάρι αυτήν τη φορά…».
(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές, 2017)