24 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία : χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: «Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς». Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: «διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ» εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο. Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ. «γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος, ἡ φωνή τοῦ Λόγου καί τοῦ φωτός», «τό λυχνάρι ἔρχεται πρίν τό φῶς, ἡ αὐγή φανερώνει τήν ἔλευση τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου να δημιουργηθοῦν ἐκ νέου ὅλα καί νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας».

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: «Κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι μεγαλύτερος τοῦ Ἰωάννου», «ὁ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, πού ἄλλος σάν κι αὐτόν δέν ὑπάρχει οὔτε πρόκειται νά γεννηθεῖ». Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.

Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης πάντοτε τόνιζε ὅτι «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» - Ἐκεῖνος πρέπει νά αὐξάνει καί ἐγώ νά ἐλαττώνομαι. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του.

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.  Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, «ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος». Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

23 Ιουνίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: «ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«Κύριε, σώσον ημάς! Είδατε μυστικά (της πνευματικής ζωής)! Δεν τα ξέρουνε αυτά οι άνθρωποι. Αυτά είναι μυστικά που εγώ τα έχω μάθει μέσα στην Παρακλητική, μέσα στα Μηναία. Πω! Πω! Όλα, και ο άγιος Εφραίμ και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και όλοι οι καλοί. Μέσα όμως η υμνολογία έχει τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις… Ήρθε μία που δεν ήτανε τόσο καλά γιατί την εβλάψανε οι ακολουθίες, κουράστηκε και δεν ήθελε να πάει στην Εκκλησία. Λοιπόν, λέει: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, και κάθε βράδυ. Κουράστηκα, δεν μπορώ να ακούω αυτά τα πράγματα». Ενώ το να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των Δυνάμεων, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου», πώς το λέει εκεί, «Εις τας αυλάς του Κυρίου, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή». Λοιπόν, αυτά και όλη την ημέρα να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου» και όλα και όλη την ημέρα να λες ψαλμούς, ποτέ δεν έχω κούραση. Εδώ πέρα βλέπεις που αγαπιούνται και λένε «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και όλα τα τραγούδια που ακούς στα ραδιόφωνα «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» όλα, όλο αυτή τη λέξη ακούεις. Καταλάβατε; Αυτή, ας πούμε, του έρωτος του επιγείου. Αλλά στον Θεό είναι άλλος έρως, άλλο πράμα, άλλη, άλλη χαρά» (Ευαγγ. Καραδήμου, Βίος και Πολιτεία του οσίου Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2011).

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο όσιος Πορφύριος τόνιζε όχι απλώς τη σημασία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας για την πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού, αλλά τη μέγιστη αξία που έχει. «Τα μυστικά της πνευματικής ζωής από τους ύμνους της Εκκλησίας τους έμαθα» σημείωνε. «Και μπορεί να μην έχω φτάσει το ύψος στο οποίο μας οδηγούν, όμως έμαθα τον τρόπο». Φτάνει μάλιστα σε σημείο ίσως υπερβολής, όταν ομολογεί ότι ακόμη και από τους μεγάλους οσίους, τους «καλούς», άγιο Εφραίμ, άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, οι ύμνοι της Παρακλητικής και των Μηναίων – ό,τι εξαγγέλλει μέσα από αυτούς η Εκκλησία για την Αγία Τριάδα, για τους αγίους, για την πνευματική ζωή – πρόσφεραν στον ίδιο μεγαλύτερη ωφέλεια. Κι αυτό γιατί, κατά τα λεγόμενά του, εκεί βρίσκεις «τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις». Κι ήταν βαθιά πεποίθησή του ότι τούτο ισχύει όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για όλους τους χριστιανούς. Όταν προέτρεπε τους αδελφούς που τον επισκέπτονταν να ακολουθήσουν τη μέθοδο αυτή αγιασμού τους, εκείνοι, κι αν ακόμη εξέφραζαν στην αρχή κάποια επιφύλαξη, αργότερα όμως υπακούοντας, από την εμπειρία τους βεβαίωναν την ίδια αλήθεια. «Είχα μία – έλεγε – η οποία δεν διάβαζε κανόνες, δεν έδινε σημασία στους αγίους και στην υμνολογία και αυτά που λέω σχεδόν τέτοια. Μια μέρα την κατατόπισα και τώρα… Τόσο πολύ της άρεσαν∙ διαβάζει, και κανένα που χτυπάει πολύ, με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα, που μ’ έβαλες σ’ αυτούς τους θησαυρούς που περιφρονούσα, επειδή σχεδόν έτσι είχα διδαχτεί».

Κατά τον μεγάλο όσιο λοιπόν, στην υμνολογία της Εκκλησίας βρίσκεις όλους τους τρόπους για να αγιάσεις, βρίσκεις εκφρασμένη με γλυκό τρόπο την Αγία Γραφή αλλά και την Πατερική Παράδοση – η υμνολογία συνιστά μία σύνοψη όλων των θησαυρών του Αγίου Πνεύματος. Κι ένας βασικός λόγος της πραγματικότητας αυτής για τον όσιο ήταν ότι οι εκκλησιαστικοί μεγάλοι ποιητές, Ιωάννης μοναχός, Ιωσήφ, Θεοφάνης κ.ά., ήταν κι αυτοί μεγάλοι άγιοι που μπορούσαν να διακρίνουν τα σημάδια της αγιότητας και να επισημάνουν και όλες τις παραμέτρους τους. Ο λόγος του είναι σαφής: «Δεν γνωρίζουν αυτοί που ασχολούνται, ίσως και οι μοναχοί πολλές φορές, το μεγαλείο των αγίων ποιητών που έχουν ασχοληθεί με την υμνολογία της Εκκλησίας μας. Πω! Πω! Τι είναι αυτό!...Σας λέω ότι είναι σαν τον άγιο Σάββα, σαν τον άγιο Εφραίμ, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Τέτοιοι είναι και αυτοί. Μέσα στους ύμνους τους, μέσα στους κανόνες τους, μέσα στους όρθρους που έχουνε φτιάξει. Τι μεγαλεία! Εκεί μαθαίνει κανείς όλους τους τρόπους πώς να γίνει άγιος. Επαινώντας τον άγιο, κατείχαν όλα οι ίδιοι από πείρα και επαινούσαν τον άγιο και έγραφαν όλους τους τρόπους που μεταχειριζόταν ο άγιος

Πώς όμως παρουσιάζει την περίπτωση ο μέγας Γέρων εκείνης της εν Χριστώ αδελφής που είχε κουραστεί από τη διαρκή επανάληψη των ψαλμικών λόγων και των ίδιων κάθε φορά ακολουθιών, τόσο που δεν ήθελε πια να πηγαίνει και στην Εκκλησία; Η απάντησή του δίνει την απάντηση και για ένα μεγάλο μέρος χριστιανών μας, οι οποίοι και αυτοί «βαριούνται» και «πλήττουν» στις ακολουθίες, βρίσκοντας τρόπο «διαφυγής» είτε με την απουσία τους από τον Ναό είτε, συχνότερα, από τη «σμίκρυνση» της παρουσίας τους – όσο αργότερα και προς το τέλος, τόσο και καλύτερα! Τι λέει; Δεν υπάρχει αγάπη προς τα λόγια του Θεού και των αγίων. Μετέχουμε δηλαδή στις εκκλησιαστικές προσευχές, αλλά τυπικά και όχι καρδιακά. Τα λόγια είτε των ψαλμών είτε των ύμνων δεν μας κινητοποιούν, δεν μας αλλοιώνουν τον εσωτερικό κόσμο, δεν γίνονται το όχημα αναβάσεως της καρδιάς μας σε ό,τι μας αποκαλύπτουν. Οπότε, χωρίς αγάπη δεν υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο ότι φέρνει ο άγιος το παράδειγμα των διαφόρων ερωτικών κοσμικών τραγουδιών. Εκεί αδιάκοπα προβάλλεται η αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα, της γυναίκας προς τον άνδρα: «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», γιατί έχει πληγεί η καρδιά από τον ανθρώπινο έρωτα. Κι αν αυτό συμβαίνει σ’ αυτόν τον έρωτα, λέει ο άγιος, πόσο περισσότερο πρέπει να συμβαίνει στον θεϊκό έρωτα που είναι απείρως βαθύτερος και μεγαλύτερος από τον κοσμικό!

Η έλλειψη βεβαίως της αγάπης προς τα λόγια του Θεού αποκαλύπτει την έλλειψη αγάπης προς τον ίδιο τον Θεό. Θεός και λόγια του Θεού ευρίσκονται στην ίδια συστοιχία – ο Θεός «κρύβεται» μέσα στα λόγια Του, μας διδάσκουν οι άγιοι. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος είπε ότι θα φανερώσει τον εαυτό Του σ’ εκείνον που θα Τον αγαπήσει, τουτέστιν θα τηρήσει τις άγιες εντολές Του. Όταν μιλάμε για αγάπη προς τον Θεό μιλάμε πάντοτε για αγάπη προς τα λόγια, τις εντολές, τα κρίματα, τα δικαιώματά Του! Αναζητώ τον Θεό λοιπόν σημαίνει ότι «κυνηγάω» τις εντολές Του, προκειμένου να τις κάνω ένδυμα και σπίτι μου, να ενοικήσω σε αυτές, διαπιστώνοντας και τη δύναμη που περικλείουν, τη χάρη Εκείνου. Ο Κύριος για παράδειγμα που μας έμαθε να προσευχόμαστε με το «Πάτερ ημών», μας έμαθε στην πραγματικότητα να μπορούμε να Τον «αγκαλιάζουμε» μ’ έναν πολύ αισθητό και άμεσο τρόπο – το Πνεύμα Του προσεγγίζουμε κάτω από τις λέξεις και τους φθόγγους. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με όλη την Αγία Γραφή και με όλη την εκκλησιαστική υμνογραφία. Να ακούσουμε και πάλι τον άγιο πάλι στον συγκεκριμένο παραπάνω στίχο του «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε». «Μα θα πεις, “Ως αγαπητά”. Τι αγαπητά, μωρέ, εδώ είναι λαχτάρα. “Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου”. Σε ποθώ, Θεέ μου, και λιώνει η ψυχή μου κοντά Σου. Στην αγάπη Σου λιώνει. Ίσως αυτό θα έχει να πει “εκλείπει η ψυχή μου”. Ίσως θα έχει να πει: Λιώνει η ψυχή μου».

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΡΙΠΠΙΝΑ

«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από τη μικρή της ηλικία. Κι αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία. Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.

Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων. Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».  

Όλη η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρωτίστως στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» (ὠδή η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» (ὠδή ε΄).

Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της: τον πόθο και την αγάπη της για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» (ὠδή α΄)∙ «Τη χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» (ὠδή γ΄)∙ «Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» (ὠδή δ΄).

Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το σώμα σου. Κι αυτό γιατί  είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς τον Κύριο». Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».

Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν», όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.    

22 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

Ο προβληματισμός του Γέροντα και των μοναχών

«Τι θα γίνει, Γέροντα, με το νερό; Σκεφτήκατε κάτι;» Η αγωνία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, του δεύτερου στην τάξη στο μοναστήρι, αλλά και στα πρόσωπα των άλλων καλογέρων. Ήταν συναγμένοι στη μικρή τραπεζαρία, είχαν αποφάει, αλλά δεν είχαν σηκωθεί. Το πρόβλημα ήταν έντονο και όσο δεν βρισκόταν λύση, τόσο και το όνειρό τους απομακρυνόταν. Ο Γέροντας είχε πει να καθίσουν και να συζητήσουν.

«Άλλη λύση από αυτήν που είχαμε καταλήξει την προηγούμενη φορά δεν βλέπω», και τα ήρεμα μεγάλα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν λίγο.  «Θα φωνάξουμε τους μηχανικούς, τους ειδικούς για το θέμα αυτό, και ό,τι μας πουν εκείνοι. Ο κυρ-Αντρέας που τόσο τρέχει για τις ανάγκες του μοναστηριού, μας βεβαιώνει ότι πρόκειται για καλούς ανθρώπους με καλή γνώση του αντικειμένου τους. Έχουν πέσει «μέσα» τις περισσότερες φορές σε ό,τι έχουν υποδείξει».

Οι μηχανικοί για τους οποίους μιλούσαν ήταν ειδικοί στα θέματα της γεωλογίας, και μάλιστα για τη συγκεκριμένη περιοχή.  Είχαν μεγάλη πείρα, ήξεραν πολύ καλά τη διαμόρφωση του εδάφους, μπορούσαν με σχετική ακρίβεια να υποδείξουν το σημείο που έπρεπε να γίνει η γεώτρηση.

Αυτό ήταν το άμεσο πρόβλημα του μοναστηριού. Είχαν συστήσει τη συνοδεία τους, χώρο όμως, όπως τον ήθελαν και τον οραματίζονταν δεν είχαν. Το είχαν συζητήσει με τον Μητροπολίτη τους, ο οποίος τους αγαπούσε υπερβαλλόντως – παντού διαλαλούσε το πόσο ευεργετημένος από τον Θεό ένιωθε που έχει τέτοιους ανθρώπους στη Μητρόπολή του – αλλά κι εκείνος δεν έβλεπε να υπάρχει κάτι που να καλύπτει τις ανάγκες τους.  Φιλοξενούνταν προσωρινά σε χώρο που τους είχε παραχωρήσει ένας ευσεβής κύριος, τελούσαν όλα τα καλογερικά τους καθήκοντα, δρούσαν ιεραποστολικά στη Μητρόπολη, κι από κει και πέρα…  κυνηγούσαν το όνειρό τους!  Βρήκαν μετά από αρκετή αναζήτηση κάτι από το ποθούμενό τους – είχαν υπάρξει και αρκετοί χορηγοί μάλιστα για να τους ενισχύσουν – είχαν ξεκινήσει τα πρώτα κτίσματα, αλλά… χωρίς νερό πώς θα προχωρούσαν; Πώς θα ζούσαν έπειτα εκεί; Υπήρχε βέβαια η λύση να αγοράζουν νερό. Μα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή. Για να βάλουν σωλήνες ούτε… συζήτηση: το μοναστηράκι τους ήταν αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Μονόδρομος η γεώτρηση.

«Γέροντα», πήρε τον λόγο ο επί των οικονομικών της Μονής π. Μιχαήλ. «Αυτή η λύση της γεώτρησης είναι μονόδρομος, όπως λέτε, αλλά είναι και μέσα στα πλαίσια των οικονομικών μας δυνατοτήτων. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μας βοηθάει πολύ και ο κόσμος».

«Τι λες εσύ, π. Πορφύριε;» στράφηκε ο Γέροντας στον νεώτερο της συνοδείας. «Έχεις καμία ιδέα άλλη;»

Ο νέος καλόγερος σαν να κοκκίνισε. «Γέροντα, να με συμπαθάτε», είπε συνεσταλμένα, «αλλά δεν πρέπει να βοηθήσουν και οι άγιοι; Κάνουμε καθημερινά αυτό που μας έχετε πει τόσο καιρό τώρα: προσευχόμαστε στον Κύριο και την Παναγία μας. Έχουμε πολλαπλασιάσει μάλιστα τα κομποσχοίνια μας. Προσευχόμαστε ακόμη και σε όλους τους αγίους που έχουμε διαβάσει ότι είχαν παρόμοιο πρόβλημα και ο Κύριος τούς βοήθησε να το ξεπεράσουν. Σαν τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, αλλά και σαν τον Γέροντα Πορφύριο, τον δικό μας, της εποχής μας. Κάτι δεν πρέπει να κάνουν κι αυτοί; Για τη δόξα του Κυρίου και την υπακοή στο άγιο θέλημά Του βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Ας βοηθήσουν λοιπόν». Φαινόταν απογοητευμένος. Ίσως περίμενε λίγο πιο… γρήγορη και άμεση την ανταπόκριση των αγίων.

Χαμογέλασε λίγο ο π. Μεθόδιος, ο Γέροντας. «Πάτερ», είπε με συγκατάβαση και τα μάτια του χάιδεψαν τον καλόγερο, «αγωνιζόμαστε για το ανθρώπινο – αυτό το νόημα έχει ο προβληματισμός μας εδώ και η καταφυγή μας στα ανθρώπινα μέσα – αλλά εννοείται ότι θα επιμένουμε στις προσευχές μας. Θα παρακαλούμε τον Κύριο, την Παναγία μας, τους αγίους μας. Χωρίς αυτούς άλλωστε τι νόημα έχει η επιλογή μας να γίνουμε καλόγεροι, αλλά και όλη η ζωή μας; Αλλά… μη βιάζεσαι. Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου; Πόσες φορές έχουμε πει ότι η βιασύνη όχι μόνο σε θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καθημερινότητά μας δεν οδηγεί συνήθως σε καλά αποτελέσματα; Πράγματι, κάνουμε πολύ καιρό τώρα προσευχή. Ίσως όμως η απάντηση του Κυρίου να είναι αυτή: να καταφύγουμε απλώς στα ανθρώπινα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις αρρώστιες; Παρακαλούμε τον Κύριο, αλλά πηγαίνουμε και στον γιατρό. Κι η καταφυγή αυτή στον γιατρό είναι μάλλον αυτή που θέλει ο Κύριος περισσότερο, γιατί είναι σημάδι ταπείνωσης. Είναι σχεδόν αξίωμα στην πίστη μας: ό,τι γίνεται ανθρώπινα, ο Θεός δεν θέλει να το κάνουμε… θαυματουργικά».

«Λοιπόν, τότε, Γέροντα», είπε και πάλι παίρνοντας τον λόγο ο δεύτερος π. Σπυρίδων. «Να ορίσουμε ένα ραντεβού με τους μηχανικούς. Σε πρώτη φάση ίσως δεν χρειάζεται καν να παρευρισκόμαστε κι εμείς. Θα είναι ο κύριος Ανδρέας, ο οποίος θα τους οδηγήσει στην περιοχή μας, θα τους δείξει τα όριά μας, κι από κει και πέρα ό,τι μας πουν».

«Να ’ναι ευλογημένο», σηκώθηκε ο Γέροντας. «Ας πάμε για το απόδειπνο και ας παρακαλέσουμε πιο έντονα και καρδιακά τους αγίους μας. Σίγουρα δεν θα μας αφήσουν έτσι».

Ο όσιος

«Κύριε», είπε ο δούλος του Θεού Αθανάσιος, κι έλαμψε πιο πολύ το πρόσωπό του, καθώς ενατένιζε τον λατρευτό Του Κύριο. «Κύριε, οι δούλοι Σου απευθύνονται και σε μένα για την εύρεση νερού. Δεν είναι τυχαίο αυτό: το ξέρεις πως κι εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, κει πάνω στον ευλογημένο Άθωνα, το Περιβόλι της Υπεραγίας Μητέρας Σου, το είχα αντιμετωπίσει. Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Το νερό είναι πρώτης ανάγκης. Και δεν είναι ένας μόνο. Είναι ολόκληρη συνοδεία. Χωρίς αυτό μάλλον δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Σε παρακαλώ, στο όνομα της αγάπης Σου, ας γίνει το θέλημά τους. Όπως τότε μου έδωσες κι εσύ την παρόμοια ευκαιρία, δώσε τώρα και στους ανθρώπους σου αυτούς – φίλοι Σου είναι, Κύριε – να βρουν νερό. Εσύ ο ίδιος δεν είπες ότι όποιος τηρεί τα λόγια Σου, θα βλέπει να πραγματοποιούνται τα αιτήματά του;».

«Αθανάσιε», ακούστηκε η φωνή του Κυρίου σαν το γάργαρο νερό που ξεδιψάει τον διψασμένο διαβάτη και μόνο με το άκουσμά του, και τα μάτια Του σαν ήλιος φώτισαν ακόμη περισσότερο την ευλογημένη ύπαρξη του αγίου Του, «έχεις την ευλογία να τους βοηθήσεις. Πράγματι, είναι αγαπημένοι μου. Αγωνίζονται πάνω στο θέλημά μου. Χαίρομαι με την ύπαρξή τους και τους ευλογώ και με τα δυο μου χέρια!»

Ο όσιος βρισκόταν ήδη στον χώρο του μοναστηριού που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τις εργασίες του. Με μία ματιά είδε ό,τι βρισκόταν κάτω από το έδαφος. Είδε τον υδροφόρο ορίζοντα, αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια, και στάθηκε πάνω στο πιο ενδεδειγμένο σημείο. Ήταν εκεί που θα έπρεπε να σκάψουν. Εκεί που θα έβρισκαν το νερό. Στάθηκε προς Ανατολάς και βυθίστηκε στη θεωρία του Ουρανού. Το αστραπόμορφο πρόσωπό του έλαμπε με μία υπερκόσμια λάμψη. Μέσα στην αγιασμένη καρδιά του είχαν ξεχωριστή θέση τα αγαπημένα παιδιά της Μονής αυτής. «Κύριε, φώτιζέ τους να επιτελούν πάντα το άγιο θέλημά Σου. Κύριε, μην τους εγκαταλείπεις ποτέ. Κι αν κάπου κάποιος πάει να ξεστρατίσει, πρόλαβέ τον. Αποτελούν φάρο για την εποχή αυτή». Ο άγιος βρισκόταν πάντα στο συγκεκριμένο σημείο. Η προσευχή του ήταν χωρίς διακοπή, κι ένιωσε τα χέρια του να υψώνονται στον Ουρανό. Κάποια στιγμή έλαμψε το πρόσωπό του περισσότερο: είδε να ενώνονται οι προσευχές του με τις προσευχές του πολυαγαπημένου του φίλου, του Γέροντα Πορφυρίου. «Κι αυτός προσεύχεται για τα παιδιά αυτά», σκέφτηκε κι αναγάλλιασε.

Ο… τρόμος των μηχανικών

«Όπου να ’ναι φτάνουμε», είπε ο κύριος Ανδρέας. «Θέλει λίγη προσοχή μόνο ο δρόμος, γιατί είναι χωματόδρομος κι έχει αρκετά εξογκώματα από τις πέτρες».

Ο άνθρωπος της Μονής συνόδευε τους μηχανικούς. Είχε κλειστεί το ραντεβού μαζί τους και προθυμοποιήθηκε αμέσως να εκτελέσει το… διακόνημα. Φτάσανε, στάθμευσαν, προχώρησαν.

«Αυτό είναι το κτίσμα που έχει γίνει», είπε στους μηχανικούς, «λίγο πιο πέρα σκέφτονται να φτιάξουν τα κελιά, εκεί – κι έδειξε με το χέρι – υπάρχει  η σκέψη για να κτίσουν αργότερα τον μεγάλο ναό».

Οι μηχανικοί ήξεραν την περιοχή. Μακριά κάτω εκτεινόταν το γαλάζιο της θάλασσας. Γύρω η πυκνή βλάστηση έκανε τον τόπο να μοιάζει με μικρό παράδεισο.

«Πολύ ωραίο το μέρος», είπε ο ένας, «και θαυμάσια η θέα. Ας κοιτάξουμε τώρα πού μπορεί να υπάρχει νερό».

Ξεκίνησαν τη δουλειά τους. Στρέφονταν στα διάφορα μέρη του ορίζοντα, κοίταζαν προσεκτικά το έδαφος, συζητούσαν μεταξύ τους, κι άρχιζαν να προσανατολίζονται σε κάποιο πιο συγκεκριμένο σημείο.

«Εδώ πρέπει να υπάρχει νερό. Εδώ πρέπει να γίνουν οι εργασίες της γεώτρησης», είπαν και σταμάτησαν.

«Μα…, κ. Ανδρέα», είπε ξαφνιασμένος ο ένας. «Δεν είπατε ότι θα είμαστε μόνοι μας; Ότι οι καλόγεροι δεν μπορούν να έλθουν;» Κι έδειξε με το χέρι τον υψηλόκορμο καλόγερο που ήταν στραμμένος προς την Ανατολή με υψωμένα χέρια και προσευχόταν.

Είδε ο κυρ-Αντρέας και τα ’χασε. Και συγκλονίστηκε. Πράγματι, ένας ψηλός και λίγο ογκώδης καλόγερος, προσευχόταν με ανοιχτά και υψωμένα τα χέρια. Αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καλόγερους του Μοναστηριού. Δεν του θύμιζε κανέναν.

«Γέροντα», φώναξε και πήγε να πλησιάσει προς τη μαύρη φιγούρα. «Γέροντα, από πού είστε;»

Η μαύρη φιγούρα, ο καλόγερος, φάνηκε να τους άκουσε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Σαν να περίμενε εκείνοι να τον πλησιάσουν.

«Γέροντα, ποιος είστε;» ξανάπε ο κυρ-Αντρέας, μ’ ένα δάγκωμα στην καρδιά και μ' έναν φόβο αυτήν τη φορά.

Του φάνηκε πως ο Γέροντας τους ευλογεί, και πριν προλάβει να πει ή να κάνει κάτι άλλο, ο καλόγερος εξαφανίστηκε από μπροστά τους…

«Τον… είδατε κι εσείς! Έτσι δεν είναι;» είπε συγκλονισμένος ο κυρ-Αντρέας.  «Δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας μου!»

Οι μηχανικοί φάνηκαν να… τρέμουν. Όχι μόνο τον είδαν, αλλά ήταν εκείνοι που πρώτοι τον επεσήμαναν.

«Πάμε να φύγουμε, γρήγορα!» είπε ο ένας. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα!»

Τρέχοντας σχεδόν μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ο ιδρώτας τους ήταν παγωμένος στο πρόσωπό τους…

Ο Γέροντας και οι μηχανικοί

Ο κυρ-Αντρέας είπε «με το νι και με το σίγμα» στον Γέροντα και στους καλόγερους τι διαδραματίσθηκε. Σταυροκοπιόταν συνέχεια.

«Κάποιος άγιος ήταν, δεν μπορεί», επανελάμβανε συνέχεια. «Εγώ δεν πιστεύω στα… φαντάσματα!»

Ο Γέροντας ήταν βέβαιος. Όταν άκουσε τι είχε συμβεί, όταν το επιβεβαίωσε και με τη συνομιλία του στο τηλέφωνο με τους μηχανικούς, δεν του έμεινε καμία αμφιβολία. Ο Θεός απάντησε με έναν άγιό Του. Ήξερε πια ότι το σημείο που θα έπρεπε να γίνει η γεώτρηση, ήταν ακριβώς το σημείο που στεκόταν η… μαύρη φιγούρα με τα υψωμένα χέρια. Δοξολογούσε τον Κύριο, κι αυτός και όλοι οι καλόγεροι. Ένιωσαν  έντονα την παρουσία του Κυρίου στη ζωή τους. Η Πρόνοιά Του ήταν υπερβολικά… έκδηλη ενώπιόν τους.

«Ποιος άγιος όμως μπορεί να ήταν;»

«Μα είναι φως… φανάρι ποιος ήταν!  Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης», είπε ο π. Σπυρίδων. «Πέντε Ιουλίου δεν έχουμε σήμερα που ήταν το ραντεβού; Πέντε Ιουλίου δεν τον είδατε τον… καλόγερο; Πέντε Ιουλίου είναι του οσίου Πατέρα μας Αθανασίου του εν Άθω. Ο άγιος, στον οποίο τόσες προσευχές και παρακλήσεις κάναμε, έδωσε την απάντησή του. Μας υπέδειξε το μέρος που θα γίνει η γεώτρηση. Αυτήν την ημέρα πρέπει να την τιμούμε ιδιαίτερα. Κι είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχουν αντίρρηση και οι μηχανικοί για το συγκεκριμένο σημείο».

Οι μηχανικοί είχαν… αντίρρηση. Οι γνώσεις και η εμπειρία τους έδειχναν ότι το σημείο που υπεδείκνυε πια ο ηγούμενος ήταν στη σωστή μεριά, αλλά λίγο πιο πέρα, καμιά πενηνταριά μέτρα υψηλότερα. Ο Γέροντας δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους, την εμπειρία τους, αλλά είχε κάθε λόγο από την άλλη να εμπιστεύεται περισσότερο την υπόδειξη του οσίου.

«Θα σας παρακαλέσω, χωρίς να με παρεξηγήσετε, να σκάψετε στο σημείο της εμφάνειας του οσίου. Για μένα, υπάρχει εδώ σημάδι του ουρανού». Η πίστη του στον Θεό τον καθοδηγούσε απόλυτα. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους».

Έσκαψαν. Πήγαν αρκετά μέτρα σε βάθος. Νερό δεν βρήκαν. Οι μηχανικοί αισθάνονταν ότι δικαιώνονται.

«Πιο κάτω», είπε ο Γέροντας. «Πηγαίνετε όσο βαθύτερα μπορείτε».

Είχαν τις αντιρρήσεις τους, αλλά κάμφθηκαν μπρος… στο καλογερικό πείσμα.

Και τελικά το βρήκαν! Καθαρό, γάργαρο νερό, αρκετό νερό. Τόσο που να καλύπτει υπερπερισσού τις ανάγκες τους. Ο Θεός μέσα από τον άγιό Του είχε μιλήσει.

Η τιμή του οσίου

Το προσκυνητάρι του οσίου έκτοτε είναι στη συγκεκριμένη θέση της γεώτρησης. Ο προσκυνητής που έρχεται και μαθαίνει τι είχε συμβεί νιώθει την ανάγκη να έλθει να βάλει μετάνοια στον άγιο του Θεού. Τον άγιο που είναι τόσο κοντά μας.

Κι ακόμη: οι αγαπημένοι του Θεού και των αγίων Του έφτιαξαν παρεκκλήσι προς χάρη του. Εκεί πια στη μνήμη του αλλά και πολλές άλλες φορές λειτουργείται ο άγιος. Λειτουργείται ο Κύριος. Αγιάζονται οι καλόγεροι. Αγιάζονται οι πιστοί. Αγιάζεται ο τόπος όλος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΣΑΤΩΝ

Ο άγιος Ευσέβιος ήταν κατά τους χρόνους του βασιλιά Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά το έτος 338 μ.Χ., χρημάτισε δε φλογερός ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι᾽ αυτό με πολλή ανδρεία ψυχής και με περιφρόνηση των παρόντων σπούδασε πώς να έλθει σε αύξηση η ευσέβεια και η ορθοδοξία, αν και ο βασιλιάς Κωνστάντιος ήταν αντίθετος, όσο κανείς άλλος, επειδή ήταν Αρειανιστής. Όταν μία φορά φοβέρισε ο βασιλιάς να κόψει το δεξί χέρι του αγίου, αν δεν δώσει το ψήφισμα που έγινε από τον μεγάλο Μελέτιο, ο άγιος άπλωσε και τα δύο του τα χέρια, θέλοντας να δείξει ότι μετά χαράς δέχεται και των δύο την εκκοπή, παρά να προδώσει το ζητούμενο ψήφισμα, και μαζί με εκείνο να προδώσει και την ευσέβεια. Αυτόν τον άγιο πατέρα μας Ευσέβιο, μετά τον Κωνσταντίνο και Ιουλιανό, εξόρισε ο Ουάλης από τον θρόνο του και τον καταδίκασε να περπατά εξόριστος κατά τον ποταμό Δούναβη. Όταν πέθανε ο Ουάλης, επανήλθε ο άγιος στην επισκοπή του τα Σαμόσατα (που βρίσκονται στη Συρία πλησίον του Ευφράτη ποταμού, υπό τον Μητροπολίτη Εδέσσης, και που ονομάζονται κοινώς Σεμψάθ). Ύστερα δε από τους πολλούς αγώνες και νίκες όσες έκανε ο αοίδιμος ζώντας ακόμη υπέρ της ορθοδοξίας, αξιώθηκε να έχει και τέλος μαρτυρικό. Διότι μία γυναίκα κακόδοξη, η οποία φρονούσε την αίρεση του Αρείου, πήρε κεραμίδι από μία στέγη και την έρριψε εναντίον της κεφαλής του αγίου. Από το χτύπημα αυτό θανατώθηκε ο ιεράρχης του Χριστού. Προτού αποθάνει, συγχώρησε τη γυναίκα που τον φόνευσε, μιμούμενος τον Δεσπότη του Χριστό και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Τελείται δε η σύναξή του και εορτή στον ναό του αγίου Ιωάννου, πλησίον Αρκαδιανών”.

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου)

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος που ανέλαβε να διακονήσει την υμνολογική εν Εκκλησία προβολή του αγίου Ευσεβίου, στέκεται με απορία  ενώπιον της ασκητικής του διαγωγής καταρχάς -  απόρροιας της εκ νεότητος αγάπης του προς τον Κύριο – η οποία τον έφερε με τη χάρη του Θεού να γίνει ποιμένας της Εκκλησίας και να επιστεφθεί στο τέλος με το στεφάνι του μαρτυρίου. Η επί γης πορεία του δηλαδή ακολούθησε την εξής πορεία: από παιδί αγάπη προς τον Κύριο, ασκητική διαγωγή, ώστε να υποταγεί η σάρκα με τις άτακτες ορέξεις της στις δυνάμεις της ψυχής, ανάδειξη σε θείο κατοικητήριο, ανάληψη ποιμαντικής ευθύνης με προβολή της ορθόδοξης πίστης και καταδίκη της αρειανικής αίρεσης, μαρτυρικό τέλος με το οποίο επιστεγάστηκε η αγιασμένη αυτή πορεία. «Ήδη από τη νεότητά σου, παμμάκαρ, – σημειώνει συγκεκριμένα ο υμνογράφος – πυρπολούμενος από τον πόθο του Χριστού, υπέταξες τη σάρκα σου στις ιερές δυνάμεις της ψυχής και αποδείχτηκες ιερό σκεύος, οπότε διαποίμανες τον λαό με οσιότητα, όσιε, αφού χρίστηκες με το μύρο της ιερατικής χάρης»  (ωδή α´). «Το άγιον Πνεύμα σε προβάλλει ποιμενάρχη που καταστρέφει με τα φωτισμένα λόγια σου τη θολούρα των αιρετικών, σοφέ, και δείχνει την ορθή οδό με σαφήνεια σ᾽ αυτούς που την ακολουθούν κατά το θέλημα του Θεού, μέγιστε Ευσέβιε, φωστήρα των καρδιών μας» (ωδή α´).

Η από αγάπη προς τον Θεό πνευματική άσκηση του αγίου τον γέμισε, κατά τον άγιο Ιωσήφ, με όλες τις αρετές, οπότε δέχτηκε ως τελικό κόσμημά του το μαρτύριο. «Υπήρξες πράος και ανεξίκακος, ταπεινόφρων και μετριοπαθής και γεμάτος από θεία αγάπη, και κοσμήθηκες τελικά με το στεφάνι των μαρτύρων» (ωδή γ´). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι ο υμνογράφος θεωρεί το κεραμίδι που του πέταξε στο κεφάλι η αιρετική γυναίκα ως το στεφάνι της όλης πορείας του. «Το κεραμίδι, Ευσέβιε, μάρτυρα Κυρίου, αμέσως έγινε στο κεφάλι σου στεφάνι» (στίχοι συναξαρίου).  Ο άγιος υμνογράφος εν προκειμένω μάς υπενθυμίζει την αλήθεια που προβάλλει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή το κατά Χριστόν μαρτύριο συνιστά ιδιαίτερη χάρη του Κυρίου, είναι ακριβώς το στεφάνι του. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Κι αυτό σημαίνει: κανείς δεν εισέρχεται στο μαρτύριο απροϋπόθετα, στηριγμένος μόνο στις δικές του δυνάμεις. Χρειάζεται η ψυχή του ανθρώπου να είναι έτοιμη για τη χάρη του μαρτυρίου, δηλαδή πρέπει να έχει ασκηθεί κατά των παθών και υπέρ των αρετών. Ακόμη και στην περίπτωση που αιφνιδίως και χωρίς προετοιμασία φτάνει κανείς να μαρτυρήσει, όπως υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, εκεί πρέπει να σκεφτούμε ότι την εσωτερική προετοιμασία την είχε ο μάρτυρας με την καλή του προαίρεση και την αναζήτηση του Θεού, έστω κι αν εξωτερικά δεν φαινόταν κάτι τέτοιο.

Ο άγιος Ιωσήφ λοιπόν επιμένει στο θεμέλιο της ιερωσύνης και της όλης ποιμαντικής διακονίας, όπως και του ίδιου του χαρισματικού μαρτυρίου, δηλαδή τον πνευματικό εσωτερικό αγώνα. Δεν μπορεί να κατανοήσει την όλη δράση του αγίου Ευσεβίου, τους αγώνες του κατά των αρειανοφρόνων αιρετικών, την ανύστακτη φροντίδα του για την πνευματική τροφοδοσία των πιστών, χωρίς την προϋπόθεση του αγιασμού του ίδιου. «Ήσουν αφιερωμένος στους ύμνους, ιεράρχη, και στις δεήσεις προς τον Θεό, γι᾽ αυτό και κοίμισες τα πάθη σου και έτσι φάνηκες άγρυπνος φύλακας των πιστών» (ωδή ζ´). Θυμίζει η ζωή του αγίου Ευσεβίου με την όλη ποιμαντική δράση του, όπως μας το προσφέρει ο άγιος υμνογράφος, αυτό που διαπιστώνει ο μέγας πατέρας της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλός της άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: πρέπει πρώτα να καθαριστεί κανείς ψυχικά κι έπειτα να βοηθήσει στην κάθαρση των άλλων, πρέπει πρώτα να γίνει σοφός κι έτσι να προσφέρει σοφία, να γίνει φως και να φωτίσει, να πλησιάσει τον Θεό, για να φέρει σ᾽ Αυτόν τους άλλους, να αγιαστεί κι έπειτα να αγιάσει. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους, ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι».

21 Ιουνίου 2022

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: "ΑΣ ΜΕΝΟΥΜΕ ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

ΘΕΜΑ: «ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΕΣ»

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Μία εβδομάδα μετά την Εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία φανερώθηκε η Εκκλησία του Χριστού στον κόσμο, τιμούμε τα γεννήματα αυτής της «καινής κτίσεως» της Χάριτος, της Εκκλησίας δηλαδή, που είναι όλοι οι ‘Αγιοι του Θεού, οι αληθινά Πνευματοφόροι άνθρωποι.

Το Πανάγιο Πνεύμα είναι η πηγή της Αγιότητος και όλων των χαρισμάτων. Χαρίζει την θεοποιό Χάρη ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου «καθώς βούλεται». Κατά τους θεοφόρους Πατέρες η εργασία των εντολών και η προσευχή είναι αιτίες χορηγήσεως της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. «Κατ’ αναλογίαν της εργασίας των εντολών», γράφει ο ‘Αγιος Μάρκος ο Ασκητής, όχι οι ακροατές, αλλά οι ποιητές του νόμου θα γίνουν κατοικητήρια του Παναγίου Πνεύματος. Κατά την διδασκαλία των Αγίων, αυτό στο οποίο μπορούμε να μετάσχουμε δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλά η ενέργεια. Αυτή η ενέργεια ονομάζεται θεοποιός Χάρη, Φως και Πνεύμα Θεού και οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση. Οι ταπεινοί γίνονται αποδέκτες της Χάριτος του Θεού. Μόνον αυτοί μπορούν να αποφανθούν μετά βεβαιότητος για τα παρόντα και τα μέλλοντα, να διακρίνουν πού υπάρχει αλήθεια και πού το ψεύδος. Οι ‘Αγιοι και θεόπτες των χαρισμάτων δεν κομπάζουν, αλλά ταπεινώνονται ακόμη περισσότερο μετά την θεία Επίσκεψη. Αντίθετα, οι στερούμενοι της Χάριτος είναι ψευδοπροφήτες, πλανώντες και πλανώμενοι, λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι των λογικών προβάτων της Εκκλησίας και διακατέχονται από πνεύμα υπερηφανείας και κενοδοξίας. Το φαινόμενο αυτό των ψευδοαγίων υπάρχει σε κάθε εποχή.

Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έδωσε πολλούς και μεγάλους προφήτες. Όπως παρατηρεί ο σοφός Σολομώντας, η Σοφία του Θεού κατά καιρούς μεταβαίνοντας σε όσιες ψυχές κατασκευάζει φίλους Θεού και προφήτες. Όμως ταυτόχρονα παρουσιάσθηκαν και πολλοί ψευδοπροφήτες στον λαό του Ισραήλ. Ήδη από την αρχή ο Κύριος προειδοποίησε τον λαό Του γι’ αυτούς και έδωσε ως χαρακτηριστικό σημάδι αναγνωρίσεώς τους την παρέκκλιση από την αληθινή πίστη. Οι ψευδοπροφήτες δεν μιλούσαν «από στόματος Κυρίου», αλλά «από καρδίας αυτών». Δεν τους απέστελλε ο Θεός και αυτοί έσπευδαν να προφητεύουν, δεν λαλούσε προς αυτούς ο Θεός και αυτοί προφήτευαν. Για να αρέσουν και να γίνουν αποδεκτοί χρησιμοποιούσαν την κολακεία. Ενώ έβλεπαν ότι ο λαός είχε απωθήσει τον λόγο του Κυρίου, του προφήτευαν ότι θα απολαμβάνει πραγματική ειρήνη. Αποτέλεσμα ήταν να εξαπατούν τον λαό με τις ψευδείς προφητείες τους και να τον οδηγούν στην καταστροφή. Γι’ αυτό στο τέλος καταντροπιάζονταν, γίνονταν καταγέλαστοι και έπεφταν σε τέλεια καταφρόνηση και ανυποληψία από τον λαό. Εμφανίζονταν «ως αλώπεκες εν ταις ερήμοις». Δηλαδή όπως οι αλεπούδες αγαπούν να κυκλοφορούν σε έρημα μέρη, έτσι και οι ψευδοπροφήτες εμφανίζονταν κατ’ εξοχήν σε εποχές κατά τις οποίες ο λαός λόγω της ασέβειας και της αμαρτίας είχε ερημωθεί από την θεία Χάρη και προστασία.

Στην Καινή Διαθήκη ομοίως «πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήδη από την αρχή του κηρύγματός Του, στην επί του Όρους Ομιλία, εφιστά την προσοχή των πιστών αναφορικά με τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι έρχονται προς αυτούς με ενδύματα προβάτων, αλλά από μέσα είναι άρπαγες λύκοι. Τα αμαρτωλά έργα τους αποτελούν τρανές αποδείξεις ότι δεν είναι δοχεία της Χάριτος του Θεού. Μάλιστα ο Χριστός έχει προφητεύσει ότι όσο θα περνούν τα χρόνια και θα πληθαίνει η ανομία, θα αυξάνονται οι ψευδοπροφήτες και πολλούς θα παρασύρουν στις πλάνες τους. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι να δημιουργούν στην Εκκλησία διχοστασίες και σκάνδαλα, να ενεργούν αντίθετα προς την διδαχή της παραδόσεως της Εκκλησίας, να μην υπηρετούν τον Κύριο, αλλά τα προσωπικά τους συμφέροντα και να χρησιμοποιούν τα κολακευτικά και ευγενικά λόγια για να εξαπατήσουν τις καρδιές των αγαθών ανθρώπων. Με ένα λόγο οι ψευδοπροφήτες και όλοι γενικά οι πλανεμένοι άνθρωποι είναι τα ζιζάνια που φύτευσε ο διάβολος στον αγρό του Κυρίου για να μην τελεσφορήσει το έργο της θείας Οικονομίας για την σωτηρία των ανθρώπων.

Στην σημερινή εποχή πλήθυναν οι εντός της Εκκλησίας ψευδοπροφήτες, οι οποίοι έχουν παρασύρει έναν αριθμό πιστών και κινδυνεύουν να καταλήξουν σε σχίσμα ή αίρεση. ‘Αλλοι από αυτούς έχουν αυτοδιορισθεί διδάσκαλοι και μελλοντολόγοι και ταράσσουν τους πιστούς με διάφορες κινδυνολογίες. ‘Αλλοι παρερμηνεύουν λόγια συγχρόνων ή και παλαιοτέρων Αγίων και τα παρουσιάζουν σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο σκέψης. ‘Αλλοι αναφέρονται σε ανώνυμους γέροντες ή γερόντισσες που βρίσκονται εν ζωή, οι οποίοι προφητεύουν επικείμενες καταστροφές και πολέμους και αρκετές φορές μάλιστα θέτουν και συγκεκριμένες ημερομηνίες, και όταν δεν πραγματοποιηθούν, αντί να σιωπήσουν από ντροπή, δεν χάνουν την διάθεσή τους, αλλά θέτουν εκ νέου άλλες ημερομηνίες. ‘Αλλοι επίσης εμφανίζουν ιερά αντικείμενα που δακρύζουν, αιμορροούν και παρουσιάζουν διάφορα άλλα έκτακτα και θαυμαστά φαινόμενα.

Ασφαλώς η Εκκλησία αναμφισβήτητα αποδέχεται και τα άγια αντικείμενα και τις άγιες Εικόνες και την εκδήλωση ποικίλων φαινομένων της θείας Χάριτος διά μέσου αυτών, όμως χρειάζεται επίσης πολλή προσοχή και διάκριση, ιδίως στην εποχή μας, στην οποία, με την κυριαρχία του διαδικτύου, τέτοιες καταστάσεις προβάλλονται ταχύτατα και γίνονται αμέσως γνωστές. Ο μεγάλος Άγιος και προφήτης των ημερών μας, ο γέροντας Πορφύριος, παρατηρούσε ότι «αυτά τα σημεία… δεν είναι όλα θεϊκά. Μερικά απ’ αυτά τα προκαλεί ο διάβολος μέσω των ανθρώπων. Χρειάζεται προσοχή». Γι’ αυτό είναι ανάγκη να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ανάλογες περιπτώσεις, μήπως πίσω από αυτές δεν βρίσκεται το χέρι του Θεού, αλλά ο πονηρός και άνθρωποι που διακατέχονται από πνεύμα πλάνης και διάθεση αυτοπροβολής, αυτόκλητοι σωτήρες, που δεν υπηρετούν το θείο θέλημα, αλλά το ίδιον συμφέρον.

Έχοντας αυτά υπ’ όψιν εφιστούμε την προσοχή των πιστών της Εκκλησίας μας – να μην παρασύρονται από τους διαφόρων ειδών πλάνους και αγύρτες και ψευδοπροφήτες, οι οποίοι τους αποσπούν από τον κύριο σκοπό τους, την πρόοδο στην ορθόδοξη πίστη και την πνευματική ζωή, και στρέφουν την προσοχή τους σε αρρωστημένες καταστάσεις και σε δραστηριότητες και ενασχολήσεις που δεν ωφελούν σε τίποτε, αλλά μάλλον προξενούν θόρυβο και ταραχή και σκανδαλισμό και σχίσιμο του αρράφου χιτώνος της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού.

Ας μένουμε πιστοί στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν υπέρ ημών, και ας επιδιώκουμε προ πάντων «τα της ειρήνης και τα της οικοδομής της εις αλλήλους», για να αναπαύεται μέσα μας η Χάρη του Αγίου Πνεύματος – του Πνεύματος της Αληθείας, της Ειρήνης και της Ενότητος. Αμήν».

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ…

«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.

Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.

Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.

Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ' όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» - έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.