01 Ιουλίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

 

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς». 

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους». 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ

 

Μέσα στό πλῆθος τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔχει στό ἑορτολόγιό της, εἶναι καί οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός οἱ ἀπό Ρώμης, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους ᾽Αναργύρους τούς προερχομένους ἀπό τή Μ. ᾽Ασία. «Αὐτοί ζοῦσαν στή Ρώμη, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Καρίνος, ἰατροί στό ἐπάγγελμα, πού παρεῖχαν ἀμισθί τίς ὑπηρεσίες τους, θεραπεύοντας ἀνθρώπους καί κτήνη, μέ  μόνη ῾ἀπαίτησή᾽ τους τήν ὁμολογία καί πίστη τῶν θεραπευθέντων ἀνθρώπων στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Διαβλήθηκαν ὅμως στόν βασιλιά ὅτι τίς θεραπεῖες τίς ἐπιτελοῦν μέ τήν τέχνη τῆς μαγείας, κι ἐπειδή ὁδηγοῦνταν ἄλλοι γιά χάρη τους στόν βασιλιά, οἱ ἴδιοι παρέδωσαν τούς ἑαυτούς τους. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνον βεβαίως δέν πείστηκαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἀλλά καί τόν Καρίνο ἀπήλλαξαν ἀπό τή δυσσέβειά του, ὅταν πρόσφεραν τήν ἴαση καί σ᾽ ἐκεῖνον. Διότι τήν ὥρα πού τούς ἀνέκρινε καί τούς ἀπειλοῦσε γιά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, ἡ θέση τοῦ προσώπου του ἄλλαξε θέση καί τό κεφάλι του ἔγειρε πρός τά πίσω, ὁπότε οἱ ἅγιοι τόν θεράπευσαν, γεγονός πού ἔκανε τούς παρευρισκομένους νά πιστεύσουν στόν Χριστό. Καί μαζί μέ αὐτούς ὁμολόγησαν τήν πίστη στόν Χριστό  καί ὁ βασιλιάς μέ ὅλους τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του, κι ἀκόμη περισσότερο,  μέ τιμές πιά ἔστειλε πίσω τούς ἁγίους στό σπιτικό τους. Ὕστερα ὅμως ἀπό αὐτά, αὐτός πού ἐπιστατοῦσε τήν ἰατρική τους τέχνη, τούς φθόνησε, γι᾽ αὐτό, κι ὅταν τούς ἀνέβασε σ᾽ ἕνα βουνό, τάχα γιά συλλογή ἰατρικῶν βοτάνων, τούς ἐπιτέθηκε καί μέ λίθους τούς σκότωσε».

Ἡ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ἀφενός δέν φείδεται ἐπαίνων, προκειμένου νά προβάλει τό μέγεθος τῆς ἁγιότητάς τους – «οὐρανοπολῖται», «θεόφρονες», «δυάς ἱερά», «φωταυγής ξυνωρίς», «ὧν καί μόνα τά ὀνόματα νόσους ἐκ βροτῶν ἀπελαύνουσι» κ.π.ἄ. -  ἀφετέρου τονίζει μέ πολλές εἰκόνες καί ἀναφορές τά βασικά στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν βιοτῆς τους. Μία ἀπό τίς πολλές ἀναφορές πού φωτίζει μέ συνοπτικό τρόπο τήν πορεία τῆς ἁγιότητάς τους εἶναι καί αὐτή πού ἐπισημαίνει: «διά πάντων (οἱ ἅγιοι) ὑπήκοοι γενόμενοι Χριστῷ ἐν παρρησίᾳ πρεσβεύουσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».  Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός δηλαδή  ἅγιασαν, πού σημαίνει δέχτηκαν στήν ὕπαρξή τους ὅλη τήν ἁγία Τριάδα, «Πνεύματι θείῳ χρυσωθέντες», διότι ἀποφάσισαν στή ζωή τους νά κάνουν ὑπακοή στόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἁγιασμοῦ, κατά τήν πίστη μας, ζωντανῆς σχέσης δηλαδή μέ τόν Θεό,  πέραν τῆς ὑπακοῆς σέ ὅ,τι ὁ Χριστός ἐπιτάσσει καί παρακαλεῖ.  «Δεῦτε ὀπίσω μου». «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ».

Ποιά τά σημάδια τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό; Μά τίποτε ἄλλο, πέρα ἀπό αὐτά πού βλέπουμε στή ζωή τοῦ ῎Ιδιου: τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο καί τήν ταπείνωση. Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός ἀποτελοῦν κυριολεκτικά τή συνωνυμία τῆς ἀγάπης. Ὅπου ὑπῆρχε νόσημα καί πρόβλημα, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τους λειτουργοῦσε ἰαματικά καί θεραπευτικά, πάντοτε εἰς εὐεργεσίαν. Κι ὄχι μόνον ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον. Κι ἡ ἀγάπη τους αὐτή, ὡς συνέχεια τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐνεργοῦσε καί σέ ἀνθρώπους καί σέ κτήνη: «ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι, τάς εὐεργεσίας μετέδωκαν». ῎Ισως εἶναι οἱ κατεξοχήν ἅγιοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωή ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό τῆς ἐπισήμανσης τοῦ ὁσίου ᾽Ισαάκ τοῦ Σύρου περί τοῦ τί εἶναι ἡ ἐλεήμων καρδία. «Καρδία ἐλεήμων ἐστί καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως...». Ἡ ἀγάπη τους αὐτή ἀπό τήν ἄλλη ἐπιβεβαιωνόταν ὅτι ἦταν καθαρή, ξένη ἀπό προσμείξεις ἐγωϊσμοῦ, λόγω τῆς μεγάλης ταπείνωσής τους. Οἱ ἅγιοι ποτέ δέν κόμπασαν γιά τά κατορθώματά τους, γιά τά θαύματα πού γίνονταν διαρκῶς μέσω αὐτῶν. Διότι γνώριζαν ὅτι ἦταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔδινε τή συγκεκριμένη δύναμη. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ὑμνολογία μας σημειώνει: «Μεγάλων ἀξιωθέντες δωρεῶν πανεύφημοι, ἐν ταπεινότητι βίου ἐν τῇ γῇ ἐπολιτεύσασθε».

Τό ἀποτέλεσμα μίας τέτοιας ἁγίας βιοτῆς εἶναι πάντοτε τό ἴδιο: ἡ παρρησία πού ἔχουν οἱ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Παρρησία, δύναμη καί θάρρος δηλαδή μπροστά στόν Θεό,  γιά νά πρεσβεύουν ἀδιάκοπα γιά μᾶς, πού χειμαζόμαστε ἀκόμη στό πέλαγος τοῦ βίου αὐτοῦ. Εἶναι ἡ ὑπόσχεση πού ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅτι ἐκεῖνος πού θά Τόν ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια, θά γίνεται ἕνα μ᾽ Αὐτόν καί θά εἰσπράττει τίς  δυνάμεις Του. Οἱ ἅγιοι γίνονται κατά κάποιο τρόπο παντοδύναμοι, λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κυρίως ὅμως τονίζουν τήν ἀλήθεια αὐτή τά λόγια τοῦ Κυρίου: «᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλῃτε αἰτήσασθε, καί γενήσεται ὑμῖν».

28 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Η εορτή των «πρωταποστόλων» Πέτρου και Παύλου αλλά και των άλλων μαθητών του Κυρίου προ(σ)καλεί σε ορθή αυτοσυνειδησία της πίστεώς μας και μας δίνει το γνήσιο παράδειγμα ώστε να «ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν τοῦ Κυρίου». Διότι βεβαίως αυτό έκαναν και όλοι οι απόστολοι: περιπατούσαν «ἐν Κυρίῳ».

Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα στην προσπάθειά του να μας υποδείξει τον δρόμο των αποστόλων και πώς κινήθηκαν στον κόσμο ως  απεσταλμένοι του Χριστού σημειώνει κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, το οποίο αποτελεί παρακαταθήκη και για εμάς που θέλουμε να βρισκόμαστε στη δική τους πορεία: Ποιο ήταν το όπλο που χρησιμοποίησαν μέσα στον εχθρικό γι’ αυτούς κόσμο που βρέθηκαν. Διότι είναι δεδομένο – το είδαμε στη ζωή του ίδιου του Κυρίου Ιησού – ότι ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία εναντιώνεται σε κάθε τι που δεν είναι της δικής του «γραμμής» και της δικής του «οσμής», συνεπώς κάθε τι που δεν εκφράζει το αμαρτωλό φρόνημά του το θεωρεί ξένο σώμα και προσπαθεί να το αποβάλει. Δυστυχώς αυτή είναι η τραγωδία του κόσμου: να δέχεται την ευεργεσία της χάρης του Θεού και να ανταποδίδει την κακότητα και τη σταύρωση!

Λοιπόν, στην γ΄ ωδή του κανόνα για τους κορυφαίους των αποστόλων αναφέρει: «Γυμνούς καί ἀόπλους εἰς τά ἔθνη ἀπέστειλας σοῦ τούς Μαθητάς, ἀνθ’ ὅπλων σοῦ τό ὄνομα βαστάζοντας τό ἅγιον∙ καί τόν τῆς πλάνης πόλεμον, Χριστέ, τῇ πίστει διέλυσαν» (Χριστέ, απέστειλες τους μαθητές σου  στα ειδωλολατρικά έθνη γυμνούς και άοπλους, έχοντας σαν όπλο τους το άγιο όνομά σου. Και με την πίστη τους σ’ αυτό διέλυσαν τον πόλεμο της πλάνης).

Οι απόστολοι πίστεψαν και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό, Αυτόν που απεκαλύφθη ως ο ενανθρωπήσας Θεός. Η Βασιλεία του Θεού που έφερε δεν είχε εγκόσμιο χαρακτήρα (αυτή ήταν και η απάντηση του Κυρίου στον Πιλάτο που του έθεσε παρόμοιο ερώτημα: «ἡ Βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), γι’ αυτό και τα όπλα των αποστόλων ήταν μόνον πνευματικά: η πίστη στο άγιο όνομα του Χριστού. Ο κόσμος τούς αντιμετώπισε με τον δικό του τρόπο, χρησιμοποιώντας δηλαδή ό,τι βίαιο και εχθρικό είχε κατασκευάσει για τους αντιπάλους του, εκείνοι δε στάθηκαν άοπλοι και εντελώς ανυπεράσπιστοι μπροστά στα όπλα αυτά. Γι’ αυτό και γεύτηκαν βεβαίως το φυσικό και αυτονόητο που επέτρεψε και επιτρέπει συνήθως ο Θεός: τα βασανιστήρια και τον θάνατο.

 Κι εδώ βεβαίως διαπιστώνεται το παράδοξο της ύπαρξης του χριστιανού στον κόσμο: δεν εναντιώνεται στον αντίπαλο, δεν παίρνει κι αυτός όπλα να του αντιπαρατεθεί, αλλά κατά το παράδειγμα του αρχηγού της πίστεως «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἄγεται καί ὡς ἀμνός ἄμωμος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει  τό στόμα αὐτοῦ». Μία διαφορετική στάση θα σήμαινε αλλοίωση του φρονήματος του Χριστού, ο Οποίος είχε προειδοποιήσει τους μαθητές Του: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν». Στον κόσμο τούτο με άλλα λόγια ο θεωρούμενος νικητής είναι πάντα ο εχθρός της πίστεως – αυτός που οδηγεί στον σταυρό και τον θάνατο!

Αλλ’ ακριβώς στο σημείο αυτό αναδύεται πια η άλλη λογική που διέπει τη χριστιανική πίστη: κινητοποιείται η παντοδυναμία του Θεού που λειτουργεί «ανάποδα» προς τη λογική του κόσμου. Εκεί που ο κόσμος θεωρεί ότι νίκησε, εκεί πια επέρχεται η πλήρης και ολοσχερής διάλυσή του. Ό,τι συνέβη και με τον Σταυρό του Κυρίου: «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ»∙ «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». Ο Σταυρός δηλαδή έφερε την Ανάσταση και οι δυνάμεις του σκότους, ο ίδιος ο θάνατος και ο παμπόνηρος διάβολος, καταργήθηκαν. Ο Θεός δεν «δουλεύει» κατά τα ανθρώπινα αμαρτωλά πρότυπα – δεν θα ήταν ο Θεός μας! Κι αυτό θα πει ότι τελικώς η παντοδυναμία που φέρνει τα πάνω κάτω είναι η ταπείνωση και η αγάπη, αυτή που προσωρινά φαίνεται ότι είναι η χαμένη.

Λοιπόν, για να επανέλθουμε στο τροπάριο: οι μαθητές του Κυρίου χωρίς όπλα, γυμνοί, εκτεθειμένοι σε κάθε κακότητα του αμαρτωλού φρονήματος του κόσμου, βρέθηκαν στο τέλος νικητές. Γιατί είχαν στα χέρια τους το ισχυρότερο όπλο που υπάρχει στον κόσμο, αόρατο και «αδύναμο» για τους πολλούς: το παντοδύναμο όνομα του Χριστού. Το δικό Του όνομα είναι «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα», μπροστά στο οποίο κλίνουν γόνυ τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια, όλες οι σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου. Ψελλίζει κανείς το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» και τρέμουν τα σύμπαντα. Γιατί στο όνομα αυτό περικλείεται η ενέργεια του Τριαδικού Θεού, του Δημιουργού Παντοκράτορος Θεού, Αυτού δηλαδή από τον Οποίον έχουν προέλθει τα πάντα, διακρατούνται τα πάντα, κατευθύνονται προς Αυτόν τα πάντα. Κι είναι το όπλο του ονόματος του Χριστού, που ο Ίδιος έβαλε στα χέρια των μαθητών Του, καθώς τους το έδωσε και ως εντολή. «Ἔως ἄρτι οὐκ ἠτήσασθε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου. Αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Μέχρι τώρα δεν ζητήσατε τίποτε εξ ονόματός μου. Ζητείτε και θα πάρετε, για να είναι η χαρά σας πλήρης και ολοκληρωμένη).

Το όνομα του Χριστού: το παντοδύναμο όπλο μας στον κόσμο τούτο. Αρκεί να το επικαλούμαστε όπως και οι απόστολοι και οι άγιοί μας: με πίστη στην προσωπική παντοδύναμη και πανταχού παρουσία Του∙ με θερμή αγάπη προς την ποθητή μορφή Του.

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

«Ποιός θά ἐπινοοῦσε μεγαλύτερη ὑπόθεση ἐγκωμίων γι’ αὐτούς, ἀπό τή μαρτυρία καί ἀνακήρυξη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τόν μέν Πέτρο μακάρισε καί χαρακτήρισε ὡς πέτρα πάνω στήν ὁποία εἶπε ὅτι ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, γιά δέ τόν Παῦλο προεῖπε ὅτι θά γίνει σκεῦος ἐκλογῆς Του, προκειμένου νά βαστάσει τό ὄνομά Του ἐνώπιον τυράννων καί βασιλέων;

Τά περί τοῦ Πέτρου

ἅγιος Πέτρος ἦταν ἀδελφός τοῦ πρωτοκλήτου Ἀνδρέου καί  καταγόταν ἀπό ἄσημη καί ὄχι σπουδαία πόλη, τή Βαθσαϊδά· ἦταν υἱός τοῦ Ἰωνᾶ ἀπό τή φυλή τοῦ Συμεών, ἐπί Ὑρκανοῦ ἀρχιερέως, ζώντας σέ ἔσχατη πενία καί βγάζοντας τά πρός τό ζῆν μέ τή χειρωνακτική του ἐργασία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του Ἰωνᾶς, ὁ Πέτρος νυμφεύθηκε κι ἔλαβε ὡς γυναίκα του τή θυγατέρα τοῦ Ἀριστόβουλου, ἀδελφοῦ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα, μέ τήν ὁποία ἔκανε παιδιά, ἐνῶ ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας ἀφιερώθηκε στόν δρόμο τῆς ἁγνότητας καί τῆς ἄγαμης ζωῆς. Κατά τόν καιρό πού ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν φυλακισμένος, ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στή λίμνη τῆς Γεννησαρέτ καί βρῆκε τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο νά φτιάχνουν τά δίχτυα τους· τούς κάλεσε ὡς μαθητές Του κι αὐτοί ἀμέσως Τόν ἀκολούθησαν.  

Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πέτρος ἀφοῦ κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἰουδαία, τήν Ἀντιόχεια, τόν Πόντο, τή Γαλατία, τήν Καππαδοκία, στήν Ἀσία καί τή Βιθυνία, ἔφτασε μέχρι καί τήν ἴδια τή Ρώμη. Κι ἀφοῦ ξεπέρασε στή φήμη καί στή δύναμη μέ τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε τόν Σίμωνα τόν μάγο, ἐκεῖ στή Ρώμη πού βασίλευε ὁ Νέρων, συνελήφθη καί σταυρώθηκε μέ τό κεφάλι κάτω, ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε, ὁπότε καί δέχτηκε ἔτσι τό μακάριο τέλος. Κατά τόν χαρακτήρα τοῦ σώματος ἦταν λευκός, λίγο ὠχρός, φαλακρός στό κεφάλι, έχοντας σγουρά τά ὑπόλοιπα μαλλιά καί ὀφθαλμούς κατά τήν ἐπιφάνεια αἱματώδεις καί ὅμοιους μέ τό χρῶμα τοῦ κρασιοῦ. Ἦταν λευκός στά μαλλιά τῆς κεφαλῆς, μέ τό γένι λευκό καί δασύ, ἔχοντας μακριά τή ρίνα καί σηκωμένα τά φρύδια, μέτριος κατά τό ὕψος, ὄρθιος στό σχῆμα τοῦ σώματος. Ἦταν συνετός καί φρόνιμος, ἐνῶ κινεῖτο μέ ὀξύτητα ἀπό θεϊκό ζῆλο ἐναντίον τῆς ἀδικίας. Συγχωρητικός στούς μετανοοῦντες, μεταβαλλόταν εὔκολα καί γρήγορα ἄλλαζε χωρίς φόβο τίς πρότερές του ἀποφάσεις.

Τά περί τοῦ Παύλου

Ὁ ἅγιος Παῦλος ἦταν Ἐβραῖος κατά τό γένος καί αὐτός, καταγόμενος ἀπό τή φυλή Βενιαμίν, Φαρισαῖος κατά τή θρησκευτική αἵρεση, καί μαθήτευσε στόν Γαμαλιήλ. Εἶχε ἐκπαιδευθεῖ ἐξαιρετικά στόν Μωσαϊκό νόμο καί κατοικοῦσε στήν Ταρσό. Ἐπειδή ἦταν φανατικά προσκολημμένος στόν νόμο τοῦ Μωϋσῆ, δίωκε μέ μανία τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ και μέ τη δική του θέληση καί πρόθεση  φονεύεται ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Καταμεσήμερο, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀγάπης καί τῆς βούλησης τοῦ Θεοῦ, κι ἀφοῦ ἔχασε τήν ὅρασή του, ἄκουσε θεία φωνή νά τοῦ ἔρχεται ἐξ οὐρανοῦ, ἡ ὁποία τόν ἔστειλε στόν Ἀνανία, ἀρχαῖο μαθητή πού κατοικοῦσε στή Δαμασκό, ὁ ὁποῖος καί κατήχησε τόν Παῦλο καί τόν βάπτισε.

Ἐπειδή ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, σάν νά εἶχε φτερά γύρισε ὅλη τήν οἰκουμένη καί τή σαγήνευσε στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἔφτασε καί στή Ρώμη, κι ἀφοῦ δίδαξε πολλούς, στόν τόπο αὐτόν τελείωσε τή ζωή του – τοῦ κόψανε τό κεφάλι - μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἀπό τήν τελευτή τοῦ Πέτρου. Εἶπαν ὅτι ἀπό τήν πληγή τοῦ κτυπήματος ἔρευσε ἐκτός ἀπό αἷμα καί γάλα. Μολονότι ὁ μακάριος Παῦλος τελειώθηκε χρονικά μετά τόν Πέτρο, ὅμως καί τῶν δύο τά λείψανα τά ἔθεσαν σέ ἕναν τόπο. Ἦταν δέ κατά τήν ἐμφάνιση ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος φαλακρός στό κεφάλι καί λεπτός, ἔχοντας χαροποιούς ὀφθαλμούς, μέ στροφή πρός τά κάτω τῶν φρυδιῶν, λευκός κατά τήν ὄψη, καί φαινόταν νεώτερος ἀπό ὅ,τι πράγματι ἦταν. Τά γένια του ἔστρωναν ὄμορφα, ἐνῶ ἡ μύτη του ἦταν κυρτή καί καθώς ἔπρεπε σέ ὅλο του τό πρόσωπο. Στό κεφάλι καί στόν πώγωνα κοσμεῖτο ἀπό μαῦρες καί λευκές τρίχες, ἦταν κυρτός στό σῶμα, καί εὔρωστος καί μικρόσωμος, συνεσταλμένος κατά τά ἤθη καί φρόνιμος, καί γεμάτος ἀπό θεῖα χαρίσματα. Εἶχε σεμνά κινήματα, καί λόγους γλυκεῖς καί προσείλκυε στήν ἀγάπη του ὅλους ὅσοι πρόστρεχαν κοντά του μέ τή δύναμη τῶν θαυμάτων. Καί οἱ δύο αὐτοί κορυφαῖοι ἀπόστολοι ἦταν γεμάτοι ἀπό Ἅγιον Πνεῦμα καί θεία χάρη. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή τους στόν Ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί στό Ὀρφανοτροφεῖο, καί στόν σεπτό ναό τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου, πού εἶναι πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας, καί σέ ὅλες τίς κατά τόπον ἅγιες τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίες».   

«Τούς ἀσφαλεῖς καί θεοφθόγγους κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Μαθητῶν σου, Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν θάνατον ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τά ἐγκάρδια» (Κοντάκιον ἑορτῆς).

(Τούς κήρυκες πού κήρυξαν μέ ἀσφάλεια τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν κορυφή τῶν Μαθητῶν σου, Κύριε, τούς πῆρες κοντά Σου γιά νά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά Σου καί ν’ ἀναπαυθοῦν. Διότι τούς κόπους τους καί τόν θάνατό τους τούς δέχτηκες σάν ὁλοκληρωτική προσφορά πάνω ἀπό ὅλα, Σύ πού εἶσαι ὁ μόνος πού γνωρίζεις τά κρυφά τῆς καρδιᾶς).

Τό κοντάκιο τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, (ἡ ὁποία σημειωτέον ἀποτελεῖ καί τόν σκοπό τῆς συνδεδεμένης μέ αὐτούς νηστείας), συνοψίζει ἐν πολλοῖς τά κύρια στοιχεῖα πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας γι’ αὐτούς: 1. Ἀποτελοῦν οἱ ἅγιοι  τήν κορυφή ὅλων τῶν ἁγίων ἀποστόλων· 2. Συνιστοῦν τούς ἀσφαλεῖς καί θεοφθόγγους κήρυκες τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου· 3. Οἱ κόποι τους γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί ὁ μαρτυρικός τους θάνατος ἔγιναν ἀποδεκτά ἀπό τόν Κύριο ὡς ἡ πληρέστερη προσφορά πού θά μποροῦσε νά προσφερθεῖ σ’ Αὐτόν· 4. Συνεπῶς ὁ καρδιογνώστης Κύριος τούς πῆρε κοντά Του, προκειμένου νά ἀναπαυτοῦν ἀπό τούς κόπους τους καί ν’ ἀπολαύσουν τά αἰώνια ἀγαθά Του.

Πράγματι: 1. Ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς τονίζει ὅτι οἱ συγκεκριμένοι ἀπόστολοι συνιστοῦν τήν «ἀφρόκρεμα» τῶν ἀποστόλων, εἶναι οἱ πρωτοκορυφαῖοι καί οἱ πρωτόθρονοι, οἱ πρωτοστάτες τῶν ὑπολοίπων. Κι αὐτό γιατί; Διότι ὁ μέν Πέτρος ὑπῆρξε «ὁ προεξάρχων τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου» (στιχηρό ἑσπερινοῦ) - ἡ Καινή Διαθήκη ἀρκούντως φανερώνει τό ἡγεμονικό καί τό ἀρχηγικό του χάρισμα μεταξύ τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ταυτόχρονα βέβαια μέ τίς ἀστοχίες του -, ὁ δέ Παῦλος ὑπῆρξε «ὁ κοπιάσας ὑπέρ πάντας τούς ἀποστόλους» (στιχ. ἑσπ.) - ἡ οἰκουμενική δραστηριότητά του ὄντως ὑπερκέρασε κάθε ἄλλη δράση τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Κι ἐνῶ τονίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία μας ἡ πρωτοστασία τους, σπεύδουν οἱ ὑμνογράφοι μας ἀπαρχῆς νά σημειώσουν ὅτι δέν ὑπῆρξε κάποια ἀντιπαλότητα μεταξύ τους, δέν δημιουργήθηκε κάποιος διχασμός που τους χώρισε, (ὅπως θά σημειώσει κάτι παρεμφερές ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του: στήν Κόρινθο δυστυχῶς ὑπῆρξε ὁμαδοποίηση γύρω ἀπό κάποια ὀνόματα ἀποστόλων, ὁπότε ὁ ἅγιος Παῦλος ὑπῆρξε «καταπέλτης» στό σχίσμα αὐτό)· ἀλλά καί οἱ δύο ἦταν τόσο ἑνωμένοι μεταξύ τους, σάν νά εἶχαν μόνον μία ψυχή πού βρισκόταν ἁπλῶς σέ δύο σώματα. «Μέ ποιά στέμματα ἐπαίνων νά στεφανώσουμε τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο; Αὐτούς πού ἦταν διηρημένοι ὡς πρός τά σώματα, ἀλλά ἑνωμένοι ὡς πρός τό Πνεῦμα» (Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασιν ἀναδῂσωμεν Πέτρον καί Παῦλον; Τούς διῃρημένους τοῖς σώμασι, καί ᾑνωμένους τῶ Πνεύματι) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

2. Οἱ ἅγιοι Πέτρος καί Παῦλος ὑπῆρξαν αὐτοί πού κήρυξαν τόν θεῖο λόγο μέ ἀσφάλεια  – «οἱ ἀσφαλεῖς καί θεοφθόγγοι κήρυκες».  Κι αὐτό σημαίνει, ὅπως βεβαίως ἀντιστοίχως ἐπισημαίνουμε καί στούς ἄλλους Ἀποστόλους, ὅτι ὁ λόγος πού κήρυσσαν δέν ἦταν καρπός μίας δικῆς τους διανοητικῆς προσπάθειας ἤ φαντασίωσης, κάτι πού διαπιστώνει κανείς σέ ὅλους δυστυχῶς τούς αἱρετικούς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος πού ἐρχόταν ὡς φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν κεκαθαρμένη καρδία τους. Πρόκειται γιά τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, πού κατανοήθηκε ἐπακριβῶς καί μέ ἀκρίβεια ἀπό τούς ἀγίους ἀποστόλους, λόγω τῆς ἐπελεύσεως ἐπ’ αὐτούς τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Διότι μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ λόγος τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων, λόγος καί ὅλων τῶν ὑπολοίπων, παρέχει καί τή μόνη ἀσφάλεια γιά νά βεβαιώνεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὅτι δέχεται ὄντως τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀσφαλής διδασκαλία ἔχει πάντοτε ἀποστολικό χαρακτήρα. Ἐκτός τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας δέν ὑφίσταται ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἐκτός τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτούς διακυβεύεται καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», ὁμολογοῦμε πάντοτε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ ἀποστολική διδασκαλία λοιπόν εἶναι ἡ διδασκαλία πού φέρνει καί τή μόνη ἀληθινή θεογνωσία. «Οἱ πτέρυγες τῆς θεογνωσίας» (στιχ. ἑσπ.) χαρακτηρίζονται μεταξύ τῶν ἄλλων οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι.

3. Οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος κοπίασαν ὑπερβαλλόντως γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἀποδέχτηκε ὡς τήν ἀνώτερη προσφορά σ’ Αὐτόν τό ἔργο τους, ἔργο βεβαίως τῆς ἀπέραντης καί θερμῆς πίστεως καί ἀγάπης τους. Τό σύντομο συναξάρι τους καταγράφει ὄντως ὅλες τίς περιπέτειες πού ὑπέστησαν μέχρι τόν μαρτυρικό θάνατό τους, ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού σέ στιγμές «ἐκτός ἑαυτοῦ» ἀναγκάζεται νά πεῖ καί τό τί πέρασε χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά καί τό τί τοῦ προσέφερε ὁ Κύριος στή διακονία του αὐτή. Ἡ ἀποδοχή ἀπό τόν Κύριο τῆς ὅλης μαρτυρικῆς πορείας τους θυμίζει καί αὐτό πού λέει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τήν ἀποδοχή τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἄβελ, σέ ἀντιπαραβολή πρός τόν Κάϊν. Καί οἱ δύο πρόσφεραν θυσία στόν Θεό, ἀλλά ἀποδεκτή ἔγινε ἡ θυσία μόνον τοῦ Ἄβελ, γιατί προερχόταν ἀπό καθαρή καρδιά, γεμάτη ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον. Κατά παρόμοιο τρόπο, ὁ ὑμνογράφος βάζει, χωρίς νά κατονομάζει βέβαια, στή θέση τοῦ Ἄβελ τήν προσφορά τῶν μεγάλων ἀποστόλων.

 Γι’ αὐτό καί 4. Ὁ Κύριος ἀποδέχεται ὡς εὐωδία τό ὅλο ἔργο τους, μέ ἀποτέλεσμα νά παρέχει μετά καί τό μαρτύριό τους τήν ἀνάπαυση καί τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν Του. Οἱ ἅγιοι ἑορτάζοντες ἀπόστολοι ἀπολαμβάνουν τώρα τόν Παράδεισο, ὡς ἐν ἀγάπῃ σχέση μέ τόν Κύριο πού τούς ἀγάπησε, ὅπως ἤδη τό εἶχε σημειώσει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λίγο πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς του, κάνει μία ἐπισκόπηση αὐτῆς, θεωρώντας ὅτι «τόν δρόμον τετέλεκεν, τήν πίστιν τετήρηκεν, λοιπόν ἀπόκειται αὐτῷ ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος». Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν κινεῖτο στή ζωή του ὡς μισθωτός, δηλαδή ἔχοντας στή σκέψη του τίς ἀπολαυές τοῦ Παραδείσου, ἀλλά ἔχοντας ὡς μοναδικό κριτήριό του τή θερμή ἀγάπη του πρός τόν Χριστό. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος θά τόν στεφανώσει, μέ τήν ἔννοια ὅτι θά τόν ἔχει μέσα στήν ἀγκαλιά Του, γιατί ἀκριβῶς Τόν ἀγάπησε καί πρόσφερε καί τή ζωή του γιά χάρη Του. Κι αὐτό ἰσχύει βεβαίως καί γιά τόν ἀπόστολο Πέτρο. «Σύ, Κύριε, οἶδας ὅτι φιλῶ Σε». Κι αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση τοῦ Κυρίου μέ τούς ἀποστόλους Του τούς δίνει τή δύναμη ἀφενός νά πρεσβεύουν καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν περιλειπομένων – οἱ ἅγιοι ζώντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι στραμμένοι ἀδιάκοπα καί σέ μᾶς πού ταλαιπωρούμαστε ἀκόμη μέσα στίς θλίψεις αὐτῆς τῆς ζωῆς - ἀφετέρου νά προσδοκοῦν τήν ἀκόμη πιό ἔντονη σχέση τους μέ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καί οἱ ἴδιοι δέν μποροῦν νά φτάσουν στήν ὁριστική τελείωσή τους. «Ἵνα μή χωρίς ἡμῶν τελειωθῶσι». Κι εἶναι ἡ τελευταία αὐτή ἀλήθεια ἡ μεγαλύτερη ἴσως παρηγοριά πού ἔχουμε: ὄχι μόνον ὁ Κύριος ὡς ἡ πηγή τῆς ἀγάπης ἔχει δεδομένη τήν ἀγάπη καί τήν εὐεργετική στάση Του ἀπέναντί μας, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, μέ πρώτη τήν Παναγία μας κι ἔπειτα τούς ἁγίους ἀποστόλους, δέν μποροῦν νά «ἡσυχάσουν» μέχρις ὅτου καί ἐμεῖς βροῦμε τόπο καταπαύσεως μαζί τους. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ σωτηρία μας εἶναι «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», γιατί ὅλοι ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα, τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας, εἴτε ἐνεργείᾳ εἴτε δυνάμει. «Ἄς παρευρίσκεστε ἀνάμεσά μας ἀοράτως, καθιστώντας μας ἀξίους γιά τίς ἄυλες δωρεές, ἐμᾶς πού δοξολογοῦμε μέ ἄσματα τήν ἑορτή σας» («Πάρεστε μέσον ἡμῶν ἀοράτως, καταξιοῦντες δωρεῶν ἀΰλων, τούς τήν ἡμῶν ἑορτήν εὐφημοῦντας ᾄσμασι») (Δοξαστικό αἴνων).