04 Αυγούστου 2022

ΜΗ ΜΕ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ!

 


«Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, και προς τήν σήν σκέπην, ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνῶ και στενάζω, μή μέ παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον» (ωδή α΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος)

(Τώρα με πίστη κι εμπιστοσύνη κατέφυγα στη δική Σου δυνατή βοήθεια και στη δική Σου σκέπη ολόψυχα έτρεξα, και γονατίζω, Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με περιφρονήσεις τον άθλιο, Συ που είσαι το καταφύγιο των χριστιανών).

 

Τρία πράγματα τονίζει ο βασιλιάς ποιητής στον  συγκεκριμένο ύμνο από τον κανόνα του για την Υπεραγία Θεοτόκο: Πρώτον, την αίσθηση που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεύτερον, την εικόνα που προβάλλει η Εκκλησία για τη Μεγάλη Μάνα. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο πιστός τη Μάνα αυτή.

Άθλιο βλέπει τον εαυτό του ο ποιητής. Μπορεί να κατέχει το ύψιστο αξίωμα μέσα στο βασίλειό του, όμως τα μάτια του είναι μεταποιημένα από τη χάρη του Θεού και βλέπουν το βάθος της πραγματικότητας, την πνευματική του κατάσταση που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση των παθών του. Πρόκειται όντως για χαρισματική διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει τη μετάνοια ενός πιστού ανθρώπου – μόνον ο πιστός μπορεί να έρχεται σαν τον άσωτο της παραβολής «εἰς ἑαυτόν» και να θέλει να ξεφύγει από την κατάντια της αμαρτίας για να επιστρέψει στον Θεό του: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Και συστοιχεί η διαπίστωση αυτή με ό,τι ο μέγας απόστολος Παύλος εξέφραζε: «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Ο βασιλιάς ποιητής λοιπόν εκκινεί από την ορθή εκκλησιαστικά βάση που δεν είναι άλλη από τη ρεαλιστική θεώρηση του εαυτού του, την αποδοχή της αθλιότητάς του.

Τα μάτια της πίστεως όμως θεώνται ορθά και την Παναγία. Δεν είναι μία απλή γυναίκα, έστω καλή και ταπεινή και υπάκουη. Είναι «ἡ κραταιά ἀντίληψις», είναι «ἡ σκέπη» του κόσμου, είναι «ἡ Δέσποινα», είναι όλων των χριστιανών «τό καταφύγιον». Κι αυτό όχι γιατί το κατάφερε μόνη της – οι άνθρωποι μόνοι μας το μόνο που καταφέρνουμε είναι το «τίποτε». Ο Υιός και Θεός της την ανέβασε στο υψηλότατο αυτό σημείο, κυριολεκτικά την πνευματική κορυφή του κόσμου, διότι ασφαλώς συνέτρεξαν σ’ αυτήν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη μίας τόσο μεγάλης χάρης. Και οι προϋποθέσεις αυτές, ως γνωστόν, ήταν η απλότητα της καρδιάς της, η βαθιά πίστη της στον Θεό, η μεγάλη της ταπείνωση, η καθαρότητα του όλου βίου της, καταστάσεις που ουδέποτε βρέθηκαν κι ούτε θα βρεθούν ποτέ σε άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό όπως σ’ Εκείνην.

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Παραπονιόμαστε συχνά ότι ο Θεός μάς ξεχνάει, ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές μας, ότι δεν μας δίνει τα χαρίσματα που του ζητούμε. Και δεν καταλαβαίνουμε, λόγω της αλαζονείας και του εγωισμού μας, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι δεν θα αντέχαμε τη χάρη της προσφοράς Του – ο Θεός επιθυμεί διακαώς να μας δώσει τα πάντα, αρκεί εμείς να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής τους. Διαφορετικά η όποια προσφορά της χάρης Του θα λειτουργήσει αρνητικά, θα λειτουργήσει ίσως ως «κόλαση» για τη ζωή μας, όπως ένα μεγάλο βάρος πάνω σε εύθραυστο γυαλί. Η Παναγία μας λοιπόν έγινε η βοήθειά μας, η σκέπη μας, η Δέσποινά μας, η καταφυγή μας, γιατί Εκείνη πρώτη βρήκε τον Κύριο αντιλήπτορα και βοηθό στη ζωή της, σκέπη και καταφυγή της, Εκείνος έγινε το σπίτι της κι η ρίζα της και η τροφή της.

Πώς προσεγγίζει λοιπόν ένας τέτοιος αληθινός πιστός την Παναγία; Με πίστη κι εμπιστοσύνη, «πεποιθώς», σημειώνει ο ποιητής∙ με ολοκάρδια στροφή και σπουδή προς Εκείνην, «ὁλοψύχως ἔδραμον» κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ»∙ με μεγάλη ταπείνωση και δάκρυα και στεναγμούς μετανοίας, «γόνυ κλίνω και θρηνώ και στενάζω». Πίστη, θερμή αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα – ό,τι ελκύει την αγάπη του Δημιουργού και των δικών Του αγαπημένων προσώπων με πρώτη την Παναγία. Κι όλα αυτά «νῦν», τώρα. Όχι αργότερα, όχι αύριο ή μεθαύριο. Γιατί την εν ταπεινώσει πίστη και αγάπη τη βιώνει κανείς πάντοτε στο παρόν, το παρόν φανερώνει την ποιότητα του εσωτερικού κόσμου μας.

Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ανταπόκριση της δικής Της προσέγγισης προς εμάς. Εκείνη δείχνει ότι μας εμπιστεύεται πάντοτε, έστω κι αν διαπιστώνει με θλίψη τις αστοχίες και τα ανομήματά μας∙ εκφράζει την αδιάκοπη θερμή αγάπη της, έστω κι αν συχνά παγώνει η δική μας καρδιά απέναντί της∙ δεν διστάζει να μας αποκαλεί παιδιά της και να μας παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της, έστω κι αν εμείς «παιδιαρίζουμε» αδιαφορώντας για τα ουσιώδη του βίου. Ας θυμηθούμε την αγιορείτικη  ιστορία με τη στάση της Μάνας Παναγίας απέναντι στα «γουρουνάκια» της, κατά τον δικό της χαρακτηρισμό. Τους καλογέρους δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλίνει από την καλογερική και ζούσαν έκδοτοι στα πάθη τους, κυρίως δε το πιοτό. Κι όταν το μοναστήρι που βρίσκονταν τους έδιωξε γιατί δεν έδειχναν σημάδια μετανοίας, Εκείνη επενέβη για να τους σώσει και να τους επαναφέρει. Γιατί είναι η Μάνα που προσβλέπει στο καλύτερο για τα παιδιά της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική στον ορίζοντα.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΕΦΕΣΩ

 

«Αυτοί οι άγιοι έζησαν επί Δεκίου βασιλέως (3ος μ.Χ. αι.) και σκέφτηκαν να μοιράσουν τα υπάρχοντά τους και να κλειστούν σ’  ένα σπήλαιο. Εκεί προσευχήθηκαν να φύγουν από τη ζωή αυτή και να μην παραδοθούν στο βασιλιά, λόγω των διωγμών κατά των χριστιανών που είχε διατάξει, κάτι που έγινε. Ο Δέκιος, μετά την επιστροφή του στην Έφεσο, τους αναζήτησε για να θυσιάσουν στα είδωλα, μα όταν έμαθε το τέλος τους στη σπηλιά, διέταξε να τη σφραγίσουν καλά. Από τότε πέρασαν  περίπου διακόσια χρόνια κι ήρθε η εποχή που βασίλευε ο Θεοδόσιος Β΄ο  μικρός (περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αι.). Στα χρόνια αυτά της βασιλείας του φάνηκε μία αίρεση που κήρυσσε ότι  δεν υπάρχει ανάσταση, κι ο βασιλιάς βλέποντας ότι προκαλείται ταραχή στην Εκκλησία, αφού και επίσκοποι παρασύρονταν από αυτήν, απορούσε τι να κάνει. Περιβλήθηκε σάκο, κοιμόταν καταγής και με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να φανερώσει ό,τι έπρεπε. Κι ο Κύριος απάντησε: Ο κάτοχος της περιοχής που βρισκόταν το σπήλαιο που είχαν κοιμηθεί οι παίδες, θέλησε να φτιάξει μία μάντρα για το ποίμνιό του. Κύλισε λοιπόν τους λίθους, για να τους χρησιμοποιήσει για τη μάντρα, κι αποκαλύφθηκε έτσι το στόμιο, χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν τα παιδιά, σαν να ξυπνούσαν από χθεσινό ύπνο. Δεν κατάλαβαν τίποτε, πιστεύοντας ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά, γι’ αυτό και ο ένας από αυτούς, ο Μαξιμιλιανός, προέτρεψε όλους τους άλλους, αν συλληφθούν από τον Δέκιο, να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να μην την προδώσουν. Έστειλε μάλιστα τον Ιάμβλιχο να αγοράσει ψωμί, περισσότερο όμως από την «προηγούμενη» ημέρα, που ήταν λιγοστό. Ο Ιάμβλιχος κατέβηκε στην πόλη και θαύμαζε και για το σημείο του Σταυρού που έβλεπε να υπάρχει σε πολλά σημεία, και για τα καινούργια οικοδομήματα. Σ’  ένα αρτοποιείο που μπήκε, αγόρασε ψωμί κι έδωσε τα χρήματα, τα οποία όμως προκάλεσαν τον θαυμασμό και την απορία του μαγαζάτορα και των άλλων, γιατί βεβαίως ήταν πολύ παλαιά. Στην απορία και στις ερωτήσεις τους για τον θησαυρό αυτό, λόγω της παλαιότητας, δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά ο Ιάμβλιχος, γι’  αυτό και διά της βίας τον οδήγησαν στον ανθύπατο της περιοχής, ο οποίος τον ανέκρινε, χωρίς όμως και αυτός να μπορέσει να πειστεί. Έμαθε τα γεγονότα και ο επίσκοπος Μαρίνος, ο οποίος άρχισε να υποπτεύεται ότι εδώ πρόκειται για κάτι το θαυμάσιο και θεϊκό, γι’ αυτό και τελικώς όλοι ακολούθησαν τον Ιάμβλιχο στο σπήλαιο, το οποίο απεκάλυψε, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η επιβεβαίωση υπήρξε θαυμαστή και κατανυκτική, όταν μάλιστα βρήκαν ότι τα ονόματά τους και η ιστορία τους ήταν γραμμένα από δύο χριστιανούς στρατιώτες, από αυτούς που είχε διατάξει ο Δέκιος να σφραγίσουν το σπήλαιο. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος που το έμαθε, γέμισε από χαρά, και δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του, γιατί είδε την απάντηση που έστειλε διά των παίδων ο Θεός, στο πρόβλημα της αίρεσης των αρνητών της ανάστασης. Οι άγιοι παίδες, μετά από λίγο, αισθάνθηκαν κούραση και παρέδωσαν για δεύτερη φορά την ψυχή τους στον Κύριό τους, ενώ οι σύγχρονοι πια τους τίμησαν ποικιλοτρόπως ως αγίους, ιδίως ο βασιλιάς, στον οποίο όμως, μέσω ονείρου, αρνήθηκαν την επιθυμία του να τοποθετήσει τα λείψανά τους σε ακριβές λειψανοθήκες και να τους θάψει εκεί που βρίσκονταν στο σπήλαιο».

Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’  αυτό και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στα πλαίσια της Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος  ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές τους.

Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν»,  ώστε να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος μ.Χ. αι.) παρουσιάστηκε αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.

Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και  με τους αγίους επτά παίδες, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο όσιος μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας παρηγορεί και ο όσιος Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του, για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους μας.

03 Αυγούστου 2022

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

 

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

 

Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  

02 Αυγούστου 2022

Η ΚΑΚΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΛΓΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 


«Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος» (Από τους παρακλητικούς κανόνες).

(Δες με ευμένεια, πανύμνητη Θεοτόκε, τη δύσκολη ασθένεια του σώματός μου και γιάτρεψε τον πόνο της ψυχής μου).

 

Ποιος άνθρωπος επί της γης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα πράγματα γι’ αυτόν, σωματικά και ψυχικά, εξελίσσονται με τρόπο που δεν υπάρχουν προβλήματα; Μπορεί κάποιος στη νεότητά του να νιώθει δυνατός και παντοδύναμος – ένας μικρός «θεός» ίσως ελλείψει πραγματικών προβλημάτων – όμως με την πάροδο του χρόνου η φθορά που συνοδεύει την ηλικία αρχίζει και κάνει αισθητή την παρουσία της, όπως και οι διάφορες στενώσεις από πλευράς ψυχικής από τη διαπίστωση ότι τελικώς ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να γεμίσει την καρδιά και να της δώσει έναν λόγο να αναπνεύσει. «Κοιλάδα πένθους και δακρύων» άλλωστε χαρακτηρίζει η Γραφή τη ζωή αυτή, εξαγγέλλοντας τα αποτελέσματα, για τον άνθρωπο, της αμαρτίας στην οποία απαρχής περιέπεσε και που συνεχίζει δυστυχώς να περιπίπτει. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Κύριος δεν είναι Εκείνος που βεβαιώνει τους μαθητές Του ότι «στον κόσμο αυτόν θα έχετε θλίψεις» και ότι «με πολλές θλίψεις θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών;»

Η κάκωση λοιπόν του σώματος και το άλγος της ψυχής είναι δεδομένες καταστάσεις για κάθε άνθρωπο όπου γης και όποιας εποχής και αυτή είναι η βάση από την οποία εκκινεί ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας των Παρακλητικών κανόνων. Ποιο είναι όμως το μεγαλείο του πιστού ανθρώπου, το οποίο δυστυχώς δεν υφίσταται στον άπιστο; Ότι ενώ πάσχει και οδυνάται σωματικά και ψυχικά, μπορεί να υπερβεί τις δυσκολίες του, γιατί έχει σημείο αναφοράς πέρα από τη δική του ύπαρξη και πέρα ακόμη και από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και δραστηριοποιείται. Και το σημείο αυτό αναφοράς είναι ο Δημιουργός Του Κύριος Ιησούς Χριστός και μαζί με Αυτόν και τα άλλα μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας, που είναι οι άγιοι με πρώτη και κύρια την Παναγία Μητέρα Του. Τι μας προσέφερε ο Κύριος ερχόμενος στον κόσμο; Να μας προσλάβει στον εαυτό Του και να μας κάνει δικές Του παρουσίες, να ζει πράγματι Εκείνος μέσω ημών, εφόσον βεβαίως Τον αποδεχθήκαμε στη ζωή μας, βαπτιστήκαμε και χριστήκαμε στο άγιο όνομά Του. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». «Εγώ είμαι το αμπέλι, εσείς τα κλήματα». Ο πιστός χριστιανός λοιπόν που έχει επίγνωση της άπειρης αυτής δωρεάς του Θεού απέναντί του συνειδητοποιεί ότι κέντρο βάρους της ζωής του δεν είναι πια ο εαυτός του και ο αισθητός κόσμος∙ είναι ακριβώς ο Χριστός και δι’ Αυτού όλος ο Τριαδικός Θεός – ο άνθρωπος είναι ολόκληρος μαζί με τον Χριστό και μαζί με τους συνανθρώπους του, κάθε τόπου και κάθε εποχής, που θα πει ότι ο Χριστός διαιωνίζει την παρουσία Του και μέσα από αυτόν ως «εν ετέρα μορφή».

Οπότε η κάκωση του σώματος και το άλγος της ψυχής εντάσσονται από την άποψη αυτή κάτω από άλλον παρονομαστή: γίνονται σκαλοπάτια για πνευματική άσκηση, για υπομονή, για καλλιέργεια της εμπιστοσύνης προς τον Θεό, για περαιτέρω προκοπή στον αγιασμό του. Πονά ο χριστιανός, οδυνάται, δεν νιώθει καλά, όταν πάσχει, γι’ αυτό και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη, να του δώσει υπομονή, να του άρει ει δυνατόν τον πόνο, αλλά με τελική κατάληξη την κραυγή της πιο μεγάλης πίστεως: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». «Γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε». Κι αυτό το «άφημα» στην πρόνοια του Θεού που μετράει και τις τρίχες ακόμη της κεφαλής μας είναι το στοιχείο που ησυχάζει την καρδιά του πιστού, όπως το εξέφρασαν και οι πιστοί της πρώτης Εκκλησίας όταν αντιμετώπιζε πρόβλημα της ίδιας της ζωής του ο πατέρας τους, ο μέγας απόστολος Παύλος: «ησυχάσαμεν ειπόντες το θέλημα του Κυρίου γινέσθω».

Προστρέχουμε λοιπόν στην Παναγία μας και δι’ Αυτής στον ίδιο τον Κύριο κάθε φορά που πάσχουμε, Την παρακαλούμε μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Της και του ελέους Της να μας δει με τη μεγαλύτερη στοργή που μπορεί να μας κοιτάξει, όμως αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στη δική Της κρίση που είναι η κρίση του Πατέρα μας Θεού. Και ξέρουμε ότι αυτό είναι ό,τι καλύτερο και θεραπευτικότερο για τη ζωή και την ύπαρξή μας.