«Αυτοί οι άγιοι έζησαν επί
Δεκίου βασιλέως (3ος μ.Χ. αι.) και σκέφτηκαν να μοιράσουν τα
υπάρχοντά τους και να κλειστούν σ’ ένα σπήλαιο. Εκεί προσευχήθηκαν
να φύγουν από τη ζωή αυτή και να μην παραδοθούν στο βασιλιά, λόγω των διωγμών
κατά των χριστιανών που είχε διατάξει, κάτι που έγινε. Ο Δέκιος, μετά την
επιστροφή του στην Έφεσο, τους αναζήτησε για να θυσιάσουν στα είδωλα, μα όταν
έμαθε το τέλος τους στη σπηλιά, διέταξε να τη σφραγίσουν καλά. Από τότε
πέρασαν περίπου διακόσια χρόνια κι ήρθε η εποχή που βασίλευε ο
Θεοδόσιος Β΄ο μικρός (περί τα μέσα του 5ου μ.Χ.
αι.). Στα χρόνια αυτά της βασιλείας του φάνηκε μία αίρεση που κήρυσσε
ότι δεν υπάρχει ανάσταση, κι ο βασιλιάς βλέποντας ότι προκαλείται
ταραχή στην Εκκλησία, αφού και επίσκοποι παρασύρονταν από αυτήν, απορούσε τι να
κάνει. Περιβλήθηκε σάκο, κοιμόταν καταγής και με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να
φανερώσει ό,τι έπρεπε. Κι ο Κύριος απάντησε: Ο κάτοχος της περιοχής που
βρισκόταν το σπήλαιο που είχαν κοιμηθεί οι παίδες, θέλησε να φτιάξει μία μάντρα
για το ποίμνιό του. Κύλισε λοιπόν τους λίθους, για να τους χρησιμοποιήσει για
τη μάντρα, κι αποκαλύφθηκε έτσι το στόμιο, χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Με
προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν τα παιδιά, σαν να ξυπνούσαν από χθεσινό ύπνο.
Δεν κατάλαβαν τίποτε, πιστεύοντας ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά, γι’ αυτό
και ο ένας από αυτούς, ο Μαξιμιλιανός, προέτρεψε όλους τους άλλους, αν
συλληφθούν από τον Δέκιο, να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να μην την
προδώσουν. Έστειλε μάλιστα τον Ιάμβλιχο να αγοράσει ψωμί, περισσότερο όμως από
την «προηγούμενη» ημέρα, που ήταν λιγοστό. Ο Ιάμβλιχος κατέβηκε στην πόλη και
θαύμαζε και για το σημείο του Σταυρού που έβλεπε να υπάρχει σε πολλά σημεία,
και για τα καινούργια οικοδομήματα. Σ’ ένα αρτοποιείο που μπήκε,
αγόρασε ψωμί κι έδωσε τα χρήματα, τα οποία όμως προκάλεσαν τον θαυμασμό και την
απορία του μαγαζάτορα και των άλλων, γιατί βεβαίως ήταν πολύ παλαιά. Στην απορία
και στις ερωτήσεις τους για τον θησαυρό αυτό, λόγω της παλαιότητας, δεν μπόρεσε
να απαντήσει πειστικά ο Ιάμβλιχος, γι’ αυτό και διά της βίας τον
οδήγησαν στον ανθύπατο της περιοχής, ο οποίος τον ανέκρινε, χωρίς όμως και
αυτός να μπορέσει να πειστεί. Έμαθε τα γεγονότα και ο επίσκοπος Μαρίνος, ο
οποίος άρχισε να υποπτεύεται ότι εδώ πρόκειται για κάτι το θαυμάσιο και θεϊκό,
γι’ αυτό και τελικώς όλοι ακολούθησαν τον Ιάμβλιχο στο σπήλαιο, το οποίο
απεκάλυψε, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η επιβεβαίωση υπήρξε
θαυμαστή και κατανυκτική, όταν μάλιστα βρήκαν ότι τα ονόματά τους και η ιστορία
τους ήταν γραμμένα από δύο χριστιανούς στρατιώτες, από αυτούς που είχε διατάξει
ο Δέκιος να σφραγίσουν το σπήλαιο. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος που το έμαθε, γέμισε από
χαρά, και δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του, γιατί είδε την απάντηση που
έστειλε διά των παίδων ο Θεός, στο πρόβλημα της αίρεσης των αρνητών της
ανάστασης. Οι άγιοι παίδες, μετά από λίγο, αισθάνθηκαν κούραση και παρέδωσαν
για δεύτερη φορά την ψυχή τους στον Κύριό τους, ενώ οι σύγχρονοι πια τους
τίμησαν ποικιλοτρόπως ως αγίους, ιδίως ο βασιλιάς, στον οποίο όμως, μέσω
ονείρου, αρνήθηκαν την επιθυμία του να τοποθετήσει τα λείψανά τους σε ακριβές
λειψανοθήκες και να τους θάψει εκεί που βρίσκονταν στο σπήλαιο».
Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται
ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’ αυτό
και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και
σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο
μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός
ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα
δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στα πλαίσια της
Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο
και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση
εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν
τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές
τους.
Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό
για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ
πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για
να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν», ώστε
να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς
εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος μ.Χ. αι.) παρουσιάστηκε
αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την
ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της
την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος
θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η
Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον
απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη
ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ
ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του
Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του
Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την
αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.
Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ
σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το
πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε
με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την
παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και
με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί
μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας
πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του
κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει
σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας
τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και με τους αγίους επτά παίδες,
αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο
όσιος μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου
Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας
παρηγορεί και ο όσιος Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα
μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του,
για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και
ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους
μας.