07 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


«Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. 14, 16)

 

Στο γνωστό περιστατικό του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Κύριο, το οποίο επανελήφθη και άλλη φορά, μας μεταφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος, μόλις είχε ολοκληρώσει τη διδασκαλία Του στα πλήθη που Τον ακολουθούσαν και είχε θεραπεύσει όλους τους αρρώστους τους, και η ώρα ήταν περασμένη. Οι μαθητές του Κυρίου άρχισαν να αντιμετωπίζουν με αγωνία το πρόβλημα της σίτισης  τόσων ανθρώπων – πέντε χιλιάδες άνδρες χωρίς τα γυναικόπαιδα: «Απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας, αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα». Μα, ο Κύριος έχει τον σκοπό Του: είναι η ευκαιρία να φανερώσει για μία ακόμη φορά τη θεϊκή Του δόξα, καλύπτοντας με θαυματουργικό τρόπο την ανάγκη του φαγητού των ανθρώπων και προσανατολίζοντας τους μαθητές Του σε κάτι βαθύτερο: στην ανάγκη τροφής τους από τον αληθινό άρτο, που είναι ο ίδιος Του ο εαυτός. Η εντολή όμως που τους δίνει στο αδιέξοδο που διαφαινόταν, ήταν πέρα από τα δεδομένα της σκέψης τους: «δότε αυτοίς υμείς φαγείν». Δώστε τους εσείς να φάνε.

 

1. Ο Κύριος, πράγματι, φαίνεται να προκαλεί τη λογική των μαθητών Του: πώς να ταΐσουν τόσους ανθρώπους με ελάχιστα εφόδια – πέντε ψωμιά και δύο ψάρια; Η αντίδρασή τους είναι η ευγενική αντίδραση κάθε λογικού ανθρώπου: κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Οι μαθητές δηλαδή είναι εγκλωβισμένοι στα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, που κινείται στα πλαίσια του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου: 1+1=2. Την ίδια στιγμή βεβαίως αποκαλύπτουν την απιστία τους απέναντι στον Χριστό. Διότι Τον αντιμετωπίζουν κι Εκείνον ως έναν από αυτούς, δηλαδή ως άνθρωπο που τα περιορισμένα πλαίσια της ζωής κανονίζουν τις ενέργειές του. Και δεν πρέπει τούτο να μας παραξενεύει. Οι μαθητές του Κυρίου, καλοπροαίρετοι άνθρωποι και με γνήσια αναζήτηση της αλήθειας – γι’  αυτό άλλωστε και κλήθηκαν από Εκείνον – ακολούθησαν τον Χριστό, απλώς υποψιαζόμενοι την ιδιαίτερη σχέση Του με τον Θεόν Πατέρα. Αδυνατούσαν όμως να φτάσουν στο χαρισματικό σημείο να Τον δουν ως τον Υιό του Θεού, τον ίδιο τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Κι αυτή η αδυναμία τους διαπιστώνεται και στην Παναγία Μητέρα Του. Ακόμη κι Εκείνη ήταν επιφυλακτική, τουλάχιστον στην αρχή της δράσεώς Του, στις «προκλητικές» ενέργειες του Υιού της, ως μάρτυρα της θεϊκής παρουσίας.

2. Πότε έφτασαν στο σημείο αληθινής όρασής Του, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου; Πέρα από συγκεκριμένες ελάχιστες περιπτώσεις, που με φώτιση Θεού αναγνωρίζουν τη θεϊκή Του προέλευση – για παράδειγμα στην ομολογία της θεότητάς Του από τον απόστολο Πέτρο: «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος», ή στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του – η πίστη τους ότι ο διδάσκαλός τους είναι ο Υιός του Θεού αποκτάται την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε που το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε εν είδει πυρίνων γλωσσών στις κεφαλές τους, οπότε και διανοίχθηκαν τα μάτια τους, για να δουν τον Χριστό, «καθώς εστι». Με άλλα λόγια, τον Χριστό μπορεί κανείς να Τον δει ορθά, όπως είναι, μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος: «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι αγίω». Χωρίς το Πνεύμα αυτό του Θεού, ο Χριστός παραμένει για τους πολλούς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος, ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας μεγάλος Δάσκαλος, όχι όμως Θεός. Δικαιολογημένα λοιπόν οι μαθητές του Κυρίου εκφράζουν την απορία τους στην εντολή Του να ταΐσουν αυτοί τον κόσμο. Ήταν πολύ νωρίς για να έχουν νιώσει ποιον είχαν δίπλα τους.

3. Παρ’ όλα αυτά όμως! Κάνουν υπακοή στον λόγο του Κυρίου και γίνονται μέτοχοι του θαυμαστού γεγονότος: τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια πολλαπλασιάζονται και καλύπτουν τις ανάγκες τροφής των χιλιάδων ανθρώπων, κι ακόμη περισσότερο: περισσεύουν και πάρα πολλά, για τα οποία τους δίνεται η εντολή να τα μαζέψουν. Έτσι ο Κύριος τούς δίνει ώθηση να προχωρήσουν πέρα από αυτό που επισημαίνουν οι αισθήσεις τους: στην παντοδύναμη ενέργεια του λόγου και της παρουσίας Του. Θα περάσει ακόμη κάποιος καιρός, είπαμε, μέχρι την Πεντηκοστή, αλλά, έστω και προσωρινά, συνειδητοποιούν – με πολύ εύθραυστο τρόπο είναι αλήθεια: τα γεγονότα του Πάθους θα το αποδείξουν – ότι η λογική υπερβαίνεται όπου υπάρχει Εκείνος. Τα δεδομένα από τις αισθήσεις δεν είναι ικανά να περιορίσουν τη χάρη της προσφοράς Του και την έκχυση της αγάπης Του. Έκτοτε η Εκκλησία μας, ζώντας μέσα στον πλούτο της χάριτος του Κυρίου, θα ψάλλει διαρκώς: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Η λύση στα θεωρούμενα αδιέξοδα είναι πάντοτε ο Κύριος: «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».

4. Όμως ο Κύριος, ενώ καλύπτει τις συγκεκριμένες υλικές ανάγκες των ανθρώπων, δεν μένει σ’  αυτό. Δεν ήρθε για να γίνει η διέξοδος απλώς των υλικών προβλημάτων του ανθρώπου, σαν να πρότεινε τη λύση ενός κοινωνικού χαρακτήρα πολιτικού σχήματος. Μία τέτοια πρόταση την δέχτηκε ως πειρασμό από τον Πονηρό, στους γνωστούς τρεις πειρασμούς Του στην έρημο, και την απέρριψε. Ο Κύριος έρχεται να δώσει στον άνθρωπο, αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη: τον ίδιο τον Θεό, να είναι μέτοχος της αιώνιας ύπαρξής Του. Διότι γι’  αυτό δημιουργήθηκε. Θα αποκαλύψει λοιπόν στους μαθητές Του την απογοήτευσή Του από τον κόσμο που τράφηκε θαυματουργικά – «Με ακολουθούν όχι για τη διδασκαλία Μου, αλλά γιατί τους έθρεψα» - και θα τους προσανατολίσει ακριβώς στο βαθύτερο νόημα της ενέργειάς Του: στην αληθινή τροφή των ανθρώπων που είναι το σώμα Του και το αίμα Του. «Εγώ ειμι ο  άρτος ο αληθινός, ο καταβάς εκ του ουρανού. Εάν μη φάγητε τον άρτον τούτον, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Σ’  αυτήν την προσφορά Του η Εκκλησία μας είδε έκτοτε το κέντρο και τον πυρήνα της ζωής της. Στη Θεία Ευχαριστία δηλαδή, στην οποία προσφέρεται ο Κύριος, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, εκεί βιώνεται και το αληθινό νόημα του πολλαπλασιασμού των άρτων, με την προϋπόθεση βεβαίως πάντοτε ότι ο άνθρωπος θέλει κι αυτός την προσφορά αυτή. Κι η θέλησή του αυτή φανερώνεται με την τήρηση των αγίων Του εντολών, οι οποίες δημιουργούν το πλαίσιο, ώστε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να λειτουργούν  με «συμβατό» τρόπο στον άνθρωπο, δηλαδή να μη γίνονται «εις κρίμα ή εις κατάκριμά» του, αλλά «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

05 Αυγούστου 2022

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ "ΕΝΗΛΙΚΕΣ" ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

 


Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως» νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. 

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

 


Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

 

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ. Παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος» για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού   έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως   είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

 

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Κι αυτό σημαίνει καθαρή καρδιά. Μόνον όποιος αγωνίζεται να κρατάει την καρδιά του καθαρή, κατά τον λόγο του Κυρίου: "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται", μπορεί πράγματι και να γίνει μέτοχος και θεατής σ' έναν βαθμό του προσώπου του Κυρίου. Χωρίς προϋποθέσεις η σχέση με τον Θεό καθίσταται αδύνατη, μάλλον συνιστά "κίνδυνο" για τον άνθρωπο - το φως Εκείνου λειτουργεί όχι ως ευεργεσία και θεραπεία αλλ' ως φωτιά που κατακαίει και πονάει. Είναι το τίμημα της αμετανόητης αμαρτίας.

04 Αυγούστου 2022

ΜΗ ΜΕ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ!

 


«Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, και προς τήν σήν σκέπην, ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνῶ και στενάζω, μή μέ παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον» (ωδή α΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος)

(Τώρα με πίστη κι εμπιστοσύνη κατέφυγα στη δική Σου δυνατή βοήθεια και στη δική Σου σκέπη ολόψυχα έτρεξα, και γονατίζω, Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με περιφρονήσεις τον άθλιο, Συ που είσαι το καταφύγιο των χριστιανών).

 

Τρία πράγματα τονίζει ο βασιλιάς ποιητής στον  συγκεκριμένο ύμνο από τον κανόνα του για την Υπεραγία Θεοτόκο: Πρώτον, την αίσθηση που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεύτερον, την εικόνα που προβάλλει η Εκκλησία για τη Μεγάλη Μάνα. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο πιστός τη Μάνα αυτή.

Άθλιο βλέπει τον εαυτό του ο ποιητής. Μπορεί να κατέχει το ύψιστο αξίωμα μέσα στο βασίλειό του, όμως τα μάτια του είναι μεταποιημένα από τη χάρη του Θεού και βλέπουν το βάθος της πραγματικότητας, την πνευματική του κατάσταση που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση των παθών του. Πρόκειται όντως για χαρισματική διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει τη μετάνοια ενός πιστού ανθρώπου – μόνον ο πιστός μπορεί να έρχεται σαν τον άσωτο της παραβολής «εἰς ἑαυτόν» και να θέλει να ξεφύγει από την κατάντια της αμαρτίας για να επιστρέψει στον Θεό του: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Και συστοιχεί η διαπίστωση αυτή με ό,τι ο μέγας απόστολος Παύλος εξέφραζε: «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Ο βασιλιάς ποιητής λοιπόν εκκινεί από την ορθή εκκλησιαστικά βάση που δεν είναι άλλη από τη ρεαλιστική θεώρηση του εαυτού του, την αποδοχή της αθλιότητάς του.

Τα μάτια της πίστεως όμως θεώνται ορθά και την Παναγία. Δεν είναι μία απλή γυναίκα, έστω καλή και ταπεινή και υπάκουη. Είναι «ἡ κραταιά ἀντίληψις», είναι «ἡ σκέπη» του κόσμου, είναι «ἡ Δέσποινα», είναι όλων των χριστιανών «τό καταφύγιον». Κι αυτό όχι γιατί το κατάφερε μόνη της – οι άνθρωποι μόνοι μας το μόνο που καταφέρνουμε είναι το «τίποτε». Ο Υιός και Θεός της την ανέβασε στο υψηλότατο αυτό σημείο, κυριολεκτικά την πνευματική κορυφή του κόσμου, διότι ασφαλώς συνέτρεξαν σ’ αυτήν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη μίας τόσο μεγάλης χάρης. Και οι προϋποθέσεις αυτές, ως γνωστόν, ήταν η απλότητα της καρδιάς της, η βαθιά πίστη της στον Θεό, η μεγάλη της ταπείνωση, η καθαρότητα του όλου βίου της, καταστάσεις που ουδέποτε βρέθηκαν κι ούτε θα βρεθούν ποτέ σε άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό όπως σ’ Εκείνην.

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Παραπονιόμαστε συχνά ότι ο Θεός μάς ξεχνάει, ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές μας, ότι δεν μας δίνει τα χαρίσματα που του ζητούμε. Και δεν καταλαβαίνουμε, λόγω της αλαζονείας και του εγωισμού μας, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι δεν θα αντέχαμε τη χάρη της προσφοράς Του – ο Θεός επιθυμεί διακαώς να μας δώσει τα πάντα, αρκεί εμείς να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής τους. Διαφορετικά η όποια προσφορά της χάρης Του θα λειτουργήσει αρνητικά, θα λειτουργήσει ίσως ως «κόλαση» για τη ζωή μας, όπως ένα μεγάλο βάρος πάνω σε εύθραυστο γυαλί. Η Παναγία μας λοιπόν έγινε η βοήθειά μας, η σκέπη μας, η Δέσποινά μας, η καταφυγή μας, γιατί Εκείνη πρώτη βρήκε τον Κύριο αντιλήπτορα και βοηθό στη ζωή της, σκέπη και καταφυγή της, Εκείνος έγινε το σπίτι της κι η ρίζα της και η τροφή της.

Πώς προσεγγίζει λοιπόν ένας τέτοιος αληθινός πιστός την Παναγία; Με πίστη κι εμπιστοσύνη, «πεποιθώς», σημειώνει ο ποιητής∙ με ολοκάρδια στροφή και σπουδή προς Εκείνην, «ὁλοψύχως ἔδραμον» κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ»∙ με μεγάλη ταπείνωση και δάκρυα και στεναγμούς μετανοίας, «γόνυ κλίνω και θρηνώ και στενάζω». Πίστη, θερμή αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα – ό,τι ελκύει την αγάπη του Δημιουργού και των δικών Του αγαπημένων προσώπων με πρώτη την Παναγία. Κι όλα αυτά «νῦν», τώρα. Όχι αργότερα, όχι αύριο ή μεθαύριο. Γιατί την εν ταπεινώσει πίστη και αγάπη τη βιώνει κανείς πάντοτε στο παρόν, το παρόν φανερώνει την ποιότητα του εσωτερικού κόσμου μας.

Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ανταπόκριση της δικής Της προσέγγισης προς εμάς. Εκείνη δείχνει ότι μας εμπιστεύεται πάντοτε, έστω κι αν διαπιστώνει με θλίψη τις αστοχίες και τα ανομήματά μας∙ εκφράζει την αδιάκοπη θερμή αγάπη της, έστω κι αν συχνά παγώνει η δική μας καρδιά απέναντί της∙ δεν διστάζει να μας αποκαλεί παιδιά της και να μας παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της, έστω κι αν εμείς «παιδιαρίζουμε» αδιαφορώντας για τα ουσιώδη του βίου. Ας θυμηθούμε την αγιορείτικη  ιστορία με τη στάση της Μάνας Παναγίας απέναντι στα «γουρουνάκια» της, κατά τον δικό της χαρακτηρισμό. Τους καλογέρους δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλίνει από την καλογερική και ζούσαν έκδοτοι στα πάθη τους, κυρίως δε το πιοτό. Κι όταν το μοναστήρι που βρίσκονταν τους έδιωξε γιατί δεν έδειχναν σημάδια μετανοίας, Εκείνη επενέβη για να τους σώσει και να τους επαναφέρει. Γιατί είναι η Μάνα που προσβλέπει στο καλύτερο για τα παιδιά της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική στον ορίζοντα.