14 Αυγούστου 2022

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 


Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

13 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

«Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α´ Κορ. 3, 16)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τίς διασπαστικές ἐνέργειες ὁρισμένων ὑπενθυμίζει στούς πιστούς τῆς Κορίνθου ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί συνιστοῦν μία ἑνότητα λόγω τοῦ θεμελίου πάνω στό ὁποῖο εἶναι οἰκοδομημένοι, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ βάση καί πάνω σ᾽ αὐτήν τήν βάση ὑψώνεται τό οἰκοδόμημα, δηλαδή οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί, μέ κτίστες τούς συνεργάτες τοῦ Κυρίου τούς ἁγίους Του ἀποστόλους. Τήν ποιότητα τοῦ ἔργου τοῦ καθενός κτίστη θά τήν ἀποκαλύψει ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, γιατί τό ἔργο αὐτό θά δοκιμαστεῖ μέσα ἀπό τήν φωτιά της. Κάθε διάσπαση λοιπόν αὐτῆς τῆς ἑνότητας στρέφεται κατά τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν ὡς ναοῦ τελικῶς τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ συνεπῶς ἱεροσυλία καί γι᾽ αὐτό θά ἀντιμετωπίσει τήν ἀντίθεση τοῦ ἴδιου τοῦ Παντοδύναμου. ῾Ο ἐπιτατικός ἐρωτηματικός τρόπος μάλιστα μέ τόν ὁποῖο θέτει ὁ ἀπόστολος τό θέμα τῆς ζωντανῆς σχέσης τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους: «δέν ξέρετε πώς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ κι ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ ἀνάμεσά σας;», προβάλλει ἀκόμη περισσότερο τήν ἔννοια τῆς ἑνότητας.

 1. Πράγματι. ῾Η ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί ἀνθρώπων μεταξύ τους προβάλλεται ποικιλοτρόπως ἀπό τόν ἅγιο Παῦλο μέ τήν χρήση ἰδίως τῆς εἰκόνας τοῦ ναοῦ. Οἱ πιστοί συνιστοῦμε τόν ναό τοῦ Θεοῦ, τό κατοικητήριό Του, συνεπῶς τό Πνεῦμα Του κατοικεῖ μέσα μας κι ἀνάμεσά μας. Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά μία σχέση πού ἀνάγει τήν ἀρχή της ἤδη στήν Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργημένου, χάθηκε μέ τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου πού διέσπασε τήν θεοκοινωνία αὐτήν, ἀλλά τέθηκε σέ ἐνέργεια καί πάλι στό ἀπόλυτο δυνατό ἀπό τήν στιγμή τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Κύριος ἐρχόμενος στόν κόσμο προσέλαβε στόν ῾Εαυτό Του τόν ἄνθρωπο, πραγματοποιώντας αὐτό πού ἐξήγγελλε ἤδη ἡ Παλαιά Διαθήκη διά τῶν προφητῶν: «᾽Εγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί ῾Υψίστου πάντες». «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Καί ὁ ῎Ιδιος ἀκριβῶς ἀποκαλύπτοντας ὅτι ἡ σχέση Του μέ τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μία ἐξωτερική καί τυπική σχέση λέει: «᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν». ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν δέν προβάλλει ἴδια σχήματα τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά ὅ,τι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαρχῆς καί μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει.

2. ῾Η ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί στόν Χριστό συνιστοῦμε τόν ναό τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς βρισκόμαστε σέ μία ἄμεση καί προσωπική σχέση μέ τό Πνεῦμα Του καί μεταξύ μας, κατανοεῖται πρωτίστως μέ τήν γενική ἐκκλησιαστική ἔννοια. ῾Η ᾽Εκκλησία δηλαδή ὡς σῶμα Χριστοῦ βρίσκεται ἀδιάκοπα ἑνωμένη μέ ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ἡ  κεφαλή αὐτῆς, στήν ὁποία διοχετεύει τήν ζωή καί τήν χάρη Του. ῾Ο Θεός ἐν Χριστῷ βρίσκεται ἀνάμεσα στούς πιστούς, οἱ πιστοί γίνονται ὡς ὅλον τό κατοικητήριο καί ὁ ναός Του. «Οὗ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Κανείς ἀπό μόνος του μέ ἕναν τρόπο ἀτομικό καί ἀπομονωμένο δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση ζωντανή καί ἀληθινή μέ τόν Θεό ἔξω ἀπό αὐτό τό σῶμα - ἡ σωτηρία μετά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου πραγματοποιεῖται «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Κάθε «ἁγιότητα» ἐκτός ᾽Εκκλησίας λοιπόν τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ καί θεωρεῖται ὡς ἄλλου τύπου ἐγωϊσμός, πιό ἐπικίνδυνος ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀκριβῶς λόγω τοῦ «φωτεινοῦ» ἐνδύματός του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πάντοτε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας τόνιζαν καί τονίζουν ὡς κέντρο τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς ζωῆς τήν ᾽Ενορία: ἐκεῖ πού συνάζεται ὁ πιστός λαός γιά νά φάει καί νά πιεῖ τό σῶμα καί τό αἶμα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

3. ῾Η ἀλήθεια αὐτή ὅμως κατανοεῖται καί μέ τήν εἰδική ἐκκλησιαστική ἔννοια, ὅτι δηλαδή ὁ κάθε πιστός ὡς πρόσωπο συνιστᾶ κι αὐτός ναό τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀκριβῶς ἀποτελεῖ μέλος τοῦ σώματος. «Μέλη Χριστοῦ ἐσμεν καί ἀλλήλων μέλη». Συνεπῶς οἱ πιστοί καί ὡς ὅλον καί ὡς μέρος βιώνουν τήν χαρισματική αὐτήν πραγματικότητα νά εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ, κάτι ἀσφαλῶς πού δέν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, ἀλλά τήν πιό λογική συνέπεια: τό μέρος, τό μέλος ζεῖ ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου ὅ,τι ζεῖ καί τό σῶμα ὡς ὅλον. Πού σημαίνει: ἀκόμη καί στήν μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση καί ἀπομόνωση τοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας ὑφίσταται τό ἐκκλησιαστικό στοιχεῖο, τό μαζί μέ τούς ἄλλους. Ποτέ γιά παράδειγμα τό «Πάτερ ἡμῶν» δέν πρόκειται νά εἰπωθεῖ «Πάτερ μου». ῾Ο χριστιανός ἔτσι ἄν εἶναι ὀρθόδοξος φέρει μέσα του λόγω τῆς σχέσης του μέ τόν Χριστό καί ὅλους τούς ὑπόλοιπους πιστούς, εἴτε ἐνεργείᾳ εἴτε δυνάμει. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος εἶναι (καί διαρκῶς γίνεται) ὁ κατεξοχήν παγκόσμιος ἄνθρωπος.

4. Τό γεγονός ὅτι ὁ κάθε πιστός εἶναι κι αὐτός ναός τοῦ Θεοῦ ὡς προέκταση τῆς ᾽Εκκλησίας τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πέραν τοῦ συγκεκριμένου ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. Εἶναι ἀπό τά πιό σημαντικά χωρία αὐτό πού κηρύσσει ὁ ἀπόστολος πάλι μέ τόν ἴδιο ἐπιτατικό ἐρωτηματικό τρόπο: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν; Δοξάσατε οὖν τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».  Ἡ ἴδια ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀνήκει σ᾽ ᾽Εκεῖνον τόν ῾Οποῖο ἐνδύθηκε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί ἀπό τόν ῾Οποῖο τρέφεται γιά νά ζήσει.  «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε». Καί «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

 Ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ πιστοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἐπί σωματικοῦ ἐπιπέδου, τόν κάνει νά βιώνει τήν ἱερότητα μέσα στήν ὁποία βρίσκεται καί τόν στρέφει στόν ἐσωτερικό του κόσμο, ἐκεῖ ὅπου «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐστι». ᾽Ιδιαιτέρως ἡ καρδιά του ἀντιμετωπίζεται σάν τήν ἁγία Τράπεζα ἑνός Ναοῦ: ἐκεῖ ἵσταται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἀναπέμπει τίς ἱκετευτικές καί δοξολογικές κραυγές του πρός τόν Κύριο τῆς δόξης, κράζοντας «ἀββᾶ ὁ Πατήρ». Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ βασιλεία τήν ὁποία ἔφερε ἀρνεῖται τήν διαρκή διάχυση τοῦ νοῦ του στά ἐξωτερικά πράγματα διά τῶν αἰσθήσεων καί μαζεύεται στό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξής του: τήν καρδιά, λειτουργώντας ὡς ἱερέας τοῦ Χριστοῦ. Τότε βλέπει τήν ζωντάνια τῆς πίστης καί τήν αἰσθητή παρουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχικά περιλάμπει τά διάφορα ἐπίπεδα τῆς ψυχῆς κι ἔπειτα καί τοῦ σώματος. Οἱ ἅγιοί μας, κατεξοχήν οἱ νηπτικοί Πατέρες μας παλαιότεροι καί νεώτεροι  ἔχουν ἀφήσει ὑπέροχα κείμενα τῆς πραγματικότητας αὐτῆς, ἡ ὁποία προσανατολίζει κι ἐμᾶς τούς ἀπείρους καί ἀρχαρίους σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ τό βάθος τῆς πίστης καί τήν αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ μας.

 «῾Ο Θεός πέθανε» κραύγαζε μέ τραγικό τρόπο ὁ προφήτης τῆς ἀθεΐας τῆς νεώτερης ἐποχῆς Νίτσε.  Κι εἶχε δίκιο. Γιατί ὅπως ἐξηγοῦσε: «Πέθανε γιατί ἐμεῖς τόν σκοτώσαμε». ῎Αν ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ὁ βαπτισμένος χριστιανός, δέν θελήσει νά σταθεῖ σοβαρά ἀπέναντι στόν Κύριο καί Θεό του, μέ μαθηματική ἀκρίβεια σιγά σιγά θά στραφεῖ ὁλοκληρωτικά πρός τόν αἰσθητό μόνο κόσμο ἀγόμενος καί φερόμενος ἀπό τά πάθη του καί τόν πονηρό διάβολο, διαγράφοντας καί ῾φονεύοντας᾽ τόν Θεό του μέ ἀποτέλεσμα καί τόν ῾φόνο᾽ τῶν συνανθρώπων του! ᾽Αλλά ὁ Θεός βεβαίως μπορεῖ νά φονεύεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν πεθαίνει! Καί τήν ζωντάνια τῆς παρουσίας Του μπορεῖ νά τήν δεῖ καί νά τήν βιώσει καθένας πού θά θελήσει νά ζήσει ὀρθά τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τότε θά ἀνοιχτοῦν τά μάτια του καί θά δεῖ τόν ζωντανό Χριστό μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους μέσα στά ὅρια τῆς δικῆς του ὕπαρξης, γιατί θά τοῦ δοθεῖ ἡ χάρη νά λειτουργεῖ ὡς ἱερέας στήν δική του ἁγία Τράπεζα, τήν καρδιά του, συμψάλλοντας μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους. Στό χέρι μας εἶναι νά μήν εἴμαστε ὀρφανοί. Στό χέρι μας εἶναι νά ἔχουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 14, 22-34)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ ̓ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς ὑποχρέωσε τούς μαθητές του νά μποῦν στό καΐκι καί νά πᾶνε νά τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτός διαλύσει τά πλήθη. Ἀφοῦ τούς διέλυσε, ἀνέβηκε μόνος του στό βουνό νά προσευχηθεῖ. Ὅταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Στό μεταξύ τό καΐκι βρισκόταν κιόλας στή μέση τῆς λίμνης καί τό παίδευαν τά κύματα, γιατί ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Κατά τά ξημερώματα, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς κοντά τους περπατώντας πάνω στή λίμνη. Οἱ μαθητές, ὅταν τόν εἶδαν νά περπατάει πάνω στή λίμνη, τρόμαξαν· ἔλεγαν πώς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν τίς φωνές ἀπό τό φόβο τους. Ἀμέσως ὅμως ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε καί τούς εἶπε: «Θάρρος! Ἐγώ εἶμαι· μή φοβάστε». Ὁ Πέτρος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, ἄν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολή νά ἔρθω κοντά σου περπατώντας στά νερά». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἔλα». Κατέβηκε τότε ἀπό τό πλοῖο ὁ Πέτρος κι ἄρχισε νά περπατάει πάνω στά νερά γιά νά πάει στόν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τόν ἰσχυρό ἄνεμο φοβήθηκε, κι ἄρχισε νά καταποντίζεται· ἔβαλε τότε τίς φωνές: «Κύριε, σῶσε με!» Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό χέρι, τόν ἐπίασε καί τοῦ λέει: «Ὀλιγόπιστε, γιατί σέ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία;» Καί μόλις ἀνέβηκαν στό καΐκι κόπασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι ἦταν στό καΐκι ἦρθαν καί τόν προσκύνησαν λέγοντας: «Ἀληθινά, εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!» Ἀφοῦ διασχίσανε τή λίμνη, ἦρθαν στήν περιοχή τῆς Γεννησαρέτ.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄ Κορ. 3, 9-17)

Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴτις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐμεῖς εἴμαστε συνεργάτες στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ κι ἐσεῖς τό χωράφι τοῦ Θεοῦ, τό οἰκοδόμημα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τό εἰδικό χάρισμα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡς ἔμπειρος ἀρχιμάστορας, ἔβαλα ἐγώ τό θεμέλιο. Ἄλλος τώρα χτίζει πάνω σ’ αὐτό. Ὁ καθένας ὅμως ἅς προσέχει πῶς χτίζει. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά βάλει ἄλλο θεμέλιο ἐκτός ἀπό αὐτό πού ὑπάρχει καί πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τώρα, ἄν κάποιοι χτίζουν πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο μέ χρυσάφι ἤ ἀσήμι ἤ πολύτιμα πετράδια, μέ ξυλεία, χορτάρι ἤ ἄχυρο, ἡ δουλειά τοῦ καθενός θά φανεῖ· θά τή φέρει στό φῶς ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατί ἡ ἡμέρα αὐτή θά φανερωθεῖ μέ τρόπο πύρινο, καί ἡ ποιότητα τοῦ ἔργου καθενός θά δοκιμαστεῖ ἀπό τή φωτιά. Ἄν τό ἔργο πού ἔχτισε κάποιος ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό· ἄν ὅμως τό ἔργο του καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του· ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες. Δέν ξέρετε πῶς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ κι ὅτι τό Πνεῦμα του κατοικεῖ ἀνάμεσά σας; Ἄν κάποιος, λοιπόν, μέ τίς διαιρέσεις καταστρέφει τό ναό τοῦ Θεοῦ, αὐτόν θά τόν ἀφανίσει ὁ Θεός. Γιατί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, κι ὁ ναός αὐτός εἶστε ἐσεῖς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Ερμηνεία της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου


    Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Χριστός μας με το ηγεμονικό Του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

   «Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αυτή είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους... Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Οι τέσσερεις (εικονίζονται οι τρεις) Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται.

   Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά χαρτί (πάπυρο) με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο χαρτί που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»

   Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού).

   Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για εκείνο τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).


09 Αυγούστου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΤΘΙΑΣ

 


«Ο άγιος Ματθίας ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Χριστού, ο οποίος και συγκαταριθμήθηκε με τους ένδεκα αποστόλους, αντί του Ιούδα του Ισκαριώτη. Κήρυξε το ευαγγέλιο στην έξω Αιθιοπία κι αφού υπέστη πολλά μαρτύρια από αυτούς, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

 

Ο απόστολος Ματθίας όχι άμεσα, αλλά έμμεσα – μέσω κλήρου – κλήθηκε από τον Κύριο να αναπληρώσει τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα του Ισκαριώτη. Συνεπώς κατ᾽ουσίαν ανήκει στη χορεία των δώδεκα κι έδρασε, όπως κι εκείνοι, στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, δίνοντας και τη ζωή του στην υπακοή της πίστεως. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κοσμούν τη μνήμη του με λαμπρές εικόνες και εκφράσεις, όπως κάνουν και για τους υπόλοιπους αποστόλους, τονίζοντας και την ένθεη, πνευματική ζωή του, και τους κόπους του για τη διάδοση, όπως είπαμε, του ευαγγελίου. "Μέγας ήλιος ώφθης, φωτί τω μεγάλω αξιάγαστε, μεθ᾽ ημών γενομένω, ομιλήσας αμέσως Απόστολε". Απόστολε, φάνηκες ως μέγας ήλιος, αφού συναναστράφηκες με τον μεγάλο ήλιο, που ήρθε κι έζησε μαζί μας, αξιοθαύμαστε.

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο στον απόστολο Ματθία είναι το γεγονός ότι με θείο φωτισμό και απόφαση της Εκκλησίας παίρνει τη θέση του προδότη μαθητή. Στην πτώση του ενός ανίσταται ο άλλος. Το κενό δεν μένει κενό, αλλά γεμίζει με κάτι άλλο καλύτερο. Με άλλα λόγια, μία αποτυχία, πέραν της θλίψεως που μπορεί να φέρνει, γίνεται ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Κι είναι τούτο μία πραγματικότητα, που πρέπει να την επισημαίνουμε, γιατί δίνει ελπίδα και παρηγοριά, εκεί που πάει να δημιουργηθεί απόγνωση και απελπισία. Στην ιστορία, και όχι μόνο της Εκκλησίας, πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις  που επιβεβαιώνουν την παραπάνω επισήμανση. Πόσες φορές για παράδειγμα, η ύπαρξη μίας αίρεσης δεν δημιούργησε την ανάγκη να διατυπωθεί με σαφήνεια η πίστη και το βίωμα της Εκκλησίας; Πόσες φορές η κατοχή μίας καίριας θέσης από έναν κακό θεωρούμενο ηγεμόνα δεν έφερε τον προβληματισμό για την επιλογή στη θέση του ενός καλού ηγεμόνα;

Αν όμως τούτο μπορεί να διαπιστωθεί γενικώς, ιδίως μπορούμε να το δούμε στην πνευματική ζωή του πιστού. Κι είναι αυτό που αποτελεί και το βίωμα της μετανοίας. Γιατί τι άλλο είναι η μετάνοια παρά το νέο ξεκίνημα, πάνω στα ερείπια μίας αμαρτωλής ζωής; Ο άσωτος της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου – το κλασικότερο παράδειγμα μετάνοιας – τι κάνει; Δεν απελπίζεται πάνω στα συντρίμμια της αποτυχημένης του ζωής, αλλά ανίσταται: "αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου". Έτσι στην όποια αποτυχία και αμαρτία μας, στην όποια προδοσία δηλαδή της πίστεώς μας, η λύση είναι γνωστή: αποδοχή της πτώσεως, αλλά με ταυτόχρονο ανασήκωμα και πάλι για νέους αγώνες. Στη θέση του Ιούδα εαυτού, να βάζουμε τον μαθητή Ματθία. "Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση". Ο απόστολος Ματθίας, το νέο φύτευμα στη θέση του παλιού και σαπισμένου, μας δίνει και αυτή την όραση από τη ζωή του.

08 Αυγούστου 2022

ΡΕΟΥΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ…

 

῾Ῥοήν μου τῶν δακρύων, μὴ ἀποποιήσῃς, ἡ τὸν παντὸς ἐκ προσώπου πᾶν δάκρυον, ἀφῃρηκότα Παρθένε, Χριστὸν κυήσασα’.

(Μήν ἀρνηθεῖς, Παρθένε, τήν ροή τῶν δακρύων μου, Σύ πού γέννησες τόν Χριστό, ὁ ῾Οποῖος ἀφαίρεσε κάθε δάκρυ ἀπό κάθε πρόσωπο).

 

Ὁ ὑμνογράφος φαίνεται νά κινεῖται λίγο ἀντιφατικά στόν συγκεκριμένο ὕμνο. ᾽Αναγνωρίζει ἀπό τήν μία ὅτι ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο μέσω τῆς Παναγίας Μητέρας Του ἀφαίρεσε κάθε δάκρυ ἀπό κάθε ἄνθρωπο, διότι κατήργησε τό αἴτιο τῆς θλίψης καί τοῦ πόνου καί τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, τήν ἁμαρτία. ῾Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος᾽. ῞Ο,τι ὁ ἴδιος ὡς Δημιουργός ἀπαρχῆς ἔδωσε στόν ἄνθρωπο: νά χαίρεται τήν κοινωνία του μέ Αὐτόν μέ δυναμική αὐξητικῆς τάσης τῆς χαρᾶς αὐτῆς μέχρι ἀπειρίας καί ὁ ἄνθρωπος τό ἔχασε λόγω τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία, τοῦ τό ἔδωσε καί πάλι ὡς δυνατότητα ἀφότου ἦλθε στόν κόσμο, ἀρκεῖ βεβαίως ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχτεῖ τόν ἐρχομό Του ὡς ἀνθρώπου καί νά πιστέψει στήν προσφορά τῆς ἀγάπης Του. ῾Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε᾽ εἶναι ἡ προτροπή τῶν ἁγίων ἀποστόλων σέ ὅλους τούς πιστούς. ᾽Από τήν ἄλλη ὅμως ὁ ἴδιος ὑμνογράφος κινεῖται πρός τήν Παναγία καί δι᾽ αὐτῆς πρός τόν Κύριο ὄχι ἁπλῶς μέ δάκρυα, ἀλλά μέ ροή δακρύων, πού σημαίνει ὅτι τό πλῆθος αὐτῶν πλημμυρίζουν τήν ὕπαρξή του. ῾Η ἀντίφαση λοιπόν φαίνεται ὅτι εἶναι προφανής: δέξου τά δάκρυά μου, λέει ὁ ὑμνογράφος,  πού  ὅμως Κύριος ὁ Υἱός σου τά κατήργησε.

Ἡ ἀπάντηση βεβαίως εἶναι γνωστή: μπορεῖ ὁ Κύριος πράγματι νά ἐξάλειψε τά δάκρυα, γιατί κτύπησε στήν ρίζα τήν αἰτία τους, ὅμως ἡ καθημερινή διαπίστωση εἶναι ὅτι συνεχίζουμε οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ πιστοί, νά ἁμαρτάνουμε, λόγω τῆς λησμονιᾶς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας χαλάρωσης, ὅπως καί ὅτι ἐξακολουθοῦμε καί ζοῦμε μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου σ᾽ ἕναν κόσμο πού ῾κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ᾽, συνεπῶς ἡ θλίψη καί ὁ πόνος ἐξακολουθοῦν νά τόν σφραγίζουν. Τά δάκρυα λοιπόν καί ἐξαλείφθηκαν ἀλλά καί ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν, κατεξοχήν μάλιστα ἐκεῖνα πού ἐκφράζουν τόν ἄνθρωπο τῆς πίστης, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του καί προστρέχει στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, δηλαδή ὅταν μετανοεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τό κύριο γνώρισμα πιά τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ μετάνοια, ἐνῶ τά δάκρυα ἀποτελοῦν ἰσχυρό ἀποδεικτικό τῆς ὑπάρξεώς της.

Χρειάζεται ὅμως καί σ᾽ αὐτό τό σημεῖο προσοχή. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐκ φύσεως καί χαρακτῆρος ἔχουν τά δάκρυα ῾πρόχειρη᾽ ἔκφρασή τους. Αὐτά τά δάκρυα δέν ἀξιολογοῦνται θετικά ὡς φανέρωση τῆς γνήσιας μετανοίας τους. Τά δάκρυα στά ὁποῖα ἐπιβλέπει ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνα πού πηγάζουν ἀπό τήν καρδιά καί δηλώνουν τό πένθος καί τήν συντριβή τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτά εἶναι τά ἀληθινά δάκρυα μετανοίας, τά ὁποῖα συνυπάρχουν πάντοτε καί μέ τήν γενναία ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου γιά ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, ζωῆς δηλαδή προσαρμοσμένης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σέ μία τέτοια περίπτωση τά δάκρυα τοῦ πένθους σιγά σιγά πράγματι ἐξαλείφονται καί μεταποιοῦνται σέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς ἀπό τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο στό βάθος τῆς καρδιᾶς του νά ἀκούει ῾τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου᾽.  

07 Αυγούστου 2022

ΦΡΟΥΡΙΟ ΑΠΟΡΘΗΤΟ!

 

«Πρεσβεία θερμή καί τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή,  τοῦ κόσμου καταφύγιον…» (κάθισμα θεοτοκίον).

 

Η μάχη μαίνεται αδιάκοπη, δεν υπάρχει καμία προοπτική να τελειώσει. Οι εχθροί πολλοί και πάνοπλοι κι όχι μόνο εκεί έξω, αλλά και δίπλα και κοντά μου – πολλοί οι προδότες έτοιμοι να με κατασπαράξουν. Και το χαρακτηριστικό των εχθρών; Όχι μόνο η πανοπλία τους, αλλά και η μεγάλη πονηρία τους. Έμπειροι στον πόλεμο και στις μάχες, μπορούν να μεταμφιέζονται ακόμη και σε φιλικά μου πρόσωπα, προκειμένου να βρεθώ εντελώς εκτεθειμένος απέναντί τους. Χαρά τους μόνιμη η εξολόθρευσή μου.

Παλεύω να γλιτώσω. Ξέρω ότι υπάρχει πολύ κοντά ένα φρούριο απόρθητο. Αν φτάσω μέχρι εκεί τα προβλήματά μου θα λυθούν – οι εχθροί τρέμουν να το πλησιάσουν. Και μόνο η αναφορά στο όνομα του Αρχηγού του φρουρίου τούς κάνει να τρέπονται σε άτακτη φυγή. Το όραμα αυτό μου δίνει δύναμη και κουράγιο – ήδη βλέπω το φως που εκπέμπει για να λειτουργεί ως φάρος σε κάθε αδύναμο και ανίσχυρο και κτυπημένο και κατατρεγμένο.

Αγκομαχώντας έφτασα, είμαι ολόκληρος ένα τραύμα. Η μεγάλη θύρα μού ανοίγεται και χέρια με αρπάζουν για να με περιποιηθούν. Πρόσωπα γεμάτα στοργή και αγάπη σκύβουν επάνω μου σαν να είμαι ο μοναδικός που εμένα περίμεναν για να πουν ότι επιτελούν το έργο για το οποίο έχουν ταχτεί. Και το πιο σημαντικό που ξεπερνά κάθε είδος φαντασίας μου; Έρχεται αυτοπροσώπως για να με δει και να με περιποιηθεί ο Αρχηγός, ο Πρώτος, Αυτός που και το όνομά Του εξαφανίζει κάθε αντίπαλο και εχθρό. Και, ω του θαύματος! Ο Πρώτος και ο Αρχηγός είναι η Μάνα μου – δεν μπορώ αλλιώς να χαρακτηρίσω το πλήρες αγάπης και στοργής και ευμένειας απέναντί μου πρόσωπό Της. Κι η Μάνα μου αυτή είναι η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και Θεού μου.

Αναλύομαι σε δάκρυα. Δάκρυα πρώτα ευγνωμοσύνης που γρήγορα μεταποιούνται σε δάκρυα ντροπής – μπροστά Της νιώθω πόσο αμαρτωλός και ανάξιος της παρουσίας Της είμαι. Κι όσο Εκείνη με προσέχει και με περιποιείται, τόσο και περισσότερο η αναξιότητά μου μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου. Τι περίεργο όμως! Ενώ κλαίω και ντρέπομαι, ταυτόχρονα νιώθω τέτοια γλυκιά παρηγοριά στην καρδιά μου που αρχίζω και απορώ αν είμαι στα καλά μου. Η φωνή Της στ’ αυτιά μου ακούγεται ως η πιο θεσπέσια μουσική: «Παιδάκι μου, γιατί απομακρύνθηκες από κοντά μου; Εδώ είναι το σπίτι σου, εδώ είναι η θέση σου. Μη φοβάσαι όμως. Εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ!»

Η καρδιά μου πάει να σπάσει τώρα από χαρά. Η Παναγία δίπλα μου να με φροντίζει και να ασχολείται εξ ολοκλήρου μαζί μου σαν να είμαι το πιο αγαπημένο της παιδί. Μα, υπάρχει κάτι που από την αρχή δεν μπορώ να προσδιορίσω. Όχι, δεν με τρομάζει. Το αντίθετο∙ μου αυξάνει την αγάπη και τη χαρά. Με κάνει να νιώθω ασφαλής σε βαθμό απόλυτο. Σιγά σιγά ξεκαθαρίζει το τοπίο και θέλω να προσπέσω στο έδαφος και να γίνω ένα με το χώμα, καταφιλώντας τα πόδια της Μάνας. Γιατί; Διότι στο πρόσωπό Της και στην παρουσία Της βλέπω τον ίδιο τον Κύριο και Θεό μου. Τον Ιησού Χριστό. Ναι, δεν είναι μόνη η Παναγία, η Αρχηγός. Εκείνος, ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Χριστός Την έχει μέσα στην αγκαλιά Του και Εκείνη διάφανη τον Υιό Της αποκαλύπτει.

Η αγάπη Της και το έλεός Της είναι η αγάπη και το έλεος του ίδιου του Θεού μας. Νιώθω να θεραπεύονται άμεσα οι πληγές μου. Κοιτάζω και δεν βλέπω πια πληγές. Τι βλέπω; Θεραπευμένη την ύπαρξή μου. Ψηλαφώ τον εαυτό μου και αγγίζω… Χριστό και Παναγία. Τα μάτια μου ανοίγονται διάπλατα. Αρχίζω να υποψιάζομαι το μέγα μυστήριο της πίστεως. Εκείνος με έχει προσλάβει μέσα στον Εαυτό Του και με έχει ντυθεί. Δεν είμαι απλά… εγώ. Το εγώ μου φαίνεται διευρυμένο έως το… άπειρο. «Παιδάκι μου», ακούω τη φωνή πια του Κυρίου – από πού άραγε έρχεται τόσο κοντινή η φωνή; «Δεν είσαι μόνος σου. Είσαι μέσα σε Εμένα κι Εγώ μέσα σε σένα. Και η Παναγία Μητέρα μου που είναι και δική σου Μητέρα, κυρίως Αυτή με έχει ντυθεί. Κοίτα προσεκτικά! Στα δικά Της μάτια τα δικά Μου δεν αντιφεγγίζουν; Εγώ ενεργώ μέσα από Αυτήν που είναι ό,τι αγαπητότερο έχω στον κόσμο. Και ξέρεις γιατί; Γιατί Με θέλει στη ζωή Της και δεν φεύγει ποτέ από κοντά Μου. Κι αυτό θέλω, παιδί μου ταλαιπωρημένο, και από σένα. Αν δεν θελήσεις και πάλι να απομακρυνθείς από κοντά μου, κι εσύ θα γίνεις αγαπητός μου σαν τη Μάνα Μου. Μάλλον, για να το καταλάβεις καλύτερα, θα ανοίξουν τα μάτια σου και θα ενεργοποιηθούν οι αισθήσεις σου για να κατανοήσεις την αγάπη που τρέφω στο πρόσωπό σου. Και σε βεβαιώνω: αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά μου∙ να με θέλεις στη ζωή σου ώστε να σου προσφέρω τη χάρη Μου όλο και περισσότερο. Και μαζί με σένα και όλους τους ανθρώπους».

«Κύριε», μπόρεσα να ψελλίσω. «Κατανοώ την αγάπη Σου και τη δύναμή Σου. Δεν έχω εμπιστοσύνη όμως στον εαυτό μου. Τα πάθη μου με ξελογιάζουν και με αποσπούν βίαια τις περισσότερες φορές από κοντά Σου. Κύριε, Σε παρακαλώ, κράτα με να μη σου φύγω. Είναι ακατανόητο αυτό που μου συμβαίνει: να είμαι στον Παράδεισο και να προσκλίνω στην Κόλαση, εκεί που ο εχθρός διαρκώς με πειράζει και μου προκαλεί φόβους και όλων των ειδών τις δυσκολίες και τις ταλαιπωρίες. Κύριε, σώσε με!»

Τα δάκρυά μου με έκαναν να μην καλοβλέπω. Σιγά σιγά όμως ανοίχτηκαν. Κι είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά της Παναγίας. Κι είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά του Χριστού μου. Όμως όλα τώρα ήταν ξεκάθαρα. Ο φόβος όμως μην απομακρυνθώ από την αγάπη Τους και ξεγλιστρήσω από το απόρθητο τείχος συνέχισε να με ταλαιπωρεί. Γιατί βλέπεις θέλουν να Τους θέλω κι εγώ. Η ελευθερία μου είναι το κλειδί του Παραδείσου μου ή της Κόλασής μου. Με το ζόρι πώς να με κρατήσει η Αγάπη;