15 Αυγούστου 2022

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 


Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

14 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 


«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

 

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2022 ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

 


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ & ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Τέκνα μου ἀγαπητά,

«Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοί, κατῃσχυμμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ’ αἰτεῖται τὴν χάριν, καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα, πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».

Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Αὐγούστου οἱ χριστιανοὶ προσήλθαν στὶς ἐκκλησιὲς ἀχθοφορώντας βάσανα καὶ ταλαιπωρίες. Πρόσωπα χαρακωμένα ἀπὸ τὸν πόνο στάθηκαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γονάτισαν, ἔκλαψαν καὶ προσευχήθηκαν. Ζήτησαν μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή τους νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς κατατρέχουν, νὰ νικηθεῖ ἡ ἀσθένεια, νὰ παρηγορηθεῖ ὁ πόνος, νὰ παύσει ἡ μοναξιά, νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀδικία. Τόσοι καὶ τόσοι πιστοὶ προσῆλθαν στὸ Ναὸ αἰτούμενοι ἀπὸ τὴν Παναγία ἕνα θαῦμα.

«Μὰ κάνει ἡ Παναγία θαύματα στοὺς καιρούς μας;» θὰ ἀναρωτηθοῦν πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, κι ἡ ψυχή μας θὰ γεμίσει ἀμφιβολία, κι ὁ νοῦς μας θὰ τρέξει σὲ καταστάσεις πονηρὲς καὶ κίβδηλες, κι ἡ ὕπαρξή μας, ποὺ λαχταρὰ τοῦ Θεοῦ τὸ θαῦμα, θὰ μείνει στερημένη καὶ ἀπογοητευμένη στοὺς φόβους της καὶ στὰ ἀδιέξοδά της.

Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε λοιπὸν στὸ ἐρώτημα ἂν ἡ Θεοτόκος θαυματουργεῖ στὶς ἡμέρες μας θὰ πρέπει πρῶτα νὰ κατανοήσουμε τί εἶναι τὸ θαῦμα.

Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο ποὺ κάποια πράγματα μοιάζουν φυσικὰ καὶ ἀκλόνητα. Νόμοι καὶ κανόνες φυσικοὶ διέπουν τὴν πλάση. Πίσω ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ διακρίνει τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα «καλὰ λίαν». Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ μπορεῖ κανεῖς νὰ διακρίνει πὼς στὸν καλὸ αὐτὸν κόσμο ὑπάρχουν καὶ ἡ φθορά, καὶ ἡ ἀσθένεια, καὶ ὁ πόνος, καὶ ἡ ἀδικία, καὶ τὸ σκοτάδι, καὶ ἡ κακότητα. Μὲ μιὰ κουβέντα στὸν κόσμο αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ὁ θάνατος.

Ὅλα τοῦτα δὲν τὰ δημιούργησε ὁ Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο. Μιᾶς ἀπουσίας ποὺ «ἐπέβαλλε» στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλευθερία του. Ἡ διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως γιὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας δὲν μιλᾶ μόνο γιὰ τὴν ἔξωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει τὴν ἀξίωση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξωθηθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει νὰ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Τοῦτο σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀποσύρεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀφήνει στὸν ἄνθρωπο τὸ χῶρο ποὺ διεκδικεῖ συνεχίζοντας νὰ συγκρατεῖ τὸ σύμπαν. Γι’ αὐτὸ στὸν κόσμο αἰσθανόμαστε ἄλλοτε τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοτε τὴν παρουσία Του. Στὸ κενὸ αὐτὸ τῆς ἀπουσίας εἰσχωρεῖ τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, ἡ ἀδικία, ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια καὶ τελικὰ ὁ θάνατος. Κι ὅλα τοῦτα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὰ λέμε καὶ τὰ ὀνομάζουμε φυσικά, γιατὶ εἶναι βέβαιο πὼς στὸ βίο μας θὰ συναντηθοῦμε μὲ αὐτά. Ὅμως στὴν πραγματικότητα τοῦτες οἱ καταστάσεις ἀποτελοῦν διασάλευση τῆς φυσικῆς τάξεως, εἶναι ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ὀδυνηρὲς ἐπιπτώσεις τῆς δῆθεν αὐτοθέωσης τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο δράμα δίδεται μέ ἕνα θαῦμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοτόκος Μαρία δέχεται στὰ σπλάχνα της τὸ Θεό Λόγο. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος λαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἑνώσει τὰ διεστῶτα, γιὰ νὰ καταπατήσει τὸ κακό, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ θάνατο.

Τοῦτο εἶναι τὸ μέγα Θαῦμα κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀπορρέει κάθε θαυμαστὴ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος σχετιστεῖ μὲ τὸ Θεό, βιώνει μιὰ νέα φυσικὴ τάξη. Ζεῖ στὴ γὴ μὲ τὴν προοπτικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἀδικεῖται ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλὰ δικαιώνεται ἀπὸ τὸ Σταυρό. Πονᾶ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ βρίσκει παρηγορία καὶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει τὸ βιολογικὸ θάνατο, μὰ περνᾶ στὴ ζωή τῆς αἰωνιότητας ποὺ δὲν τὴ σκιάζει ὀδύνη, λύπη ἤ στεναγμός.

Τὸ θαῦμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρικὸ γεγονός καὶ ὄχι ἀπλὰ μιὰ παραδοξότητα, μιὰ ἔκτακτη εὐεργεσία, μιὰ ὑπέρβαση τῶν φυσικῶν νόμων. Τὸ θαῦμα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καινῆς πραγματικότητας ποὺ εἰσάγει στὴν ἀνθρωπότητα ὁ Σωτήρας Χριστός. Εἶναι ἕνας νέος τρόπος ζωῆς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία Του δίνει τὸ φῶς σὲ τυφλούς, κινητοποιεῖ παραλύτους, καθαρίζει λεπρούς, ἀνασταίνει κεκοιμημένους. Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλοι ποὺ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς παρουσίας Του χωρὶς νὰ θεραπεύεται τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ ἡ πληγωμένη τους ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς συγχωρεῖ μετανοημένους, συναναστρέφεται μὲ ξένους, συνομιλεῖ μὲ ἁμαρτωλούς, συναντᾶται μὲ μοναχικούς, μοιράζεται τὸ τραπέζι μὲ πεινασμένους γιὰ ἀλήθεια. Ὅλες τοῦτες οἱ πράξεις μαρτυροῦν τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα τοῦτα τὰ ἔργα ἀποτελοῦν τὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου τὰ θαύματα ἐνεργοῦνται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πρωτίστως μυστηριακὰ καὶ λατρευτικά. Γιατὶ εἶναι μεγάλο θαῦμα ἡ ἀναγέννηση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὸ Βάπτισμα, καὶ ἡ συγχώρεση μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, καὶ ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας μὲ τὸ γάμο, καὶ ὁ ἁγιασμὸς μὲ τὴ θεία Κοινωνία. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε δεχθεῖ τὸ θαῦμα μέσα στην ἐκκλησιαστική μας ζωή.

Σὲ αὐτὸ τὸ Χριστοκεντρικὸ ὁρίζοντα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανείς καὶ τὰ ἐπιμέρους θαύματα ποὺ μποροῦν νὰ συμβοῦν στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς συναντᾶ τὸ κάθε πρόσωπο μὲ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, καλώντάς το σὲ σχέση ἀληθινὴ καὶ ἀγαπητική. Καὶ τούτη ἡ σχέση μεταμορφώνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Κι ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται ὑγιής, ἄλλοτε μὲ τὴν θεραπεία, ἄλλοτε μὲ τὴν παρηγοριά, ἄλλοτε μὲ τὴν ἐλπίδα, ἄλλοτε μὲ τὴν ἐσωτέρα χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ καμιὰ ἀσθένεια καὶ κανένας πειρασμὸς νὰ τὴν κάμψουν. Μὲ αὐτοὺς καὶ μὲ μύριους ἄλλους τρόπους τὸ θαῦμα ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς βίωμα καὶ ἐμπειρία, ὡς γεγονὸς φυσικὸ καὶ ὑπερφυσικό, ὡς θεία ἐνέργεια καὶ φῶς ἄκτιστο.

Ὁ κάθε πιστὸς ποὺ πονᾶ ζεῖ τὸ θαῦμα τῆς συμπόρευσης τοῦ Χριστοῦ μαζί του. Ὁ πόνος του εἶναι πόνος Χριστοῦ, μὰ καὶ πόνος τῆς Ἐκκλησίας, πόνος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Κανεὶς δὲν εἶναι πλέον μόνος. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲ σταματᾶ ποτὲ νὰ ἐκζητεῖ τὸ θαῦμα. Καὶ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν πάντα εἰσακούονται ἀπὸ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος παίρνει τὸν πόνο καὶ τὸν κάνει ὁδὸ σωτηρίας, παρέχοντας στὸν καθένα αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ χρειάζεται.

Στὶς μέρες μας πολλοὶ μιλοῦν γιὰ θαύματα, μὰ αὐτὰ ποὺ ὀνομάζουν ὡς τέτοια, ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἡ ζωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει τὸν κόσμο.

Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα μιὰ πράξη μαγική. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα μιὰ συνναλλαγὴ ἐμπορική. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα ἕνα ρουσφέτι θεϊκό. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα δεξιότητα ἀνθρώπων ἰκανῶν. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα θέαμα γιὰ τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα διαφημιστικὸ προϊὸν. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα καταναγκασμὸς στὴν πίστη.

Ἄν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε τὸ θαῦμα στὶς πραγματικές του διαστάσεις πρέπει νὰ προστρέξουμε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Ἐκείνη μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ποιὸ θαῦμα εἶναι γνήσιο, καὶ ποιὸ κίβδηλο καὶ ψευδές.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ θαύματος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη εἶπε τὸ μεγάλο «ναὶ» γιὰ νὰ σαρκωθεῖ ὁ Χριστὸς κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἐκείνη ἔγινε ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου, ἐκείνη γέννησε τὸν σαρκωμένο Λόγο.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ ἔζησε ταπεινὰ κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀκολουθώντας ταπεινὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας. Εἶδε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της νὰ διδάσκει, νὰ θεραπεύει, νὰ τρέφει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ παθαίνει, νὰ σταυρώνεται, νὰ δέχεται ταφή, νὰ ἀνασταίνεται. Ἔζησε τὸ θαυμαστὸ βίο τοῦ Υἱοῦ της ἐν σιωπῇ καὶ ἐν προσευχῇ. Δὲν ἐπεδίωξε κάτι νὰ οἰκειοποιηθεῖ, δὲν αἰτήθηκε κάτι γιὰ τὴν ἴδια, δὲν διεκδίκησε μερίδιο τιμῆς καὶ δόξης.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε ὡς πρόσωπο τοὺς καρποὺς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ὁ Υἱός της ἐπιφυλάσσει γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Γιορτάζουμε σήμερα τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μὰ καὶ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς Μεταστάσεως. Ὁ Χριστὸς λαμβάνει τὴν ψυχὴ τῆς Ἁγίας Μητρός Του κατὰ τὴν ἐκδημία Της. Στὴν ἀγκάλη του κρατᾶ τὴν πάναγνη ψυχὴ τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας δὲν ἀφήνεται στὴν φθορὰ καὶ στὴ σήψη. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς τὸ ἀνασταίνει, ὥστε ἡ Παναγία νὰ γίνει ἡ πρώτη ποὺ θὰ ζήσει τὸ θαῦμα τῆς ἀπόλυτης κατάργησης τοῦ θανάτου.

Ἡ Θεοτόκος μᾶς μυσταγωγεῖ στὸ θαῦμα, ὡς γεγονὸς σωτηριολογικό, ποὺ ἀγγίζει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καὶ οἱ πιστοὶ προστρέχουμε στὴ Μάνα μας τὴν Παναγιὰ καὶ ζητοῦμε ἄλλοτε μὲ ἐπίγνωση κι ἄλλοτε μὲ ἀφέλεια, ἐκεῖνα ποὺ ἡ ψυχή μας λαχταρᾶ. Μὰ ἐκείνη κανέναν δὲν παραθεωρεῖ, κανέναν δὲν ἀποπαίρνει. Σκύβει στὰ προβλήματά μας, στὶς μπερδεμένες μας ἀντιλήψεις, στοὺς πόνους καὶ τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὰ προσλαμβάνει καὶ τὰ δέχεται. Προσεύχεται γιὰ μᾶς, αἰτεῖται ἀδιάλειπτα γιὰ τὸν καθένα μας, λαλεῖ στὸν Υἱό Τῆς λόγους γλυκοὺς ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ σωτηρία μας.

Γι’ αὐτὸ κι ἑμεῖς προσερχόμαστε σήμερα στοὺς Ναοὺς δίνοντας τὴ μαρτυρία στὸν κόσμο: «Ναὶ, καὶ σήμερα γίνονται θαύματα. Ναὶ, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγιὰ θαυματουργεῖ. Ὅλοι μας ἔχουμε δεχθεῖ γεγονότα θεία καὶ θαυμαστά. Δὲν μιλοῦμε γιὰ ἐκείνα ποὺ θὰ συναντήσετε στὸ facebook καὶ στὸ viber. Σᾶς μιλοῦμε γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἐνεργοῦνται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας ἀγγίζοντας τὸ σῶμα μας, τὶς ἀδυναμίες μας, τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς σχέσεις μας, τὰ ἔργα μας καὶ τὴ ζωή μας ὁλόκληρη. Κι ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ καπηλεύονται τὸ θαῦμα, τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει».

Εὐχόμαστε σὲ ὅλους νὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ μάρτυρες τοῦ θαύματος τῆς σωτηρίας ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κομίζει στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Μητρός Του, τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς προστάτιδος καὶ ἐφόρου τοῦ κόσμου ὅλου, μὰ καὶ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ ἐπανειλημμένα τὴν ἀρραγὴ προστασία Της.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 


Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.